Την ιδεατή οικειότητα που ίσως έχεις αισθανθεί για τον δημοσιογράφο, ποιητή, δοκιμιογράφο, επιμελητή εκδόσεων, κριτικό λογοτεχνίας, μεταφραστή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, μελετητή της δημοτικής ποίησης και διδάκτορα Νεοελληνικής Φιλολογίας Παντελή Μπουκάλα μέσα από τα κείμενα (αρθρογραφεί καθημερινά από το 1987) ή τα βιβλία του (δημοσιεύει έργα του από το 1980) θα ενισχύσουν η γλυκύτητα της φωνής του και η τρυφερότητα του χαρακτήρα του, αν τον γνωρίσεις από κοντά.
Αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν η έκδοση του βιβλίου του «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα. Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή», του τρίτου τόμου των δοκιμίων του για το δημοτικό τραγούδι. Πάνω από 25 χρόνια αξεδίψαστα μελετάει τον λαϊκό ποιητή, «τον ανώνυμο και προπαντός ακτήμονα δημιουργό μιας ποίησης που παραμένει σαγηνευτική ακόμη κι όταν δεν τραγουδιέται και δεν χορεύεται», τον άνθρωπο που «έχει φυσικότερη σχέση με τον χρόνο, καθώς και με τον γύρω του κόσμο». Η σειρά «Πιάνω γραφή να γράψω… – Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» (Εκδόσεις Άγρα) που θα ολοκληρωθεί σε 14 ακόμη σταθμούς, όπως έχει προαναγγείλει, είναι αναμφίβολα ένα έργο ζωής για τον Παντελή Μπουκάλα.
Η πρώτη σκέψη μου περνώντας το κατώφλι του σπιτιού του και παρατηρώντας τον κατάμεστο από βιβλία προσωπικό του χώρο είναι ότι αυτός ο φανατικός άνθρωπος των γραμμάτων όπως ακάματα γράφει το ίδιο ακάματα διαβάζει. Πολύ σύντομα διαπίστωσα και ότι το ίδιο ακάματα είναι πρόθυμος για ώρες να σου μιλάει για όσα γνωρίζει· ένας αληθινά διανοούμενος της εποχής μας που δεν θα μπορούσε να αφήσει ασχολίαστη την πρωτόγνωρη συνθήκη που βιώνουμε αυτό τον καιρό.
Πώς είναι για σας η αλλόκοτη αυτή περίοδος που διανύουμε;
Βαριά η καλογερική, ως γνωστόν, και πολύ πιο βαριά, αφόρητη, όταν δεν προκύπτει εκουσίως αλλά κατόπιν εντολής. Κατοικίδιος ήταν ο περισσότερος χρόνος μου και προ καραντίνας, όπως και της πλειονότητας νομίζω. Αν θέλαμε όμως, αν νιώθαμε την ανάγκη της παρέας, του θεάτρου, του κινηματογράφου, του γηπέδου, της ταβέρνας, μπορούσαμε να βγούμε, να εξανθρωπιστούμε δηλαδή μέσα από την κοινωνικότητά μας. Το σχεδόν παγκόσμιο «απαγορευτικό» έδειξε πόσο εύκολα αναιρούνται όσα θεωρούμε δεδομένα και τα οποία έχουν όλα ένα όνομα: ελευθερία. Ελευθερία εξόδου, ελευθερία μετακίνησης, ελευθερία συνάθροισης, ελευθερία στη διαχείριση του προσωπικού μας χρόνου. Σε ορισμένες χώρες απειλήθηκε σοβαρά ακόμη και το ίδιο το δικαίωμα λόγου και κριτικής στην εξουσία. Εδώ σ’ εμάς δεν έλειψαν οι ούτως ειπείν δημοσιογραφικοί ή πολιτικοί λοιμωξιολόγοι που έσπευδαν να χαρακτηρίσουν αντεθνική και την παραμικρή ένσταση απέναντι στο αφήγημα της απόλυτης επιτυχίας.
Η καραντίνα έληξε, όμως η επιβολή νόμου και τάξης στις πόλεις «για την προστασία των πολιτών» παρατείνεται – την ίδια ώρα κάποιοι «αγνοούν» τα ίδια μέτρα κατά το δοκούν. Πώς χαρακτηρίζετε αυτή την τακτική;
Από την εποχή του Σόλωνα και του Ανάχαρση όλα τα «απαγορευτικά», οι νόμοι δηλαδή και οι κανόνες, παραμένουν όμοια με τους ιστούς της αράχνης: πνίγουν τους αδύναμους, ενώ οι δυνατοί τα σπάνε και οδεύουν προς την «επιτυχία» και την «ευτυχία». Κατόπιν αυτού όσοι πάνε πλατεία επειδή θέλουν να πούνε δυο κουβέντες με τους συνομηλίκους τους και δεν έχουν πού αλλού να πάνε, με τα πάντα γύρω τους κλειστά, είναι δυνάμει αντιεξουσιαστές. Μια προληπτική απολύμανσή τους με αντισηπτικά δακρυγόνα είναι απαραίτητη. Κι αυτοί που πήγαν στην Ομόνοια όμως δεν πήγαν για να δουν ωραία σιντριβάνια, αλλά για να εκθέσουν τον κ. δήμαρχο δολίως συνωστιζόμενοι. Το κατάλαβε βέβαια και ζήτησε συγγνώμη, με αποτέλεσμα να εισπράξει 78 ραδιοτηλεοπτικούς και 54 εφημεριδογραφικούς επαίνους. Ζήλεψε όμως ο πρωθυπουργός. Και αναμένεται να ζητήσει κι αυτός συγγνώμη με ειδικό διάγγελμα για τον προ Μαξίμου πρωτοψάλτειο συνωστισμό.
Η πανδημία επηρεάζει καταστροφικά πολλούς συνανθρώπους μας, ανάμεσά τους και όσους εργάζονται στους τομείς του πολιτισμού. Τι παρατηρείτε να συμβαίνει στον χώρο του βιβλίου εξαιτίας της;
Οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών αντιμετωπίστη καν περίπου όπως αντιμετωπίστηκαν οι ηλικιωμένοι στα γηροκομεία της Ευρώπης: σαν βάρος περιττό. Η πολιτεία θυμήθηκε πάρα πολύ αργά την ύπαρξή τους και τα προβλήματα επιβίωσής τους όταν ήδη είχε αναπτυχθεί ολόκληρο κίνημα διαμαρτυρίας και συμπαράστασης. Και όταν τους θυμήθηκε –με τις τσαπατσούλικες αποφάσεις της που δεν απέρρεαν από σχέδιο ούτε απέβλεπαν στην ουσιαστική ενίσχυση όλων των εμπλεκομένων– έδωσε νέους λόγους δίκαιης διαμαρτυρίας. Οσο για τον χώρο του βιβλίου, πάει αδιάβαστος. Ισως οι επικοινωνιαστές του πρωθυπουργού να εμπνευστούν κάποια επίσκεψή του σε βιβλιοπωλείο, συμβολική –τι άλλο;–, αλλά μέχρις εκεί.
Κρατάμε στα χέρια μας τον περίπου 800 σελίδων τρίτο τόμο της μελέτης σας για το δημοτικό τραγούδι. Σε ποιους αναγνώστες απευθύνεστε;
Είναι σοβαρό ερώτημα ποιος θα διαβάσει αυτά τα βιβλία, όμως άμα ξεκινάει έτσι ο συγγραφέας, δεν γράφει. Η μικρή πείρα μέχρι τώρα έδειξε ότι είναι αρκετά ευρύτερο το κοινό απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Αναρωτιέστε γιατί είναι τόσο μεγάλα τα βιβλία; Θα σας πω. Γιατί είμαι βουλιμικός όταν καταβροχθίζω και δεν θέλω να είμαι τσιγκούνης όταν γράφω. Μπορούσα να κάνω το βιβλίο μικρότερο. Ενας τρόπος θα ήταν αντί μιας ολόκληρης παραλογής να παραθέτω τρεις στίχους και να παραπέμπω σε μια έκδοση. Μια έκδοση όμως που είναι δυσεύρετη πώς να υποθέσω ότι ο αναγνώστης μπορεί να τη διαθέτει; Ο στόχος μου ήταν να δώσω στον αναγνώστη όλη την τέρψη. Τα τραγούδια που μπορούμε να γευτούμε μαζί να τα δώσω ολόκληρα και όχι να παραπέμπω σε ψυχρές σελίδες. Δεν θέλω την ψυχρότητα των κλασικών ακαδημαϊκών βιβλίων. Θέλω να πω ιστορίες. Και στην ιστορία δεν είσαι τσιγκούνης, δεν κλέβεις παραγράφους. Τη λες ολόκληρη.
Η τέρψη της ανάγνωσης ενός δοκιμίου ήταν ένα στοίχημα για σας;
Ισως τελικά και να μη στέκει ο τίτλος δοκίμιο στην περίπτωση αυτών των βιβλίων. Γι’ αυτό τον λόγο στον πρόλογο του πρώτου τόμου είχα γράψει ότι θέλω να κάνω «δοκιμηγήματα». Ο στόχος μου ήταν –και παραμένει– να γράψω δοκιμιακά αφηγήματα ή αφηγηματικά δοκίμια. Να φτιάξω μια ιστορία που να είναι τερπνή. Και το δέλεαρ είναι τα ίδια τα τραγούδια, δεν είναι οι δικές μου σκέψεις. Ηθελα να γράψω δοκίμια που να περιλαμβάνουν τα βιβλιογραφικά μου ριζώματα αλλά και να πω ιστορίες.
Στον πρώτο τόμο της σειράς αφηγηθήκατε την ιστορία μιας λέξης, στον δεύτερο ενός μοτίβου και στον τρίτο το ταξίδι ενός φιλιού. Τι θα περιλαμβάνει ο επόμενος;
Ο επόμενος τόμος, που μάλλον θα κυκλοφορήσει το 2021 και έχει σχέση με το 1821, είναι η διδακτορική διατριβή μου «Ο έρως και το έθνος: Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης». Αφορά την καταγραφή στη δημοτική ποίηση του έρωτα μεταξύ Ελλήνων και Ελληνίδων με αλλόθρησκους και αλλόφυλους. Αυτό θα είναι ακόμη μεγαλύτερο βιβλίο από τα προηγούμενα και θα είναι δίτομη έκδοση.
Το κόκκινο, του αίματος,του φιλιού, του έρωτα, είναι δοξολογημένο στη λαϊκή ποίηση…
Η λατρεία του κόκκινου είναι απίστευτη στο δημοτικό τραγούδι αλλά και στις παραλογές, τις παροιμίες, στα αινίγματα. Στον τρίτο αυτό τόμο πιάνω όλη τη μυθολογία για το πώς εμφανίστηκε το κόκκινο χρώμα, τη γέννηση της πορφύρας και τα πρώτα κόκκινα χείλη, που είναι τα χείλη ενός σκύλου, αλλά και το πώς το κόκκινο χρώμα απέκτησε την έννοια του αληθινού. Ψάχνοντας, η έκπληξή μου ήταν πάρα πολύ μεγάλη όταν βρήκα ότι η λέξη κόκκινος στα ελληνικά σημαίνει αληθινός. Υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο γι’ αυτό.
Πόσο καλά γνωρίζουμε στο σύνολό της τη δημοτική ποίηση;
Ας πούμε από τους λογοτέχνες μας. Με βάση όσα μπορούμε να ξέρουμε σήμερα, μακάρι να είχαν πληρέστερη εικόνα. Γιατί τελικά αν βασιστείς μόνο στον Νικόλαο Πολίτη –όπως για παράδειγμα ο Σεφέρης που, αν και φανατικός του δημοτικού τραγουδιού, μόνο σε αυτόν παραπέμπει–, πολλά κομμάτια του ελληνικού τραγουδιού, κρισιμότατα και τερπνότατα, μένουν έξω από τον κόσμο σου, δεν πληροφορείσαι την ύπαρξή τους. Δεν μαθαίνεις τα τραγούδια που αντιβαίνουν στα «καλώς κείμενα ώτα», όπως έλεγε περιπαίζοντας ο Καβάφης – ο λογοτέχνης που είχε την ευρύτερη συλλογή ανθολογιών δημοτικών τραγουδιών.
Ποια είναι αυτά τα τραγούδια;
Ενα τραγούδι για μια ελληνοπούλα που αγαπάει έναν Τούρκο ή έναν Φράγκο είναι ένα τραγούδι που αντιβαίνει στον κανόνα. Τραγούδια αυτού του χαρακτήρα δεν υπάρχουν στη συλλογή «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» του Νικολάου Πολίτη, που είναι ακόμη η κατευθυντήρια συλλογή του είδους. Οπως επίσης δεν θα βρεις εκεί το τραγούδι για τον Αϊ-Γιώργη που προδίδει την ελληνοπούλα και την παραδίδει στον Σαρακηνό να τη γλεντήσει, ενώ απαντάται σε όλες τις διαλέκτους της ελληνικής και ο τόμος του ’62 της Ακαδημίας Αθηνών περιέχει μία από τις καθαρές παραλλαγές του· δεν αποκρύπτεται δηλαδή. Οποιος όμως ήξερε μόνο τη συλλογή του Ν. Πολίτη δεν θα μάθαινε το τραγούδι.
Και τι θα έχανε;
Τη γνώση για το πόσο έτοιμος ήταν ο σκλαβωμένος Ελληνας να αμφισβητήσει ακόμη και τον κατεξοχήν άγιό του καθώς έβλεπε να περνούν οι αιώνες χωρίς τη βοήθεια των θείων. Οταν έχεις πει στον κόσμο ότι ο θεός είναι Ελληνας, θα το βρεις μπροστά σου κάποια στιγμή· υπάρχουν ποιήματα που διαμαρτύρονται για την απουσία της θείας υπεράσπισης ήδη μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Ενώ υποτίθεται ότι εμείς σήμερα είμαστε πολύ πιο προχωρημένοι πνευματικά από αυτούς τους σκλαβωμένους και ταπεινωμένους, τους ραγιάδες, διαπιστώνουμε ότι το πνεύμα του δημοτικού ανθρώπου είναι τόσο ελεύθερο που σε αιφνιδιάζει με την ίδια του την ελευθερία, σε ξεπερνάει. Εγώ ζηλεύω την ελευθερία τους. Αυτό είναι το βασικό μάθημα που απέσπασα.
Υπάρχουν τραγούδια που αποκρύφτηκαν εσκεμμένα;
Είναι πολλά τα τραγούδια τα οποία ευπρεπίστηκαν γλωσσικά ή αποσιωπήθηκαν διότι αντιβαίνουν στον κανόνα. Αν όμως θες να δεις τον γνησιότερο καθρέφτη του ελληνικού λαού, δεν πας να σπάσεις ένα κομμάτι εδώ και να θολώσεις ένα άλλο κομμάτι εκεί για να φτιάξεις την εικόνα που εσύ θες να σχηματίσεις για τον ελληνικό λαό. Στο τελευταίο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου θέλω να πολεμήσω με το στερεότυπο ότι τα ελληνικά τραγούδια είναι παραπονιάρικα, ηττοπαθή. Δεν είμαστε ηττοπαθείς και γκρινιάρηδες. Από τον Αδαμάντιο Κοραή και κυρίως από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και μετά δημιουργήθηκε η αντίληψη ότι το δημοτικό τραγούδι έχει θρηνητικό χαρακτήρα στο σύνολό του και ότι αποκλειστικό γνώρισμα του ελληνικού λαού είναι μια απέραντη γαμήλια θλίψη. Ομως στην έρευνα μου στα δημοσιευμένα γαμήλια τραγούδια των περίοικων και σύνοικών μας λαών βρήκα το ίδιο γαμήλιο πένθος. Δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια μονομανία με τη θλίψη και με το πένθος σαν λαός. Δεν το βλέπω ούτε στη δημοτική μας ποίηση ούτε τώρα. Και μια από τις πιο γερές αποδείξεις –που χρησιμοποιήθηκε από την αρχή στα κείμενα που είναι αντιθετικά στον Σπ. Ζαμπέλιο και στον «ζαμπελισμό» που πέρασε και σε επόμενους λόγιους– είναι το τραγούδι «Τούτ’ η γης που την πατούμε», το οποίο μάλιστα χορεύεται με τον πιο περήφανο τρόπο. Δεν το άκουσε πουθενά άραγε ο Ζαμπέλιος; Δεν το άκουσε. Γιατί ο Ζαμπέλιος άκουσε αυτά που ήθελε να ακούσει. Δυστυχώς πρωταγωνίστησε στη νόθευση των τραγουδιών ήδη από το 1860. Οσο για τον Κοραή, αυτός δεν ήξερε όλα τα δημοτικά τραγούδια. Και επίσης, ως λόγιος, δεν γούσταρε τη μουσική τους και δυστροπούσε με τη γλώσσα τους.
Το χιλιοτραγουδισμένο «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα» στο οποίο είναι αφιερωμένος ο τρίτος τόμος της σειράς είναι ένα τραγούδι που χρωστάμε στον Αδαμάντιο Κοραή, όπως μαθαίνουμε από το βιβλίο σας.
Το αυτόνομο, όπως έφτασε σ’ εμάς, τραγούδι του φιλιού είναι οι έξι στίχοι που μας παραδόθηκαν σαν απόληξη της παραλογής «Η κόρη ταξιδεύτρια», την οποία κατέγραψε ο Κοραής γύρω στο 1800 και δημοσίευσε το 1824 ο Φοριέλ. Ως αυτόνομο τραγούδι υπάρχει σε πολλές παραλλαγές· εγώ τις καταγράφω όλες. Το ποτάμι είναι ένα στην αρχή, μετά γίνονται τρία, πέντε, εφτά, εννιά. Πάντα σε περιττό αριθμό, μαγικός αριθμός για τη λαϊκή αντίληψη. Και βέβαια εκτός από την εκδοχή του ποταμιού έχουμε και τις βουνίσιες παραλλαγές του τραγουδιού όπου βάφεται κόκκινο ό,τι υπάρχει στα βουνά και τα όρη. Τους έξι αυτούς στίχους ο Νικόλαος Πολίτης τους είδε αταίριαστους με την υπόλοιπη ιστορία της «Κόρης ταξιδεύτριας», τους απέσπασε και το προτείνει σαν αυτοτελές άτιτλο τραγούδι στη συλλογή του. Πρέπει να σας πω όμως ότι ο Ν. Πολίτης ενώ σε άλλες περιπτώσεις μένει έκθαμβος με την ποιητικότητα γενικά του δημοτικού τραγουδιού που δεν υπολογίζει σχήματα, ορθή λογική και κανόνες, χαρακτήρισε το συγκεκριμένο τραγούδι «ασιανικό». Και όπως ξέρουμε ο όρος «ασιανισμός» στην τέχνη έχει αρνητικό χαρακτήρα. Εγώ δεν βρίσκω τίποτα το ασιανικό στο τραγούδι αυτό, ίσα ίσα θεωρώ ότι εκφράζει την απόλυτη δικαίωση του έρωτα και της ζωής. Τη μουσική του τραγουδιού δεν την ξέραμε. Η μουσική των δημοτικών τραγουδιών δεν καταγραφόταν· δεν είχαν αυτή την έγνοια.
Υπήρξε όμως η έγνοια για την καταγραφή του προφορικού ποιητικού λόγου.
Ακριβώς. Και το πρώτο μάζεμα έγινε λόγω του Διονύσιου Σολωμού, ο οποίος έλεγε στους μαθητές του «σώστε τα δημοτικά μας, εκεί είναι το πνεύμα, εκεί είναι η ψυχή και εκεί είναι η γλώσσα μας». Και τους έστελνε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας για να καταγράψουν δημοτικά τραγούδια. Ενας από τους νεότερους πνευματικούς μαθητές του Σολωμού ήταν ο Κεφαλλονίτης ποιητής και πεζογράφος Ανδρέας Λασκαράτος. Τη συλλογή του Λασκαράτου απαρτίζουν περί τα 380 τραγούδια, «μαζεμένα από τους τραγουδιστάδες», όπως σημειώνει ο ίδιος στον τίτλο του χειρόγραφου το οποίο βρέθηκε στα χέρια του Ιμπέρ Περνό, ενός από τους καλύτερους νεοελληνιστές του 20ού αιώνα. Από τον Περνό το χειρόγραφο έφτασε στον ομότιμο καθηγητή Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννη Παπακώστα, ο οποίος έκανε την ταύτιση με τον Λασκαράτο, μου πρότεινε να το δουλέψουμε μαζί και εκδόθηκε το 2016 από την Αγρα προτού βγει η σειρά των δικών μου δοκιμίων.
Στην πρώτη έκδοση δημοτικών τραγουδιών, στο έργο του Κλοντ Φοριέλ, που βγήκε στο Παρίσι έβαλε επίσης το χέρι του ο Κοραής.
Και το ομολογεί στον πρόλογό του ότι βγάζει τα δημοτικά τραγούδια χάρη στην βοήθεια του ιατρού Κοραή, όπως τον λέει. Και είναι ομολογημένο από τους μελετητές –εγώ είμαι απολύτως βέβαιος– ότι χάρη στην έκδοση του Φοριέλ και στην Έξοδο του Μεσολογγίου αποκτήσαμε κράτος. Η έκδοση αυτή που βγήκε το 1824-1825, στην καρδιά της Επανάστασης, βρίσκει το φιλελληνικό κίνημα ανάστατο – εδώ σφαζόμασταν μεταξύ μας. Ο στόχος του Φοριέλ είναι να δείξει στους λόγιους της Ευρώπης –ήταν ρητός στόχος του– ότι σε αυτήν την χώρα δεν υπάρχουν μόνο αγάλματα και άθλιοι βοσκοί που είναι ντροπή για τον τόπο –οι Ευρωπαίοι λόγιοι λέγανε για μας ότι ήμασταν μια ατελής ουρά που συνιστά ύβρη για τα ιερά αυτά χώματα– αλλά μια ποίηση που καλύτερη δεν μπορείτε να βρείτε στην Ευρώπη. Η δίτομη έκδοση του Φοριέλ που περιέχει λαμπρά δείγματα της ελληνικής λαϊκής ποίησης προκάλεσε απίστευτη αναζωπύρωση του φιλελληνικού κινήματος και αναπλήρωσε την περιφρονητική σιωπή των περιηγητών ως μια κίνηση αλληλεγγύης στο εμπόλεμο λαό.
Είναι ένας ζωντανός οργανισμός το δημοτικό τραγούδι σήμερα;
Ο κόσμος της προφορικότητας όχι. Το δημοτικό τραγούδι κατά μία έννοια πέθανε με την πρώτη γραμμοφώνηση. Ο Σπυρίδων Περιστέρης, μουσικός και συλλογέας, σε μια αποστολή της Ακαδημίας Αθηνών το 1952 στην Ευρυτανία, όπως αφηγείται ο ίδιος, επισκέφτηκε για δεύτερη φορά μια γιαγιά –στην οποία είχε πάει και πριν από μερικούς μήνες– για να του πει το ίδιο τραγούδι και του το λέει αλλιώς. «Γιατί, κυρία Σταυρούλα, μου το λες τώρα έτσι το τραγούδι;» τη ρωτάει. «Γιατί έτσι το άκουσα στο ραδιόφωνο, έτσι είναι το σωστό» του απαντάει εκείνη. Μιλάμε για τη μεταπολεμική εποχή, σκεφτείτε τι έγινε τις προηγούμενες δεκαετίες αλλά και τις επόμενες. Κανονικοποίηση. Οπως και στον χορό. Δεν χορεύεις το τσάμικο με τα βήματα. Ούτε θα σου το διδάξει κανείς. Θα δεις το σχήμα, αλλά το πώς θα το νοηματοδοτήσεις είναι δικός σου λογαριασμός.
Ο ιστορικός Δημήτρης Κυρτάτας στην παρουσίαση του δεύτερου τόμουτης σειράς ανέφερε ότι διαβάζοντας το βιβλίο σας έμαθε για τους προγόνους μας όσα και διαβάζοντας Ιστορία. Είναι αυτός ο σκοπός των δοκιμίων σας;
Ναι, όμως όχι από την αρχή. Δοκιμιακό – λογοτεχνικό ήταν αρχικά το εγχείρημά μου. Ανθρωπογνωστικό, ελληνογνωστικό προέκυψε σιγά σιγά και συνεχίζει να προκύπτει. Είναι το ίδιο το υλικό απέραντο. Μπήκα σε αυτό το σχολείο ξυπόλυτος στα αγκάθια, με λιγότερα εφόδια από αυτά που θα όφειλα να έχω. Δεν μπήκα πάντως με αλαζονεία γιατί ήξερα ότι είναι συντριπτικό. Ο Γιάννης Αποστολάκης, προπολεμικός μελετητής και ξάδερφος του Νικόλαου Πολίτη, από τους πρώτους που έθεσαν το ζήτημα της νόθευσης του δημοτικού τραγουδιού και ο οποίος έκανε έξοχες αναλύσεις και κριτικές των συλλογών, κυρίως για τα κλέφτικα, έλεγε ότι «πρέπει να προσεγγίζεις τα δημοτικά τραγούδια σαν να μην ξέρεις απολύτως τίποτε». Πράγματι. Και αν λοιπόν από αυτά τα πολλά που μαθαίνω γι’ αυτά τα ποιήματα δείξω –όχι διδάξω– κάτι, εγώ θα είμαι πολύ ευτυχισμένος.
Στον τρίτο αυτό τόμο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, σημειώνετε πως ακολουθούν ακόμη δεκατέσσερις.
Δεν ξέρω αν θα είναι τόσοι τελικά οι τόμοι για το δημοτικό τραγούδι, αν και πλην του τελευταίου όλα από τα εξαγγελλόμενα βιβλία είναι πάνω από το 70% δουλεμένα. Οπως σας είπα, το επόμενο μάλλον θα βγει του χρόνου παρόλο που είναι σχεδόν έτοιμο. Φέτος, θέλω να εγκαινιάσω τη σειρά των μεταφράσεων μου από την αρχαία ελληνική γραμματεία και στο πρόγραμμά μου έχω δεκατρείς τόμους που θέλω να βγαίνει ένας το χρόνο.
INFO
Το «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα» είναι το τρίτο βιβλίο της σειράς «Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» (Εκδόσεις Άγρα), μετά την «Αγαπώ» (2016, Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και Κριτικής 2017) και το «Αίμα της αγάπης» (2017)