Του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Με την σημερινή ευκαιρία θέλω απλώς να τονίσω ότι, σε καμιά σοβαρή χώρα ο ωμός εκβιασμός και η διαπόμπευση δεν είναι ανεκτοί. Και ότι οι δημοσιογραφικές ενώσεις είναι εκείνες που πρωτοστατούν στη θέσπιση των αναγκαίων κανόνων και τη λήψη των πιο πρόσφορων μέτρων.
Ο τελευταίος εκβιασμός του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου συμπυκνώνει καλύτερα από πολλά άλλα περιστατικά των ημερών το νομικό και το ηθικοπολιτικό στίγμα της εποχής μας.
Ενώ από τη μια ο γνωστός δημοσιογράφος συνεχίζει ανενόχλητος το θεάρεστο έργο του, η κοινωνία φαίνεται να τον απορρίπτει. Η γαργαλιστική αποκάλυψη την άφησε παγερά αδιάφορη. Το ίδιο και τους πολιτικούς αντιπάλους του Γαβριήλ Σακελλαρίδη, οι οποίοι όχι μόνο δεν ενέδωσαν στον πειρασμό να εκμεταλλευθούν το επίμαχο βιντεάκι, αλλά, σε αρκετές περιπτώσεις, έσπευσαν να συμπαρασταθούν στον θιγόμενο. Ήταν μια ένδειξη πολιτισμού. Ίσως γι’ αυτό και ο «εθνικός» μας δημοσιογράφος δεν βρίσκει πια βήμα σε κανένα από τα μεγάλα κανάλια.
Για κάποιον, όπως ο γράφων, που παρακολουθεί εδώ και χρόνια τα νομικά της κρυφής κάμερας και της λεγόμενης ερευνητικής δημοσιογραφίας, οι εξελίξεις αυτές χρειάζονται σχολιασμό:
Στο μεν νομικό επίπεδο, είναι αδιανόητο ο κύριος υπεύθυνος της αθλιότητας να εξακολουθεί να κυκλοφορεί ελεύθερος ανάμεσά μας, χωρίς να έχει πληρώσει ποτέ τίμημα ανάλογο με τη σοβαρότητα των απανωτών ανοσιουργημάτων του. Είναι αλήθεια βέβαια ότι του έχουν επιβληθεί στο παρελθόν διάφορες κυρώσεις, χρηματικές και άλλες. Καμιά εν τούτοις δεν φαίνεται να τον άγγιξε. Ίσα ίσα, τελικά τον ενίσχυσαν.
Έως ότου αναθεωρηθούν οι σχετικοί κανόνες του ποινικού, του ραδιοτηλεοπτικού και του διαδικτυακού πλέον δικαίου, με τη διαβούλευση και την νηφαλιότηατα που επιβάλλεται, είναι καιρός μερικοί γενναίοι δικαστές να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Τον δρόμο έδειξαν πριν από λίγα χρόνια οι συνάδελφοί τους που καταδίκασαν αμετάκλητα σε φυλάκιση πολλών μηνών (δυστυχώς με αναστολή!) τον Θέμο Αναστασιάδη, άλλοτε συνεταιράκι του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου και εκδότη του «Πρώτου Θέματος» για τη δημοσίευση των γνωστών φωτογραφιών Ζαχόπουλου.
Δεν παραβλέπω, βέβαια, τις ενστάσεις που θα σπεύσουν να εγείρουν οι υπερασπιστές της ερευνητικής δημοσιογραφίας και της ελευθεροτυπίας γενικότερα. Για να υπάρξει ανεμπόδιστη ανταλλαγή επιχειρημάτων, σου λένε, δεν χάλασε ο κόσμος αν σημειωθούν και μερικές υπερβολές. Μόνον έτσι θα μπορούν οι δημοσιογράφοι να κάνουν ελεύθερα τη δουλειά τους.
Η συζήτηση είναι παλιά και τα συμπεράσματά της, σε άλλες χώρες, έχουν αποτυπωθεί στους γραπτούς και άγραφους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Δεν είναι της στιγμής να τους θυμίσω. Με την σημερινή ευκαιρία θέλω απλώς να τονίσω ότι, σε καμιά σοβαρή χώρα ο ωμός εκβιασμός και η διαπόμπευση δεν είναι ανεκτοί. Και ότι οι δημοσιογραφικές ενώσεις είναι εκείνες που πρωτοστατούν στη θέσπιση των αναγκαίων κανόνων και τη λήψη των πιο πρόσφορων μέτρων. Η δική μας ΕΣΗΕΑ άραγε τι κάνει;
Εντούτοις, για να ξεπερασθεί το πρόβλημα, κανένας νόμος και κανένα δικαστήριο δεν αρκεί, όσο η κοινωνία ανέχεται αυτές τις αθλιότητες και όσο τις επιβραβεύουν οι πολιτικοί της. Υπενθυμίζω ότι το φαινόμενο «Μάκης» γιγαντώθηκε στη δεκαετία του 1990 όταν «διανοούμενοι», καλλιτέχνες και πολιτικοί όλων των κομμάτων συνωστίζονταν στα στούντιο της «Ζούγκλας» για μιαν ολιγόλεπτη εμφάνιση, σε μιαν αποθέωση κακογουστιάς και χυδαιότητας. Δεν είναι λίγοι όσοι, μετά από αυτό, έκαναν καριέρα στην Ελλάδα της κρίσης και των Μνημονίων, προβάλλοντας τις τότε επιδόσεις τους. Ακόμη και βιβλίο για τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο κυκλοφόρησε, με «επιστημονικές» συμβολές διαφόρων, στο όνομα της «αντίστασης» κατά των «διαπλεκομένων».
Πρόκειται για την ηθικοπολιτική διάσταση του ζητήματος. Ευτυχώς, σε αυτό το πεδίο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα. Η απήχηση του μεγάλου πρωταγωνιστή έχει δίχως άλλο συρρικνωθεί και λίγοι πια, στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και του πολέμου των πάσης φύσεως συμφερόντων, είναι όσοι καταφεύγουν στις υπηρεσίες του, όπως άλλοτε.
Το αποφασιστικό πάντως βήμα θα έχει γίνει όταν κανείς πιά δεν θα μπορεί να διερωτηθεί, με αξιώσεις στοιχειώδους σοβαρότητας, «ποιός δημοσιογράφος, ποιος οργανισμός, ποια εφημερίδα θα είχε αυτό το θέμα [δηλαδή το βιντεάκι Σακελλαρίδη] και θα το απέρριπτε»; Και όταν, όπως σημείωνε ο Δημήτρης Χριστόπουλος στα «Ενθέματα» της περασμένης Κυριακής, θα αρχίσουμε όλοι να διαμαρτυρόμαστε κάθε φορά που θα διασύρονται όχι μόνον οι φίλοι αλλά και οι εχθροί μας.
Πηγή: «Αυγή»