«Όταν εγώ τραγουδάω Χατζιδάκι, ακούς Χατζιδάκι! Δεν ακούς Βενετσάνου!»

Η κορυφαία ερμηνεύτρια και τραγουδοποιός αυτοβιογραφείται, όπως δεν το έχει ξανακάνει δημόσια, αποκλειστικά στο koutipandoras.gr

11950388 530598993755256 3743517639514268098 o

Μου ζητήθηκε κάποτε να μιλήσω δημόσια γι’ αυτήν. Μεταφέρω εδώ εκείνο το σχόλιο μου: Η φωνή της Νένας Βενετσάνου θυμίζει τους κύκλους που κάνει το μέλι καθώς κυλάει. Ένας αστικός μύθος λέει πως τα πρώτα βιολιά της Κρατικής Ορχήστρας κούρδιζαν πάνω στη δική της φωνή. Μια απ’ τις μεγαλύτερες γυναικείες φωνές που έβγαλε αυτός ο τόπος, που εξακολουθεί να υπηρετεί έναν υψηλού επιπέδου ποιητικό λόγο και που υπήρξε Μούσα του Μάνου Χατζιδάκι για δεκατέσσερα χρόνια. Συνεργάστηκε όμως και με άλλους Έλληνες συνθέτες και τραγουδοποιούς, τους σπουδαιότερους της γενιάς του Χατζιδάκι, όπως και της δικής της, αλλά και νεότερους, αφήνοντας πάντα το στίγμα της με ερμηνείες μοναδικές και ανεπανάληπτες.

Η αλήθεια είναι πως δεν είχα διαβάσει ποτέ μια αυτοβιογραφική συνέντευξη της, η οποία θα ξεδίπλωνε πτυχές της δυναμικής προσωπικότητας της, πέραν των δραστηριοτήτων της που επιτάσσει κάθε φορά η επικαιρότητα. Πιστεύω πως εδώ κάτι διαφορετικό καταφέραμε μέσα από μία συζήτηση που τα είχε όλα από μία πορεία σαράντα χρόνων στην ελληνική μουσική.

Τη Νένα Βενετσάνου θα έχουν την ευκαιρία να την απολαύσουν οι Αθηναίοι και πάλι μαζί με τη Μαρίζα Κωχ, στο πρόγραμμα που από πέρσι «τρέχουν» οι δυο τους με μεγάλη επιτυχία σε ολόκληρη την Ελλάδα. Αυτή τη φορά στη μουσική σκηνή «Σφίγγα», στο κέντρο της πρωτεύουσας, τα δύο τελευταία Σάββατα του Οκτώβρη και το πρώτο του Νοέμβρη. Μουσικός συνοδός τους θα είναι ο Αντώνης Σκαμνάκης στη μεσαιωνική βιόλα ντα γκάμπα, ενώ το πρόγραμμα θα ανοίγει ο τραγουδοποιός Ηλίας Βαμβακούσης με τα δικά του τραγούδια.

Πρόσφατα δώσατε μια συναυλία στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαλαμίνας μαζί με τη Μαρίζα Κωχ. Διατηρείτε δεσμούς με τον τόπο αυτό, που είναι η γενέτειρα σας;

Διατηρώ και είναι ένας τόπος που θα ευχόμουν να μην ανακαλύψουν άλλοι. Οι γονείς μου ήταν από κει, εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο του 1955. Από την εποχή του Εμφυλίου οι γονείς μου είχαν ήδη φύγει από τη Σαλαμίνα και ούτε ποτέ επέστρεψαν. Πηγαίναμε μόνο διακοπές τα καλοκαίρια. Οι γονείς μου, ωστόσο, ήταν πολύ αγαπητοί στη Σαλαμίνα, είχαν μεγάλο φιλικό κύκλο και αυτό με έδεσε με το νησί. Η μαμά μου είχε τελειώσει ιστορικό – αρχαιολογικό και δούλευε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση, φτάνοντας μέχρι λυκειάρχις. Ο μπαμπάς μου ήταν καπετάνιος. Ήμασταν μια οικογένεια εύρωστη, όχι τρομερά πράγματα, αλλά πάντα ένας καπετάνιος βγάζει παραπάνω λεφτά απ’ τους άλλους. Είχα κι έναν αδερφό μεγαλύτερο, που πέθανε. Ήταν γιατρός.

Μιλήστε μου για τα παιδικά σας χρόνια.

Έχω μια ζωή ωραία και συγχρόνως δύσκολη. Θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα…Όταν ήμουν 18 μηνών είχα ένα σοβαρό ατύχημα, κάηκα από μια κατσαρόλα που μου έπεσε στο κεφάλι. Έκανα διάφορες εγχειρήσεις και μετά, στα 9 μου, έπαθα φυματίωση και έφυγα για την Ελβετία. Έμεινα εκεί στο σανατόριο σαν τον Paul Eluard (γέλια).

Μιλάμε για το 1964. Πίστευα πως στα σανατόρια οι άρρωστοι έμπαιναν τα παλιότερα χρόνια.

Και τότε πήγαιναν στο εξωτερικό άμα είχαν τη δυνατότητα. Εμείς είχαμε πάει εκδρομή οικογενειακώς στην Ελβετία κι εκεί η μητέρα μου είπε: «Δεν το πάμε το παιδί στο γιατρό;» Ο γιατρός δεν με άφησε να φύγω, τον θυμάμαι ακόμα. Η λέξη «φυματίωση» ήταν κάτι σαν πανούκλα τότε, τη λέγανε διαφορετικά, «οζώδες ερύθημα». Έμεινα εσώκλειστη ενάμισι χρόνο στο σανατόριο. Τέλεια ήταν! Εκεί μεγάλωσα, εκεί έγινα άνθρωπος. Πρώτα απ’ όλα απέφυγα το σχολείο, που δεν το αγαπούσα και ήμουν επιλεκτικά επιμελής. Η μάνα μου είχε στενοχωρηθεί, ξέροντας τι είναι να χάσεις την πέμπτη τάξη, που είναι σημαντική. Νομίζω πως γι’ αυτό ακόμη μπερδεύομαι στα μαθηματικά, δεν έχω καθόλου βάσεις.

Και ίσως από κει να αγαπήσατε τη δυτική κουλτούρα, δεδομένων των σπουδών σας στη Γαλλία εν συνεχεία.

Είχαμε πάντα σχέσεις με τη Γαλλία, ο αδερφός μου γεννήθηκε στο Παρίσι. Κι αν η οικογένεια μου δεν είχε σχέση με την ανατολίτικη κουλτούρα, εγώ δεν ξέρω από που έπαιρνα εντολές για ν’ ασχοληθώ με τα ρεμπέτικα. Ο Περαίας τελικά έπαιξε το ρόλο του, η Β’ Πειραιά! Ο μπαμπάς μου έλεγε: «Εξαιρετική αυτή η Νένα! Και για το σαλόνι και για την κουβέρτα»!

Τον θυμάμαι τον πατέρα σας που έμενε μαζί σας στο τέλος. Είχε χιούμορ.

Ναι, τρομερό χιούμορ. Ήμασταν καλή οικογένεια, δεμένη, σαν όλες τις οικογένειες των ναυτικών. Υπάρχει μια μοναδική σχέση ανάμεσα στα μέλη τους και βέβαια όλα οφείλονται στη μάνα!

Ήσασταν μέλος μιας μητριαρχικής οικογένειας εσείς;

Εντελώς! Είχα όμως ένα πατέρα, ο οποίος λάτρευε τη μάνα μου και δεν της χάλαγε ποτέ χατήρι. Ήταν ο φάρος της ζωής του! Κι αυτή ήταν εξίσου αφοσιωμένη στον πατέρα μου.

Όλα αρμονικά μου τα περιγράφετε.

Ποτέ σε μία οικογένεια δεν είναι όλα αρμονικά. Δεν ήμασταν και το μικρό σπίτι στο λιβάδι, απλά ήμασταν μια οικογένεια που κάναμε πολλές εκδρομές, επισκεπτόμασταν μουσεία κλπ. Είχαμε μια πάρα πολύ καλή κατανομή του χρόνου, θα έλεγα. Οι γονείς μου ξέρανε πότε θα ξεκουραστούν και πότε θα επαναδραστηριοποιηθούν. Κι εμείς κάναμε ότι θέλαμε, δεν μας καταπίεζαν. Θυμάμαι τον αδερφό μου που ήθελε να κατασκευάσει μία παράγκα και οι δικοί μου τον άφησαν. Επί έξι μήνες, είχε στήσει μια παράγκα στο γκαράζ και αποκτούσε την εμπειρία τού να χτίζει κάτι με τα χέρια του. 

Στο σπίτι με τι μουσική μεγαλώσατε;

Αυτό που λέμε κλασική μουσική, γαλλικά, πιάνο. Από τα 10 μέχρι τα 18 μου σπούδασα πιάνο, που το μισούσα. Για μένα δεν ίσχυε το «κορίτσι με γαλλικά και πιάνο», γιατί δεν γινόταν επί τούτου, αλλά με μια φυσική ροή. Τα γαλλικά δεν τα μάθαινα ως εφόδιο για να καλοπαντρευτώ. Ήταν μια αναγκαιότητα για να μπορώ να επικοινωνώ. Σιχαινόμουν τον ακαδημαϊσμό στο πιάνο…Ήμουν ένα παιδί που έμοιαζε να ξέρει τα πάντα εξ αρχής! Αποζητούσα πάντοτε, κάτι που με δυσκόλεψε στη ζωή μου, να είμαι αναπόσπαστη. Η προσοχή μου, βλέπεται, διασπάται εύκολα, γι’ αυτό και υπηρετώ ένα τραγούδι που με ηρεμεί. Όλο αυτό το επαγγελματικό που έχει το τραγούδι με κουράζει και το θεωρώ και βίαιο για τη δημιουργία. Δεν τα γουστάρω τα δημοσιοσχεσίτικα και δεν ήταν για μένα. Εγώ πάντα κάνω τη σωστή κίνηση τη σωστή στιγμή και ένιωθα έτοιμη.

Σαν να μην έχετε κάνει λάθη μιλάτε.

Δεν έχω κάνει λάθη! Βλέπετε εσείς κάνα λάθος; Όχι, σκεφτείτε και πείτε μου, θα με βοηθήσετε να μην έχω τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου!

Εξαρτάται ποια θεωρείτε λάθη. Μπορεί να κάνατε ένα δίσκο που να πήγε άπατος.

Και τι με νοιάζει εμένα αυτό; Κατά πρώτον, μπορεί να μην ήταν θέμα δικής μου επιλογής και, κατά δεύτερον, είναι και θέμα αγοράς. Εγώ δεν ετοίμαζα ποτέ τα πράγματα βάσει της αγοράς. Δημιουργούσα και είχα την ικανότητα να πείθω.

Ένας απ’ τους τελευταίους δίσκους σας, ας πούμε, ήταν το «Ταξιδεύοντας με την Αργώ». Θα τον έχουμε εγώ, εσείς και άλλοι δέκα το πολύ.

Ο δίσκος αυτός είναι ένας θρύλος στο Νομό Λαρίσης (γέλια). Όλοι τον ξέρουν, γιατί τους ενδιαφέρει βασικά η Αργοναυτική Εκστρατεία. Ο συνθέτης, που ήταν απ’ τα Γιαννιτσά, αυτοκτόνησε…Δεν πρόλαβε να τον ακούσει το δίσκο ο καημένος. Ο στιχουργός Γιώργος Τσιτρούλης μαζί με τον ηχολήπτη επέμεναν και ο δίσκος βγήκε. Η δουλειά αυτή προοριζόταν για τους Μεσογειακούς Αγώνες, που τελικά τους πήρε η Τουρκία.

Είπατε πριν για ένα σοβαρό ατύχημα. Πως επέδρασε στη μετέπειτα ζωή σας;

Τρόμαξα…Ένα βρέφος 18 μηνών να παθαίνει ένα έγκαυμα τρίτου βαθμού, δεν είναι εύκολο…Όλα αλλάζουν και όλα άλλαξαν. Θα ήμουν πολύ πιο ήρεμη αν δεν τό’χα πάθει αυτό και γι’ αυτό συμβουλεύω οι γονείς να προσέχουν τα παιδιά. Εμένα ήταν εκεί, παρόντες, όλοι οι δικοί μου. Σε τέτοιες στιγμές, όμως, δεν πρέπει νά’μαστε όλοι εκεί, αλλά ο καθένας στη θέση του.

Πως ήσασταν στην εφηβεία;

Ήμουν ένα δυνατό κορίτσι. Όχι η ψυχή της παρέας, αλλά η ψυχή του εαυτού μου. Ήμουν μοναχική και πολύ επικοινωνιακή ταυτόχρονα. Έκανα χορό για δέκα χρόνια, τραγουδούσα, χωρίς να ξέρω τι θέλω. Ήταν μια ικανότητα πέραν του πάθους μου με την ποίηση και τη λογοτεχνία. Ήξερα ότι είχα ταλέντο στη μουσική, πολύ γέρο αυτί και από πολύ νωρίς έγραφα δικές μου μελωδίες.

Ερωτευόσασταν;

Όχι συχνά. Μου άρεσε ανέκαθεν η πνευματική ζωή, είχα πάντα την πνευματική αναζήτηση. Αν δεν είχα κάτι να συζητήσω με φίλους ή με ένα αγόρι, δεν μπορούσα να σταθώ ούτε πέντε λεπτά. Έπρεπε να με ενδιαφέρει πρώτα κάτι για να «λυθούν» όλα τα άλλα. Μετά μπορεί να εμπνεόμουν και να μαγείρευα, ας πούμε. Δεν μπορούσα και δεν μπορώ να μπαίνω σε ένα πρόγραμμα και σε μία ρουτίνα.

Πότε φύγατε για σπουδές στη Γαλλία;

Το 1973, ενώ ήταν ακόμη χούντα εδώ. Οι γονείς μου ήταν αριστεροί, δημοκράτες, μαχητές της ζωής. Αγαπούσα την κλασική μουσική και τα ρεμπέτικα. Και τα δημοτικά, που ντρεπόμασταν να λέμε ότι μας αρέσουν, λόγω της ταύτισης τους με τη χούντα. Εγώ έλιωνα κι ακόμη λιώνω όποτε ακούω δημοτικά τραγούδια. Είμαι μια καλλιτέχνις πολιτικοποιημένη και τότε μεσουρανούσε η Joan Baez. Μου άρεσε, αλλά δεν ήμουν φαν κανενός, έλεγα πάντα: «Εγώ τι μπορώ να κάνω;» Είχα ένα κριτικό πνεύμα απέναντι στους άλλους και στον εαυτό μου φυσικά. Άκουγα Beatles μέσω του αδερφού μου που είχε ένα τετρακάναλο μαγνητόφωνο Grundig, το οποίο «φουλάριζε» με rock. Απ’ τον αδερφό μου γνώρισα και τη μουσική του Χατζιδάκι! Πριν φύγω για Γαλλία, είχα κάνει μαθήματα τραγουδιού με την Έλλη Νικολαΐδη. Αργότερα, παράλληλα με τις ακαδημαϊκές σπουδές μου στη Μπεζανσόν, πηγαινοερχόμουν στο Παρίσι. Έκανα μαθήματα τραγουδιού με την Ίρμα Κολάση. Η Κολάση, όπως και η Νικολαΐδη, ήταν δύο φωτισμένες γυναίκες. Για την πρώτη γνωρίζουμε πολλά πράγματα, για τη δεύτερη όχι. Θα’ναι καλό να γίνει μια έρευνα, γιατί η Νικολαΐδη έχει δουλέψει πάρα πολύ για την ελληνική μουσική. Είχε τελειώσει το Ωδείο της Μόσχας και ήταν η γυναίκα του Φοίβου Ανωγειανάκη. Αυτοί όλοι ήταν γενιά της μάνας μου. Στη Νικολαΐδη με είχαν στείλει η Μαίρη Λαλοπούλου και η Ελένη Ζαφειρίου, η ηθοποιός, που κάνανε στενή παρέα με τη μάνα μου. Η Ολυμπία Παπαδούκα, επίσης. Είχε η μάνα μου πολλές φίλες διανοούμενες, έχω ακούσει εγώ ιστορίες! (γέλια)

Πείτε μου κάτι από την Ελένη Ζαφειρίου.

Α, βέβαια. Έλεγε στη μάνα μου: «Η κόρη σου, Κούλα, έχει το ψωμί στο λαρύγγι», γιατί πάντα την ενδιέφερε το επαγγελματικό, το βιοποριστικό. Δεν μας ενδιέφερε, δηλαδή, αν το παιδί είχε ταλέντο…Είχε γίνει συνείδηση αυτό και γι’ αυτό υπάρχουν ακόμη συμμαθητές μου που με θυμούνται να βγαίνω στις σχολικές γιορτές. Θυμάμαι μία παράσταση, που μας είχαν βάλει μέχρι και στην «Καθημερινή». Ήμουν ντυμένη τσολιάς κι έκανα τον Λάμπρο! Τραγουδάω το «Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης για ν’ αποκτήσω πρόβατα ζευγάρια κι αγελάδες», όπου είχα γράψει εγώ τη μουσική κιόλας. Μου λέει η Ολυμπία Παπαδούκα: «Γιατί δεν τραγουδάς ”Ακόμη τούτη η άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες…”», οπότε άρχισα να φωνάζω «Ακόμη νά’ρθει ο Μόσκοβος, ραγιάδες ραγιάδες» και κανείς δεν το κατάλαβε, γιατί ήταν «αλλού». Εκτός από έναν καθηγητή που έρχεται και μου κάνει: «Μπράβο, Νένα, αυτός ο Μόσκοβος μ’ άρεσε πάρα πολύ» (γέλια). Ήταν αριστερός ο καημένος και οι άνθρωποι φοβόντουσαν να μιλήσουν ανοιχτά τότε!

Πόσο καιρό μείνατε στη Γαλλία;

Στη Μπεζανσόν έμεινα τέσσερα χρόνια. Τότε είχε φτάσει σε μας ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Χατζιδάκι, αλλά ήμασταν στον αστερισμό του Θεοδωράκη. Αυτός ήταν ο πόλος έλξης των φοιτητών! Να πω ότι όταν ήρθα στην Ελλάδα το ’76, δεν ήταν για να μείνω. Είχα έρθει για να ολοκληρώσω τη μεταπτυχιακή εργασία μου πάνω στη ζωγραφική του Τσαρούχη. Ήταν κάτι που δεν κατάφερα να κάνω, γιατί τσακώθηκα με τον Τσαρούχη! Έχω μια ωραία ιστορία: Πήγα και τον βρήκα στο Μαρούσι, αλλά επειδή ήταν μεγάλος άνθρωπος και δεν ήθελα να τον απασχολήσω πολύ, είχα έτοιμες συγκεκριμένες ερωτήσεις. Ήμουν και άπειρη βέβαια, αλλά τα πολύ συγκεκριμένα πράγματα που τον ρώτησα, τον έκαναν τούρμπο! Τώρα το καταλαβαίνω!

Μα τι τον ρωτήσατε;

Τον ρώτησα γιατί ζωγραφίζει λάδι, τη στιγμή που προέρχεται απ’ την ακουαρέλα.

Και γιατί θύμωσε μ’ αυτό;

Γιατί…θύμωσε…δεν ξέρω…Τον ρώτησα ακόμη γιατί άφησε την πρώτη περίοδο του, που ήταν επηρεασμένος απ’ τον Ματίς, και συνέχισε με αντίγραφα απ’ τη λαϊκή ζωγραφική του Πηλίου. Ήταν στη φάση που ζωγράφιζε τους Μήνες με σταφύλια στα μαλλιά κλπ. Δεν του έκανα κριτική, αθώα τον ρώταγα. Τον συνάντησα δυο – τρεις φορές, αλλά φτιαχνόταν το μουσείο τότε και τα έργα του τά’χε απάνω, δεν τα έδειχνε. Τον ρώτησα γιατί θέλει να κάνει μουσείο και μου απάντησε επειδή δεν είχε σε κανέναν εμπιστοσύνη. Κι όταν του είπα ότι δική του δουλειά είναι μόνο να ζωγραφίζει, μου εξομολογήθηκε πως συχνά αναγκάζεται να αγοράζει τους πίνακες του, τους οποίους του τους κλέβουν! «Έχετε χορηγό;» ρώτησα, «Όχι, όλο μόνος μου το κάνω» ήταν τα λόγια του κι έπαθα σοκ! Δεν γίνεται να κάνεις μόνος σου μουσείο του εαυτού σου! Τι φτιάχνεις δηλαδή, μαυσωλείο, τον τάφο σου; Φεύγω, λοιπόν, και στο επόμενο ραντεβού με αφήνει όρθια στον κήπο, δεν με άφησε να μπω μέσα. Έκλεισε το μαγνητόφωνο, κάθισε κάτω από ‘να δέντρο που είχε στον κήπο του, μου έδειχνε ότι δεν ήθελε να επικοινωνήσουμε. Θύμωσα πάρα πολύ! Ήταν ώριμη η αντίδραση μου, αν και ακόμη δεν ήμουν έτοιμη να γίνω ιστορικός τέχνης που πλησιάζει έναν καλλιτέχνη. Ίσως να ήμουν κι εγώ πολύ καλλιτέχνιδα…Δεν λογοφέραμε, γιατί ανέκαθεν σεβόμουν τους ηλικιωμένους ανθρώπους, αλλά ένιωσα ξαφνικά σαν να μην ήξερε την αξία του. Με κλόνισε αυτό! Φεύγω και έχω μαζί μου διάφορα πράγματα, τα οποία δεν άνοιξα ποτέ. Πάω στα γενέθλια της φίλης μου, της στιχουργού Στέλλας Χρυσουλάκη. Μπαίνω μέσα, αρπάζω όλο το master μου και το πετάω! «Στο διάολο» φώναζα! «Όχι, Νένα μου, θα το μετανιώσεις» μου έλεγε η Στέλλα, αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα! «Άσε με τώρα με τον γεροξεκούτη, ποιος νομίζει ότι είναι;» Είχα τη συνείδηση πως όταν ένας καλλιτέχνης μπαίνει μέσα στο δημόσιο βίο, πρέπει να ξέρει και να στέκεται. Αλλιώς ας μείνει σπίτι του κι ας γίνει αναχωρητής σαν τον Λορεντζάτο ή τον Σαραντάρη. 

Αναρωτιέμαι αν την ιστορία αυτή με τον Τσαρούχη την είχατε αφηγηθεί ποτέ στον Μάνο Χατζιδάκι.

Βέβαια. Ο Χατζιδάκις με κοιτούσε μ’ ορθάνοιχτα μάτια. Πάντα τον άφηνα λίγο έκπληκτο τον Χατζιδάκι, γιατί είχα μια ζωή που ο ίδιος δεν υποπτευόταν. Έκανα διαδρομές, που δεν άφηνα να τις καταλάβει ο άλλος. Του έλεγα: «Καταλάβατε τι έπαθα, κύριε Χατζιδάκι; Να πάω και να μ’ αφήσει μέσα στη ζέστη, δέκα λεπτά στην καγκελόπορτα; Γιατί το έκανε αυτό;» Ο Χατζιδάκις κούνησε λίγο το κεφάλι και σχολίασε: «Τελικά έχει γίνει γραφικός»…Το πιο σημαντικό όμως είναι το εξής: Όταν μετά από χρόνια κατάλαβα από τι είχε πεθάνει ο Τσαρούχης, μου σηκώθηκε η τρίχα. Ο άνθρωπος είχε Πάρκινσον και η προσωπικότητα του είχε αλλοιωθεί. Φυσικά ούτε οι άλλοι φταίγανε που τον πήγαιναν και χόρευε ζεϊμπεκιές στη Μπέλλου. Δεν τον αντιμετωπίζεις τον Τσαρούχη σαν άρρωστο! Ένας καλλιτέχνης είναι πάντα υγιής. Ποτέ δεν τον ξανάδα τον Τσαρούχη και δεν ήθελα να τον δω ούτε ζωγραφιστό! Όταν μας κάλεσαν με τον Χατζιδάκι να τραγουδήσουμε στο μνημόσυνο του, έλεγα «Εμένα πήραν, Παναγία μου, να τραγουδήσω για τον Τσαρούχη;» Είχαμε πάει οι δυο μας με τον Χατζιδάκι, θυμάμαι, στα εγκαίνια ενός κινηματοθεάτρου και ανεβαίναμε κάτι ξύλινες σκάλες που κοιταζόμασταν συνέχεια. Είχα σοκαριστεί που έλαχε σε μένα, λοιπόν, να τραγουδήσω στη μνήμη του Τσαρούχη.

Τι ήταν αυτό που σας ενδιέφερε από την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης;

Ο πολιτικός αναβρασμός! Υπήρχε μια χαρά και μια ορμή, που με γοήτευε, γι’ αυτό αποφάσισα να μείνω στην Ελλάδα και να μπλεχτώ με τα φεμινιστικά. Τα κομματικά δεν τα πάω, ενώ με το γυναικείο κίνημα, που το θεωρώ σπουδαίο, κόλλησα! Εντάχθηκα στην Κίνηση για την Απελευθέρωση της Γυναίκας και μάλιστα το αυτόνομο κίνημα, δεν ήθελα τα άλλα κινήματα, τα καπελωμένα από τα κόμματα. Δεν είχα αντιπαλότητα, αλλά ήθελα να βιώνω τα πράγματα μέσα από τη δική μου εξέλιξη.

Μήπως είχατε ηγετικές τάσεις;

Καθόλου! Ήθελα να βιώνω τα πράγματα. Ήμουν φουλ από θεωρία και το θέμα με την Αριστερά είναι να εφαρμόζεις αυτά, τα οποία ξέρεις, όχι να παπαγαλίζεις θεωρίες. Η Αριστερά είναι μπλα μπλα και όλα νομίζουμε ότι τα κάνουμε καλά, μα δεν είναι έτσι! Ξαφνικά διαπίστωσα ότι δεν υπήρχαν γυναικεία τραγούδια, ούσα τρελή τότε με τον Θεοδωράκη και τον Μαρκόπουλο. Είχε πνοή αυτό το έντεχνο τραγούδι. Ήθελα βαριά ποίηση, λόγο που να το «ξεσκίζει» το τραγούδι, ενώ οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου – λόγου χάριν – δεν μου έλεγαν τίποτα. Δεν προέκυψαν τυχαία τα πρώτα μου τραγούδια, δεν έγιναν από μόδα κλπ. Αναφέρομαι στα «Ρωτώ να μάθω την αλήθεια», «Το Κουτί της Πανδώρας», «Το ποτάμι» και κάποια άλλα, που μπήκαν μετά στους δύο πρώτους δίσκους μου. Μελέτησα πολύ όλη τη γυναικεία ποίηση που είχε προσωπικότητα από γυναίκες ποιήτριες της δεκαετίας του ’30, του ’60 μέχρι και της δικής μου γενιάς. Φτιάξαμε από κοινού τα τραγούδια μας με την ποιήτρια Μπέττυ Κομνηνού, εκείνη ήταν τότε που τα συζητάγαμε όλα και είχαμε ξεκάθαρη πολιτική θέση. Τα τραγούδια αυτά «έπιασαν» τον κόσμο, γιατί είχαν γνησιότητα.

Θέλω να πάμε στην εκπομπή «Να η Ευκαιρία» που είχατε πάρει μέρος.

Άντε καλέ, αυτό έγινε μετά…

Ναι, αλλά για να πάρετε μέρος στον πρόδρομο των σημερινών ριάλιτι, σημαίνει πως υπήρχε ο παράγοντας της φιλοδοξίας.

Δεν έχετε άδικο…Εγώ πήγα εκεί, όμως, από απογοήτευση. Θα σας εξηγήσω: Στην τηλεόραση πρωτοβγήκα σε μια εκπομπή που έκανε η ΕΡΤ στην Ελένη Καραΐνδρου. Επειδή με ενδιέφεραν πολύ τα φεμινιστικά, με ενδιέφερε εξίσου καθεμία γυναίκα δημιουργός στην Ελλάδα. Την Ελένη πήγα μόνη μου και τη γνώρισα, της χτύπησα το κουδούνι και θυμάμαι ότι την πέτυχα μαζί με τον Λεωτσάκο. Όταν άρχισα να τους τραγουδάω, πάθανε πλάκα! Μου έλεγε μετά η Ελένη ότι ο Λεωτσάκος, που ήταν πολύ αυστηρός, σχολίαζε: «Τι είναι αυτή; Φαινόμενο!», κάτι λογικό για ένα κορίτσι 22 ετών, όπως ήμουν τότε. Με πήρε η Ελένη να τραγουδήσω στην τηλεόραση τα τραγούδια από τη «Μεγάλη Αγρυπνία» που τα’χε δισκογραφήσει η Φαραντούρη. Θυμάμαι ότι είχα φύγει από το Ραδιομέγαρο σαν μουτσούνα από το βαρύ μακιγιάζ. Όταν γύρισα σπίτι, πάλι μέσω μιας φίλης της μαμάς, που γνώριζε ένα δικηγόρο του Μίκη Θεοδωράκη, μου κλείσανε ένα ραντεβού μαζί του. Πραγματικά, δώσαμε ραντεβού κάτω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Βλέπω να’ρχεται ο Θεοδωράκης! Το να κυκλοφορεί ο Θεοδωράκης στους δρόμους ήταν όνειρο, σήμαινε ότι ήμασταν ελεύθεροι. Έρχεται ο Μίκης, με συστήνει ο δικηγόρος του, ακολούθησε ο εξής διάλογος:

– Τραγουδάς!

– Ναι, θέλω να μ’ ακούσετε!

– Να σ’ ακούσω!

– Που θα μ’ ακούσετε;

– Περίμενε, γιατί βιάζεσαι;

– Ξέρετε, φεύγω αύριο.

– Και που θα πας;

– Στη Γαλλία.

– Και τι θα κάνεις στη Γαλλία;

– Σπουδάζω…

Οπότε με χτυπάει φιλικά στην πλάτη και μου λέει: «Καλά, σπούδαζε, σπούδαζε» (γέλια). Αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση με τον Μίκη Θεοδωράκη.

Θυμώσατε;

Ναι, τα πήρα στο κρανίο, όπως και με τον Τσαρούχη; Έλεγα πάλι «Ποιος νομίζει ότι είναι αυτός;» (γέλια) Δεν υπήρχε περίπτωση να απογοητευθώ, απλά νευρίασα που ένιωσα αμήχανα.

Δεν ήταν και μια άσκηση εξουσίας; Ο Μίκης ήταν αυτός που ήταν κι εσείς ένα φιλόδοξο ταλαντούχο κορίτσι.

Οπωσδήποτε υπήρχε αυτό. Όπως ξέρω τον εαυτό μου, εγώ δεν θα τό’κανα σ’ ένα νέο παιδί, αλλά πάλι ποιος ξέρει από που ερχόταν ο Θεοδωράκης την ώρα εκείνη; Μπορεί νά’χε ακούσει άλλους δέκα τραγουδιστές πριν τη συνάντηση μας, ο Θεοδωράκης ήταν αυτός!

Κι έτσι είπατε «Δεν πάω απ’ το ”Να η Ευκαιρία”»;

Όχι! Έλεγα που να πάω, που να πάω, δεν πάω απ’ τον Γιάννη Μαρκόπουλο; (έχουμε σκάσει στα γέλια) Δεν θυμάμαι πως βρήκα το τηλέφωνο του, πάντως οι συνθέτες αυτοί ήταν πρόθυμοι ν’ ακούσουν νέους ανθρώπους. Του τραγουδάω του Μαρκόπουλου, μου λέει «Είσαι πολύ κλασική για μένα»…Του απαντάω «Ξέρω και δημοτικά»…Είπα το «Ανάθεμα σε, θάλασσα» και τον «Καπετάν Ανδρέα Ζέπο» κι αυτός με κοιτάει και πολύ ευγενικά μου λέει: «Δεν μου κάνεις»! Εκεί είπα τότε: «Αυτός είναι ειλικρινής, είπε ότι δεν του κάνω». Σχεδόν αμέσως μετά, μέσω γνωστού πάλι, γνώρισα τον Χρήστο Λεοντή. Όλα αυτά, να ξεκαθαρίσω, δε γίνονταν με άγχος, αλλά μέσα σ’ ένα διάστημα διετίας. Ο Λεοντής με άκουσε, ενθουσιάστηκε και με πήρε αμέσως σε όλες του τις συναυλίες. Σαν να τους βλέπω τώρα να με ακούν για πρώτη φορά με τη γυναίκα του, την Ουρανία, μια κούκλα τότε, θεά, και να μένουν μ’ ανοιχτό στόμα. Ήμουν πια 23 χρονών. Με τον Λεοντή κάναμε πενήντα συναυλίες το χρόνο! Εκεί ακριβώς η Μαίρη Λαλοπούλου μου πρότεινε να πάω από το «Να η Ευκαιρία».

Με τη Ροζίτα Σώκου, μεταξύ άλλων.

Και με τον σκηνοθέτη Γρηγόρη Γρηγορίου, έναν καταπληκτικό καλλιτέχνη, που ήταν φίλοι με τη Μαίρη. Του τηλεφωνεί η Λαλοπούλου του Γρηγορίου κι αυτός, χωρίς να με ξέρει, της λέει να περάσω από ακρόαση. Η ακρόαση ήταν να πάω μόνη μου, γιατί δεν είχα εταιρεία από πίσω μου. Πήγα σ’ ένα υπόγειο της Σταδίου με την κιθάρα μου και τραγούδησα ένα δικό μου, γαλλικό, σε ποίηση Eluard. Ηχολήπτης ήταν ο Συγλέτος, ο οποίος μου έφτιαξε απίστευτο ήχο. Την επόμενη μου τηλεφώνησαν ότι προκρίθηκα. Πήγα, τραγούδησα το ίδιο κομμάτι και πήρα παμψηφεί το πρώτο βραβείο. Με το που παίζεται η εκπομπή, διότι όλοι την σνόμπαραν και όλοι την έβλεπαν, μου τηλεφωνεί η Καραΐνδρου για να με επιπλήξει: «Καλά, βρε Νένα, ήταν ανάγκη να πας εκεί;»…Τό’χε θεωρήσει ευτελές…«Τι να κάνουμε, Ελένη μου» της απάντησα, «όπου μπορούμε, πάμε»…Η Ελένη μου είπε ότι θα με καλούσε η Βλάχου από το Τρίτο Πρόγραμμα. Προφανώς με είχαν δει κι άλλοι στην εκπομπή κι έγινε σούσουρο. Εκεί η Ελένη Βλάχου και η Ρεγγίνα Καπετανάκη, που είχαν την επιμέλεια της «Λιλιπούπολης», με κάλεσαν και πήγα! Τραγούδησα επί τόπου τον «Γιαουρτοπόταμο». Με το που τελειώνω το τραγούδι, έτυχε να μπει στο Τρίτο ο Χατζιδάκις! Τρέχει ο Νίκος ο Κυπουργός και του φωνάζει: «Μάνο, έλα να σου βάλω ν’ ακούσεις τι έγραψα μόλις»! Μπαίνουμε στο γραφείο του Χατζιδάκι, που είχε πολύ κόσμο μέσα. Ξαφνικά, μου ρίχνει ένα βλέμμα, τους διώχνει όλους και μένουμε οι δυο μας για κάνα εικοσάλεπτο. Ένιωθα σαν να με πέρναγε σκάνερ από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν πολύ ευγενής, ήξερε τη δασκάλα μου, την Ίρμα Κολάση…«Έχεις τέτοια φωνή» ήταν τα πρώτα λόγια του Χατζιδάκι, «που θα σου γράψω ένα έργο! Εσύ πρέπει να τραγουδήσεις Σαπφώ. Εγώ θα σ’το γράψω»! Επειδή ήξερα τι σημαίνει να γράψεις κάτι, το πήρα σαν κομπλιμέντο. Με είχε εντυπωσιάσει η δοτικότητα του. Το ότι είχε δει κάτι άλλο μέσα μου, πέρα απ’ τη φωνή μου, γιατί εκείνη η πρώτη ηχογράφηση για τη «Λιλιπούπολη» δεν ήταν στον τόνο μου. Αυτός το’χε πιάσει ηχητικά και κατάλαβε ότι ήμουν μια τραγουδίστρια μπαρόκ, ακριβώς οι φωνές που του άρεσαν, όχι μια κλασική σαν την Αγνή Μπάλτσα, δεν ήμουν αυτό. Ήμουν ακριβώς στο μεταίχμιο του κλασικού τραγουδιστή με την τοποθέτηση της φυσικής φωνής. Έτσι πρέπει να τραγουδιέται το μπαρόκ.

Η Νένα Βενετσάνου τραγουδάει το «Ένας μύθος» των Μ. Χατζιδάκι – Θρ. Σταύρου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 1999, στη συναυλία για τα πέντε χρόνια από το θάνατο του Χατζιδάκι

Ξεκινήσατε άμεσα συνεργασία;

Όχι. Συμμετείχα στη «Λιλιπούπολη» και μια μέρα με ρωτάει η Μαίρη Λαλοπούλου: «Νένα, τι γίνεται; Έχεις κάνα τηλεφώνημα από εταιρεία;»…«Όχι, Μαίρη μου»…«Πως όχι;»…Η Μαίρη ήξερε τον παραγωγό Σταμάτη Χονδρογιάννη, ο οποίος είχε επιμελήτρια στις ραδιοφωνικές εκπομπές του την Αιμιλία, τη σύζυγο του Αλέκου Πατσιφά. Μου κανόνισαν ένα ραντεβού μαζί του, αλλά πριν είχα ένα τηλεφώνημα από τον ίδιο τον Πατσιφά:

– Παίζεις κάνα όργανο;

– Παίζω πιάνο.

– Κάνα άλλο όργανο ξέρεις;

– Παίζω και λίγο κιθάρα.

– Πάρ’ την κιθάρα σου και έλα από δω!

Πήγα με την κιθάρα, που δεν είμαι κιθαρίστρια, αλλά εμένα και τενεκέ να μου δώσεις, θα σου βγάλω ήχο. Με άκουσε ο Πατσιφάς και επί τόπου βγάζει από το συρτάρι του ένα συμβόλαιο. «Υπόγραψε» μου κάνει! «Α, σας ευχαριστώ πολύ» του λέω, «αλλά θα το δει πρώτα η δικηγόρος μου». Έβαλε τα γέλια, «Κοίτα την που έχει και δικηγόρο» σχολίασε…Ο Πατσιφάς υπήρξε ανατρεπτικός! Ποιος άλλος παραγωγός θα δεχόταν να βγω μ’ ένα δίσκο με γαλλικά και ελληνικά τραγούδια; Από εκείνον γνώρισα και μελοποίησα τον Κώστα Τριπολίτη με την «Απόπειρα», ένα τραγούδι που απορώ γιατί δεν το λέω ακόμη στα live μου! «Είσαι η τελευταία μου ανακάλυψη» θυμάμαι τον Πατσιφά να μου λέει.

Στη LYRA εκείνα τα χρόνια μπαινόβγαινε κι η Σωτηρία Μπέλλου. Την πετύχατε ποτέ εκεί;

Α, ναι κι έχω και μια αστεία ιστορία! Μεγάλη πλάκα! Μπαίνω μια μέρα κι ακούω φωνές από την είσοδο της πολυκατοικίας. Τα γραφεία της LYRA ήταν στον έκτο όροφο. Από το ασανσέρ ακούω φωνές: «Άντε, γαμώ το κέρατο σας εδώ μέσα»! Στον προθάλαμο υπήρχε ένα ταμπλό με τα εξώφυλλα από τους δίσκους όλων των τραγουδιστριών της εταιρείας. Η Μπέλλου τις είχε «πιάσει» μία – μία και τις στόλιζε κανονικά! Φτάνει και στο δικό μου δίσκο, «Ωχ» λέω…Σκάω μύτη γρήγορα δίπλα της, αυτή καταλαβαίνει και γυρνάει και μου κάνει βαριεστημένα: «Α, εσύ καλή είσαι»…Ο Πατσιφάς είχε καταλάβει για μένα πως ήμουν αδιάφορη για τα κοσμικά. Μου γνώρισε, π.χ., τον Γιάννη Σπανό. Εγώ ήξερα πως δεν είχα αυτή τη στόφα για να τραγουδήσω Σπανό, τον οποίο εκτιμώ πολύ. Προτιμούσα συνθέτες με παραδοσιακές ρίζες, όπως τον Μαρκόπουλο και τον Ξαρχάκο, που υπήρξε η πρώτη μου αγάπη από νωρίς.

Την εκτιμούσε τελικά τη στάση σας αυτή ο Πατσιφάς.

Όχι μόνο, ήταν και περήφανος γι’ αυτό! Κάποτε τραγούδησα σ’ ένα πάρτι του, που είχε καλέσει τους φίλους του, όλοι σπουδαίοι άνθρωποι – μέχρι κι ο Ζολώτας ήτανε. Είπα δύο τραγούδια και σταμάτησα! Ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε ο Πατσιφάς, δεν ήθελε να φαίνεται ο άλλος σαν αρκουδάκι, να μονοπωλεί, να κάνει νούμερο! Όταν είχε βγει ο δίσκος μου και έκαναν το διαφημιστικό, εγώ βρισκόμουν μέσα στο λεωφορείο των ΚΤΕΛ. Γύριζα από τα «Μουσικά Νιάτα», μια σειρά συναυλιών στα ωδεία και τα μουσικά σχολεία που έκλεινε η σπουδαία Ειρήνη Σαλονικιού. Είχαμε δώσει μια σειρά πολλών ρεσιτάλ μαζί με τον Καλαντζόπουλο και τη Ρεμπούτσικα. Είμαι, λοιπόν, μεσ’ στο ΚΤΕΛ κι ακούω για πρώτη φορά τη διαφήμιση της LYRA: «Και η Νένα Βενετσάνου που, εκτός από σπουδαία φωνή, είναι και μια πολύ καλλιεργημένη κοπέλα»…Μού’ρθε να φάω τα καθίσματα! Γυρνάω σπίτι και τηλεφωνώ αμέσως του Πατσιφά:

– Τ’ άκουσες, τ’ άκουσες;

– Το άκουσα…Δεν μου λέτε, κύριε Πατσιφά, εσείς θα αγοράζατε έναν δίσκο επειδή μια κοπέλα είναι πολύ καλλιεργημένη

– (παύση) Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο!

Την ίδια μέρα κιόλας το αφαίρεσε! Θέλω να πω μ’ αυτό ότι είχα εμπιστοσύνη να του πω τις σκέψεις μου με τον τρόπο μου, χωρίς πουτανιές ή αυτά τα γυναικουλίστικα, «Αχ, κύριε Πατσιφά μου» κλπ.

Εσείς δεν ανοίξατε το δρόμο και για τη συνθέτρια Λένα Πλάτωνος στην ίδια εταιρεία;

Με τη Λένα συνεργαζόμασταν στο Τρίτο. Είχα τραγουδήσει τον Καββαδία και τον Καρυωτάκη που’χε μελοποιήσει για τα «Πεντάλεπτα της Ποίησης» σε παραγωγή της Τόλια. «Ξέρετε, συνεργάζομαι με τη Λένα» πάω και λέω του Πατσιφά, «πρέπει ν’ ακούσετε τα κομμάτια που έχουμε κάνει». Τους κλείνω ραντεβού με τη Λένα, η οποία ήταν από μικρή ιδιόρρυθμη, δεν ήτανε εύκολος άνθρωπος. Στην ίδια είχα πει: «Γιατί δεν πας απ’ τον Πατσιφά; Είναι πολύ μορφωμένος άνθρωπος και θα σε εκτιμήσει», γιατί – ξέρετε – η Λένα κάπου ήταν εγκλωβισμένη μέσα σ’ αυτή την παρέα του Τρίτου και για μένα διέθετε το μεγαλύτερο ταλέντο απ’ όλους τους άλλους! Το πιστεύω, αυτό που κάνει είναι πολύ ολοκληρωμένο! Πήγε απόγευμα η Λένα από τη LYRA και μετά μου τηλεφώνησε ο Πατσιφάς. «Πως σας φάνηκε;» τον ρώτησα…«Πάρα πολύ καλή, εξαιρετική»…Και η Λένα, όμως, μου είπε ότι τα πήγαν καλά στο ραντεβού και είχαν ωραία επικοινωνία. Ο Πατσιφάς οργάνωσε τόσο τέλεια το ρεπερτόριο της Πλάτωνος, που ουσιαστικά την αξιοποίησε. Την έβαλε σε τάξη, κάτι που είχε κάνει και σε μένα!

Πουλούσαν οι δίσκοι σας τότε;

Ναι, πάντα πουλάνε οι δίσκοι μου. Δεν είναι φυσικά για να γίνουν πλατινένιοι, αλλά ανήκω στους καλλιτέχνες που πουλάνε σταθερά χωρίς να’χει σημασία αυτό καθαυτό το γεγονός των πωλήσεων.

Η αξεπέραστη πρώτη εκτέλεση της «Μαριάνθης των Ανέμων» σε στίχους και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, από τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» (1983), με τη Νένα Βενετσάνου

Σωστά, καταλαβαίνω. Στο μεταξύ, μέχρι να βγει το «Κουτί της Πανδώρας», ο δεύτερος δίσκος σας, με τον Χατζιδάκι είχατε κάνει τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς».

Και τα τραγούδια «Του Έρωτα και του Πάθους» του Lorca με τον Νίκο Μαμαγκάκη! Ήταν τότε που μου’χε πει ο Χατζιδάκις: «Νένα, εγώ θέλω να σε παντρευτώ κι εσύ με απατάς με τον Μαμαγκάκη» (γέλια). Ο Μαμαγκάκης με είχε γνωρίσει στον «Σκορπιό», σε πρόγραμμα του Χατζιδάκι, εκεί που’χα τραγουδήσει τα «Παράλογα» για πρώτη φορά. Ήταν η Ηδύλη Τσαλίκη, ο Γιώργος Μακρής, ο Σταύρος Παπασταύρου και ο Βασίλης Νικολαΐδης, τα τέσσερα παιδιά που’χαν βραβευτεί στους Πρώτους Αγώνες Κέρκυρας. Κάποια στιγμή, αποχώρησε η ρεμπέτισσα η Αλεξάνδρα και έγινε χαμός! «Ρε Νένα» μου φώναζε, «εγώ πάτησα επί πτωμάτων; Είναι τραγούδι αυτό που μου έδωσε;», αναφερόμενη στη «Μαριάνθη των ανέμων». Της έλεγα εγώ, που κάναμε παρέα τότε: «Ρε Αλεξάνδρα, και η Κάλλας σκότωσε τα παιδιά της επί σκηνής, δεν σημαίνει ότι ήταν δολοφόνος»! Ε, μετά την Αλεξάνδρα, ήρθε η Βούλα Σαββίδη κι εγώ μπήκα επικουρική, αλλά κατέληξα να τραγουδώ όλο το πρόγραμμα. Το θέμα είναι πως με τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» για πρώτη φορά είχαμε μια Μαριάνθη! Δεν ήταν πόρνη, ήταν η Ελλάδα! Ο σουρεαλιστής Χατζιδάκις, επηρεασμένος από ένα μπρεχτικό κλίμα καμπαρέ, δεν έφτιαξε τη «Τζένη των Πειρατών», αλλά μια Μαριάνθη, που ήταν σαν τη Τζένη των Πειρατών.

Πείτε μου κάτι άλλο, η μετάβαση σε άλλο διευθυντικό καθεστώς της LYRA, αμέσως μετά το θάνατο του Πατσιφά, ήταν τροχοπέδη για την καριέρα σας;

Για την καριέρα μου, όχι. Με είχε προβληματίσει το γεγονός πως ένας καλλιτέχνης, σαν τον Σαββόπουλο, που ανέλαβε παραγωγός, μπορούσε να παίζει ρόλο τροχονόμου στις καριέρες άλλων καλλιτεχνών. Ο Χατζιδάκις έκανε επίσης τον τροχονόμο, αλλά με μία γενναιοδωρία, κάτι για το οποίο δεν φημίζεται ο Σαββόπουλος! Ο Σαββόπουλος αγαπούσε τον ήχο της Ομόνοιας, το σκυλάδικο. Θεωρούσε ότι επειδή τ’ αγαπάει ο κόσμος, πρέπει να τ’ αγαπήσουμε κι εμείς. Αυτός, όμως, δεν το αγάπησε για πάρτη του, έκανε τα δικά του. Γιατί να το επιβάλλει σε μένα; Δεν κατάλαβα! Σε κάποια φάση, στο γραφείο του, μου λέει: «Νίκησες! Όπως όλες οι πριμαντόνες»! Γυρνάω εγώ και του κάνω: «Να διαβάσετε ένα βιβλίο, το ”Πριμαντόνες και άλλα τέρατα”» (γέλια). 

Αυτό γιατί σας το είπε;

Γιατί μου είχαν κόψει τα λεφτά. Ο δεύτερος δίσκος, το «Κουτί της Πανδώρας», έγινε βάσει ενός καλού συμβολαίου που είχα από τον Πατσιφά, αλλιώς δεν θα γινόταν. Θυμάμαι ότι είπα του Κώστα Γρηγορέα να έμπαινε στο στούντιο και, χωρίς να κουραστεί, να έπαιζε αυτά που έπαιζα κι εγώ, αλλά ως κανονικός κι εξαίρετος κιθαρίστας που είναι. Δεν υπήρχε ενορχήστρωση, ο δίσκος βγήκε κιθάρα – φωνή.

Αυτό το «Νίκησες», όμως, ακούγεται σαν να μην σας ήθελε στην εταιρεία πλέον.

Ε, φυσικά δεν με ήθελε, είστε καλά; Γιατί να με ήθελε;

Ξαναβρεθήκατε έκτοτε;

Όχι κι ούτε θέλω να ξαναβρεθούμε! Εμένα, όταν ένας άνθρωπος με τσαντίζει πολύ, είμαι σίγουρη ότι θα μπορέσω να κάνω πράγματα μέσα από την αντίθεση και την αντίδραση. Επειδή δεν υποχωρώ και, φαντάζομαι, πως ένας άνθρωπος σαν τον Σαββόπουλο ούτε αυτός θα υποχωρεί, καλλιτεχνικά δεν έχω να του προσάψω τίποτα. Όταν μπαίνει, όμως, σε θέμα εξουσίας, γιατί να την ασκήσει πάνω μου; Δεν πιστεύει στις γυναίκες ο Σαββόπουλος και το «Κουτί της Πανδώρας» ήταν ένας αμιγώς γυναικείος δίσκος.

Θα τον χαρακτηρίζατε μισογύνη τον Σαββόπουλο;

Μισογύνης δεν ξέρω αν είναι. Θα έλεγα ότι είναι ένας άνθρωπος γκρινιάρης κι αυτή η γκρίνια ακούγεται και στη φωνή του!

Ενώ ο Μαμαγκάκης, κήπος ε;

Πολύ μεγάλη περίπτωση ο Μαμαγκάκης! Μια φορά είχαν πλακωθεί με τον Χατζιδάκι και μου λέει θυμωμένος: «Να πας να του πεις ότι το καλύτερο έργο του είναι ”Τα παιδιά του Πειραιά”» (γέλια). «Να τον πάρεις εσύ τηλέφωνο και να του το πεις» του απάντησα κι εγώ! Αγαπιόντουσαν πολύ οι δυο τους, δεν έχει νόημα άμα δεν τσακωθείς. Γι’ αυτό είπα και για τον Σαββόπουλο, θα ήταν ωραίο άμα τσακωνόμασταν για κάτι καλλιτεχνικό και όχι για άσκηση εξουσίας εκ μέρους του. Ξέρετε τι μου’χε πει ο Μαμαγκάκης για τον Χατζιδάκι; «Απ’ όλους τους ανθρώπους, κουμπάρα» – έτσι με έλεγε – «σκέφτομαι πως πίσω από ότι πιο σπουδαίο έχω κάνει στην Ελλάδα, βρισκόταν πάντα ο Χατζιδάκις»! Ο Μάνος είχε παρουσιάσει τον «Ερωτόκριτο» του Μαμαγκάκη, που ανανέωσε τη λαϊκή όπερα στη χώρα μας, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ο Χατζιδάκις είχε έρθει στο καμαρίνι και μας ζήταγε αυτόγραφα, εμένα, της Σαβίνας Γιαννάτου, όλων των τραγουδιστών. Εγώ, στο μεταξύ δούλευα μαζί του, και του λέω: «Μα, τώρα σοβαρολογείτε;»…«Ναι, ναι» μου έκανε, «θέλω υπογραμμένα αυτόγραφα»!

«Γεια σου, Σεβίλια», ένα από τα ισπανικά λαϊκά τραγούδια του Federico Garcia Lorca διασκευασμένο από τον Νίκο Μαμαγκάκη για το άλμπουμ «Του Έρωτα και του Πάθους» (1983) με ερμηνεύτρια τη Νένα Βενετσάνου. Ελληνική απόδοση στίχων: Αγαθή Δημητρούκα

Με τον Θεοδωράκη πότε δουλέψατε ύστερα από την πρώτη άτυχη συνάντηση σας;

Ο Θεοδωράκης είχε κάνει μια εκδήλωση για το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Τι εκδηλωσάρα ήταν αυτή, τι κόσμος είχε έρθει! Έκανε πρόβες στο «ZOOM» κι εκεί με φώναξε για να τραγουδήσω τη «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν». Θα’χε ακούσει τι έκανα με τους άλλους συνθέτες, με τα δικά μου, με τη LYRA – είχε αρχίσει να παίζει το όνομα μου.

Κάτι που ρώτησα την Πασπαλά την περασμένη εβδομάδα είναι για τη συνέχεια της στη μετά Χατζιδάκι εποχή. Εσείς γράφατε, όμως, τα τραγούδια σας πριν τον γνωρίσετε και μείνατε ως το τέλος μαζί του.

Έμεινα με τον Μάνο, γιατί ο Μάνος με ήθελε. Όταν εγώ τραγουδάω Χατζιδάκι, ακούς Χατζιδάκι! Δεν ακούς Βενετσάνου! Ήμουν ακριβώς αυτή η φωνή που ήθελε, όπως η Φαραντούρη ήταν φτιαγμένη φωνή για τον Θεοδωράκη! Ο θάνατος του Χατζιδάκι μου κόστισε, όπως κόστισε σε όλη την Ελλάδα, αλλά εμένα λίγο παραπάνω βέβαια. Το βράδυ της 15ης Ιουνίου του 1994 τραγουδούσαμε με τη Μαρίζα Κωχ στην Καλαμάτα και μας ανακοινώνεται η είδηση του θανάτου του…Τηλεφωνώ αμέσως του Μαμαγκάκη: «Νίκο, πέθανε»…«Ε, ναι» μου λέει αυτός, «πέθανε»…«Τι θα γίνει τώρα;»…«Τι θες να γίνει; Κάτσε στην Καλαμάτα και θα μάθουμε για την κηδεία»…Προσπαθούσε δηλαδή να με αποφορτίσει συναισθηματικά ο Μαμαγκάκης, που ήξερε πόσο δεμένοι ήμασταν με τον Μάνο.

Θέλω να συζητήσουμε κάτι άλλο μάλλον δυσάρεστο. Γιατί, πιστεύετε, ο Γιώργος Χατζιδάκις θεωρεί ότι οι αυθεντικοί τραγουδιστές του Χατζιδάκι έχουν κλείσει τον κύκλο τους; Γιατί, ας πούμε, σας «κόβει» από συναυλίες και αφιερώματα;

Μπορεί να’χει συμβεί και το αντίθετο. Εμείς να τον «κόψαμε», Αντώνη μου. Και μάλλον αυτό έχει γίνει. Η υπόθεση αυτή έχει τελειώσει. Και να πω κάτι ακόμη; Δικό του δεν είναι, στην τελική, το έργο του Χατζιδάκι; Ότι θέλει, το κάνει! Θα του πω εγώ τι θα κάνει; Ή θα’ρθείς εσύ να μου πεις εμένα τι θα τραγουδήσω; Αυτός θέλει να δοκιμάζει νέα πράγματα και το πετυχαίνει. Δεν κάνει κάτι λάθος ο Γιώργος. Αυτό που δεν κατάλαβε ποτέ για μένα είναι ότι ήξερα για ποιο λόγο ο Μάνος του άφησε τη διαχείριση. Έκανε καλά! Δεν θα μπορούσε άλλος, ειδικά καλλιτέχνης, να επωμιστεί τέτοιο βάρος. Είναι ο γιος του, μην το ξεχνάμε αυτό. Όταν εγώ θ’ αφήσω στον γιο μου τη διαχείριση του έργου μου, αυτός θα μπορεί να κάνει ότι θέλει. Δεν έχει δικαίωμα να το κάνει ο υιός Χατζιδάκις; Εγώ άμα θέλω τραγουδάω Χατζιδάκι.

Δεν θα σας έχει στείλει εξώδικο, ακόμη, φαντάζομαι, όπως έστειλε του Λιούγκου και του Χρονά στο Μέγαρο Μουσικής.

Μα, γιατί να μου στείλει εξώδικο; Εγώ έχω δικό μου μπαϊράκι κι άμα θελήσω να βάλω ένα – δυο κομμάτια του Χατζιδάκι σε δικό μου πρόγραμμα, δεν υπάρχει λόγος να μου απαγορεύσει κανείς κάτι. Επίσης, εγώ δεν τραγουδάω Χατζιδάκι στο Μέγαρο, αλλά στην Κολοπετεινίτσα.

Γιατί, τι έχει το Μέγαρο σε σχέση με εσάς και τον Χατζιδάκι;

Υπάρχει μια άλλη δομή στα προγράμματα του Μεγάρου. Είναι θέμα status και την αποκλειστικότητα των διαπραγματεύσεων θέλει να την έχει ο Γιώργος Χατζιδάκις. Λογικό απόλυτα, έχει τους συνεργάτες του. Ξέρετε πόσος κόσμος μου ζητάει γκράντε αφιέρωμα στον Χατζιδάκι; Και λέω όχι.

Ίσως έχετε δίκιο, γιατί στον Λιούγκο πάλι και την Πασπαλά έδωσε άδεια για να τραγουδήσουν πρόσφατα Χατζιδάκι σε κοινές συναυλίες τους.

Ότι θέλει μπορεί να κάνει, είναι δικαίωμα του!

Τέλος, λοιπόν, μ’ αυτό. Πάμε και στη Μαρίζα Κωχ, με την οποία ετοιμάζεστε να βγείτε σε λίγες μέρες επί σκηνής.

Με τη Μαρίζα αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε στα τέλη του ’80 – αρχές ’90, δεν θυμάμαι ακριβώς. Την είχα δει, όταν ήμουν μικρή, στο «Ροντέο» με τον Σαββόπουλο και τα Μπουρμπούλια. Είχαμε πάει με τους γονείς μου και είχαμε κουφαθεί απ’ την ένταση των ηχείων. Και βγαίνει η θεά η Μαρίζα με κρουστά μόνο και μας έκοψε το αίμα! Δεν ήταν απ’ τον κόσμο αυτό το πλάσμα εκείνο που λεγόταν Μαρίζα! Ε, μετά από τόσα χρόνια και μετά από την εξομολόγηση που έκανε με το βιβλίο της, ο άνθρωπος που εμπιστεύθηκε ήμουν εγώ. Χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί σημαίνει πως η καλλιτεχνική σχέση πρέπει να’χει εμπιστοσύνη. Με τη Μαρίζα πια, η μία φροντίζει την άλλη, η μία συμπληρώνει την άλλη, κι έχουμε τα ίδια ποσοστά τρέλας και αντίδρασης απ’ άλλες διαδρομές η καθεμιά μας. Η Κωχ ήταν ένα κορίτσι που δεν μπορούσε κανείς να το τιθασεύσει, ούτε ποτέ γούσταρε την κλασική παιδεία. Εγώ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα, είχα τη δυνατότητα να κάνω ότι θέλω και μάλιστα μέσα σ’ ένα προστατευτικό περιβάλλον. Η Μαρίζα δεν είχε προστασία. Το οποιοδήποτε εμπόδιο, το μετουσίωνε σε δημιουργία. Έχουμε το κοινό της τραγουδοποιίας επίσης. Μου έλεγε πως όταν ήρθε απ’ τη Σαντορίνη, πήγε σε μία μπουάτ και κατάλαβε πως αν δεν ήξερες από ποίηση, δεν ήσουν τίποτα! Και κάθισε και έμαθε, διάβασε! Αυτό είναι η Μαρίζα! Ο καλλιτέχνης που κατανοεί πως στην τέχνη δεν προχωράς με σκουπίδια. Έπαιξε με τη μεγάλη ποίηση και νίκησε, καθιερώθηκε.

Το ωραίο είναι πως σ’ αυτή τη συνεργασία, εσείς διαβάζετε περισσότερο.

Με παρότρυνση της Μαρίζας, μου βγήκαν κι άλλα πράγματα, όπως το ότι είμαι πολύ καλή αναγνώστρια. Θα έχουμε μαζί μας τώρα και τον τραγουδοποιό Ηλία Βαμβακούση, που πολύ θα ήθελα να παρουσιάσει και τη δουλειά του πάνω στο «Πέραμα» του φίλου που μας άφησε, του ποιητή Αντρέα Παγουλάτου. Έστω ένα να πει, είναι κρίμα να μην ακούγονται αυτά τα πράγματα!

Τι καλό να πρωτακουστεί την εποχή που ζούμε;

Γι’ αυτό πρέπει να τα υπερασπιζόμαστε και να τα παρουσιάζουμε παντού, έστω και χωρίς μπάντα, με ένα τενεκέ! Τι περιμένουν οι καλλιτέχνες για να κάνουν αυτό που πρέπει; Από ποιον να πάρουν άδεια; Μόνο απ’ τον εαυτό τους!

Αναρωτιέμαι αν έχετε τραγουδήσει ποτέ σε λαϊκό μαγαζί.

Ποτέ! Ή μια φορά μόνο είχα πάει σ’ ένα ρεστοράν στην Κηφισιά. Άρεσα πάρα πολύ στο αφεντικό και σ’ όλο το προσωπικό. Μαέστρος ήταν, θυμάμαι, ο Δημήτρης Νήρας. Έχοντας βγάλει τον πρώτο μου δίσκο, πήγα και είπα του Πατσιφά: «Όλοι έχουνε δουλειά εκτός από μένα»! «Δεν κάνεις εσύ γι’ αυτά» μου απάντησε και με τσάντισε, καθώς νόμισα ότι δεν με θεωρούσε άξια. Τέλος πάντων, ο Νήρας με ζήτησε να πάω στο μαγαζί αυτό στην Κηφισιά – «Belle vue» λεγόταν. Τι θα τραγουδήσεις; Με ρωτάνε…Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, αντάρτικα και δικά μου, απαντάω (γέλια). «Καλά, καλά. Αυτό το ξέρεις;»…Κάθισε ο Νήρας και μου έφτιαξε πρόγραμμα με κομμάτια σαν τη «Φτωχολογιά» του Ξαρχάκου. Τα ήξερα, αλλά δεν ήμουν εκεί πια! Οπότε, περνάει η πρώτη βραδιά, περνάει η δεύτερη και την τρίτη, την ώρα που τραγούδαγα «Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι», ακούω ένα δυνατό γέλιο και μία να σχολιάζει: «Καλέ, τι ξέρει αυτή από φτωχολογιά;» Έγινα τούρμπο! Παράτησα το μικρόφωνο, πήγα μέσα και είπα «Εγώ φεύγω»! Θεώρησα ότι ήμουν στο λάθος μέρος, τόσο απλά!

Πως ήταν για σας το γεγονός της μητρότητας;

Ολοκλήρωση, όπως και για κάθε γυναίκα, πιστεύω. Το ήθελα, αλλά ποτέ δεν εντυπωσιαζόμουν απ’ τις αλλαγές στη ζωή μου. Όταν ζορίζομαι, κλείνω, ασφαλίζω, είμαι μεσ’ στη δυσκολία αλλά με το κεφάλι ψηλά! Μπορεί να φοβάμαι ή να «πέφτω» ψυχολογικά, αλλά ξέρω να σηκώνομαι. Ήμουν έγκυος όταν έκανα «Το Κουτί της Πανδώρας» και ο Πατσιφάς με είχε συμβουλεύσει να το κάνω όταν θα΄χω γεννήσει, για να’ναι πιο ελεύθερη η φωνή μου. Δεν απέκτησα άγχος με το παιδί που ήρθε, γιατί είχα μια πολύ ωραία σχέση με το μπαμπά του, όπως και οι γονείς μας μεταξύ τους. Οικογενειακά προβλήματα δεν είχα ποτέ, Αντώνη, κι ίσως εκεί να οφείλεται η γενναιοδωρία μου προς τους άλλους. Μου’χουν γίνει πολλά δώρα στη ζωή μου, η Ίρμα Κολάση, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Μαμαγκάκης…Δεν υπήρξαν γενναιόδωροι μαζί μου, μωρέ, όλοι αυτοί οι άνθρωποι;

Ποιοι είναι οι φίλοι σας σήμερα;

Εκτός απ’ τη Μαρίζα Κωχ φυσικά, η Αλίκη Καγιαλόγλου, η Σοφία Νοητή, η Μαρία Σουλτάτου που μ’ αρέσει πολύ ο τύπος της! Είναι νεότερες γνωριμίες αυτές.

Τη Νατάσσα Μποφίλιου την έχετε ακούσει;

Α, μ’ αρέσει πολύ αυτή! Τρελά! Είναι ξεχωριστή εντελώς, μ’ αρέσει που ανεβάζει θερμοκρασία όποτε λέει ένα τραγούδι. Είναι ζεστή τραγουδίστρια! Η Ζουγανέλη είναι πιο ψυχρή για μένα, αν και καλλιτέχνις που ξέρει τι κάνει. Ο Χαρούλης, αντίθετα, μου βγάζει ως αίσθηση κάτι πρόχειρο.

Η αλήθεια είναι πως οι πιο πολλοί προσωπικοί σας δίσκοι βγήκαν από το 2000 και μετά. Περάσατε μια δισκογραφική κάμψη.

Ήμουν εκτός δισκογραφίας για μία δεκαετία μετά το θάνατο του Χατζιδάκι. Εξαιτίας του Χατζιδάκι, εννοώ, γιατί όλα τα προηγούμενα χρόνια όλοι θέλανε να έχουν πρόσβαση στο ρεπερτόριο του και ειδικά σ’ αυτό που έλεγα εγώ. Θυμάμαι ότι δεν με θέλανε, αλλά τότε ήταν που έκανα και πολλές ωραίες συμμετοχές. Συνεργάστηκα με τον Μαυρουδή, τον Τάσο Γκρους, τον Μιχάλη Τερζή, την Angelique Ionatos, τον Κυπουργό, τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, τον Ηλία Ανδριόπουλο…Δεν με θέλανε ως συνθέτρια, πρέπει να προσθέσω. Αυτό άλλαξε, όταν κάποια στιγμή τσαντίστηκα και τηλεφώνησα της Λίνας Νικολακοπούλου: «Λίνα, έχω τρία τραγούδια για την Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Θα μπορούσες να της το μεταφέρεις;» Η Άλκηστη έκανε το «Δικαίωμα» τότε που μέσα είχε συνθέσεις μόνο τραγουδιστών. Ήταν η Γαλάνη, ο Πάριος, ο Κραουνάκης βέβαια κι εγώ.

Δεν μπήκατε όμως ποτέ στην «παρέα» αυτή τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.

Είμαστε ίδια γενιά μ’ όλους αυτούς, αλλά δεν είμαστε ίδιο πράγμα. Μπορεί κάποιος να’ναι μεταξωτός και κάποιος αραχνοΰφαντος. Με την Άλκηστη δεν έχουμε επαφές, αλλά είναι ένας άνθρωπος που πάντοτε κατανοούσα. Είναι ένας ευθύς άνθρωπος και της αρέσει το ωραίο. Θα σας πω μια μικρή ιστορία: Όταν ξανάρθα στην Ελλάδα κάποια στιγμή το ’77, με κάλεσε πάλι η Καραΐνδρου να τραγουδήσω μαζί της μερικά τραγούδια στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ στην Καισαριανή. Εκεί εγώ δεν ήξερα κανέναν. Ήταν η Ελένη με τρεις μουσικούς και της έλεγα «Θα βγεις να μας διευθύνεις, γιατί αλλιώς δεν την παλεύω». Βγήκε τελικά! Όταν κατέβηκα, από κάτω ήταν η Δόμνα Σαμίου, ο Ηλίας Ανδριόπουλος και η Άλκηστη με το μαλλί αφάνα τότε. Της είχα προκαλέσει το ενδιαφέρον και ήρθε και μου μίλησε, ενώ ήταν ήδη «η Πρωτοψάλτη», πολύ πιο μπροστά από μένα καλλιτεχνικά. Δεν τσιγκουνεύτηκε έναν καλό λόγο, ποτέ! Απ’ τη δεκαετία του ’80 άλλαξαν, πιστεύω, οι σχέσεις παραγωγής, οι δίσκοι γίνονταν πολυσυλλεκτικοί και υπήρχε μια ροκολαγνεία, που κατέληγε σε σκυλάδικο. Είχε επιβληθεί η αντίληψη του Σαββόπουλου: «Μας βαράνε ντέφια»…Τώρα, για τον Κραουνάκη τι άλλο να πω πέραν του ότι ήταν ο πιο ταλαντούχος απ’ όλη αυτή τη γενιά; Εγώ εντάχθηκα με πολύ μεγάλη δυσκολία στη σκηνή των τραγουδοποιών του ’90. 

Τι γνώμη έχετε γι’ αυτούς τους τραγουδοποιούς;

Δεν μου αρέσουν οι στίχοι τους. Εξαιρούνται ο Περίδης και ο Μάλαμας – ειδικά του Μάλαμα, μου αρέσουν πολύ οι στίχοι. Οι άλλοι ακούγονται σαν να μην έχουν επαφή μεταξύ τους, σαν να’ναι σ’ ένα μονόλογο που ο καθένας παραμιλάει. Δεν υπάρχει στίγμα γενιάς, όπως του Σταμάτη με τη Λίνα, ή, παλιότερα, όπως με τους συνθέτες και τους ποιητές. Ο Γιάννης Αγγελάκας μ’ ενδιαφέρει επίσης! Αυτός έχει κάτι να μου πει! Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δεν είναι του γούστου μου. Βασικά εγώ δεν γουστάρω το καφενείο. Τη μαγκιά και τα μπεκρουλιάσματα δεν τα γουστάρω, θέλω να’ναι νηφάλιος για να μ’ ακούει ο άλλος και για να με κρίνει, όχι για να κοιμάται. Γι’ αυτό σου λέω ότι δεν είμαστε όλοι απ’ την ίδια στόφα και είναι κάπως άδικο να κρίνω αυτούς τους ανθρώπους. Και που δεν μ’ αρέσουν εμένα, τι έγινε; Αυτοί μια χαρά είναι, αρέσουν σ’ όλους τους άλλους!

Ε, περνάνε κι αυτοί την κρίση τους, μη νομίζετε.

Όπως όλοι μας και, προς Θεού, δεν θέλω να περνάνε άσχημα οι άνθρωποι, μην παρερμηνευτώ σας παρακαλώ.

Είστε υποχόνδρια με την υγεία σας;

Όχι. Εξετάζομαι όσο νιώθω καλά. Μέχρι εκεί. Δεν είμαι και νέα πια, έφτασα 64 ετών.

Τι άλλο θα θέλατε να κάνετε στη ζωή σας;

Να κάνω 3 – 4 πράγματα που πρέπει να ηχογραφηθούν. Έχω φτιάξει μια σειρά τραγουδιών σε ποίηση του Δημήτρη Αντωνίου. Μου βγήκαν αβίαστα.

Έχετε καιρό να τα κάνετε, εκτός αν φοβάστε το χρόνο.

Όχι, δεν τον φοβάμαι καθόλου. Είμαστε με τα καλά μας; Γιατί να με φοβίσει ο χρόνος; Επειδή έχω περάσει σε μικρή ηλικία αρρώστιες κι έχω επιβιώσει, έμαθα κάθε μέρα να είναι χαρά. Δεν σκέφτομαι «Ωχ, τι θα κάνω»…Επίσης, άμα υπηρετείς το τραγούδι, όπως το υπηρετώ εγώ, δεν μπορείς να έχεις φούμες. Άμα θες να φουμάρεις και να κάνεις τη γκόμενα, με γειά σου με χαρά σου! Δεν μ’ αρέσει το σκοτάδι, γιατί αυτό είναι που με φοβίζει. Χαίρομαι που είμαι ζωντανή, που κάνω πράγματα, που επικοινωνώ.

Κλείνουμε με έναν ξένο καλλιτέχνη που ακούτε αυτόν τον καιρό.

Τελευταία ανακάλυψα τον Mike Patton! Τον ξέρετε;

Ποιον, αυτόν απ’ τους Faith No More;

Ναι, αυτός! Τι τραγουδισταράς, όμως!

Νιώσατε ποτέ σταρ;

Ήμουν και είμαι αντιστάρ (γέλια)

* Η Νένα Βενετσάνου και η Μαρίζα Κωχ εμφανίζονται στη μουσική σκηνή «Σφίγγα» (Ακαδημίας & Ζωοδόχου Πηγής) τα Σάββατα 19/10, 26/10 και 2/11. Μαζί τους ο Αντώνης Σκαμνάκης στη βιόλα ντα γκάμπα και ο Ηλίας Βαμβακούσης στην κιθάρα και στα δικά του τραγούδια. Ώρα έναρξης: 21.30

** Ευχαριστούμε το «Black Duck Garden» (Ι. Παπαρρηγοπούλου 5 – 7) για τη φιλοξενία.

«Θετικές» συζητήσεις για ανακωχή στη Γάζα, που έχει μετατραπεί σε «υπαίθριο νεκροταφείο»

γαζα γυναικα

«Θετικές» συζητήσεις για ανακωχή στη Γάζα, που έχει μετατραπεί σε «υπαίθριο νεκροταφείο»

Εντεινόμενες ανησυχίες πως θα ενσκήψει λιμός που «χρησιμοποιείται ως πολεμικό όπλο»

«Πυρηνικό ριφιφί» στο ΑΠΘ; : Διαψεύδει o Πρύτανης το δημοσίευμα ότι έγινε παραβίαση στη Σχολή Θετικών Επιστημών (video)

ΑΠΘ1

«Πυρηνικό ριφιφί» στο ΑΠΘ; : Διαψεύδει o Πρύτανης το δημοσίευμα ότι έγινε παραβίαση στη Σχολή Θετικών Επιστημών (video)

Απόπειρα με αλυσοπρίονο σε χώρο σχολής του ΑΠΘ που βρίσκεται πυρηνικός αντιδραστήρας σύμφωνα με δημοσίευμα.…

Ρομπότ Σοφία: Η πρώτη συνέντευξη στην ελληνική τηλεόραση – «Δεν έχουμε επιθυμία να κατακτήσουμε τον κόσμο» (video)

Ρομπότ

Ρομπότ Σοφία: Η πρώτη συνέντευξη στην ελληνική τηλεόραση – «Δεν έχουμε επιθυμία να κατακτήσουμε τον κόσμο» (video)

«Είμαι προϊόν τεχνητής νοημοσύνης αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς τι είναι», ανέφερε το Ρομπότ…

Στο εδώλιο πρώην εισαγγελέας για χιλιάδες δικογραφίες που έκαναν… φτερά στην Κέρκυρα

δικαστηριο 3

Στο εδώλιο πρώην εισαγγελέας για χιλιάδες δικογραφίες που έκαναν… φτερά στην Κέρκυρα

1.000 περίπου δικογραφίες έτοιμες για κάψιμο είχαν βρεθεί στην αποθήκη φίλης της, ενώ άλλες στο…