Πλούσιοι όμως δεν γινόμαστε όταν κάτι μένει και μαραίνεται μες στα χέρια μας αλλά όταν όλα ρέουν από μέσα τους ενώ τα αδράχνουν, έτσι όπως περνούν τα στρατεύματα μες απ’τη γιορτινή πύλη κι επιστρέφουν στην πατρίδα.
Να μην είναι φέρετρο τα χέρια μας: κρεβάτι να’ναι μόνο, όπου τα πράγματα θα λαγοκοιμούνται και θα ονειρεύονται, και μες απ’ τα βάθη των ονείρων τους θα μιλούν τα πιο ακριβά τους μυστικά.
Άπαξ και φύγουν όμως απ’ τα χέρια μας, τα πράγματα θα πρέπει να συνεχίσουν την περιπλάνησή τους γερά και δυνατά, και τίποτε δικό τους να μην κρατούμε εκτός από το θαρραλέο τραγούδι για τη μέρα που ξεκινά, καθώς αιωρείται και λαμπυρίζει πίσω από τον απόηχο των βημάτων τους.
Διότι ιδιοκτησία σημαίνει φτώχεια και φόβος. Κατέχει κανείς δίχως έγνοιες μόνον ό,τι κατείχε άλλοτε και τ’ άφησε να φύγει».