Newsroom

Newsroom

Στη δημοσιότητα δέκα ανέκδοτα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου – πάρτε μια πρώτη γεύση

Δέκα ανέκδοτα ποιήματα του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου, τα οποία έγραψε τη δεκαετία του ’80, αποδεσμεύθηκαν και δόθηκαν στη…

Δέκα ανέκδοτα ποιήματα του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου, τα οποία έγραψε τη δεκαετία του ’80, αποδεσμεύθηκαν και δόθηκαν στη δημοσιότητα με έγκριση της κόρης του Έρσης.

Τα ποιήματα που θα κυκλοφορήσουν τον Νοέμβριο από τις εκδόσεις Κέδρος είναι ολιγόστιχα και πεζόμορφα και γράφτηκαν σε πολυτονικό το 1985, ανήκουν δε στη συλλογή Υπερώον. «Η θεματολογία αυτών των ποιημάτων προσλαμβάνει στις μέρες μας αξιοσημείωτη επικαιρότητα» σημειώνουν οι εκδόσεις.

Πάρτε μια πρώτη γεύση

Προσέγγιση

Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες,
για σιωπηλά εφόδια,
για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες
όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ΄το παράθυρο,
όταν δύο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο
λαθραία υφάσματα,
όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες,
κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως,
κι η θάλασσα μας πλησιάζει
όλους ανεξαιρέτως
διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.

Ο ωραίος δραπέτης

Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια.
Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε.
Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε.
Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα.
Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου
μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι
στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός,
φορώντας τις λευκές σου μπότες.

Παραπλανητικό

Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας.
Πόσες διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις.
Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο.
Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα.
Η νύχτα διαστέλλονταν πάνω απ΄την πόλη.
Κι εσύ απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,
έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο.

Χώρος απορριμάτων

Πίσω απ΄τη μάντρα ,σπασμένα γυαλιά,
σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,
τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες,
πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,
σαν άστρο παραμελημένο,
έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα.
Μαζί κι εγώ.

Επιτέλους

Πριν από εσένα ήσουν εσύ;
Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας.
Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι
μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;».
Έτσι πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο.
Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».

Διείσδυση

Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,
τα΄δες απ΄την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα
και μέσα στα παπούτσια σου.
Καλύτερα λοιπόν να περπατάς ξυπόλητος
μη σ΄ακούσουν.

Το αδιάβατο

Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν.
Δεν το περηφανεύονταν ωστόσο.
Έσπασε το θερμόμετρο,
ο υδράργυρος σκόρπισε.
Σαν φτάσαμε στα σύνορα μας σταμάτησαν.
Τα ψεύτικα διαβατήρια ήταν έγκυρα.
Εμείς δεν περάσαμε.

Δημόσιο Πάρκο

Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος.
Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι.
Τα γόνατά της λάμπουν ωραία.
Όμως, προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου
να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.

Υαλουργεία

Οι φούρνοι των υαλουργείων. Φλόγες, διαθλάσεις,
κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία.
Το σώμα της Άρτεμης διάφανο,
ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα,
τα δίδυμα άλογα. Σχήματα οικεία
μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους,
πραγματωμένη διαφάνεια. Πρόσεχε- είπε-
αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, διαψευσμένη,
η προδοτική.

Τ΄άσπρα βότσαλα

Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι
λάμπουν στον ήλιο.
Κανένας δε μαντεύει από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν.
Κανέναςδεν υποπτεύεται με το ριψοκίνδυνες καταδύσεις τ΄ανέβασες.
Με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ΄απέσπασες
από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων.
Γι΄αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους
και ποτέ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.