Όσο κρατάει ένας καφές με τη στιχουργό – ποιήτρια Βέρα Βασιλείου – Πέτσα

Η συγγραφέας, στιχουργός και ποιήτρια Βέρα Βασιλείου - Πέτσα μόλις επέστρεψε με «Έναν αντάρτη καιρό», στον οποίο συμπαραστάτες της είναι ο «Μετρονόμος» και μια πληθώρα αξιόλογων ερμηνευτών και συνθετών.  

DSC 0095

Η Βέρα Βασιλείου – Πέτσα μόλις κυκλοφόρησε ένα δεύτερο άλμπουμ με τραγούδια, στα οποία όμως αυτή τη φορά μελοποιήθηκαν στίχοι και όχι ποιήματα της. Τη ρωτάω πόσο δύσκολο είναι να συμβαίνει αυτό μέσα σε μία ολότελα αντιπνευματική ή, πιο συγκεκριμένα, αντιποιητική εποχή. Σκέφτεται λίγο, μα ύστερα η απάντηση τής βγαίνει αβίαστα: «Η εποχή είναι, όντως, τρομερά αντιπνευματική και γίνονται τεράστιες προσπάθειες απ’ τη μεριά των δημιουργών και των ποιητών. Πιστεύω ωστόσο πως αν αγαπάς πολύ αυτό που κάνεις, θα βρεθεί ο δρόμος που θα σε βγάλει κάπου». Η ίδια εμφανίστηκε το 2006 στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα «Μην περάσεις το ποτάμι» από τις νεοσύστατες τότε εκδόσεις ΚΨΜ, ένα έργο που ξεκίνησε να το γράφει από το 2003. «Έγραφα από παιδί» μου λέει, «ποίηση και διηγήματα, αλλά αυτό που ανέκαθεν αγαπούσα ήταν το τραγούδι»

Γεννημένη στην Αγία Τριάδα, ένα μικρό χωριό δέκα χιλιόμετρα από τα Μετέωρα, η Βέρα μεγάλωσε μέχρι την εφηβεία της στα Τρίκαλα και στα λυκειακά χρόνια ήρθε στην Αθήνα. Δέχτηκε επιρροές από την περιρρέουσα καλλιτεχνική ατμόσφαιρα των Τρικάλων ιδίως μετά τα δέκα της χρόνια. «Πρέπει να σου πω ότι έζησα στο ίδιο σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Όταν ήρθαμε από την Αγία Τριάδα, οι γονείς μου δεν είχαν δικό τους σπίτι στην πόλη και νοίκιασαν αυτό του Μητροπάνου, στο οποίο έμεναν ακόμη η μητέρα του κι η αδερφή του, ενώ εκείνος ήταν πια μόνιμος κάτοικος Αθηνών». Η κυρία Τασία, η μητέρα του Μητροπάνου, έγινε φίλη με τη μητέρα της Βέρας και συνήθιζαν να ακούν μαζί τα τραγούδια του γιου της, στην εκπομπή «Η Ελλαδίσκ παρουσιάζει». Η Βέρα, παιδούλα τότε, έβλεπε με δέος τον μεγάλο λαϊκό ερμηνευτή να επισκέπτεται τη μάνα του και πολλά χρόνια μετά, λίγο πριν «φύγει», είχαν ξαναβρεθεί με το ενδεχόμενο να συνεργαστούν. «Είχαμε πάει οικογενειακώς να τον δούμε στο κέντρο που τραγουδούσε. Του είπα ποια είμαι, αυτή που έμενε στο πατρικό του κι αυτός είχε συγκινηθεί πάρα πολύ. Είπαμε να κάναμε κάτι, μα δεν προλάβαμε»

Οι γονείς της Βέρας, αν και δεν ήταν άνθρωποι εγγράμματοι, αγαπούσαν τη μουσική. Ο πατέρας της κατασκεύαζε φλογέρες, έπαιζε και η μητέρα της τραγουδούσε. «Δυστυχώς τους έχασα και τους δύο, τη μητέρα μου πριν τρία χρόνια και τον πατέρα μου πριν δώδεκα. Η μητέρα μου ”έφυγε” στα 90 της με μια μικρή άνοια, αφού στο τέλος δεν μας γνώριζε, εμένα και τα πέντε αδέρφια μου». Έχει σημασία που το λέει αυτό η Βέρα, αφού η μητέρα της από την εφηβεία της ανήκε στις τάξεις του ΕΑΜ, μετά μπήκε στον Δημοκρατικό Στρατό, πέρασε φυλακές και εξορίες. Και ο πατέρας της ήταν αριστερός χωρίς όμως να έχει τέτοια δράση, βλέποντας τα αδέρφια του, τους θείους της Βέρας, να καταφεύγουν κυνηγημένοι στην Τασκένδη. «Ακούγαμε συνέχεια μουσική στο σπίτι και γίναμε όλα τα παιδιά φιλόμουσα» συνεχίζει η Βέρα, «αλλά εγώ ίσως είχα περισσότερο το ”μικρόβιο”».

Για την ακρίβεια, το «μικρόβιο» αυτό εκδηλώθηκε από την τετάρτη δημοτικού, όταν ο δάσκαλος της παρατήρησε την ευχέρεια της να αποστηθίζει ποιήματα. Έτσι, μια μέρα άρχισε να γράφει μέσα στην τάξη. «Τι κάνεις εκεί, Βαρβαρούλα; θυμάμαι να μου λέει ο δάσκαλος και να ζητάει να διαβάσει ότι είχα γράψει. Ύστερα με ρώτησε αν έχω εξωσχολικά βιβλία στο σπίτι, απάντησα αρνητικά και την επόμενη μού έφερε ένα σωρό βιβλία, μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές. Απ’ αυτόν τον άνθρωπο πρωτοδιάβασα Λουντέμη στα δέκα μου χρόνια με το πολυτονικό σύστημα. Αγάπησα πολύ το διάβασμα, την ποίηση και την ιστορία»

Για τη Βέρα, το διάβασμα ταυτίστηκε με τη μελαγχολία των αλλαγών της στην εφηβεία. Η ποίηση, πρώτα απ’ όλα, ήταν ένα καταφύγιο στη μεγάλη φτώχεια, μια και οι γονείς της δούλευαν στο μεροκάματο για να θρέψουν έξι παιδιά. «Δεν ξέραμε από γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρια, εφόσον δουλεύαμε όλοι για να σπουδάσουμε, όπως και τελικά κάναμε. Συνέχισα να δουλεύω και στην Αθήνα ως φοιτήτρια». Η ποίηση ήταν επίσης ένα καταφύγιο και στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, τη «μεγαλύτερη πανανθρώπινη αξία, που είναι ο έρωτας» σύμφωνα με την ίδια. Φυσικά, θα ήταν αδύνατο, έτσι μεγαλωμένη, να μείνει αμέτοχη στα πολιτικά κοινά.

Η Βέρα δεν γράφτηκε ποτέ στην ΚΝΕ, αν και δεχόταν πιέσεις από τον περίγυρο της και, κυρίως, από έναν ξάδερφο της που είχε επιστρέψει από την Τασκένδη: «Δεν με πείραζε αυτό, αφού είχα αριστερή συνείδηση και ανήκα στην ”αληθινή”, όχι την ”ψεύτικη” Αριστερά». Τη ρωτάω να μου πει ποιες είναι οι δύο αυτές όψεις της Αριστεράς: «Τον τελευταίο καιρό βλέπω πιο πολλούς δήθεν αριστερούς, συγκριτικά με τα παλιότερα χρόνια. Η Αριστερά είναι στάση ζωής και αυτή δείχνει αν είμαστε πραγματικά κομμουνιστές, έτσι πιστεύω».  

Όταν ο πατέρας ανακοίνωσε τη μετακόμισή τους στην Αθήνα, το μόνο που ήθελε η Βέρα ήταν να συναντήσει κάποιους τραγουδιστές και συνθέτες, που αγαπούσε πάρα πολύ. Έφαγε όλα της τα χαρτζιλίκια στις μπουάτ και στα θέατρα: «Δεν είχα παρέα και πήγαινα μόνη μου, εποχή Μεταπολίτευσης. Σχολείο πήγαινα ακόμη και είχα δει την παράσταση με το ”Τραγούδι του νεκρού αδελφού” του Μίκη Θεοδωράκη. Πρωταγωνίστρια ήταν η Ελένη Ζαφειρίου και τραγουδούσαν ο Νταλάρας με τη Ζορμπαλά. Καθόμουν σε μια γωνιά μόνη μου και τους παρακολουθούσα με δέος»! Είχε δει ακόμη την Τάνια Τσανακλίδου με τον Μανώλη Μητσιά στα τραγούδια του «Αχ, έρωτα» του Lorca και του Λεοντή, αλλά και τον Μάνο Χατζιδάκι σε δύο συναυλίες του αργότερα, στα τέλη του 1980. Στο σημείο αυτό, η Βέρα θέλει να μοιραστεί μια ιστορία: «Οι γονείς μου εκτός απ’ το πολιτικό τραγούδι, άκουγαν και πολύ Τσιτσάνη, Καλδάρα, τα λαϊκά. Στην Αθήνα ”γνώρισα” και αγάπησα τον Λεοντή, τον Λοΐζο, τον Κουγιουμτζή, τον Μούτση, τον Μαρκόπουλο μέχρι να έρθουν το ’81 στη ζωή μου ο Μικρούτσικος με τον Άλκη Αλκαίο». Ένας άλλος συνθέτης που ξεχώριζε από τα Τρίκαλα ήδη ήταν και ο Λίνος Κόκοτος. Η Βέρα πήγε και τον βρήκε σε μια μπουάτ που διηύθυνε τον Νίκο Ξυλούρη και τη Μαρίζα Κωχ. Μαζί τους ήταν η Κατερίνα Σκορδαλάκη, ο Κώστας Καράλης και η Αφροδίτη Μάνου. Λίγα χρόνια αργότερα, η Βέρα ξανασυνάντησε τον Κόκοτο στη μπουάτ «Τιπούκειτος», που έπαιζε μαζί με τον Λάκη Παππά, την Πόπη Αστεριάδη και τον, μετέπειτα καρδιακό φίλο της, Παναγιώτη Ζαχαρόπουλο. «Κάθε Σάββατο ήμουν εκεί, έδινα το παρόν. Ο Παναγιώτης ήταν πολυτάλαντος, ζωγράφος, τραγουδιστής, αλλά και ηθοποιός κοντά στον Κουν. Στο μεταξύ, ο Κόκοτος μου’ χε πει ότι διαθέτω ωραία φωνή, αλλά κάπου δίσταζα…Κατάλαβα ότι μάλλον δεν ήταν αυτό που μου ταίριαζε, οπότε άρχισα να γράφω στίχους και να βγάζω κάποια ποιήματα απ’ το συρτάρι μου»

Οι σπουδές στη Νομική σταμάτησαν, όταν η Βέρα παντρεύτηκε τον άντρα της, έναν άνθρωπο που δεν είχε καμία σχέση με το ”χώρο”, και πατέρα του γιου τους σήμερα. «Ο άντρας μου, ο Κώστας Βασιλείου, παραμένει κομμουνιστής ως το κόκαλο και δεν νομίζω να παντρευόμασταν, αν δεν ταιριάζαμε και σ’ αυτό» παραδέχεται γελώντας. Η οικογενειακή ζωή αποδείχτηκε τροχοπέδη, όπως είθισται, στην καλλιτεχνική της εξέλιξη. «Αφοσιώθηκα πάρα πολύ στο παιδί μου, που γεννήθηκε το 1992. Έτσι, το 2006, μετά και από τις συνεχείς παροτρύνσεις των φίλων, αποφάσισα να βγω προς τα έξω. Εννοείται πως δεν είχα σταματήσει να γράφω, θεωρώντας τα όχι όλα καλά ώστε να εκδοθούν. Η ποίηση είναι σαν να θες να πιεις νερό κάθε φορά, αλλά δεν σημαίνει πως πάντα, ότι γράφεις, είναι και σπουδαίο. Θα ήθελα να βγω μόνο αν είχα κάτι να πω κι αυτό έγινε με ένα πολιτικό – ερωτικό μυθιστόρημα».  

Ωστόσο, από το 2006 μέχρι το 2015, που βγήκε το «Βορεινό παράθυρο», το πρώτο βιβλίο – CD της, μεσολάβησε πολύς χρόνος, μία δεκαετία σχεδόν. Αρχικά ήθελε να εκδώσει μόνο ποίηση και μάλιστα την είχε εμψυχώσει ο κοινός μας φίλος, ο ποιητής Αντρέας Παγουλάτος, που δεν ζει πια. Εκείνος είχε διαβάσει το μυθιστόρημα της και σχολίασε πως η γραφή της διαθέτει μια γλαφυρότητα και μια μελωδικότητα, καταλαβαίνοντας πως θα πρέπει να έχει γράψει και ποιήματα. Η Βέρα το παραδέχτηκε και του πήγε μερικά ποιήματα της. Όταν τα διάβασε κι αυτά, ο Παγουλάτος τη συμβούλεψε να τα εκδώσει οπωσδήποτε. Έτσι προέκυψε το 2011 η ποιητική της συλλογή με τίτλο «Σαράντα μίλια σιωπή». Το τραγούδι, φυσικά, εξακολουθούσε να την ενδιαφέρει, αλλά ήταν διστακτική, ούσα «έξω από κυκλώματα». Εδώ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο συνθέτης Λίνος Κόκοτος

Ο Κόκοτος είχε διαβάσει τα «Σαράντα μίλια σιωπή» και παρατήρησε την ευχέρεια κάποιων ποιημάτων της για να μελοποιηθούν. «Δεν το πήρα τόσο στα σοβαρά αυτό» ακούω τη Βέρα να μου λέει, «αλλά όταν πλησίαζε η μέρα της παρουσίασης του βιβλίου, άρχισε να με ”τρώει”. Είπα ”Δεν αφήνω τον Λίνο να μελοποιήσει ένα ποίημα μου;” κι εκείνος διάλεξε το ποίημα ”Η Κραυγή”. Μάλιστα, δεν μου το’ χε στείλει να το ακούσω, μου το κρατούσε για έκπληξη τη μέρα εκείνη». Σύντομα, ο Κόκοτος της ζήτησε και άλλα πράγματα δικά της, ποίηση, αλλά και στίχους. Του έδωσε τότε ένα στιχούργημα της, τον «Καθρέφτη» – και τα δύο μελοποιήθηκαν από τον σημαντικό συνθέτη και παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση του βιβλίου της με ερμηνευτή τον Πάνο Μπούσαλη. Ο Μπούσαλης, το ίδιο βράδυ, επίσης χωρίς να το γνωρίζει η Βέρα, τραγούδησε ακόμη ένα ποίημα της, μελοποιημένο από τον ίδιο αυτή τη φορά, με τίτλο «Ανυποψίαστα»

Η Βέρα Βασιλείου – Πέτσα αναγνωρίζει πως κάπου έχασε τη «σειρά» της, βγάζοντας προς τα έξω τη δουλειά της σε σχετικά ώριμη ηλικία. «Δεν είμαστε στην εποχή που ο κόσμος έτρεχε να αγοράσει καινούργιους δίσκους και βιβλία» παραδέχεται. «Θα μπορούσα να έχω κάνει πράγματα όταν το σήκωναν οι καιροί, παλαιότερα, αλλά ειλικρινά δεν το’ χω μετανιώσει, αφού δεν έγραφα με τη σημερινή ένταση, απασχολούμενη τότε με το παιδί μου και με την οικογένεια. Ίσως το’χα πάρει επιδερμικά το θέμα και δεν ασχολήθηκα όσο θα’ πρεπε, δεν ξέρω…Γι’ αυτό, ναι, έχω μετανιώσει». Χαμογελάει όταν της λέω πως πλέον είναι κανονικά ενταγμένη στη μεγάλη οικογένεια των ποιητών – στιχουργών μας, αφού την έχουν τραγουδήσει πολλοί σημαντικοί ερμηνευτές και την έχουν μελοποιήσει άλλοι τόσοι συνθέτες. «Ασφαλώς χαίρομαι, είναι μια ηθική επιβράβευση» μου απαντάει λακωνικά. 

Στην ολοκαίνουργια δουλειά της, που φέρει τον τίτλο «Ένας αντάρτης καιρός», γίνεται ένας χαμούλης απ’ την άποψη του κάστινγκ! Όχι ότι κάτι ανάλογο δεν είχε συμβεί και με το «Βορεινό παράθυρο», στο οποίο την είχαν τραγουδήσει η Νένα Βενετσάνου, η Λιζέτα Καλημέρη, ο Παντελής Θαλασσινός, ο Πάνος Μπούσαλης και ο Νεοκλής Νεοφυτίδης, ενώ την είχαν μελοποιήσει δύο συνθέτες της παλαιότερης και της νέας γενιάς: Οι Λίνος ΚόκοτοςΜιχάλης Τερζής και οι Νεοκλής ΝεοφυτίδηςΠάνος Μπούσαλης. Εδώ τώρα συμμετέχουν δέκα τραγουδιστές (ο Λάκης Χαλκιάς, ο Παντελής Θαλασσινός, ο Βασίλης Σκουλάς, ο Κώστας Θωμαΐδης, ο Βασίλης Γισδάκης, η Ερωφίλη, η Ιωάννα Φόρτη, η Αργυρώ Καπαρού, ο Βασίλης Κορακάκης – γιος του Βαγγέλη – και μια νέα γυναικεία φωνή, η Δέσποινα Ραφαήλ) και τέσσερις συνθέτες (ο Μανώλης Ανδρουλιδάκης, ο Νεοκλής Νεοφυτίδης, ο Αντώνης Παπαγγελής, αλλά και ο Χρήστος Λεοντής). Αφήνω ξεχωριστό τον μεγάλο Λεοντή, καθώς είναι η πρώτη φορά που γράφει τη μουσική σ’ ένα τραγούδι που δεν ανήκει σε δική του δουλειά. Η Βέρα συμπληρώνει: «Τον Λεοντή τον αγαπούσα και τον άκουγα παιδιόθεν, οπότε η χαρά και η τιμή είναι διπλή, εφόσον το έκανε πρώτη φορά για μένα, να γράψει μουσική σε στίχους μου για ένα δικό μου project»

Επιχειρώ και μια κριτική στη νέα δουλειά της, θετική και ειλικρινή, εφόσον αίσθηση μου είναι πως παρόλο που έχουμε διαφορετικά κομμάτια απ’ την άποψη των «ειδών», η αισθητική είναι ενιαία και δεν «κλωτσάει». Μου απάντησε πως το ίδιο ακριβώς σχολίασε και ο στιχουργός Δημήτρης Λέντζος στην παρουσίαση του CD στη μουσική σκηνή «Σφίγγα» πριν από λίγο καιρό: Ότι ο λόγος της Βέρας είναι αυτός που συστήνει έναν κύκλο τραγουδιών παρά τη φαινομενική ανομοιογένεια τραγουδιστών και τραγουδοποιών. Η ίδια το επιβεβαιώνει ως εξής: «Κάτι που είχα ακούσει να λέει ο Νότης Μαυρουδής και με είχε βρει απόλυτα σύμφωνη είναι το πόσο καλή συνθήκη αποτελεί για κάθε ακροατή να ακούει πολλές διαφορετικές φωνές σε ένα έργο παρά έναν μόνο τραγουδιστή». Πόσο μάλλον που αυτούς τους τωρινούς ερμηνευτές της, τους φανταζόταν εδώ και πολλά χρόνια να αποδίδουν δικά της τραγούδια. Δύο μόνο απ’ τους τραγουδιστές που «χτύπησε» την πόρτα τους, δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν εξ αιτίας δικών τους δισκογραφικών υποχρεώσεων: Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο Θοδωρής Βουτσικάκης

Λίγο πριν τελειώσει η κουβέντα μας, ζητάω από τη Βέρα Βασιλείου – Πέτσα να μου πει τι περιμένει μ’ αυτό το δίσκο, να μου περιγράψει τις προσδοκίες της. «Να αρέσουν τα τραγούδια και να προχωρήσουν με αξιοπρέπεια, να αγαπηθούν» μου απαντάει, αναγνωρίζοντας πως υπάρχουν και κάποιοι, δυστυχώς, που σνομπάρουν τον στίχο σε σχέση με την ποίηση. Ανατρέχει στον «τεράστιο Μάνο Ελευθερίου», που ενώ ήταν πεζογράφος και ποιητής, έγραφε εξίσου καλά στίχους για τραγούδια – άλλωστε οι ποιητικές καταβολές δεν κρύβονται για οποιονδήποτε αποπειράται να γράψει τραγούδι από κοινού με έναν συνθέτη. Της εύχομαι κάθε επιτυχία και καλή συνέχεια στις ελπίδες και στα σχέδια της. 

*Το CD «Ένας αντάρτης καιρός» της Βέρας Βασιλείου – Πέτσα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». 

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

«Πάμε μπροστά. Αλέξη, έλα πάνω», ανέφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με αποδέκτη τον τέως αρχηγό του…