ΜΛ

Ματθαίος Λεωνίδας

Καλοκαιρινό πάρτι αυτογνωσίας

Ο Ματθαίος Λεωνίδας είδε την παράσταση «Lost Drive» του Γιώργου Κατσιφή στο θέατρο Faust 

thumbnail

Ένα μεγάλο καλοκαιρινό πάρτι έχει στηθεί, μεσούντος του χειμώνα, στη θεατρική σκηνή του Faust, με διοργανωτές τον νεαρό Γιώργο Κατσιφή και την ομάδα του, αποτελούμενη από ικανούς και φρέσκους εκπροσώπους της επόμενης θεατρικής γενιάς. Η υπόθεση της παράστασής τους Lost drive είναι συμπυκνωμένη σοφά σε μία και μοναδική πρόταση: σε ένα άγνωστο νησί, πέντε νεαροί προσπαθούν να μείνουν ενωμένοι με την παρέα, το νησί και τον εαυτό τους. Αυτό φαίνεται να είναι η πρώτη και επιφανειακή ιδέα που προτάσσει το έργο, ωστόσο με την εξέλιξή του τα μεγαλύτερα νοήματα αναπτύσσονται με εφευρετικό τρόπο, προκαλώντας στο θεατή τόσο τη νοσταλγία για ένα ξέγνοιαστο νεανικό παρελθόν, όσο και τους απαραίτητους προβληματισμούς επί του παρόντος και της εποχής στην οποία είμαστε βυθισμένοι. Ο Γιώργος Κατσιφής έχει καταφέρει, παρά το νεαρό της ηλικίας του, να αφουγκραστεί τις εύλογες ανησυχίες της γενιάς του, της γενιάς πριν από τον ίδιο και της γενιάς που τον ακολουθεί.

Το κείμενο του έργου διαρθρώνεται σε μια κύρια αφήγηση της ιστορίας μιας πενταμελούς παρέας νέων σε ένα άγνωστο νησί, με εμβόλιμους μονολόγους γραμμένους σε καθημερινή γλώσσα που διαπνέονται ταυτόχρονα από έντονη λυρικότητα και ποιητικότητα, στους οποίους ο κάθε χαρακτήρας συστήνεται και μοιράζεται κάτι προσωπικό του, όπως για παράδειγμα την τελευταία του επιθυμία. Η Ναταλία, ο Στέφανος, ο Μάνος, το Κορίτσι 1 και το κορίτσι του οποίου το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ, είναι τα μέλη μιας παρέας που εκπροσωπούν την σημερινή γενιά νέων, των millennials, της λεγόμενης γενιάς της κρίσης, η οποία και εμφανίζει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Πρόκειται για μια γενιά εθισμένη – ή εγκλωβισμένη – στην τεχνολογία, βομβαρδισμένη από όλα τα διαφορετικά ερεθίσματα της ποπ κουλτούρας, η οποία μετέβη ξαφνικά από την παιδική ηλικία της υπερεπάρκειας, στην ενήλικη ζωή της αβεβαιότητας και των υπαρξιακών τελμάτων. Κι ενώ η ανάγκη τους για ζωή είναι τόσο έντονη, η τελευταία τους πράξη στιγματίζεται από το στοιχείο της διαμαρτυρίας, της συμβολικής πτώσης για παραδειγματισμό. Αυτό που αναζητούν με λύσσα είναι το lost drive, το χαμένο αρχείο, τον χαμένο οδηγό τους, τη χαμένη μνήμη, τον χαμένο τους εαυτό.

Σχεδόν σε κάθε σκηνή βλέπει κανείς τους ήρωες να πίνουν ένα περίεργο μπλε υγρό από ένα μεγάλο δοχείο σε σχήμα κύβου, το οποίο ισομοιράζουν σε άλλους μικρότερους. Ο συμβολισμός πίσω από αυτό το ψυχοτρόπο μπλε κοκτέιλ είναι πασιφανής, εφόσον τα μέλη της παρέας το καταναλώνουν εσκεμμένα προκειμένου να προσδώσουν λίγη ένταση στις συμπεριφορές τους, μια μεγαλύτερη ώθηση που δεν λαμβάνουν από το περιβάλλον τους, για να διοχετεύσουν κάπου το συσσωρευμένο θυμό τους, την ανάγκη τους για ξέσπασμα, την ανάγκη τους για ζωή, μια ζωή ουσιαστικότερη από αυτή που βιώνουν τώρα. Δεν θα πρέπει να παρανοηθεί πως το έργο τάσσεται υπέρ της χρήσης αλκοόλ και ναρκωτικών. Αντιθέτως, η προσφυγή τους σε αυτές τις ουσίες τίθεται ως συνέπεια ενός τραυματισμένου εαυτού, τον οποίο με τη σειρά του προκάλεσε η γενικότερη κατάσταση απόρριψης εκ μέρους γονέων, κηδεμόνων, δασκάλων, καθηγητών, εργοδοτών, φίλων, εραστών. Η σημερινή γενιά των millennials αποτελεί μια ομάδα παρατημένων νέων, τα όνειρα των οποίων αντί να υλοποιούνται, συγκεντρώνονται στο ράφι. Κάποιος, όμως, οφείλει να αναλάβει την ευθύνη.

Θα περίμενε κανείς να αναμετρηθεί με χλιαρές ερμηνείες εκ μέρους των ηθοποιών, λαμβάνοντας ίσως υπόψη το νεαρό της ηλικίας τους, ωστόσο η ικανοποίηση που δέχεται ο θεατής είναι αυξημένη, κυρίως εξαιτίας του αυτοσχεδιαστικού στοιχείου που κυριαρχεί στο ζωντανό σώμα του έργου, αλλά και της οικειότητας που εκπέμπουν οι ηθοποιοί. Η Φανή Παρλή μας συστήνεται με άνεση ως ζωηρή Ναταλία προσκαλώντας μας σε έναν περίεργο χορό και προσφέροντας μια ερμηνεία ώριμη και συγκροτημένη, ενώ η Άλκηστις Χριστοπούλου ως Κορίτσι 1 αναζητά τον μεγάλο έρωτα μέσα στην ανασφάλειά της. Η Ιόλη Κιστάνη εντυπωσιάζει με τα ξεσπάσματά της σε έναν ρόλο που φαίνεται να της ταιριάζει άψογα. Ο χαρακτήρας της ξεδιπλώνει τις μεγαλύτερες εσωτερικές αναζητήσεις των μελών της παρέας, εφόσον υποδύεται ένα κορίτσι που μάχεται ακόμα ώστε να ανακαλύψει και να αποδεχτεί την ταυτότητά της, αλλά και να γίνει αποδεκτή από τον κόσμο γύρω της. Τα αγόρια της παράστασης στέκονται επίσης πολύ γενναία στο ρόλο τους. Ο Γιώργης Παρταλίδης υποδύεται έναν νεαρό και ωραιοπαθή Στέφανο που ισορροπεί ανάμεσα στην επιθυμία του να απολαύσει τον έρωτα χωρίς νόρμες, υπακούοντας στα ένστικτά του, και στην επιθυμία του να ταιριάξει στις δομές της παρέας του. Από την άλλη, ο Νίκος Σιγάλας έχει στα χέρια του πολύ ωραίες και χιουμοριστικές ατάκες ως εξωστρεφής και αλέγρος Μάνος, τις οποίες αποδίδει με κυνικότητα, συνδυάζοντας παράλληλα και τις υπόλοιπες, πιο καταπιεσμένες πτυχές του ρόλου του.

Στα σκηνοθετικά μέρη, ο Γιώργος Κατσιφής δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα καλοκαιριού στην παράστασή του, με συνεχείς εναλλαγές μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, τοποθετώντας τους ηθοποιούς του σε ένα σκηνικό που τους ενσωματώνει πλήρως εντός του. Με τον τρόπο αυτό και με τη χρήση δυνατών και σωστών φωτισμών η σκηνή του Faust μετατρέπεται ταυτόχρονα σε παραλία, σε καλοκαιρινό μπαρ, σε πίστα κλαμπ με δυνατά φώτα και μουσική, σε διαμέρισμα, παιδικό δωμάτιο, στις καίριες δηλαδή τοποθεσίες των νέων στις διακοπές τους. Γιατί οι αλησμόνητες αναμνήσεις είναι πάντοτε οι καλοκαιρινές. Ίσως οι σκηνές εναλλάσσονται με ταχύτερο ρυθμό απ΄ ό,τι θα έπρεπε, παραπέμποντας σε μια ποιητική ρυθμικότητα που δεν γίνεται αντιληπτή και αρεστή σε όλους, ωστόσο αυτό δεν είναι κάτι στο οποίο στέκεται κανείς για πολύ. Ακόμα και οι μουσικές επιλογές που ντύνουν ορισμένες από τις σκηνές διαπνέονται από σαρκασμό, σουρεαλισμό και υπαινιγμούς για τη σημερινή εποχή της υπερπληροφόρησης, της μαζικής και απρόσωπης τέχνης.

Το μεγαλύτερο και πειστικότερο επιχείρημα για να δει κανείς την παράσταση, είναι το γεγονός πως έχει στηθεί από νέους ανθρώπους στα είκοσί τους. Και μόνο αυτό αξίζει ώστε να δώσει ο θεατής μια ευκαιρία στον εαυτό του και να απολαύσει μια παράσταση χωρίς υπερβολές, χωρίς διδακτισμούς, παρά μόνο με την επιθυμία να εκθέσει μια επίκαιρη συνθήκη που θα προκαλέσει τον προβληματισμό. Μπορεί να μην χαρακτηρίζεται από τις πιο μεστές ερμηνείες και τα πιο ευφάνταστα σκηνικά, που θα ικανοποιούσαν τους πιο απαιτητικούς, ωστόσο αποτελεί μια πρόταση νέων ανθρώπων και παράλληλα προοικονομεί και το μέλλον, παρουσιάζοντάς μας μια άποψη για το αυριανό θέατρο, το οποίο θα κλίνει μάλλον προς μια πιο αποδομημένη αντίληψη των θεατρικών κανόνων.

LOST DRIVE

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΑΙΖΟΥΝ: Nίκος Σιγάλας, Ιόλη Κιστάνη,  Φανή Παρλή, Γιώργης Παρταλίδης, Άλκηστις Χριστοπούλου

Διάρκεια: 70′

Σκηνοθεσία: Kατσιφής Γιώργος

Δραματουργική επεξεργασία: Ανδρονίκη Μαστοράκη

Βοηθός σκηνοθέτη: Φάνη Παρλή

Κινησιολογία/ χορογραφίες: Φανή Παρλή

Σχεδιασμός φώτων: Αλέξανδρος Πολιτάκης

Επικοινωνία: Θανάσης Ξάνθος

Εικαστική επιμέλεια: Άρτεμις Σκευά

Τρέιλερ παράστασης: Ίριδα Κατσούλα

Faust – Bar-Theatre-Arts (Καλαμιώτου 11)

Διάρρηξη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, ταυτόχρονα με το πόρισμα για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων

port223 scaled 1

Διάρρηξη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, ταυτόχρονα με το πόρισμα για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων

Πώς ανακαλύφθηκε η διάρρηξη