Άντζυ Σαμίου: «Ο κόσμος δεν θέλει η τραγουδίστρια του να έχει πολιτική άποψη, αλλά μόνο να την ακούει να τραγουδάει»

Η τραγουδίστρια που κάνει χαμό στα social media με κάθε φιλοσυριζαίικη δήλωση της, μόλις κυκλοφόρησε ένα βαθιά κοινωνικό τραγούδι και δίνει μια σπάνια συνέντευξη - life story

126249968 653624398653055 1491425004147029139 n

Λογικά είναι χειμωνιάτικη σεζόν 1993 – ’94, το «Αδύνατο σημείο» κάνει θραύση και Σαμίου αντάμα με Ρόκο, τραγουδούν κάθε, μα κάθε, βράδυ Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής – μου διαφεύγει η μαρκίζα του μαγαζιού, ήταν πασίγνωστο, αλλά μετά έγινε «plus soda». Ορθιλίκι αποκλειστικά, χωρίς τραπέζια και μπροστινές σειρές, με την πίστα υπερυψωμένη, κάτι σαν live gig, σε έναν ολόζεστο μικρούλη και όχι αρένα χώρο, που δεν ήθελε και πολύ να γεμίσει, σε περιόδους που για τον κοσμάκη δεν υπήρχε διάκριση ημερών εξόδου, Τρίτη, Παρασκευή ή Κυριακή. Το πρωί στην φάμπρικα δεν κρατούσαμε ούτε με τανάλιες μάτια ανοιχτά. Η θεάρα, φτυστή Αιγύπτια Αυτοκρατόρισσα, έβγαινε με κάτι σαν φράκο, μαύρο ίσως και δερμάτινο και από μέσα ένα δίχτυ με ένα τύπου μαγιό κολυμβητικό, όπως πρόσταζε το project. Απευθείας στο…Ρυθμιστικό εμείς δηλαδή για ορούς. Τότε, ευτυχώς, δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει μια από τις πιο συγκλονιστικές ζεϊμπεκιές ever – «Παράλληλη Αγάπη» – γιατί θα μας είχαν κουβαλήσει οι τέσσερις. Η Άντζυ, έχει γράψει μεγάλη ιστορία…

Και πάλι διάλεξα, εν είδει προλόγου, ένα μεγάλο σχόλιο του φίλου κειμενογράφου Γιώργου Ζερβόπουλου από τα social media. Και τώρα δυο λόγια κι από μένα: Το 1992 σύσσωμη η νυχτερινή Αθήνα ανέβαινε στα τραπέζια με ένα τσιφτετέλι, που το τραγουδούσε η στιχουργός του, η λαϊκή τραγουδίστρια Άντζυ Σαμίου. Οι στίχοι έλεγαν «Εκεί που καίγομαι πολύ/ θέλω να νιώσω το φιλί/ καν’ το κορμί μου να μιλά/ πιο χαμηλά, πιο χαμηλά». Ένα άσμα όχι απλά τολμηρό για την ερωτική απενοχοποίηση, αλλά σοβαροφανές – δεν διέθετε, λόγου χάριν, το χιούμορ της «ανδροτραγανίστρας» Ρίτας Σακελλαρίου με το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο» της ίδιας περιόδου. Ενδεικτικό, ακόμη, της επίπλαστης ευμάρειας των 90s, τότε που φαινομενικά όλοι οι Έλληνες είχαν λεφτά και το σεξ είχε καταντήσει σχεδόν μία ανιαρή διαδικασία μεταξύ τους. Τα χρόνια πέρασαν, η Άντζυ Σαμίου συνέχισε να απασχολεί τα κουτσομπολίστικα ΜΜΕ, αν και τα επόμενα τραγούδια της ελάχιστα θύμιζαν εκείνο το αλησμόνητο σουξέ. Ώσπου από το 2015 και μετά, η τραγουδίστρια άρχισε να στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα προσωπικά. Παντού, όμως, από τις συνεντεύξεις της μέχρι το facebook και το twitter. Από τότε την αναζητούσα για μία συνέντευξη, μα το απέφευγε με τον ίδιο τρόπο που απέφευγε και  κάθε σχέση της με τη νύχτα και τις πίστες. Δεν χρειαζόταν να γίνει τελικά αυτή η συνέντευξη, που θα διαβάσετε, για να συνειδητοποιήσω πως η Άντζυ Σαμίου είναι ένας σκεπτόμενος άνθρωπος και ένας ενεργός πολίτης. Μας το φανέρωσε πρώτα απ’ όλα η ίδια με την «Οδό του αύριο», ένα βαθιά κοινωνικό τραγούδι που της χάρισαν ο Ανδρέας Παπαδήμας και ο Θάνος Στεργίου. «Πως εσείς με τέτοιο τρόπο σκέψης και φιλοσοφία, δεν στραφήκατε σ’ ένα άλλο είδος τραγουδιού;» τη ρώτησα στην αρχή της κουβέντας μας για να εισπράξω την ειλικρινέστατη απάντηση: «Όταν εσύ άκουγες Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, εγώ γύρναγα σπίτι και άκουγα Κοντολάζο και Πάριο».

Σας αναζητούσα τουλάχιστον μία τριετία για μία συνέντευξη. Που οφειλόταν αυτή η άρνηση να βγείτε και να μιλήσετε;

Από τη στιγμή που σταμάτησα να τραγουδάω επαγγελματικά, δεν είχα κανένα λόγο να μιλήσω για τη ζωή μου, γιατί αυτό ήθελαν από μένα. Τι άλλο θα μπορούσε να τους ενδιαφέρει εκτός απ’ τα προσωπικά μου και τη ζωή μου; Δεν είχα καμία διάθεση, μα ούτε και λόγο για να το κάνω! 

Πάντα, όμως, τα μέσα ενδιαφέρονταν πιο πολύ για τα προσωπικά ενός καλλιτέχνη παρά για τη δουλειά του.

Ο καλλιτέχνης είναι έρμαιο στην κριτική του κόσμου, αλλά και μία άνετη κλειδαρότρυπα, που τους αφήνει το χώρο σε στυλ «Μπες να δεις τι κάνω στη ζωή μου, επειδή πουλάω, είτε στο τραγούδι, είτε στο θέατρο, άρα έχεις δικαίωμα να κρίνεις τη ζωή μου και να περνάς την ώρα σου μ’ αυτήν». 

Έχετε κι εσείς, όμως, ένα μερίδιο ευθύνης. Ψάχνοντας, ας πούμε, στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε συνέντευξη σας που δημοσιοποιούσατε την περιπέτεια του παιδιού σας με τις ουσίες.

Αυτό ήταν άλλη ιστορία! Έγινε σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή και σε μία μόνο συνέντευξη. Έκτοτε, δεν ξαναμίλησα και δεν ξανασχολήθηκα μ’ αυτό το θέμα. Το ότι βγήκα να μιλήσω δημόσια για ένα κοινωνικό ζήτημα, που ταλάνιζε εμένα, αλλά και πολύ άλλο κόσμο, το έκανα για να βοηθήσω κι άλλους ανθρώπους να μάθουν την αλήθεια, χωρίς να επιρρίπτω πουθενά ευθύνες, χωρίς άγχος και τρόμο. Βγήκα ήρεμα και γαλήνια να πω στον κόσμο τι συμβαίνει, να απενοχοποιήσω γονείς που περνούσαν το ίδιο πρόβλημα και κρυβόντουσαν. Νομίζω πως το κατάφερα σε μεγάλο βαθμό απ’ τα μηνύματα που δέχτηκα. Μέχρι κι ο αντιπρόεδρος της Βουλής μου είχε τηλεφωνήσει για να μιλήσουμε. 

Τώρα και, πιστέψτε με, ρωτάω με ανθρώπινο και όχι δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, είστε καλά μ’ αυτό το ζήτημα, το έχετε αφήσει πίσω σας;

Ναι και δεν θέλω ν’ αναφέρομαι καθόλου πλέον σ’ αυτό, γιατί δεν αφορά εμένα, αλλά έναν άλλο άνθρωπο, που δεν θέλω να στιγματίζεται ή να κουβεντιάζεται. Μόνο γι’ αυτό, για τίποτα άλλο.

Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια, τη «βγήκατε» πολύ Συριζαία. Δεν νομίζω να το αρνείστε.

Και να το αρνηθώ, ποιος θα με πιστέψει; (γέλια) Εγώ πριν τον ΣΥΡΙΖΑ και όλη αυτή την κατάσταση με τα Μνημόνια, δεν ήμουν ενεργή πολιτικά. Ούτε αριστερή θα με έλεγα, αν και μάλλον είχα αριστερές ιδέες. Δεν μπορώ να τολμήσω να πω ότι ήμουν αριστερή, γιατί ο αριστερός άνθρωπος έχει μία κουλτούρα, έχει διαβάσει, έχει μελετήσει, έχει ζήσει τη ζωή του με αριστεροσύνη. Εγώ δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο. Πάντα, όμως, νοιαζόμουν για το καλό του συνόλου και των ανθρώπων, να βοηθήσουμε τον διπλανό, να λειτουργούμε ομαδικά. 

Να τολμήσω κι εγώ να ρωτήσω τι ψηφίζατε τα προηγούμενα χρόνια;

Θέλετε να το πω κι αυτό, ε; (γέλια) Κοιτάξτε, η οικογένεια του πατέρα μου ήταν όλοι αριστεροί. Ο ένας αδερφός του είχε κάνει μαζί με τον Άρη Βελουχιώτη και ένας άλλος ήταν στη φυλακή και τις εξορίες όλα του τα χρόνια. Όλα αυτά εγώ τα άκουγα σαν παιδάκι μέσα στο σπίτι μας. Έζησα την επιβολή της χούντας το ’67, αν και τότε ήμουν επτά ετών. Έβλεπα όμως τον τρόμο, θυμάμαι που μου έλεγαν: «Μην πεις πουθενά άμα σε ρωτήσουν τι λέμε μέσα στο σπίτι». Ψήφιζα τον Ανδρέα Παπανδρέου, ούσα μαθήτρια, διότι με είχε πείσει σε σχέση με τις μεγάλες αλλαγές στην παιδεία. Έγιναν αλλαγές, όπως η άρση της απαγόρευσης να φοράνε παντελόνια τα κορίτσια. Σκεφτείτε ότι με είχε πετύχει μια μέρα στην τράπεζα η καθηγήτρια των θρησκευτικών και μου έδωσε αποβολή, επειδή φορούσα παντελόνι. Αυτά όλα άλλαξαν ξαφνικά απ’ το ’81 και μετά. Δόθηκαν ελευθερίες και σεβασμός στη γυναίκα. Έτσι, στη συνείδηση μου ήταν σαφώς κάτι καλύτερο. Με τα χρόνια αυτό δυστυχώς άλλαξε, μια και η πολιτική φθείρει και διαφθείρει τους ανθρώπους. Να σας πω και κάτι που το φέρω βαρέως: Με είχε καλέσει σε μία εκπομπή η Μαλβίνα Κάραλη, λίγο πριν απ’ τις εκλογές με πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ πια τον Σημίτη. Εγώ τον Σημίτη τον ήξερα απ’ έξω – απ’ έξω, απ’ ότι άκουγα δηλαδή. Έβλεπα στο πρόσωπο του έναν άνθρωπο που δουλεύει σκληρά για την Ελλάδα – το λέω τώρα και ντρέπομαι. Κάποια στιγμή στο πάνελ, που ήταν πολιτικοί, με ρώτησε η Μαλβίνα τι έχω να πω για τον Σημίτη και είπα όλα αυτά. Έκανε ένα «Μάλιστα, πάμε για διάλειμμα» και στο διάλειμμα με έδιωξε (γέλια). 

Δεν το βρίσκω και πολύ δημοκρατικό αυτό.

Πολύ καλά μου έκανε! Θα μου πεις «Γιατί σε κάλεσε;», αλλά προφανώς ήθελε έναν καλλιτέχνη για να δείξει τι χαζομάρα υπάρχει και τι άγνοια της κοπέλας που τραγουδάει τα βράδια στα κέντρα. Δεν με τιμά το ότι ήμουν άσχετη με τα πολιτικά, αλλά τώρα το καταλαβαίνω και γι’ αυτό λέω καλά μου έκανε. Δεν έπρεπε να έχω τέτοιο λόγο τότε απέναντι στον κόσμο που με άκουγε. 

Είστε Πειραιώτισσα. Τι εικόνες έχετε απ’ την περιοχή που μεγαλώσατε; 

Είμαι Πειραιώτισσα, ναι, Νικαιώτισσα. Δεν ξέρω τι εικόνες θέλετε να περιγράψω, αν δηλαδή διαμόρφωσαν κι αυτές την πολιτική μου συνείδηση, αλλά πολιτικά άργησα να συνειδητοποιηθώ. Στα 12 – 13 μου γνώρισα τον άντρα που παντρεύτηκα. Με σταμάτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο, στην τρίτη Γυμνασίου, που σημαίνει ότι δεν πήγα στο λύκειο. Παντρεύτηκα στα 17 και έκανα το παιδί μου. Όταν χώρισα στα 23 μου, πήγα και γράφτηκα σε νυχτερινό, όπου μετά από τόσο καιρό ήμουν του 19 μαθήτρια. Έπιασα μια δουλειά οπουδήποτε, σε εργοστάσιο, γιατί δεν είχα δουλέψει ποτέ, δεν είχα μορφωθεί και ήμουν επί ξύλου κρεμάμενη με ένα παιδί στην αγκαλιά. Ήθελα σαν κοπέλα να πάρω τουλάχιστον τη βασική μόρφωση και να δουλέψω για να ζήσω. Απλά πράγματα. Με βοηθούσαν οι γονείς μου, μεγάλωνα το παιδί, δούλευα και σπούδαζα. 

Χωρίζοντας στα 23 σας, καταλάβατε τη ματαιότητα του έρωτα;

Όχι. Κατάλαβα ότι ήταν ένας δύσκολος γάμος που με πλήγωσε πολύ μ’ έναν άνθρωπο, όμως, που δεν παύει να’ναι πατέρας του παιδιού μου. Έχασα απλά την εφηβεία μου, αφού ένα παιδί μεγάλωνε στην ουσία ένα άλλο παιδί. Μπορεί αυτό να συμβαίνει σε πολλούς άλλους πολιτισμούς, οι συνέπειες όμως υπάρχουν. Όταν πήρα τη ζωή μου στα χέρια μου, ήθελα ν’ αποδείξω στον εαυτό μου και στους άλλους ότι μπορώ να τα καταφέρω να επιβιώσω με τιμιότητα και θάρρος. Και τα κατάφερα! 

Έχει ειπωθεί, λίγο ψυχαναλυτικά βέβαια, πως η απελευθέρωση απ’ τα δεσμά οδηγεί και σε μία περιφρόνηση του πάθους. 

Καθόλου. Εγώ παθιάστηκα με τον άντρα μου, ήμουν ερωτευμένη όλα τα χρόνια του γάμου μου και έκανα προσπάθεια να τον ξε-ερωτευθώ, γιατί δεν περνούσα καλά και κάπως έπρεπε ν’ απελευθερωθώ απ’ τα δεσμά. Όλες τις σχέσεις που έκανα μετά, όμως, τις βίωνα μόνο με πάθος, με αγάπη και με έρωτα. Δεν μπορούσα να λειτουργήσω μέσα σε επιφανειακές ερωτικές σχέσεις. 

Σαν πολύ το’χετε ψάξει με το μέσα σας.

Όσο δεν φαντάζεστε! Παρακολούθησα διάφορα πράγματα, έκανα νευρογλωσσικό προγραμματισμό, σεμινάρια, ρέικι, διαλογισμό. Από μικρή είχα την αναζήτηση του από πού έρχομαι, ποιος είναι ο προορισμός μου και ποιος είναι ή τι είναι ο Θεός. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να το καταλάβουν και με παρακολουθούσαν να ψάχνομαι και να διαβάζω περί συνδυαστικών θρησκειών και άλλα τέτοια. Όταν κατέληξα στα συμπεράσματα μου, από κει που ήμουν παθιασμένη χριστιανή…

Παθιασμένη ή παραδοσιακή χριστιανή, θέλετε να πείτε;

Δεν ήμασταν τόσο παραδοσιακοί χριστιανοί. Οι γονείς μου δεν πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, εκτός από τις γιορτές. Εγώ πάλι είχα λατρεία με το Θείο, με το Θεϊκό. Το ένιωθα σαν κάτι υπερβατικό και χανόμουν μες την εκκλησία με τις ώρες. Δεν μπορούσαν να με μαζέψουν. Κάτι αναζητούσα, που δεν το βρήκα και στο τέλος με πλήγωσε. 

Δεν μπορώ να φανταστώ την Άντζυ Σαμίου χαμένη για ώρες μέσα σε μια εκκλησία.

Σας μιλάω για όταν ήμουν μικρό, εφτά – οχτώ χρονών. Στην εφηβεία μου έφαγα το πρώτο χαστούκι από σεξουαλική παρενόχληση ιερωμένου και πάγωσα μέσα μου. Απομακρύνθηκα τελείως. Ουσιαστικά άνοιξαν τα μάτια μου, αυτό δεν σήμαινε όμως ότι δεν ήθελα να μάθω γιατί ήρθαμε εδώ και τι κάνουμε.

Καλά, αυτό το αναζητά κανείς και χωρίς να καταφεύγει στη θρησκεία. 

Ναι, αλλά όταν είσαι παιδί, οι άλλοι σου λένε: «Αυτό που ψάχνεις θα το βρεις στην εκκλησία». Εκεί πας. Θέλει πάρα πολύ να θες να μάθεις για να πάρεις τις απλές, τελικά, απαντήσεις σου.

Και στην παρενόχληση του ιερωμένου, πως αντιδράσατε; Το «κατάπιατε» και δεν είπατε τίποτα;

Τρόμαξα, ήμουν παιδί εξάλλου. Σηκώθηκα κι έφυγα, τίποτα άλλο. Το ίδιο με ακολουθούσε μετά στις δουλειές, ξέρετε, ένα ωραίο κορίτσι κλπ. που πάντα το’χει αυτό το πρόβλημα της παρενόχλησης. Και ποια γυναίκα δεν το έχει, ειδικά στη δουλειά μέσα που ήμουν εγώ;

Ώρα να πάμε στη δουλειά, λοιπόν. Πως ήταν για ένα λαϊκό κορίτσι με προβλήματα διαβίωσης να βρεθεί ξαφνικά μέσα στη βιομηχανία του τραγουδιού;

Όλο το ξεκίνησα για βιοποριστικούς λόγους. Τραγουδούσα σε μια κοσμική ταβέρνα με παρότρυνση τρίτου ώστε να βγάζω ένα μεροκάματο. Τα ακούσματα μου ίσαμε τότε ήταν της εποχής: Ξένη μουσική κυρίως, αλλά από την ελληνική λάτρευα τον Τόλη Βοσκόπουλο, τον Πάριο, αυτά. 

Τα ελαφρολαϊκά δηλαδή.

Τα ερωτικά, θα έλεγα. Από το νέο κύμα μέχρι και τα ελαφρολαϊκά. Δεν ήμουν ποτέ, όμως, λάτρης της μουσικής. Ως καλή στη χορωδία του σχολείου, μ’ έπαιρνε η δασκάλα και μ’ έβαζε σ’ όποια φωνή ήθελε. Σήμαινε ότι κάτι είχα.

Μήπως το ότι δεν είχατε λατρεία στη μουσική, να έκανε και πιο ανώδυνη την παραίτηση σας απ’ το τραγούδι;

Σίγουρα. Δεν ήταν ψυχική μου ανάγκη το τραγούδι, ούτε είχα ποτέ την ανάγκη του χειροκροτήματος ή της αποδοχής. Είχα μάθει κι από τους γονείς μου ότι αυτός ο χώρος δεν είναι καλός, οπότε μπήκα εντελώς για βιοποριστικούς λόγους στο τραγούδι. Μετά είδα ότι μπορώ να το εξελίξω, αφού τα έλεγα καλά, τα κατάφερνα, αφού ήμουν κι ένα νόστιμο κορίτσι. Έβλεπα τρομερούς κινδύνους, που προσπαθούσα να τους αποφύγω κι αυτό ήταν το μεγάλο δράμα. 

Άσχετο: Με την αείμνηστη Δόμνα Σαμίου έχετε καμία σχέση;

Όχι, απλή συνωνυμία. Οι παππούδες μου μόνο ήταν μικρασιάτες, όπως κι εκείνη.

Οι πόρτες των δισκογραφικών πότε και πώς άνοιξαν;

Τραγουδούσα ήδη έξι χρόνια στα «Αστέρια» της Γλυφάδας ως μια νέα κοπέλα που έβγαινε κι έλεγε δυο – τρία τραγούδια. Πάντα, μετά απ’ την ταβέρνα που δούλεψα για 25 μέρες, την έψαχνα με τα μαγαζιά κι έτσι έτυχε να βρεθώ στο σχήμα του Αντύπα. Η μεγάλη μου δουλειά ήταν στη «Φαντασία» με τον Λευτέρη Πανταζή, τον Γερολυμάτο και την Άντζελα Δημητρίου.

Μη μου πείτε τώρα ότι δεν σας γοήτευσε ο κόσμος της νύχτας δίπλα σε τέτοια ονόματα.

Δεν είχα τέτοια θέματα. Φανταστείτε ότι επειδή πήγαινα στο νυχτερινό, στο καμαρίνι διάβαζα ψυχολογία και μαθηματικά για τις εξετάσεις μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να πάρω το μεροκάματο μου για να ζήσω το παιδί μου και τον εαυτό μου. Να πάρω παπούτσια που δεν είχα, τέτοια πράγματα. Να λέμε την αλήθεια, γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Δεν είχα εγώ φιλοδοξίες για να φτάσω κάπου παραπάνω.

Αναφέρατε ονόματα, τον Πανταζή, την Άντζελα, και αναρωτιέμαι αν τους θυμάστε με αγάπη σήμερα.

Όσους με σεβάστηκαν, ναι, τους θυμάμαι. Διότι σ’ άλλες περιπτώσεις, εισέπραξα όχι ανταγωνισμό, αλλά εκμετάλλευση και απαξία. Γι’ αυτό και φρόντισα, όταν μετά έκανα ένα όνομα κι εγώ, να φέρομαι στους νεότερους ή στους καινούργιους με αγάπη. Μπορούν να βγουν να το πουν κιόλας. Αυτό με συνοδεύει, νομίζω, το ότι φέρθηκα με σεβασμό αν μη τι άλλο σ’ όλους τους συναδέλφους μου. Ούτε ποτέ καυγάδιζα, αφού δεν ήμουν ανταγωνιστική. Κάποια στιγμή έβγαλα έναν τεράστιο έρπη πάνω στο πόδι μου, ύστερα από μία ατιμία που μου έκαναν. Ενώ ήταν να είμαι πρώτη, ξαφνικά την παραμονή της δουλειάς βρέθηκα δεύτερη. Ήθελα ν’ αποχωρήσω και μ’ έπιασε ο μπουζουξής μου, ο συχωρεμένος ο Χάρης Καλούδης, και μου είπε: «Άντζυ, μη φύγεις, γιατί είναι σαν ν’ αφήνεις σ’ άλλον τη θέση σου. Μείνε και θα σου κάνει καλό». Τον άκουσα κι έμεινα, αλλά έβγαλα τον έρπη στα πόδια λόγω του άγχους, που δεν ξέσπασε κάπου. 

Σκεφτήκατε ότι υπήρξατε κι εσείς μέρος όλου αυτού του life style στη διασκέδαση της δεκαετίας του ’90;

Όταν είσαι μέσα στο χορό, δεν το βλέπεις έτσι. Όταν πάρεις απόσταση μόνο, το βλέπεις. Εγώ δεν μπορούσα να το αντιληφθώ, αφού η ζωή μου όλη ήταν γύρω από τη δουλειά μου. Δεν μου άφηνε το περιθώριο ούτε για να ευχαριστηθώ την επιτυχία μου. Τελειώνεις κάτι; Έκανες επιτυχία; Πήγαινε κατευθείαν στο επόμενο! Κοίταζα να κοιμηθώ το βράδυ για να’μαι ξεκούραστη το πρωί, να πάω στην εκπομπή, να τρέξω το βίντεο κλιπ, έμπαινα δηλαδή σε μία αγχώδη κατάσταση που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει και βλέπει μόνο ότι του δίνεις, είτε καλό, είτε κακό. Ήταν πολύ εύκολο να σε συνεπάρουν η δόξα και το χειροκρότημα, μια επιτυχία έντονη. Κάποτε τραγουδούσα στη Θεσσαλονίκη και οι φοιτητές είχαν ξεσηκωθεί με το τραγούδι μου. Ήταν όλοι στον αέρα, χειροκροτούσαν και τραγουδούσαν, η αδρεναλίνη είχε φτάσει στα χίλια! Μόλις κατέβηκα απ’ τη σκηνή ένιωσα να μην πατάω κάτω. Το μόνο που έκανα ήταν να πάω λίγο πιο πέρα μακριά για να χαλαρώσω λίγο και να πω στον εαυτό μου: «Έλα, ηρέμησε τώρα, δεν έγινε και τίποτα». Δεν άφησα ποτέ τον εαυτό μου να πάρουν αέρα τα μυαλά μου.

Δε χρειάζεται ν’ απαρνείστε και τη θέωση που ένας καλλιτέχνης μπορεί ν’ αγγίξει. 

Τη θέωση στη φέρνει με τη δουλειά σου η επιτυχία. Το πώς θα το αντιμετωπίσεις εσύ, είναι άλλη υπόθεση. Εννοώ αν θα τρελαθείς ή θα πεις ότι κάνεις απλά μία δουλειά και τίποτα περισσότερο. Έτσι το έβλεπα εγώ και είχα την ηρεμία μου. 

Τον ίδιο καιρό, πως κρίνατε το λεγόμενο «έντεχνο» που μεσουρανούσε; Τη Γαλάνη, την Αρβανιτάκη κλπ.;

Δεν είχα επιλογές. Εγώ τον πρώτο μου δίσκο τον έκανα στη MINOS EMI. Αυτοί επέλεξαν τι θα τραγουδήσω. Το δρόμο που πήρε η καριέρα μου δεν τον αποφάσισα εγώ, αλλά εκείνοι. Ήμουν εντελώς ανίσχυρη εκείνη την εποχή για να’χω άποψη για μένα, πόσο μάλλον για τους άλλους. 

Ήσασταν δηλαδή ένα εμπορεύσιμο προϊόν, αυτό μου λέτε;

Ότι μου είπαν, έκανα. Όταν είσαι σε μία τέτοια εταιρεία και σε αναλαμβάνει ένας παραγωγός που έχει τον Μητροπάνο και τον Νότη Σφακιανάκη, τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, λες απλά «εντάξει», δεν μπορείς να κάνεις κάτι διαφορετικό. Όταν σου πουν «φωτογραφίσου για το Playboy», θα το κάνεις. Ή θα πεις «Δεν το κάνω και γεια σας, φεύγω». Μην ξεχνάμε, όμως, πως τότε στο Playboy είχαν φωτογραφηθεί η Τσανακλίδου, η Λάσκαρη και πολλές άλλες καλλιτέχνιδες, μεγαλύτερες από μένα, με φωτογράφο τον Διαμαντόπουλο. Εκείνο το τραγούδι και τη φωτογράφηση, η εταιρεία με έβαλε να τα κάνω, ασχέτως αν μετά με άφησε ξεκρέμαστη. Έτσι, βρήκα την ευκαιρία για να το σκάσω και να πάω στη BMG, όπου εκεί έδειξα τις δυνατότητες μου και συνεργάστηκα με τον Ανδρέα Μπονάτσο και με τον Κώστα Μηλιωτάκη, ανθρώπους που με κατάλαβαν και μ’ εμπιστεύθηκαν. Αυτά θέλω κυρίως να θυμάμαι απ’ τη δουλειά, το στούντιο, τους δημιουργούς και τον παραγωγό μου απ’ την BMG. Κι αν κάποτε μπορεί να φαινόμουν σαν πρώτο όνομα, δεν ήμουν αυτό που λέμε «high class». Δεν είχα ποτέ την υποστήριξη των ΜΜΕ, ήμουν τελείως μόνη μου. Αντίθετα, θα έλεγα, είχα πόλεμο από τα έντυπα.

Και που οφειλόταν αυτό;

Τι να πω, δεν ξέρω…Τα κυκλώματα; Δεν είχα τις απαραίτητες φιλίες και παρέες; Δεν έβγαινα συχνά για φαγητό με τους ανθρώπους που έπρεπε; Δεν θα μπορούσα κιόλας να το κάνω αυτό, δεν μου πήγαινε, εγώ ήμουν σπίτι – δουλειά – δουλειά – σπίτι. Ήμουν στη φάση «Αυτή είμαι και σ’ όποιον αρέσω». Ήξερα ότι όλο αυτό θα τελείωνε και ήθελα να τελειώσει κάποια στιγμή.

Δεν είχατε δηλαδή την αυταπάτη της μόνιμης επιτυχίας.

Τι λες, παιδί μου, εδώ ονειρευόμουν τη μέρα που θα σταματήσω! Το ξέρουν καλά αυτό οι δικοί μου άνθρωποι. Δεν πήγαινε η δουλειά αυτή στο χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία μου. Λαχταρούσα τη στιγμή που θα μεγαλώσω και θα τα’χω παρατήσει, έχοντας οικονομική ανεξαρτησία, αλλά βέβαια τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι. 

Πάντως, δεν είναι αμελητέο ότι στίχους σας τραγούδησε ο Δημήτρης Μητροπάνος.

Το «Εσύ λέγε με έρωτα» με στίχους μου για τον Μητροπάνο ήταν το ξεκίνημα μου. Ακόμη ήμουν εντελώς άγνωστη, αφού τραγουδούσα για ένα χρόνο, αλλά έτυχε να έχω ενορχηστρωτή στο μαγαζί τον Παπαβασιλείου, που έγραφε το δίσκο του Μητροπάνου. Άκουσε ότι γράφω και ζήτησε να δει. Έτσι οι στίχοι μου έφτασαν στον Μητροπάνο και τους τραγούδησε. Ήταν κι η πρώτη φορά που μπήκα σε στούντιο, αφού μου είπαν ν’ αλλάξω κάτι στα κουπλέ για να γίνονταν πιο ερωτικά. Μπήκα σε ταξί και μέχρι να φτάσω, είχα γράψει πολλά κουπλέ για να διάλεγαν. Έπαθα πλάκα, αφού ήμουν μία κοπέλα που απλά έγραφε από μικρή στίχους και ποιήματα. Έτρεμαν τα πόδια μου όταν έφτασα στο στούντιο και είδα ένα θηρίο απέναντι μου να εξαρτά την ερμηνεία του από ένα δικό μου κομμάτι. Στιγμή που θα μείνει χαραγμένη για πάντα μέσα μου. Πιο πολύ χαρά πήρα απ’ αυτό το δικό μου, που είπε ο Μητροπάνος, παρά απ’ αυτά που τραγούδησα εγώ μετά.  

Σας πιστεύω, βάσει όσων μου έχετε πει μέχρι τώρα. Μπορείτε να μου απαριθμήσετε πράγματα που σας αρέσουν γενικώς;

Μου αρέσει η βροχή, ο ήχος και η μυρωδιά της. Μου αρέσει μια βόλτα με βροχή στη φύση, να περπατάω και να κρατάω ομπρέλα. Ένα ταξίδι με τρένο που να βλέπω έξω χιονισμένα και βρεγμένα τοπία. Είναι πράγματα που μου δημιουργούν ευχαρίστηση. 

Έχετε καλή σχέση με το νερό, βλέπω.

Όχι με τη θάλασσα. Με τη βροχή. 

Το νερό είναι ο Θεός;

Το νερό είναι η ζωή, γιατί χωρίς αυτό δεν υπάρχει δημιουργία. 

Το ίδιο λέμε.

Δεν αφήνω, ας πούμε, ανοιχτή τη βρύση ποτέ. Θεωρώ ότι χάνεται κάτι πολύ σημαντικό και θα τρέξω να την κλείσω. Έχω αυτό το σεβασμό ή αυτή την πεποίθηση για το νερό.

Έχει δοκιμαστεί γενικώς η πίστη σας; Και δεν αναφέρομαι φυσικά στη θρησκεία.

Ναι, όταν χάνεται η εμπιστοσύνη. Αν χαθεί αυτή, χάνεται και η ανθρώπινη σχέση. Όλα τα άλλα συγχωρούνται. Αν με προδώσουν, δύσκολα επιστρέφω. Μπορεί να συγχωρήσω, αλλά θα φύγω. 

Τα λέμε όλα αυτά εν μέσω καραντίνας και θα ήμουν ψεύτης αν δεν έλεγα πως εισπράττω μία μοναξιά σας, μία έντονη μοναχικότητα.

Μοναχικότητα είναι το πιο σωστό, αφού μοναξιά δεν ένιωσα σχεδόν ποτέ. Όχι λόγω των άλλων, αλλά επειδή τα βρήκα με τον εαυτό μου. Έψαξα πολύ και με βρήκα, με αγάπησα και περνάω καλά με μένα την ίδια. Κατάλαβα πως εγώ ευθύνομαι για ότι συμβαίνει στη ζωή μου, ακόμη κι αν φαίνονται διαφορετικά τα πράγματα. 

Μοναξιά, ωστόσο, βιώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι του καιρού μας και δεν ξέρουν τι να την κάνουν κιόλας.

Θα αναγνώριζα τη μοναξιά μόνο στους άρρωστους ανθρώπους, που είναι πεσμένοι σ’ ένα κρεβάτι και δεν μπορούν να βοηθηθούν. Μόνο εκεί φοβάμαι την μοναξιά και δεν τη θέλω για κανέναν. Το να’σαι μόνος, όμως, στη ζωή, επειδή έτσι σου έκατσε ή έτσι επέλεξες, δεν το θεωρώ λάθος. Το να μην έχεις μία ερωτική σχέση δεν σημαίνει ότι δεν έχεις σχέση και μ’ άλλους ανθρώπους. Η λατρεία μου εμένα, ας πούμε, είναι τα ανίψια μου. Εκεί βρίσκω πια όλη την αγάπη, στα παιδιά, να γίνομαι κι εγώ σαν κι αυτά. Στην οικογένεια μου, στην αδερφή μου, σ’ έναν άγνωστο στο δρόμο που μπορεί να χρειαστεί κάτι. Δεν υπάρχει μοναξιά κατ’ ουσίαν, είναι όπως είχαν πει κάποτε: «Που μας πάνε μόνους μας τόσα εκατομμύρια ανθρώπους;»

Αναφέρεστε στην αδερφή σας, τη Γαρυφαλλιά Σαμίου, που είναι ένα σημαντικό πρόσωπο στη ζωή σας.

Είναι η μικρότερη μου αδερφή, η αδερφούλα μου απ’ όταν ήμασταν μικρά. Ξεκίνησε να ράβει και να σχεδιάζει ρούχα, το σπούδασε, δούλεψε και έφτιαξε το δικό της brand, αλλά η εποχή μας δεν είναι πλέον για τέτοια. Ούτε και τότε, όμως, ήταν εύκολο για να με «ντύνει» εκείνη. Το να φόραγες ρούχα της αδερφής σου, θεωρείτο «βήτα» και έπρεπε να ντύνεσαι με τα ακριβότερα. 

Κι εδώ φτάνουμε στη συνεργασία σας με τον σπουδαίο Γάλλο fashion designer Thierry Mugler. 

Ο Mugler είχε στο ατελιέ του στη Γαλλία κάποιες φωτογραφίες μου και κάποια βίντεο κλιπ μου από τον Στεργίου, που ήταν στις δημόσιες σχέσεις της BMG. Ζήτησε να κάνουμε μια φωτογράφηση με την haute couture του. Δεν περιμέναμε απάντηση, αλλά λάβαμε ένα fax που έλεγε: «Θα μπορούσε να είναι μούσα μας»! Κουφαθήκαμε όλοι, εγώ έλεγα ότι με δουλεύουν. Κανονίσαμε, πήγαμε στο ατελιέ του στο Παρίσι, φωτογραφήθηκα με όλα τα μοντέλα απ’ τις επιδείξεις του στα στενά του Παρισιού και στη Νέα Υόρκη, γενικά ήταν μια ευχάριστη εμπειρία. Πάλι, όμως, οι πόρτες ήταν κλειστές απέναντι σε μένα και δεν είχαμε την προώθηση που θα άξιζε. Δεν είχε πρόσβαση ούτε καν η εταιρεία μου και αναρωτιόμασταν γιατί. Πέρασε, έτσι, στα ψιλά η είδηση της συνεργασίας αυτής. 

Ποια θεωρείτε κομβικά πρόσωπα στην καριέρα σας στο τραγούδι;

Θα έλεγα πρώτον τον ενορχηστρωτή μου, τον Γιάννη Ιωάννου. Ενώ ήταν αυτός που είναι, κοντά στο έντεχνο δηλαδή και τον Μίκη Θεοδωράκη, έκανε την ενορχήστρωση σε εκείνο το δίσκο μου με το «Αδύνατο σημείο». Είχα πάει στο σπίτι του για να μ’ ακούσει και να με βοηθήσει και ήταν ένας θεός, ο καλύτερος άνθρωπος! Επιτέλους είχα βρει έναν άνθρωπο για να με στηρίξει, κάτι πολύ σημαντικό. Μετά ήταν ο Καραγιάννης, ο παραγωγός μου στην BMG, που μου στάθηκε σαν φίλος και πατέρας. Ξέρετε, όμως, έχω και μία πολύ καλή εντύπωση που μου’χει μείνει από τον Γιώργο Νταλάρα. Την πρώτη φορά που θα έμπαινα σε στούντιο για ένα δοκιμαστικό για τη MINOS EMI, πέφτω πάνω στον Νταλάρα. Καταλαβαίνετε τι έπαθα! Είχα το άγχος μου, βλέπω μπροστά μου και τον Νταλάρα με την ορχήστρα του, είπα «Εντάξει, να δούμε πως θα τη βγάλω τώρα»…Ενώ θα μπορούσε να μου φάει το χρόνο, ο άνθρωπος αυτός σταμάτησε τους μουσικούς του και είπε «Πρέπει να φεύγουμε, γιατί η κυρία έχει να κάνει τη δική της δουλειά». Μου ευχήθηκε καλή επιτυχία – ήταν ένας τζέντλεμαν που μου άφησε την καλύτερη των εντυπώσεων. Μετά από χρόνια, που τον ξανασυνάντησα μέσα στην εταιρεία, με θυμήθηκε. «Τι κάνετε, πως είστε; Όλα καλά;» με ρώτησε. Κι αυτό μ’ άφησε άναυδη, γιατί δεν είχα κάνει εξάλλου τίποτα σπουδαίο κι αυτός έβλεπε τόσο κόσμο καθημερινά. Μιαν άλλη φορά είχε έρθει στο μαγαζί με την οικογένεια του και όση ώρα τραγουδούσα, το βλέμμα του ήταν πάνω μου, αλλά μ’ έναν ωραίο τρόπο, με χαμόγελο όλο σεβασμό, όχι με ειρωνεία ή απαξίωση. Το λέω αυτό, γιατί απαξίωση έχουν συνήθως οι καλλιτέχνες με μια πορεία σαν του Νταλάρα. 

Μου κάνει εντύπωση, πάντως, που από ομότεχνούς σας, αναφέρετε μόνο τον Νταλάρα.

Μα δεν είχα ποτέ επαφές με τραγουδιστές άλλους. Δεν είχα φιλίες και προσωπικές σχέσεις.

Είσαστε μυστικοπαθής άνθρωπος;

Καθόλου. Επειδή δεν έχω κάνει κάτι για το οποίο θα ντρέπομαι, μπορώ πάντα να μιλάω, να λέω τα πράγματα ως έχουν. 

Ξέρετε τι αίσθηση μου δίνετε; Ενός επικοινωνιακού ανθρώπου, που εύκολα όμως παρασύρεται σε κουβέντες από κάποιον κακοπροαίρετο. Μπορείτε, εν ολίγοις, να γίνετε εύκολα θύμα εκμετάλλευσης από δημοσιογράφους.

Έχει σημασία, όμως, με ποιον μιλάω αυτή τη στιγμή. Εσάς σας εμπιστεύομαι πραγματικά, γιατί κάνετε πολύ καλά τη δουλειά σας και δεν είστε κιτρινιστής. Νιώθω καλά. 

Αφήστε με εμένα, αναφέρομαι περισσότερο στο παρελθόν.

Στο παρελθόν, όντως, έγινε αυτό που λέτε. Και πάλι, όμως, ποτέ δεν είπα κάτι που δεν ήθελα να πω. Είναι άλλο να πεις κάτι που δεν θες και άλλο να παραποιήσουν οι άλλοι αυτό που λες. Έτυχε να παραποιήσουν ή να προσθέσουν πράγματα σε όσα έχω πει. Εγώ η ίδια δεν έπεσα στο λάθος λέγοντας κάτι απρεπές. Και τι είναι αυτό που μπορεί ν’ ακούσουμε τη σήμερον ημέρα που να μας φανεί περίεργο; Όλα τα’χουμε δει και όλα τα’χουμε ακούσει. 

Σήμερα, λοιπόν, σχολιάζετε καυστικά, τα χώνετε, διαμαρτύρεστε. Πως βλέπετε να σας αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ;

Κοιτάξτε, θα πρέπει πρώτα να μιλήσουμε για μένα και τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε ν’ απαντηθεί το ερώτημα σας. Όταν φτάσαμε στο σημείο με τα Μνημόνια να πέφτουν άνθρωποι απ’ τα μπαλκόνια και να αυτοκτονεί κόσμος, τότε κατέβηκα κι εγώ στην πλατεία Συντάγματος με τους Αγανακτισμένους. Μπροστά μου ήταν ο Θεοδωράκης στο αναπηρικό του αμαξίδιο, το ΠΑΜΕ, χιλιάδες κόσμος. Η αδερφή μου ήταν μαζί μου, γιατί δεν ήθελε να μ’ αφήσει μόνη μου. Αισθανόμουν υποχρεωμένη σαν πολίτης να πάω και να φωνάξω όχι στα Μνημόνια. Το έκανα, έπεσαν τα δακρυγόνα δίπλα μας χωρίς λόγο κι έζησα από πρώτο χέρι την κρατική καταστολή. Δεν ξέρετε πως καίγονται όλα μέσα σου, όταν τρως τα χημικά και τρέχεις να γλιτώσεις! Ήταν κάτι τραγικό, που το κουβάλαγα για μήνες μέσα μου. Εκείνη ήταν η πρώτη μου έξοδος στο να μιλήσω, να πρέπει ν’ αντισταθώ απέναντι σ’ όλο αυτό που γινόταν. Τόσα χρόνια τα θεωρούσαμε όλα δεδομένα και δεν δίναμε σημασία. Το ότι εγώ έμεινα χωρίς δουλειά…

Αυτό, όμως, είπατε ότι ήταν δική σας επιθυμία.

Εννοώ πως είχα το χρόνο ν’ ασχοληθώ μ’ άλλα πράγματα και αποφάσισα να αντιδράσω. Άρχισα να κουβεντιάζω μ’ άλλους ανθρώπους, να μοιράζομαι θέσεις καθαρά πολιτικές.

Νιώσατε μεγαλύτερη πληρότητα ως σκεπτόμενος πολίτης παρά ως τραγουδίστρια;

Εννοείται, γιατί νιώθεις πληρότητα σαν άνθρωπος. Άλλο πράγμα είναι η δουλειά που κάνεις και άλλο η υπόσταση σου σαν άνθρωπος. Τα όρια είναι ανύπαρκτα κι εγώ ένιωσα ότι έκανα το χρέος μου έτσι. Μια μεγάλη εμπειρία, που από τότε άρχισα να μιλάω και όλο να μιλάω, να εκμεταλλεύομαι αν θες το ότι ήμουν γνωστή για να περνάω την άποψη μου. Αυτό ήταν κι ένα μπούμερανγκ. Ο κόσμος δε θέλει να έχει πολιτική άποψη η τραγουδίστρια του, θέλει μόνο να την ακούει να τραγουδάει. 

Εκτός κι αν είναι η Μαρία Φαραντούρη, βέβαια.

Εντάξει, εγώ δεν ήμουν η Φαραντούρη, αλλά μία λαϊκή τραγουδίστρια εκεί, τέλος πάντων, που μ’ είχαν κατατάξει. Ποτέ, όμως, δεν έβαλα εγώ στον εαυτό μου την ταμπέλα της λαϊκής τραγουδίστριας. 

Σκληρό, αλλά θα το πω: Πως περιμένατε ο κόσμος να θεωρήσει ότι έχει πολιτική άποψη μία τραγουδίστρια που έλεγε «Πιο χαμηλά, πιο χαμηλά»;

Εάν ένα τραγούδι περιγράφει το χαρακτήρα σου, αν αυτό πιστεύει ο κόσμος, θα το θεωρούσα ανοησία. Ένας καλλιτέχνης, είτε ζωγράφος που σχεδιάζει γεννητικά όργανα, είτε ηθοποιός που κάνει πορνογραφικό θέατρο, κάνει σίγουρα τέχνη, που οι άλλοι τη βλέπουν αλλιώς. Είναι κουτό να βάζουμε ταμπέλες στους ανθρώπους σύμφωνα με τη δουλειά που κάνουν.

Η αισθητική δεν παίζει κανένα ρόλο; Θεωρώ τεράστια υπόθεση την αισθητική σ’ ένα έργο τέχνης.

Η αισθητική διαμορφώνει πολιτική σίγουρα, δεν διαφωνώ αν αυτό εννοείτε, αλλά αυτά πολλές φορές δεν ταυτίζονται, σε μένα δηλαδή δεν ήταν την ίδια χρονική στιγμή. Δεν θα έβγαινα να μιλήσω πολιτικά, όταν τραγούδαγα το «Χαμηλά, πιο χαμηλά». Όταν σταμάτησα να’μαι τραγουδίστρια, κλείνοντας και τα βιβλία μου στην εφορία, αισθάνθηκα ότι απελευθερώθηκα, πέταξα την ανάγκη μου για να’ μαι αρεστή.

Θα προσδιοριζόσασταν ως εκκεντρική προσωπικότητα;

Όχι, είμαι πολύ απλή. Μια απλή γυναίκα που κατεβαίνει να ψωνίσει στη λαϊκή, της διπλανής πόρτας. Δεν ήμουν ποτέ ματαιόδοξη και προσπάθησα πολύ γι’ αυτό. Κατάλαβα πως όλοι κοχλάζουμε μέσα σε μία κοσμική σούπα και δεν είμαστε εμείς το κέντρο. Όλες αυτές οι ανακαλύψεις προήλθαν από μελέτη και αναζητήσεις. 

Η ενασχόληση με την πολιτική, όμως, δεν είναι συστατικό κι αυτή της κοσμικής σούπας;

Τότε όλοι θα ήθελαν ν’ ασχοληθούν με την πολιτική. Και όλοι μπορούν, αλλά δεν θέλουν. Ο άνθρωπος είναι ένα πολιτικό ζώον, είχε πει ο Αριστοτέλης. Η Πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός.

Δίνετε καλές απαντήσεις. 

Μα, όποιος ασχολείται με την πολιτική, ασχολείται με το σπίτι του και όχι με το να πιάσει κάποια θεσούλα για να πληρώνεται. Άλλο να’χεις πολιτική άποψη και άλλο ν’ ασχοληθείς επαγγελματικά με την πολιτική. 

Χθες βράδυ, πάντως, ανακοινώθηκαν τα έκτακτα αστυνομικά μέτρα για απαγόρευση των συναθροίσεων και αναρωτήθηκα πού είναι επιτέλους οι πνευματικοί άνθρωποι να μιλήσουν.

Φαίνεται ότι και η τέχνη θ’ απογοητευθεί απ’ τους εκπροσώπους της. Δεν είναι πάντα ευγενή τα κίνητρα των καλλιτεχνών, που έχουν ανάγκη την αγάπη και την αποδοχή του κόσμου. Έτσι δε λένε όλοι; «Εισπράττω την αγάπη του κόσμου κι είναι μαγικό». Άντε τώρα να πας κόντρα στο κλίμα που διαμορφώνουν τα ΜΜΕ και να εισπράξεις το μίσος του κόσμου! Ποιος μπορεί να το αντέξει; 

Είναι συναισθηματική η αδράνεια των καλλιτεχνών;

Φοβούνται μη χάσουν την αγάπη που μεταφράζεται σε δουλειά και επιβίωση. Ανάλογα, δεν είναι όλοι το ίδιο, υπάρχουν και άνθρωποι που μιλάνε με όποιο κόστος. Εγώ πρωτόδα τον Τσίπρα να μιλάει σε μία εκπομπή, νεαρός ήταν ακόμη. Είπα ότι θα έχει μέλλον, τον φαντάστηκα στην πολιτική σκηνή. Μετά από χρόνια τον «βρήκα» στον Συνασπισμό. Όταν ήρθε η ώρα ν’ αλλάξουν οι μνημονιακές κυβερνήσεις, μετά από Παπανδρέου, Καραμανλή, Σαμαράδες κι όλους αυτούς, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η μόνη λύση. Δεν σας κρύβω ότι ήμουν επιφυλακτική, αφού οι προηγούμενοι μας έμαθαν πως πολιτική σημαίνει διαφθορά και τίποτα άλλο. Δεν πίστευα σε κανέναν και σε τίποτα. Σε ομιλία του Τσίπρα, όμως, διέκρινα μια καθαρή ματιά και μια ντομπροσύνη, μια συστολή αν θέλετε. Έναν άνθρωπο που του έπεφτε βαριά ευθύνη στους ώμους χωρίς να’ναι προετοιμασμένος για να την αναλάβει. Τον ένιωσα πιο πολύ σαν άνθρωπο παρά σαν πολιτικό. Δεν ξέρω γιατί, εκείνος θα μου το έβγαλε. 

Μιλάτε με τόση ζεστασιά για τον Αλέξη Τσίπρα σαν να είστε φίλοι – κολλητοί.

Δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ. Θα ήταν χαρά μου, αλλά όχι, δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Είπα, λοιπόν, να τον ψηφίσω για να δω τι θα κάνει με το σκεπτικό ότι μπορεί να μην τον ξαναψήφιζα την επόμενη φορά. Τον ψήφισα, ακολούθησε το δημοψήφισμα κι εκεί θεώρησα ότι τον αδίκησε ο κόσμος, που τον κατηγόρησε για το όχι, που έγινε ναι. Για μένα δεν ίσχυε ποτέ αυτό, αλλά πάντα ο κόσμος γίνεται όχλος και ο ένας παρασύρει και τους υπόλοιπους. Πίστευα και πιστεύω ότι ο Τσίπρας έκανε ότι μπορούσε κι ακόμα περισσότερο, ότι ξεπέρασε τον εαυτό του σε πάρα πολλά. 

Δεν θα μπορούσε το όχι να παραμείνει όχι;

Γιατί, ήταν στο χέρι μας; Πότε ήταν στο χέρι της Ελλάδας να κάνει κουμάντο στο ίδιο της το σπίτι; 

Και τότε γιατί να κάνει δημοψήφισμα ο Τσίπρας;

Υποθέτω ότι έπρεπε να το κάνει για να αναγκάσει την Ευρώπη να μαζευτεί λίγο, να δείξει ότι είχε σύμμαχο τους Έλληνες, όπως και τους είχε. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν μασάει από τέτοια πράγματα και ο Τσίπρας προφανώς δεν το ήξερε αυτό. Είχε δίπλα του κι ανθρώπους που μπορεί να τον συμβούλευαν λάθος και να τον φόρτωναν και μ’ άλλες ευθύνες. 

Να τον υπονόμευαν;

Όχι να τον υπονόμευαν, απλά ο μπροστινός πάντα τραβάει τη μπόρα. Εκείνος επωμίστηκε τα λάθη των υπουργών του και των άλλων. Τον αισθάνομαι δικό μου άνθρωπο τον Τσίπρα κι αυτός το μεταδίδει αυτό, όχι μόνο σε μένα, αλλά και σε πολύ άλλο κόσμο. Βλέπω πόσες γυναίκες τον βλέπουν σαν παιδί τους, σαν γιο τους. Οι άνθρωποι που τον αγαπούν, δεν τον θαυμάζουν σαν είδωλο, όπως ήταν ο Παπανδρέου. Εδώ είναι άλλη κατάσταση, το παιδί του λαού, ο άνθρωπος του κόσμου, που οι σημερινοί θέλουν να παρουσιάζουν σαν τέρας. Τα έργα, όμως, μένουν και ο Τσίπρας άφησε τεράστιο έργο, που ακόμη δεν έχει αποτιμηθεί. Λέγαμε θα μας πουλήσουν και θα μας αγοράσουν κι εκεί κάποιοι είχαν τεράστιες προσδοκίες, περιμένοντας τον Σούπερμαν. Όταν οι προσδοκίες σου δεν συμβαδίζουν με την πραγματικότητα, δεν φταίει ο άλλος αν δε μπορεί να στις εκπληρώσει. 

Το χειρίστηκε καλά, πιστεύετε, το μεταναστευτικό ζήτημα, που έδωσε πάτημα για την έξαρση του νεοφασισμού στην Ελλάδα;

Πείτε μου, σας παρακαλώ, πόσες φορές εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν έχουν γίνει ανακατατάξεις στους πληθυσμούς και στα σύνορα; Πόσες φορές δεν έχουν μετακινηθεί λαοί ολόκληροι λόγω κλίματος και πολέμων; Κάποια στιγμή πρέπει ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σαν γήινοι, όχι σαν Έλληνες, Τούρκοι ή Γερμανοί. Ζούμε σ’ ένα χωράφι όλοι, τον πλανήτη αυτό, που πήγαμε και του βάλαμε σύνορα. Δεν λέω όχι, δεν λέω να μη σεβαστώ το αίμα των προγόνων που χύθηκε, αν όμως το δούμε από απόσταση, συνειδητοποιούμε ότι όλοι είμαστε άνθρωποι που οφείλουμε να συμβιώσουμε αρμονικά πάνω σ’ αυτή τη γη. Διαφορετικά, μόνο δυστυχία θα έχουμε, κι εμείς και οι άλλοι. Οι παππούδες μου αναγκάστηκαν να πάρουν τα υπάρχοντα τους και να γυρίσουν απ’ τη Σμύρνη στην Ελλάδα. Νομίζετε ότι επειδή ήταν Έλληνες αντιμετωπίστηκαν καλύτερα; Δεν θέλουμε να το θυμόμαστε, θέλουμε να ξεχνάμε που έλεγαν τουρκόσπορους τους πιο Έλληνες κι απ’ τους Έλληνες. 

Δηλώνετε τώρα την εθνική σας συνείδηση.

Ναι, το κάνω, αφού πάντα ένιωθα περήφανη για την ιστορία της χώρας μου. Δεν είμαι, όμως, περήφανη για το σκεπτικό που επικρατεί και καταλαβαίνω πως 400 χρόνια τουρκοκρατίας έκαναν μεγάλη ζημιά. Μας έκαναν να σκεφτόμαστε λιγάκι ανατολίτικα. Ακούς άνδρες να λένε «Εγώ είμαι ανατολίτης, τη γυναίκα τη θέλω έτσι»…Τι σημαίνει αν το αναλύσουμε; Ότι η γυναίκα θεωρείται υποδεέστερη του άνδρα, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το αρχαιοελληνικό πνεύμα, που λιβανίζουν. Δεν μας άφησαν δυστυχώς να διατηρήσουμε εκείνο τον πολιτισμό μας. 

Μοιάζει η Ελλάδα να’ναι ένα μεγάλο σπίτι που κάποια ανυπόληπτα πρόσωπα μπήκαν σαν δουλοπάροικοι. Αναφέρομαι στους πολιτικούς, όχι στους πρόσφυγες. 

Την Ελλάδα ποτέ δεν τη διοικούσαν Έλληνες, δεν λέμε κάτι πρωτότυπο. Αν ανατρέξουμε στην ιστορία, πάντα οι Γερμανοί ήταν πίσω απ’ τα πάντα και εξακολουθούν να είναι. Οι μεγάλες δυνάμεις της πολιτικής, που μαζί με τη θρησκεία, ελέγχουν τον κόσμο και του περνάνε μια χαρά ότι θέλουν. Έχουμε κι αυτό το ωραίο κουτί, που λέγεται τηλεόραση, για να μας κάνουν πλύση εγκεφάλου και να μας περνάνε τη δική τους γνώμη για δική μας. 

Αντέχετε να παρακολουθήσετε ελληνική τηλεόραση σήμερα;

Η τηλεόραση μου είναι κλειστή μονίμως. Ενημερώνομαι απ’ το ίντερνετ, από σελίδες που θα θεωρήσω εγώ αξιόπιστες για να μάθω τα νέα. Θα μπω στο Κουτί της Πανδώρας και στο Documento, όχι γιατί κάνουμε τώρα τη συνέντευξη αυτή ή μάλλον γι’ αυτό ακριβώς και την κάνουμε! Επειδή σέβομαι και εμπιστεύομαι το μέσο, που λέει με κόστος την αλήθεια. Ξέρω ποιος θα μου πει την αλήθεια με τρόπο για να με παραπλανήσει, εξ ου και φτάσαμε στο σημείο να τριπλοτσεκάρουμε μία είδηση. 

Απ’ την άλλη, διαβάζοντας μόνο μέσα που ταυτίζεστε, δεν περιορίζονται οι ορίζοντες σας;

Και γιατί να γίνεται αυτό; Όχι, εγώ βλέπω τον Βαξεβάνη και την Ακρίτα να τα βάζουν και με τον ΣΥΡΙΖΑ, που τους λένε Συριζαίους. Βλέπω ανθρώπους που έχουν αντικειμενική άποψη, να μην κολλάνε και να μην είναι δεμένοι χειροπόδαρα σ’ ένα κόμμα. Μ’ αρέσει αυτό, γιατί κι εγώ αν δω κάτι στραβό από τον ΣΥΡΙΖΑ, θα το στηλιτεύσω. Ξέρετε ότι πούλησα το σπίτι μου και το αυτοκίνητο μου σε εξευτελιστική τιμή για να μπορέσω να επιβιώσω; Λοιπόν, τι μου λέτε τώρα; Ήμουν άνεργη δέκα χρόνια, τα χαράτσια ερχόντουσαν και επίδομα δεν είχα πάρει ποτέ κι από κανέναν. Ούτε, όμως, πήγα να στηθώ σε ουρά για επίδομα, από ντροπή! Σκέφτηκα πως άμα είμαι δίπλα σε κάποια γυναίκα με τρία παιδιά, θα ντρεπόμουν κι ας ήμασταν στην ίδια κατάσταση. Τι θα σκεφτόταν αυτή η γυναίκα αν έβλεπε δίπλα της την Άντζυ Σαμίου να διεκδικεί ένα επίδομα;

Σας προτάθηκε ποτέ να κατεβείτε στην πολιτική αρένα;

Απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι. Δεν πρέπει να τα λέμε αυτά μην νομίσει ο κόσμος ότι έχω ψωνιστεί. Είχα κάποιες νύξεις και από τη δεξιά και από άλλο κόμμα πριν τις εκλογές του ’15. Δεν μ’ ενδιαφέρει και δεν είμαι άνθρωπος που θα μπορούσα να κάνω δουλειά μου την πολιτική. Είμαι τόσο δίκαιη και τόσο ειλικρινής, που δεν θα’χα στομάχι για κάτι τέτοιο.

Η απόλυτη φίμωση για σας θα ήταν να σας κλείσουν το twitter και το facebook, έτσι;

Ακριβώς, το στόμα δεν μπορούν να μου το κλείσουν. Θα είναι ανοιχτό και θα μιλάει και, ενίοτε, θα τραγουδάει, όπως κάναμε τώρα μ’ ένα καινούργιο τραγούδι. Δεν προτίθεμαι, πάντως, να το συνεχίσω.

Αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη είναι, πράγματι, ένα νέο τραγούδι σας σε μουσική Ανδρέα Παπαδήμα και στίχους Στεργίου.

Με τον συνθέτη, τον Ανδρέα, γνωριζόμαστε χρόνια. Μιλάμε στα τηλέφωνα, ξέρω πόσο αγαπάει τη μουσική και δεν διανοείστε πόσα έχει θυσιάσει ο άνθρωπος αυτός για την τέχνη του. Πάντα μου έλεγε να ξαναβγώ να τραγουδήσω και συνέχεια αρνούμουν. Τώρα τελευταία, λίγο πριν μας ξανακλείσουν μέσα με τον κορονοϊό, μου έστειλε ν’ ακούσω ένα τραγούδι. Το άκουσα από demo και μου άρεσε πολύ. Του το είπα. «Θα το έλεγες;» με ρώτησε. Επέμεινε και μου ζήτησε να το δοκιμάσω με τη φωνή μου, αλλά είχα τις ενστάσεις μου. Τόσα χρόνια είχα να τραγουδήσω…Το τραγούδησα α καπέλα και του το έστειλα. «Α, τέλεια» απεφάνθη αυτός. Ασυναίσθητα, μου ξαναμπήκε το μικρόβιο και εγώ πια του ζήτησα να μου στείλει και τη μουσική για να τραγουδήσω από πάνω. 

Τι ήταν αυτό που σας ξανάβαλε το μικρόβιο του τραγουδιού; Η μελωδία, ο στίχος του;

Καταρχάς ο στίχος που είναι ένα καταγγελτικό κοινωνικό τραγούδι, ικανό ν’ αγγίξει την καρδιά. Όταν τ’ άκουσα ανατρίχιασα και όλο μου το είναι ζητούσε αυτό το κομμάτι. Δεν ήμουν εύκολη για να με πείσει ο Ανδρέας, είχα όλες τις αγκυλώσεις μαζί με τις υποσχέσεις, που είχα δώσει σε μένα, ότι δεν θα ξανατραγουδούσα. Δεν ήθελα να κάνω πίσω, αλλά με κέρδισε το τραγούδι αυτό. «Ωραία, για πότε βλέπεις να το ηχογραφούμε; Κατά την άνοιξη, έτσι;» ρώτησα τον Ανδρέα. «Το βλέπω κατά την Πέμπτη αυτή» μου απάντησε, ενώ ήμασταν στην Τρίτη (γέλια). Έτσι βρεθήκαμε στο στούντιο με τον Ανδρέα να έρχεται κατευθείαν από το Αγρίνιο, άυπνος όλη νύχτα. Το είπα άμεσα το τραγούδι και ξανάζησα τις υπέροχες στιγμές του στούντιο. Ευχαριστήθηκε η ψυχή μου, αφού έφυγα από κει πετώντας.

Είδατε τελικά το μικρόβιο; Όσα «σταματάω» κι αν πεις, πάντα θα σε βρει ο σκοπός στη ζωή σου.

Ναι, αλλά είναι άλλο πράγμα η δημιουργία και άλλο η πίστα. Άλλο να μπαίνεις στο στούντιο για να γράψεις ένα τραγούδι και άλλο να εμφανίζεσαι σε κάποιο νυχτερινό μαγαζί.

Όπου εκεί ξέρεις ότι δεν έχει θέση ενδεχομένως ένα τέτοιο τραγούδι. 

Άστε με ήσυχη (γέλια). Εκεί, όχι, αλλά στις καρδιές των ανθρώπων, ναι. Τώρα πια, μετά απ’ αυτό το κομμάτι, δεν μπορώ ν’ αποκλείσω τίποτα. Αν ξανάρθει στα χέρια μου ένα ωραίο τραγούδι, γιατί να μην ξαναμπώ στο στούντιο; Δεν έχω θέμα. Ξέρετε κάτι; Πρώτη φορά στη ζωή μου τραγούδησα κάτι χωρίς να έχω την ανάγκη να το πουλήσω. 

Αυτό είναι το μόνο σίγουρο πίσω απ’ την επιθυμία σας να ξανατραγουδήσετε.

Δεν το είχα ξανανιώσει αυτό το συναίσθημα. Ποτέ! Το είπα γιατί μου άρεσε, σίγουρη ότι θ’ αρέσει και στους άλλους. Μπορούσε να μην αγγίξει τους ανθρώπους με τους στίχους του; Και μου βγήκε αβίαστα, δεν κατέβαλα καμία προσπάθεια για να το ερμηνεύσω με τον α’ ή τον β’ τρόπο. Ίσως άλλαξα, γύρισα την πλάτη στη στασιμότητα και στο βόλεμα. Δεν είναι κακό μ’ αναιρείς ότι έκανες παλιά, μόνο σαν εξέλιξη το βλέπω. Βέβαια, αν πιάσετε και τους παλιούς μου δίσκους, οι μπαλάντες και τα ερωτικά ήταν αυτά που είχαν συναίσθημα και τα έλεγα με την ψυχή μου. Φαίνεται η διαφορά στο πώς έλεγα ένα τσιφτετέλι και στο πώς μία μπαλάντα. Έγραφα και δικά μου πράγματα, στίχους, αλλά και μουσικές, έχοντας τη μελωδία απλά μες το κεφάλι μου και χωρίς να έχω σπουδάσει μουσική. 

Είναι το τραγούδι ένα αναίμακτο όπλο σε εποχές της πλήρους απαξίωσης του πολιτισμού;

Να κάνει τι το τραγούδι; Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βάλει τον άλλο να σκεφτεί, να αναρωτηθεί, γι’ αυτό και πάντα έχει σημασία ο στίχος. Θα μου πείτε τώρα «Εσύ το λες αυτό με όλα αυτά, που τραγουδούσες κάποτε, για να διασκεδάζει ο κόσμος;» Έχουν τελικά την αξία τους κι αυτά τα τραγούδια!

Έχετε σκεφτεί πως μπορεί κανείς να ισχυριστεί το εξής πολύ απλό; Ότι η Άντζυ Σαμίου έκανε ότι έκανε τόσα χρόνια και τώρα θέλει να εξιλεωθεί καλλιτεχνικά, γυρνώντας το στο κοινωνικό τραγούδι.

Ακόμη κι έτσι να ήταν, αν ήθελα όντως να κάνω μια στροφή στη ζωή μου, δεν θα είχα το δικαίωμα να το κάνω; Μεγαλώνουμε, αλλάζουμε, ωριμάζουμε, έχουμε το δικαίωμα ν’ αλλάξουμε τα θέλω μας και τα πάντα. Καθόλου, όμως, δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Ήθελα ένα τραγούδι για να το πω και να το μεταφέρω στον κόσμο. Δεν έχω βγάλει ποτέ χρήματα από τη δημιουργία και ούτε απ’ αυτό θα βγάλω χρήματα. Πρώτον, γιατί δεν είμαι ο δημιουργός εδώ και, δεύτερον, επειδή οι δημιουργοί ούτως ή άλλως παίρνουν τσίχλες σήμερα. Σκεφτείτε ότι το ετήσιο εισόδημα μου είναι πλέον κάτω από 500 ευρώ. Μην πιάσουμε και τα μηδενικά τραγουδιστικά δικαιώματα. Έχω γράψει κάποια τραγούδια, που παίζονταν απ’ τα ραδιόφωνα κάποτε και παίρναμε κάποια λεφτά. Εμένα σήμερα δεν θα με παίξουν τα ραδιόφωνα, το ξέρω. Είμαι black list και το ξέρω.

Λόγω των πολιτικών σας απόψεων;

Ναι. Μέχρι στιγμής που μιλάμε, καμία ιστοσελίδα δεν έγραψε ότι η Άντζυ Σαμίου βγήκε μ’ ένα νέο τραγούδι. Το γνώριζα αυτό. Και να μην είχαν λάβει το δελτίο Τύπου, εδώ διαβάζουν το παραμικρό που γράφω στα social και το αναπαράγουν όπως τους αρέσει. Λέτε να μην έχουν πάρει είδηση ότι έβγαλα τραγούδι; Απλά σου λέει «Σιγά μη στηρίξουμε τώρα την Άντζυ τη Συριζαία». Έτσι το βλέπουν, όχι σαν καλλιτεχνικό έργο. Τα ξέρω, όμως, όταν δούλευα παραγωγός στον «Ρυθμό», έβλεπα την black list κολλημένη στον τοίχο, ποιους θα παίξουμε και ποιους όχι. Τό’χα δει με τα μάτια μου. Σάμπως δεν ξέρουμε ότι αν δεν κόψεις ταρίφα, δεν παίζεσαι από πουθενά; Εμένα, όμως, δεν με νοιάζει, αφού δεν εξαρτάται η επιβίωση μου από’να καινούργιο τραγούδι. Οφείλουν να ενημερώνουν, αυτή είναι η δουλειά τους και αυτό δεν καταλαβαίνουν.

Άρα δεν περιμένετε σε καμία περίπτωση την «επιτυχία» μέσω του συγκεκριμένου τραγουδιού. 

Όχι βέβαια. Δεν είναι ένα τραγούδι – σουξέ, το οποίο ούτως ή άλλως δεν θα μ’ ενδιέφερε. Δεν μ’ ενδιαφέρει να το διαφημίσω, ούτε να βγω στα κανάλια. Μου ζήτησαν ήδη να εμφανιστώ και να μιλήσω, αλλά αρνήθηκα. Δεν βλέπω πρωινάδικα, δεν ξέρω καν πως είναι αυτές οι εκπομπές.

Μισό λεπτό, είπατε ότι δεν θα σας παίξουν, αλλά εδώ μου λέτε ότι ήδη σας κάλεσαν στην τηλεόραση.

Ναι, αλλά για να μιλήσω, όχι για να τραγουδήσω. 

Κι αν ζητούσατε να παρουσιάσετε και το καινούργιο τραγούδι σας;

Δεν τα κάνω, αγάπη μου, εγώ αυτά. Σε ποια εκπομπή να έβγαινα που να ενδιαφέρονταν για ένα τέτοιο τραγούδι; Αν τους ενδιέφερε, θα το έπαιζαν από μόνοι τους. Εκεί πάνω στα «χαχα – χουχου», θα έλεγαν «Άκου τι έβγαλε η Σαμίου» και θα το πέταγαν. Δικαίωμα τους, αλλά επειδή μάλιστα είναι τραγικό να περιμένεις απ’ αυτούς τους ανθρώπους για να ζήσεις, πούλησα, όπως σας είπα, το αμάξι μου και το σπίτι μου. Έτσι κερδίζεται η αυτονομία.

Θα σας αναφέρω μερικά ονόματα και θέλω να μου τα σχολιάσετε σύντομα: Παύλος Πολάκης.

Ωχ! Πολάκης, ε; (γελάει) Στον Πολάκη βλέπω τον πολιτικό που δεν έχουμε συνηθίσει. Είναι πρώτα ο έξω καρδιά άνθρωπος, που τα λέει απλά και αφτιασίδωτα. Γνωρίζω άνθρωπο που είχε πρόβλημα με την εισαγωγή του σε νοσοκομείο και του έστειλε απλά μήνυμα στο facebook. Πήρε αμέσως απάντηση και αμέσως ο υπουργός όχι μόνο του απάντησε, αλλά και τον βοήθησε. Όταν, λοιπόν, βλέπεις να’ναι άνθρωπος ο άλλος, τι σε νοιάζει αν μιλάει πιο χύμα απ’ όσο του επιτρέπεις εσύ; Είναι δυνατόν να σχολιάζουν τον Πολάκη όταν υπάρχει ο Άδωνις, ότι πιο εμετικό, απερίγραπτο με λέξεις και με κουβέντες; 

Λίνα Μενδόνη.

Στέκα στο κεφάλι, σαν να έχει βγει από αμερικανική δραματική σειρά εποχής. Αυτή η γυναίκα δεν αγαπάει την Ελλάδα, δεν αγαπάει τον πολιτισμό, δεν είναι πράγματα αυτά που κάνει. Δεν είναι δυνατόν να ξηλώνει τα αρχαία στη Θεσσαλονίκη και να τσιμεντώνει την Ακρόπολη! Τα βλέπουμε δηλαδή και δεν τα πιστεύουμε! 

Σταμάτης Κραουνάκης.

Ο Κραουνάκης λέει ότι σκέφτεται χωρίς να το φιλτράρει. Οι άνθρωποι που πράττουν έτσι, καταλαβαίνετε τι θα υποστούν. Εγώ διαφώνησα μ’ αυτό που είπε για τη Νατάσσα Θεοδωρίδου, την οποία θεωρώ την καλύτερη νεότερη λαϊκή τραγουδίστρια, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν σέβομαι την άποψη του. Ο Σταμάτης δεν την έθαψε, παρόλο που δεν θα μου άρεσε να έλεγε κάτι τέτοιο για μένα. Δεν πιστεύω ότι ήθελε να πληγώσει και τον νιώθω σαν ένα μικρό παιδί.

Έλενα Ακρίτα.

Βγάζω το καπέλο, είναι εξαιρετική και με εκφράζει απόλυτα. Πάντα ήταν έτσι, αλλά τώρα τελευταία έχει γίνει πιο μαχητική και πιο ανθρώπινη. Μιλάει σε πιο λαϊκή γλώσσα, αν θέλετε.

Κυριάκος Μητσοτάκης.

Δεν καταλαβαίνει, νομίζω, τι συμβαίνει γύρω του, δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο του απλού ανθρώπου. Δεν έχει ζήσει, δεν έχει μάθει έτσι και ως εκ τούτου δεν δύναμαι να τον κατηγορήσω ή να τον δικαιολογήσω. Για μένα, όμως, είναι ένας άνθρωπος επικίνδυνος και αδιάφορος χωρίς ευαισθησίες για τον κόσμο. Μου θυμίζει έναν στυγνό επιχειρηματία. 

Με τον φασισμό καθαρίσαμε μετά τη φυλάκιση των χρυσαυγιτών;

Φυσικά και όχι. Ο φασισμός υπάρχει μέσα στα σώματα ασφαλείας και το στρατό. Έχουν τη θέση τους εκεί που γουστάρουν να βρίσκονται με την ανοχή της κυβέρνησης, αυτό δεν το συζητώ. Τελικά παίρνουμε ως λαός αυτό που μας αξίζει. Αν δεν μας αρέσει, πρέπει να το αλλάξουμε, να το αντικαταστήσουμε. Και γρήγορα, γιατί δεν μας παίρνει. Δεν μας σώζει τίποτα, γιατί ο επόμενος γκρεμός θα’ναι πολύ πιο απότομος. 

Τι επιθυμίες έχετε από δω και πέρα;

Προσωπικά δεν έχω πια επιθυμίες. Υγεία θέλω μόνο για μένα και την οικογένεια μου και κυρίως για όλο τον κόσμο. Θέλω να πάμε μπροστά σαν άνθρωποι, να πετάξουμε από πάνω μας τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Κάθε είδους ρατσισμό! Όλοι έχουν δικαίωμα στον προσωπικό σεξουαλικό προσδιορισμό χωρίς να δίνουν δικαίωμα σε κανέναν. Και μη μας λένε «Εσύ θ’ αλλάξεις τον κόσμο;» Ναι, εμείς θα τον αλλάξουμε, γιατί αυτή είναι η δουλειά μας. Να εναποθέσουμε δηλαδή τη δύναμη μας στην τηλεόραση για να κάνει αυτή τη δική της δουλειά; Ε, όχι! Θα την εναποθέσουμε στους άλλους ανθρώπους για ν’ αλλάξουμε όλοι μαζί τον κόσμο, ξεκινώντας ο καθένας απ’ τον εαυτό του. 

Ας κλείσουμε με τους πιο αγαπημένους στίχους απ’ το νέο τραγούδι σας.

«Οδός το αύριο και λείπει ο αριθμός, οδός το τώρα κι εκείνος αγνοείται. Σκακιέρα άστρων στρώνει απόψε ο ουρανός, το πεπρωμένο σε παρτίδα αναζητείται». Ο καθένας ας βάλει ότι τον εκφράζει στα λόγια αυτά.

Τι αντίκτυπο πιστεύετε ότι θα έχει αυτή η συνέντευξη, που μόλις δώσατε, μετά από πολλά χρόνια;

Οι haters θα με μισήσουν κι άλλο προφανώς, κάποιοι θα καταλάβουν τι άνθρωπος είναι η Άντζυ εκτός από τραγουδίστρια και «Συριζαία», ενώ άλλοι θα εκτιμήσουν την ειλικρίνεια μου και ίσως εκφραστούν μέσω εμού. Το τελευταίο, όμως, δεν έχει καμία σημασία. 

* Το τραγούδι «Οδός του Αύριο» με την Άντζυ Σαμίου, σε μουσική Ανδρέα Παπαδήμα και στίχους Θάνου Στεργίου, κυκλοφορεί από την b-otherside records

** Οι φωτογραφίες είναι «σέλφι» της Άντζυς Σαμίου

Β. Καπερνάρος για υπόθεση Λυγγερίδη: «Θα υπάρξουν πιέσεις, για να κλείσουν στόματα» (video)

καπερναρος

Β. Καπερνάρος για υπόθεση Λυγγερίδη: «Θα υπάρξουν πιέσεις, για να κλείσουν στόματα» (video)

«Η Αστυνομία δέχεται συνεχώς επιθέσεις στα γήπεδα, αλλά πάντα περνούσαν στο ντούκου», παραδέχτηκε ο πρόεδρος…