Γλυκερία Μπασδέκη: «Πάντα για έναν άνθρωπο γράφεις και ξαφνικά συμβαίνει να σώζεται ένα έθνος»

Η ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας και φιλόλογος Γλυκερία Μπασδέκη, σε ένα πέρασμα της από την Αθήνα,  προσπάθησε να φανερώσει τα συστατικά μιας υπερευαίσθητης ψυχοσύνθεσης και αγαπησιάρας περσόνας. 

51890413 2042087862577944 2764791304519942144 n

Η Γλυκερία Μπασδέκη έχει στήσει το δικό της μπαϊράκι στη νεοελληνική γραμματεία και λέω «μπαϊράκι», μια και η ίδια γουστάρει τις προεπαναστατικές περιόδους. Όχι ότι έχει οργή μέσα της – κάθε άλλο! Η ενασχόληση της με τις λέξεις και τον γραπτό λόγο παραπέμπει σε μια παρατεταμένη γλυκιά εφηβεία, τότε που στο κομοδίνο μπορεί να υπήρχαν ο Χειμωνάς και ο Ελύτης, αλλά στον τοίχο ένα πόστερ με τον Σταμάτη Γαρδέλη και την αείμνηστη Ρένα Παγκράτη. Αυτό φυσικά δεν θα έφτανε για να την αναδείξει σε μία καλλιτέχνιδα σημαντική, όπως είναι, η μόνη – κατά τη γνώμη μου – που σκύβει με συμπάθεια πάνω στον επάρατο μικροαστισμό με απώτερο σκοπό να τον βάλει κάτω και να τον κάνει με τα κρεμμυδάκια. Σε αντίθεση με την ομότεχνή της, την Κατερίνα Γώγου, η Μπασδέκη δεν χάνει τη φαντασία της ακόμη κι αν τηγανίζει κάθε μέρα πατάτες. Ίσως γι’ αυτό τελικά να είναι τόσο δημοφιλής στην, μακρινή για την ίδια, Αθήνα και σε ηλικίες από 18 ετών και πάνω. Στη Μπασδέκη οφείλουμε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: Την ενασχόληση ή και τη γνωριμία των νεότερων γενιών με την ποίηση και τον λόγο σε εποχές αντιποιητικές και αντιπνευματικές. Τη συνάντησα στο «Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας ένα βράδυ που η μεγάλη τηλεόραση έδειχνε κάποιο ματς και οι θαμώνες φωνασκούσαν με φανατισμό. Τα καταφέραμε να κάνουμε μια μεγάλη κουβέντα, στην οποία χώρεσαν όχι μόνο οι παραστάσεις του έργου της (ο σκοπός που κατέβηκε στην πρωτεύουσα δηλαδή), αλλά και όλα εκείνα τα συστατικά που απαρτίζουν μία αξιαγάπητη ελκυστική προσωπικότητα.

Καταρχάς πως κι αυτό το όνομα, Γλυκερία, που δεν είναι συνηθισμένο;

Ήταν της γιαγιάς μου, που πέθανε 104 στα 105 κι ήταν ερωτευμένη με τον Τίτο! «Ο Τίτος μου ο στρατάρχης» έλεγε!

Έχετε καταγωγή από τη Μικρά Ασία;

Η γιαγιά, ναι, αλλά εντελώς Λάρισα μετά. Πριν το ’22 με τον πρώτο διωγμό, με τους Αρμένιους, όπως μου έλεγε. Έρχονται κάπου έξω απ’ τη Λάρισα οι παππούδες, επιβιώνουν, παντρεύονται και μετά μόνιμα Λάρισα. Εγώ δεν έχω καθόλου κουλτούρα Μικρασίας, μπήκα πολύ νωρίς στο μπετόν της Λάρισας. Απίστευτο πράγμα! 

Είναι ιδιαίτερη πόλη η Λάρισα.

Είναι υπέροχα άσχημη. Μιμείται τη μεγάλη πόλη, είναι 24 ώρες ανοιχτή κι αυτό μου δίνει μεγάλη ελευθερία. Πάω πολύ σπάνια πλέον, αφού έχουν πεθάνει όλοι. Φίλους δικούς μου έχω μόνο. Μεγάλωσα στη Λάρισα, έφυγα στα 18 και ξαναγύρισα στα 25. Αυτή είναι η πόλη μου.

Και όχι η Ξάνθη που μένετε μόνιμα;

Όχι, τη Λάρισα και την Κέρκυρα αισθάνομαι δικές μου. Σπούδασα ιστορία στην Κέρκυρα και μετά αεροδρόμιο – Duty Free μαζί με τη μαμά του Σάκη Ρουβά. Μεγάλη χαρά!

Από τη Λάρισα στην Κέρκυρα είναι μια μεγάλη αλλαγή αναφορικά με την ομορφιά του τοπίου. 

Δεν πιστεύω σ’ αυτό που λένε ομορφιά του τοπίου.

Ούτε σε μια λίμνη μέσα στα έλατα;

Ειδικά η λίμνη δεν μου λέει απολύτως τίποτα (γέλια). Άμα δεν έχει άνθρωπο…

Μ’ αυτή τη λογική, εγώ δε μπορώ να δω καρτούν. Δε μπορώ να το δεχτώ άπαξ και δεν υπάρχουν άνθρωποι.

Εμένα πάλι μ’ αρέσουν, νιώθω ότι είμαι η ίδια κινούμενο σχέδιο. Βιώνω πολλές φορές το σώμα μου σαν να είμαι φιγούρα animation. Πάντα το ένιωθα.

«Είμαστε δυο κινούμενα σκίτσα», λοιπόν. Το παράδοξο είναι πως ενώ δεν ζείτε στην Αθήνα, είστε τρομερά δημοφιλής εδώ. Δε βγαίνετε στις τηλεοράσεις, δεν είστε famous και ότι έχετε καταφέρει, οφείλεται στη γραφή σας.

Ναι, απ’ τα κολλυβογράμματα. Αν μου λέγατε να γινόμουν Σταρ Ελλάς ή συγγραφέας, θά’λεγα Σταρ Ελλάς. Απ’ την άλλη είναι εντελώς παράδοξο αυτό, γιατί δεν μου αρέσει η ομορφιά, όπως είπα.

Τι παραπάνω έχει τότε μια Σταρ Ελλάς;

Την κορδέλα. Θα ήθελα να γινόμουν πρωταθλήτρια στίβου χωρίς να έχω καμία σχέση με τη γυμναστική. Σιχαίνομαι τα γυμναστήρια. Θα ήθελα να είμαι τραγουδίστρια. Μην το ψάχνετε. Ίσως είναι η μικρή δύναμη που σου δίνει το νήμα, η κορδέλα, αυτή η στιγμή. 

Τον «Κατάδεσμο» του Θωμά Κοροβίνη τό’χετε διαβάσει; Μοιάζετε στην ηρωίδα.

Τον αγαπώ! Η σκηνή, η πίστα, το μικρόφωνο, μ’ αρέσουν. Είμαι κορίτσι των κλισέ, παλιακιά. Ήθελα να γίνω ιδιαιτέρα γραμματέας όπως η Βουγιουκλάκη. Είμαι παλαιάς κοπής, τα όνειρα μου είναι πέντε – έξι συγκεκριμένα. 

Γραμματέας δεν θα ήταν απίστευτα βαρετό;

Όχι, θα παντρευόμουν τον βιομήχανο, που δεν έχω κιόλας καμία σχέση μ’ αυτά ως αριστερή, τρομάρα μου.

Παντρευτήκατε από έρωτα;

Μόνο! Παντρευτήκαμε πολύ σύντομα, μέσα σ’ ένα χρόνο κι είμαστε μαζί 18 πλέον. Έχουμε δύο παιδάκια. Νιώθω σαν να ήρθαν όλα φυσιολογικά, κάνοντας τα παιδιά σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Τα παιδιά μπήκαν στο σπίτι χωρίς κάποια έξαρση και χωρίς κανένα άγχος. Είχα ζήσει τη ζωούλα μου όταν έγινα μάνα στα 37. Δεν ξέρω αν γινόμουν στα 25…Δεν έκανα δηλαδή παιδί στα 20 και να θέλω να πάω στη ντίσκο. 

Σας ευχαριστεί η ζωή στην Ξάνθη;

Όπου και να ζήσω, είμαι ευτυχισμένη γιατί έχω βασικές ανάγκες.

Δεν γίνεστε χαμαιλέοντας.

Όχι. Θέλω να πίνω τον καφέ μου, να καπνίζω και να διαβάζω χωρίς να με αφορά όλη αυτή η βιβλιοφαγία. Τα βιβλία ανακαλύπτονται κι εγώ έχω αργούς ρυθμούς. Χαίρομαι πάρα πολύ τα γενέθλια μου στις 25 Μαΐου, το ότι μεγαλώνω. Είμαι Δίδυμος.

Πιστεύετε στους αστερισμούς;

Στα πάντα πιστεύω! Στα ζώδια, στον μαρξισμό, είναι η ερμηνεία του κόσμου. Ψηφίζω Αριστερά, το χέρι πάει μόνο του. Δεν έχω να σας πω πολλά επ’ αυτού, είναι πληγωμένη ιστορία. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας είμαι «αντί», αλλά όχι σε όλα: «Αντί» είμαι στη Χρυσή Αυγή, σε οποιοδήποτε φασιστοειδές, στη βία…Δε μπορώ, γυρίζει το μάτι μου.

Στη βία κατά των γυναικών;

Απόλυτα! Τελείωσε η μυθολογία που την είχα κι εγώ παλιά, το «λίγο βία». Δεν υπάρχει λίγο βία! Μεγαλώνοντας, γίνομαι τρελή φεμινίστρια, που δεν ήμουν. Ανήκα στη γενιά των late eighties ή των early nineties, που με κάνει να νιώθω και πιο νέα, διότι μέσα μου αισθάνομαι τρομερή «εϊτίλα». Παιδί του Στάθη Ψάλτη, τελείως!

Κατά βάθος σήμερα είμαστε πιο συντηρητικοί από την περίοδο που λέμε.

Ναι, επειδή υπάρχει πολύ μεγάλος φόβος που δημιουργεί σύγχυση. Δεν ξέρεις από που θα σού’ρθει. Υπάρχει ο φόβος του ότι κάτι επίκειται κι αυτό είναι πολύ τρομαχτικό! Δημιουργείται ένα άγχος που οδηγεί στη βία.

Βλέπω εδώ το σουτζούκ λουκούμ που μου φέρατε και μου θυμίζετε μανάβισσα από την Ξάνθη που ήρθε στην Αθήνα για να διαλαλήσει την πραμάτεια της.

Μ’ αρέσει αυτό, μ’ αρέσει, αλλά θα καθίσω μπροστά στην πραμάτεια χωρίς να φωνάζω. Θα χαμογελάω απλά στους πελάτες. Δεν θα μιλάω. Ντρέπομαι πάρα πολύ. Θεωρώ πολύ χυδαίο μερικές φορές αυτό το αγοραίο το φωναχτό. Δεν θα μπορούσα νά’μαι καλή πωλήτρια.

Του εαυτού σας ή γενικά;

Γενικά. Όταν δούλευα στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας και πουλούσα αρώματα, ήμουν η μόνη που δε μπορούσα να «ψεκάσω» τον πελάτη. Ήταν ένα μαρτύριο και ευτυχώς που υπήρχαν οι καλοί κύριοι της Malev, οι Ούγγροι πελάτες, που έρχονταν κι έπαιρναν κατευθείαν αρώματα. Αγάπησα έτσι την Ουγγαρία!

Το 1989 που βγάλατε την πρώτη ποιητική συλλογή, στα 20 σας, ήταν μια αυτοέκθεση τρομερή.

Είχα τους λόγους μου. Εκείνη την εποχή ήμουν ερωτευμένη με τον Ελύτη, με τον Χειμωνά, με τον Βέλτσο και μ’ άλλους έξι – εφτά μη ποιητές και συγγραφείς. Ήθελα το βιβλίο αυτό να είναι καθαρά το «έλα σε μένα». Όπως η άλλη πάει και παίρνει ένα ωραίο φόρεμα, έτσι ήταν και για μένα τα ποιήματα, η παγίδα μου. Να με ερωτευθούν ήθελα!

Όπως μια τραγουδίστρια που μου έλεγε ότι «τραγουδώ πάντα για έναν».

Βέβαια. Τώρα η ποίηση γενικότερα είναι άλλο πράγμα. Για μένα, πάντως, γενικότερα δεν υπάρχει τέχνη. Πάντα για έναν άνθρωπο το κάνεις και ξαφνικά συμβαίνει να σώζεται ένα έθνος! Πάντα για έναν σώζεις τον κόσμο!

Τον πετύχατε το σκοπό σας με το πρώτο σας βιβλίο;

Με τους τρεις πρώτους που σας είπα, όχι (γέλια), αλλά με τους άλλους κάτι ψιλοέγινε. Το βιβλίο πήγε μόνο του με ένα τρόπο, αλλά μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω ανθρώπους που θαύμαζα εκείνη την εποχή: Τον Γιώργο – Ίκαρο Μπαμπασάκη, τον Θάνο Σταθόπουλο, τον Νίκο Καρούζο. Ήταν ένα θαύμα ο Καρούζος!

Κάπως περιθωριοποιημένος προς το τέλος της ζωής του.

Δεν τον είδα ποτέ έτσι. Εντάξει, ο Καρούζος έπινε…Δεν του μιλούσα ποτέ για τον Ελύτη…

Διαφορετικοί εντελώς μεταξύ τους, και σαν γραφή, και σαν άνθρωποι.

Ναι και μένα ο σουρεαλισμός όχι απλά μ’ αρέσει, είναι η φύση μου. Δεν είμαι αυτοαναιρούμενη, μ’ αρέσουν πολλά διαφορετικά πράγματα. Καταφέρνω να τα συνδυάσω και τα αγαπώ εξίσου.

Ήταν εύκολο να εκδώσετε την ποιητική συλλογή σας;

Για μένα, ναι, γιατί ήμουν τυχερή. Κάθισα κάτω και είδα ποιους εκδοτικούς οίκους θέλω. Διάβαζα, είχα πίστη και κάτι για το οποίο θα με λέγατε «ειδική», είναι η νεοελληνική ποίηση. Ήδη στα 20 διάβαζα πολλά βιβλία από την «Ερατώ», από τον Μανουσάκη, διάβαζα «Πλέθρον». Θα πήγαινα ή στον έναν ή στον άλλον. Σηκώθηκα, πήγα στον Μανουσάκη, δεν τον βρήκα, πέρασα μετά απ’ το «Πλέθρον» κι έτσι βγήκε. Δεν ήξερα κάποιον, ήμουν στην Κέρκυρα, πήρα το αεροπλάνο για Αθήνα μόνο και μόνο για ν’ αφήσω τον φάκελλο με τα ποιήματα μου. 

Είναι εξαντλημένη σήμερα η συλλογή αυτή;

Ναι. Σε κάνα παζάρι βρίσκεται μόνο. Όποιος θέλει, του τη στέλνω σ’ ένα word, που κάθισα και την έγραψα μόνη μου. Ένα αντίτυπο έχω μόνο κι εγώ.

Το τυπωμένο βιβλίο είναι κι ένα χνάρι του ποιητή όταν δεν θα βρίσκεται στη ζωή;

Θα το βρει κάποιος και μπορεί κάτι να του κάνει. Ένας τύπος να γράψει κάτι σε μια κοπέλα, σ’ ένα αγόρι, σ’ έναν οδηγό διαστημόπλοιου. Σώζεσαι μέσω ενός στίχου εκείνη τη στιγμή. Μη σας πω για τους στίχους της Λένας Πλάτωνος που με έχουν σώσει εκατό φορές εμένα. Εγώ αυτό το λέω σωτηρία! Περπατούσα στη Λάρισα, συνέβαιναν διάφορα, αλλά εγώ ψιθύριζα στίχους. Δεν ήμουν και δεν φαινόμουν περίεργο παιδί. Το μέσα μου ήταν…Εντερπράιζ και έτσι έβγαλα το σχολείο. 

Σας μοιάζει ο άντρας σας, είναι κι αυτός Εντερπράιζ μέσα του;

Όχι. Καθόλου, αλίμονο. Ευτυχώς.

Μια σχέση αγάπης και ανεκτικότητας.

Ναι, με ανέχεται νομίζω. Μαγειρεύω καλά, όμως, και πλένω και σκουπίζω και σιδερώνω.

Σ’ αυτά όλα να οφείλεται που πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι τη δεύτερη ποιητική συλλογή;

Δεν υπήρχε ανάγκη, με πήρε μπάλα η ζωή, οι έρωτες…

Όχι η φιλοδοξία.

Αυτή τη σιχαίνομαι. Άλλο η κορδέλα της Σταρ Ελλάς, που τη θέλουμε! 

Κι ενώ ποιήματα σας μπήκαν σε ποιητικές ανθολογίες.

Ναι…

Έχετε κληθεί να απαγγείλετε ποιήματα σας μπροστά σε κοινό;

Πολλές φορές, αλλά δεν έχω πάει. Το ξέρουν πια, μία, δύο, δέκα, τό’χουν καταλάβει. Δεν έχει σχέση με ντροπαλοσύνη ή σνομπισμό, απλά δεν μ’ αρέσει αυτό το πράγμα. Μόνο σε μια προεπαναστατική περίοδο θα μπορούσα να βγαίνω και να διαβάζω. Αρρωσταίνω, ειδικά αν έχουν τσέμπαλα και τέτοια…Ποίηση και τσέμπαλο με πεθαίνει. Χαίρομαι σε μία αξιοπρεπή παρουσίαση των βιβλίων. Παρουσιάζω το βιβλίο μου όταν βγαίνει και τίποτα άλλο! Το κάνω με τρελή χαρά κιόλας, μία φορά, όχι είκοσι!

Το διαδίκτυο, που καταργεί τις αποστάσεις, έπαιξε ρόλο σ’ αυτή τη δημοφιλία σας;

Καλά, λατρεύω την τεχνολογία, τό’χω πει. Έχω μια μορφή αυτισμού υπό την έννοια του ότι είμαι το ίδιο καράβι. Δεν με άλλαξε το διαδίκτυο, γιατί μια ζωή με πέντε – δέκα πράγματα ασχολούμουν. Δεν ξεδίπλωσα καμιά μεγάλη προσωπικότητα στο διαδίκτυο.

Τονίζετε το στοιχείο της νοικοκυράς στον τύπο σας, ακόμα και σ’ αυτήν εδώ τη συνέντευξη.

Μ’ αρέσει. Με γειώνει, μου θυμίζει πάντα ότι όλα έρχονται και παρέρχονται. Την έχεις βάψει, αν καλλιτεχνίσεις!

Πως καλλιτεχνίζει ένας ποιητής;

Να λέει, πρώτα απ’ όλα, ότι είναι ποιητής. Να το δηλώνει σαν ιδιότητα. Μόνο ο Εθνικός μας Σταρ έχει το δικαίωμα! 

Εγώ δηλαδή να μην γράψω ότι η Γλυκερία Μπασδέκη είναι ποιήτρια; Πως θα σας παρουσιάσω;

Ναι, αλλά είναι μία ειδική συνέντευξη που μιλάμε γι’ αυτό. Φαντάζεστε να πίνουμε καφέ και να σας δηλώσει ποιητής ή συνθέτης κάποιος; Όλα αυτά με χαλάνε. Θα ήθελα να γνωρίσω έναν άνθρωπο, να βγαίνουμε για δυο μήνες και ν’ ανακαλύψω ότι γράφει κι αυτός κάποια πράγματα που μπορεί να τά’χει εκδώσει. 

Έναν άγνωστο, εννοείται.

Ναι, ναι, αυτό…Ή και νά’ναι ο αγαπημένος μου ποιητής, δεν με νοιάζει. Να γνωρίσω τον Αντώνη και νά’ναι ο Αντονέν Αρτώ.

Δύσκολο αυτό.

Δύσκολο, αλλά γι’ αυτά είμαστε οι Λαρισαίες. Το χειρότερο μου είναι μια παρέα που να λένε «από δω ο συγγραφέας, από δω ο ποιητής»…Θα ένιωθα σαν τη Κορίνα στα «Εγκλήματα» (γέλια)

Το βαριέστε;

Δεν το βαριέμαι, γιατί δεν το ζω.

Είστε της αποδόμησης.

Δεν μ’ αρέσει η καλλιτεχνίλα, Αντώνη. 

Ούτε στο πλαίσιο ενός ρόλου σ’ αυτή τη ζωή;

Σαν να λες «είμαι όμορφη», έτσι το βλέπω. Το να παίζεις, ας πούμε, καλή κιθάρα είναι επάγγελμα. Η τέχνη πρέπει νά’ναι σε μία γωνία, διότι τώρα που τα λέμε και τα σκέφτομαι κι εγώ, νιώθω ότι μπορεί να έκανα λάθος με το να εκτίθεμαι τόσο πολύ. Θα ήθελα να’μαι πιο πολύ στη γωνιά μου. Παραβγήκα προς τα έξω και ήρθα κόντρα με την ιδεολογία μου. Οι άνθρωποι που θαύμαζα ήταν πιο στη γωνιά τους…

Θαυμάζατε τον Ελύτη. Δεν θα τον έλεγες «στη γωνιά του».

Ε, τον θαύμαζα και τον ξεθαύμαζα, όμως! Τό’χω αυτό με τον Ελύτη. Έναν έχω θαυμάσει πραγματικά στη ζωή μου: Τον Σολωμό!

Πιο πολύ κι απ’ τον Καβάφη;

Δεν υπάρχει αυτό, εννοείται! 

Τι έγινε λοιπόν και η ζωή σας οδήγησε στη δεύτερη ποιητική συλλογή;

Κατάλαβα τι παιζόταν όλα τα χρόνια που εγώ κοιμόμουν…Ήταν η ώρα μου να ξαναγράψω, δεν υπήρχε γιατί. Όσο κι αν τα βάλω κάτω, ήταν απλά η ώρα του να γίνει. Όλα μου τα βιβλία γράφονται σε μια μέρα, απλά μπορεί να θέλουν δέκα χρόνια από πίσω πέρασμα. 

Δεν είστε δηλαδή απ’ τους ποιητές που διορθώνουν δέκα φορές ένα ποίημα.

Ούτε δύο, Αντώνη μου! Ο κιμάς έχει μεγαλύτερη επιμέλεια απ’ το χασάπη! Εδώ ίσως μπαίνει λίγο και η έπαρση του δημιουργού που λέει «Αυτό είναι»! Θεωρώ ότι είναι τέλειο με την πρώτη ένα ποίημα, prima vista. Επιμελητές εκδόσεων μπορεί να υπάρχουν σε επιστημονικά συγγράμματα, αλλά όχι στην ποίηση! 

Γεγονός είναι, ωστόσο, πως από τη δεύτερη συλλογή και μετά, έχετε σταθερή παρουσία όχι μόνο με την ποίηση, αλλά και με το θέατρο. Αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο, πως θα σας έβρισκε ο Σκουρλέτης με τη bizoux de cant;

Δεν θα μ’ έβρισκε! Αν είναι κάτι να γίνει, θα γίνει κι έτσι μπορεί να μ’ έβρισκε κάποιος άλλος με έναν άλλο τρόπο. Δεν είχα σκοπό να γράψω θέατρο, δεν είχα καμία, μα καμία σχέση με το θέατρο. 

Το «Στέλλα travel – Η γη της απαγγελίας» ήταν ένα πρώτο έργο σινεφιλικών αναφορών. 

Πάντα στο σινεμά είμαστε καλοί! Η διαφορά μου με τα άλλα παιδάκια είναι ότι επειδή ακριβώς δεν αντιμετωπίζω τη γραφή με χαζή σοβαρότητα, ποτέ δεν με ενδιέφερε να κάνω κάτι σωστό. Σωστό, γραμμικό. Δεν μ’ ενδιέφερε πως γράφεται ένα θεατρικό, δεν ήμουν αρχιτέκτονας να μάθω σχέδιο. Είπα έτσι θα γράψω κι έγραψα εφτά θεατρικά έργα μέχρι σήμερα.

Τα οποία έχουν γίνει όλα παραστάσεις;

Όλα, γιατί όλα έγιναν για να ανέβουν στο θέατρο.

Κατά παραγγελία δηλαδή.

Ακριβώς. Πόσο διευκολύνει αυτό τον τεμπέλη, να ξέρετε!

Δεν έρχεται σε κόντρα με την ελεύθερη φύση σας;

Μπορεί νά’ναι κι ένας μεγάλος παιδότοπος όλο αυτό. Μπορεί να σταματήσω, μπορεί να μη σταματήσω! Δεν έχω πρόγραμμα και προγραμματισμό. Σαν τον «Ερασιτέχνη» του Πολυλά ένα πράγμα!

Φτάσατε όμως μέχρι το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, δεν είναι αμελητέο αυτό.

Καθόλου! Όσο αντέχει η μέση μου…Όταν νιώθω ότι το έχω, το κάνω! Ποτέ δεν θα πιέσω τον εαυτό μου, όταν καταλάβω ότι θέλω να μαγειρέψω ή να κάνω κάτι άλλο. Όταν υπάρχει παραγγελία και πίσω περιμένει κάποιος, είναι και θέμα επαγγελματισμού πια. 

Με τον επαγγελματισμό όμως η τέχνη δεν είναι και τόσο παιδότοπος.

Κάποια στιγμή χάνεις τη μπάλα. Ένιωσα ότι έπρεπε να κάνω κενό, γιατί όλη αυτή η υπερπαραγωγικότητα δεν είναι κι ότι καλύτερο. Δε μπορείς πρώτα το ένα κι ύστερα το άλλο. Πωρώνεσαι και πρέπει να το καταλάβεις και να κατέβεις απ’ το καλάμι, που δεν είναι ακριβώς καλάμι, πρέπει όμως να βλέπεις και πως θα’ναι η ζωή σου όταν δεν τα έχεις όλα αυτά. Να είσαι αυτό που ήσουν! Ok, είναι πολύ σπουδαίο να παίζεται ένα έργο σου, να κατεβαίνεις για να παρουσιάσεις μια ποιητική συλλογή. Έλα στην Αθήνα και χωρίς να τα κάνεις όλα αυτά! Να δεις, αντέχεις; Εγώ άντεξα, νομίζω. Στην ανάγκη του κόσμου οφείλεται. Και στον Σολωμό! Με δίδαξε πολλά ο Σολωμός για τη ματαιότητα και τη σπουδαιότητα των πραγμάτων! 

Ως φεμινίστρια που δηλώσατε, έχετε σκεφτεί πως η γυναικεία ποίηση είναι ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό πεδίο;

Γιατί το λέτε «γυναικεία ποίηση»;

Έστω η ποίηση που γράφεται από γυναίκες…

Τι κουτό να φαγώνονται οι ποιητές! Η μεγαλύτερη κουταμάρα το ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής…

Οι γυναίκες δεν είναι πιο ανταγωνιστικά πλάσματα μεταξύ τους;

Δεν θέλω να το πιστέψω, να το παραδεχτώ. Δεν πιστεύω στα φύλα με τα στερεότυπα τους. Το δικό μου τοπίο ανοίγει όσο περνάνε τα χρόνια. Πιστεύω ότι θα γίνω μία υπέροχη γριά. Συνήθως οι μεγάλοι άνθρωποι «κλείνουν» κι εγώ με τα χρόνια όλο και ανοίγομαι και γίνομαι χαρά Θεού. Θέλω να ανοίγω σαν σέπαλο. Μ’ αρέσει να μεγαλώνει ο άνθρωπος. Δεν έπεσα στη λούμπα των γηρατειών του σώματος και μ’ αρέσουν τα γερασμένα κορμιά. Πόσο μ’ αρέσουν οι μεγάλοι άνθρωποι! Θα ήθελα να είμαι σαν την Άννα Καλουτά, να βγαίνω με το σκυλάκι μου στην πλατεία Κυψέλης και να κάθομαι, χτενισμένη όμως! Να βλέπω τον κόσμο να περνάει. Είμαι παρατηρητής! Θα μπορούσα νά’μαι για ώρες κοκαλωμένη και να παρατηρώ…Έχω πολύ έντονη σχέση με ένα στοματικό συναίσθημα, ένα συναίσθημα που το νιώθω στα ούλα μου, έτοιμο να ξεχειλίσει…

Όποτε βλέπετε ένα φιλμ, μία παράσταση;

Με το μυρμηγκάκι, με τα πάντα! Όχι κλασικά συγκινητικά εικόνες, αλλά πάντα νά’χουν άνθρωπο μέσα!

Το «είχατε» ποτέ με τα εικαστικά;

Παλιά, ζωγράφιζα όταν ερωτευόμουν ζωγράφους. Έπαιζα μελλόντικα όποτε ερωτευόμουν μουσικούς. Αυτά με καθόριζαν γενικώς. Ακόμα και σεισμό έκανα με το σώμα μου, όταν ερωτευόμουν σεισμολόγους.

Άρα είναι για σας συγκλονιστικά όλα τα επαγγέλματα.

Όλα, όλα! Και περίεργα επαγγέλματα, όπως οδηγός εκσκαφέα. Θα έλεγα ότι είμαι συγκλονισμένη από τότε που γεννήθηκα. 

Ποιος ξέρει τι κύτταρο κουβαλάτε.

Δεν ξέρω. Πήγαινα στην εκκλησία κι έξω λιποθυμούσα από συγκίνηση. Άναβα ένα κεράκι κι έπεφτα κάτω και δε μπορούσα να καταλάβω τι ήτανε. Με συγκλόνιζε η μυρωδιά. Περνούσα απ’ τα ψαράδικα και συγκλονιζόμουν με τη μυρωδιά των ψαριών στις ψαροκασέλες. Κάτι γινότανε μέσα μου…

Το ότι γίνατε καλλιτέχνιδα όμως…

(με κόβει) Μ’ αρέσει όπως το λέτε εσείς!

Λέω πως το ότι γίνατε καλλιτέχνιδα, οφείλεται και σε μια βαθιά παιδεία. Σκεφτείτε έναν με απλά υπέρμετρη ευαισθησία να μην ξέρει που να τη διοχετεύσει…

Θα σκάλιζε το ξύλο, κάτι θα έκανε. Θα έπαιρνε ένα ξύλο και θα το έκανε φλογέρα, θα έβαφε το σπίτι του. 

Γνωρίζω κάποιον που νόσησε από σχιζοφρένεια και μόλις ανταποκρίθηκε στη φαρμακευτική αγωγή, έφτιαξε αριστουργήματα με τα χέρια του.

Νιώθω τυχερή τώρα, γιατί αυτό που μου λέτε με τρυπάει. Θα το είχε και θα το έβγαλε…Όπως οι γυναίκες κεντούν ή όπως δουλεύουν οι κομμώτριες. Ξέρετε τι μου έλεγε ο Καρούζος; «Όταν, πουλάκι μου, σε πιάνει αυτή η μαύρη κατάθλιψη, θα πηγαίνεις να τρίβεις το μπάνιο». Ήταν υπέρ της χειρωνακτικής εργασίας ο Καρούζος! Κι εγώ, η μικρή που τον λάτρευα, πήγαινα και δεν έκανα τίποτα άλλο, το μπάνιο έτριβα! Επειδή τό’πε ο κύριος Νίκος! Τό’χα κάνει κούκλα το μπάνιο! 

Εμένα δεν πιάνουν τα χέρια μου, ένα καρφί δεν ξέρω να βάλω στον τοίχο.

Εμένα πάλι μ’ αρέσει. Να αλλάζω λάμπες, τέτοια…

Ο στίχος για τραγούδι θα σας απασχολούσε ποτέ;

Είμαι ανοιχτή στο οτιδήποτε έχει να κάνει με λέξη. Οι ρίμες είναι το ευαίσθητο σημείο μου. Μου βγαίνει το έμμετρο, ο δεκαπεντασύλλαβος. Παλιά έκανα διάφορες πορνοδιασκευές τραγουδιών, αλλά πολύ πετυχημένα.

Τα έχουμε κάνει όλοι αυτά…

Τα λατρεύω! Είναι υψηλή ευφυΐα αυτό! Μ’ αρέσει η καφρίλα για να σπάσει το τουπέ.

Καφρίλα σε ότι θεωρείται ιερό τοτέμ.

Έχετε καταλάβει ότι «πειράζουμε» όσα αγαπάμε πολύ; Εκεί φαίνεται ποιος είναι ο βέβηλος και ποιος είναι ο αγαπησιάρης. Ο ερωτευμένος που πετάει μια πέτρα στο παράθυρο της γκόμενας, ο παραπονιάρης που επειδή δεν τον αγάπησαν, πάει και το χαλάει…

Πως θα θέλατε το μέλλον των παιδιών σας;

Να είναι χαρούμενα, τίποτα άλλο. Και αν θέλετε να είμαι πιο ειλικρινής, να έχουν δουλειά, να μην εξαρτώνται από κανέναν. 

Πόσων ετών είναι τώρα;

Είναι 12 το ένα και 9 το άλλο.

Μωρά είναι ακόμα. 

Είναι μωρά, ναι…Επίσης να φύγουν νωρίς από μένα και το μπαμπά τους, να είμαστε πάντα εκεί, αλλά να μη μας έχουν ανάγκη.

Πάσχει η ελληνική οικογένεια;

Δεν θέλω να πονέσουν, όσο πόνεσα εγώ όταν έχασα τους γονείς μου. Είναι ένα μεγάλο βαρίδι αυτό…Να έρχονται, αλλά να μην τους τραβάει ο γονιός, αυτό θέλω. Είναι δράκος η ελληνική οικογένεια και δεν τό’χουμε συνειδητοποιήσει ούτε εμείς που μιλάμε αυτή τη στιγμή. Όλα δομούνται σε αληθινές, υποτίθεται, σχέσεις αγάπης. Εκεί παίζεται το παιχνίδι όλο. Δεν μ’ αρέσει καθόλου το μοντέλο της δυτικής οικογένειας, αλλά κι εδώ η αγάπη αυτή πνίγει, τρελαίνει. Θέλω λίγο να είμαστε πιο ανοιχτοί, εγώ που ήμουν τελείως παιδί του μπαμπά και της μαμάς και πιστεύω πως δεν θα ξεπεράσω ποτέ το ότι δεν τους έχω…

Σας λείπουν;

Μου λείπουν, φυσικά, χωρίς να μπορώ να το εκλογικεύσω. Έχεις να διαχειριστείς την ανυπαρξία, κάτι πολύ βαρύ.

Είστε έτοιμη για τη δική σας ανυπαρξία;

Ναι. Έτσι λέω, γιατί όταν φτάσεις κοντά σ’ αυτό, δεν ξέρεις πως θα το διαχειριστείς. Είμαι και παιδί των κατηχητικών και μας τα είχαν διδάξει στα σεμινάρια αυτά τα διάφορα…Το κατηχητικό αφήνει πολλά τραύματα και ποιήματα, αλλά αν αφήνει κάτι καλό είναι η βοήθεια να πας «απέναντι». Μας έλεγαν πάντα να είμαστε έτοιμοι για το ότι δεν θα υπάρχουμε αύριο. Πόσο σκληρό να το λες σε ένα παιδί δέκα χρονών! 

Εσείς το λέτε αυτό στα παιδιά σας;

Όχι, όχι…Σοβαρολογείτε; Όποιος πέρασε από το κατηχητικό και βγήκε στα καλά του, είναι πολύ δυνατός παίκτης. Σαν τους πεζοναύτες! Βέβαια, έχω διαβάσει τόσους βίους αγίων, τόσα μαρτύρια αγίων, που είδα σχεδόν σάρκες να καίγονται, ανθρώπους στα καζάνια. Όλο αυτό το splatter μ’ έχει προετοιμάσει όχι μόνο για μια βία κοινωνική, αλλά και για μια βία πάνω στο σώμα. Μου έκανε καλό να σκέφτομαι ότι η ανυπαρξία μετά από πόνο και μετά από μαρτύριο είναι μέσα στο παιχνίδι της ζωής. Δεν το πήραν όλοι έτσι…

Το σώμα σας το καταπονείτε;

Πολύ!

Πως;

Έχω πάθη. Καπνίζω, αυτό εννοώ. Είναι το μεγαλύτερο πάθος μου και ο λόγος είναι γιατί μ’ αρέσει. Ας έχουμε κι ένα πάθος, που λέω εγώ. 

Είναι όπως ο υπέρβαρος που σου λέει «Ενοχλώ κανέναν; Αφήστε με να τρώω κι ας πάω 200 κιλά»…

Εγώ νομίζω πως θα έδινα τις χειρότερες συμβουλές, θα έλεγα σε έναν υπέρβαρο «καλά κάνεις» και σε έναν καπνιστή, «συνέχισε το». Δεν θα μπορούσα με τίποτα να’μαι σύμβουλος υγείας, γιατί πραγματικά τους βλέπω όλους μια χαρά. Με πειράζει μόνο το νά’ναι κάποιος κακός άνθρωπος που να θέλει το κακό του διπλανού του.

Είναι ώρα να πούμε ποιος καλός άνεμος σας έφερε στην Αθήνα πάλι.

Είχα την τύχη μία παράσταση μου, που είχε παιχτεί στο Φεστιβάλ Φιλίππων το 2014 από τον Θοδωρή Γκόνη, να έχει δεύτερη ζωή και να παίζεται στο θέατρο Vault με τον Λεωνίδα Παπαδόπουλο στη σκηνοθεσία και τις υπέροχες κυρίες Μαίρη Σταυρακέλλη και Δώρα Θωμοπούλου στην ερμηνεία. Κατέβηκα γι’ αυτό, όπως ήμουν πάλι εδώ πριν λίγους μήνες για την παρουσίαση της ποιητικής μου συλλογής με τίτλο «Μία βοήθεια, παρακαλώ!». Ήταν ότι χρωστούσα στον Ανδρέα Καρκαβίτσα, ξανάγραψα τον «Ζητιάνο» με τη δική μου οπτική, αυτήν του κατηχητικού.

Τι άλλο κάνετε αυτόν τον καιρό. Δε μπορεί να μη γράφετε.

Η αγαπημένη μου Μπέττυ Βακαλίδου μού ανάθεσε τη βιογραφία της, αυτό το έργο ζωής. Η Μπέττυ μου έδωσε την απόλυτη ελευθερία, μου εμπιστεύθηκε ολόκληρο το υλικό της με προοπτική να είναι έτοιμο το βιβλίο το συντομότερο. Τώρα δεν ξέρω τι θα πει «το συντομότερο». Η Μπέττυ ανήκει στους ανθρώπους μ’ αυτή την ηρεμία στο βλέμμα τους που λέει ότι έκαναν αυτό που ήθελαν, τίποτα άλλο. 

Έχετε γνωρίσει πολλές τρανς γυναίκες;

Αρκετές.

Σε όλες τό’χετε δει αυτό το χαρακτηριστικό;

Όχι. Έχω δει και θεριά ανήμερα, όπως έχω δει και ευτυχισμένους ανθρώπους. Να ξέρετε, τον συντηρητισμό μπορείτε να τον βρείτε εκεί που δεν τον περιμένετε. Και να τελειώνει πια αυτή η ιστορία με τη διαφορετικότητα, δηλαδή έλεος. Έλεος! Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ακόμα και πιο πολύ σήμερα αρχίζει να λειτουργεί ένας επιστρεφόμενος συντηρητισμός. Ψάχνουμε να βρούμε εχθρούς.

Εσείς τι ψάχνετε να βρείτε γενικώς;

Θα σας απαντήσω, επειδή είμαι πολύ στο mood του Γιώργου Χειμωνά, να βρούμε βοηθούς των θαμμένων. Όλοι ψάχνουμε να βρούμε αυτόν που θα μας βοηθήσει στην τελετουργία της ταφής μας. 

Βοήθεια μας! 

Βοήθεια μας! 

* Το θεατρικό έργο της Γλυκερίας Μπασδέκη «Donna Abbandonata ή Πολύ με στενοχωρήσατε, κύριε Γιώργο μου» παίζεται στο θέατρο Vault (Πολυχώρος Vault – Σκηνή Β’), κάθε Σάββατο στις 21.15 και Κυριακή στις 18.30. Σκηνοθετεί ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος. Παίζουν οι Μαίρη Σταυρακέλλη – Δώρα Θωμοπούλου. Εισιτήρια: 13 ευρώ (γενική είσοδος), 10 ευρώ (φοιτητές, άνεργοι, ΑΜΕΑ), 5 ευρώ (ατέλειες). 

Διάρρηξη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, ταυτόχρονα με το πόρισμα για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων

port223 scaled 1

Διάρρηξη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, ταυτόχρονα με το πόρισμα για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων

Πώς ανακαλύφθηκε η διάρρηξη