Newsroom

Newsroom

Ιστορίες της διπλανής… ζωής

Γράφει ο Αλέξης Καζαντζίδης Αγροτικά μπλόκα. Ακούγαμε τα νέα στο ραδιόφωνο, τα διαβάζαμε στις εφημερίδες, οι «αγρότες παρέταξαν τα τρακτέρ…


Γράφει ο Αλέξης Καζαντζίδης

Αγροτικά μπλόκα.

Ακούγαμε τα νέα στο ραδιόφωνο, τα διαβάζαμε στις εφημερίδες, οι «αγρότες παρέταξαν τα τρακτέρ τους στη Νίκαια». Χωμένοι στους παρακείμενους καφενέδες, στη σόμπα γύρω, έβγαζαν το βράδυ, κουβέντιαζαν, έπιναν, συνεδρίαζαν, καυγάδιζαν κι ύστερα ξαναέβγαιναν στον δρόμο -αν πρώτα είχε βγει λίγος ήλιος- δίπλα στα ρεμιζαρισμένα τους τρακτέρ, γύρω από φωτιές, μασουλώντας, καπνίζοντας και μιλώντας με αυτήν τη βαριά προφορά (εκείνη που οι ομιλούσες γραβάτες στην τηλεόραση έβρισκαν πολύ μπρουτάλ, τόσο ώστε να τη λοιδορούν για βάρβαρη).

Στρατηγοί και στρατιώτες. Τα λόγια τους μετρημένα. Το πρόβλημα βαθύ. Έλεγαν και λίγα και πολλά. Άντρες στα τριάντα τους, τα σαράντα τους, τα πενήντα τους, τα εξήντα τους: «Τι θα σπείρουμε τώρα, δεν ξέρω!». Ορισμένοι -ακόμη- αισιόδοξοι τους έλεγαν για εναλλακτικές καλλιέργειες. «Μα», είπε κάποιος, «για να καλλιεργήσω εγώ κάτι διαφορετικό από βαμβάκι ή καλαμπόκι ή στάρι, πρέπει να αλλάξω όλα μου τα εργαλεία, όλη μου την υποδομή…».

Μιλούσαν για την Αθήνα. Σαν να πρόκειται για ένα απόμακρο βασίλειο όντων από πρωτόκολλα, σφραγίδες και γραφομηχανές. Όμως, απλώς περιφρονούσαν τους γιάπηδες και τους πολιτικάντηδες.

Και εδώ, στην πρωτεύουσα οι γεωργοί έμοιαζαν για μια ακόμη χρονιά σαν ξένος στρατός• που είχε στρατοπεδεύσει εκεί στα μπλόκα. Ένας στρατός που δοκίμαζε σχηματισμούς, πορευόταν, σταματούσε, έσκαβε γύρω του χαρακώματα σε κάπως πιο μόνιμες οχυρώσεις. Πάντως υπήρχε. Κάπως ασαφής, κάπως χλωμός. Αλλά υπήρχε

Και περιμέναμε να μάθουμε νέα του από ρεπόρτερ στην οθόνη που μας πληροφορούσαν- χρόνια τώρα οι ίδιες πληροφορίες: οι γεωργοί στους δρόμους – όλα μπορεί να γίνουν ένα μόνο όχι: «να-μην-κοπούν-οι-δρόμοι!». Όλοι εδώ, στην επικράτεια ενδιαφερόντουσαν πρωτίστως να μην κοπούν οι δρόμοι. Ακόμα κι αυτοί που δεν περνούσαν ποτέ από εκεί, έστησαν αυτί να μην κοπούν οι δρόμοι.

Και οι αγρότες εκεί, ξανά εκεί, όπως κάθε χρόνο σχεδόν, καιρό τώρα, βρέθηκαν σε μια κατάσταση πολιορκίας που δεν λέει να ολοκληρωθεί ποτέ, που λύνεται μόνο με την υπόσχεση ότι μπορεί να ξανασυμβεί του χρόνου: Ένας παράξενος στρατός, οι εχθροί κι αν όχι ακριβώς οι εχθροί, οι άλλοι όχι ολότελα ξένοι, αλλά όχι ακριβώς και δικοί μας.

Έμοιαζαν στα μάτια πολλών οι αγρότες αυτό που μας έμαθε η σεβαστή προπαγάνδα: παρακατιανοί. Λέγε-λέγε, τόσα χρόνια να κανοναρχεί ο Τύπος τη δέουσα σημειολογία, μαθαίνεις, χωρίς να το συνειδητοποιείς, να έχεις μια εικόνα για τον διπλανό όπως τη θέλουν οι Δυνατοί. Κι αρνείσαι, μέσα σου, να σου σπάσει ο άλλος το στερεότυπο που έχεις (που σου έφτιαξαν να έχεις) γι’ αυτόν.

Κι έτσι «πρέπει» να ‘ναι οι, φτωχοί• να ζουν ίσα βάρκα ίσα νερά, αμαθείς, στα όρια, με χλωμά παιδιά, αξιέπαινα μόνον αν τη γλιτώσουν καταφέρνοντας να «ξεφύγουν από εκεί», να έρθουν στην πόλη.

Ήταν οι γεωργοί, μέσα στην ομίχλη του κάμπου, οι Άλλοι. Συκοφαντημένοι αγρίως από την εποχή ακόμη του κ. Σημίτη, οι ταπεινωμένοι απ’ τους δημαγωγούς τόσα χρόνια, αυτοί για τους οποίους τα eyeliner με τα γκούτσι φιλοτέχνησαν μπιεναλιστί κι όπως αλλιώς συνηθίζεται (και καλοπληρώνεται) την εικόνα του αγροίκου, του σκυλά, του δεύτερης διαλογής.

«Τώρα δεν είναι όπως σε προηγούμενες κινητοποιήσεις» είπαν κάποιοι γεωργοί, «αυτήν τη φορά η κοινή γνώμη έχει συνειδητοποιήσει το πρόβλημα, ζει την ίδια βαρβαρότητα, έχει καλύτερη εικόνα». Χρόνια τώρα κι ακόμα είναι υποχρεωμένοι οι να δίνουν εξηγήσεις.

Αγρότες. Μόνο οι… λύκοι στα βουνά μπορεί να έχουν ακούσει τη στριγγλιά της οργής μέσα στη μοναξιά του. Όταν μετράει και ξαναμετράει το έχειν του και του βγαίνει χρέος και χρέος. Χρέος βαρύ για τα παιδιά του, χρέος που του δηλητηριάζει τη γη περισσότερο απ’ όσο μπορεί να τη δηλητηρίασε ο ίδιος στην ανάγκη του…

Και σκέφτεται κανείς, αν ποτέ κατέβαιναν αργά-αργά όλα τα τρακτέρ στο Σύνταγμα! Δεν είναι πολιτικώς δόκιμο, ούτε τα περισσότερα κόμματα και οι πολίτες μάλλον θα συμβάδιζαν με κάτι τέτοιο- αλλά, αν πλάκωναν τα τρακτέρ στο Σύνταγμα, ίσως να μάθαιναν τι εστί άνθρωπος σε δέκα φλούφληδες και πέντε φιόγκους…