Newsroom

Newsroom

Στα "ροζ" κολαστήρια του Λιβάνου

Περίπου 75 γυναίκες είχαν βρεθεί πριν από λίγους μήνες φυλακισμένες και σε άθλια κατάσταση σε δύο σπίτια-κολαστήρια στο Λίβανο. Εκεί οι Σύριες στην καταγωγή γυναίκες εξαναγκάζονταν στην πορνεία, δέχονταν φρικτά βασανιστήρια και ζούσαν σε απάνθρωπες συνθήκες.

579f5ba51dc5243e1c8b496d

Όλες τους είχαν φύγει από τη Συρία επειδή τους προσφέρθηκαν θέσεις εργασίας με καλούς μισθούς μακριά από τη φρίκη του εμφυλίου. Όλες τους, όμως, βρέθηκαν φυλακισμένες και αναγκασμένες να ζουν ως σκλάβες.

Η μόνη φορά που η 24χρονη Ράμα, μία από τις προαναφερθείσες γυναίκες, από τη Συρία κατέρρευσε ενθυμούμενη τα βασανιστήρια μηνών και τη σεξουαλική κακοποίηση ήταν όταν περιέγραψε στον Guardian πως έχασε την πίστη της.

«Ειλικρινά, δεν έχω πλέον πίστη μετά από όσα έγιναν. Γιατί όταν με χτυπούσαν έλεγα “Θεέ μου σώσε με” και ο βασανιστής μου απαντούσε “Πόρνη πιστεύεις ότι ο Θεός θα σε σώσει;”. Και μετά με χτυπούσε κι άλλο. Δεν μπορούσαμε να πούμε το όνομα του Αλλάχ ούτε από μέσα μας» δηλώνει συγκλονισμένη.

Η Ράμα (δεν είναι αυτό το πραγματικό της όνομα) περιέγραψε με κάθε τρομακτική λεπτομέρεια τους εννέα μήνες κόλασης που έζησε στα χέρια της μεγαλύτερης οργάνωσης λαθρεμπόρων ανθρώπων που έχει ποτέ εξαρθρωθεί στον Λίβανο. Σε αυτό το διάστημα δέχθηκε βασανιστήρια, όπως χτυπήματα με καλώδια και ηλεκτρικά γκλομπ με ένα κομμάτι ύφασμα στο στόμα για να μην ουρλιάζει. Την ανάγκασαν να εκπορνεύεται και να συνευρίσκεται σεξουαλικά σχεδόν δέκα φορές την ημέρα και την είχαν φυλακισμένη σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι χωρίς καθόλου φως.

Μίλησε, ακόμη, για την κακοποίηση των άλλων γυναικών που ήταν υπόδουλες του δικτύου, τις οποίες ανάγκαζαν να κάνουν εκτρώσεις έπειτα από σεξ χωρίς προφυλάξεις με πελάτες και τις υπέβαλλαν σε απάνθρωπα σωματικά και ψυχολογικά μαρτύρια.

Η μαρτυρία της δένει με πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει ο Guardian από δικαστικές και αστυνομικές πηγές που σχετίζονται με την έρευνα για το δίκτυο αυτό το οποίο εξανάγκαζε 75 γυναίκες από τη Συρία σε σκλαβιά και υποχρεωτική σεξουαλική συνεύρεση με πελάτες.

Κεντρικό πρόσωπο της οργάνωσης φέρεται να είναι ένας άνδρας με το όνομα Ιμάντ Αλ Ριχάουνι, πρώην ανακριτής της σκληρής υπηρεσίας πληροφοριών της συριακής αεροπορίας. Αυτός φέρεται να είχε φυλακίσει τις γυναίκες σε σύο κτίρια στο Μααμαλτέιν, προάστιο της πόλης Τζούνι, γνωστή ως το «Άμστερνταμ του Λιβάνου».

«Κοιμόμασταν εκεί όπου δουλεύαμε και δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω, ούτε για να δούμε το φως της ημέρας» λέει η Ράμα και συνεχίζει «Τα παράθυρα ήταν βαμμένα μαύρα. Δεν μπορούσαμε να δούμε φως ή να αναπνεύσουμε τον αέρα από έξω. Δεν μας έκαναν να αισθανόμαστε σκλάβες, ήμασταν σκλάβες».

Περιγράφει πως την εξαπάτησαν να βρεθεί στο Λίβανο από τη Συρία, όπου εργαζόταν σαν σερβιτόρα σε καφέ. Ένας άνδρας ήρθε σε επαφή μαζί της και της είπε ότι ψάχνει εργαζόμενους για ένα εστιατόριο στο Λίβανο με μισθό 1.000 δολάρια το μήνα. Εκείνη, που ήθελε να ξεφύγει από τον πόλεμο στη χώρα της δέχθηκε την δουλειά.

Ο άνδρας της είπε ότι θα αναλάμβανε τα γραφειοκρατικά, αλλά η Ράμα εξεπλάγη όταν της είπε, μετά από μερικές ώρες οδήγησης, ότι βρίσκονταν ήδη στον Λίβανο, καθώς είχαν περάσει τα σύνορα από μια παράνομη διαδρομή.

Έφτασαν στο Chez Maurice, ένα εγκαταλειμμένο σπίτι όπου θα περνούσαν τους επόμενους εννέα μήνες. Ο Guardian επισκέφθηκε το μέρος. Τα παράθυρα και τα μπαλκόνια είναι φραγμένα, στην είσοδο υπάρχουν διάσπαρτα εσώρουχα και βρώμικα ρούχα, ενώ από τα λίγα μισάνοιχτα παράθυρα αναδύεται η μυρωδιά σαπισμένων φρούτων. Στο εσωτερικό υπάρχουν ρούχα, άδεια πακέτα τσιγάρα και κρεβάτια με μεταλλικές μπάρες.

Αφού την ανάγκασαν να μείνει στο Chez Maurice ενημέρωσαν τη Ράμα ότι από εδώ και στο εξής θα εργαζόταν ως πόρνη στο χώρο αυτό.

«Του είπα ότι δεν θέλω να δουλέψω σαν πόρνη και μου απάντησε ότι θα το έκανα είτε το ήθελα είτε όχι. Μετά άρχισε να με χτυπάει. Με έδειρε μέχρι να παραδωθώ και να του πω “ναι”» δηλώνει.

Οι υπόλοιπες γυναίκες της είπαν ότι βρέθηκαν στο σπίτι με τον ίδιο τρόπο, ενώ ορισμένες από αυτές ζούσαν εκεί τέσσερα χρόνια. Ανάμεσα στα βασανιστήρια ήταν το να τις δένουν σε ένα τραπέζι σε σχήμα σταυρού και να τις χτυπούν με ένα καλώδιο. Εάν λιποθυμούσαν τις επανέφεραν με ηλεκτροσόκ.

Οι γυναίκες, 29 από τις οποίες ζούσαν στο Chez Maurice με τις υπόλοιπες να βρίσκεται σε κοντινό σπίτι, αναγκάζονταν να έχουν σεξουαλικές επαφές έως και δέκα φορές την ημέρα, ενώ, η Ράμα δήλωσε ότι ο αριθμός των πελατών μπορούσε ακόμη και να διπλασιαστεί τα Σαββατοκύριακα.

Περιέγραψε, ακόμη, τον σκληρό τρόπο με τον οποίο φρόντισαν να «σπάνε» τον παρθενικό υμένα όσων γυναικών δεν είχαν ποτέ σεξουαλικές επαφές.

Εκείνες που αρνούνταν να συνευρεθούν με πελάτες που ήθελαν σεξ χωρίς προφυλακτικό μαρκάρονταν από τις γυναίκες φρουρούς του σπιτιού και στη συνέχεια τιμωρούνταν από τους μπράβους. Έπρεπε να μαζεύουν τουλάχιστον 50 δολάρια σε φιλοδωρήματα κάθε μέρα και αυτά τα λεφτά, όπως και η τιμή της ωριαίας συνεύρεσης πήγαιναν στους εκμεταλλευτές τους.

Υπήρχε, ακόμη, η πληροφόρηση ότι δύο γυναίκες είχαν χάσει τη ζωή τους στο σπίτι αυτό, αλλά αυτό ήταν ένα απαγορευμένο θέμα συζήτησης και όποια το ανέφερε δεχόταν βίαια χτυπήματα από τον Ριχάουι.

Εκείνες που έμεναν έγκυες αναγκάζονταν να κάνουν έκτρωση (είναι παράνομη στον Λίβανο), πολλές φορές σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης. Η αστυνομία έχει ήδη συλλάβει τον γιατρό που έκανε τις εκτρώσεις, ο οποίος φέρεται να είχε πραγματοποιήσει σχεδόν 200 επεμβάσεις σε γυναίκες-σκλάβες.

Οι γυναίκες εργάζονταν σε δύο βάρδιες μεταξύ 9 το βράδυ και έξι το απόγευμα της επόμενης ημέρας. Πολλές είχαν χάσει τις οικογένειές τους στον πόλεμο ή δεν είχαν κανέναν να τις ψάξει. Η ηλικία τους ήταν μεταξύ 19 έως και 35 ετών.

Η Ράμα δηλώνει στον Guardian πως δεν σκοπεύει να πει στους συγγενείς της τα όσα πέρασε σημειώνοντας ότι θα θεωρήσουν ότι της συνέβη ως προσβολή στην τιμή της οικογένειας.

«Δεν μπορώ να πάω στην αδερφή μου και να της πω “συγγνώμη, αλλά δούλευα σαν πόρνη” ή να το πω στον αδερφό μου» δηλώνει χαρακτηριστικά.

Η Ράμα περιγράφει και τον τρόπο με τον οποία απέδρασαν. Πέντε γυναίκες πάλεψαν με μια γυναίκα φρουρό την Μεγάλη Παρασκευή, όταν το σπίτι ήταν κλειστό, ενώ άλλες τρεις αποσπούσαν την προσοχή άλλων φρουρών. Απέδρασαν από την πίσω πόρτα ξυπόλητες και φορώντας πιτζάμες και πήραν ένα ταξί με κατεύθυνση τα νότια προάστια της Βηρυτού.

«Όταν βγήκαμε έξω μας πόνεσαν τα μάτια μας γιατί είχαμε πολύ καιρό να δούμε το φως» σημειώνει.

Ένας οδηγός μινιβαν τον οποίο συνάντησαν στο Τσουεϊφάτ άκουσε την ιστορία τους και τις πήγε σε ένα γραφείο της Χεζμπολάχ, η οποία ειδοποίησε την αστυνομία.

Η αξιωματικοί ανέκριναν τις κοπέλες προτού σχεδιάσουν και πραγματοποιήσουν επιδρομή στο σπίτι-κολαστήριο για να σώσουν τις υπόλοιπες.

Η υπόθεση έχει σοκάρει τον Λίβανο εγείροντας ερωτήματα για το πως ένα τόσο μεγάλο δίκτυο είχε καταφέρει να μείνει κρυφό από τις αρχές. Παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες γυναίκες βρέθηκαν στη χώρα κατευθείαν από τη Συρία, η υπόθεση καταγράφει τους κινδύνους για τους πρόσφυγες που διαφεύγουν στις γειτονικές της Συρίας χώρας.

Δείχνει, όμως, και τις ανεπάρκειες της νομοθεσίας για το λαθρεμπόριο ανθρώπων στο Λίβανο, η οποία είχε περάσει το 2011 κάτω από την πίεση των ΗΠΑ και συνυπάρχει με τους νόμους για την πορνεία, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τις πόρνες το ίδιο με τους προαγωγούς τους. Ο νόμος, ακόμη, απαιτεί τα θύματα του trafficking να αποδείξουν ότι αναγκάζονταν να εργαστούν σαν πόρνες.

Υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων ζητούν από τον Λίβανο να ακυρώσει τα επίμαχα αυτά άρθρα και να αλλάξει τη νομοθεσία για το trafficking. Από το 2011 που πέρασε ο νόμος δεν έχει υπάρξει καμία καταδίκη για λαθρεμπόριο ανθρώπων στο Λίβανο.

Όσο για τη Ράμα δηλώνει ότι θέλει να μείνει στη χώρα να αποκτήσει άδεια και να εργαστεί. Θέλει να ζήσει μόνη της τονίζοντας ότι έχει χάσει την πίστη της στον άνθρωπο και έχει ακόμη εφιάλτες από την υποδούλωσή της.

πηγή:efsyn.gr 

Ολλανδία: Οι ποδοσφαιριστές της Φίτεσε δωρίζουν τους μισθούς τους για να σώσουν την ομάδα

ΦΙΤΕΣΕ

Ολλανδία: Οι ποδοσφαιριστές της Φίτεσε δωρίζουν τους μισθούς τους για να σώσουν την ομάδα

Η Φίτεσε υποβιβάστηκε εφέτος από την πρώτη κατηγορία για πρώτη φορά μετά από 35 χρόνια,…