Γιοβάννα: «Ο Μίκης έβαλε στέγη πάνω απ’ τους Έλληνες»

Η φιλία με τον Γιάννη Ρίτσο, η συνεργασία με τους Θεοδωράκη - Χατζιδάκι, τα πρώτα φεστιβάλ τραγουδιού στο εξωτερικό, η αποθέωση στη Γεωργία, η συμμετοχή στη Eurovision το 1965 - η σημαντική ερμηνεύτρια και συγγραφέας Γιοβάννα αφηγείται τη ζωή της

242344878 4295587903894584 1894921794605055501 n
 
Πολλά κείμενα γέμισαν το διαδίκτυο με αφορμή το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, κανένα όμως δεν περιείχε ατόφια συγκίνηση, σαν αυτή της Γιοβάννας, της πρώτης ερμηνεύτριας δύο εμβληματικών τραγουδιών του από τις αρχές του 1960: Του «Αν θυμηθείς τ’ όνειρο μου» και της «Μυρτιάς», σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και τα δύο, που ενορχήστρωσε ειδικά για την περίσταση ο Μάνος Χατζιδάκις. Αυτή ήταν και η αφορμή για να αναζητήσω τη Γιοβάννα και να μου δώσει μία μεγάλη συνέντευξη, στην οποία δεν γινόταν να απουσιάσουν οι αναφορές στην τεράστια καριέρα της στη Γεωργία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, στη συμμετοχή της στην Eurovision το 1965 ως εκπρόσωπος της Ελβετίας, αλλά και στην μοναχική τέχνη της συγγραφής. Η Γιοβάννα ήταν και παραμένει μια φωτεινή προσωπικότητα, μια κυρία κομψή και φινετσάτη, ανέγγιχτη θα έλεγε κανείς απ’ το χρόνο που περνάει. Της εύχομαι αυτό, με το οποίο έκλεισε η συζήτηση μας: Να έχει τέτοια πνευματική διαύγεια και τέτοια ευχέρεια στο λόγο της, τον γραπτό και τον προφορικό, ως τα βαθιά της γεράματα.
 
 
Οφείλω να πω ότι αυτό που γράψατε για τον Μίκη Θεοδωράκη στο facebook σας, ήταν απ’ τα πιο συγκινητικά κείμενα που γράφτηκαν.
 
Αν και είμαι άσχετη με τα social media, είχα 119 κοινοποιήσεις. Τον Μίκη τον συνάντησα όταν τραγούδησα το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρο μου». Το στούντιο θυμάμαι, όπως και την προηγούμενη που είχα μιλήσει με τον Χατζιδάκι. Με βραβείο εγώ στην όπερα τότε, του είχα εκφράσει κάποιες σκέψεις μου για την ενορχήστρωση. «Ναι, ναι, μην ανησυχείς καθόλου» απάντησε ο Χατζιδάκις και την άλλη μέρα τον βλέπω να έρχεται χωρίς παρτιτούρες και να λέει στους αραδιασμένους μουσικούς «Εσύ θα παίξεις αυτό κι εσύ αυτό». Όταν έφτασε μια συγκεκριμένη στιγμή, κάνει «Σ’ αυτό το σημείο παίξτε ότι θέλετε».
 
Ο γνωστός Χατζιδάκις στο στούντιο.
 
Μα δεν ασχολήθηκε μαζί μου. Στο τέλος μόνο μου είπε: «Γιοβάννα, θα γίνεις μεγάλη τραγουδίστρια».
 
Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.
 
Δεν είναι μικρό, αλλά έγιναν δύο πράγματα που πήγαν κόντρα: Ποτέ δεν μου έδωσε ένα τραγούδι, δεν με πήρε δηλαδή στον κλειστό του κύκλο, αλλά κι εγώ ποτέ δεν πήγα να του πω: «Καλέ, κύριε Χατζιδάκι, δώσ’ μου και μένα ένα τραγουδάκι».
 
Υπήρξατε άβουλη και άτολμη.
 
Ναι, έτσι, γι’ αυτό σας είπα ότι δεν «υπήρχα» και απλά πήγαινα.
 
Όταν λέτε κλειστό κύκλο του Χατζιδάκι, εννοείτε τη Νάνα Μούσχουρη;
 
Δεν θα τον άφηνε! Δεν ξέρω πώς χαρακτήρες σαν του Χατζιδάκι, που ήταν γερός άντρας στα πιστεύω του και στις ιδέες του, λύγιζαν μπροστά στη Μούσχουρη! Τι ήταν εκείνο που πήρε απ’ τη Μούσχουρη και δεν μπορούσε να το πάρει από μένα, ας πούμε; Ή από τη Τζένη Βάνου;
 
Όταν ο Χατζιδάκις ζήτησε τη Βάνου για αντικαταστάτρια της Μούσχουρη, εκείνη αρνήθηκε για να μην προδώσει τον Μίμη Πλέσσα.
 
Πρώτη φορά την ακούω αυτή την ιστορία. Νομίζω πως εκείνο τον καιρό είχαν κάποιο δεσμό, ήταν και ζευγάρι η Βάνου με τον Πλέσσα.
 
Δείχνει όμως μια εντιμότητα η στάση της Βάνου.
 
Είχε τον εαυτό της στα χέρια της. Αν και ήταν ασπούδαστη, με τη φωνή, το ταλέντο και, κυρίως, με το ένστικτο που είχε, θα μπορούσε να κάνει διεθνή καριέρα αν το είχε ως προτεραιότητα. Δεν το είχε, όμως, γιατί προτεραιότητα είχε τα πάθη της και τους έρωτες της. Εγώ πάλι δεν το είχα το ένστικτο, γι’ αυτό και δεν το έβαλα πουθενά.
 
 
Μιλήσατε πριν με παράπονο για τον Χατζιδάκι.
 
Με παράπονο όχι, απλά δεν τον συγκίνησε η φωνή μου, όπως τον συγκίνησε αυτή της Βάνου. Δεν είπε για μένα «Να μια φωνή που ταιριάζει με τα δικά μου». Το ίδιο και ο Γιάννης Σπανός, που δεν με ζήτησε ποτέ, εκτός από ένα δίσκο που κάναμε στο Παρίσι. Ήθελε άλλες φωνές. Δεν ήθελε τη δικιά μου πληθωρική φωνή.
 
Ο Σπανός ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση, αφού κάποια στιγμή το γύρισε στο λαϊκό τραγούδι.
 
Δεν ήμουν σύμφωνη μ’ αυτό, παρόλο που υπηρέτησε το είδος με τη δικιά του αισθητική. Είχε και την πηγή του, που του ζητούσε χαμηλότερα ακούσματα: Τη Χωματά, την Αρλέτα, την Αστεριάδη. Μετά ήθελε κι αυτός ν’ ακουστεί περισσότερο μέσα απ’ τους εμπορικούς λαϊκούς τραγουδιστές, παρόλο που η Μοσχολιού είπε εξαιρετικά το «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» του. Πέτυχε στο είδος, γιατί ο Γιάννης το είχε μελετήσει. Ήθελε να το χωνέψει πρώτα. Δεν το υπηρέτησε λαϊκά, όμως, γιατί μέσα του υπήρχε η ελληνικότητα, υπήρχε όμως και η Γαλλία. Θα το δείτε άμα ψάξετε τα κομμάτια του. Πολλά τραγούδια είπα του Σπανού σε ελληνικά και γαλλικά, αλλά ένα το είπα, έτσι όπως δεν μπορεί να το πει κανένας, το «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη».
 
Απ’ την άλλη, πάντως, ο Μίκης Θεοδωράκης εκθείαζε την απόδοση σας στη «Μυρτιά» και στο «Αν θυμηθείς το όνειρο μου».
 
Ένστικτο! Ούτε και μ’ αυτόν είχα συνέχεια, γιατί γύρισε στους λαϊκούς τραγουδιστές που είδε ότι τον εξέφραζαν περισσότερο. Ο Μπιθικώτσης τραγουδούσε όχι από γνώση, όχι συνειδητά, αλλά από ένστικτο. Όσο και να τον δίδασκε, η φωνή του ήταν ένα ένστικτο από μόνη της. Δεν ήθελε κι ο Μίκης να του την αλλάξει, γιατί είχε μέσα της καθαρότητα κι αυτό το λαϊκό στοιχείο. Δεν θεωρώ, όμως, λαϊκή τραγουδίστρια τη Μαίρη Λίντα κατά κανένα τρόπο.
 
Και τι τη θεωρείτε;
 
Τραγουδίστρια ελαφρού τραγουδιού γιατί η φωνή της δεν περιέχει το υλικό του λαϊκού ανθρώπου. Η ίδια μπορεί να είναι λαϊκή, αλλά η φωνή της είναι περισσότερο σοπράνο. Την έχω για να τραγουδήσει τον «Κουρέα της Σεβίλης» ή και ποπ, οτιδήποτε. Λαϊκή τραγουδίστρια δεν ήταν, σαν την Μοσχολιού ή άλλες που ακόμη υπάρχουν σήμερα.
 
Ο Μίκης άλλαζε και δισκογραφικές εταιρείες, δεν ήταν εύκολες οι συμπράξεις όπως μέχρι πριν πρότινος.
 
Σωστά, είχε φύγει από κει που ήμουν εγώ. Δεν συνεργάστηκε με τον Πατσιφά παρά μετά περιστασιακά. Έπειτα εγώ είχα συνθέτη που έγραφε για μένα τον Σπήλιο Μεντή.
 
 
Αναρωτιέμαι τι γνώμη να είχαν για τον Μεντή ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις.
 
Κανένας δεν είχε εκφραστεί γι’ αυτόν. Ο Μεντής είχε κι αυτός τα δικά του πατήματα. Ήταν βαθύτατος άνθρωπος που έγραφε κι ο ίδιος στίχους παρότι μελοποιούσε άλλους.
 
Πάντως, η δική σας παρουσία σήμερα είναι η μόνη που μας θυμίζει τον Σπήλιο Μεντή. Συγκριτικά με τους άλλους δύο, δύσκολα θα αναφερόταν κάποιος σήμερα στον Μεντή.
 
Μα δεν ήταν για να περάσει στο μεγάλο κοινό. Ήθελε ένα πιο εκλεπτυσμένο κοινό, όχι εστέτ, που’ναι το λίγο κατασκευασμένο, αλλά το πιο ευαίσθητο κοινό που καταλάβαινε τους στίχους του και το τι έλεγε η μουσική του σε συνάρτηση με τους στίχους του. Ευτυχώς που δούλεψα μόνο για τέσσερα χρόνια στη νύχτα, όπου μας ανάγκαζαν να λέμε τρία – τέσσερα τραγούδια απ’ αυτά που θέλαμε κι εγώ αγαπούσα τα γαλλικά και τις μπαλάντες. Εκεί, λοιπόν, δεν τον τραγουδούσα τον Μεντή και γι’ αυτό έκανα στην ωριμότητα μου δύο συναυλίες με τραγούδια του. Του το χρωστούσα. 
 
Αναφερθήκατε στη νύχτα και σας πάω τώρα σε μία συνέντευξη του μπουζουξή Κώστα Παπαδόπουλου που μου μίλησε για ένα λαϊκό ετερόκλητο σχήμα και με τη δική σας συμμετοχή.
 
Δεν θυμάμαι που και πότε ήταν αυτό. Θυμάμαι μόνο τον Χάρρυ Κλυνν, που μου άρεσε πάρα πολύ και κάτι καμαρίνια, στα οποία βλέπαμε να περνάει πότε – πότε και κάνα ποντικάκι. Ο κόσμος κάπνιζε αρειμανίως και μένα μου κοβόταν η ανάσα. Επρόκειτο να βγω ένα βράδυ και οι συνάδελφοι έβριζαν τον κόσμο: «Τι κάνουν αυτοί, μιλάνε, τρώνε, κανείς δεν μας προσέχει». Πριν πάω στο κέντρο, είχα περάσει από κάτι βαφτίσια και μου έδωσαν και ήπια ένα λικεράκι, το οποίο με ζάλισε. Με απελευθέρωσε τρομερά όταν βγήκα στο πάλκο, όπως συμβαίνει με τους τραγουδιστές που πίνουν ουίσκι πριν τη δουλειά. Πάω, λοιπόν, σ’ αυτό το θηριώδες κοινό, κλείνω τα μάτια κι αρχίζω να τραγουδάω. Κι όταν τα ανοίγω, από κάτω δεν ακουγόταν τίποτα, μα τίποτα! Ξυπνάω, να το πω έτσι, και είπα «Αυτό είναι το κοινό, εσύ το διαμορφώνεις». Αν μπορούσα, θα ήμουν…
 
Αλκοολική;
 
(γέλια) Όχι, αν μπορούσα θα τους έλεγα μόνο δυο λέξεις πριν βγω να τραγουδήσω κάθε φορά. Είναι τεράστιο πράγμα να είσαι ελεύθερος και να έχεις σεβασμό απέναντι σ’ αυτό που θες να κάνεις και απέναντι στους άλλους. Χρειάζονται βάσεις γι’ αυτό, όπως ο Ρίτσος είχε την ποίηση και την κλασική μουσική, την οποία άκουγε συνέχεια και αυτή τον αναστάτωνε εντός του.
 
 
Ο Ρίτσος ήταν κι ένας έντονα πολιτικοποιημένος άνθρωπος.
 
Γιατί να μην ήταν; Όλοι οι μεγάλοι ποιητές ήταν πολιτικοποιημένοι. Ξέρετε κανέναν που να μην ήταν; Αρχίζοντας απ’ τον Νερούντα, τον Αραγκόν, τον Ελιάρ, όλους αυτούς. Και η πολιτικοποίηση, ξέρετε, άπτεται των ζητημάτων του ανθρώπου και της μοίρας του.
 
Εσείς ήσασταν πολιτικοποιημένη, ζώντας μεταξύ τέτοιων καλλιτεχνών;
 
Δεν ήμουν τόσο ώριμη για την πολιτική. Τώρα πια δεν θα κάνω πίσω αν μου πουν ότι ο ένας είναι καλός και ο άλλος δεν είναι. Έμαθα να μην κλέβω από κανέναν ούτε το ένα χιλιοστό που του ανήκει. Έτσι, όταν πω τα κακά ενός ανθρώπου, θα πω και τα καλά του, όπως κάνω και για τον άνθρωπο που καθόρισε τη ζωή μου, τη μάνα μου. Τα λέω, γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν έντιμο. Εκείνα τα οποία αγάπησα στη ζωή μου ήταν η ελευθερία και η δικαιοσύνη.
 
Σας κλόνισε ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη;
 
Πάρα πολύ, έκλαψα. Τρέχανε δάκρυα όταν έγραφα το κείμενο μου. Νιώθω σαν να μην έχω στέγη πια πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ήταν ο άνθρωπος που έβαλε στέγη πάνω απ’ τους Έλληνες. Έτσι πιστεύω και άσε με τώρα γιατί θα με πιάσουν πάλι τα κλάματα (σ.σ. έχει συγκινηθεί μέχρι δακρύων)
 
Κλαίτε τακτικά;
 
Κλαίω τακτικά. Δεν αντέχω την απουσία ανθρώπων, στους οποίους ακουμπούσα. Και στον Μίκη ακούμπαγα. Ήταν πολύ δυνατός με τα χέρια που άνοιγαν και έκλειναν μέσα του την οικουμένη όλη.
 
 
Είχατε να τον συναντήσετε πολύ καιρό;
 
Τον επισκέφτηκα πριν από λίγα χρόνια. Είχα την ατυχία να είναι στο σπίτι του ο Μίμης ο Ανδρουλάκης, ενώ είχε ραντεβού μαζί μου. Του έγραφε το βιβλίο του ο Ανδρουλάκης και φαίνεται πως η ώρα που του είχε δώσει δεν τον κάλυψε και ήθελε να μείνει κι άλλο. Μου λέει «Δεν πιστεύω να σας πειράζει να μείνω κι εγώ» κλπ., αλλά τι να έλεγα κι εγώ; Και να θέλω να ανοίξω μια τεράστια κουβέντα με τον Μίκη…Ακόμη κι εκείνη την ώρα, δεν τόλμησα να πω «Σας παρακαλώ, ήρθα να δω τον Μίκη και θέλω να τον δω μόνη μου».
 
Κακώς δεν το είπατε.
 
Αυτή είναι η δεύτερη σκέψη που μου έρχεται, γιατί το ελάττωμα της ατολμίας μου σταματά και τη σωστή αντίδραση. Το μόνο που έκανα ήταν να πάω να τον αγκαλιάσω και να τον ρωτήσω «Μίκη, σ’ αγκαλιάζει κανείς;»
 
Τι σας είπε;
 
Δεν μου απάντησε…Δεν αντέδρασε, έμεινε κλειστός. Έμεινα μαζί του για μισή ώρα, το πολύ τρία τέταρτα. Άρχισε να θυμάται τις ηχογραφήσεις που κάναμε, αλλά εγώ ήθελα να του αναπτύξω όλα αυτά που λέμε εμείς τώρα. Ο Ανδρουλάκης έμεινε και μετά. Κατάλαβα ότι τον έπνιξε. Εγώ δεν ήμουν πουθενά. Ακόμα και τώρα ψάχνω να βρω το Εγώ μου, είναι φοβερό. Θυμώνω μαζί μου, γιατί σε στιγμές που δεν πρέπει, γίνομαι μικρό παιδί. Να μην παίρνεις αυτό που έχεις δικαίωμα να πάρεις; Κι αυτός, όμως, δεν είπε στον Ανδρουλάκη «Φύγε, θα μείνω με τη Γιοβάννα τώρα».
 
Πώς να το έλεγε; Για τον εαυτό του βιβλίο ετοιμαζόταν και ο Θεοδωράκης είχε κι αυτός το δικό του τεράστιο Εγώ.
 
Ο Μίκης δεν μπορούσε να ξέρει το σημερινό μου πρόσωπο, δεν ήξερε πως είχα σμιλευτεί μέσα στα χρόνια. Εγώ έκανα ανάλυση αυτού που είμαι χωρίς να μπορεί κανένας ψυχολόγος να μου εξηγήσει τι συμβαίνει μέσα μου καλύτερα από μένα την ίδια. Στο μεταξύ, έχω κρατήσει αλώβητη την αθωότητα μου.
 
Φαίνεται απ’ τον τρόπο που σας ακούω να μου μιλάτε.
 
Αλώβητη αθωότητα, ναι. Με τον Μίκη βέβαια δεν βρεθήκαμε μόνο το ’61 και μετά από 55 χρόνια πάλι. Είχαμε δώσει ενδιάμεσα και κάποιες συναυλίες, που μου έλεγε «Εμείς εδώ, Γιοβάννα, κάνουμε πολλές πρόβες». Ξανά και ξανά πρόβες, που η μνήμη μου δεν με βοηθάει για ποια σκηνή ή θέατρο τις κάναμε. Θυμάμαι μόνο να τραγουδάω τη «Μυρτιά» σε ενορχήστρωση του Αλέξη Γεωργιάδη για μια κυριακάτικη εκπομπή της Εθνικής Ραδιοφωνίας. Εκείνη η ενορχήστρωση ήταν ελεύθερη, σαν ενός ελαφρού τραγουδιού, δεν είχε ίχνος ελληνικότητας ή δημώδους διάθεσης. Δεν είχε μπουζούκι ή λαούτο.
 
Μα ούτε και στην ενορχήστρωση του ο Χατζιδάκις έβαλε λαϊκά όργανα.
 
Ναι, αλλά αυτή η εκτέλεση είχε ένα περίβλημα άλλο με τη χρήση της μεγάλης ορχήστρας. Το θέατρο ήταν γεμάτο και έπεσε απ’ το χειροκρότημα όταν είπα τη «Μυρτιά». Όχι για τη Γιοβάννα, αλλά για το άκουσμα το καινούργιο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τραγούδησα Μίκη Θεοδωράκη μπροστά σε κοινό.
 
Τον Χατζιδάκι τον είχατε συναντήσει ξανά τα επόμενα χρόνια;
 
Είχα συναντηθεί, ναι, αλλά δεν με είχα βρει ακόμη, παρόλο που ήμουν μια μεγάλη γυναίκα. Ακροάτρια ήμουν περισσότερο χωρίς να συμμετέχω σε κουβέντες. Δεν νομίζω πως ο Χατζιδάκις έδινε σημασία σε ανθρώπους που δεν ήταν του δικού του κύκλου. Δεν κοιτούσε τον άνθρωπο, όπως τον κοιτούσε ο Θεοδωράκης. Ο Μίκης τον κοιτούσε αλλιώς τον άνθρωπο. Ο Μάνος όχι, κοιτούσε μόνο μέσα σ’ αυτό που είχε μέσα του. Σκλαβωμένος ήταν κι αυτός, αλλά δεν ήθελε να το δει και γι’ αυτό αντιδρούσε έντονα και σπασμωδικά. Ο Χατζιδάκις έχει ψυχή ουράνια, ο Θεοδωράκης έχει ψυχή γήινη και συμπαντική. Ο Χατζιδάκις πετάει για το συναίσθημα σαν πουλί, αλλά το άλμπατρος είναι ο Μίκης.
 
Γελούσατε στη ζωή σας;
 
Πάρα πολύ! Μπορεί και με τα πιο σαχλά πράγματα. Μ’ αρέσουν τα καλά αστεία, καταλαβαίνω το λεπτό καλό χιούμορ. Γελούσα όσο εύκολα έκλαιγα και πάγωνα.
 
Παλιότερα μου είχατε πει ότι είστε πολύ υπερήφανη για τη συνεργασία σας με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη.
 
Ναι, γιατί ήταν και οι δυο τους μαζί. Συμμετείχα σε μια μεγάλη μικρή στιγμή τους.
 
 
Ξέρετε ότι πολλοί Γεωργιανοί βάφτισαν τα κορίτσια τους «Γιοβάννες» εξ αιτίας σας; Γνωρίσατε απίστευτες δόξες στη Γεωργία.
 
Έχουμε και τώρα εδώ πολλές Γιοβάννες γεωργιανής καταγωγής. Στη Γεωργία πήγα πρώτη φορά το 1962. Είχα δώσει ένα ρεσιτάλ στον «Παρνασσό» με τον Γεωργιάδη στο πιάνο υπό την αιγίδα του Γαλλικού Ινστιτούτου. Εκεί με βρήκε η Πία Χατζηνίκου, η οποία με ρώτησε αν ήθελα να τραγουδήσω στο φεστιβάλ τραγουδιού της Πολωνίας. Είπα ναι. Πριν απ’ αυτό, όμως, είχε προηγηθεί κάτι άλλο: Θα ήμουν στα 16, μαθήτρια του ωδείου, και θα γινόταν ένα φεστιβάλ νεολαίας των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Με επέλεξαν να εκπροσωπήσω εγώ τη χώρα μας. Θα κάναμε πέντε μέρες ταξίδι με το τραίνο ως εκεί. Ετοιμαζόμουν για το ταξίδι πανευτυχής. Ο πατέρας μου, αν και δεξιός, λάτρευε τα ρωσικά τραγούδια. Πήρα μια καμπαρντίνα ωραία, μαύρη απ’ έξω και κόκκινη από μέσα, γύρισα το κόκκινο απ’ έξω και πήγα και χτύπησα την πόρτα της σοβιετικής πρεσβείας. «Ήρθα γιατί θέλω να μου δώσετε ρωσικά τραγούδια». Με βάλανε σ’ ένα γραφείο κι άρχισαν να με ξεσκονίζουν από πάνω μέχρι κάτω για να έβλεπαν τι μέρος του λόγου ήμουν. Ίσως να με πέρασαν για κατάσκοπο (γέλια). Δεν είχαν να μου δώσουν ρωσικά πολλά και μου σύστησαν μόνο το «Και το ατσάλι λύγισε», μεταφρασμένο στα γαλλικά, που είχε σαν θέμα τη σοσιαλιστική επανάσταση. Τέλος πάντων, εγώ έλεγα περιχαρής πως θα τραγουδήσω στη Σοβιετική Ένωση και δύο μέρες πριν βγαίνει υπουργική απόφαση που απαγορεύει την έξοδο από τη χώρα προς τη Ρωσία. Το τι κλάμα έριξα, δεν φαντάζεστε! Ποιος να μου έλεγε τότε: «Μην κλαις, περίμενε λίγο! Θα πας στη Γεωργία και θα γίνεις δικιά τους»!
 
Όμορφα. Πάμε πάλι στην πρόταση της Χατζηνίκου για το φεστιβάλ στην Πολωνία.
 
Πήγα, αλλά πριν ταλαντευόμουν στο ποιο τραγούδι θα έλεγα. Επέλεξα το «Τι κρίμα» του Μίμη Πλέσσα. Σκέφτηκα να παίρναμε μαζί και τον Πλέσσα για να διηύθυνε και να κάναμε εντύπωση. Του το προτείνω, πληρώνει τα έξοδα απ’ την τσέπη του κι έρχεται στην Πολωνία. Παίρνουμε το πρώτο βραβείο κι αρχίζουμε τις τουρνέ σε πόλεις της Πολωνίας βάσει του συμβολαίου. Θα καταλήγαμε στη Βαρσοβία για να παίρναμε τα εισιτήρια μας για τις χώρες μας ο καθένας. Εγώ βρήκα να με περιμένει ένα εισιτήριο για τη Μόσχα.
 
Αυτό πως προέκυψε;
 
Η Πία Χατζηνίκου, που είχε πάρε – δώσε με τα σοβιετικά κράτη, πέτυχε να μας δώσουν εκεί μια σειρά κονσέρτων. Πως θα τα κάναμε, όμως; Δεν είχα μαζί μου τραγούδια σε ενορχηστρώσεις για μένα, τυπωμένες σε παρτιτούρες. Ζήτησα να ξανάρθει ο Πλέσσας, που είχε γυρίσει στην Ελλάδα νωρίτερα από μας. Αυτοί θέλανε να βάλουν δικό τους μαέστρο, αλλά τελικά ήρθε ο Πλέσσας και κάναμε μαζί τα πρώτα δεκαπέντε κονσέρτα στη Μόσχα. Μεταξύ των τραγουδιών, έλεγα τραγούδια του Πλέσσα, ελαφρά τραγούδια και τη «Μυρτιά» μόνο του Θεοδωράκη. Είχαμε τέτοια επιτυχία που μας έβαλαν στο στούντιο οι Ρώσοι και γράψαμε ολόκληρο δίσκο. Το ίδιο έγινε και τη δεύτερη φορά που πήγα με μαέστρο τον Κώστα Καπνίση.
 
Υπάρχει μια φήμη ότι ο Πλέσσας εκεί δεν όρισε αντικαταστάτη του έναν καθιερωμένο μαέστρο, αλλά το πρώτο βιολί της ορχήστρας.
 
Κοιτάξτε, λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν τον θέλανε τον Πλέσσα. Θέλανε να βάλουν δικό τους άνθρωπο, Ρώσο. Ο Πλέσσας όταν έφυγε μετά τα πρώτα 15 κονσέρτα μας στη Μόσχα, έβαλε στη θέση του το πρώτο βιολί, που δεν είχε διευθύνει ποτέ. Υπήρξε φορά που αυτός μες το τρακ του διηύθυνε γρήγορα ένα αργό κομμάτι. Το θέμα είναι πως όταν ο Πλέσσας γύρισε εδώ, έλεγε «Οι συναυλίες μου» και το ακόμη χειρότερο, «Όταν θα ξαναπάω θα πάρω μαζί μου μια τραγουδίστρια εκπληκτική», εννοώντας τη Τζένη Βάνου. Καταπληκτική τραγουδίστρια, δεν λέω, αλλά ποιος τον πήγε τον Πλέσσα εκεί απάνω; Και να σας εξομολογηθώ κι ένα άλλο; Όταν γύρισα πίσω κι εγώ απ’ τις περιοδείες στη Ρωσία, ποιος νομίζετε ότι με βοήθησε, πέραν του Ρίτσου και του Μεντή; Ο Λουί Ρε, που ήταν διευθυντής της ραδιοφωνίας της Γενεύης. Ήταν στην επιτροπή για το κομμάτι «Τι κρίμα» του Πλέσσα. Μου έγραψε και μου είπε πως θα μπορούσαμε να κάνουμε το τραγούδι δίσκο για ολόκληρη την Ευρώπη. Τον παρέπεμψα στον Πλέσσα τον συνθέτη. Μετά από είκοσι μέρες, έλαβα ένα άλλο γράμμα: Τους είπε ναι με την προϋπόθεση να μην το τραγουδούσα εγώ, αλλά μία άλλη τραγουδίστρια.
 
 
Στη Ρωσία πάντως δεν τελειώσατε με 15 κονσέρτα μόνο, με ή άνευ Μίμη Πλέσσα.
 
Σωστά, έμεινα εγώ στη Ρωσία: Κριμαία, Πετρούπολη, Γεωργία, μόνη μου με την ορχήστρα και μ’ ένα τσάρτερ ειδικό για μας που μας γύρναγε από πόλη σε πόλη. Πριν πάμε να παίξουμε στη Γεωργία, ζήτησα να μάθω ένα γεωργιανό τραγούδι. Ένας από κει μου σύστησε κάποιο που υμνεί την Τιφλίδα.
 
Πατριωτικό, να πούμε;
 
Όχι πατριωτικό, ένα σαν την «Αθήνα» του Χατζιδάκι, που υμνούσε τις ομορφιές της πόλης. Είχα γράψει στα λατινικά τα ρωσικά για να μάθω να τα προφέρω, αλλά φάγαμε τον κόσμο για να βρούμε έναν Γεωργιανό να μας διαβάσει τα πρωτότυπα λόγια του τραγουδιού στη γεωργιανή γλώσσα. Εδώ οφείλω να αναγνωρίσω το ότι ο Πλέσσας μου έκανε την ενορχήστρωση του τραγουδιού, παρότι δεν θα ήταν εκεί για να το διευθύνει. Στη Γεωργία παίξαμε σ’ ένα τεράστιο Παλαί Ντε Σπορ δέκα χιλιάδων ατόμων. Την πρώτη μέρα, γεμάτη η μισή πλατεία. Τη δεύτερη, όλη η πλατεία. Και την τρίτη, γέμισε ως και το διάζωμα. Όταν ξαναπήγα την άλλη χρονιά με τον Καπνίση, έκανα έτσι να δω πίσω απ’ το ριντό κι οπισθοχώρησα τρομαγμένη. Τίγκα ο κόσμος, δεν υπήρχε αυτό που γινότανε! Έφτασε η στιγμή για να τραγουδήσω στη γλώσσα τους το γεωργιανό τραγούδι, όπου ο κόσμος τρελάθηκε! Έκτοτε, όποτε τραγούδαγα επί γεωργιανού εδάφους, ελάμβανα τόνους τα λουλούδια, ολόκληρα κάνιστρα με σερβίτσια τσαγιού μέσα, ενώ έξω απ’ τα θέατρα υπήρχαν έφιπποι αστυνομικοί λόγω της ασταμάτητης ροής του κόσμου. Έτσι έμαθα πως είναι να είσαι είδωλο! Έμπαινα στο ταξί και ο κόσμος χύμαγε και κράταγε το όχημα από τον προφυλακτήρα, από κάτω, για να μην τους φύγω! Σε κάποια στιγμή άνοιξα το παράθυρο να κάνω έναν απλό χαιρετισμό και μπαίνει ένα χέρι και μου αφήνει ένα κεχριμπαρένιο κολιέ. 
 
Σαν τους Beatles ένα πράγμα ήσασταν.
 
Έτσι όπως το λέτε! Και γι’ αυτό ύστερα από 30 χρόνια, ο δήμαρχος που τότε θα ήταν πέντε – έξι χρονών, με φώναξε για να μου απονείμει το κλειδί της Τιφλίδας. Δυστυχώς το μέγεθος της τιμής αυτής δεν το έμαθε και δεν το ξέρει η Ελλάδα.
 
 
Πόσο κράτησε αυτή η σχέση σας με τη Γεωργία;
 
Για τρία χρόνια. Απ’ την άποψη των μαέστρων που είχα, ο Καπνίσης ήταν πιο ιντελεκτουέλ, τέλειος στο να διευθύνει, όμως – για να είμαι δίκαιη – ο πιο κατάλληλος στις ενορχηστρώσεις που βοηθούσαν το τραγούδι και τον τραγουδιστή, ήταν ο Πλέσσας. Αποκτήσαμε ξανά επαφές μες τα επόμενα χρόνια, γιατί δεν κρατούσα κακία, δεν έμενα σε μικρότητες. Κάποια στιγμή κάλεσε κάπου τον Πουλόπουλο να τραγουδήσει κι αυτός δεν πήγε. Ποιος; Ο τραγουδιστής του «Δρόμου» του. Ποιος ξέρει τι θα του είχε κάνει κι εκείνου…
 
Δεν μπορούμε να μην πούμε και για την Eurovision. Εκπροσωπήσατε την Ελβετία το μακρινό 1965.
 
Ο Λουί Ρε, που σας είπα, μου έδωσε την ευκαιρία να διαγωνιστώ με άλλες πέντε κοπέλες, δύο από κάθε καντόνι, σε γαλλικά και ιταλικά. Κέρδισα στο διαγωνισμό και μόνο με οχτώ Ελβετούς να με ακολουθούν στη Νάπολη, που θα διεξαγόταν η Eurovision. Ήμουν 18η στη σειρά, τελευταία, που θα τραγουδούσα. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ τόσο πολύ έντονο πονοκέφαλο στη ζωή μου, γιατί κάναμε πρόβα μέχρι πριν να βγούμε στη σκηνή. Δεν είχα έναν δικό μου άνθρωπο απ’ την Ελλάδα, έναν ώμο να ακουμπήσω, ήμουν τελείως μόνη μου εκεί.
 
Το χαιρόσασταν όμως.
 
Ποτέ μου δεν χάρηκα τίποτα! Τα έκανα όλα από το ταλέντο μου, αλλά ακόμη και το βραβείο μου στην Πολωνία την πρώτη φορά, βρήκα τρόπο να μην το χαρώ. Τι να κάνω, αυτή είμαι…
 
Φαντάζομαι θα ξέρατε πόσο ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις σνόμπαραν το θεσμό της Eurovision.
 
Είναι αλλού αυτοί. Η Eurovision ήταν ένα σόου.
 
Μήπως έτσι χαρακτηριστήκατε εμπορική τραγουδίστρια για τους προαναφερόμενους συνθέτες;
 
Δεν ήμουν καθόλου εμπορική εγώ, δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό. Εκείνη τη χρονιά είχε βγει πρώτο ένα γαλλικό τραγουδάκι που το έλεγε η Φρανς Γκαλ, δεκάξι χρονών τότε, η οποία πέθανε πρόσφατα σχετικά σε νέα ηλικία. Χαριτωμένη ήταν αυτή, στην αρχή του γιε – γιε κινήματος. Είχαν μόλις βγει οι Beatles άλλωστε. Η Ελλάδα δεν συμμετείχε τότε, γιατί ακόμη δεν είχαμε τηλεόραση.
 
 
Θέλω να μου μιλήσετε για τα βιβλία σας τώρα.
 
Έγραφα από μικρή τα σατιρικά έμμετρα στις σχολικές εκδρομές. Όσο ασχολιόμουν με το τραγούδι, δεν έγραφα. Έπεσα με τα μούτρα στη γραφή, όταν σταμάτησα να τραγουδώ.
 
Πότε ακριβώς σταματήσατε το τραγούδι;
 
Αμέσως μετά τη συμμετοχή μου στην Eurovision.
 
Τόσο νωρίς;
 
Τόσο νωρίς! Κλείστηκα μετά και μπήκα αμέσως στο γράψιμο.
 
Μα με τέτοια επιτυχία έξω, δεν είχατε φιλοδοξία;
 
Δεν είχα κότσια. Δεν είχα νεύρα και δεν είχα έναν κατάλληλο ιμπρεσάριο να σταθεί δίπλα μου. Εγώ δεν είχα το πείσμα και το μυαλό της Μούσχουρη. Δεν πάταγα επί πτωμάτων, αυτά δεν τα έκανα εγώ.
 
Δεν σας απασχολεί μην τα διαβάσει αυτά η Μούσχουρη;
 
Τι να μ’ απασχολεί; Τώρα; (γέλια) Δεν θα ήθελα όμως να γίνω μικροπρεπής και να πω τι μου έκανε η Μούσχουρη το ’61, ας τα πει ο Θεοδωράκης, ας τα πει ο Μποσκοΐτης, εγώ όχι.
 
Κοιτάξτε, την ιστορία με τη Μούσχουρη που έσπαγε τα τασάκια την είχε πει και σε μένα ο Θεοδωράκης.
 
Άρα τα ξέρετε από άλλον, όχι από μένα!
 
Ισχύει το ότι η Μούσχουρη άκουσε κάποτε την Βάνου να τραγουδάει και την «είπε» στον Πλέσσα;
 
Μπροστά μου έγινε, δίπλα ήμουν. Του κάνει: «Μίμη, από πότε άρχισε η Τζένη νά’χει βιμπράτο;» Της απαντάει ο Πλέσσας: «Δεν ξέρω, από το τρακ θα είναι». Του το’πε μπροστά μου κι έφυγε.
 
Είπε και κάτι άλλο, λέει η ιστορία όμως.
 
Όντως, τα ξέρετε βλέπω! Μεσ’ απ’ τα δόντια της, την άκουσα να λέει «Να έχει τρακ, να σκάσει και να μη μπορέσει να τραγουδήσει»! Αυτή ήταν και δεν σου κόβω ούτε μία φράση!
 
Η συχωρεμένη η Βάνου μού είχε αφηγηθεί την ιστορία αυτή κάποτε σε ένα γύρισμα στο σπίτι της.
 
Μάρτυς μου ο Θεός τι άκουσα δίπλα μου! Μήπως πρέπει να τα λέμε αυτά για να καταλαβαίνουν οι άλλοι πως έγινε κάποιος και έφτασε εκεί που είναι;
 
Γνώμη μου είναι πως η ιστορία καταγράφεται και μέσα από μικρότητες. Στοιχεία των ανθρώπων είναι κι αυτές.
 
Είναι η αλήθεια, με τον ίδιο τρόπο που αναγνωρίζω πως η Μούσχουρη δεν είχε πουθενά κενό! Και γνώση είχε, καλή μουσικός ήταν, και μια καλή φωνή είχε, και πείσμα είχε, και λατρεία για το αντικείμενο της είχε. Και φαντασία είχε για να τροφοδοτεί τις δικές της εκδηλώσεις. Είναι εκείνη που έφτιαξε μόνη της τη ζωή της και την καριέρα της, γι’ αυτό κι όταν ο Χατζιδάκις της ζήτησε να μη φύγει, τον παράτησε κι έγινε η παγκόσμια Μούσχουρη. Μπορεί να θύμωσε ο Χατζιδάκις και να ξαναμίλησαν μετά από 20 χρόνια, αλλά κι αυτή σκοτίστηκε…Έγινε αυτή που έγινε, το μυαλό της είχε δίκιο. Τα πράγματα είναι πολύ πιο λογικά, αλλά όχι ακριβώς πάντα υψιπετή.
 
 
Τελικά, μετά απ’ όλα αυτά, ίσως γι’ αυτό να γίνατε συγγραφέας.
 
Μπήκα στη φάση σύλληψη – κύηση – γέννα, κλείστηκα στον εαυτό μου και επιδόθηκα στη μοναχική τέχνη της γραφής. Αναπτύχθηκε η κρίση μου, η ματιά μου. Έκανα αρκετή τηλεόραση αφότου σταμάτησα το τραγούδι, αλλά στη συγγραφή βρήκα το δρόμο μου.
 
Δεν είναι αμελητέο να θεωρείστε σήμερα μια σπουδαία συγγραφέας.
 
Δεν είναι αμελητέο για τους έξω ή και για μένα, γιατί οφείλω να το βλέπω, αλλά πιο σημαντικό είναι για την ψυχή και το μυαλό μου. Για το εσωτερικό Εγώ μου. Στην ουσία ποτέ δε σταμάτησα το τραγούδι. Πρώτα δηλώνω τραγουδίστρια και μετά ποιήτρια – συγγραφέας, παρόλο που η ρίζα μου είναι η ποίηση.
 
Πιο πολλά χρήματα εισπράξατε ως τραγουδίστρια ή ως συγγραφέας;
 
Τότε που εγώ τραγουδούσα, δεν παίρναμε τα τρομερά λεφτά. Απ’ τις τριάντα εκδόσεις του «Άντε γεια» και τις άλλες των βιβλίων μου, που έγιναν μπεστ σέλερ, μεσολάβησε ένα διάστημα αποχής κι από κει ώστε τώρα να πρέπει να ξεκινήσω απ’ την αρχή.
 
Τι ακριβώς εννοείτε;
 
Μπορεί επειδή έγραψα δώδεκα μυθιστορήματα, να βαρέθηκε ο κόσμος. Τα δύο τελευταία μυθιστορήματα που εξέδωσα, δεν είχαν απήχηση ιδιαίτερη, δεν πήγαν τόσο καλά. Μπήκα στο λόγο με δέος εγώ, ίδρωνα στο μεσοχείμωνο γιατί μπορεί να μη μου έβγαινε μία λέξη ή μία φράση.
 
Πως σχολιάζετε το γεγονός της άνθησης της διαβόητης ροζ παραλογοτεχνίας;
 
Οι κυρίες που κάνουν ροζ παραλογοτεχνία, δεν παιδεύονται με το λόγο. Ανέκαθεν συνέβαινε αυτό, σε όλο τον κόσμο. Υπάρχει ο λαός ο ασπούδαστος ο αμύητος που τα έχει ανάγκη κι αυτά, τον ξεκουράζουν. Είναι όπως εγώ έχω τραγουδήσει όπερα και ποιητές, αλλά ν’ ακούσω ένα καψουροτράγουδο και να λιώσω, να πω «Α, τι ωραίο που είναι».
 
Τώρα που είπατε καψουροτράγουδο, αναρωτιέμαι αν υπήρξατε ποτέ απελευθερωμένη ερωτικά.
 
Νομίζω πως δεν ερωτεύθηκα ποτέ παθολογικά, βαθιά. Ερωτεύθηκα γιατί καψουρεύτηκα ή γιατί ψωνίστηκα άσχημα. Αν μου έλεγες να έκανα την παραμικρή θυσία, αρνιόμουν. Ε, δεν είναι αυτό έρωτας!
 
Ωστόσο με τον σύζυγο σας, τον Καλπαξή, ζήσατε καλά.
 
Τον αγαπούσα γιατί ήταν άνθρωπος αξίας. Πρόσφερε όπου μπορούσε ανιδιοτελώς. Και πάλι, όμως, δεν μιλάμε για έναν περιπαθή έρωτα. Ήμουν πάντα μοναχή μου. Ο άντρας μου έφυγε από Πάρκινσον και τον αγάπησα πάρα πολύ όλη την περίοδο της αρρώστιας του. Στάθηκα δίπλα του λαμπάδα αναμμένη. Ήμασταν μαζί πενήντα χρόνια. Είμαι ήσυχη ότι έκανα τα πάντα για εκείνον.
 
Μου αφηγηθήκατε τη ζωή σας όλη σε μια συνέντευξη. Τι περιμένετε από δω και στο εξής;
 
Η φιλοδοξία όταν φτάνεις κι είσαι στην τελική ευθεία, φεύγει και μπαίνει μπροστά της η πραγματικότητα. Θέλω να μπορούσα να έχω μια νιρβάνα, την ηρεμία μου μέχρι την τελευταία μου πνοή, γιατί δεν έζησα ήρεμα. Λεηλάτησαν τη ζωή μου και πάλεψα πολύ γι’ αυτό. Μ’ ενδιαφέρει να έχω κάτι μπροστά μου για να κυνηγάω, κάτι να σκέφτομαι και να το επεξεργάζεται το μέσα μου εργαστήρι.
 
Εγώ εύχομαι να έχετε τέτοια διαύγεια μυαλού και τέτοια ευχέρεια λόγου μέχρι τα βαθιά γεράματα.
 
Να είστε καλά, ευχαριστώ. Ελπίζω οι αναγνώστες σας να βρουν πράγματα που θα τους εγκολπωθούν μέσα τους και θα τους φανούν χρήσιμα, γιατί μ’ αρέσει να δίνω απλόχερα όσα αποθησαύρισα στη ζωή μου και να μη ζητάω ούτε μια σταγόνα νερό.
 
 
 
* Η συνέντευξη της Γιοβάννας δημοσιεύθηκε στο «Docville» με το «Documento» της Κυριακής 19.9.21
 
** Κι ένα ντοκουμέντο: Η Σεμίνα Διγενή είχε καλύψει τον ελληνικό μήνα πολιτισμού στην Τιφλίδα της Γεωργίας το 1999. Μεταξύ των καλλιτεχνών που συμμετείχαν, ήταν και η Γιοβάννα, η οποία επέστρεφε για να ξανατραγουδήσει στη χώρα που τη λάτρεψε. Από το 33′ βλέπετε την εμφάνιση της Γιοβάννας μαζί με ένα σπάνιο φιλμάκι από τα χρόνια του ’60 (υλικό από το πλούσιο αρχείο της Διγενή στο κανάλι της στο YouTube)
 

Διάρρηξη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, ταυτόχρονα με το πόρισμα για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων

port223 scaled 1

Διάρρηξη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, ταυτόχρονα με το πόρισμα για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων

Πώς ανακαλύφθηκε η διάρρηξη