Η Εσθήρ Κοέν με τον αριθμό 77102 έφυγε από τη ζωή την 1η Δεκεμβρίου σε ηλικία 96 χρόνων. Έγινε ευρύτερα γνωστή το 2014, όταν ο τότε πρόεδρος της Γερμανίας Γιόαχιμ Γκάουκ κατά την επίσημη επίσκεψή του στα Ιωάννινα υποκλίθηκε μπροστά της και ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους της χώρας του για τα δεινά που υπέστησαν εκείνη και οι Έλληνες Εβραίοι.
Με την Εσθήρ (Στέλλα) Κοέν βρεθήκαμε στο σπίτι της στα Γιάννενα. Παρασκευή απόγευμα στις έξι, μέσα καλοκαιριού. Ανέβηκα γρήγορα τις σκάλες της παλιάς πολυκατοικίας – από πάνω έμενε η Εσθήρ και από κάτω η Νίνα Νεγρίν. Με τη Νίνα θα βρισκόμασταν μετά. Ο θάνατος του Σαμουήλ Κοέν νωπός· η Εσθήρ κάθε τόσο θυμάται τον άντρα της και κλαίει. Ένα παλικάρι ο Σαμουήλ, αντάρτης που κατέβηκε από τα βουνά και έσμιξαν. Το επόμενο πρωί εντοπίζω τον τάφο του στο παλιό εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης. Γονατίζω στο χώμα και προσπαθώ να σκεφτώ.
Η ζωή μετά το Άουσβιτς ένας χορός της απώλειας, η Εσθήρ στο κέντρο και γύρω από αυτήν ο κύκλος με όλους όσους δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά. Η μάνα της, ο πατέρας της, τα αδέρφια της και ύστερα από χρόνια ο γιος της, παλικάρι κι αυτός, μόλις στα 34 χρόνια του. Από το κέντρο εξόντωσης γλίτωσαν μόνο η ίδια και η αδερφή της. Ευτυχία τη λέγανε. Τι όνομα κι αυτό! «Η μάνα μου με καταράστηκε. Σου δίνω την κατάρα μου αν δεν προσέξεις τη μικρότερη αδερφή σου. Μα γιατί να με καταραστεί; Μικρό κορίτσι ήμουν κι εγώ» λέει με παράπονο η Εσθήρ. Της χαϊδεύω το χέρι.
Ένα χιονισμένο πρωινό του Μαρτίου στα Γιάννενα
Ανακάθεται στην καρέκλα και με κοιτάει. «Αυτός που μας χτύπησε την πόρτα δεν ήταν Γερμανός. Έλληνας χωροφύλακας ήταν, ο συνεργάτης τους». Μάρτιος 1944. Η οικογένεια Μυγιωνή ετοιμαζόταν να γιορτάσει το εβραϊκό Πάσχα. Ξημέρωνε 25 ο μήνας και είχε χιονίσει.
«Περιμέναμε την Ελένη ν’ ανάψει φωτιά γιατί ήταν Σαββάτο και δεν ανάβαμε φωτιά. Ηταν πολύ σκοτεινά ακόμη. Χτυπάει η πόρτα. Λέγει η μητέρα μου: “Μια απ’ όλες σηκωθείτε γρήγορα ν’ ανοίξετε γιατί η καημένη η Ελένη θα κρυώνει”. Κατεβαίνω κάτω, ανοίγω την πόρτα και τι να δω; Ενα κοριτσάκι εγώ, 17 χρόνων, βλέπω τον χωροφύλακα και έναν Γερμανό πιο πέρα. “Σ’ ένα τέταρτο θα πρέπει να είστε στο Μαβίλη”. Εγώ τα ’χασα. Τι να πω στη μάνα μου; Το σπίτι συγυρισμένο για Πάσχα. Θα πάθαινε συγκοπή. Χτυπάω την πόρτα στην κρεβατοκάμαρα του αδερφού μου και του λέω: “Ηλία, έλα κάτι να σου πω. Έτσι κι έτσι γίνεται. Μου είπανε ότι πρέπει να πάρουμε λίγα ρούχα και θα γυρίσουμε πάλι. Αλλά τα λίγα ρούχα γιατί να τα πάρουμε αν είναι να γυρίσουμε πάλι;”. Αυτός ήταν νιόπαντρος και είχε τη γυναίκα του έγκυο. Ήταν στον μήνα της. Πώς το λέμε στη μάνα;».
Τα γερμανικά στρατεύματα εγκαθίστανται στην πόλη το καλοκαίρι του 1943. Οι ναζί πιέζουν εκβιαστικά την κοινότητα. Με τη γνωστή τακτική τους προσεγγίζουν τον Σαμπεθάι Καμπιλή, σημαίνον μέλος της εβραϊκής κοινότητας, ο οποίος πείθεται ότι θα διέφευγαν τις διώξεις υπακούοντας στους κατακτητές. Μέσα Μαρτίου του 1944 οι εβραϊκές οικογένειες των Ιωαννίνων καταλογογραφούνται και τα σπίτια τους σημαδεύονται με σταυρούς. Εκείνο το παγωμένο χάραμα 1.870 Ρωμανιώτες Εβραίοι ξεριζώνονται από τα Γιάννενα ύστερα από 12 αιώνες. Η πορεία προς τον θάνατο αρχίζει από την πλατεία Μαβίλη για όσους κατοικούσαν εκτός κάστρου και από το Στρατιωτικό Νοσοκομείο για όσους κατοικούσαν εντός του.
«Η μάνα μου αδύνατον να καταλάβει.
– Άντε, παιδί μου, τι κάνεις; Κουβέντα πιάσατε πρωί πρωί; Εγώ θέλω να ντυθώ να πάω στη συναγωγή.
– Μαμά, στη συναγωγή σήμερα δεν θα πας.
– Γιατί, παιδί μου, δεν θα πάω;
–Γιατί οι Γερμανοί μας διώχνουν.
– Εγώ τι θα κάνω; Θα προσκυνήσω τον Θεό και θα γυρίσω.
– Μαμά, πάρ’ το απόφαση. Μάζεψε τίποτε ρούχα να πάρουμε κοντά.
– Όχι, παιδί μου! Θέλω τα παπούτσια μου και το “κομποτίρι” και τον σάκο μου.
Ηταν αδύνατο να πιστέψει πως μας έδιωχναν απ’ το σπίτι μας. Άκουγες: “Θεέ μου”. Ξόδια. Κλάματα. Γέρους με άσπρα μαλλιά να τρέχουν με τις παντόφλες, τα μικρά να ουρλιάζουν και η μαμά μου έλεγε:
– Καλά, πόσο θ’ αφήσουμε το σπίτι;
– Θα γυρίσουμε, μάνα. Θα γυρίσουμε».
«Θεέ του Ισραήλ, Αδωναΐ, ως πότε»
Οι Εβραίοι των Ιωαννίνων πήραν μαζί τους ό,τι μπορούσαν από τα υπάρχοντά τους σε μπόγους βάρους μέχρι 40 κιλά. Μεταφέρθηκαν με 97 σκεπαστά φορτηγά, μέσω Τρικάλων, στo γκέτο της Λάρισας.
«Μας βάλανε στ’ αυτοκίνητο φύρδην μίγδην και κατευθυνθήκαμε προς τον δρόμο της Λαρίσης. Στον δρόμο είχε πολύ χιόνι. Μικρά παιδιά να ουρλιάζουν, δεν πρόφτασαν να πάρουν τίποτε για πρωινό. Άλογα σκοτωμένα, Ιταλοί πεσμένοι. Έως ότου φτάσαμε στη Λάρισα, στο γκέτο. Οι Γερμανοί ούρλιαζαν: “Schnell. Κατεβείτε. Κατεβείτε”. Κάθονταν στη σειρά με τα όπλα παρατεταμένα και άρχισαν να ψάχνουν τις γυναίκες και τους άντρες για χρυσαφικά. Καθίσαμε εκεί… 15, 20 μέρες; Δεν θυμάμαι. Πέθαιναν άνθρωποι και σκάβανε λάκκους στο χωράφι. Στο γκέτο εκτός από μας φέρανε τους Τρικαλινούς, τους Κερκυραίους και ορισμένους Βολιώτες. Στο τέλος μας φόρτωσαν στα τρένα».
Μέσω της βαλκανικής οδού και του σιδηροδρομικού δικτύου οι Εβραίοι των Ιωαννίνων θα μεταφερθούν με τα τρένα της σιωπής στο Αουσβιτς και στα υπόλοιπα στρατόπεδα εξόντωσης. Το σχέδιο της Τελικής Λύσης θα πάρει σάρκα και οστά με τη μεταφορά ανθρώπινων φορτίων με τρένα. Ο Χίμλερ με επιστολή του (20/1/1943) ζητά τη συνδρομή του υπουργείου Μεταφορών: «Χρειάζομαι περισσότερα τρένα ώστε να μπορέσω να ολοκληρώσω σύντομα το έργο μου» (Berenstein, 1961, σ. 346).
«Μπήκαμε στα τρένα. Σ’ ένα βαγόνι εβδομήντα πέντε άτομα… Ένα βαρέλι με νερό… Από εκεί πίναμε, εκεί πλενόμασταν. Μέσα στο βαγόνι ήταν κι ένας παπάς, δικός μας. Έκανε ο καημένος προσευχές, ώσπου στο τέλος κουράστηκε. Δεν μπόρεσε, όλες οι δεήσεις πήγανε χαμένες. Και το τρένο σφύριζε και πηγαίναμε. Η αδερφή μου η μεγάλη είχε μωρό. Ένα κοριτσάκι έξι μηνών. Και αφού δεν είχε να φάει, έπινε από τη μάνα της μέχρι που της έβγαζε αίμα. Έπινε αίμα. Να κλαίει η μάνα, να κλαίει και το παιδί. Κι από το στήθος της αδερφής μου να τρέχει το αίμα ποτάμι. Δεν ξέρω πόσες μέρες μείναμε στα τρένα. Χωρίς νερό, χωρίς ψωμί. Γιατί, Θεέ μου, γιατί; Τι κάναμε; Ένας Θεός είναι για όλους. Γιατί μας πονάς τόσο πολύ; Φτάσαμε στο Άουσβιτς ύστερα από περιπέτειες πολλές, γιατί μας βομβάρδιζαν στη διαδρομή κι αλλάζαμε γραμμές κι αργήσαμε πολύ να φτάσουμε στην Πολωνία. Αλλά τότε δεν ξέραμε πού πηγαίναμε».
Στον εφιάλτη του στρατοπέδου εξόντωσης
Στο Αουσβιτς και στα υπόλοιπα στρατόπεδα εξόντωσης της ανατολικής Ευρώπης εξολοθρεύτηκε το 92% του ρωμανιώτικου πληθυσμού των Ιωαννίνων. «Εμένα με ξεχώρισαν και μ’ έβαλαν αλλού, τους άλλους τους φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητα. Τ’ αυτοκίνητα έφυγαν. Δεν ξαναείδαμε κανέναν. Από τότε δεν έχω κανέναν. Ούτε μάνα ούτε αδέρφια ούτε κανέναν. Υστερα μας βάλανε στη σειρά και μας έκαναν το νούμερο».
Η Εσθήρ και η αδερφή της θα οδηγηθούν στα καταναγκαστικά έργα. Η Εσθήρ θα αρρωστήσει βαριά αλλά θα καταφέρει να αναρρώσει και θα γλιτώσει τουλάχιστον τρεις φορές το κρεματόριο. «Με την αδερφή μου ζήσαμε μαζί στο στρατόπεδο. Στην κόλαση. Ολη την ημέρα βροχή, αυτή η απαίσια βροχή. Ξυπνούσαμε χαράματα για τη δουλειά. Σπάζαμε πέτρες και γεμίζαμε κάτι μικρά βαγόνια. Υστερα τα σπρώχναμε, σαν να ’μαστε μηχανές, ως την άλλη άκρη, δύο τρία χιλιόμετρα μακριά, και πετούσαμε τις πέτρες. Αλλά το βαγόνι αναποδογύριζε πολλές φορές από τις ράγες. Κι εμείς έπρεπε να το σηκώσουμε ξανά, να το ξαναγεμίσουμε με τις πέτρες και να το σύρουμε μέχρι το τέλος. Μη ρωτάς τι ήταν αυτό το πράγμα… Ολη μέρα. Γινόμουν ράκος, έκλαιγα, αλλά δεν άλλαζε τίποτε. Ωσπου αρρώστησα. Ανέβασα πυρετό και ψηνόμουνα. Τ’ άλλα κορίτσια μ’ έκρυβαν για μέρες. Μια Πολωνή συγκρατούμενή μου είπε να πω στα γερμανικά ότι είμαι άρρωστη. Το επόμενο πρωί που βγήκαμε για δουλειά το είπα. Με τράβηξαν στην άκρη. Η αδερφή μου και οι άλλες κρατούμενες φύγανε. Υπήρχε μια ορχήστρα, ήταν Ελληνίδες – άλλη έπαιζε βιολί, άλλη κιθάρα… Παίζανε καθώς οι κρατούμενες φεύγανε για τη δουλειά. Με στείλανε στο αναρρωτήριο. Δεν θυμάμαι πόσο έμεινα εκεί. Κάποια μέρα έμαθα ότι πρέπει ν’ αδειάσει το αναρρωτήριο για να φέρουν άλλους. Εκατό από μας θα τους έστελναν στο κρεματόριο. Μια Εβραία με συμβούλεψε να μη δώσω σε κανέναν το νούμερό μου. Το επόμενο πρωί που ήρθαν να μας πάρουν η Εβραία εκείνη μ’ έκρυψε. Εγινε η καταμέτρηση, πήραν εκατό γυναίκες για το κρεματόριο. Τρεις φορές γλίτωσα τους φούρνους. Πάντα κάτι γινόταν και στο τέλος γλίτωνα. Δεν ξέρω… ο Θεός με προστάτευε; Χειρότερος τόπος από την Πολωνία δεν υπάρχει. Πέρασα από πολλά στρατόπεδα… Μαουτχάουζεν, Γκρος-Ρόζεν, Μπρεσλάου… πολλά… πολλά…».
Η απελευθέρωση και το βασανιστικό ερώτημα
Η απελευθέρωση θα βρει ολομόναχη και εξαθλιωμένη την Εσθήρ. «Μια μέρα φύγανε οι Γερμανοί. Εμείς αναρωτιόμασταν “τι θα κάνουμε τώρα;”. Εβλεπες τα κορμιά στον δρόμο να πέφτουν πεθαμένα. Γιατί οι Εγγλέζοι που ήθελαν δήθεν το καλό μας μας έριξαν τσουβάλια ζάχαρη. Εριξαν κονσέρβες από… δεν ξέρω από πότε. Ο κόσμος πεινασμένος ρίχτηκε να φάει. Και ενώ έβλεπες ότι αυτός εκεί θα ζήσει, στο τέλος πέθαινε. Γιατί νηστικός τόσο καιρό ρίχτηκε στη ζάχαρη. Ρίχτηκε στην κονσέρβα… Εβλεπες παντού πτώματα. Υστερα μπήκανε κάτι νεαροί στρατιώτες και είχανε τρόμπες από φλιτ. Ηρθαν κοντά μας και μας έριξαν απ’ αυτό γιατί είχαμε ψείρες. Κάπως έτσι μάθαμε ότι ήρθε η λευτεριά. Αλλος λιποθυμούσε, άλλος τρελάθηκε, άλλος φώναζε το παιδί του, τη μάνα του, τη γυναίκα του, την αδερφή του. Κάποια στιγμή έρχεται ένας αξιωματικός και λέει:
– Αν κάποιος είναι από την Ελλάδα, ας μου μιλήσει ελληνικά.
– Εγώ είμαι απ’ την Ελλάδα.
– Κοίτα, παιδί μου, λυπάμαι για ό,τι έγινε. Εγώ δεν θα γυρίσω στην Ελλάδα, θα πάω αλλού, αλλά μπορώ να σε διευκολύνω αν θέλεις να στείλεις ένα γράμμα κάπου.
– Δεν έχω χαρτί, δεν έχω μολύβι, δεν έχω τίποτε.
– Θα σου δώσω εγώ.
Ηξερα ότι δυο παιδιά απ’ τη γειτονιά το έσκασαν από το γκέτο της Λάρισας. Υπέθεσα ότι μπορεί να ζούνε. Τους έγραψα λοιπόν ένα γράμμα ότι είμαι ζωντανή και να ενημερώσουν σχετικά όποιον από την οικογένειά μας φτάσει πρώτος στα Γιάννενα».
Αλλά πού να ήξερε τότε η Εσθήρ ότι κανείς άλλος δεν θα επέστρεφε ποτέ στη γενέθλια πόλη της εκτός από αυτήν και την αδερφή της, ότι το πατρικό της οικογένειας Μυγιωνή είχε λεηλατηθεί.
Το 17χρονο κορίτσι θα θέσει πολλές φορές στον εαυτό του το βασανιστικό ερώτημα «γιατί να ζήσω εγώ;». Τα επόμενα χρόνια η Εσθήρ θα τα περάσει στη σιωπή. Το τραύμα του Ολοκαυτώματος θα παραμείνει ανοιχτό και εκείνη θα το διαχειριστεί αποφεύγοντας να μιλάει για τα τρένα της σιωπής που οδήγησαν την οικογένειά της στον θάνατο.
Σκύβω και φιλώ τα χέρια της. «Θα ξανάρθω αύριο. Σ’ το υπόσχομαι».