Κλέλια Ρένεση: «Για τις συρράξεις στους δρόμους φταίνε ξεκάθαρα οι πολιτικοί»

Το θέατρο και η τηλεόραση, η μουσική και η υποκριτική, ο Manu Chao και ο Σωκράτης Μάλαμας, η θαρραλέα πολιτική άποψη και η μητρότητα - τα πάντα χωράνε όταν η Κλέλια Ρένεση αποφασίζει να δώσει τη συνέντευξη της ζωής της

1 31

Η πολυτάλαντη Κλέλια Ρένεση δεν δίνει συνεντεύξεις, παρ’ όλο που της το ζητάνε συνέχεια, είτε λόγω της αναγνωρισιμότητας της από την τηλεόραση, είτε λόγω των θαρραλέων πολιτικών της διατυπώσεων στα social media. Η ίδια τα ξέρει όλα αυτά, αλλά θέλει να παίξει το παιχνίδι με τους δικούς της όρους. Υπό αυτή την έννοια, το ότι με δέχτηκε ένα βράδυ στην οικία της και αφέθηκε σε μία μεγάλη εφ’ όλης της ύλης συζήτηση, το λες και δημοσιογραφική επιτυχία. Μεταφέρω εδώ το σχόλιο μιας άλλης γυναίκας για τη Ρένεση, όπως το έγραψε δημόσια: «Είναι από τις γυναικάρες που αντί να ξυπνούν τα “πάθη” και τα “μίση” μεταξύ γυναικών -καίτοι το πρότυπο της δεν μας εκφράζει- έχει όλη την αγάπη και τη συμπάθεια μας. Όχι ως Καίτη Κίτσο (σ.σ. ο χαρακτήρας που υποδύεται στη «Μουρμούρα»), αλλά ως Κλέλια με φωνή, σκέψη και στάση ζωής».

Αυτά ακριβώς τα στοιχεία της, τη σθεναρή φωνή, τη βαθιά σκέψη και την ακεραιότητα στον τρόπο που ζει, η Ρένεση τα φανέρωσε γενναιόδωρα κατά την αφήγηση της. Μία αφήγηση που περιλάμβανε τον Manu Chao, τον Σωκράτη Μάλαμα, την κόρη της που έφερε πριν δύο χρόνια στον κόσμο, τις περιπλανήσεις της ανά τον κόσμο, τις μουσικές και τους στίχους της, καθώς επίσης και τη θέση της απέναντι στα πρόσφατα επεισόδια στη Νέα Σμύρνη, αλλά και το ενδεχόμενο να πολιτευθεί. Όταν της ζήτησα, πάντως, να μου ψήσει ελληνικό καφέ στις 11 το βράδυ, μου απάντησε με το εξής: «Όλοι οι φίλοι που περνάνε από δω, πίνουν κρασιά ή τσίπουρα τέτοια ώρα. Ομολογώ πως καφέ και μάλιστα ελληνικό, δεν μου έχει ζητήσει κανείς». Ίσως γιατί η ίδια πολύ απλά δεν πίνει ποτέ καφέ.

Τι πιστεύετε σας κάνει τόσο δημοφιλή στα social media;

Δεν έχω ιδέα. Μόνο βαρετές υποθέσεις μπορώ να κάνω. Ίσως το ότι δεν πολυβγαίνω να δίνω συνεντεύξεις, ούτε εκφέρω γενικά γνώμη και άποψη, εξαιρουμένου του τελευταίου καιρού που είμαι λίγο ανήσυχη και αυτό φαίνεται είτε στον τρόπο που παίζω, είτε στο πως μιλάω με το παιδί μου. Δε σημαίνει αυτό ότι δεν είμαι δημιουργική ή ότι θολώνει το μυαλό μου απ’ την πολλή ανησυχία. Συνήθως προσπαθώ να είμαι ουσιαστική σε ότι κάνω και να μη χάνομαι στο θεώρημα. Δεν είμαι πολύ της θεωρητικολογίας, ούτε μπορώ να συνομιλήσω εύκολα με θεωρητικούς ανθρώπους. Ίσως πάλι ο λόγος μου έχει μία αμεσότητα, όπως έχει και η υποκριτική μου. Απάντηση σωστή, πάντως, δεν θα πάρετε.

Αν αναζητήσει κανείς το όνομα σας στη google, θα πέσει πάνω σ’ έναν χαρακτηρισμό που σας έχουν αποδώσει κάποια ΜΜΕ: «Σεξοβόμβα». Τον θεωρείτε ευτελή χαρακτηρισμό;

Το θέμα της ταμπέλας αφορά εκείνους που τη βάζουν. Εμένα δεν με αφορούν οι ταμπέλες, ούτε τις χρησιμοποιώ για τους άλλους. Μπορεί να είναι ένα κομπλιμέντο για τα στερεότυπα των άλλων, δεν θα ήθελα ποτέ όμως να καταπιαστώ με τον τίτλο της όμορφης που πρέπει να τον διατηρεί για πάντα. Δεν έπαιξα ποτέ αυτό το παιχνίδι. Κάποια στιγμή, μέσα σ’ αυτή την καριέρα, που μετράει 20 χρόνια πλέον, κλήθηκα να κάνω κάποιες φωτογραφίσεις – ιδίως όταν ήμουν νεότερη – και πειραματιζόμουν με την εικόνα και το ρόλο που μπορεί να εξυπηρετεί. Τη διαδικασία αυτή δεν την απήλαυσα καθόλου, δεν μου έκανε κάποιο γκελ. Ποτέ δεν πότισα το λουλούδι αυτό. Άλλοι το πότισαν για μένα και για να εξυπηρετήσουν τις δικές τους φυλλάδες. Δεν μπορείς να είσαι ένας τίτλος για όλο τον κόσμο. Μπορεί πάλι αυτό να είμαι για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο και σε μία συγκεκριμένη στιγμή. Μια γυναίκα για να αισθανθεί σέξι, πρέπει να υπάρχει ένα αντικείμενο πόθου. Εγώ δε μπορώ να νιώσω σέξι κοιτώντας ένα φακό ή κάνοντας την όμορφη. Μου θυμίζει όλο αυτό τον Frank Sinatra που κοίταγε τον εαυτό του στον καθρέφτη και τραγούδαγε. Δεν είμαι σεξοβόμβα, μάνα μου.

Αναρωτιέμαι αν ο κόσμος παραξενεύεται από μία «σεξοβόμβα» που έχει στιβαρό πολιτικό λόγο και άποψη.

Με αισθάνομαι σαν ένα πουλί που γυρνάει πάνω από μια χώρα και το νοιάζει μόνο που θα βρει να πιει νερό. Δεν ξέρω αν ήμουν έτσι ανέκαθεν. Πάντα ήμουν ένα μοναχικό παιδί που πήγαινα στα πάρτι και καθόμουν και κοίταζα τους άλλους. Βέβαια, ήμουν και τσαούσα, έμπαινα στο γιούχου, στον χαμό. Είχα από μικρή το ταλέντο να παρατηρώ από απόσταση ότι γίνεται, ακόμη κι αν ήμουν κι εγώ μέσα σ’ αυτό. Κάτι με κράτησε στο να’μαι πολύ στιβαρή μέσα στο συνονθύλευμα της ανταλλαγής και της προσφοράς των συναισθημάτων. Αυτό αφορά όλες τις σχέσεις των ανθρώπων, τις επαφές. Ακουμπάω δηλαδή στα πάντα, αλλά με πολύ μεγάλη διάθεση να ξαναβγώ.

Που έχετε γεννηθεί;

Γεννήθηκα στη Ζάκυνθο. Έχω έρωτα με το νησί, μ’ αυτό που ορίζουμε πατρίδα. Δεν θα δήλωνα ερωτευμένη με την κουλτούρα της Ζακύνθου, γιατί όλα πια είναι μπασταρδεμένα και δεν έχει μείνει τίποτα καθαρό από τότε. Αν εξαιρέσεις τη λογική της μικρής επαρχίας, το «ξέρω ποια είσαι, ποιανού κόρη είσαι» κλπ., σκέφτομαι το ότι δεν πέσαμε ποτέ στον ζυγό του Τούρκου, ούτε οι Γερμανοί πέρασαν ποτέ από μας. Ούτε και Ευρώπη θα μας έλεγες, αν πας μια βολτίτσα από κει, η Ζάκυνθος είναι όμως ένα κράμα ανταρσίας, αναρχίας και μιας ανεξήγητης βαθιά συγκινητικής συνθήκης.

Προέρχεστε από μια μεγάλη οικογένεια;

Όχι. Ήμουν ένα παιδί μοναχοπαίδι που οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν πολύ μικρή κι έτσι δεν έζησα αυτό που λέμε οικογενειακές χαρές. Όταν έγινα τριών ετών, ήρθαμε στην Αθήνα, γιατί ο μπαμπάς μου ως γιατρός γυναικολόγος έκανε ειδικότητα στο «Αγία Όλγα» και στο «Αλεξάνδρα». Σήμερα είναι διευθυντής του Ε.Σ.Υ. στη Ζάκυνθο. Όταν τέλειωσε τη θητεία του, ξαναγύρισε στη Ζάκυνθο, εγώ έμεινα εδώ και κάπως σκορπίστηκαν οι ζωές μας χωρίς ποτέ να χαθεί το νήμα.

Λογικά θα τη βιώνατε μία μοναξιά.

Είναι κάτι που με κάνει να σκέφτομαι αυτά που βιώνουμε τελευταία. Ξέρετε, το παιδί όταν είναι μικρό δεν μπορεί να αντιληφθεί αν του συμβαίνει μία ανωμαλία. Θεωρεί φυσιολογικότητα μία κατάσταση «μυστήρια». Είναι κάτι πολύ τρομακτικό αν το καλοσκεφτούμε. Έχοντας δουλέψει πολύ με τον εαυτό μου μέσω της υποκριτικής, ακόμη και με τις ανεργίες που βάραγα και κοίταγα το ταβάνι, σκέφτηκα καλά το ποια ήμουν και τι ήθελα. Θυμάμαι έτσι τη συνειδητότητα του παιδιού που δεν αντιλαμβάνεται ότι αντιλαμβάνεται ένας ενήλικας. Αν κάποιος δηλαδή σου πει «δεν θα το πεις στη μαμά σου και το μπαμπά σου», δεν θα πας να το πεις! Θυμάμαι, ας πούμε, ένα ξαδερφάκι μου που μου έλεγε «Έλα, πάμε εκεί να κάνουμε αυτό», κάτι που μπορεί να μας απαγορευόταν. Να πήγαινα εγώ να το κάνω και να άκουγα «δεν θα το πεις ποτέ αυτό» και να μην το έλεγα! Να το έβγαζα όμως στα 19 μου και να σκεφτόμουν εκ των υστέρων «Όταν ήμασταν μικρά, εμείς κάναμε αυτό», Να πως ξανάρχονται όλα στην επιφάνεια, στην ησυχία του νου. Δεν σας έχει τύχει να σκάνε παιδικές μνήμες απ’ το πουθενά; Μια γεύση παγωτού λεμόνι από μια παραλία; Να θυμάσαι και κάτι συγκλονιστικά πράγματα, όπως τι ρούχα φόραγες; Αυτά συμβαίνουν όταν ξεκουράζεται το μυαλό κι αρχίζει να σου μιλάει.

Η Τάνια Τσανακλίδου στην πρόσφατη συνέντευξη της, μου είπε πως δεν θα βάλουμε ίσα κι όμοια την «κλοτσιά» του Κιμούλη με τους παιδοβιασμούς του Λιγνάδη. Θα συμφωνούσατε;

Συμφωνώ, αλλά θα έλεγα ότι αποτάσσομαι κάθε μορφή βίας σε κάθε πλαίσιο. Δεν είμαι βίαιος άνθρωπος, δεν έχω βίαια ένστικτα, δεν έχω βιαιοπραγήσει ποτέ. Δεν δέχομαι τη βία ως λύση. Κατανοώ κι αντιλαμβάνομαι ότι η φύση και οι νόμοι του σύμπαντος έχουν βία μέσα τους – μία έκρηξη σ’ ένα αστέρι να γίνει, θα βγει μία βιαιότητα μοιραία. Κάνει κύκλους η βία και μας περιτριγυρίζει. Μία θυσία με την καλή έννοια, όμως, όχι το ανθρώπινο αίμα δηλαδή, παίζεται σε ψυχολογικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Οι θυσίες είναι δυστυχώς απαραίτητες σε κάποιες περιπτώσεις ώστε να ξυπνήσουν συνειδήσεις και να κινηθούν μερικές καταστάσεις.

Εγώ νομίζω πως οι άνθρωποι βιώνουν τα πάντα σήμερα σε συνθήκες σοκ.

Ισχύει απόλυτα, ειδικά όταν είναι εθισμένοι σ’ αυτό το κουτί που λέγεται τηλεόραση και έχουν μάθει να σκέφτονται με ότι τους σερβίρουν. Ο άνθρωπος δεν ξέρει πλέον από ποια είδηση να κρατηθεί και πως να την αξιολογήσει. Επομένως αυτός ο άνθρωπος χρήζει βοηθείας στο να καταλάβει κάποια πράγματα. Υπάρχουν άνθρωποι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα που δεν θα μάθουν ποτέ τι ακριβώς έγινε στην πλατεία Νέας Σμύρνης ή σ’ οποιοδήποτε δρώμενο, με το οποίο εμείς ασχολούμαστε παραπάνω, δέκα – δεκαπέντε άτομα. Είναι ένα χάος πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό. Δε γίνεται όμως να ξεδιαλύνει κάποιος την ομίχλη και να κοιτάει από παντού. Θα κοιτάει πάντα απ’ τη δική του τη μεριά και θα λέει: «Εγώ μια αλεπού είδα και δεν πα’ να είδατε εσείς πέντε λιοντάρια»…

Ήσασταν από αριστερή οικογένεια;

Ναι, αυτό μπορώ να το πω. Ο πατέρας μου πέρασε από ΚΚΕ, ΚΚΕ μ-λ και όλα τα συναφή. Οι παππούδες μου είχαν κάνει Γυάρο και Μακρόνησο, ο ένας μάλιστα δύο φορές. Αριστεροί ήμασταν κι από τα δυο σόγια, του πατέρα και της μητέρας, παρότι ήταν τελείως διαφορετικά. Το ένα σόι ήταν ιατρικό, το άλλο πιο λόγιο. Η μάνα μου είναι φιλόλογος με τα μεταπτυχιακά της και τη θεατρολογία της. Έχουμε καλές επαφές, τη μάνα μου τη βλέπω τακτικά γιατί σκάει εδώ με τα πεσκέσια, αλλά τον πατέρα μου που ζει στο νησί τον βλέπω σπανιότερα. Είναι κι ένα άλλο έργο να δουλεύεις γιατρός στο Ε.Σ.Υ. τη σήμερον ημέρα. Αν μιλήσουμε για το Ε.Σ.Υ. το 2021, θα κλάψουμε με μαύρο δάκρυ.

Κάτι πιο ευχάριστο τότε είναι να μου πείτε πως γνωρίσατε τον Manu Chao. Τον καλλιτέχνη αυτό τον ακούγαμε πολύ με τους Mano Negra στις αρχές του ’90.

Εγώ δεν ήξερα τους Mano Negra, γιατί δεν ήταν ακριβώς της εποχής μου. Ήξερα δυο – τρία κομμάτια τους μέχρι που βγήκε το «Gladestino» κάπου το ’97. Είχα αγοράσει το CD κι εκεί άρχισα να τον παρακολουθώ στη σόλο καριέρα του. Η γνωριμία μας προέκυψε τυχαία: Βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη όπου θα έδινε συναυλία και στο φιλικό περιβάλλον της διοργάνωσης υπήρχε ο Στεφανίδης, αδερφικός μου φίλος. Με κάλεσε, λοιπόν, να βοηθήσω λίγο με τις μεταφράσεις, γνώρισα τη μπάντα και τους λάτρεψα όλους. Θυμάμαι ότι αμέσως έπιασα τον κιθαρίστα του και του έμαθα το ρυθμό του χασάπικου. Είχαν πάθει πλάκα με τα δικά μας 9/8, «είσαι τρελή;» μου λέγανε! Γνωριστήκαμε με τον Manu σε πολύ φιλικό επίπεδο, της ταβέρνας θα έλεγα, αλλά μέχρι εκεί.

Αληθεύει ότι κάνατε ένα ταξίδι στο πλαίσιο πιο εσωτερικών αναζητήσεων;

Όπως το λέτε έγινε. Είχε περάσει ένας χρόνος απ’ τη γνωριμία μου με τον Manu Chao. Ένας χρόνος που είχε κλείσει ένας κύκλος με τα πράγματα να τρέχουν πιο γρήγορα από μένα και να μην τα προλαβαίνω. Δεν ήξερα τι θέλω, τι κάνω, που βρίσκομαι, είχα χάσει τη μπάλα. Αποφάσισα να σταματήσω να δουλεύω για να βρω έναν τρόπο να την παλεύω αλλιώς. Πήρα ένα αμάξι και έφυγα από την Ελλάδα με σκοπό να μην ξαναγυρίσω, αν δεν μάθαινα τουλάχιστον τι ήταν αυτό που με τριβέλιζε. Με μια φίλη μου και τη μάνα της κάναμε το γύρο της Ευρώπης, αλλά αυτές θα εγκατέλειπαν σε κάποια φάση. Υποτίθεται ότι θα κάναμε το ταξίδι, η καθεμιά όμως θα έπαιρνε το δρόμο της. Περάσαμε Ιταλία, Γαλλία και στην Ισπανία είχα δει ότι θα έδινε συναυλία ο Manu στη Χιρόνα, ένα μέρος που θα επισκεπτόμουν. Η συναυλία ήταν πριβέ, κλειστή, μόνο με προσκλήσεις. Αναγκάστηκα να τηλεφωνήσω στον μάνατζερ του Manu, που τον είχα γνωρίσει από Θεσσαλονίκη, στο στυλ «Are you remember me?» κλπ. Του είπα να κάνει κάτι να δω τη συναυλία, έχοντας πάρει μαζί μου κρασιά, τυριά και λουκάνικα από την Ελλάδα. Κλασική Ελληνίδα με το ελαιόλαδο και τη ρακή της (γέλια). Πήγαμε στη συναυλία και μετά κάναμε τσιμπούσι όλοι μαζί. Είχα φτάσει σ’ ένα κομβικό σημείο με τον Manu να με υποδέχεται πάρα πολύ θερμά και στη ζωή του και στη Βαρκελώνη.

Ένα ταξίδι, επομένως, που κατέληξε παράδεισος.

Δεν ήταν παράδεισος. Αντιθέτως ήταν ένα ταξίδι – κυνήγι της ίδιας μου της σκιάς. Όταν έφτασα εκεί, άρχισε να ξεθολώνει το τοπίο και να καταλαβαίνω για ποιο λόγο έκανα το ταξίδι αυτό. Μέσω του Manu, πήρα τις απαντήσεις μου. Γνώρισα έναν άνθρωπο που είχε αυτό που εγώ αναζητούσα, κυρίως το «θα φύγω απ’ την Ελλάδα, δεν θα γυρίσω και θα αδιαφορήσω για τη δουλειά». Όταν τον γνώρισα καλύτερα, εισέπραξα μια τρομερή δύναμη από έναν πραγματικά συγκλονιστικό άνθρωπο. Η δύναμη εκατό λιονταριών σε έναν άνθρωπο μινιόν, θα έλεγα, πάντα δοτικός και χαρούμενος, γενναιόδωρος και εξωστρεφής σε όλα τα πράγματα. Τόσο εκτεθειμένος, ακόμη, στο αγιάζι και στην αγάπη, που δεν μπορούσες να μην τον χαρακτήριζες συγκλονιστικό! 

Σας ακούω να τον περιγράφετε γεμάτη δέος.

Μα με σόκαρε με την καλή έννοια. Με εξιτάρισε ώστε να τον γνωρίσω σε βάθος και να κλέψω κάτι απ’ αυτόν, ακόμη και να μαθητεύσω μέσα σε κάτι τέτοιο. Μιλάω τώρα για ψιλά γράμματα, για απολύτως δικά μου συμπεράσματα. Εκεί τα μόνα που υπήρχαν ήταν μια ρακή, μια παρέα, μια αγκαλιά, μια χαρά, μια κιθάρα: «Εσύ τι κάνεις, τραγουδάς; Πες μας ένα τραγούδι». Έλεγα εγώ ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κι ο άλλος έλεγε ένα τραγούδι απ’ τη Γαλικία. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε μία παρέα κι έμεινα αρκετό καιρό εκεί. Περίπου είκοσι μέρες σερί, ενώ ήταν να περάσω μόνο για ένα απόγευμα απ’ τη Βαρκελώνη. Βρήκαμε τα κοινά μας κι εγώ ζούσα από κοντά έναν άνθρωπο τελείως ακομπλεξάριστο. Σε όλα!

Πόσο μάλλον όταν ο άνθρωπος αυτός είχε καθορίσει τα μεσογειακά μουσικά πράγματα.

Εγώ θα έλεγα, παγκοσμίως! Ο Manu έχει πουλήσει εκατομμύρια δίσκους και στο προσωπικό ΤΟΠ10 του ο Μπάρακ Ομπάμα ένα τραγούδι του το’χε βάλει στο Νο 2. Ε, σ’ αυτόν τον άνθρωπο είπα κάποια στιγμή ότι γράφω στίχους. Μου ζήτησε να του διαβάσω κι εγώ του είπα: «Τι να σου διαβάσω, χρυσέ μου, στα ελληνικά; Είναι που είναι ζαβοί οι στίχοι μου, θα χαθούμε και στη μετάφραση, άσ’τα να πάνε». Όταν τελικά είδε τους στίχους μου, μου ζήτησε να ξεκινήσουμε μια δουλειά μαζί κι εγώ πίστεψα πως έκανε πλάκα στο πλαίσιο της παρέας. Σας πληροφορώ ότι σοβαρολογούσε κι έβαλε μπροστά ένα project με την εταιρεία που διαχειριζόταν όλο το υλικό του. Κάναμε συμβόλαια, συμβάσεις, όλα έγιναν επαγγελματικότατα, πέραν αυτού όμως είχε μια γνήσια χαρά κι έναν γνήσιο έρωτα για τη δουλειά μας. Τον ενδιέφερε πολύ η ελληνική μουσική, κάθισε και μελέτησε τον Τσιτσάνη, πειραματίστηκε. Στην ουσία ήθελε να παντρέψει τα ασύμβατα κι αυτή ήταν μια ζωή η «ίντριγκα» του Manu.

Αφήσατε τελικά ολόκληρο κοινό δίσκο;

Δίσκο ολόκληρο όχι, κάναμε όμως πέντε – έξι τραγούδια, κάποια σε δική μου μουσική, γιατί γράφω και μουσικές. Δεν δηλώνω συνθέτρια, απλά κοπανάω το πιάνο και σκαμπάζω πέντε πράγματα. Ο Manu δεν ήθελε να κάνουμε δίσκο, όντας ενάντιος στη δισκογραφία και τις δισκογραφικές, που εξαρτώνται από τις πολυεθνικές και τους μανατζαραίους. Κοιτάξτε, ο Manu είναι πάρα πολύ πολιτικοποιημένος και προσεκτικός στο ποιον «ταΐζει» μέσα από τις πράξεις του και το έργο του. Θεωρήσαμε ότι όλο αυτό έπρεπε να το κάνουμε πιο ανθρώπινα, σαν παιδιά που παίζουν ή φτιάχνουν ένα τραγούδι μες στο σπίτι τους και δεν το πουλάνε, αλλά το παρέχουν δωρεάν σε όλους.

Κάτι που απελευθέρωσε κι εσάς, σαν να βρήκατε το δάσκαλο σας.

Πάρα πολύ, γιατί ο Manu δεν είναι απλά μες στους δασκάλους μου. Είναι μέλος πια της οικογένειας μου και μιλάμε κάθε μέρα σχεδόν. Κι εγώ ήμουν δασκάλα του μ’ έναν άλλο τρόπο, μάθαινε πράγματα ο ένας στον άλλο. Οι άνθρωποι πάντα αγαπιούνται όταν έχουν κάτι να πουν, δεν έχει να κάνει με φύλα και με ταμπέλες αυτό.

Στο twitter παρακολουθούσα μια μέρα να σας «στολίζουν» διάφοροι για τις απόψεις σας ώσπου μπήκε ένας και τους έγραψε: «Παιδιά, respect! Για χάρη της Ρενέση, ο Manu Chao εγκαταστάθηκε σ’ ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι».

Με τον Manu συναντιόμασταν εδώ με τον ίδιο τρόπο που πήγαινα εγώ να τον βρω στη χώρα του. Ελάχιστα, όμως, κάτσαμε στο Παγκράτι, γιατί συνέχεια ταξιδεύαμε. Το πρώτο ταξίδι μας ήταν στον τόπο μου, στη Ζάκυνθο, το 2015, τότε με το δημοψήφισμα. Είχε έρθει ο Manu για τη συναυλία του στο Terra Vibe και μετά φύγαμε για το νησί, όπου εκεί έζησε όλο το βρασμό του δημοψηφίσματος. Έζησε τη μέρα που ψηφίζαμε και όταν υπερίσχυσε το «Όχι», ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους με χαρές και πανηγύρια. Ήμασταν στο σπίτι ενός καπετάνιου, μας είχε φτιάξει κόκορα και βλέπαμε τηλεόραση. Δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν με τον Manu κι απλά ο καπετάνιος έβλεπε έναν χαρούμενο μικρόσωμο άνδρα με περίεργα ρούχα. Να πω εδώ πως ούτε εγώ έμενα στο Παγκράτι, αφού δεν είχα καμία σταθερότητα στη ζωή μου. Πήγαμε Λατινική Αμερική μαζί με τον Manu, στη Βραζιλία θυμάμαι μπλεχτήκαμε σε κάποια projects με τοπικούς ψαράδες, κάναμε τις μουσικές μας και γυρίζαμε τα βίντεο κλιπ μας. Η ουσία της ένωσης μας με τον Manu Chao βασιζόταν στον αλτρουισμό. Φτιαχτήκαμε δηλαδή σαν ομάδα για να βοηθάμε τους απ’ έξω. Μέσα σ’ αυτό κρυβόταν μια πολύ μεγάλη δύναμη και αλήθεια, άσχετα αν σε κάποιους ανθρώπους έμοιαζε εξωπραγματικό για την καθημερινότητα τους, όπως και ήταν. Για την ακρίβεια, ήταν εξαντλητικό ειδικά όταν μιλάμε για ένα ντουέτο, που έπρεπε ο ένας να στηρίξει τον άλλον. Κι όταν βλέπαμε ότι κάθε τούνελ έχει ένα τέλος, εγώ έλεγα ότι θα μείνω εκεί, γιατί παίρνω πολύ σημαντικά πράγματα.

Εσείς είστε αυτή που βάζετε το τέλος σε μια σχέση κάθε φορά; Το έχετε δηλώσει αυτό.

Που να ξέρω; Δεν ξέρω, γιατί είναι πολύ αδιευκρίνιστα τα όρια, αλλά αν το έχω πει, κάπως έτσι καλύπτω την ανεπάρκεια μου στις σχέσεις μάλλον (γέλια). Αυτά τα «εγώ είμαι ελεύθερο πουλί» τα κοροϊδεύω, οι διαπροσωπικές – ερωτικές σχέσεις όμως πάντα έχουν ακαθόριστα όρια τέλους. Είναι τέτοιοι οι μηχανισμοί του νου που μπορεί να θες να φύγεις και να μην το ξέρεις, να μη θες να φύγεις και να προκαλείς το φευγιό σου και διάφορα άλλα. Σε κάθε σχέση της ζωής μου, κάποιος άλλος είναι ο πρωταγωνιστής που όταν βάζουμε το τέλος, βρίσκω αμέσως την ισορροπία μου και γι’ αυτό εξακολουθώ να διατηρώ εξαιρετικά φιλικές επαφές.

Αν σας ζητούσα να μου κάνετε μία σύγκριση μεταξύ Manu Chao και Σωκράτη Μάλαμα;

Δεν συγκρίνονται αυτοί οι δύο άνθρωποι, είναι τεράστιοι και σημαντικοί σ’ αυτό που κάνουν. Δεν είναι απλά αυτόφωτοι, είναι δύο περσόνες και δύο ολότητες. Είναι άνθρωποι που φωτίζουν άλλους ανθρώπους, οπότε έχουν πολλά κοινά κι άλλα τόσα τελείως αντίθετα. Όπως τους γνώρισα εγώ είναι σαν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Πως αντιλαμβάνεστε την έννοια της περσόνας στην τέχνη;

Θα προσπαθήσω, αν κι είναι δύσκολο να το εκφράσω με λέξεις. Περσόνα είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί ο ίδιος τις συνθήκες, οι οποίες τον περιβάλλουν. Εκείνος που δεν μαγεύεται απ’ το σύμπαν, αλλά ο ίδιος μαγεύει το σύμπαν. Αυτός που σκηνοθετεί τη ζωή του, που έχει το τηλεκοντρόλ για να δει το φιλμ του και όποτε θελήσει, το κλείνει. Όταν ένας άνθρωπος έχει το κουμάντο, δε σημαίνει ότι είναι μια τρομερή διάνοια, έχει όμως ανακαλύψει την ακεραιότητα, την αυτογνωσία του κι έχει βουτήξει στα βαθιά του. Έχει αποδεχτεί τελικά την άβυσσο του και παύει να είναι περσόνα, αλλά γίνεται οντότητα προς παρατήρηση. Εξαιρώ τώρα το ότι αυτοί οι δύο είναι πολύ δικοί μου άνθρωποι. Ο Σωκράτης παραμένει ένας στενός μου φίλος και ο Manu, όπως είπα, είναι οικογένεια μου. Δεν πιάνονται κορόιδα αυτοί οι δύο παρά μόνο εκεί που θέλουν οι ίδιοι. 

Το να πιάνεσαι κορόιδο εκεί που θες, είναι ο ύπατος βαθμός αθωότητας.

Έτσι. Πόσο μάλλον όταν δεν έχουν την παραμικρή έπαρση για την υπόσταση τους. Ήμασταν στα βουνά της Κρήτης με τον Manu και ακούγαμε ριζίτικα. Χάνεται το σήμα του σταθμού κάπου κοντά στα Λευκά Όρη και μπαίνει ο Μάλαμας με τα «Διόδια». Κάνει ο Manu: «What the fuck is that?» κι εγώ άρχισα να του εξηγώ πως είναι ένας Έλληνας τραγουδοποιός, χωρίς φυσικά να τον έχω γνωρίσει προσωπικά. Του τον παρουσίασα κάπως σαν τον Johnny Cash και τον Leonard Cohen της Ελλάδας – τι να του έλεγα; Αυτός πάλι τον χαρακτήρισε «Greek blues». Εκείνο τον καιρό είχα γράψει το τραγούδι «Ανατολή» κι έλεγα του Manu πως δε μπορούσα να τραγουδήσω το ρεφρέν. Πρότεινα να πάρουμε έναν άλλο τραγουδιστή κι εκείνος δεν πολυήθελε, μια και το project ήταν αυστηρά των δυονών μας. «Παίζουμε, γελάμε, το διασκεδάζουμε οι δυο μας, ας μην πάρουμε άλλον άνθρωπο που μπορεί να έχει απαιτήσεις και να μας βαρύνει» ήταν τα λόγια του Manu.

Απ’ την άλλη, ο καθένας θα έτρεχε νομίζω για να συμμετάσχει σε ένα project του Manu Chao.

Μπορεί, αλλά εκείνος δεν ήθελε να μπλέξουμε άλλους ανθρώπους στην περιπέτεια και στην ανεμελιά μας. Μπορεί επίσης να φτιάχναμε κάτι και να το βγάζαμε σε πέντε χρόνια, δεν υπήρχε καμία πίεση. Όταν του πρότεινα να καλέσουμε τον Σωκράτη να πει το ρεφρέν, μου είπε να το κάνω, αφού επρόκειτο για δικό μου τραγούδι. Μου έδωσε πάσα κατευθείαν. Έτσι, σήκωσα μια ωραία μέρα το τηλέφωνο και πήρα τον Σωκράτη. Του στείλαμε το κομμάτι κι όταν ξανάρθε στην Αθήνα, μου έκανε υποδείξεις για τους στίχους, με συγύρισε κάπως, άρα το’χε πάρει ζεστά το θέμα.

Συζητάμε τόση ώρα για δύο σημαντικούς μουσικούς και πιστεύω πως και η δική σας μουσική ιδιότητα σας οδήγησε σ’ αυτούς. Σαν να είπατε «Τώρα εδώ είμαι».

Όχι, σιγά να μην έλεγα «εδώ είμαι»…Δεν είμαι κάνα κορόιδο. Θα το ξανάκανα αυτό το λάθος; Η τέχνη δεν είναι για να στρογγυλοκάθεσαι και να λες «εδώ είμαι». Είναι ένας τρόπος να εκφραστώ και να πειραματιστώ.

Απ’ αυτήν ακριβώς την άποψη το εννοώ κι εγώ.

Μου φαινόταν πιο εύκολο να γράψω μέσα σε τρία λεπτά ένα τραγούδι με αρχή, μέση και τέλος. Σε σχέση με το θέατρο που κάνεις πέντε μήνες πρόβα και παίζεις για τρεις ώρες μια παράσταση και σου βγαίνει η Παναγία, το τραγούδι ήταν μια άλλη πόρτα που μου άνοιγε. Προσπαθούσα να βρω άλλους τρόπους να εκφραστώ απ’ όταν έφυγα απ’ την Ελλάδα δίχως επιστροφή στο μυαλό μου. Είχα εγκλωβιστεί στην τηλεόραση, που για χρόνια καλούμουν να παίζω παρόμοιους ρόλους, όχι ακριβώς στερεοτυπικούς, γιατί έχω υποδυθεί και μαγκιόρες γκόμενες. Η δουλειά μου εμένα καλώς ή κακώς εξαρτάται από χίλιους νοματαίους: Να γραφτεί ένα σενάριο, να το αναλάβει ένας σκηνοθέτης, να βρεθεί ένα κανάλι και γενικά είμαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης στο να μπορέσω να δημιουργήσω κάτι. Μέσω του Manu βρήκα έναν πολύ έξυπνο και εύκολο τρόπο να εκτονώνω όλες τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες. Το οικονομικό μου ήταν λυμένο εκείνη την εποχή, επομένως λειτουργούσα σαν ένα παιδί που έφτιαχνε κάτι κατ’ οίκον. Δεν είπα ποτέ ότι κάνω στροφή στην καριέρα μου, ούτε ότι είμαι συνθέτρια κλπ. Μου ασκεί μεγάλη γοητεία η αυτονομία μου.

Κόντρα στις φαντεζί φωτογραφήσεις ή και στους χαρακτηρισμούς των άλλων, κόντρα ακόμη και στο life style που είστε μέρος του, η αίσθηση που δίνεται σε κάποιον από κοντά είναι αυτή της ανέμελης χίπισσας.

Αυτό που λέτε φανερώνει πόσο διαστρεβλωμένες είναι οι απόψεις, οι οποίες προβάλλονται. Μακάρι να’ξερα τι εξυπηρετούν ή μάλλον ξέρω και μακάρι να μην ήθελα να ήξερα. Βρίσκεις μια γυναίκα και λες ”δεν μ’ αρέσει εκεί, θα την τοποθετήσω αλλού». Προσπαθούν να σε κατατάσσουν σε μια ομάδα για να κολλάς με το υπόλοιπο σύνολο. Γι’ αυτό ποτέ δεν δίνω σημασία στο τι λέγεται ή γράφεται για μένα και γι’ αυτό μόνο μια – δυο φορές βγήκα για να διαψεύσω κάτι και πάλι όταν αφορούσε πολύ προσωπικά μου θέματα.

Μέσα σε μια μποέμικη ζωή, η μητρότητα ήταν μια τροχοπέδη;

Καταρχάς εγώ δεν ήμουν ποτέ χίπισσα, όπως θα μ’ έβλεπε και θα με περιέγραφε κάποιος. Και στη μεγαλύτερη ανεμελιά, εγώ πάντα έψαχνα δρόμο για να σκάψω. Δεν μπορώ να απολαύσω για πολύ την αεργία και το αραλίκι. Μου αρέσουν πάρα πολύ ο ήλιος και η φύση, η αγκαλιά και η αγάπη, αλλά δεν ξεχνάω ποτέ το σακίδιο που κουβαλάω  στην πλάτη μου και μιαν οφειλή που έχω απέναντι στον κόσμο. Μπορεί να είναι και μια ενοχή, δεν ξέρω. Καθετί που θα φάω και θα μου δώσει ενέργεια, πιστεύω ότι είναι ενέργεια που πρέπει να εκτονωθεί για το καλό. Κάπως πρέπει να προσφέρω μέσα σ’ ένα ασταμάτητο αλισβερίσι. Ποτέ δε μπόρεσα να απολαύσω το ρόλο της χίπισσας και να αφομοιωθώ απ’ αυτό τον κόσμο. Από τις καταχρήσεις, που μοιραία σε κάνουν πιο νωχελικό. Η μητρότητα άλλαξε τη ζωή μου όλη, ναι μεν έχασα αυτό το «όπου γης και πατρίς» με το σακίδιο στον ώμο, μου δημιούργησε όμως μία τρομερή ελευθερία σε άλλους τομείς. Η μητρότητα είναι η απόλυτη δέσμευση και ταυτόχρονα η απόλυτη απελευθέρωση. Είναι ένας αγώνας κανονικός αφού δυο πόδια πατάνε πάνω στα δικά σου πόδια.

Αν δεν κάνω λάθος, μεγαλώνετε μόνη σας το παιδί σας. Να άλλος ένας σκληρός ρόλος.

Αυτό είναι το πιο σκληρό! Ίσως το πιο σκληρό ροκ εν ρολ απ’ αυτό που είπατε να είναι μια μάνα που δεν έχει στον ήλιο μοίρα και μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί. Η φύση της μάνας είναι ιδιοτελής, δίνεις τα πάντα, γη και ύδωρ, αφού ένα μωρό την ώρα του θηλασμού, σου ρουφάει όλα σου τα στοιχεία, το σίδηρο σου, ζει μέσα από σένα όχι μόνο στην κοιλιά, αλλά και έξω απ’ αυτή. Αυτό από μόνο του είναι το απόλυτο ροκ εν ρολ. Βάλε τώρα να’σαι μόνος σου σε μια καραντινιασμένη κοινωνία και να πρέπει να παίξεις όλους τους ρόλους. Τέλος πάντων, παρόλες τις συνθήκες, πιστεύω πως έχω καταφέρει να προσφέρω στην κόρη μου πολύ όμορφα πράγματα. Ζούμε κοντά σε πράσινο, η Κοραλία ξυπνάει και βλέπει τα δέντρα, συνομιλεί με τα πουλάκια. Ενώ ήμουν παιδί του κέντρου, αναγκάστηκα να μετακομίσω γι’ αυτήν, για να μπορεί να πηγαίνει να φιλάει το δέντρο.

Ωστόσο δεν είστε τελείως μόνη. Προέρχεστε από μια ευκατάστατη οικογένεια.

Απ’ την πρώτη στιγμή που ενηλικιώθηκα, ο πατέρας μου μου είπε «Καληνύχτα. Βγάλτα πέρα μόνη σου». Μου φάνηκε πάρα πολύ χρήσιμο στη ζωή μου και τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Βεβαίως, μη γελιόμαστε, πάντα ήξερα πως σε μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή, υπάρχει πλάτη από πίσω. Στην ουσία, όμως, έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνη μου.

Ίσως έτσι να εξηγείται η τάση σας να ασχολείστε περισσότερο με τους άλλους και με τα κοινά.

Ισχύει. Ο μοναχικός άνθρωπος είναι για κάποιο λόγο μοναχικός. Έχω κι εγώ τις παραξενιές μου. Δεν έχω πια υπομονή με τους μίζερους ανθρώπους, με τους ξερόλες και μ’ αυτούς που έχουν μόνιμα επικριτική διάθεση. Δεν είναι ότι δεν συμπαθώ τέτοιους ανθρώπους, αλλά ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ να κάνω κολεγιά. Για να μη χαλάμε τις καρδιές μας, λοιπόν, προτιμώ να ποτίζω τις γλάστρες που εγώ θέλω. Έτσι κι αλλιώς, μόνη μου μ’ ένα παιδί και με μια δουλειά, είναι λιγοστές οι αντοχές μου και οι δυνάμεις μου. Ξέρετε τι είναι να ζεις στην πόλη; Η πόλη, ενώ θα μπορούσε να είναι ένα μαγικό πράγμα, έχει καταντήσει ένα τέρας που μας κατασπαράζει. Η μοναξιά της πόλης είναι χειρότερη απ’ τη μοναξιά της καλύβας του βουνού. Είναι απάνθρωπες οι πόλεις με τα άψυχα τσιμέντα τους και με τους ανθρώπους να έχουν ξεχάσει τα όνειρα τους και το αίμα στις φλέβες τους.

Σας βλέπουμε εδώ και τρία χρόνια σε καθημερινό επιτυχημένο σήριαλ. Σας αγγίζει η αναγνωρισιμότητα, το να πηγαίνετε κάπου και να σας μιλάνε;

Δεν μου φαίνεται εκνευριστικό, αλλά ούτε και κολακεύομαι. Δεν απολαμβάνω τις περιγραφές του κόσμου. Είναι όμορφο πράγμα να βλέπω ένα ζευγάρι λαμπερά μάτια που μου λένε «πόσο μας κάνετε και γελάμε», αλλά δεν θα το χρεωθώ εγώ. Μ’ αρέσει πάρα πολύ που προσφέρω χαρά, γέλιο και ικανοποίηση στον κόσμο, αλλά δεν θέτω τον εαυτό μου στην υπηρεσία αυτού.

Ξέρετε, κάποτε είχα συναντήσει μία διάσημη συνάδελφό σας, μεγάλη κωμίκα, που εκνευριζόταν απίστευτα όταν της έλεγαν πόσο τους έκανε να γελάνε κάποτε.

Προφανώς η συνάδελφος αυτή να πάλευε για κάτι άτοπο, να ήθελε να διαχωρίσει τη συνείδηση της απ’ αυτό που οι άλλοι την είχαν τοποθετήσει. Δεν μπορείς να κάνεις focus στο τι συνείδηση έχουν οι άλλοι για σένα, ειδικά αν έκανες κάποτε μια επαγγελματική επιλογή και εγκλωβίστηκες μέσα σ’ αυτή. Μα ξέρεις τι είναι να κάθεται ο άλλος στον καναπέ του με τα παιδιά του και να σε βλέπει τεράστιο από μια γιγαντοοθόνη να τον κάνεις να γελάει; Δεν γίνεται να μη σε ταυτίζει με το ρόλο που παίζεις κάθε φορά. Δε μπορείς να πείσεις τον άλλον με το να κάνεις παράλληλα 150 θέατρα. Στην τελική, για την πάρτη μας δεν το κάνουμε το θέατρο; Δεν το κάνεις για ν’ αλλάξεις το πως έχεις περάσει στον σκληρό δίσκο μέσα σε κάθε άνθρωπο. Γιατί να μ’ απασχολούν εμένα αυτά;

Σωστά, αν σκεφτούμε πως είχατε κάνει βίντεο κλιπ με τον Manu Chao ολόγυμνη.

Το έκανα, εμφανίστηκα ολόγυμνη κι από κάτω μπήκαν άπειρα σχόλια που ρώταγαν για το αν είμαι βίζιτα. Δεν μάτωσα ρουθούνι, παρ’ όλο που αυτό θα μ’ ακολουθεί για πάντα. Ακόμη και σήμερα που εκφράζω πολιτική γνώμη, πάντα θα βρεθεί κάποιος να πει «Τι να μας πει κι αυτή τώρα που μας έδειχνε τα βυζιά της;» Ξέρεις όμως ότι παίζεις μπάλα σ’ αυτό το γήπεδο. Γιατί να είναι ντροπή για μια γυναίκα να κολυμπάει γυμνή μέσα σε μια ανοιχτή θάλασσα; Τι καθιστά αυτό το πράγμα πρόστυχο; Δεν υπήρχε ούτε μία σκηνή μες στο κλιπ που να αγγιζόμαστε με τον Manu, δεν υπήρχε καν ένα κοινό μας πλάνο.

Δεν το περιμένατε ότι θα γινόταν ένας ντόρος;

Το περίμενα, το ήξερα, αλλά διαπίστωσα για άλλη μία φορά πως άμα ακολουθείς σθεναρά αυτό που είσαι, παγιώνεις παραπάνω και καθιερώνεις τον εαυτό σου. Λες ότι πρέπει να υπηρετήσεις τον εαυτό σου κι ότι είναι η μόνη σου αποστολή στον κόσμο αυτό. Ο εαυτός μου, λοιπόν, μου είπε πως πρέπει να εξυμνήσω τη γυναικεία φύση μέσα σ’ ένα αλμυρό νερό που μπορεί να είναι παιδί, γοργόνα και δελφίνι ταυτόχρονα, όμορφη και ελεύθερη. Όταν ο άλλος αυτό το βλέπει σεξιστικό ή προκλητικό, ε δεν είναι δικό μου το πρόβλημα. Μπορώ να το λέω, γιατί είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει προκαλέσει ποτέ, δεν έχει πει σε δημοσιογράφους «δείτε το ταίρι μου» και δεν έχω προσκαλέσει ποτέ ανθρώπους στις πρεμιέρες μου.

Συμφωνείτε πως ενώ ένα λαό οι κυβερνήσεις τον «πηδάνε» με Μνημόνια και φτωχοποίηση, όταν του βάλουν τον αστυφύλακα απέναντι του, φαίνεται να ξυπνάει και να διεκδικεί το δίκιο του;

Μα ο πολίτης που θα βρει τον πολιτικό για να διαμαρτυρηθεί; Ο αστυνομικός είναι το θεσμοθετημένο όργανο του κράτους, είναι ο εντολοδόχος των κυβερνώντων. Σ’ αυτόν, επομένως, έχει πρόσβαση ο καθένας και γι’ αυτό εναντιώνεται στο όργανο της τάξης. Μη γελιόμαστε, οι αστυνομικοί δεν είναι απ’ άλλο πλανήτη, δεν είναι κάποια αξιοπερίεργα ζώα που μυρίζουν διαφορετικά. Άνθρωποι είναι που θέλουν – δεν θέλουν, όμως, εξυπηρετούν τα θεσμικά πλαίσια του κράτους. Όποτε αυτά τα πλαίσια καταπιέζουν τον πολίτη και καταπατούν τα δικαιώματα του, έχει το δικαίωμα να εκφράσει τη διαμαρτυρία του με μια πορεία ή με μια απεργία. Εγώ, π.χ., σταματώ να παράγω έργο για την κοινωνική αλυσίδα μέχρι ν’ ακουστεί το αίτημα μου. Ο ύστατος τρόπος αντίδρασης είναι να επιτεθείς σ’ ένα όργανο της τάξης, στη στολή καθ’ αυτή, από κει και πέρα όμως υπάρχουν και πολλοί άλλοι τρόποι για να επιβάλλει την τάξη αυτό το όργανο της τάξης. Κι εκεί φοβάμαι ότι χάνεται η μπάλα. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που έχει παραλύσει εδώ κι ένα χρόνο ψυχοκοινωνικά, ένα τσαφ να γίνει, ποιος θα την πληρώσει; Ο Μητσοτάκης; Που θα πα’ να τον βρουν; Γι’ αυτό το λόγο λέμε ότι για τις συρράξεις στους δρόμους φταίνε ξεκάθαρα οι πολιτικοί.

Εσείς θα μπορούσατε να πολιτευθείτε;

(σκέφτεται) Είναι πάρα πολύ μεγάλο το βάρος και χωρίς να έλεγα τώρα όχι, θεωρώ ότι δεν θα μου ταίριαζε. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος ιδεαλιστής που παλεύω για τα ιδανικά μου ώστε αν πέρναγε ένα αξίωμα στα χέρια μου, θα βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Δεν ξέρω αν θα ήμουν διατεθειμένη να το κάνω.

Είστε μια νέα γυναίκα και τα χρόνια περνούν γρήγορα. Πως θα βλέπατε τον κόσμο που ζούμε είκοσι χρόνια αργότερα;

Δεν μπορώ να σας πω πως θα γίνουν τα πράγματα, αλλά το πως θα ήθελα να είναι. Δεν μπορώ να λειτουργήσω ως μελλοντολόγος, αλλά τα σημάδια είναι πολύ δυσοίωνα. Πιστεύω ότι θα ζήσουμε πάρα πολύ δυσάρεστες καταστάσεις. Πιστεύω ότι η φύση θα έχει κατακρεουργηθεί και τα παιδιά μας δεν θα έχουν οξυγόνο να αναπνεύσουν. Πιστεύω ότι θα αγοράζουμε ακόμα και τον αέρα, το νερό που πίνουμε. Το κόστος ζωής θα έχει ανέβει σε απίστευτα επίπεδα και τα 3/4 των ζώων θα έχουν εξαφανιστεί. Λυπάμαι, αλλά τα πιστεύω ειλικρινά.

Τελευταία ερώτηση μετά από τόση απαισιοδοξία: Έχετε περιθώρια για να είστε ευτυχισμένος άνθρωπος;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ευτυχία και ευτυχισμένος άνθρωπος. Υπάρχουν άνθρωποι που διεκδικούν και κυνηγάνε την ευτυχία τους, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα είναι ποτέ ευτυχισμένοι. Εγώ πιστεύω ότι είμαι ένας άνθρωπος εκεί που πρέπει να είναι. Που καλώς τα έχω πράξει όλα μέχρι τώρα για να βρεθώ εκεί που είμαι, γνωρίζοντας αυτά που ξέρω.

Οι ΗΠΑ «ταΐζουν» την πολεμική μηχανή του Ισραήλ με στρατιωτική βοήθεια 13 δισ. δολαρίων

AP23317538119864

Οι ΗΠΑ «ταΐζουν» την πολεμική μηχανή του Ισραήλ με στρατιωτική βοήθεια 13 δισ. δολαρίων

Ανεξάρτητη διεθνής έρευνα ζητά ο ΟΗΕ για τους ομαδικούς τάφους στα δυο μεγαλύτερα νοσοκομεία της…

Αταμάν: «Ό,τι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την σειρά- Αν δεν πάμε F4 δε θα ‘μαι του χρόνου στον Παναθηναϊκό»! (video)

ataman 2 1

Αταμάν: «Ό,τι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την σειρά- Αν δεν πάμε F4 δε θα ‘μαι του χρόνου στον Παναθηναϊκό»! (video)

Ο τεχνικός του Παναθηναϊκού μίλησε μετά την ήττα της ομάδας του, δίνοντας σήμα ανασύνταξης και…

Ρέντη: Αποκαλυπτικοί οι διάλογοι των δραστών – «Θα σας βρούνε όλους κρύους» (video)

ΡΕΝΤΗ

Ρέντη: Αποκαλυπτικοί οι διάλογοι των δραστών – «Θα σας βρούνε όλους κρύους» (video)

Αντιμέτωποι με βαριές ποινικές διώξεις είναι πλέον οι 67 συλληφθέντες για την υπόθεση της δολοφονίας…