Είναι μεγάλη απώλεια για τα ελληνικά γράμματα ο θάνατος του Βασίλη Βασιλικού στα 89 του χρόνια, του συγγραφέα του περίφημου «Ζ» (1966), της τριλογίας «Το φύλλο», «Το πηγάδι» και «Τ’ αγγέλιασμα» που τιμήθηκε με το έπαθλο «Κώστας Ουράνης» (1962), του μυθιστορήματος «Γλαύκος Θρασάκης» (2008) που ο ίδιος θεωρούσε ως το πιο σπουδαίο έργο του, των «Καμακιών» (2001) και πολλών άλλων βιβλίων – περισσότερα από 120 τον αριθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται νουβέλες, διηγήματα, θεατρικά έργα και ποιητικές συλλογές. Ενδεικτικό της συχνής, πυκνής γραφής του Βασιλικού και της αναγνώρισης του έργου του σε διεθνές επίπεδο είναι το γεγονός ότι θεωρείται ο περισσότερο μεταφρασμένος Ελληνας συγγραφέας μετά τον Νίκο Καζαντζάκη, αφού τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 33 ξένες γλώσσες, καθώς και στη γραφή Μπράιγ – στο σύστημα ανάγνωσης των τυφλών. Το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Τα σιλό», το έγραψε στην εφηβική του ηλικία, το 1949, και αφορούσε τη βουλγαρική κατοχή στη γενέτειρά του, την Καβάλα.
Ανατρέχω τώρα στο 2009, στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ μου «Οδύσσειες σωμάτων – Μπαλάντα για τον Νίκο Κούνδουρο», όπου ο Βασιλικός είχε δεχτεί να συμμετάσχει με μεγάλη προθυμία, αφού θα του δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει για μια ακόμη φορά για τον στενό του φίλο, τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Διότι ναι μεν το «Ζ», έτσι όπως μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Κώστα Γαβρά, του χάρισε την παγκόσμια αναγνώριση, όμως η πρώτη του εμπλοκή με το σενάριο οφειλόταν στον Κούνδουρο. Και όχι μόνο ως σεναριογράφος, αλλά και ως ηθοποιός ή έστω… κομπάρσος, κάτι που ίσως ελάχιστοι γνωρίζουν. Σε εκείνο το γύρισμα της Τετάρτης 6 Μαΐου του 2009 ο Βασιλικός είχε έρθει τρομερά ορεξάτος και μπόρεσα έτσι να τον καταγράψω σε μοναδικές ιστορίες –on και off camera– από τη συμπόρευσή του με όλα τα ιερά τέρατα που γέννησε ο πολιτισμός του 20ού αιώνα στον τόπο αυτό.
Φιλίες που γέννησαν ταινίες
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν εκείνος που τον κάλεσε το 1954 να κατέβει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να του γνωρίσει τους φίλους του Νίκο Γκάτσο, Οδυσσέα Ελύτη και Γιάννη Τσαρούχη. Στην παρέα αυτή ανήκε και ο Κούνδουρος, ένας «έκπαγλα όμορφος νέος» που τότε είχε δηλώσει την επιθυμία του να στραφεί από την εικαστική στην κινηματογραφική τέχνη με τη «Μαγική πόλη», την πρώτη του ταινία. Ο Βασιλικός μαζί με τη σεναριογράφο Μαργαρίτα Λυμπεράκη ήταν ανάμεσα στους φίλους του Κούνδουρου που έκαναν μια άτυπη ψηφοφορία μεταξύ τους ώστε να του δώσουν το πράσινο φως για να κάνει σινεμά. Το 1956 ο Βασιλικός συμμετείχε στα γυρίσματα του «Δράκου». Σε ακόμη μια κάθοδό του από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, τότε που έτυχε να γυρίζει ο Κούνδουρος τη σημαντικότερη ταινία του, ο Βασιλικός, όπως και ο Μένης Κουμανταρέας, φαίνονται να χορεύουν μες στην ταβέρνα υπό τους ήχους του Μάνου Χατζιδάκι και του Βασίλη Τσιτσάνη, αλλά από τη… μέση και κάτω. «Μόνο τα πόδια μας φαίνονταν στη σκηνή του λαϊκού χορού» θυμόταν ο ίδιος, «εφόσον κάναμε τους κομπάρσους στην ταινία του φίλου μας». Το 1957, κατά την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας, μετά τη βασική εκπαίδευσή του στην Κόρινθο, ο Βασιλικός μετατέθηκε στην Αθήνα και ζήτησε από τον Κούνδουρο να τον φιλοξενήσει: «Τότε ο Νίκος γύριζε στη Μακεδονία τους “Παράνομους” και μου έδωσε ένα μικρό δωματιάκι στο πατρικό σπίτι του, Ηρακλείτου 7» θυμόταν ο συγγραφέας. «Γυρνώντας ο Νίκος από τη Μακεδονία έφερε ένα γαϊδουράκι και το εγκατέστησε μέσα στο σπίτι του, εκεί που έμενα εγώ. Το γαϊδουράκι αυτό συνήθιζε να τρώει τις κάλτσες μου, αλλά μόνο τη μία κάθε φορά! Μια μέρα τον έπιασα και του είπα: “Νίκο, τι θα γίνει με το γαϊδούρι σου; Ή αυτό θα μείνει ή εγώ”» είχε διηγηθεί με χιούμορ ο Βασιλικός. Η φιλία των δύο αντρών, που σηματοδότησε και την πρώτη επαγγελματική εμπειρία του Βασιλικού με το σενάριο, επισφραγίστηκε λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1962 με την ταινία «Μικρές Αφροδίτες». Είχε προηγηθεί η πρώτη εκδοχή του σεναρίου από τον σκηνοθέτη Κώστα Σφήκα, ο Κούνδουρος όμως ζήτησε από τον Βασιλικό να δώσει στο σενάριο την τελική του μορφή. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν, αλλά διακόπηκαν σύντομα λόγω έλλειψης χρημάτων. Κι εδώ ο Βασιλικός θυμήθηκε κάτι που είχε συμβεί: «Οταν την επόμενη χρονιά, το ’63, συνεχίσαμε τα γυρίσματα, το κοριτσάκι που έπαιζε είχε αναπτύξει στήθος και ο Νίκος δεν μπορούσε να το φιλμάρει από μπροστά. Ετσι, η ταινία ολοκληρώθηκε στη δεύτερη φάση της με το κοριτσάκι μόνο πλάτη στον φακό». Την ίδια περίοδο ένα ακόμη πρόβλημα προέκυψε όταν χάθηκε η αλεπού που επίσης έπαιζε στις «Μικρές Αφροδίτες» μαζί με τους δύο μικρούς πρωταγωνιστές: «Μου τηλεφώνησε έξαλλος μια μέρα ο Νίκος και μου είπε ότι έπρεπε να αλλάξω το σενάριο γιατί η αλεπού εξαφανίστηκε. Επρεπε δηλαδή να σκεφτώ ένα σεναριακό εύρημα που να δικαιολογεί την εξαφάνιση της αλεπούς, όπως και έγινε. Ηταν μάθημα μεγάλο για μένα η διαδικασία της γραφής ενός άλλου έργου, όπως είναι το σενάριο, συνυφασμένο απόλυτα με την πραγμάτωση μιας κινηματογραφικής ταινίας».
Η ιστορία του «Ζ»
Για το «Ζ» του Κώστα Γαβρά, που γυρίστηκε την περίοδο της δικτατορίας με τον Βασιλικό να κινείται εξόριστος μεταξύ Γαλλίας, Ιταλίας και Νέας Υόρκης, δεν ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία. Επρόκειτο για έργο που γράφτηκε το 1963, αμέσως μετά τα γεγονότα της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1966 σε συνέχειες στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά σε βιβλίο από τις εκδόσεις Θεμέλιο με τίτλο «Ζ – Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», ταυτόχρονα με τη δίκη των κατηγορουμένων για τη δολοφονία. Κι όταν η χούντα απαγόρευσε την κυκλοφορία του στην Ελλάδα από το 1967, το συγκεκριμένο βιβλίο μεταφράστηκε πρώτα στα γαλλικά από τον Πιέρ Κομπερούζ κι έπειτα σε άλλες 18 χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ενωση, η Αγγλία, ακόμη και η Ιαπωνία. Στο σημείο αυτό προστίθεται η μαρτυρία του σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, έτσι όπως την κατέγραψα από συνέντευξή μας τον Οκτώβριο του 2022: «Κάποια στιγμή που ξανάρθα στην Ελλάδα για να δω την οικογένεια ο αδερφός μου μου έδωσε το “Ζ”, το βιβλίο του Βασιλικού. “Διάβασέ το, είναι ωραίο βιβλίο” μου είπε, “μ’ αυτόν κάναμε μαζί φαντάροι”. Θυμάμαι ότι το διάβασα μια Παρασκευή μέχρι το Σάββατο, όντας πίσω στη Γαλλία, μέχρι που μου τηλεφωνεί στις έξι το πρωί ο Χόρχε Σεμπρούν, ο συγγραφέας, που κάναμε στενή παρέα, για να μου πει: “Είδες τι έγινε στην Ελλάδα; Κάνανε πραξικόπημα”. Δεν είχα ιδέα. Και εγεννήθη η χούντα! Βρεθήκαμε το ίδιο μεσημέρι με τον Ιβ Μοντάν και τη Σιμόν Σινιορέ και λέγαμε πώς να αντιδράσουμε, τι να κάνουμε. Αρχισαν να μαζεύονται υπογραφές και να οργανώνονται διαμαρτυρίες στην ελληνική πρεσβεία. Εμένα δεν μου πολυάρεσαν όλα αυτά, καθώς δεν έβλεπα να έχουν σπουδαίο μέλλον. Μια μέρα δίνω στον Σεμπρούν το βιβλίο του Βασιλικού και τον ρωτάω: “Ξέρεις την ιστορία του Λαμπράκη;” Μου απαντάει “Την ξέρω αρκετά καλά”. Πάνω εκεί του δήλωσα έτοιμος να το κάνω ταινία και τον ρώτησα ακόμη αν ήθελε να το δουλέψουμε μαζί. Ακολούθησε δείπνο με συζητήσεις και στο τέλος προσφέρθηκε να το κάνουμε μαζί. Να η δική μας αντίσταση». Το παράδοξο λοιπόν είναι πως ο Γαβράς, που μαζί με τον Βασίλη Βασιλικό και τον Μίκη Θεοδωράκη έγραψαν ιστορία καταθέτοντας ουσιαστικά από κοινού μια ταινία-αντιδικτατορική κραυγή, δεν είχε ενημερωθεί για τη γαλλική μετάφραση του «Ζ», αλλά το βιβλίο έφτασε στα χέρια του σχεδόν τυχαία στην ελληνική έκδοσή του και χωρίς τελικά ο Βασιλικός να έχει μεγάλη συμμετοχή στην οριστική σεναριακή βερσιόν. Στον Βασιλικό πάλι άρεσε που η διεθνής κριτική είχε αποθεώσει την ταινία: «Οταν είδα για πρώτη φορά το “Ζ” έτσι όπως το έφτιαξε ο Κώστας δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι είχα γράψει ένα θρίλερ χιτσκοκικών προδιαγραφών. Ο Ισπανός Σεμπρούν τού έδωσε τη μορφή ενός πολιτικού και ταυτόχρονα λαϊκού σεναρίου, συνδυάζοντας μια ταινία δράσης, ένα θέαμα δηλαδή το οποίο αποκαλούμε ιδεολογικό κινηματογράφο. Δεν ήταν και λίγο, ένα έργο που απασχόλησε την παγκόσμια κινηματογραφική κριτική και που πήγε στις Κάννες, να βασιζόταν σε δικό σου λογοτεχνικό έργο, το οποίο όταν το έγραφα δεν υπήρχε καμία προοπτική να μεταφερόταν στο σινεμά. Η συγκυρία τελικά και η τύχη έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου και την πορεία μου». Κι αυτά λόγια του Βασιλικού είναι από το 2009.
Η αγάπη του για την τηλεόραση
Μέσα στις πολλές δραστηριότητες του Βασίλη Βασιλικού ήταν και οι σπουδές του στη σκηνοθεσία τηλεόρασης στο Πανεπιστήμιο Γέιλ (Drama School – SRT) στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ. Οι σπουδές αυτές τού έδωσαν την ευκαιρία να εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτης σε ξένες παραγωγές, να οριστεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΕΡΤ (1981-84) αλλά και επιμελητής και εισηγητής σεναρίων για το ARTE τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του γερμανογαλλικού τηλεοπτικού σταθμού (1991-93). Εχω την αίσθηση πως ο Βασιλικός αγάπησε περισσότερο την τηλεόραση συγκριτικά με τον κινηματογράφο, μεταφέροντας όμως σ’ αυτήν τις επιρροές του από τη δημοσιογραφική και την κινηματογραφική τεχνική. Ας κάνουμε και μια ειδική μνεία στην προσωπική του εκπομπή για το βιβλίο με τίτλο «Αξιον εστί» που προβαλλόταν για πολλά χρόνια από τη δημόσια τηλεόραση και έδινε βήμα όχι μόνο σε καθιερωμένους συγγραφείς, της γενιάς του λόγου χάριν, αλλά και σε νεότερους ταλαντούχους λογοτέχνες.
Θα τον θυμόμαστε για πάντα ως καλλιτέχνη βαθιά αριστερό, που δεν έβλεπε την κοινωνία μόνο από απόσταση ασφαλείας. Το 2019 μάλιστα τέθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και κόσμησε με την παρουσία του την ελληνική Βουλή έως το 2023. Θα τον θυμόμαστε ακόμη αδύνατο, ευθυτενή, με το χαρακτηριστικό ραφινάτο καπέλο-σήμα κατατεθέν του. Και με εκείνο το «γο» αντί για «ρο» στον προφορικό του λόγο, που παρέπεμπε στον άλλο σπουδαίο επιστήθιο φίλο του, τον Μάνο Χατζιδάκι.