Newsroom

Newsroom

Τάσος Λειβαδίτης: Μια μέρα σαν τις άλλες (απόσπασμα)

Το να ξυπνάς ντυμένος στο κρεβάτι, σ' ένα δωμάτιο που το βλέπεις για πρώτη φορά, είναι, βέβαια, ένας κακός οιωνός για τη μέρα που αρχίζει. Μα να μη θυμάσαι καθόλου το πως βρέθηκες μέσα σε τούτο το άγνωστο σπίτι, καταντάει λίγο σαν εφιάλτης. "Μήπως με βρήκαν μεθυσμένο χτες το βράδυ και με περιμάζεψαν;" σκέφτηκα.

5717c7db1dc524d0718b4af5

Κοίταξα γύρω το δωμάτιο μήπως μπορέσω να θυμηθώ. Ήταν ευρύχωρο, με ψηλό ταβάνι, τέτοια δωμάτια πρέπει νά χουν κάτι παλιά γερασμένα αρχοντικά που βλέπεις καμιά φορά σε μακρινά σημεία της πόλης. Μοναδική επίπλωση το κρεβάτι πού μουνα πλαγιασμένος, κι αυτό το παλαιικό, φαρδύ, με μαύρα σιδερένια κάγκελα, και σε μια εσοχή του τοίχου ένας θαμπός νιπτήρας σαν εκείνους στα φτηνά ξενοδοχεία των συνοικιών. 

Το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ένα παράθυρο κοντά στην οροφή. Μα ένα παράθυρο που δεν ήταν δικό μου, θέλω να πω, δεν ήταν της κάμαρας που βρισκόμουνα. Το παράθυρο ανήκε στο διπλανό σπίτι κι οι γρίλιες του ανοίγαν προς τα μένα. “Τόσο έφτασε, λοιπόν, στο αδιαχώρητο η ανοικοδόμηση της πόλης, συλλογίστηκα, που τα παράθυρα του ενός σπιτιού κοιτάζουν μέσα στο άλλο;” Πίσω απ’ τα τζάμια ένας άνθρωπος απροσδιόριστος, έκανε πως τηλεφωνεί, ενώ με την άκρη του ματιού κάρφωνε κάθε κίνησή μου. 

Ήμουνα έτοιμος να κάνω μια σειρά σκέψεις γύρω από την πολεοδομική και την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, όταν στο βάθος άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας γερασμένος κυρτός άντρας με αραιά, άσπρα μαλλιά κρατώντας ένα δίσκο στο χέρι. Το πρόσωπό του σα να μου φάνηκε γνωστό, χωρίς όμως να μπορώ και με ακρίβεια να το βεβαιώσω.

-Βράδιασε κιόλας, είπε, με κάπως κουρασμένη φωνή, κι ακούμπησε πλάι μου, στο κρεβάτι, το δίσκο με το φλιτζάνι.

Πριν προφτάσω να τον ρωτήσω που βρισκόμουν είχε κιόλας βγει, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. “Μάλλον ξενοδοχείο θάναι, καλά το κατάλαβα” και κοίταξα ξανά το θαμπό νιπτήρα. “Πρέπει όμως να είναι η τελευταία φορά που κάνω αυτή την ανέμελη, τι ανέμελη, την αηδιαστική ζωή, να γυρίζω στα καπηλειά και τα ξενοδοχεία. Στο τέλος – δεν είμαι πια παιδί”. Οι υγιεινές τούτες αποφάσεις μου δώσαν κουράγιο κι ένοιωθα αρκετά ευδιάθετος όταν γύρισα να πάρω το φλιτζάνι. Μα το φλιτζάνι ήταν άδειο. 

Ωραίο κι αυτό! “Μήπως χύθηκε;” Έσκυψα να δω κάτω στο πάτωμα, ούτε στάλα. Είχα ανοίξει κιόλας το στόμα μου να βάλω τις φωνές και να κατσαδιάσω αυτόν το γέρο-βλάκα τον ξενοδόχο, όταν μια σκέψη με καθησύχασε.

“Καλύτερα, ποιος ξέρει πόσες ώρες θά χανε ψήσει τον καφέ, κι αν τον είχαν αφήσει έρημο στην κουζίνα και τον είχε μαγαρίσει καμιά γάτα; Δεν αποκλείεται πριν μου τον σερβίρει νάχε βγάλει ωραία-ωραία από μέσα μια κατσαρίδα ή και έναν ολόκληρο ποντικό. Αμ’ τους ξέρω αυτούς τους τύπους. Με μια λέξη, είσαι πιο τυχερός όταν οι άλλοι δε σου προσφέρουν τίποτα, πίσω απ’ την προσφορά τους, νά σαι βέβαιος, παραμονεύει πάντα κάποιος κίνδυνος.

Ο Τάσος Λειβαδίτης (ή όπως είναι το πλήρες όνομά του), γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Σπούδασε νομικά, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.  

Απίστευτο και όμως Κερκυραϊκό: Της έριξαν «Μπότη» στο κεφάλι – Έπεσε από το γραφείο του δημάρχου (video)

KERKYRA 2

Απίστευτο και όμως Κερκυραϊκό: Της έριξαν «Μπότη» στο κεφάλι – Έπεσε από το γραφείο του δημάρχου (video)

Το ιστορικό έθιμο των Μπότηδων παραλίγο να αποδειχθεί μοιραίο στην φετινή του εκδοχή καθώς από…