Θοδωρής Βουτσικάκης: «Δεν μπορώ να’ μαι απαισιόδοξος όταν έχω κάνει δίσκο με τη Νικολακοπούλου και τον Piovani»

Μία συνέντευξη ψυχαναλυτικής υφής με έναν νέο τραγουδιστή που δεν βρίσκεται στο ξεκίνημα του, μα ούτε και στο απόγειο της καριέρας του. 

105037701 204212430794067 1711098549439304560 n

Ο Θοδωρής Βουτσικάκης δεν υπάρχει πολλά χρόνια στο τραγούδι, όμως έχει καταφέρει τόσα, για τα οποία άλλοι συνάδελφοί του να ήθελαν δεκαετίες ολόκληρες: Απ’ τη μία έχει φειδωλή δισκογραφία (δύο μόλις μεγάλοι προσωπικοί δίσκοι, ένας με τον Δημήτρη Μαραμή σε ποίηση ποιητών του Μεσοπολέμου και άλλος ένας με τον Nicola Piovani σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου), απ’ την άλλη όμως έχει συναυλιακές συνεργασίες με την αφρόκρεμα των συνθετών και ερμηνευτών (Σταύρος Ξαρχάκος, Χρήστος Λεοντής, Μαρία Φαραντούρη, Νίκος Ξυδάκης κ.α.) Κυρίως μοιάζει να έχει κατακτήσει ένα κοινό που αναγνωρίζει στο πρόσωπο του ή, σωστότερα, στη φωνή του, έναν από τους σημαντικότερους νέους Έλληνες τραγουδιστές.

Ήταν το πιο κατάλληλο timing για μία εκ βαθέων συζήτηση μαζί του. Πρόκειται για έναν τραγουδιστή δηλαδή, όχι ακριβώς στο ξεκίνημα του, μα ούτε και στο απόγειο της καριέρας του. Ο ίδιος το γνωρίζει αυτό, εξ ου και φρόντισε να δώσει καλές απαντήσεις στα ερωτήματα που του απηύθυνα, όπως διαπιστώνει κανείς κατά την ελεύθερη κουβέντα μας.

Αυτό που έχει σημασία είναι πως σε μία περίοδο που οι δίσκοι εξακολουθούν να παράγονται χωρίς να πουλάνε – γνωστό τοις πάσι – εκείνος, μόλις στα 31 του χρόνια, ένωσε τις δυνάμεις του μ’ αυτές του Ιταλού Nicola Piovani και της δικής μας Λίνας Νικολακοπούλου: Ο Piovani, που εμπεριέχει τον μαγικό κόσμο του Federico Fellini και του Μάνου Χατζιδάκι, και η Νικολακοπούλου, που άλλαξε το τοπίο του ελληνικού τραγουδιού από το 1980 και μετά. Το αποτέλεσμα είναι ένας κύκλος ευαίσθητων, ατμοσφαιρικών και καλοενορχηστρωμένων τραγουδιών που φέρει τον τίτλο «Όμορφη ζωή» και που προσπαθεί να μας πείσει για την επικράτηση της ομορφιάς στη ζωή μας, για την τελική νίκη του Καλού επί του Κακού. Αν μη τι άλλο, συγκινητικό ως πρόθεση και αρκετά επιτυχημένο ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.       

Κύριε Βουτσικάκη, κρατάμε σήμερα στα χέρια μας την «Όμορφη ζωή», ουσιαστικά τον πρώτο σας μεγάλο δίσκο. 

Να σας πω την αλήθεια, νιώθω ότι είναι ο δεύτερος ύστερα από την «Αισθηματική ηλικία» με τον Δημήτρη Μαραμή, αν και τότε ήμουν μεσ’ στη συστολή της πρώτης παρουσίας. Δεν παύει, όμως, να αποτελεί μία δουλειά, την οποία αισθάνομαι τελείως δική μου, παιδί μου, που λένε. Μέσα κει έλεγα εννιά τραγούδια, ήταν δηλαδή προσωπικός δίσκος. 

Έχετε δίκιο, το θυμάμαι σαν πιο μικρό δίσκο εκείνον, ίσως επειδή είχε βγει σε μορφή βιβλίου – CD.

Επομένως αυτή είναι η δεύτερη προσωπική δουλειά μου μετά από πέντε χρόνια, για την ακρίβεια μετά από έξι χρόνια.

Όλα αυτά τα χρόνια, ωστόσο, είχατε σταθερή παρουσία στη δισκογραφία. Θυμίζω ότι η εκτέλεση σας στο «Μια βοσκοπούλα αγάπησα», ντουέτο με τη Γεωργία Βεληβασάκη, αγαπήθηκε πολύ.

Κι εγώ την έχω αγαπήσει πολύ τη διασκευή αυτή που κάναμε με τη Γεωργία και τον Louis Borda. Σκεφτείτε ότι βγήκε και σε βινύλιο και με ψάχνει η Γεωργία να μου το δώσει. Θα συντονιστούμε κάποια στιγμή…Συμμετείχα επίσης στο δίσκο του Χάρη Γκατζόφλια και του Λάζαρου Αντωνιάδη, δύο νέων δημιουργών και φίλων μου από τη Θεσσαλονίκη, τραγούδησα ένα κομμάτι της Μάρθας Μεναχέμ σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη και, βέβαια, είπα κάποια τραγούδια του Χρήστου Λεοντή στο άλμπουμ «Η φλόγα που καίει» σε στίχους Δημήτρη Λέντζου. Με τον Λεοντή ήταν η πιο σημαντική συμμετοχή μου, αλλά και η πιο εκτεταμένη, αφού τραγούδησα έξι κομμάτια. Μεγάλη τιμή να σε καλεί στο δίσκο του ένας τέτοιος μεγάλος συνθέτης!

Η αλήθεια είναι πως ο Λεοντής έμεινε πολύ ευχαριστημένος απ’ τη συνεργασία σας, εξ ου και λέει τα καλύτερα. Το ίδιο και ο Νίκος Ξυδάκης, με τον οποίο συνεργαστήκατε εκτός δισκογραφίας. 

Προς το παρόν δεν έχουμε συνεργαστεί ακόμη δισκογραφικά, ελπίζω να γίνει όμως στο μέλλον. Κάναμε τη συναυλία με το έργο που έγραψε για τη Σπιναλόγκα στο πλαίσιο ένταξης του νησιού στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς. 

Μιλάμε, λοιπόν, για άριστες περγαμηνές που διαθέτετε ήδη. Είστε ένας ιδιαίτερος τραγουδιστής. Όχι ακριβώς βαρύτονος…

Όχι, δεν είμαι κλασικός τραγουδιστής, παρότι αυτές είναι οι καταβολές μου, έχοντας σπουδάσει κλασικό τραγούδι. Αμέσως μετά ασχολήθηκα με σύγχρονο τραγούδι, οπότε σίγουρα δεν μπορώ να χαρακτηριστώ κλασικός, τενόρος ή βαρύτονος.

Σας τρομάζει λίγο αυτή η κατάταξη;

Δεν με τρομάζει, γιατί την έχω κάνει αυτή τη θητεία – ας την πούμε έτσι. Απλά δεν είναι ακριβές αν κάποιος με χαρακτηρίσει τραγουδιστή όπερας ή κλασικό τραγουδιστή. 

Να, όμως, που μέσα στο νέο σας δίσκο υπάρχουν τραγούδια που σας δίνουν την ευκαιρία να μας αποδείξετε αυτή την πτυχή σας: Το «Buongiorno principessa» και το «Αγάπη της καρδιάς μου».

Σύμφωνοι. Ειδικά το «Αγάπη της καρδιάς μου» προέρχεται από μια μουσική του Piovani για το θέατρο, για ένα έργο του Πιραντέλο. Αφού έχω κάνει κι αυτή τη θητεία, όπως σας είπα, την τιμώ γιατί μ’ έχει εφοδιάσει με γνώσεις και εμπειρίες. Είναι ένα στοιχείο της τεχνικής μου, που θέλω να αξιοποιώ, όποτε δίνεται η δυνατότητα. Έτσι το βλέπω, σαν ένα στοιχείο μέσα σ’ ένα μωσαϊκό.

Που σας δίνει ακόμη τη δυνατότητα να κάνετε και μία δισκογραφία στο πιο συμβατικό «έντεχνο» τραγούδι. Θυμάμαι τώρα τη συνεργασία σας με τον Μάριο Φραγκούλη.

Βγάλαμε μαζί το καλοκαίρι του 2017.

Θεωρείτε ότι έχετε καλλιτεχνική συγγένεια με τον Φραγκούλη;

Ναι, υπάρχει ένα κομμάτι μου, αρκετά συγγενές, γιατί και ο Μάριος έχει κλασικές καταβολές. Βέβαια, ο Φραγκούλης έχει αξιοποιήσει αυτή τη δυναμική του πολύ περισσότερο στη μακρά διαδρομή του. Ας πούμε, ερμηνεύει άριες στις συναυλίες του όλα αυτά τα χρόνια, που εγώ τον παρακολουθώ. 

Θέλω να σας πω κάτι άλλο τώρα με πάσα ειλικρίνεια. Πριν από μερικά χρόνια, στο ένθετο κυριακάτικης εφημερίδας σας είδαμε εξώφυλλο! Είχατε κάνει μόνο το δίσκο με τον Μαραμή, αν τα λέω σωστά…

Ναι, αλλά είχαμε ήδη γνωριστεί με τη Λίνα Νικολακοπούλου, αφού συνεργαζόμαστε από το 2016. Εγώ ξεκίνησα ουσιαστικά το 2013, τότε που έκλεισε ο κύκλος σπουδών μου με τη Νομική και είπα ότι ήταν η στιγμή ν’ ασχοληθώ με ότι αγαπούσα, με τη μουσική και το τραγούδι και μάλιστα να ζω απ’ αυτό. 

Ήθελα να πω ότι είχατε το προνόμιο μιας προώθησης από τον Τύπο απ’ τα πρώτα σας βήματα, ένα προνόμιο που δεν το είχαν άλλοι συνάδελφοί σας με μεγαλύτερο έργο. Είναι εντυπωσιακό, απ’ όπου κι αν το δεις.

(σ.σ. το λέει ορθά – κοφτά) Θεωρώ πως έτυχα γενναιόδωρης αντιμετώπισης από τα πρώτα μου βήματα. Έχω να προσθέσω εδώ, όμως, ότι πέρα απ’ το ταλέντο, που κάποιος δεν μπορεί να το κρίνει για τον εαυτό του, εγώ έχω υπάρξει πάρα πολύ εργατικός μέχρι τώρα κι ελπίζω έτσι να παραμείνω. Δεν εννοώ εργατικός για την επίτευξη ενός στόχου ή ενός ονείρου, αλλά για μία ολόκληρη επιλογή που έκανα για τη ζωή μου. Έμεινα πιστός στην επιθυμία μου και στη λαχτάρα, διότι η λαχτάρα γι’ αυτό που κάνω είναι η πιο σημαντική σπίθα που θ’ ανάψει τη φωτιά.

Είπατε «και μάλιστα να ζω απ’ αυτό». Ζείτε απ’ αυτό, λοιπόν;

Ναι! Από την αρχή!

Αλήθεια, ε; Είστε απ’ τους λίγους που το λένε αυτό.

Αλήθεια, και αισθάνομαι πραγματικά περήφανος που το έχω καταφέρει.

Φαντάζομαι αυτό θα σας βοηθάει να μην κάνετε εκπτώσεις και να ζείτε αξιοπρεπώς.

Ακριβώς. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να γίνει κανείς πλούσιος απ’ αυτή τη δουλειά, τουλάχιστον αυτή την εποχή, που εγώ κλήθηκα να κάνω τα πρώτα μου βήματα. Ζω αξιοπρεπώς, όπως το είπατε.

Πόσων ετών είστε;

Είμαι στα 31.

Κι αν ήσασταν 51, είχατε εμφανιστεί δηλαδή στα τέλη του ’90 ή στις αρχές του 2000, τι θα ήταν διαφορετικό για εσάς σήμερα;

Θα σας απαντήσω με ότι έχω ακούσει, γιατί φυσικά δεν την έζησα εκείνη τη φάση. Εμένα η μεγάλη μου καψούρα – να το πω λαϊκά – ήταν η δισκογραφία, ίσως γιατί έτσι μεγάλωσα. Ήταν το σπίτι μου, τα ακούσματα μου, τα βινύλια που άκουγαν οι γονείς μου. Στην εφηβεία άρχισα από μόνος μου να «ξεσκονίζω» τα βινύλια του Ξαρχάκου, του Λεοντή, της Λίνας, του Σταμάτη…Πρωτοψάλτη, Μούσχουρη, Νταλάρας! Όταν κατάλαβα ότι και μένα αυτός ήταν ο δρόμος μου, ήθελα διακαώς να κάνω δισκογραφία. Νιώθω, λοιπόν, πως πριν από 20 χρόνια, η επιθυμία μου αυτή απλά θα ήταν πιο εύκολο να εκπληρωθεί.

Ποσοτικά εννοείτε.

Ποσοτικά, αλλά και χρονικά, πιο νωρίς. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πέρασαν έξι χρόνια απ’ την πρώτη δουλειά με τον Μαραμή μέχρι τη δεύτερη με τη Νικολακοπούλου και τον Piovani. Μου έγιναν αρκετές προτάσεις όλο αυτό το διάστημα για να τραγουδήσω είτε μεμονωμένα τραγούδια, είτε ολόκληρες δουλειές. Στις προτάσεις αυτές, που με χαρά τις δεχόμουν, είπα «όχι» γιατί έψαχνα να βρω τι εκφράζει εμένα. Πέρασαν έξι χρόνια, εκ των οποίων τα τριάμισι αναλώθηκαν στη δουλειά αυτή, για να πω ότι με την έκδοση της έφτασα πιο κοντά σ’ αυτό που νιώθω. 

Σας πιστεύω. Άκουγα κι εγώ το ίδιο διάστημα πολλούς δημιουργούς που σας ήθελαν ως ερμηνευτή τους. «Έπαιζε» πολύ το όνομα σας. 

Κι έτσι, δεχόμουν κάποιες πολύ σημαντικές για μένα προτάσεις σε συναυλιακό επίπεδο. Συνεργάστηκα με τον Ξαρχάκο, με τον Λεοντή, με τον Ξυδάκη, που είπαμε. Μπορεί ν’ ακούγεται κάπως το ότι μεσολάβησαν έξι χρόνια απ’ τον πρώτο ως το δεύτερο δίσκο, αλλά στην ουσία έξι χρόνια υπάρχω στο χώρο, από τότε που κατέβηκα απ’ τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα κι ο κόσμος έπρεπε να με μάθει και να με αποδεχτεί, να με αγαπήσει για τον τρόπο που εγώ προσεγγίζω το τραγούδι και τα μουσικά έργα. Ήταν έξι μάχιμα χρόνια.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν σας τό’χα ότι είστε απ’ τη Θεσσαλονίκη.

Δεν έχω το «λάμδα»; (γελάμε)

Απλά δεν μπορώ να σας συνδέσω μουσικά, καλλιτεχνικά, μ’ αυτό που λέμε «σχολή της Θεσσαλονίκης»: Παπάζογλου, Μάλαμας, Ρασούλης κλπ.

Δεν έχετε άδικο, γιατί προς το παρόν είναι εντονότερες οι δυτικές καταβολές μου. Το κατανοώ και συμφωνώ!

Πάμε λίγο πίσω τώρα. Πως ήταν τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, που άρχισε να σας απασχολεί το τραγούδι;

Ήταν απίθανα! Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα, έχω πολλά πράγματα να θυμάμαι και ν’ αγαπώ απ’ τη ζωή μου στη Θεσσαλονίκη. Ανθρώπους που μου λείπουν πολύ, επίσης! Ξεκίνησε η διαδρομή μου από πολύ νωρίς, από παιδί, λίγο με τη μουσική, λίγο με το πιάνο, λίγο με τις χορωδίες.

Παίζετε και πιάνο; Δεν το γνώριζα.

Ναι, ξεκίνησα με πιάνο όταν ήμουν έξι – εφτά ετών. Έκανα μαθήματα, θεωρητικά, σολφέζ και σύντομα μπήκα σε μία παιδική χορωδία. Άρχισε να με ιντριγκάρει πολύ το θέμα της σκηνικής παρουσίας, έβλεπα ότι κάτι γινότανε. Ήθελα να πατάω στη σκηνή! Με θυμάμαι στο δημοτικό, στις παιδικές παραστάσεις που κάναμε, να χάνω την αίσθηση του χρόνου. Είναι αυτό που μου συμβαίνει μέχρι σήμερα ή, για να μην είμαι υπερβολικός, ένα απ’ τα ελάχιστα πράγματα που κάνω και χάνω την αίσθηση του χρόνου.

Αυτό συμβαίνει με κάθε καλλιτέχνη. Δε μπορείς νά’σαι πάνω στη σκηνή και νά’σαι και αλλού ταυτόχρονα.

Είναι, όμως, κάπως ανεξήγητο, σαν την ερώτηση «Γιατί ακολούθησες αυτό;» με την απλή απάντηση «Γιατί το θέλω». Δεν έχω καταφέρει ακόμη να βάλω σε λέξεις αυτή την αίσθηση πληρότητας.

Να υποθέσω ότι τα επόμενα χρόνια, στην εφηβεία, θα μπλεχτήκατε με νεανικά συγκροτήματα.

Υπήρχε μια φάση στην εφηβεία πολύ ξεχωριστή, γιατί γύρω στα 16 – 17, από αντίδραση ίσως, σταμάτησα ότι δεν είχε να κάνει άμεσα με το σχολείο. Μ’ ενδιέφερε απλά να περνάω καλά την ώρα με τις παρέες μου και τους φίλους μου κι αυτό ξέρω ότι με βοήθησε εκ των υστέρων, διότι μετά από λίγα χρόνια στέρησης της μουσικής, μου βγήκε εντονότερη η ανάγκη να την «ξαναπιάσω». Σταμάτησα οτιδήποτε είχε να κάνει με τη μουσική, ώσπου πέρασα στη Νομική, αρχικά στην Κομοτηνή. Πήρα με υποτροφία μεταγραφή για Θεσσαλονίκη και συναντήθηκα αμέσως με τη Θάλεια Μαυρίδου, τη δασκάλα μου στη φωνητική. Τη θεωρώ ορόσημο αυτή τη σχέση δασκάλας με μαθητή, γιατί είχαμε μεγάλη χημεία και μου φώτισε πολλά καινούργια πράγματα, που δεν είχα τη δυνατότητα να σκεφτώ μέχρι τα 19 μου. Εκεί πια ξεκίνησαν να παίρνονται μέσα μου οι αποφάσεις, ώσπου να εξωτερικευθούν πλήρως. 

Και ποιες ήταν οι πρώτες επαγγελματικές σας απόπειρες;

Όσο ακόμη σπούδαζα στη Νομική και ψαχνόμουν με το τι θα κάνω, ήρθαν τα συγκροτηματάκια, που είπατε, με εμφανίσεις σε μουσικές σκηνές της πόλης. Σε εκείνη την ηλικία, είχα την τύχη να γνωρίσω τον Νίκο Παπάζογλου στο «Πλατό», όπως και τον Νίκο Δημητράτο, δηλαδή πολύ σημαντικές φιγούρες του τραγουδιού. Συνέβαλαν κι αυτές οι γνωριμίες στην τελική μου απόφαση για να γίνω κι εγώ επαγγελματίας τραγουδιστής. Όταν το δήλωσα αυτό στο στενό μου περιβάλλον, η πρώτη επαγγελματική κίνηση που έκανα ήταν να κατέβω στην Αθήνα και να γνωρίσω τον Δημήτρη Μαραμή. 

Είχατε προσωπική επικοινωνία ίσαμε τότε;

Είχα στα χέρια μου, δώρο μιας φίλης της μαμάς μου στα γενέθλια μου, τον «Σκοτεινό Έρωτα», το δίσκο που’χε κάνει με τον Μάριο Φραγκούλη. 

Τι ωραίος δίσκος! Για μένα η καλύτερη δισκογραφική κατάθεση του Μάριου Φραγκούλη!

Απίθανος δίσκος ήταν! Ένα απ’ τα αγαπημένα μου άλμπουμ στη δισκοθήκη μου, που το κατέβαζα για να τ’ ακούσω. Άκουσα αυτή τη δουλειά και είπα «Όπα»! Τον Μάριο τον ήξερα, εντυπωσιάστηκα όμως απ’ τα ποιήματα του Lorca, την μετάφραση του Τριβιζά και βέβαια τις μελωδίες του Μαραμή – έτσι τον γνώρισα τον Δημήτρη! Με τη βοήθεια ενός κοινού φίλου, που του μίλησε για μένα, κανόνισα και κατέβηκα στην Αθήνα για να έβλεπα μία παράσταση του. Αυτό ήταν το πρώτο μου επαγγελματικό βήμα, θα έλεγα.

Και που έγινε με τελείως δική σας πρωτοβουλία.

Ναι, μόνος μου το τόλμησα.  

Ο Μαραμής, απ’ την άλλη, είναι ένας συνθέτης πολύ δεκτικός στο να δουλεύει με διαφορετικούς τραγουδιστές. 

Ισχύει. Ευτυχώς εμένα με «κράτησε», δεν μ’ άλλαξε (γέλια). Τον έχουν ερμηνεύσει πολλοί στη δισκογραφία και στις συναυλίες, ο Κωνσταντίνος Κληρονόμος, η Βικτορία Ταγκούλη, η Κορίνα Λεγάκη, πέραν του Μάριου Φραγκούλη φυσικά. Πολύ ωραίος δίσκος του ήταν και οι «Σκηνές από βουβή ταινία»! 

Αμέσως ευοδώθηκε η συνεργασία σας; Σας είχε έτοιμα τραγούδια ή έγραψε για τη φωνή σας;

Σχεδόν αμέσως. Η πρώτη μας δουλειά δεν ήταν η «Αισθηματική ηλικία». Του’χα στείλει κάποιες ηχογραφήσεις με τη φωνή μου και τότε παρουσίαζε το άλμπουμ «Ταγκό για τρεις» με την Κορίνα Λεγάκη στη Θεσσαλονίκη. Ήταν στα τέλη του 2012 και μου ζήτησε να πάω κι εγώ να πω μερικά τραγούδια δικά του, απ’ αυτά που μου άρεσαν. Αμέσως μετά από εκείνη τη βραδιά, μου πρότεινε να τραγουδήσω σε συναυλίες του στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης ανάμεσα σε τρεις άλλους ερμηνευτές: Ήμασταν ο Ζαχαρίας Καρούνης, η Κορίνα Λεγάκη, η Εύη Σιαμαντά κι εγώ. Λίγους μήνες μετά, έτσι όπως συνηθίζει ο Δημήτρης πάνω στη φούρια του, μου τηλεφωνεί στα τέλη Ιουνίου: «Σε 20 μέρες θα εμφανιστούμε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και θα παρουσιάσουμε αποσπάσματα από ένα νέο έργο που’χω ξεκινήσει να φτιάχνω». Ήταν ο «Ερωτόκριτος»! Από το 2013 ξεκινάει η ιστορία μ’ αυτό το έργο κι εδώ «κολλάει» η προηγούμενη ερώτηση σας για το εξώφυλλο μου στο ένθετο της εφημερίδας. Τέσσερα χρόνια μετά ο «Ερωτόκριτος» του Μαραμή έφτασε να εγκαινιάζει την εναλλακτική σκηνή της ΕΛΣ! Τότε τελικά αρχίσαμε να δίνουμε συναυλίες με αποσπάσματα απ’ το μιούζικαλ «Ερωτόκριτος», καλοκαίρι του ’13. Στο τέλος της χρονιάς, σ’ ένα καφέ της Θεσσαλονίκης που αγαπάμε κι οι δύο, έγινε η πρώτη κουβέντα και για μία δισκογραφική συνεργασία μας. Ένα εξάμηνο αργότερα κυκλοφόρησε η «Αισθηματική Ηλικία»!

Πήρατε αμέσως καλές κριτικές για τις ερμηνείες σας στο συγκεκριμένο άλμπουμ. Δεν σας «έτρωγε» να γνωρίσετε κι άλλους δημιουργούς, να κάνετε κι άλλα ξανοίγματα;

Χωρίς βιασύνη, όμως! Η επιθυμία, βλέπετε, να γνωριστώ μ’ έναν σημαντικό νέο συνθέτη είχε την τελειότερη έκβαση. Και δεν ήταν ότι θα έγραφε ένα – δυο τραγούδια για μένα, αλλά κάναμε συναυλίες στο Μέγαρο, περιοδεύσαμε ένα καλοκαίρι με τον «Ερωτόκριτο», μέχρι να πάω στην πρώτη μου δισκογραφική δουλειά και να τύχει μιας καλής αποδοχής, που θα σήμαινε μία φυσική συνέχεια. Ουσιαστικά τότε ένιωσα ότι άρχισαν να με προλαβαίνουν οι εξελίξεις, οι συστάσεις και οι συνεργασίες. Έμεινα πιστός στον τρόπο που ήθελα να δουλεύω και οι μεγάλες συνεργασίες άρχισαν να μου έρχονται σαν δώρα! Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Λίνα, με την οποία γνωρίστηκα ένα χρόνο μετά, το 2015. Η ταχύτητα των πραγμάτων ήταν τέτοια, που δεν προλάβαινα να την παρακολουθήσω και φρόντιζα απλά να κρατάω καθαρό το αίσθημα μου. 

Ο παράγοντας τύχη τι ρόλο παίζει στη ζωή σας;

Θα με έλεγα τυχερό, δεν έχω παράπονο ούτε απ’ τη ζωή, ούτε απ’ την τύχη μου. Αισθάνομαι ότι είμαι τυχερός, ωστόσο δεν μου αρέσει να εναποθέτω τα ζητήματα μου, καλά ή κακά, στον παράγοντα τύχη. Το αν η τύχη με ευνοεί είναι κάτι που το ευχαριστιέμαι.

Στερείστε μεταφυσικής δηλαδή;

Στερούμαι μεταφυσικής επιθυμίας, θα έλεγα. Μου αρέσουν τα πιο γήινα πράγματα, ίσως γιατί αυτά μπορεί να κατανοήσω.

Κατάγεστε από πολυμελή οικογένεια;

Όχι, μια αδερφή έχω μόνο λίγο μεγαλύτερη.

Των καλλιτεχνικών κι αυτή;

Η Όλγα είναι κι αυτή καλλιτεχνάκι, αλλά με τα εικαστικά πιο πολύ. Θεσσαλονίκη ζει, όπως κι οι δικοί μου, αλλά και πολλοί φίλοι μου. Έχω και πολλούς φίλους που ζουν πια στο εξωτερικό. 

Και πως ήταν απ’ την άποψη της διαβίωσης τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα;

Τα δύο πρώτα χρόνια έμενα περιστασιακά σε μια θεία μου στην Αγία Παρασκευή, στον Δημήτρη που με φιλοξενούσε κάθε φορά που είχαμε να κάνουμε δουλειά, και σε μια παιδική μου φίλη, την Κοραλία. Αυτά ήταν τα τρία πρώτα σπίτια που άλλαξα σαν κατασκηνωτής, αλλά με αγάπη που δεν θα την ξεχάσω. Το ίδιο διάστημα ανεβοκατέβαινα Θεσσαλονίκη – Αθήνα, ακριβώς γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να εγκατασταθώ μόνιμα. Ούτε οι γονείς μου διέθεταν αυτό που λέμε περίσσευμα για να μπορώ εγώ να κάνω μια πιο άνετη ζωή εδώ. Βρήκα έναν πρακτικά εφικτό τρόπο να εκπληρώνω τα όνειρα μου μέχρι το ’16 πια, που έπιασα το πρώτο μου σπίτι στα Εξάρχεια, Στουρνάρη και Πατησίων γωνία. 

Απ’ το οποίο φύγατε σχετικά πρόσφατα.

Πριν ένα χρόνο, έχοντας ζήσει δυόμισι γεμάτα χρόνια στα Εξάρχεια.

Και τι σας έκανε να αφήσετε την περιοχή αυτή;

Έκλεισε ο κύκλος μου με το σημείο εκείνο. Έζησα όλη την ένταση, το χρώμα και το θόρυβο των Εξαρχείων και θα τη θυμάμαι ως μία καλή εμπειρία. Το ’16, όταν έπιασα το σπίτι, ακόμη ήμουν φαντάρος. Για να μπαίνω στο στρατόπεδο και νά’μαι συνεπής στην ώρα μου, έφευγα απ’ το σπίτι στις 5.30 – 6 παρά τα χαράματα. Εκείνη την ώρα συναντούσα πολλές φυσιογνωμίες ανθρώπων, με τους οποίους σιγά – σιγά αποκτήθηκε μία οικειότητα. Σκάγαμε χαμόγελα του στυλ «Είμαστε εδώ όλοι γείτονες, δεν θα πειράξει κανείς τον άλλον», συνθήκη που μπορώ να πω ότι με οχύρωσε. Μου γνώρισε μία άλλη πλευρά της Αθήνας, που τώρα δεν τη ζω, έχοντας πάει στην άλλη μεριά του κέντρου, στο Παγκράτι – Μετς. Γνώρισα τη ζωή λίγο καλύτερα μαζί με την πόλη, θα έλεγα. Σκεφτείτε ότι η Ανατολική Θεσσαλονίκη, που είχα μεγαλώσει, δεν είχε καμία σχέση με την περιοχή της Ομόνοιας. 

Πάντως, όλοι στο Παγκράτι – Μετς έχουν μαζευτεί, γίνεται ένας συνωστισμός.

Ναι, ισχύει. Το έχω παρατηρήσει κι εγώ αυτό.

Πότε και που γίνεται η πρώτη γνωριμία με τη Λίνα Νικολακοπούλου; 

Στη Θεσσαλονίκη. Με κάλεσε μετά στην Αθήνα να τραγουδήσω στο μουσικοποιητικό αφιέρωμα στον Γιώργο Σαραντάρη σε μουσικές της Δάφνης Αλεξανδρή, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Κατευθείαν, με το που γνωριστήκαμε, μου έριξε και την πρόταση. Εγώ τρελάθηκα, φυσικά, απ’ τη χαρά μου! Ξεκινήσαμε απ’ το 2015 μια παράλληλη διαδρομή με τη Λίνα, η οποία εμπλουτιζόταν όλο και περισσότερο, για να καταλήξουμε σήμερα στην «Όμορφη ζωή» σε μουσικές του Piovani.

Η Νικολακοπούλου είναι ένας άνθρωπος που δένεται με τους συνεργάτες της, αρκεί να υπάρχει χημεία. Ξέρει όλο τον κόσμο, μα δεν θα συνεργαζόταν με τους πάντες.

Μα είναι πολύ ωραίο αυτό που μας συνέβη! Το ίδιο ισχύει και για τον Δημήτρη, που δίνει ευκαιρία στον εκάστοτε συνεργάτη του να βαθύνει η σχέση τους. Μόνο έτσι βγαίνουν στην επιφάνεια πιο ωραία και πιο ουσιαστικά πράγματα. 

Κι από πότε αρχίσατε να δουλεύετε το project Piovani;

Ξεκινήσαμε χονδρικά απ’ τα τέλη του ’16 – αρχές του ’17. Συζητώντας με τη Λίνα, η ιδέα ερχόταν κι από άλλες πλευρές. Εκεί καταλαβαίνεις ότι μια ιδέα έχει έδαφος για να υλοποιηθεί και για να δώσει κάτι μεγάλο. Μετά το Κακογιάννης, έχοντας κάνει μόνο δύο συναυλίες, την έπιασα με περισσό θράσος και της ζήτησα να συνυπάρξουμε δισκογραφικά οποτεδήποτε θα το επιθυμούσε. Σε εκείνη την πρώτη κουβέντα, μου απάντησε κατευθείαν: «Θοδωρή μου, θα τό’θελα κι εγώ, απλά πρέπει να κάτσουμε να σκεφτούμε πράγματα και να μην περιοριστούμε στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Έχεις μια φωνή κι ένα τρόπο, που μπορείς να πεις κι άλλα πράγματα, οπότε έλα να βρούμε κάτι που μπορεί να ακτινοβολήσει κι έξω»!

Θα μπορούσε να σας είχε προτείνει το project Leonard Cohen, αν υποτεθεί πως η Νικολακοπούλου έχει δουλέψει εκτενώς με τις ελληνικές αποδόσεις των ποιημάτων του Καναδού τραγουδοποιού. 

Βεβαίως, τα «Κίτρινα φώτα» ήταν ένα απ’ τα πολύ αγαπημένα μου τραγούδια. Δεν «έπεσε», πάντως, το όνομα του Cohen. Ο πρώτος που σκεφτήκαμε ήταν ο Piovani, γιατί υπήρχε και στο δικό μου μυαλό – να σας πω μια μικρή αστεία προσωπική ιστορία: Όταν μετακόμιζα στο καινούργιο μου σπίτι, ξέθαψα τα χαρτιά των προγραμμάτων που έστηνα απ’ τα 18 – 19 μου στη Θεσσαλονίκη. Ανακάλυψα μια λίστα τραγουδιών που είχε μέσα δύο κομμάτια του Piovani και αμέσως μετά την «Εποχή της αγάπης» και το «Ανθρώπων έργα» της Λίνας. Το θεώρησα πολύ γλυκό σημάδι που μια δεκαετία μετά αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί με τη Λίνα πάνω στον Piovani. 

Θέλω να θυμηθείτε τη μέρα που η Νικολακοπούλου σας ανακοίνωσε ότι θα ερμηνεύσετε Piovani στα ελληνικά.

(σ.σ. χαμογελάει) Τη μέρα που συναντήσαμε μαζί τον Piovani τετ α τετ και δώσαμε τα χέρια. Αυτό έγινε το 2018 στην ΕΡΤ με αφορμή μια φιλανθρωπική συναυλία που θα έδινε ο Piovani στο Μέγαρο Μουσικής. Βρήκαμε μισή ώρα κενό στο πρόγραμμα του για να πάμε με τη Λίνα στο κυλικείο του Ραδιομεγάρου, να τον γνωρίσουμε και να τα συμφωνήσουμε. 

Να υποθέσω ότι δεν γνωρίζονταν προσωπικά με τη Νικολακοπούλου.

Προσωπικά δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, αλλά η Λίνα γνώριζε φυσικά την εργογραφία του και ο Piovani γνώριζε την ίδια. Ήταν εύκολο να χτιστεί η γέφυρα επικοινωνίας. Άρχισαν να μιλάνε για τον Μάνο Χατζιδάκι, για τη σχέση του με τον Νίκο Γκάτσο, αλλά και τη σχέση του ίδιου με τον Vincenzo Terrano, τον πιο στενό του συνεργάτη. Μέσα σε 30 λεπτά υπήρξε η σπίθα που θ’ άναβε τη φλόγα για το δίσκο που τελικά έγινε.

Έναν δίσκο που είχε κάνει ο Χρήστος Θηβαίος με τραγούδια του Nicola Piovani, τον γνωρίζατε; Ήταν αρκετά χρόνια πριν το δικό σας.

Βέβαια, ήταν με την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων της Πάτρας, ζωντανή ηχογράφηση από ένα αφιέρωμα στον Piovani. Ο Θηβαίος τραγούδησε στα ιταλικά, όντας ιταλοτραφής. Εξαιρετικός δίσκος, τον έχω!

Σωστά, δεν είναι όμως το ίδιο πράγμα με την «Όμορφη ζωή».

Όχι, δεν είναι, αφού εδώ η Λίνα κλήθηκε να μεταφέρει τη μουσική του Piovani στο συναίσθημα των Ελλήνων. Κάποια κομμάτια αποδόθηκαν στα ελληνικά, έχοντας ήδη ιταλικούς ή αγγλικούς στίχους. Υπάρχουν και δύο μελωδικά θέματα του συνθέτη, τα οποία για πρώτη φορά έγιναν τραγούδια. 

Και αν το γνωρίζετε, ήταν θέματα που βρήκατε από κοινού με τη στιχουργό ή σας τα παραχώρησε ο συνθέτης;

Φυσικά και το γνωρίζω, γιατί ήμουν παρών σε όλη τη διαδικασία. Με τη Λίνα είχαμε «κατεβάσει» γύρω στα 45 άλμπουμ του Piovani, ακούγοντας τα ξανά και ξανά. Όταν πια γνωριστήκαμε και του είπαμε τη σκέψη μας, καταλήξαμε σ’ αυτά τα εννιά τραγούδια όλοι οι συνεργάτες: Πρώτος απ’ όλους ο Piovani, έπειτα η Λίνα που θα αναλάμβανε την απόδοση, εγώ που γοητευόμουν να τραγουδήσω και να βρω τον εαυτό μου μέσα στο υλικό και κοντά μας ο Αντώνης Σουσάμογλου, που κλήθηκε να δώσει την ενορχηστρωτική άποψη του. 

Έχουμε 2020 και ο δίσκος σας λέγεται «Όμορφη ζωή». Αναρωτιέμαι μέσα στο μαύρο χάλι, που βιώνουμε, ποια είναι η όμορφη ζωή που μας προτείνουν η Νικολακοπούλου και ο Βουτσικάκης;

Μας πρόλαβε ο ποιητής (γέλια). Συγκεκριμένα, ο στίχος της Λίνας που λέει: «Μα, ίσως δεν πιστεύεις πια κι αν σου λέω η ζωή πως είναι απέραντη ομορφιά. Δες, είμαι δίπλα σου εγώ, το σκοτάδι θα τελειώσει, θα περάσει η συννεφιά». Νομίζω πως αυτό που βιώνουμε είναι αυτό ακριβώς που η Λίνα προφήτευσε στιχουργικά, το ότι ο ένας με τον άλλον είναι η ομορφιά που δεν μπορεί κανείς να μας στερήσει.  

Άρα για να πιάσει κανείς το μήνυμα πρέπει ν’ ακούσει το δίσκο ή, έστω, να διαβάσει το ένθετο με τους στίχους. 

Δεν είχαμε κατασταλάξει απ’ την αρχή για τον τίτλο του δίσκου. Περιμέναμε να ολοκληρωθούν στιχουργικά τα τραγούδια για να δούμε τι άλλο μπορεί να προκύψει. Μάλιστα, σε σχέση με το μήνυμα που λέτε, υπάρχει και ο στίχος στο τελευταίο τραγούδι, που’ναι επίσης αρκετά συγγενικός. Λέει «Να’μαι κοντά σου, αυτό μονάχα αναζητώ, νά’μαι κοντά σου, πολλά δεν έχω να σου πω, όμως κοντά σου όλα τα δύσκολα περνούν μ’ αυτό το ”γεια σου” κι ενώ μιλάς, η φωνή σου είναι δρόμος, θεός, ιστορία κι ειν’ η καρδιά μου ανοιχτή και ξεχνώ όση είχα αγωνία, νά’μαι κοντά σου, μόνο κοντά σου». 

Οφείλω να σας πω ότι μου άρεσε αρκετά και το φωτεινό εξώφυλλο που επιλέξατε. Δεν ζούμε, ξέρετε, στην εποχή του Μόραλη και του Σταθόπουλου και όχι πως δεν υπάρχουν άξιοι εικαστικοί, όμως εδώ ταιριάζει η φιγούρα του τραγουδιστή. Εσείς, που είστε ο τραγουδιστής, θα απαιτούσατε να φαίνεστε στα εξώφυλλα των δίσκων σας;

Όχι. Δεν το θεωρώ απαραίτητο. Η πρώτη μου δουλειά, ας πούμε, που το αίτημα ήταν μεγαλύτερο να μάθει κάποιος ποιος είμαι, καθώς ερχόμουν απ’ το πουθενά, είχε εξώφυλλο τον μικρό Θέμη, τον ανιψιό του Δημήτρη Μαραμή. Εδώ προέκυψε. Έγινε μια φωτογράφηση από την Ευαγγελία Θωμάκου και μια κουβέντα με τη Λίνα, οπότε καταλήξαμε σ’ ένα εξώφυλλο πολύ ταιριαστό με ότι θέλαμε να μεταφέρουμε. Δεν ξέρω τι μπορεί να θέλει ένας άλλος συνάδελφος για τους δίσκους του, εγώ όμως έχω μία αναφορά και είναι αυτή που βλέπετε! Θα έλεγα ότι περνάει το μήνυμα ολόκληρου του άλμπουμ. 

Καμιά φορά μπαίνει κι ένα εμπορικό κριτήριο ή, για να το πω αλλιώς, ο κόσμος προτιμάει να βλέπει τους τραγουδιστές στα εξώφυλλα.

Η μία εκδοχή, που την αποδέχομαι απόλυτα, είναι η εμπορική. Η γνωστοποίηση του προσώπου, μια και το ομότιτλο κομμάτι, η «Όμορφη ζωή», ακούστηκε πολύ και ο περισσότερος κόσμος απ’ αυτό με έμαθε. Η άλλη εκδοχή είναι απλά μια φωτογραφία που μεταφέρει την εικόνα του τραγουδιστή στο κοινό και που μπορεί να’ναι πιο αποδοτική αναφορικά με το όραμα της δημιουργικής ομάδας.                   

Αν σας ρωτούσα γιατί τραγουδάτε;

Γιατί νομίζω πως δεν θα μπορούσα να ζω χωρίς αυτό.

Αυτό θα το έλεγε ο καθένας.

Ενδεχομένως…

Εννοώ πως ξέρετε ότι θα μπορούσατε να ζήσετε και χωρίς αυτό.

Θα ζούσα μία άλλη ζωή, την οποία δε μπορώ να φανταστώ. Για να’ μαι πιο ακριβής, μπορείς όντως να περπατάς ή να τρως χωρίς να τραγουδάς, μιλάμε όμως για μία άλλη ζωή, που ούτε μπορώ, ούτε θέλω να τη φανταστώ. 

Είπαμε πολλάκις ότι είστε ένας νέος τραγουδιστής, που ακούγονται τα καλύτερα σχόλια για τη δουλειά του. Το ίδιο που συμβαίνει με τη Μποφίλιου, τον Χαρούλη ή τη Ζουγανέλη, μιαν άλλη σύγχρονη ομάδα του ελληνικού τραγουδιού.

Δεν έτυχε να γνωριστούμε με τα παιδιά αυτά για να κάνουμε παρέα και, άλλωστε, είναι μια γενιά πριν από μένα.  

Σωστά. Αναφέρομαι στο ρεπερτόριο. Θεωρείτε ότι έχετε δρόμο ακόμη ώστε να γίνεται ένας ορίτζιναλ λαϊκός καλλιτέχνης; «Λαϊκός» όχι απ’ την άποψη του ήχου.

Καταλαβαίνω πως το λέτε…Απ’ την άποψη της δημοφιλίας.

Ακριβώς. Να σας ξέρει κι η γιαγιά μου, λόγου χάριν. Πως μπορεί να γίνει αυτό;

Δεν θα σας πω ότι δεν μ’ απασχολεί, γιατί θα ήθελα αυτό που κάνω με τον τρόπο μου να μπορεί να φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους χωρίς όμως να αλλοιώνεται αυτό που εγώ θεωρώ καλλιτεχνικό μου αποτύπωμα. Θέλω να έρθει ο κόσμος να με δει, να πάρει το CD από τις συναυλίες μου, ν’ ακούσει μία δική μου εκτέλεση ενός αγαπημένου του τραγουδιού και δεν το κάνω για μένα, αλλά γι’ αυτή τη σχέση με το κοινό που’χει αναπτυχθεί.

Και πως μεταφράζεται γενικότερα η δημοφιλία; Με φήμη, να περπατάς στο δρόμο και να σε χαιρετάνε; Με χρήματα; Με πιο πολλά όχι που μπορείς να πεις πιο άνετα; 

Με όλα αυτά που είπατε! Ένας δημοφιλής καλλιτέχνης ενδεχομένως να’χει την ευκολία να κάνει πράγματα που του αρέσουν περισσότερο! Να έχει πιο πολλά χρήματα, γιατί θα κόβει και πιο πολλά εισιτήρια σε μία παράσταση του. Να πουλάει παραπάνω CD! Έτσι εξαργυρώνεται η δημοφιλία, αλλά εμένα αυτό που θα μ’ ενδιέφερε απ’ την πιθανότητα να γίνω ένας δημοφιλής «λαϊκός» καλλιτέχνης, είναι να αποκτήσει διάρκεια στο χρόνο η δουλειά μου.

Το «Όμορφη ζωή» είναι ένας υπέροχος δίσκος ασυζητητί: Έχει ευαίσθητα λυρικά τραγούδια, όμορφες ενορχηστρώσεις, εσάς ερμηνευτή, τον Piovani συνθέτη και τη Νικολακοπούλου στιχουργό. Πως, όμως, ένας σύγχρονος άνθρωπος θα «ψηθεί» ώστε να κάτσει να σας ακούσει;

Πιστεύω, η επιθυμία να μπει σ’ έναν άλλο κόσμο, εν προκειμένω τον δικό μου, μια και μιλάμε μαζί αυτή τη στιγμή. Πέρα απ’ τους φαν ενός καλλιτέχνη, που ακούνε εστιασμένα, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που μπορεί ν’ ακούσουν ένα τραγούδι και να ταυτιστούν χωρίς να ξέρουν καν το όνομα του Piovani. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα παιδί στο στρατό που κάποια στιγμή μου είπε: «Δεν ξέρω ποιος είναι ο Σταύρος Ξαρχάκος»!

Εκεί λες απλά «Βοήθεια σου»!

Θέλω να πω ότι ο ίδιος άνθρωπος δεν σημαίνει ότι θα μείνει ασυγκίνητος αν ακούσει ένα τραγούδι του Ξαρχάκου. 

Είναι διαφορετικά τα μεγέθη, μιλώντας σε βάθος χρόνου. Μάλλον το παιδί αυτό θα’χε ακούσει και δεν θα’ξερε, δε μπορεί δηλαδή να μην έχεις ακούσει ποτέ τη Μοσχολιού σε ένα τραγούδι του Ξαρχάκου.

Σίγουρα, αυτό έχει να κάνει με μία ευρύτερη παιδεία, απλά το αναφέρω σαν ένα κραυγαλέο παράδειγμα, γιατί μπορεί ένας να μην ξέρει τον Βουτσικάκη ή τον Piovani. Θα άφηνα εκτός τη Νικολακοπούλου, γιατί δεν ξέρω τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες ποιοι Έλληνες δεν έχουν ακούσει Λίνα. Μάλλον δεν υπάρχουν, αλλά ας μιλήσουμε για μένα, για το κοινό που τώρα με μαθαίνει. Δεν είναι ανάγκη κάποιος να μ’ ακούσει και να ταυτιστεί και να γίνει μέρος του κοινού μου. Μπορεί να μην τον αφορά αυτό και να βρήκε κάτι, με το οποίο θα συγκινήθηκε απλά.

Ίσως την επόμενη ερώτηση να την απηύθυνα εν είδει συζήτησης στη Λίνα Νικολακοπούλου αν την είχα απέναντι μου: Την παρατηρώ να αγωνίζεται τα τελευταία χρόνια, να βγάζει νέα τραγούδια με διαφορετικούς συνθέτες και ερμηνευτές, παλιότερους και νεότερους, αλλά παραδόξως δεν «πάει» τίποτα, τουλάχιστον με τη φόρα του παρελθόντος. Δεν σημαίνει ότι έχασαν οι καλλιτέχνες την αξία τους, ο κόσμος φαίνεται όμως σαν πλέον να’χει κλείσει τα αυτιά του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, πραγματικά…

Έχει να κάνει με το μέτρο σύγκρισης του καθενός. Σίγουρα η Λίνα θα ήταν η πιο κατάλληλη για να τοποθετηθεί. Εμένα, όμως, η επιτυχία ήδη του ομότιτλου τραγουδιού – διότι δεν ξέρω αν θ’ ακουστούν και τα άλλα τραγούδια – είναι κάτι που με βρίσκει πρώτη φορά στη ζωή μου. Δεν έχω άλλο μέτρο σύγκρισης, για μένα η «Όμορφη ζωή» είναι ότι πιο εμπορικό και δημοφιλές έχω κάνει. Αλήθεια! Όταν ανοίγω ένα ραδιόφωνο και μ’ ακούω, πιστέψτε με, δεν μπορώ καν να σκεφτώ κάτι πιο εμπορικό απ’ αυτό, αντικειμενικά μιλώντας και πάντα αναφορικά με τη δική μου αισθητική.   

Αυτομάτως, λοιπόν, υπηρετώντας ένα τέτοιο ρεπερτόριο με μια συγκεκριμένη αισθητική, γνωρίζετε και τις δυνάμεις σας σε σχέση μ’ ένα πιο περιορισμένο κοινό.

Αν θεωρείται περιορισμένο το ότι μπορεί ένας καλλιτέχνης στα 28- 29 του να πρωταγωνιστήσει σε μία παράσταση sold out στο Ηρώδειο, όπως συνέβη με μένα στον «Ερωτόκριτο», ναι, τότε αγαπώ αυτό το «περιορισμένο κοινό»!  

Καλή απάντηση!

Έχουν αλλάξει οι καιροί και με ρωτάνε πολλοί αν έχει νόημα να βγάζεις ένα CD την εποχή που δεν υπάρχει δισκογραφία. Εγώ αυτό που απαντώ, με το φόβο τώρα να επαναλαμβάνομαι, είναι ότι δεν έχω αυτό το μέτρο σύγκρισης. Μπαίνοντας στη δισκογραφία, ήταν ήδη διαλυμένη. Δισκογραφία για μένα είναι να βάζει ένας ερμηνευτής τη φωνή του σε κάποια τραγούδια που αγαπάει. Δε νομίζω ότι αυτό θα χάσει ποτέ την αξία του και επιπλέον ποτέ δεν με καθόρισαν οι πωλήσεις ενός CD εκ των πραγμάτων, άρα γιατί να μ’ απασχολήσει τώρα; 

Πάλι με «αν» θα σας ρωτήσω: Αν ζούσατε τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πιθανώς να σας είχαν διαλέξει ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Νιώθετε να χάνεται κάπου ένας συνδετικός αρμός με τέτοιους δημιουργούς;

Ο συνδετικός αρμός με τους μεγάλους συνθέτες έχει κλονιστεί απ’ αυτή τη λογική του κατακερματισμού, που επικρατεί. Ή αλλιώς απ’ το «Έλα, μωρέ»…Σου λέει ο άλλος: «Έλα, μωρέ, βγάλε ένα τραγούδι μόνο του τώρα, έχουμε λεφτά για να κάνουμε ολόκληρο δίσκο; Κάνε και λίγο αυτό, κάνε και λίγο τ’ άλλο, μήπως γίνει επιτυχία»…

Δεν ξέρω αν ισχύει τόσο αυτό. Και ο Θεοδωράκης με τον Τάσο Λειβαδίτη 45άρια δισκάκια βγάζανε με τον Μπιθικώτση πριν γίνει ο κύκλος «Πολιτεία» με τα ζεϊμπέκικα. 

Ναι, αλλά ήξεραν ότι θα έβγαινε η «Πολιτεία» κι έτσι δεν θα χανόταν η αξία ενός κύκλου τραγουδιών. Μπορεί κάποια στιγμή κι εγώ να κάνω έναν πολυσυλλεκτικό δίσκο, αλλά βλέπω πολλούς συναδέλφους να μην κατανοούν την ομορφιά – έτσι φαίνεται στα δικά μου μάτια – μίας δουλειάς μ’ έναν συνθέτη, μ’ έναν στιχουργό, μ’ έναν ενορχηστρωτή και μ’ έναν ερμηνευτή. Τού να κάτσουν δηλαδή τρεις – τέσσερις συγκεκριμένοι άνθρωποι γύρω από’να τραπέζι και να βρουν το σημείο επαφής. Είναι μια προσωπική σκέψη αυτή χωρίς να παραβλέπω το που βρίσκει ο καθένας τη γαλήνη του. 

Ίσως εγώ τα βλέπω πολύ μαύρα…Δείτε, ας πούμε, πάνω στο γραφείο μου που με περιμένουν καμιά τριανταριά νέοι δίσκοι για ακρόαση…Τι θα πουληθεί απ’ όλα αυτά, πως θα φτάσουν στον κόσμο;

Κατανοώ απόλυτα τη δυσκολία των πραγμάτων, γιατί στην ουσία στον ίδιο χώρο ανήκουμε, επειδή όμως στα 31 μου έχω έναν δικό μου δίσκο με τη Νικολακοπούλου και τον Piovani, δεν μπορώ και να είμαι απαισιόδοξος. 

Γενικά μιλάω, απλά σας έχω απέναντι μου και συζητώ την κατάσταση με έναν νέο τραγουδιστή.

Καταρχάς κάνουμε μια πολύ ωραία κουβέντα που δεν συνηθίζεται σε συνεντεύξεις. Εσείς απ’ τη μεριά σας έχετε τη δυνατότητα να βλέπετε πολλές απόψεις πέρα απ’ την προσωπική σας γνώμη. Εγώ δεν την έχω αυτή τη δυνατότητα. Αντιμετωπίζω πιο προσωπικά τα πράγματα. 

Υπάρχει το τραγούδι της πίστας…

(με διακόπτει) Νόμιζα ότι θ’ άκουγα για το «Πίστα από φώσφορο» που’ναι ένα αγαπημένο μου τραγούδι (γέλια).

Λέω ότι υπάρχουν και τραγουδιστές της πίστας, του υψηλού μεροκάματου, με ανορθόδοξες συνεργασίες. Χτυπάει το τηλέφωνο σας και είναι η Άννα Βίσση που σας θέλει δίπλα της για εμφανίσεις. Τι κάνετε;

Θα απαντούσα: «Τι να κάνω, Άννα μου, εγώ μαζί σου;»

Να λέγατε ένα – δυο Piovani για αρχή και μετά Καρβέλα – γιατί όχι; – μαζί της. 

(σκέφτεται πολύ) Δεν μπορώ να φανταστώ τις συνθήκες, μέσα στις οποίες εγώ θα κάνω αυτό το πράγμα. Τη Βίσση την τιμώ για τη διαδρομή της, αλλά θα έλεγα σ’ αυτή την έμπειρη φτασμένη τραγουδίστρια που λέει σ’ έναν τραγουδιστή που έρχεται από μιαν άλλη διαδρομή…Ή μάλλον όχι που έρχεται, μια και η Βίσση ξεκίνησε απ’ άλλη διαδρομή…Θα τη ρωτούσα, θέλω να πω, πολύ ειλικρινά: «Άννα μου, τι πιστεύεις ότι εγώ θα μπορούσα να κάνω στο πρόγραμμα σου;» Και θα ήταν μία πολύ αληθινή ερώτηση! Αν, σε ένα μεταφυσικό πεδίο τώρα, η απάντηση που μου έδινε, με έπειθε, τότε θα μπορούσα κι εγώ να το σκεφτώ! Τη στιγμή αυτή, πάντως, δεν πιστεύω ότι μπορώ να σκεφτώ μια απάντηση που να με έπειθε.

Εκεί θα προστρέχατε στις συμβουλές των φίλων συνεργατών σας; Θα σας έπιαναν, π.χ., ο Μαραμής ή η Νικολακοπούλου να σας πουν «Τι πας να κάνεις, έχεις τρελαθεί;»

Αν δεν έρχονταν η Λίνα ή ο Δημήτρης να μου πουν τη γνώμη τους ή αν εγώ δεν τους ρωτούσα, θα αναιρούσα όλα όσα έχω περιγράψει για τη σχέση μας. Δεν είναι δυνατόν να συνεργάζομαι για έξι – εφτά χρόνια με κάποιον και να μην πάω να του εκμυστηρευτώ μια σκέψη μου ή να συζητήσω μια πρόταση που μου έγινε.

Όταν σας κάλεσε ο Χρήστος Λεοντής για τον δίσκο του, σε ποιον το ανακοινώσατε για πρώτη φορά;

Νομίζω στην αδερφή μου, στην Όλγα, απ’ το προσωπικό μου περιβάλλον και στη Λίνα, από το επαγγελματικό. Είχα τηλεφωνήσει της Λίνας, θυμάμαι, και της ζήτησα να πάμε να πιούμε το καθιερωμένο μας καφεδάκι που αγαπάμε. Είχα πάει ήδη στο σπίτι του Λεοντή, είχα ακούσει τα τραγούδια που ξεχώρισα και, ούτως ή άλλως, επρόκειτο για ένα δίσκο με διευρυμένη συμμετοχή δική μου. 

Η «Όμορφη ζωή» θα χαρακτηριζόταν ερωτικός – αισθαντικός δίσκος στο σύνολο του. Είναι εύκολο πράγμα το ερωτικό τραγούδι; Συμφωνείτε πως πολλά ερωτικά τραγούδια είναι κατά βάθος ανέραστα;

Στο ερωτικό τραγούδι τον πρώτο ρόλο τον έχει ο λόγος, ο στίχος. Πρέπει η βολή που ρίχνεις να είναι δυνατή, ευθεία και να μην έχει στολίδια περιττά. Να είμαστε ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο, βλέμμα με βλέμμα, καρδιά με καρδιά. Οτιδήποτε περιττό, εμποδίζει την αμεσότητα, την οποία αμεσότητα ενισχύουν – εννοείται – η μουσική και η ερμηνεία. Μπορεί να’χεις, ας πούμε, ένα αληθινά ερωτικό τραγούδι, αλλά ο τραγουδιστής να νομίζει ότι τραγουδάει κάτι άλλο. 

Ποια η διαφορά του «Μυστικέ μου έρωτα» της Στανίση και του Μουσαφίρη απ’ την «Αγάπη της καρδιάς μου» της Νικολακοπούλου και του Βουτσικάκη;

(γελάει πολύ) Υπάρχει διαφορά με το συγκεκριμένο δικό μας τραγούδι, γιατί η «Αγάπη της καρδιάς μου» δεν είναι μυστική πρώτα απ’ όλα. Εάν αναφέρατε όμως το προηγούμενο στη σειρά τραγούδι, που λέει «Μάθε η καρδιά μου πόσο σ’ αγαπάει ποτέ δεν σ’τό’πα», δεν υπάρχει καμία διαφορά σε σχέση με το αίσθημα. Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω για να μη νιώθω αδύναμος σε ότι αφορά τις δυνατότητες μου, είναι να νιώσω 100% αυτό που τραγουδάω. Τίποτα άλλο δεν μπορώ να κάνω. Εάν πας να τραγουδήσεις στρατηγικά, ώστε ένα τραγούδι να γίνει «σουξέ», τό’χεις χάσει απ’ την αρχή. 

Αυτό συμβαίνει σε όλα τα είδη τραγουδιού, όχι μόνο στο ερωτικό;

Σε όλα, πιστεύω, όταν θες να έχει τη μεγαλοσύνη μίας στιγμής. Έχει μεγαλείο η αλήθεια της στιγμής, να τα αφήσεις όλα πίσω και νά’σαι ο εαυτός σου, ακόμα και με τα ψεγάδια του. Οφείλεις να περνάνε απ’ την ερμηνεία σου μέχρι και τα ψεγάδια του εαυτού σου. 

Τις ραγισματιές στη φωνή εννοείτε;

Ναι. Πρέπει να επιτρέπεις στον εαυτό σου να είναι ευάλωτος. Όταν ηχογραφούσαμε την «Αγάπη της καρδιάς μου» στο στούντιο, στο δεύτερο κουπλέ που λέει «Στον κόσμο τώρα ξέχασα τι θέλω, δεν έχει χρόνο η άνοιξη, ούτε μήνα», η Λίνα σταματάει την ηχογράφηση και μου λέει: «Θοδωρή μου, μπορείς γι’ αυτή τη μία λέξη, την ”άνοιξη”, να μην είσαι τόσο ευάλωτος;» Καμιά φορά δηλαδή κι αυτό απαιτεί μέτρο, αλλά νομίζω πως πρέπει ν’ αφήνουμε τον εαυτό μας να φανερώνει τα τρωτά σημεία του. Μόνο έτσι μπορούμε να’μαστε αληθινοί.

Μου τα λέει όλα αυτά τώρα ένας άρτιος τεχνικά τραγουδιστής. Το τραγούδι, ωστόσο, θέλει ψυχή. Συχνά τεχνικά άρτιοι τραγουδιστές καταθέτουν «κρύες» ακαδημαϊκές ερμηνείες.

Είναι μία παγίδα, στην οποία μπορεί να πέσουν όλοι αυτοί οι τραγουδιστές. Αν έχεις το νου σου στο τραγούδι που έχεις στα χέρια σου, δηλαδή ακούσεις σε βάθος τη μουσική, διαβάσεις τους στίχους, συζητήσεις με τους δημιουργούς, κατανοήσεις πως το δικό τους αίσθημα συνδέεται με τη δική σου ζωή, αφήνεσαι απλά. Αφήνεις τη φωνή σου και την καρδιά σου να σε πάει εκεί που πρέπει να σε πάει τελικά. 

Ένας αντικειμενικά καλός τραγουδιστής μπορεί να πει τα πάντα;

Αυτός θα’ναι τραγουδιστής πασπαρτού, όχι καλός! Εγώ, ας πούμε, έχω τραγουδήσει ατόφια λαϊκά τραγούδια, όπως το «Με τι καρδιά» του Σταύρου Ξαρχάκου, αλλά και της Λίνας. Με έναν τρόπο, όμως, που μπορώ να φέρω ένα λαϊκό τραγούδι στα δικά μου μέτρα και να συνεχίσω να νιώθω αληθινός. 

Εσείς. Ο ακροατής, όμως, που το εισπράττει;

Θα έπρεπε να ρωτήσετε αυτόν που το εισπράττει, αλλά ένα κριτήριο επιλογής πρέπει να υπάρχει για κάθε ερμηνευτή ώστε να μην καταλήγει πασπαρτού, αυτό που είπα πριν. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος ή καλό – κακό, επειδή όμως είμαι νέος στη δισκογραφία ειδικά, νομίζω πως αυτό θα φανεί για μένα σε βάθος χρόνου, δηλαδή το ρεπερτόριο που θα θελήσω να υπηρετήσω. Εσείς μπορεί να μ’ έχετε ακούσει σε μια συναυλία με τη Φαραντούρη, ένας άλλος με τον Ξαρχάκο, ένας άλλος στον «Ερωτόκριτο» με τον Μαραμή ή στην «Όμορφη ζωή» με τη Λίνα, και ο καθένας να’χει μιαν άλλη άποψη για το τι είναι ο Βουτσικάκης! Το θεωρώ δόκιμο, όντας τραγουδιστής επαγγελματίας λίγων χρόνων. Δεν μπορούν οι άνθρωποι να ξέρουν όλα μου τα βήματα ή τις επιθυμίες μου για το μετά.

Σημαντικό αυτό που μόλις είπατε. Σαν να νιώθετε ότι ακόμη δεν έχετε δώσει το στίγμα σας.

Έχω δώσει κομμάτια σημαντικά, αλλά φυσικά όχι το στίγμα μου ολοκληρωτικά. Κι αν πάλι έχω δώσει στίγμα, πρέπει να περάσουν χρόνια για να αποκτήσει ουσιαστική υπόσταση η ταυτότητα μου στο τραγούδι. Ή στο πατάρι, που λέγανε οι παλιοί, ή στη δισκογραφία, για να μπορέσω να’χω ένα ρεπερτόριο επαρκές ώστε να αντιλαμβάνεται ο άλλος που ανήκω και που θέλω να ανήκω. 

Αντιμετωπίζετε σαν ρόλο ένα τραγούδι κάθε φορά; 

Δεν ξέρω αν μπορείς να πεις ένα ερωτικό τραγούδι αν δεν έχεις ερωτευθεί ποτέ στη ζωή σου.

Γίνεται αυτό;

Δεν ξέρω…Μόνο αν έχεις νιώσει αυτή την πάλη, μπορείς να πείσεις σ’ ένα ερωτικό τραγούδι. Βέβαια, δεν είναι ανάγκη να’σαι εκείνη την ώρα ερωτευμένος. Είναι τόσο έντονο σημείο αναφοράς για την ύπαρξη σου, που ανά πάσα στιγμή να το ανακαλέσεις, θα’ναι το ίδιο δυνατό.

Έχετε νιώσει ποτέ ψυχική ταραχή;

Ναι…Η πρώτη εκροή αποτελέσματος από την ταραχή είναι προς τα μέσα συνήθως.

Ναι, ε; Εμένα μου δίνετε την εντύπωση πως είστε ικανός να τα διαλύσετε, να τα σπάσετε όλα.

Δεν θα’ναι αυτή η πρώτη αντίδραση! Πρώτα αποσυνθέτω εμένα! 

Τίνι τρόπω;

Πρώτα με μένα θα τα βάλω και μετά θα τα διαλύσω όλα (γελάει)

Είδατε που δεν έπεσα έξω;

Ναι, μπορεί να το κάνω, να έχω έκρηξη, αλλά πρώτα εκρήγνυμαι προς τα μέσα!

Κι είναι μαρτυρικό αυτό;

Πονάει…

Τι σας οδηγεί στην έκρηξη συνήθως;

Κάτι που μπορεί να με ταράξει και να με θυμώσει έχει να κάνει με μία αδικία και μάλιστα που να μην αφορά εμένα. Όταν είμαι παρατηρητής ενός συμβάντος με αδικία μπορεί να εκραγώ. Αν το ίδιο αφορά εμένα, θα εκραγώ πάλι, αλλά όχι εκείνη τη στιγμή. Το λέω ως κάτι που αποδεδειγμένα μου’χει συμβεί. Απ’ την άλλη, κάτι που μπορεί να μην το δείξω άμεσα ή και ποτέ, είναι η απογοήτευση από έναν άνθρωπο. Να πληγωθώ, αλλά να το απευθύνω πιο εσωτερικά…

Είναι ικανό να σας πληγώσει και κάτι που θ’ ακούσετε από έναν άνθρωπο στη δουλειά σας ή εκεί δε χωράει τόση εσωτερικότητα;

Δύσκολα…Ή τουλάχιστον τώρα πια νιώθω να’χω οχυρωθεί σε σχέση μ’ αυτό. Όλοι οι επαγγελματικοί χώροι, άλλωστε, έχουνε τα στραβά τους με τον δικό μας αντιστοίχως. Για να πληγωθώ, θα πρέπει ν’ ακούσω κάτι από έναν άνθρωπο που εκτιμώ πάρα πολύ. Διαφορετικά, μπορεί να με προβληματίσει ή να με στενοχωρήσει, γιατί το να με «πληγώσει» είναι ένα πιο βαρύ ρήμα, που συνδέεται με τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μου. Δεν θα πληγωθώ δηλαδή απ’ τη δουλειά, ούτε από μία επαγγελματική απόρριψη. Η ζωή σε χορταίνει και με αποδοχή και με απόρριψη.

Έτσι ακριβώς είναι. Θα ρώταγα για το τέλος τι συναυλίες έχετε κλείσει, αλλά θα γελάσει κι ο κάθε πικραμένος.

(γελάει) Παρόλα αυτά, θα γίνουν κάποιες συναυλίες. Είχαμε δρομολογήσει με τη Λίνα παρουσιάσεις της «Όμορφης ζωής» σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό, οι οποίες είναι σε pause αυτή τη στιγμή. Δεν ξέρουμε ποιες συναυλίες θα κάνουμε μέσα στο 2020, ποιες μέσα στο ’21 και ποιες δεν θα καταφέρουμε να τις κάνουμε. Είναι πολύ ρευστά τα πράγματα. Προλάβαμε να κάνουμε την πρώτη παρουσίαση στο Μέγαρο με την Κρατική Ορχήστρα και να πάμε στις Βρυξέλλες επίσης, που εκεί δοκιμαστήκαμε σ’ ένα κοινό ανάμικτο με Έλληνες του εξωτερικού, αλλά και πολλούς ξένους. Μας άφησε μεγάλη χαρά εκείνη η συναυλία και μένουμε μ’ αυτό το συναίσθημα αισιοδοξίας. Θα συμμετάσχω ακόμη σ’ ένα αφιέρωμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τα 95 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, ρεσιτάλ πιάνο – φωνή μεσ’ στο καλοκαίρι, με πιανίστα τον Γιάννη Μπελώνη. 

Έχετε εικόνα απ’ το πως κινείται εμπορικά το CD σας;

Έχουμε εικόνα ότι πάει πολύ καλά και μένουμε σ’ αυτό. 

Άρα με ανατρέπετε ευχάριστα σε σχέση με ότι λέγαμε πριν για τα CD.

Σας ανατρέπω ευχάριστα, αλλά και πάλι επανέρχομαι στα μέτρα σύγκρισης. Αν περιμένουμε να συγκριθούμε με εποχές που οι δίσκοι πούλαγαν 200.000 αντίτυπα, δεν είμαστε εκεί. Όταν όμως ένας χρυσός δίσκος πλέον γίνεται στα 5.000 αντίτυπα, μπορεί τον Οκτώβρη να σας τηλεφωνήσω και να σας καλέσω στην απονομή του χρυσού δίσκου μας.  

Σας το εύχομαι ολόψυχα και σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνέντευξη. 

Ψυχανάλυση τέλος! (γελάμε) Εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ! 

* Ο δίσκος «Όμορφη ζωή» σε μουσική Nicola Piovani και στίχους Λίνας Νικολακοπούλου, με ερμηνευτή τον Θοδωρή Βουτσικάκη, κυκλοφορεί από την Panik Music.

ΣΥΡΙΖΑ: «Οι προκλητικές δηλώσεις του Ερντογάν υπονομεύουν και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις»

mist erdo

ΣΥΡΙΖΑ: «Οι προκλητικές δηλώσεις του Ερντογάν υπονομεύουν και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις»

«Καλούμε την κυβέρνηση, να προβεί άμεσα στις απαραίτητες διπλωματικές ενέργειες απέναντι στη νέα αυτή τουρκική…

Νέα πρόκληση Ερντογάν: Δήλωσε «μετανιωμένος» που η Τουρκία δεν κατέκτησε ολόκληρη την Κύπρο το 1974

8ce56d6d499047e58e6fa1054f091391

Νέα πρόκληση Ερντογάν: Δήλωσε «μετανιωμένος» που η Τουρκία δεν κατέκτησε ολόκληρη την Κύπρο το 1974

«Λάδι στη φωτιά» γύρω από το Κυπριακό έριξε το βράδυ της Δευτέρας (18/3) ο Τούρκος…