Ο Μίλαν Κούντερα ήθελε να είναι αόρατος

Ο θάνατός του σηματοδοτεί τέλος εποχής για τη λογοτεχνία της Δύσης και για την αντίληψη περί Ευρώπης όπως τη βίωσαν οι άνθρωποι του αιώνα του – μαζί και όσοι ζήσαμε στο μεταίχμιο δύο τόσο διαφορετικών εποχών που μοιάζουν άλλοι κόσμοι.

Μίλαν Κούντερα 1

Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μέχρι τα μέσα του 1990, τότε που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, σε σημείο να τσιτάρεται σε παρέες και τηλεοράσεις, οι περισσότεροι από εμάς σπεύσαμε να τον διαβάσουμε, χωρίς να υπολογίζουμε ότι θα κλόνιζε τις βεβαιότητές μας για τον κόσμο προτού αυτές προλάβουν να αποκρυσταλλωθούν. Ο Μίλαν Κούντερα έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τρίτη, πλήρης ημερών και έργου. Ο θάνατός του σηματοδοτεί τέλος εποχής για τη λογοτεχνία της Δύσης και για την αντίληψη περί Ευρώπης όπως τη βίωσαν οι άνθρωποι του αιώνα του – μαζί και όσοι ζήσαμε στο μεταίχμιο δύο τόσο διαφορετικών εποχών που μοιάζουν άλλοι κόσμοι.

Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας

Συγγραφέας της ζωής με την ουσιαστική έννοια, όπως μαρτυρούν τα βιβλία του, και με βαθιά αίσθηση περί ιδιωτικότητας, ζούσε αποσυρμένος από τα φώτα της δημοσιότητας καθώς πίστευε πως ό,τι είχε να πει το έλεγε μέσα από το έργο του. «Το να είσαι συγγραφέας δεν σημαίνει να κηρύττεις την αλήθεια αλλά να την ανακαλύπτεις» είχε δηλώσει σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, το 1985 στην Ολγκα Καρλάιλ και στους «New York Times». Στον καλό του φίλο Φίλιπ Ροθ, στον οποίο όφειλε τη γνωριμία του έργου του με το αναγνωστικό κοινό των ΗΠΑ, είχε πει σε ανύποπτη στιγμή: «Οταν ήμουν μικρός και φορούσα κοντά παντελονάκια ονειρευόμουν να έχω μια θαυματουργή αλοιφή που θα με έκανε αόρατο. Οταν ενηλικιώθηκα άρχισα να γράφω και αυτό που ήθελα ήταν να έχω επιτυχία. Τώρα που είμαι επιτυχημένος θα ήθελα να έχω την αλοιφή που θα με έκανε αόρατο».

Γόνος μεσοαστικής και ιδιαίτερα καλλιεργημένης οικογένειας στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας (γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1929), είχε την τύχη να διδαχτεί πιάνο από τον πατέρα του, Λούντβιχ Κούντερα, ο οποίος υπήρξε μαθητής του συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ. Βαθύς γνώστης της μουσικής και ο ίδιος, τη χρησιμοποίησε συχνά στο έργο του, κυρίως στο μυθιστόρημα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», το οποίο έγινε ταινία το 1988 από τον Φίλιπ Κάουφμαν (εξού και η «μόδα Κούντερα» της περιόδου). Την ταινία-ορόσημο στη φιλμογραφία της εποχής, στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Ντάνιελ Ντέι Λούις και η Ζιλιέτ Μπινός, λάτρεψαν οι σινεφίλ αλλά όχι ο ίδιος ο συγγραφέας, εξού και δεν επέτρεψε άλλη κινηματογραφική μεταφορά έργου του.

Επηρεασμένος από τους στοχαστές της κεντρικής Ευρώπης –τον Νίτσε, τον Κάφκα, τον Μούζιλ και τον Μπροχ, αλλά και τον Ραμπελέ, τον Ντιντερό και τον Θερβάντες–, «ήταν ένας συγγραφέας ο οποίος προσέγγισε ολόκληρες γενιές αναγνωστών σε όλες τις ηπείρους και κέρδισε παγκόσμια φήμη» σύμφωνα με τον Τσέχο πρωθυπουργό Πετρ Φιάλα. Ο Κούντερα, όπως ο Μπροχ, προσπάθησε να ανακαλύψει όπως έλεγε «αυτό που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να ανακαλύψει», συμπεριλαμβανομένου αυτού που ονόμασε «την αλήθεια της αβεβαιότητας».

Από την Πράγα στο Παρίσι

Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας από την εφηβεία του και είχε ενεργή κοινωνική και πολιτική δράση – λίγο αργότερα το κόμμα τον διέγραψε. Ηχηρή καταγγελία του σοβιετικού μοντέλου αποτέλεσε το πρώτο βιβλίο του «Το αστείο», το οποίο γράφτηκε το 1965 και εκδόθηκε στην Τσεχοσλοβακία το 1967. Ωστόσο ο Κούντερα είχε επανειλημμένα τονίσει τη λογοτεχνική του ταυτότητα ως μυθιστοριογράφου και όχι ως πολιτικού συγγραφέα.

Εξαιτίας του πολέμου που δέχτηκε για τη συμμετοχή του στην Ανοιξη της Πράγας και την αντίθεσή του στη σοβιετική εισβολή αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και να εγκατασταθεί το 1975 στο Παρίσι (πολιτογραφήθηκε Γάλλος ένα χρόνο μετά), όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του. Εκεί εξέδωσε, τέσσερα χρόνια μετά, το «Βιβλίο του γέλιου και της λήθης» στο οποίο παροτρύνει τους συμπατριώτες του να σταθούν απέναντι στο κομμουνιστικό καθεστώς.

Για το πώς γεννήθηκε μέσα του η ανάγκη για τη συγγραφή του «Βιβλίου του γέλιου και της λήθης» γράφει στις «Προδομένες διαθήκες»: «Οταν τελείωσα το “Βαλς του αποχαιρετισμού” στις αρχές της δεκαετίας του ’70 θεώρησα πως είχε ολοκληρωθεί η συγγραφική μου σταδιοδρομία. Ηταν η περίοδος της ρωσικής κατοχής και η γυναίκα μου κι εγώ είχαμε άλλες έγνοιες. Ξανάρχισα πια να γράφω ένα χρόνο μετά την άφιξή μας στη Γαλλία (και χάρη στη Γαλλία), έπειτα από εξάχρονη πλήρη διακοπή». Το τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε στα τσεχικά είναι η «Αθανασία» (1990), το λιγότερο πολιτικό σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του, το οποίο άτυπα αποτελεί την είσοδο σε μια νέα εποχή όσον αφορά τη θεματική του. Τα επόμενα έργα του τα έγραψε στα γαλλικά (τα βιβλία του εν τω μεταξύ ήταν απαγορευμένα στη χώρα του έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980).

«Κανένας χαρακτήρας στα μυθιστορήματά μου δεν είναι αυτοπροσωπογραφία ούτε κανείς τους βασίζεται σε αληθινούς ανθρώπους. Δεν μου αρέσουν οι μεταμφιεσμένες αυτοβιογραφίες. Σιχαίνομαι την αδιακρισία των συγγραφέων» είχε πει στη συνέντευξή του στους «New York Times». «Θεωρώ την αδιακρισία σημαντικό αμάρτημα. Οποιος αποκαλύπτει την προσωπική ζωή κάποιου άλλου αξίζει να μαστιγωθεί. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία η ιδιωτική ζωή καταστρέφεται. Στις κομμουνιστικές χώρες την καταστρέφει η αστυνομία, στις δημοκρατικές απειλείται από τους δημοσιογράφους. Σταδιακά οι άνθρωποι χάνουν όχι μόνο τη διάθεση να έχουν προσωπική ζωή αλλά και την αίσθηση περί του τι είναι αυτό» δήλωνε πριν από 38 ολόκληρα χρόνια, πολύ καιρό δηλαδή προτού αρχίσει να μας φαίνεται γοητευτικό να δημοσιοποιούμε κάθε μας κίνηση στα social media.

Ολλανδία: Οι ποδοσφαιριστές της Φίτεσε δωρίζουν τους μισθούς τους για να σώσουν την ομάδα

ΦΙΤΕΣΕ

Ολλανδία: Οι ποδοσφαιριστές της Φίτεσε δωρίζουν τους μισθούς τους για να σώσουν την ομάδα

Η Φίτεσε υποβιβάστηκε εφέτος από την πρώτη κατηγορία για πρώτη φορά μετά από 35 χρόνια,…