Νίκη Σερέτη: «Ήμουν η πρώτη που ήθελα να σκίσω τις σάρκες μου για να βγάλω το χρώμα μου»

Πατέρας Μυτιληνιός. Μητέρα απ' το Βελγικό Κογκό, που ποτέ δεν γνώρισε. Μόντελινγκ, τηλεόραση, θέατρο, κινηματογράφος. Η ηθοποιός Νίκη Σερέτη αποποιείται μετά βδελυγμίας τον χαρακτηρισμό «σελέμπριτι» και δίνει την πιο εξομολογητική της συνέντευξη, λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Ηρωδείου ως Αγαύη στις - κατά Χρήστο Σουγάρη - ευριπίδειες «Βάκχες». 

051

Ακόμη δεν ξέρω αν την αδίκησα με τον χαρακτηρισμό «σελέμπριτι», πάντως τη στιγμή που το είπα έδειξε φανερά ενοχλημένη. Κι όταν στη συνέχεια η ίδια έδωσε τον ορισμό της λέξης αυτής, συνειδητοποίησα πως, πράγματι, δεν ανήκει στους «σελέμπριτι» της χώρας. Ίσως γιατί η ηθοποιός Νίκη Σερέτη είναι μια απλή νέα γυναίκα που αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να διαφυλάξει την αισθητική και τις αναζητήσεις της στην τέχνη μέσα στις αντιξοότητες της εποχής. 

Είναι αυτές οι αναζητήσεις που μετά από τη θητεία στην τηλεόραση και την αναγνωρισιμότητα που ήρθε, την οδήγησαν στο καλό και ποιοτικό θέατρο, όχι απαραιτήτως αυτό υπό την αιγίδα του κράτους, αλλά των αυτοχρηματοδοτούμενων ομάδων, όπως συμβαίνει τώρα με τη συμμετοχή της στις «Βάκχες».

Η Σερέτη ετοιμάζεται να υποδυθεί μία διαφορετική εκκεντρική Αγαύη σε μία νέα ανάγνωση της ευριπίδειας τραγωδίας που διαθέτει τη δομή ενός σουρεαλιστικού εφιάλτη. Έτσι προσέγγισε το έργο ο βραβευμένος σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης κι έτσι καθοδήγησε όλα τα μέλη του θιάσου. Ένας ομολογουμένως δυνατός θίασος, που εκτός της Σερέτη, περιλαμβάνει ακόμη τον Δημήτρη Ήμελλο, τη Ρούλα Πατεράκη, τον Χριστόδουλο Στυλιανού, τη Μυρτώ Αλικάκη και άλλους δώδεκα ηθοποιούς. 

Στην ακόλουθη συνέντευξη, από τις πιο εξομολογητικές – αν όχι η πιο εξομολογητική – που έχει δώσει η δημοφιλής ηθοποιός, προσπαθήσαμε από κοινού να αποφύγουμε τις αναφορές σε πρόσωπα και καταστάσεις, σε πράγματα δηλαδή κατάλληλα περισσότερο για τα life style ΜΜΕ. Άλλωστε, το φλερτ της με το life style ξεκίνησε ερήμην της εδώ και πολλά χρόνια. Ή και όχι ακριβώς ερήμην της. 

Αλήθεια είναι πως τη φοβόμουν λίγο μια συνέντευξη μαζί σου. Αφενός συνδεόμαστε φιλικά τα τελευταία χρόνια, αφετέρου έχεις δώσει πάρα πολλές συνεντεύξεις σε όλα τα life style ΜΜΕ.

Δεν έχω δώσει σε όλα, μην τα παραλέμε. Κάποια sites ή κανάλια στο YouTube, απλά, παίρνουν τις συνεντεύξεις μου και τις αναπαράγουν. Έχει γίνει και λίγο ερήμην μου όλο αυτό. Μου’χει βγει η φήμη της καλλιτέχνιδας που δεν δίνει πια συνεντεύξεις, που κι αυτό δεν μ’ αρέσει, γιατί είναι παραμύθι. Δεν σου κρύβω ότι τώρα έχω ανοιχτεί και μιλάω πάλι. Έδωσα μία συνέντευξη, π.χ., στον Γρηγόρη Αρναούτογλου, που μου άρεσε, γιατί το προφίλ που βγήκε προς τα έξω ήταν κοντά σε μένα. Του το οφείλω αυτό! Χθες, όμως, στο star που μίλησα, με ρωτούσαν γιατί απέχω και δεν δίνω συνεντεύξεις. Συχνά, άλλα λες κι άλλα γράφονται ή άλλα μπαίνουν στο μοντάζ, μιλώντας για τηλεόραση. Κι εγώ έχω άγχος γι’ αυτή τη συνέντευξη τώρα, μια κι είμαστε φίλοι. Θέλω να είμαι ο εαυτός μου.

Όταν σ’ είχα πρωτογνωρίσει το 2017, ομολογώ πως δεν σε είχα συνδέσει με την τηλεόραση.

Χαίρομαι.

Θέλω να πω ότι είχαν περάσει πολλά χρόνια απ’ το σήριαλ που σ’ έκανε γνωστή, μόνο που εγώ δεν το παρακολουθούσα. Αναρωτιόμουν από που έσκασε αυτό το πλάσμα, ποια ήταν η θέση της γυναίκας αυτής στη σύγχρονη Ελλάδα και στο θεατρικό συνάφι, αν θες.

Το θεατρικό συνάφι, όπως και η υποκριτική, μου προέκυψαν. Ήταν ένα πράγμα που δεν περίμενα να κάνω ποτέ στη ζωή μου, ποτέ όμως! Ήμουν ένα πολύ κλειστό και συνεσταλμένο παιδί, παράξενο, όπως παράξενη είμαι και τώρα. 

Με ποια έννοια;

Παραμένω κλειστός άνθρωπος. Μπορεί να με γνωρίζει κάποιος και να’χω ένα χαμόγελο μεγάλο, να’μαι κοινωνική κλπ., αλλά όλο αυτό παρεξηγείται ενίοτε ώστε να λέει κανείς: «Έλα, μωρέ, γιούργια, όπως είναι όλοι οι καλλιτέχνες». Τις προάλλες ήμουν σ’ ένα σπίτι με άγνωστα σχετικά άτομα και ένας, που ήταν εικαστικός, ήξερε για την πορεία μου και μου είπε πόσο ο δημόσιος λόγος μου ερχόταν σε μια κόντρα με τα πιο «ελαφριά» πράγματα που’χω κάνει στην τηλεόραση. Είχε, μάλιστα, την άποψη πως όλοι οι καλλιτέχνες είμαστε λίγο «ελαφρείς» και φυσικά δεν συμφώνησα. Του εξηγούσα πως πίσω από ένα χαμόγελο ή μια «ελαφράδα» που βλέπει, ελλοχεύει έως και η κατάθλιψη. Εγώ προέρχομαι από μία οικογένεια κλειστή μ’ έναν πατέρα πολύ συντηρητικό, που αν ζούσε όταν έδινα εξετάσεις για να μπω στο θέατρο, δεν θα με άφηνε. Μυτιληνιός ο μπαμπάς, θυμάμαι να μου λέει «Άντε να μεγαλώσεις να σου κάνω προξενιό, να σε παντρέψω, να μου κάνεις και εγγόνια». Αυτό ήταν τ’ όνειρο του, μιας απλής μικροαστικής οικογένειας.

Πότε τον έχασες τον μπαμπά σου;

Πέθανε το ’86, όταν εγώ ήμουν ακόμη στο γυμνάσιο.

Πως καλύφθηκε το κενό αυτό;

Δεν καλύπτονται τα κενά αυτά, αλλά ήταν και μία σχέση εξ αποστάσεως. Ο μπαμπάς μου είχε επιχειρήσεις στο Βελγικό Κογκό, που είχε μεταναστεύσει από πολύ νέος κι είχε πάρει μαζί και τα αδέρφια του. Ερχόταν μια φορά το χρόνο στην Ελλάδα, Χριστούγεννα ή καλοκαίρια. 

Και ένας άνθρωπος που σ’ έβλεπε μια φορά το χρόνο θα’χε άποψη για τις σπουδές σου;

Βεβαίως, γιατί ήταν παρών κατά τ’ άλλα. Στήριζε οικονομικά το σπίτι, στο οποίο μεγαλώναμε.

Με τους παππούδες;

Όχι, μεγαλώσαμε σε ανάδοχη οικογένεια. Όταν γεννηθήκαμε με τον δίδυμο αδερφό μου, μικρότερος μου κατά έξι ώρες, ο μπαμπάς μου μας έστειλε στην Ελλάδα με μία Ελληνίδα από κει που είχε πολλά χρόνια να έρθει στην Ελλάδα. Της είχε πει: «Θα πάρεις τα παιδιά μου να τα πας στη μάνα μου μέχρι να βρεθεί μία ανάδοχη οικογένεια». Ήταν και πολύ δεμένος με την Ελλάδα ο πατέρας μου…

Κι αυτό απέκλειε το γεγονός να παρέμενε εκεί, έχοντας οικογένεια με μια γυναίκα από το Κογκό;

Ακριβώς. Τα καλοκαίρια που πηγαίναμε στη Μυτιλήνη, του έκαναν προξενιά – ήταν κι η εποχή των προξενιών – αυτός όμως, όπως φάνηκε, δεν ξεπέρασε ποτέ τη μαμά. Ήταν πολύ ερωτευμένος, αλλά τελικά δεν κράτησε την οικογένεια του μαζί της. Είναι κάπως συγκινητικό αυτό.

Είχαν κρατήσει επαφές;

Εκεί δεν ξέρω τι συνέβαινε, μην έχοντας καμιά σχέση. Άκουσα ιστορίες αφού πέθανε ο μπαμπάς κι αφού, συνειδητά κι εγώ, επέλεξα να ρωτήσω. Παλιότερα υπήρχε μπροστά ένας τοίχος σε ότι συνέδεε Ελλάδα και Βελγικό Κογκό. Ένιωθα τελείως Ελληνίδα και ότι γονείς μου ήταν οι άνθρωποι που μεγάλωσα μαζί τους. Δεν αναγνώριζα καν τον αληθινό μου πατέρα για πατέρα μου. 

Ζουν σήμερα οι θετοί γονείς σου;

Δεν ζουν πια, γιατί όταν μας ανέλαβαν πλησίαζαν ήδη τα εξήντα. Βίωσα, έτσι, την απώλεια του φυσικού μου πατέρα και των θετών γονιών μου. Από απώλειες, γενικά, καλά πάμε…

Βάλε και την έλλειψη της μάνας, που κι αυτή απώλεια ήταν. Δεν ένιωθες να σου λείπει το δέσιμο με έναν ομφάλιο λώρο; 

Ήμουν τόσο εμμονική, αυτιστική σχεδόν, με το ότι μαμά μου είναι μόνο η Αθηνά και μπαμπάς μου ο Θεόφιλος. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα μου. Αυτό που ρωτάς, μου έσκασε πολύ μετά, με την ψυχοθεραπεία. Κατάλαβα ότι παραμυθιαζόμουν, αφού υπήρχαν βιολογική μαμά και μπαμπάς. 

Εντάξει, μιλάμε για μία άμυνα λογική.

Μόνο άμυνα ήταν…

Έκανες ενέργειες να βρεθείς με τη μητέρα σου, να τη δεις έστω πως ήταν, πως έμοιαζε…

Η μόνη φάση που μου μπήκε η σκέψη να πάω εκεί μπας και την ανακαλύψω, ήταν στην περίοδο της ψυχοθεραπείας. Το πράγμα, όμως, ήταν δύσκολο, γιατί εκεί υπήρχε εμφύλιος και δεν ήταν το ίδιο σαν να έψαχνα στο Παρίσι ή στο Λονδίνο. Έστω, ακόμη, να’ βλεπα τη χώρα που γεννήθηκα, όχι τον άνθρωπο που με γέννησε…Όσο περνάνε τα χρόνια αποχαιρετώ τη σκέψη αυτή, νιώθω ότι δεν μου λέει κάτι…Θα έβλεπα έναν άνθρωπο, ο οποίος ουσιαστικά μού είναι ξένος κι επίσης θεωρώ ότι γονείς σου είναι οι άνθρωποι που σε μεγαλώνουν. 

Κι η ίδια, άλλωστε, θα έκανε ενέργειες αν ήθελε να μάθει τι απέγιναν τα παιδιά της.

Σαφέστατα! Εκεί πάλι δε μπορούμε να ξέρουμε το μορφωτικό – βιοτικό επίπεδο. Ενώ έλεγα στην αρχή μέσα μου «Δεν θα ήθελε να με δει η μαμά μου;», αργότερα κατάλαβα ότι εκεί οι άνθρωποι δεν μορφώνονται και ζουν μέσα στο φόβο. Τη δικαιολόγησα κάπως. 

Ήρθες εδώ, λοιπόν, μαζί με τον αδερφό σου, όπως είπες.

Ο αδερφός μου ήταν η αιτία που έγινα ηθοποιός! Ήταν ένα κουκλί από μικρός, ενώ εγώ δεν ήμουν, που ασχολήθηκε πολύ νωρίς με το μόντελινγκ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Για να βγάζω ένα χαρτζιλίκι, ξεκίνησα κι εγώ το μόντελινγκ με δική του παρότρυνση, χωρίς να’χω καμία σχέση μ’ αυτό. Δεν ήμουν και καμία εκπάγλου καλλονής. Μέσω μόντελινγκ, όμως, μπήκα στη διαδικασία να δώσω εξετάσεις σε δραματική σχολή. Πέρασα από’να σήριαλ, μου είπε ο σκηνοθέτης ότι τα λέω ωραία και ότι πρέπει να δώσω εξετάσεις για κάποια σχολή υποκριτικής. 

Σε τι ηλικία αυτό;

Στα 19 μου. Ώριμο κορίτσι, θα έλεγα. Η πρώτη χρονιά που μπήκα στη σχολή πέρασε με το τι ωραία περνάμε και τι θα φορέσω ή πότε θα κάνω κάνα σκασιαρχείο.

Ήταν εύπορη η οικογένεια που σας είχε αναλάβει;

Ο μπαμπάς είχε πεθάνει, αλλά είχαμε μια καλή ζωή για τα ελληνικά δεδομένα. Και ο μπαμπάς μπορεί να ήταν «σφιχτός», αλλά είχε χτίσει μια μεγάλη περιουσία στην Αφρική κι είχαμε τα καλά τα βασικά, που μας έστελνε. Η Αθηνούλα, η θετή μου μαμά, ήταν μία μοδίστρα και ο Θεόφιλος, ο θετός μου μπαμπάς, ήταν κουρέας. Όταν πέθανε νωρίτερα ο Θεόφιλος και η Αθηνά έπαιρνε τη σύνταξη του – τότε που ήταν καλές οι συντάξεις – «έφευγε» όλη σε μας και στα καλύτερα. Τη θυμάμαι να τηλεφωνεί του πατέρα μου, «Τα παιδιά θέλουν αυτό» κλπ. «Όχι, να μάθουν να ζουν και με τα λίγα» της απαντούσε αυτός, αλλά εκείνη έβγαινε στις αγορές και μας ψώνιζε τα καλύτερα. 

Μου περιγράφεις μία αρμονική οικογένεια.

Εν μέρει. 

Γιατί;

Δεν ήταν το κλασικό μοντέλο οικογένειας. Οι θετοί γονείς ήταν μεγάλης ηλικίας για να’ναι πραγματικοί γονείς. Τον Θεόφιλο, τον θετό μου μπαμπά, τον χάσαμε όταν ήμουν στη δευτέρα δημοτικού. Τον πήραν ένα βράδυ και με τον αδερφό μου νομίζαμε ότι μας κάνει πλάκα. Πόναγε και τελικά «έφυγε» από διάτρηση στομάχου, που σήμερα δεν «φεύγει» κανείς απ’ αυτό. Απλά δεν ξαναγύρισε σπίτι κι ήταν τρομακτικό αυτό! Να’σαι σε τόσο μικρή ηλικία και να λες «Μα πως; Δεν γίνεται να μην επιστρέψει στο σπίτι ο μπαμπάς, που πήγε; Δεν θα μας πάει βόλτα στο παρκάκι;»

Σας αγαπούσε πολύ.

Πάρα πολύ! Νομίζω πως αν ζούσε ο Θεόφιλος, που μου’χε τρομερή αδυναμία, θα είχα κι εγώ πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Η Αθηνούλα είχε τρέλα με τον αδερφό μου, ανήκε στις γενιές που λέγανε «Έχω ένα παιδί κι ένα κορίτσι». Μια ζωή η αγωνία μου ήταν να την κάνω να μ’ αγαπήσει παραπάνω απ’ τον αδερφό μου! Μέχρι και λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή…(σ.σ. έχει δακρύσει σχεδόν)

Αυτό κι αν είναι συγκινητικό!

Είναι, αλλά σου αφήνει και μερικά τραύματα…

Ένα στεγανό είχε καταρριφθεί παρόλα αυτά. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων συντηρητικών Ελλήνων είχαν υιοθετήσει δύο μαυράκια, δύο μιγαδάκια από το Βελγικό Κογκό.

Δεν ήταν υιοθεσία, ήταν ανάδοχη οικογένεια. Ο μπαμπάς δηλαδή υπήρχε, δεν μας αποποιήθηκε. Το όνομα Σερέτη που φέρω είναι αυτό του βιολογικού μου πατέρα. Ξέρω ότι πήγαινε κάποτε ο νονός μου στο κουρείο ενός ανθρώπου που όλη την ώρα έλεγε «Εμάς, που αγαπάμε τόσο τα παιδιά, δεν μας έδωσε ο θεός»…Μια μέρα πάει από κει ο νονός μου και του λέει: «Έχουμε δύο δίδυμα παιδάκια, που ο μπαμπάς τους θέλει να πάνε σε πολύ καλή οικογένεια. Θα υπάρχει ο φυσικός πατέρας και δε θέλει να χωριστούν τα παιδιά του. Τι θα λέγατε;» Την επόμενη κιόλας μέρα βρεθήκαμε στο σπίτι αυτών των ανθρώπων, 18 μηνών βρέφη. 

Ο χαρακτηρισμός «συντηρητικοί» που είπα πριν, ταίριαζε στους θετούς γονείς σου;

Ναι, σε κάποια πράγματα, όχι σε όλα. Διότι ο Θεόφιλος ήταν κομμουνιστής με περάσματα από τη Γυάρο και τη Μακρόνησο, τα γνωστά…Και η Αθηνά ήταν πολύ μπροστά άνθρωπος, δραστήρια και πολιτικοποιημένη στην Αριστερά. Όλο αυτό έπαιξε ρόλο, πιστεύω, στο να μας αναλάβουν. 

Αν υποτεθεί πως ζούμε σε μια εποχή επανεμφάνισης ακραίων ρατσιστικών φαινομένων, τι είδες ν’ αλλάζει μέσα στα χρόνια στην Ελλάδα επ’ αυτού;

Ευτυχώς που μεγάλωνα με τον αδερφό μου κι έβλεπα άλλον έναν «διαφορετικό», κάτι πολύ σημαντικό στην παιδική μου ηλικία. Είχα αναφορά εκεί που αναρωτιόμουν «Γιατί οι γονείς μου είναι λευκοί κι εγώ είμαι έτσι; Γιατί στο σχολείο είναι λευκά όλα τ’ άλλα παιδάκια;» Ένιωθα πολύ παράξενα, σαν να μου έλειπε ένα χέρι! Από μικρή άκουγα σχόλια για το χρώμα μου, οπότε και να μην ήθελα ν’ αναρωτιέμαι, η κοινωνία με ανάγκαζε να το κάνω. Σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα χιλιάδες διαφορετικοί άνθρωποι απ’ όλες τις χώρες. Είναι μια πολυχρωμία και μία πανσπερμία φυλών, που τη βρίσκω πολύ συγκινητική απ’ την άποψη συνύπαρξης των ανθρώπων. Βέβαια δεν συνυπάρχουν σε ιδεατά επίπεδα, έτσι όπως εγώ θα το ονειρευόμουν. 

Άρα, ναι μεν υπάρχει ρατσισμός, η κοινωνία όμως έχει εμπλουτιστεί.

Έχει γίνει ένα άνοιγμα, αν υποτεθεί πως παλιά, αν έβλεπε ένας στο χωριό κάποιον μαύρο, να νόμιζε ότι κατέβηκε ο διάολος! Μεγαλώσαμε με το στερεότυπο «Φάε το φαΐ σου γιατί θα σε δώσω στο γύφτο, στον αράπη», βλέπαμε ελληνικές ταινίες με τον Βουτσά να βάφεται με φούμο, αυτά ήταν τα στερεότυπα και, δυστυχώς, ακόμη υπάρχουν. Μπορεί να μη φαίνονται σ’ αυτό το βαθμό στην τηλεόραση ειδικά, αλλά αρκετές φορές τα βλέπω και με κάνουν να ντρέπομαι. Οι νέες γενιές έχουν γαλουχηθεί με μεγαλύτερη ανοχή στο διαφορετικό, αλλά σαφέστατα υπάρχει και το «παλιό», που σε πηγαίνει πάντα πίσω. Βλέπουμε τι γίνεται και στις ξένες χώρες. Σε μας ο ρατσισμός δεν είναι τόσο εξόφθαλμος, αλλά πιο υπόγειος. Έχουμε δρόμο ακόμα!

Απ’ την άλλη, υπάρχει κι ένας εργασιακός ρατσισμός, όταν χιλιάδες άνθρωποι οδηγούνται στην ανεργία και ειδικά οι καλλιτέχνες. Εσύ δίνεις την εικόνα μιας μαχήτριας τα τελευταία χρόνια. Θα μπορούσες, φαντάζομαι, να ήσουν σ’ ένα σήριαλ αυτή τη στιγμή.

Δεν το ξέρω αυτό, αφού όταν αποκόβεσαι από κάτι, σε αποκόβει και το σύστημα από μόνο του. 

Θεωρείς τον εαυτό σου αποκομμένο;

Από την τηλεόραση, ναι, γιατί έχω δηλώσει και κάποιες θέσεις. Δεν είναι ότι χτυπάει το τηλέφωνο μου και λέω «Παιδιά, έρχομαι να κάνω το οτιδήποτε». Βάζω κάποιες βάσεις: Δεν μπορώ να κάνω στερεοτυπικούς ρόλους, δε μπορώ να είμαι σε πράγματα που είτε με προσβάλλουν, είτε περνάνε ένα πρότυπο που δεν θα μου άρεσε να το δουν τα νέα παιδιά. Θέλω να εξελίσσομαι, θέλω να δίνω ένα παράδειγμα και κυρίως να είμαι εγώ πολύ καλά μέσα σ’ αυτό. Διότι, συχνά στο παρελθόν, μη γνωρίζοντας και προσπαθώντας ν’ αρπάξω την ευκαιρία, ερμήνευα κείμενα που ντρεπόμουν. Όταν, π.χ., ακουγόταν ένα αστείο κακό για το χρώμα…

Στην τηλεόραση πάντα, έτσι;

Ναι, εκεί που όλα ειπώνονταν τάχα με χιούμορ, αλλά με κακό χιούμορ. 

Δηλαδή εν έτει 2020 δεν θα δεχόσουν να υποδυθείς τη μαύρη υπηρέτρια.

Σε καμία περίπτωση, εκτός αν ήταν κάτι που σχετιζόταν με το μεταναστευτικό με μια ωραία ιστορία από πίσω. Εκεί δεν θα έλεγα όχι, αλλά βέβαια μακριά απ’ τη λογική «Α, η ωραία η μαυρούλα» ή «Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς». Έλεος!

Είδες πως έχεις προοδεύσει η κοινωνία; Ένα σήριαλ τόσο δημοφιλές πριν από 25 χρόνια, να μοιάζει τόσο παρωχημένο σήμερα.

Μοιάζει παρωχημένο, αλλά βλέπω ότι ακόμη το παρακολουθούν και πολλά νέα παιδιά μου στέλνουν βιντεάκια, γράφοντας μου «Σ’ αγαπάμε» ή «Όσα χρόνια κι αν περάσουν, εμείς θα γελάμε με τη Δεβόρα»! Δεν στέκονται βέβαια σ’ αυτό, αλλά υπογείως τους έχουν περαστεί περίεργα μηνύματα. Και μιλάω για όλες τις σειρές του καιρού εκείνου, όχι μόνο για το «Εκείνες κι εγώ». Δεν μπορώ να σου πω δηλαδή ότι κάνω και πάρτι που ακόμη «τραβάει» το σήριαλ αυτό. 

Κάποτε είχα βγει με μία καλή συνάδελφο σου, η οποία έγινε τρομερά δημοφιλής από ένα άλλο κωμικό σήριαλ. Ήρθε ένα νέο παιδί και της είπε «Σε βλέπω και γελάω συνέχεια», πράγμα που την ενόχλησε απίστευτα.

Παλιότερα θύμωνα κι εγώ πάρα πολύ, τελευταία το’χω αποδεχτεί. Πριν μία επταετία, ούτε καν δεκαετία, μπορεί να γινόμουν προσβλητική με κάποιον που θα μου έλεγε για εκείνους τους ρόλους στην τηλεόραση.

Πες μου τι ακριβώς έκανες δηλαδή.

Γινόμουν λίγο με υφάκι, του στυλ «Τι εννοείτε;» Ήμουν σε απόσταση…«Σε μένα μιλάτε;» ή «Ξέρετε, αυτό ήταν πριν κάποια χρόνια, είμαστε στο 2013»…Είχα ένα ύφος που δεν με τιμά, έτσι που το σκέφτομαι τώρα, γι’ αυτό και το δούλεψα, επειδή ακριβώς δεν μου άρεσε ο εαυτός μου. Με έδειχναν στο μετρό και καταλάβαινα ότι συζητούσαν κάτι με αφορμή τα κωμικά που έχω κάνει. Δεν είναι ωραίο να σε δείχνουν και να γελάνε δυνατά, πως να το κάνουμε; Εκεί εκνευριζόμουν και έκανα τσαμπουκά! «Συμβαίνει τίποτα; Έχετε κάνα πρόβλημα και γελάτε; Πείτε το μου να το λύσουμε»! 

Έλεγες τέτοια στον κόσμο;

Συνέχεια! Έχουν να το λένε οι φίλοι μου μεταξύ 2000 και 2005. Τσακωνόμουν συνέχεια στο μετρό, τους την «έλεγα»! Κοίτα, μ’ αρέσει η ευγένεια. Ας έρθει ο άλλος κι ας μου πει ότι θέλει, για Δεβόρα, για «Μαύρο Ωκεανό», για τα πάντα…

Ναι, όπως κάποτε ένα γκαρσόνι ζήτησε απ’ τη Σαπφώ Νοταρά να πει ένα αστείο κι έγινε έξαλλη. «Αν σε δω στην Πανεπιστημίου, θα σου πω ”Τράβα φέρε μου ένα ποτήρι νερό”» του’χε απαντήσει.

Έτσι είναι ο κόσμος, όμως! Πρόσφατα, στο σπίτι που έλεγα πριν, υπήρχε κι ένα παιδί που με το που μπήκα, με το που είπα τ’ όνομα μου, μου λέει: «Σε είδα στο ”Safe Sex”, το σήριαλ! Μπορείς να κάνεις λίγο έτσι όπως έκανες εκεί;» Και του απάντησα: «Δηλαδή αν έκανα χειρουργεία καρδιάς, θα μου ζητούσες να σε εγχειρίσω; Τι φάση;» Προσπαθούσα να του το εξηγήσω και δεν ξέρω αν το κατάλαβε. Είναι όλα αυτά τα μηνύματα που περνάνε στο ασυνείδητο, χωρίς να το καταλαβαίνουμε.

Θεωρείς, με την τόση εμπειρία σου, ότι η τηλεόραση παίζει έναν ύποπτο ρόλο στις ζωές μας;

Σαφέστατα! Θα μπορούσε, απ’ την άλλη, να’ναι ένα ξύπνημα της άνοιξης, να μας πηγαίνει πιο μπροστά. Βλέπεις, όμως, πως όλοι αυτοί που τη «διοικούν», είναι μες την τρομολαγνεία, τη διαστρέβλωση και, τελευταία, τα fake news.

Μόλις μου είπες τους λόγους, για τους οποίους μάλλον απέχεις συνειδητά απ’ την τηλεόραση.

Με φοβίζει λίγο το όλο πακέτο, είναι μια δική μου αντίληψη και δεν έχει να κάνει μόνο με το «Ουάου, η Σερέτη είναι επιλεκτική» κλπ. Κάποια πράγματα με φόβισαν στο παρελθόν και κλείστηκα στο καβούκι μου. Πέρασα και μια φάση που είχα παραβγεί στη δημοσιότητα, ήμουν παντού πρωτοσέλιδο για λάθος λόγους. Μου έκανε μεγάλο κακό όλο αυτό στην ψυχολογία μου, γιατί δεν ήμουν αυτό και δεν είχα ποντάρει ποτέ σε μία λάθος δημοσιότητα για να βγω προς τα έξω. Τρομοκρατήθηκα, έπαθα πανικό, γι’ αυτό και αποχώρισα, σίγησα κι άρχισα να κάνω επιλογές. Ήθελα να δω που μπορώ να με χωρέσω και να’ μαι η Νίκη 100%. Έτσι, οδηγήθηκα στο θέατρο.

Πως αντιλαμβάνεσαι τον όρο «σελέμπριτι»; Ελπίζω να μην παρεξηγηθώ, αλλά παραμένεις σελέμπριτι.

Μισώ τον όρο «σελέμπριτι»! Αλήθεια τώρα, με θεωρείς ακόμα σελέμπριτι; Μπορεί να έχω μία δημοσιότητα…

Απ’ τη στιγμή που βγαίνεις στον Αρναούτογλου, σελέμπριτι θα σε πω.

Γιατί, στον Αρναούτογλου βγαίνουν μόνο σελέμπριτι; Δεν βγαίνουν γιατροί, ας πούμε, που μπορεί να’χουν σώσει κόσμο ή νά’χουν ανακαλύψει κάτι;

Καλά, γράψε λάθος, δεν παρακολουθώ άλλωστε την εκπομπή του ανθρώπου.

Κι εγώ δεν πολυπαρακολουθώ τηλεόραση, αλλά δε θεωρώ ότι με καθιστά σελέμπριτι το ότι πήγα σε μια τέτοια εκπομπή. Το παιδί που με βλέπει απ’ την επαρχία, ας πούμε, και δεν ξέρει τι γίνεται εδώ, ένας άλλος που μπορεί να μου πει «Κάνε μου λίγο το ρόλο αυτό» είναι κι αυτοί που με θεωρούν σελέμπριτι. 

Τότε απάντησε μου στο τι είναι για σένα ένας σελέμπριτι.

Αυτός που δεν έχει μία ορισμένη ταυτότητα, που γίνεται για κάποιο λόγο διάσημος, γνωστός, απασχολεί τα media, τον θέλουν όλοι στις πρεμιέρες και στις φωτογραφίσεις, μόνο που αυτό δεν τον κάνει να’χει επιτελέσει ένα έργο ή να’χει αφήσει μία συγκεκριμένη διαχρονική σφραγίδα. Εγώ αυτό που ψάχνω στη ζωή μου δεν είναι ν’ αφήσω τη σφραγίδα μου για τους άλλους, αλλά να υπάρχει ένα σημείο αναφοράς για μένα: Ήμουν στο 0, πήγα στο 3 και τώρα είμαι στο 5! Και τα νούμερα ξαναπέφτουν, γιατί είσαι μέρος μιας συσσίφειας λογικής που σε ξαναπάει στο 0 και ξαναπροσπαθείς. Ούτε ως σελέμπριτι, αφού το θες, αλλά ούτε και ως καλλιτέχνιδα, ως ηθοποιός, έχω φτάσει κάπου. Βρίσκομαι στο μεταίχμιο. Προτιμώ να πει κάποιος «Ποια είναι αυτή;» και θα μάθει τ’ όνομα μου! Είναι πολύ σημαντικό να’σαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ξεκινάς απ’ το τίποτα. Εντάξει, εγώ έχω μια πορεία και μια διαδρομή και, μοιραία, κάποιος θα τα θυμηθεί όλα – εγώ παρόλα αυτά δεν λειτουργώ έτσι και δεν με αφορά, γιατί αν μ’ αφορούσε, θα μπορούσα πολύ εύκολα να το κάνω. Είναι πολύ εύκολο στην Ελλάδα, επίσης, το κοριτσάκι που πριν έκανε «πιστολάκι», αύριο να’χει ένα εκατομμύριο followers και να το ξέρουν περισσότερο απ’ ότι εμένα. Και για να κλείνουμε, το να σε ξέρουν ως Δεβόρα ή ως Αγαύη, μ’ αυτό που κάνω τώρα, δεν σε χρήζει σελέμπριτι σε καμία περίπτωση. 

Όλα είναι θέμα μιας παιδείας, πιστεύω. Μία άλλη ηθοποιός, εμποτισμένη στο life style, μπορεί ν’ άκουγε Αγαύη και νά’λεγε «Που να μπλέξω τώρα με τα κουλτουριάρικα»…

Κι εγώ δεν προγραμμάτισα τίποτα, απλά έχοντας ανησυχίες, αλλά και μεταφυσικές σκέψεις, ήταν όλα όσα φανερώθηκαν μπροστά μου. Μπορεί να ήθελα να ήμουν στο Χόλιγουντ, ε δεν σημαίνει ότι θα μου ερχόταν κιόλας. Αυτά είναι που με αφορούν εμένα, όσο δύσκολα κι αν έχουν γίνει τα πράγματα με τις απληρωσιές και το «θα γίνει – δεν θα γίνει». Εκεί μέσα μπορώ και γουστάρω, αναπνέω, είμαι εγώ 100%. Στα άλλα είμαι: «Πάμε να το κάνουμε»…Ακόμη και το γυαλί θέλει κάπως να πουλάς τον εαυτό σου, που πια δεν νομίζω να τό’χω. Σε θέλει χαρούμενη, «happy» που λένε. Εγώ, ακόμη και στο instagram, ανεβάζω φωτογραφίες που είμαι μουντρούχα ή επειδή κοιτάζω απλά στο φακό. Δεν μπορώ να κάνω μούτες και χαριτωμενιές.

Πιστεύεις ότι την κατέχεις καλά την ψυχολογία του «follower», του φαν;

Κάθε φορά εκπλήσσομαι και παρακολουθώ το φαινόμενο σαν θεατής, διότι περί φαινομένου πρόκειται. Παίρνω απόσταση, με ξενίζει και ώρες – ώρες νιώθω περίεργα ακόμη και με τον εαυτό μου: «Έλα, εντάξει, παρανέβασες φωτογραφίες, μην γίνεσαι αυτοαναφορική, μη δείχνεις όλο τα μούτρα σου»…Δε μπορώ να πω ότι νιώθω καλά, έχοντας πολλές εσωτερικές συνομιλίες με την πάρτη μου. Ένας γύρος, βρε παιδί μου, γύρω απ’ τους εαυτούς μας που κανείς δεν συναντιέται τελικά. Όλοι στη θεσούλα μας, να φανούμε, να δειχτούμε…Όλα ένα ψέμα που τελικά έχει αντίκτυπο και στις σχέσεις μας. 

Μια και αναφέρεσαι στις διαπροσωπικές σχέσεις, αν υποτεθεί πως την καλλιτεχνική σου ισορροπία την ψάχνεις και τη βρίσκεις, τι γίνεται με την άλλη ισορροπία, την ιδιωτική σου;

Την έχω μόνο με τον εαυτό μου, όχι με τους άλλους! Αυτό που παρατηρώ να μου συμβαίνει, είναι όλοι να βρίσκονται σ’ ένα φευγιό. Συστήνονται και μετά το βάζουν στα πόδια. Βιώνουν ότι είναι να βιώσουν, πέντε ωρών, μιας βραδιάς, δύο μηνών και μετά την «κάνουν».

Εννοείς από ένα one night stand μέχρι μια φιλική γνωριμία.

Ακριβώς. Όλοι μετά το βάζουν στα πόδια. Δεν αναρωτιούνται το «Από που το βάζεις στα πόδια; Απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό, όχι απ’ τον άλλον»! Άρα αυτό δεν τους βάζει στη σκέψη γιατί το κάνουν και πως θα το αλλάξουν; Είναι πολύ περίεργο, το πιο δύσκολο…Μιλάω τώρα γενικά, ως παρατηρητής, όχι μόνο μέσω αυτών που μου συμβαίνουν. 

Η επιδερμικότητα είναι ίδιον των περισσότερων ανθρώπων. Συνηθίζεται, πιστεύω. Εσύ αποστασιοποιείσαι σε σχέση μ’ αυτό που δίνεις κι αυτό που ζητάς απ’ τους άλλους;

Εμένα μου αρέσει να δίνεται ένας χρόνος και μία σταθερότητα, η διαδικασία δηλαδή για να γνωρίσεις τον συνάνθρωπο σου. Να δεις αν ταιριάζετε, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό, όπως είπες κι εσύ. Προφανώς, ενώ δεν το βάζω στα πόδια και είμαι διαρκώς παρούσα, θα ανήκω σε μία άλλη κατηγορία: Τα δικά μου προσωπικά εμπόδια να με κάνουν να μη μπορώ να ελκύω αυτούς που επιθυμώ, αυτούς που ακόμη δεν έχω συναντηθεί μαζί τους. Αφού εγώ το προξενώ, δε θα’ μαι κι εγώ έτοιμη με όλες τις αγωνίες μέσα μου και τις αμφιβολίες δέσμευσης και ελευθερίας. Μάλλον δε θα μπορώ να συνυπάρξω μ’ έναν άλλο άνθρωπο επί της ουσίας, εκεί έχω καταλήξει. 

Μ’ όλα αυτά που μου λες, δεν πρέπει να’σαι και πολύ χαρούμενη. Για να μην πω ότι έως και υποφέρεις…

Πολύ, πολύ…Πέφτω εύκολα…

Δεν είμαι ο ψυχαναλυτής σου αυτή τη στιγμή, αλλά ιδιαίτερο πρόβλημα επικοινωνίας δεν θα διέβλεπα.

Σε μένα ισχύει, θα έλεγα, ο φόβος του άλλου, γιατί μια προβολή μας κάνουμε πάντα μέσω των άλλων. Δικά μας στοιχεία μάς αρέσουν στους άλλους, αυτά γευόμαστε, ερωτευόμαστε και μετά ξε- ερωτευόμαστε. Είναι το μόνο σίγουρο. Ίσως δεν θέλουμε η προβολή αυτή να γίνει το απόλυτο βίωμα, αφού μ’ έχω πιάσει συχνά άλλα να λέω και άλλα να κάνω. Μπορεί να λέω, άμα με ρωτήσεις, ότι αποζητώ μια σχέση, η πράξη όμως αποδεικνύει ότι επί της ουσίας θέλω να’μαι μόνη μου. Και ταυτόχρονα δεν θέλω να’μαι μόνη μου! Είναι το πολύπλοκο του ανθρώπου που τα θέλει όλα και στο τέλος δεν καταφέρνει ούτε ν’ αγαπηθεί, ούτε καν να γνωριστεί ουσιαστικά. 

Τελικά υπάρχει πρόβλημα επικοινωνίας!

Ναι, είναι καθαρά πρόβλημα επικοινωνίας, συχνοτήτων και timing, αν και τελευταία έχω απορρίψει και το timing. Για μένα η καραντίνα ήταν η είσοδος σε μία ωριμότητα και τώρα περιμένω να δω τι έχει γίνει όλο αυτόν τον καιρό. Βλέπω τη ζωή να μου φέρνει ίδια πράγματα, σαν να μου λέει «Ορίστε, πάρε τα ίδια! Πως θα τα αντιμετωπίσεις; Θα υποπέσεις στα ίδια σφάλματα;» Είναι σαν κάποιος να τρελάθηκε με ότι έβλεπε να συμβαίνει στον κόσμο μας και να μας είπε: «Χαλαρώστε λίγο! Κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του, κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη του άλλου, πάρτε έναν κορονοϊό να ισιώσετε και όλα θα τα κάνετε με τον σκληρό τρόπο. Τουλάχιστον θα μάθετε για να περάσετε στην επόμενη πίστα».

Πολύ αισιόδοξο ακούγεται μες την απαισιοδοξία του.

Ωστόσο θα μετρήσουμε θύματα, όπως ήδη έχουμε μετρήσει σ’ όλο τον πλανήτη. Υπάρχει κι ένα γενικό «λάλημα», το βλέπουμε. Δεν γινόταν, όμως, διαφορετικά. Έπρεπε να δοθεί κάτι ακραίο και θα δούμε ποιοι και πόσοι θα «μετακινηθούν». Λίγοι θά’ναι, πάντως. 

Θέλω να μου πεις τώρα πώς πιστεύεις ότι διαμόρφωσες την προσωπική σου αισθητική; Είπες πριν ότι έγινες πρωτοσέλιδο για πολύ καιρό, μα για λάθος λόγους.

Κοίταξε, αισθητική υπήρχε στο σπίτι που μεγάλωσα, ειδικά από την Αθηνούλα. Ήμουν κι ένα παιδί που πάντα ήθελα να μαθαίνω και αναζητούσα κάποιον που θα με «πλάσει». 

Έναν Πυγμαλίωνα;

Κάτι τέτοιο. Ήταν ένα όνειρο μου. Και δεν εννοώ ερωτικά, ας ήταν και γυναίκα. Αποζητούσα έναν σοφό άνθρωπο, έναν ποιητή ας πούμε, που θα με βάλει σ’ ένα πιο μαγικό κόσμο απ’ αυτόν που ζούμε, μαθαίνοντας μου και πρακτικά πράγματα. Έτσι άρχισαν οι συναντήσεις μου να είναι με ανθρώπους που με πήγαιναν προς τα κει. Από την κολλητή μου, την Άννα Μιχαήλου, που είναι ένα τέτοιο παιδί, σοφό, αλλά και την Αναστασία, που δεν είναι στο χώρο. Οριακή ήταν η γνωριμία μου με τον Σάκη Παπακωνσταντίνου, αφού ήταν ο πρώτος που πίστεψε σε μένα και μου πρότεινε να κάνουμε τον «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ. Για μένα ο Σάκης είναι η επιτομή της αισθητικής, που ως δάσκαλος επέμενε πολύ με όλη τη δέουσα αυστηρότητα. Μπορεί να είχα κάνει διάφορα με τον Πέρρη Μιχαηλίδη ή τον Κακλέα, αλλά ένα χαοτικό σχεδόν κείμενο Βιρτζίνια Γουλφ που έγινε θεατρικός μονόλογος, με κάνει σήμερα να χαρακτηρίζω τον Παπακωνσταντίνου σκηνοθέτη – μέντορα. Εννοείται πως ακόμη μοιάζει να σκηνοθετεί τη ζωή μου, με παρακολουθεί, μου κάνει παρατηρήσεις, μ’ αγαπάει κι έχουμε μια σχέση ζωής πια. Αγαπώ τους ευφυείς ανθρώπους, να ξέρεις, γι’ αυτό και κολλάω μαζί τους. Γι’ αυτό επίσης είχα αγαπήσει και τον Γιώργο Μιχαηλίδη, που διέθετε μία ποιητικότητα. Είναι στοιχεία που μπορεί να με κάνουν να νιώσω ερωτική έλξη για κάποιον. Σκέφτομαι καμιά φορά το «Μαύρο τρίπτυχο» που’χε ζωγραφίσει ο Μπέικον όταν βρήκε νεκρό τον εραστή του στο μπάνιο! Κατευθείαν, ορμώμενος από τον πόνο, πήγε κι έκανε τέχνη για να εκφραστεί. Οι έντονες καταστάσεις έχουν σημασία, παρόλο που δεν έχουν μεγάλες διαδρομές. Τις περνάς τη μία μετά την άλλη και πας στην επόμενη, αν κι εγώ επίσης- ρομαντικά ίσως- πιστεύω στο «Για πάντα». 

Κι αυτό πάλι πως το δηλώνεις ώστε να γίνει εύληπτο απ’ όσους επιθυμείς;

Καταρχάς είμαι άνθρωπος που όταν ερωτεύεται, γράφει επιστολές και στο χέρι κιόλας. Θα ήθελα μάλλον να ζω σε μιαν άλλη εποχή που θα μου ταίριαζε περισσότερο. Δεν τη γουστάρω όλη αυτή την ταχύτητα στα πάντα σήμερα. 

Μου ανάφερες κάποια ονόματα. Ποιοι άλλοι ήταν οι «φάροι» στην πορεία σου;

Ελπίζω να μην ακουστεί επηρμένο, αλλά το πιο λαμπρό φως στη ζωή μου είμαι εγώ η ίδια μαζί όμως με το σκοτάδι. Το φως το σκορπάω έξω σαν πόλο έλξης, ενώ το σκοτάδι το κρατάω μέσα μου για μένα. Είναι λάθος, βέβαια, γιατί συχνά το φως που σκορπιέται, προσελκύει και λάθος ανθρώπους…Από κει και πέρα, θεωρώ ότι με βοήθησαν ο Πέρης Μιχαηλίδης στα πρώτα μου βήματα, ο Μηνάς Μαυρικάκης, ένας πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος, ο Γιώργος Μιχαηλίδης που ήθελε να κάνουμε τη «Μήδεια» μέχρι και λίγο πριν πεθάνει – περιμένοντας μήπως έπαιρνε κάποια επιχορήγηση ο γλυκός μου -, ο Σάκης Παπακωνσταντίνου που σου μίλησα αρκετά γι’ αυτόν, θα πω όμως και τον Χρήστο Σουγάρη με μία άλλη έννοια: Σε καιρούς δύσκολους που πάντα τα παρεάκια κάνουν την ιστορία, είναι ένας άνθρωπος ο Χρήστος που συναντηθήκαμε από κοινού. «Χτιστήκαμε» από κοινού, εκεί που όλοι οι άλλοι σκηνοθέτες μου ήταν ήδη καταξιωμένοι δημιουργοί. Με τον Χρήστο τώρα το πάμε μαζί, ενώνουμε δυνάμεις με μία πίστη σχεδόν σ’ ένα παράλογο και μια τρέλα. Μα, μόνο το παράλογο είναι η αρχή της πίστης άλλωστε! 

Σωστά μιλάς, γιατί με τον Σουγάρη συνεργάζεσαι σταθερά τρία χρόνια τώρα.

Ναι, με όλες τις διαφωνίες και τις μεγάλες αγάπες μας. Η ουσία είναι πως είμαστε μαζί και πιστεύει ο ένας στον άλλον. 

Προερχόμενη από την τηλεόραση…

(με διακόπτει) Πάντα έκανα θέατρο όμως! Ταυτόχρονα με το «Εκείνες κι εγώ», έπαιζα με τον Κακλέα και λίγο αργότερα με τη Λουκία Ρικάκη.

Τότε, αν αναλογιστούμε ότι έγινες ευρέως γνωστή από την τηλεόραση, αντιμετώπισες έναν σνομπισμό- για να μην πω ρατσισμό- απ’ τους αμιγώς θεατρικούς ηθοποιούς συναδέλφους σου;

Μικρότερη τα’χα πολύ αυτά τα θέματα…Μπορεί τη μία μέρα να μου μίλαγε μία συνάδελφος σ’ ένα τραπέζι και την επόμενη να μ’ έβλεπε στο δρόμο και να προσπερνούσε. Πήγαινα σπίτι, το σκεφτόμουν κι έκλαιγα. Θεωρούσα ότι εγώ ήμουν ελλειμματική και κάτι δεν κάνω καλά ή δεν έχω τα προσόντα για να στέκομαι δίπλα σ’ αυτούς. Σήμερα, όμως, έχω συνειδητοποιήσει απόλυτα ότι όλα αυτά είναι μόνο δικά μας, από μας για μας, με αγάπη και μίσος για τον εαυτό μας. Αν κάτι δεν έχουμε σκεφτεί εμείς οι ίδιοι για μας, κανένας άλλος δεν θα μας το προβάλλει. Ο εχθρός μας είναι ο εαυτός μας. Μπορώ να σου μιλήσω για τα ρατσιστικά θέματα που βίωνα από μικρή. Είχα τέτοιο θέμα με τη διαφορετικότητα μου- εγώ η ίδια όμως με τον εαυτό μου- που ήμουν η πρώτη που ήθελα να ξεσκίσω τις σάρκες μου για να βγάλω το χρώμα μου. Έπρεπε εγώ να εξοικειωθώ με τους δαίμονες του χρώματος μου, με τους δαίμονες των ελλείψεων μου ώστε να βελτιωθώ σαν άνθρωπος.

Είναι ικανή μία κουβέντα του άλλου, που μπορεί να την πέταξε για ψύλλου πήδημα, να σε πληγώσει;

Παλιά, αυτό που λες, μπορούσε να με φτάσει σε σημείο να φαρμακωθώ. Τα έπαιρνα όλα πολύ προσωπικά. Κλεινόμουν, έκλαιγα, γινόμουν επιθετική, φοβόμουν. Ούτως ή άλλως στις παρέες πιο πολύ ακούω παρά μιλάω. Η φοβία με οδήγησε στη σιωπή για να μη «φαίνομαι», ακόμη κι απ’ το θέμα με το χρώμα μου που αντιμετώπιζα. Ήθελα να περνώ απαρατήρητη.

Κι έγινες ηθοποιός; Μάλιστα.

Μέσα απ’ την αγάπη και το χειροκρότημα, το διόρθωσα. Όταν τώρα ένας άγνωστος άνθρωπος μού στέλνει ένα μήνυμα ότι με είδε στην τάδε παράσταση ή πόσο του άρεσε μία συνέντευξη μου, δεν ξέρεις τι μεγάλη χαρά παίρνω! 

Συμφωνώ, η αποδοχή των άγνωστων είναι η σημαντικότερη.

Είναι, όταν σκέφτεσαι ειδικά ότι ο άλλος δεν περιμένει κάτι από σένα, δεν σε κολακεύει. Δεν σε προχωράνε εύκολα οι άλλοι, ξέρεις, ούτε καν οι φίλοι. Δεν λένε συχνά την άποψη τους για το προχώρημα σου, αντικειμενικά όμως. Η ζωή έχει πάρα πολύ χιούμορ και το χάνουμε καμιά φορά. Ακούς να λένε κάτι για σένα και μπορείς να γελάσεις, είτε με την ανοησία αυτού που το λέει, είτε παρατηρώντας πράγματι μία αστεία πλευρά του εαυτού σου.

Δεν είναι εύκολη η αποστασιοποίηση απ’ τον εαυτό μας, γιατί αυτό περιγράφεις τώρα.

Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι πολύ ωραίο και πολύ ανακουφιστικό. 

Σε είδα στις φωτογραφίες – promo της τωρινής σου παράστασης και ήσουν κλόουν ντυμένη στα κόκκινα. Αναρωτιόμουν τι σόι Αγαύη μπορεί να’ναι αυτή.

Η παράσταση αυτή είναι μια διαφορετική προσέγγιση που αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Μήπως και το ότι την εποχή αυτή κάνουμε τις «Βάκχες», μια παραγωγή αυτοχρηματοδοτούμενη, παράλογο δεν είναι; Μια ομάδα τρελών ακολουθούμε το όραμα ενός τρελού σκηνοθέτη, κάπως έτσι μοιάζει. Δεκαεφτά άτομα συντελεστές, συν τον Στέφανο Κορκολή που μας έγραψε μία υπέροχη μουσική…

Και ένα δυνατό καστ, θα έλεγα εγώ.

Πολύ δυνατό! Η Ρούλα Πατεράκη, ο Χριστόδουλος Στυλιανού, η Μυρτώ Αλικάκη, ο Δημήτρης Ήμελλος, όλοι, όλοι είναι εξαιρετικοί. Οι «Βάκχες» είναι ένα έργο πολυπαιγμένο, χιλιοανεβασμένο, που εν έτει 2020 πρέπει να παρουσιάζεται διαφορετικά. Όχι για να κάνει τη μοντερνιά με το στανιό, δε λέω αυτό. Ο Σουγάρης, έτσι όπως το δούλεψε, το είδε σαν ένα εφιαλτικό όνειρο. Ο σκηνικός τόπος είναι μια παιδική χαρά που από κει ξεκινάμε ως παιδιά μέχρι να οδηγηθούμε στην ενήλικη λύπη. Μιλάμε για μία παρατημένη παιδική χαρά και για ερμηνείες ποιητικές, που αγγίζουν το γκροτέσκο. 

Τι θα πει ποιητικές ερμηνείες;

Εγώ, ας πούμε, δεν είμαι η Αγαύη που μπαίνω και βγαίνω μέσα σ’ αυτό. Σαφώς και υπάρχει μεγάλη συγκίνηση από μένα για να ερμηνεύσω τον συγκεκριμένο ρόλο, τον οποίο όμως αφηγούμαι, αφού γενικά περισσότερο αφηγούμαστε. Είναι μια πρόταση που θα ξενίσει, δηλαδή ή θ’ αρέσει ή δεν θ’ αρέσει, πάντως αδιάφορη δεν περνάει με τίποτα! 

Στο κείμενο μένετε πιστοί;

Απόλυτα! Δεν πρόκειται για διασκευή καν! Βασιζόμαστε και στην πολύ ωραία μετάφραση του Θεόδωρου Στεφανόπουλου που «μιλιέται» κανονικά.

Με εμβόλιμα επιπρόσθετα στοιχεία. Η Πατεράκη, π.χ., αποδίδει ένα ποίημα της Κατερίνας Γώγου.

Ναι, γιατί ο Σουγάρης έβαλε και τους σημερινούς πολίτες, τους παρατηρητές του τώρα, που όμως φαίνεται ότι είναι ένα ξεκάθαρο εμβόλιμο στοιχείο.

Σε θυμάμαι πριν λίγα χρόνια να διαβάζεις Γώγου σε μία εκδήλωση κατά της Χρυσής Αυγής στο «Gagarin».

Παίρνω πολιτική θέση απέναντι στα πράγματα, χωρίς απαραιτήτως να κατεβαίνω στο δρόμο ή να γράφω μανιφέστα. Τα κάνουν άλλοι καλύτερα αυτά. Εγώ πάω με το ένστικτο μου. Δεν μπορώ τα ρατσιστικά φαινόμενα, την αδικία και τη βία. Κινούμαι με γνώμονα την αγάπη, αλλά μέχρι εκεί. Δεν θα σου πω ότι είμαι πολιτικοποιημένη. Ούτε οι ταμπέλες μ’ αρέσουν, αν και σαφέστατα κλίνω προς την Αριστερά. Δεν μ’ αρέσει να δίνω σαφές πολιτικό στίγμα, γιατί οι άνθρωποι συχνά μετακινούνται. Εκεί που ήταν «εδώ», το αναιρούν για να πάνε «εκεί», σε κάτι που πάλι μπορεί ν’ αναιρέσουν. Άρα εγώ μιλάω για κάτι πιο ανοιχτό, πιο παγκόσμιο και πιο από κοινού. 

Και σε κάτι πιο politically correct, όπως σε «πιάνω» τώρα.

Δεν μου αρέσουν τα politically correct!

Ναι, αλλά όταν μιλάς για κάτι ανοιχτό, παγκόσμιο κλπ., τους χωράει όλους μέσα κι έτσι κανείς δεν δυσαρεστείται απ’ τις θέσεις σου.

Καθόλου δεν λέω αυτό! Μη με τρελαίνεις τώρα! Δεν μ’ αρέσουν οι καλλιτέχνες που ανήκουν σε κόμματα, είναι δημοφιλείς και συμμετέχουν σ’ εκλογές χωρίς να ξέρουν την τύφλα τους. Και σ’το λέω εγώ που μου’χαν προτείνει στο παρελθόν, από κόμμα κιόλας που δεν θα ψήφιζα, να είμαι υποψήφια στις δημοτικές εκλογές. Έκανα τρία ραντεβού μαζί τους, ξέρεις για ποιο λόγο; Μου’χε κάνει τρομερή εντύπωση πως και γιατί με προσέγγισαν, τι είδαν σε μένα κλπ. Να τους λέω ότι είμαι τελείως άσχετη με πρακτικά διαδικαστικά θέματα, του στυλ «Ok, θα βγω και τι θα πω;» και μου απαντούσαν «Θα σου πούμε εμείς, θα σου κάνουμε σεμινάρια»… Μου’χε φανεί πολύ αστείο…Τέλος πάντων, μπορεί να ψήφισα Αριστερά στις τελευταίες εκλογές, αλλά μπορεί να πάω και με τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ αν δω ότι με αντιπροσωπεύει στη συνέχεια. Δεν αποκλείω αν βγει κι ένα κόμμα ακραίο προς αυτή την κατεύθυνση, όμως, κι εγώ να’μαι εκεί. Αυτό εννοώ. 

Μίλησες πριν για τις αυτοχρηματοδοτούμενες «Βάκχες» κι έχω να σχολιάσω πως αν σε χαρακτήρισα σελέμπριτι, τελικά με διαψεύδει η στάση σου η ίδια. Φαίνεται δηλαδή σαν να’σαι με τό’να πόδι στο σύστημα και με τ’ άλλο τελείως έξω απ’ αυτό.

Είμαστε εκ φύσεως πολυσυλλεκτικά όντα. Θέλω να’χω μια ανοιχτωσιά για να λέω τα όχι μου και να είμαι καλά, μακριά από ένα σύστημα που σε θέλει να κάνεις τον Καραγκιόζη ενίοτε. Απ’ την άλλη, οι αντοχές έχουν στενέψει. Όταν άρχισε η κρίση, δεν δίστασα να δουλέψω σε μπαρ, παρόλο που ήμουν αναγνωρίσιμη. Δεν σου κρύβω ότι τελευταία έχω κάνει φωτογραφήσεις, για τις οποίες πληρώθηκα – ήταν κάτι που παλιότερα δεν θα το σκεφτόμουν καν. 

Για ποιο λόγο; Δεν το θεωρώ κακό.

Ας πούμε ότι για μένα είναι νερό στο κρασί μου. Μιλάω για φωτογραφήσεις για ρούχα και για κοσμήματα. Αυτόν τον καιρό, επίσης, κάνω και μεταγλωττίσεις σε μία σειρά για το Netflix. 

Πες μου, φτάνοντας στο τέλος της κουβέντας μας, ποιοι είναι οι φίλοι σου σήμερα.  

Έχω φίλους αγαπημένους! Τη Φωτεινή Μπαξεβάνη, τη Μπέττυ Βακαλίδου, την Άννα Μιχαήλου, την Αναστασία Νικολοπούλου – η πιο παλιά απ’ τις φίλες μου… Με το φόβο να ξεχάσω κάποιους, θα πω ότι έχω πολύ κόσμο γύρω μου, καλά νά’μαστε, που δεν προλαβαίνω να βλέπω και συχνά κιόλας. 

Τη χώρα που ζεις τη νιώθεις φίλη σου;

Πολύ, πολύ! Θα μπορούσα να ζήσω στο εξωτερικό για κάποιο μεγάλο έρωτα ή για δουλειά, όπως μου έτυχε να πάω στην Αρμενία για ενάμισι μήνα και να κάνουμε το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» με το Εθνικό Θέατρο τους. Μετά, όμως, Ελλάδα και πάλι Ελλάδα, σαν τη Μελίνα (γέλια)

Νίκη Σερέτη, σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση και εύχομαι καλή επιτυχία στις «Βάκχες» σας.

Εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ και νομίζω πως μ’ αυτή τη συνέντευξη, όποιος θέλει, θα με μάθει όπως πρέπει.

* Η παράσταση του έργου του Ευριπίδη, «Βάκχες», σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, μετάφραση Θεόδωρου Στεφανόπουλου και μουσική Στέφανου Κορκολή, θα παιχτεί στο Θέατρο Ηρώδου Αττικού την Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020. Διανομή: Γιώργος Κοψιδάς, Δημήτρης Ήμελλος, Νίκη Σερέτη, Μυρτώ Αλικάκη, Ρούλα Πατεράκη, Χριστόδουλος Στυλιανού, Μανώλης Μαυροματάκης, Αλέξης Κωτσόπουλος, Μαρίζα Τσάρη, Γωγώ Καρτσάνα, Ηλέκτρα Σαρρή, Ξένια Ντάνια, Δέσποινα – Μαρία Μαρτσέκη, Κρις Ραντάνοφ, Στάθης Κόικας, Νίκος Καρδώνης, Κώστας Λάσκος. Ώρα έναρξης: 21.00. Εισιτήρια: Από 12 ευρώ (www.viva.gr)

Στην αντεπίθεση περνά η Καϊλή: «Δεν με υπερασπίστηκαν το ΠΑΣΟΚ και η Ε.Ε., θα μετακομίσω στην Ιταλία»

5754833

Στην αντεπίθεση περνά η Καϊλή: «Δεν με υπερασπίστηκαν το ΠΑΣΟΚ και η Ε.Ε., θα μετακομίσω στην Ιταλία»

Τα παράπονα της προς το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε σε συνέντευξη η Εύα Καϊλή

Ράδιο Αρβύλα: Το «αντίο» του Αντώνη Κανάκη για τη φετινή σεζόν – «Η χρονιά είχε δυο πρόσωπα, δεν ξέρω αν θα ξαναέρθουμε»

Κανάκης 1

Ράδιο Αρβύλα: Το «αντίο» του Αντώνη Κανάκη για τη φετινή σεζόν – «Η χρονιά είχε δυο πρόσωπα, δεν ξέρω αν θα ξαναέρθουμε»

Αυλαία έριξε για φέτος το Ράδιο Αρβύλα, με τον Αντώνη Κανάκη να μιλάει για τη…

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

μητσο

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

Εκτός τόπου και χρόνου τα όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη του στο ΣΚΑΪ