Oι (ποδοσφαιρικές) ζωές των άλλων

Οι τάσεις μείωσης των πρώην ημέτερων που πλέον διαπρέπουν αλλού και ο φθόνος με τον οποίο μεταφράζονται οι επιτυχίες τους, είναι ένας χαρακτηριστικό δείγμα μιας κουλτούρας που εξαπλώνεται πέρα από το ποδόσφαιρο.

AP 20316578659000

Είναι απολύτως κατανοητό και συμβαίνει συχνά. Ένας προπονητής μπορεί σε μια ομάδα να πάει… άπατος και σε μια άλλη να φτάσει ψηλά. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συντελούν σ’ αυτό, οι οποίοι συχνά είναι δύσκολο να κατανοηθούν από τον εξωτερικό παρατηρητή. Αφορούν εσωτερικές ισορροπίες, τακτικές προσαρμογές, συνδέσεις που σχετίζονται περισσότερο με τον ανθρώπινο παράγοντα, παρά με το ποδοσφαιρικό κομμάτι. Το ίδιο συμβαίνει συχνά και με έναν ποδοσφαιριστή. Ενδέχεται να μην ταιριάξει στα αποδυτήρια, στο παιχνίδι των συμπαικτών του, στα πλάνα του προπονητή. Είναι πιθανόν να επηρεαστεί από μια σειρά εξωγενών παραγόντων, να αντιμετωπίσει πρόβλημα προσαρμογής, να μείνει πίσω από έναν τραυματισμό ή μια προσωπική δυσκολία και να μην ανακάμψει ποτέ. Είτε ψυχολογικά, είτε αγωνιστικά. 

Μια τέτοια περίπτωση ποδοσφαιριστή είναι ο Γιώργος Γιακουμάκης, ο οποίος έχεις κάνει τους πάντες στην Ολλανδία να τρίβουν τα μάτια τους. Ο διεθνής φορ δεν κατάφερε να καθιερωθεί στην ΑΕΚ και το καλοκαίρι πήρε μεταγραφή για τη Φένλο, στην οποία σκοράρει κατά ριπάς. O Γιακουμάκης είναι πρώτος «κανονιέρης» της Erevidivise, με 21 γκολ, όταν ο δεύτερος Μπεργκίς ακολουθεί με 11. Έχει πετύχει δύο φορές φέτος τέσσερα τέρματα σε ένα ματς, ενώ μέσα στον Ιανουάριο σκόραρε 11 φορές και έγινε ο πρώτος παίκτης που καταφέρνει κάτι αντίστοιχο σε διάστημα ενός μήνα, μετά τον Μάρκο Φαν Μπάστεν το μακρινό 1985, ο οποίος σταμάτησε τελικά στα 12. 

Μια αντίστοιχη περίπτωση προπονητή είναι ο Πορτογάλος Άμπελ Φερέιρα, ο οποίος παρότι δεν απολύθηκε, αποχώρησε με τη στάμπα του αποτυχημένου από τον ΠΑΟΚ στα τέλη του Οκτωβρίου για να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της βραζιλιάνικης Παλμέιρας. Το Σάββατο, οδήγησε τη «Βερντάο» στην κατάκτηση του Copa Libertadores, της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης στη Λατινική Αμερική. Έγινε ο μόλις δεύτερος Πορτογάλος που το καταφέρνει, μετά τον Ζόρζε Ζεσούς και ο μόλις τρίτος Ευρωπαίος. 

Το παραπάνω φυσικά δε σημαίνει ότι ο Φερέιρα έπρεπε να μείνει εσαεί στον ΠΑΟΚ, ούτε το ότι κατέκτησε το Copa Libertadores τον καθιστά a priori επιτυχημένο στην ομάδα της Θεσσαλονίκης ή σε όποια άλλη ομάδα βρεθεί στο μέλλον. Φάνηκε πως ο Φερέιρα δεν ταίριαξε ποτέ με τους «ασπρόμαυρους». Αντίστοιχα, ο Γιακουμάκης ή ο όποιος Γιακουμάκης είναι πιθανόν να μην εκμεταλλεύτηκε κάποιες ευκαιρίες που του δόθηκαν, ή να μην κατάφερε στις προπονήσεις να κάνει τους προπονητές του να πειστούν ότι μπορεί να φτάσει στο σημείο να είναι πρώτος σκόρερ στο ολλανδικό πρωτάθλημα. Είναι πράγματα που συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο, ασχέτως αν στην Ελλάδα γίνονται συχνότερα λόγω της συνολικής αντι-ποδοσφαιρικής προσέγγισης και της έλλειψης πλάνου που τις περισσότερες φορές ανακαλύπτει εξιλαστήρια θύματα χωρίς να τους έχει αφήσει χρόνο και χώρο να δουλέψουν. Η προβληματική εικόνα, όμως, αντανακλάται στα σχόλια των -ας τους αποκαλέσουμε έτσι για λόγους οικονομίας της συζήτησης-ποδοσφαιρόφιλων. 

Στα καφενεία του 2021 και της καραντίνας, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ακολούθησε μια συνηθισμένη προσπάθεια αποδόμησης των πρωταγωνιστών. Ο μεν Γιακουμάκης παίζει στο «αδύναμο ολλανδικό πρωτάθλημα» και «σιγά το δύσκολο να βάλεις 21 γκολ εκεί, αφού δεν υπάρχουν άμυνες». Ο δε Φερέιρα «βρήκε μια ομάδα έτοιμη και οφείλει τα πάντα στην τύχη», ήταν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, μια συνηθισμένη γραμμή στην κουβέντα για τους δύο πρωταγωνιστές της επικαιρότητας που σχετίζονται με το ελληνικό ποδόσφαιρο. Η ανάλυση των λόγων που έπρεπε να φύγουν από την Ελλάδα για να πετύχουν, αποδεικνύεται λιγότερο δημοφιλής. Και είναι, δυστυχώς, ένα χαρακτηριστικό δείγμα αναφοράς των ανθρώπων που παρακολουθούν, συζητούν, αλληλοεπιδρούν με αφορμή το όμορφο παιχνίδι.

Το 1996, όταν ο Νίκος Μαχλάς είχε πάρει μεταγραφή από τον ΟΦΗ στη Φίτεσε, τα γκολ γίνονταν θέμα στα δελτία ειδήσεων. Όταν δε τη δεύτερη σεζόν του στην ολλανδική ομάδα κατάφερε κάτι μοναδικό στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, να κατακτήσει το Χρυσό Παπούτσι ως ο κορυφαίος σκόρερ στην Ευρώπη, η αντιμετώπιση ήταν εντελώς διαφορετική. Τότε, βέβαια, δεν υπήρχε διαδικτυακός αέρας φαιδρότητας και οι παθογένειες του ελληνικού πρωταθλήματος δεν είχα διαβρώσει ακόμα σε ανεπανόρθωτο βαθμό τους «καταναλωτές» του. Πόσο παράδοξη, αλήθεια, μοιάζει η εικόνα ενός από τους καταναλωτές αυτούς να μιλά υποτιμητικά για το ολλανδικό ποδόσφαιρο; 

Πλέον, οι ζωές των άλλων αντιμετωπίζονται με φθόνο και θολωμένη ματιά. Οι πρώην «δικοί μας», ακόμα κι αν έφυγαν πολύ μακριά, ακόμα κι αν δεν αγωνίζονται σε αντίπαλο, κουβαλούν σίγουρα κάποιο κουσούρι για να μην τα κατάφεραν «σ’ εμάς». Tα Social Media δίνουν βήμα σε κείνους που μεταφράζουν τα απωθημένα τους σε μίσος.  Κι όλο αυτό ξεκινά έναν φαύλο κύκλο ανούσιων συζητήσεων, οι οποίες τελικά αντικατοπτρίζουν τη στρεβλή αντίληψη για το ποδόσφαιρο. Όχι, σ’ όλους, φυσικά, αλλά σ’ ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας των γηπέδων. 

Όσο κι αν αυτό μοιάζει ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά την ποδοσφαιρική μας κουλτούρα, στην πραγματικότητα είναι περισσότερο σύνθετο. Κι έχει να κάνει με όλους αυτούς τους παράγοντες που δηλητηριάζουν τόσο το όμορφο παιχνίδι, όσο και την κοινωνία γενικότερα…

Διάρρηξη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, ταυτόχρονα με το πόρισμα για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων

port223 scaled 1

Διάρρηξη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, ταυτόχρονα με το πόρισμα για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων

Πώς ανακαλύφθηκε η διάρρηξη