Μαρίνα: «Η ζωή μου όλη ήταν σαν το καρδιογράφημα»

Η θρυλική ποπ τραγουδίστρια των 70s επιστρέφει με νέο τραγούδι και αφηγείται τη ζωή της όλη σε μια σπάνια συνέντευξη

marina10

 

Σας συναντώ στην πλατεία Βικτορίας, για την οποία μου είπατε πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τι εννοείτε ακριβώς;

Στο μέρος που είναι τώρα ο ΟΤΕ, ήταν το μαιευτήριο Κυριακού, εκεί που γεννήθηκα, άρα μπορώ να λέω ότι είμαι γεννημένη στην πλατεία Βικτορίας. Πειραιώτισσα, βέβαια, απ’ όλο το σόι του μπαμπά μου και της μαμάς μου. Εδώ δηλαδή ήρθα μόνο για να γεννηθώ.

 
Πειραιώτης, λοιπόν, ο μπαμπάς Αδαμόπουλος.
 
Σπετσιώτης για την ακρίβεια. Η μαμά, Πειραιώτισσα απ’ την παλιά Κοκκινιά, αλλά και με ρίζες σ’ όλο τον Πειραιά. Θηβών και Άρτις ήταν το σπίτι του παππού μου, για τον οποίο ανακάλυψα αργότερα από τον Τάσο Σχορέλη πως είχε γραφτεί το ρεμπέτικο «Του Μαλικούτη τα νερά». Τα αδέρφια του παππού μου είχαν κτήματα στον Άι Γιάννη Ρέντη με στέρνες και πηγάδια. Ο παππούς μου, που είχε μαγαζί, μετέφερε το νερό με τα βυτία στον Πειραιά κι έτσι τον κάνανε τραγούδι. Εγώ ζω σήμερα στο Παλαιό Φάληρο, το μέρος που μετακομίσαμε με τους γονείς μου απ’ όταν ήμουν οχτώ ετών. Πήγα στο σχολείο που πήγαιναν τα παιδιά ναυτικών.
 
Και πως αφού είχατε πειραιώτικες λαϊκές καταβολές δεν στραφήκατε στο αμιγώς λαϊκό τραγούδι, αλλά στην ξενόφερτη ποπ;
 
Έλα ντε! Ο μπαμπάς μου ήταν πρώτος μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού. Ερχόταν και μας έφερνε στο σπίτι Βαφτιστικό, Γούναρη και όλες τις άριες της Μαρίας Κάλλας. Ναι μεν μεγάλωσα με δυτικότροπη μουσική, αλλά στην άλλη γωνιά του σπιτιού μου άκουγα «Μαντουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου» και «Στου γιαλού τα βοτσαλάκια κάθονται δυο καβουράκια».
 
Ήσασταν μοναχοκόρη;
 
Έχω μια αδερφή που μένει μόνιμα στην Αίγινα, έξι χρόνια μικρότερη μου. Μου διαμόρφωσε μουσικό γούστο, αφού το γούστο της ήταν καλύτερο απ’ το δικό μου. Εργαζόταν για χρόνια στο Pop Eleven των αδερφών Φαληρέα και αργότερα στην Polygram. Τα καλοκαίρια, λοιπόν, που πηγαίναμε στο εξοχικό μας στα βόρεια, θυμάμαι τον πατέρα μου να μου βάζει άριες της Κάλλας, του στυλ «Άκου την πως κρατάει την αναπνοή της» κλπ. Μιλάμε για πολύ αρχές του ’60, αφού εγώ τον μπαμπά μου τον έχασα το 1963, όταν ήμουν 16 ετών. Μετά αρρώστησε και η μητέρα μου, οπότε αναγκάστηκα να γίνω αρχηγός της οικογένειας. Επειδή, Αντώνη, σκεφτόμουν τι θα σου πω, δηλώνω πως η ζωή μου ήταν σαν το καρδιογράφημα, πάνω – κάτω, πάνω – κάτω. Ήμουν κρατημένη στις διαπροσωπικές σχέσεις μου, σοβαρή και όλοι νόμιζαν πως δεν έχω καμία ανασφάλεια. Το αντίθετο! Ήμουν τρομερά ανασφαλής και επαναστάτρια για το πλαίσιο της εποχής. Κάποια στιγμή, στα 30 μου, έγινα εθελόντρια στο Αναμορφωτήριο Θηλέων για οχτώ χρόνια. Λεγόταν Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων Θηλέων και βρισκόταν πίσω απ’ το Παναθηναϊκό.
 
Αυτή είναι μία δραστηριότητα που δεν θα τη φανταζόταν κανείς πάνω στο πικ της καριέρας σας.
 
Ακριβώς, γιατί αυτό δεν το έχω ξαναπεί ποτέ! Όταν ανεβαίναμε στο εξοχικό μας, περνάγαμε έξω απ’ τις φυλακές Αβέρωφ και μου έλεγε ο πατέρας μου πως πολλοί απ’ αυτούς έπρεπε να’ναι έξω και πολλοί από μας να’ ναι μέσα. Ήταν ένας απόλυτα δίκαιος άνθρωπος.
 
Αριστερής ιδεολογίας;
 
Ναι, θα έλεγα. Ενώ η μάνα μου ήταν σκληροπυρηνική δεξιά (γέλια).
 
Τα βρίσκανε, όμως.
 
Εκπληκτικά! Μου έμελλε και μένα να τραγουδήσω στις φυλακές Κορυδαλλού, Τρικάλων, Ναυπλίου και Ηρακλείου με δικά μου έξοδα, ορχήστρα, φώτα, μηχανήματα. Έχω κρατήσει ακόμη τα ευχαριστήρια γράμματα απ’ το Υπουργείο Δικαιοσύνης, έτσι και μπω φυλακή, θα έχω κάρτα μπιάνκα (γέλια)
 
 
Δεν υπηρετήσατε ποτέ το πολιτικό τραγούδι. Μήπως αυτή σας η κοινωνική θέση ήταν αντίβαρο στο ανάλαφρο ποπ ρεπερτόριο σας;
 
Όχι, δεν ήταν καθόλου αντίβαρο. Απλά και μόνο ήταν επιθυμία μου να έρθω σε επαφή ειδικότερα με την εφηβεία και με τα κορίτσια. Έχω παντρέψει αρκετά απ’ αυτά, βάφτισα τα παιδιά τους κι ακόμη τηλεφωνιόμαστε. Ήταν χαρά μου να τραγουδώ εκεί κι έπαιρνα μαζί μου κι άλλους συναδέλφους. Ήθελα να προσφέρω. Στο μόνο μέρος που δεν άντεξα, γιατί είδα και άκουσα τρομερές ιστορίες για τα παιδιά, ήταν στο Νταού Πεντέλης. Δυο φορές τραγούδησα και δεν ξαναπήγα, γιατί στενοχωρήθηκα πολύ.
 
Ισχύει ότι οι πρώτες σας καλές γνωριμίες στον χώρο ήταν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Ντέμης Ρούσσος;
 
Βέβαια, ανήκα στις γκρούπις! Τότε μέναμε στην 3ης Σεπτεμβρίου με τη μαμά μου και κάναμε παρέα με τα παιδιά στου Φλόκα και στη Φωκίωνος. Ως μαθήτρια ακόμη, γνώρισα τον Βαγγέλη και ειδικότερα τον Ντέμη. Στην παρέα ήταν και η Λήδα Χαλκιαδάκη, η κόρη της Δανάης, ο Σουγιούλ, ο Καρακαντάς, ο Σαλιάρης, όλα τα παιδιά. Εγώ ντυνόμουν μονίμως στα μαύρα μετά το θάνατο του μπαμπά μου και δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου. Χωρίς να μιλάω, μόνο με τα μάτια που με έκαναν να φαίνομαι πολύ αυστηρή. Θυμάμαι που με είχε πάρει ο Κατσαρός στη «Νεράιδα» για οχτώ χρόνια και όλοι έλεγαν πως θα βάλω τα κλάματα, αν ακούσω καμιά κουβέντα παραπάνω. Έχω τελειώσει το σχολείο, λοιπόν, πάμε με τα παιδιά στα «Αστέρια» της Γλυφάδας κι εκεί ερωτεύομαι έναν Ιταλό σαξοφωνίστα. Ο πρώτος μου έρωτας! Φεύγει ο Ιταλός και που να έρχονταν τα γράμματα του; Στο σπίτι με την πολύ αυστηρή μαμά; Με τίποτα! Ο Ντέμης έμενε κοντά, στην Τήνου, και πήγαιναν σ’ αυτόν τα γράμματα του Ιταλού. Θεός σχωρέσ’ τη μαμά του, την κυρία Όλγα, πήγαινα στο σπίτι τους πρωί – πρωί και ξύπναγα τον Ντέμη με μαξιλαριές για να πάρω τα γράμματα του Αλμπέρτο. «Ήρθε στις πέντε το πρωί απ’ τη δουλειά, Μαρινάκι μου» μου έλεγε η κυρία Όλγα, «Τα γράμματα μου» φώναζα εγώ (γέλια). Έτσι κολλήσαμε πάρα πολύ με τον Ντέμη, αλλά και με τον Βαγγέλη. Είχε τύχει να’ναι κολλητή μου η Βίλμα, η πρώτη κοπέλα του Βαγγέλη.
 
Την ίδια περίοδο αρχίσατε να εμφανίζεστε στα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού.
 
Το φοβερό είναι πως όταν τα παιδιά ως Aphrodite’ s Child έφυγαν για Γαλλία, εγώ είχα πάει να τραγουδήσω στο φεστιβάλ Βαρκελώνης μαζί με την Αλεξοπούλου, τον Πετρόπουλο και τον Πάντα. Μας είχε πάει ο Τάκης ο Καμπάς, που δεν αναφέρεται κανείς σ’ αυτόν. Ήταν πολύ σημαντικός άνθρωπος, έπαιρνε τραγουδιστές απ’ τη δεκαετία του 1950 και τους έστελνε στο εξωτερικό. Εμένα ως νέα τραγουδίστρια με είχε πάει Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ιαπωνία στο Τόκιο και στη Λιουμπλιάνα της Κροατίας. Στη δε Βουλγαρία είχα πάρει το πρώτο βραβείο και δεν είπα τίποτα σε κανέναν, παρόλο που είχα φίλους πολλούς δημοσιογράφους.
 
 
Τρέξαμε πολύ, όμως, μιλάγαμε για πριν γίνετε τραγουδίστρια.
Σωστό κι αυτό. Οικογενειακός μας φίλος ήταν ο Μίμης Πλέσσας και με το που τελειώνω το σχολείο, μου προτείνει να γραφτώ στην Ένωση Μουσικοσυνθετών Ελλάδος στη Σόλωνος. Παράλληλα, για να έχω την οικονομική μου ανεξαρτησία, μάθαινα δακτυλογράφος. Στην Ε.ΜΣ.Ε. δεν πλήρωνα δίδακτρα και έτυχε να βγούμε πνευματικά αδέρφια με τη δασκάλα μου στη φωνητική, η νονά μου δηλαδή είχε βαφτίσει κι εκείνη. Κάποια στιγμή με ενημερώνει ο Πλέσσας πως ο Λούκας με τη μεγάλη ορχήστρα του ψάχνει τραγουδίστρια, γιατί η Νέλλη Μάνου παντρεύεται τον Στέα και θα σταματήσει. Δεκέμβρης ήταν και πάω στον Λούκας στη Γλυφάδα να μ’ ακούσει. Εγώ τότε άκουγα πολύ το λάτιν και τις μπόσα νόβες της εποχής. Με ρωτάω ο μαέστρος «Τι θα πεις;» και του λέω το «Girl from Ipanema», Antonio Carlos Jobim. «Που το ξέρεις, μικρή, αυτό το κομμάτι;» μου κάνει, αλλά αρχίζει να το παίζει, το έσκισα εγώ και κλείσαμε δουλειά. Παίζαμε στο «King Minos» στην Ομόνοια, ημιόροφος. Δούλευα απ’ τις 10 το βράδυ ως τις 4 το πρωί και το πρωί έπρεπε να είμαι στο γραφείο. Χωρίς μαθήματα φωνητικής, χωρίς τίποτα.
 
Κάθε μέρα αυτό;
 
Κάθε μέρα! Κοιμόμουν στον καναπέ του γραφείου. Με την ορχήστρα του Λούκας πήγαμε αργότερα στο Λαγονήσι και στη Θεσσαλονίκη, ώσπου με κάλεσε ο Γκασπάρ να δουλέψω στο «Πάιπερ», ένα απ’ τα μεγαλύτερα μαγαζιά της Αθήνας. Εκεί βρήκα μπροστά μου τον Ντέμη Ρούσσο με την ορχήστρα του Γιώργου Χατζηνάσιου, την Καρολίνα Μπλάκι και τον Τζόε Μισά. Ο Μισά ήταν ξάδερφος του Ντέμη και τραγουδούσε στους Idols, ενώ σήμερα ζει στη Νέα Ζηλανδία. Όλα αυτά γίνονται πριν τη χούντα, γύρω στο 1965 – 66, που ήμουν μπέμπα. Με θυμάμαι να τραγουδάω πλάτη στο κοινό και να μου λέει ο Χατζηνάσιος: «Να σου πω, κοριτσάκι μου, δεν πας να κάνεις καμιά άλλη δουλειά που γυρνάς την πλάτη στον κόσμο;» Μετά το «Πάιπερ» με πήρε ο Κατσαρός στη «Νεράιδα».
 
Πάντως, μπήκατε κατευθείαν στο λεγόμενο μοντέρνο τραγούδι και δεν περάσατε από το πιο μπαλαντοειδές νέο κύμα.
 
Ο Νίκος Μαστοράκης τότε μαζί με τον αδερφό του Βαγγέλη Παπαθανασίου είχαν κάνει μία εταιρεία, η οποία υποτίθεται ότι θα μανατζάριζε εμένα, τον Δάκη κλπ. Έτσι ο Μαστοράκης μου πρότεινε να πάω από τη Music-Box, που έκαναν όλο μεταγλωττίσεις από ξένα τραγούδια. Δεν ήθελα, προτιμούσα τα καινούργια τραγούδια. Επειδή στη μόδα ήταν η Νέλλη Μάνου και η Τζένη Βάνου, ο Νίκος ήθελε να με βαφτίσει Μαρίνα Ντάμου απ’ το πατρώνυμο μου, το Αδαμοπούλου. Προτίμησα σκέτο το «Μαρίνα», που ποτέ δεν το είδα σαν περιορισμό, αλλά σαν trademark. Στη «Νεράιδα», εν τω μεταξύ, ήρθε και με βρήκε ένας Λιβανέζος, ο Σαχινιάν, που ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα. Πήγαμε στη Λίνδο με τον Γιάννη Καλαντζή και τη Μίλλη. Είπα στον Σαχινιάν – στα αγγλικά μιλούσαμε – ότι δεν μ’ αρέσει στην Music-Box κι αυτός με έστειλε στον Αλέκο Πατσιφά της ΛΥΡΑ. Τώρα είμαστε στα 1968 – 69.
 
Δεν σας ζήτησε να κόψετε τα μαλλιά ο Πατσιφάς;
 
Ευχαριστώ πολύ, Μαρίνα! (γέλια) Ο Πατσιφάς ήταν καπετάνιος στην προηγούμενη δουλειά του, αλλά ανήκε στον κύκλο των διανοουμένων, του Καρύδη, του Ελύτη, του Γκάτσου. Ο Καρύδης, στον οποίο δούλευε η αδερφή μου, εμένα με λάτρευε. Πάω, λοιπόν, και μου λέει «πρέπει να κόψουμε τα μαλλιά»! «Ούτε για αστείο. Φεύγω τώρα» του απαντάω! Τότε είχα ένα συνήθειο, να πιπιλάω το δάχτυλο μου. Το σταμάτησα όταν γέννησα τον γιο μου, το 1984, στα 36 μου. Καθόμουν σε μια γωνιά κι έκλαιγα, αλλά ο Πατσιφάς ήταν προστατευτικός γιατί ήξερε και τη μάνα μου. Μια και δυο, με παίρνει μια μέρα και πάμε μαζί απ’ το σπίτι του Μαμαγκάκη. Όταν φύγαμε, μου λέει ο Πατσιφάς «Θα ξανάρθεις να κάνεις πρόβα» και του απαντάω «Όχι, δεν θα ξαναπάω». Βέβαια, ο Πατσιφάς απ’ την ομιλία μου και μόνο ήξερε το τίμπρο της φωνής μου, αλλά συν τοις άλλοις ήμουν κι η πιο φτηνή τραγουδίστρια στο στούντιο. Ξεμπέρδευα γρήγορα, τα έλεγα μια κι έξω τα τραγούδια μαζί με την ορχήστρα. Έτσι, ο Πατσιφάς αποφάσισε να με στείλει στον Γιώργο Μητσάκη, τον οποίο δεν γνώριζα.
 
Παράξενο αυτό, αφού είχατε μια σχέση και με το λαϊκό τραγούδι.
 
Ναι, δεν τον είχα ξανακούσει όμως τον Μητσάκη. Δεν είχα εντρυφήσει. Πάω σε μια μπουάτ της Πλάκας και βλέπω έναν κύριο με κοστούμι, άρχοντας! «Μαρίνα μου, ο κύριος Πατσιφάς μου είπε τα καλύτερα», αλλά εγώ είχα φρικάρει με τα λαϊκά εκεί μέσα. «Ναι, κύριε Μητσάκη, μόνο που εγώ ακούω άλλη μουσική» του απαντάω κι αλήθεια έλεγα, αφού τότε άκουγα Beatles κι από ελληνικά, Γιώργο Ρωμανό και Αλέξη Παπαδημητρίου. «Καλά, κορίτσι μου, ότι θέλεις» μου κάνει ο Μητσάκης ευγενέστατα και ξαναπάω στον Πατσιφά. «Τι θα κάνω εγώ με σένα;» λέει ο Πατσιφάς κι εκεί του ρίχνω το όνομα Αλέξης Παπαδημητρίου, που ήταν πολύ φίλος μου. «Ποιος ειν’ αυτός;» πετάγεται ο Πατσιφάς! Λίγες μέρες μετά, μου έστειλε ένα γράμμα, στο οποίο έγραφε: «Αγαπητή Μαρίνα, δεν μπορώ να αντέξω πλέον τις αντιρρήσεις σου και, εν πάση περιπτώσει, φέρε μου αυτόν τον Παπαδημητρίου να κάνουμε ένα δίσκο». Έτσι βγήκε το πρώτο μου 45άρι που σαν flip side είχε ένα άλλο κομμάτι του Σταμάτη Σπανουδάκη. Ήταν η αρχή μου, γιατί αμέσως μετά συναντήθηκα με τον Γιώργο Ρωμανό και τον Δημήτρη Ιατρόπουλο. Μου έδωσαν δύο πρώτα τραγούδια, στα οποία ο Ιατρόπουλος είχε εμπνευστεί στιχουργικά απ’ τον «Μικρό πρίγκιπα» του Εξιπερί. Την ίδια περίοδο, το 1969, γνώρισα τον Νίκο, τον άνδρα μου, που ήταν αρχιτέκτων – διακοσμητής. Παντρευτήκαμε το 1975.
 
 
Γιατί, όμως, μείνατε στα 45άρια και δεν κάνατε κανένα μεγάλο δίσκο;
 
Δεν έκανα. Ο Πατσιφάς δεν μου έκανε κανένα ολόκληρο άλμπουμ. «Τι θα γίνει;» μου έλεγε ο άντρας μου, «όλοι κάνουν μεγάλους δίσκους, εσύ γιατί όχι;» Αυτή ήταν η αιτία που έφυγα απ’ τη ΛΥΡΑ.
 
Άρα ο σύζυγος σας είχε μεγάλο λόγο στην καριέρα σας.
 
Μεγάλο λόγο, όχι, με συμβούλευε όμως και με θαύμαζε. Δεν είχε σχέση με το μουσικό χώρο, αλλά ήταν ανιψιός του Μέμου Μακρή, του γλύπτη. Ήταν από καλλιτεχνική οικογένεια, πολύ σκεπτόμενο και διαβασμένο άτομο. Είχα μωρό το παιδί μας και του διάβαζε Καβάφη. Ουδεμία σχέση με μένα που είμαι ταρατατζούμ ή νομίζουν πως είμαι.
 
Κι από τη ΛΥΡΑ βρίσκεστε στην Polygram.
 
Ακριβώς. Είχα παραγωγό τον Κώστα Φασόλα, έπαιρνα τα ξένα 45άρια και τα άκουγα. Εκεί που δεν ήθελα να πω ξένα τραγούδια με ελληνικά λόγια, το έκανα τελικά. Ο Φασόλας μου πρότεινε να πω στα ελληνικά το «When I’ m a kid» του Ντέμη Ρούσσου. Προέκυψε το «Νά’μουν αητός να πέταγα», τεράστια επιτυχία, που όμως ο Ντέμης δεν το άκουσε ποτέ από μένα. Λίγο πριν τον χάσουμε, συναντιόμασταν στο σπίτι του στη Βούλα, πίναμε τα ουισκάκια μας και μου έλεγε «Θα μου πεις τώρα πως το έκανες το ”When I’ m a kid”;». Του έλεγα «Άσε μας τώρα, βρε Ντέμη» και του το κορόιδευα, αυτός όμως έλεγε «Κοίτα να δεις που εσύ έκανες ένα δικό μου τραγούδι μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα»! Σαν ήχος δεν διέφερε από τα τραγούδια που είχαμε κάνει με τον Ρωμανό στην ετικέτα Zodiac της ΛΥΡΑ.
 
Στα αλήθεια, είχατε επίγνωση ότι με τον Ρωμανό δεν τραγουδήσατε ποπ, αλλά τραγούδια ψυχεδελικού ροκ;
 
Φυσικά, αυτό ήθελα! Η ηλεκτρική κιθάρα του Καρακαντά συνέβαλε σ’ αυτόν τον ψυχεδελικό ήχο. Θυμάμαι που πηγαίναμε με τον Ρωμανό να γράψουμε στο στούντιο της Κολούμπια και σταμάτησε σ’ ένα μίνι μάρκετ για ν’ αγοράσει καραμούζες και σφυρίχτρες. Τα ήθελε για τον ψυχεδελικό ήχο και την ενορχήστρωση των τραγουδιών μας. Κάποτε τραγουδούσαμε στα «Ταβάνια» στην Πλάκα κι είχε έρθει να μας ακούσει ο Σαββόπουλος, ο οποίος κάθισε στο πατάρι κιόλας. Ο Γιώργος είχε θέμα με τα μακριά ξανθά μαλλιά του, τα ήθελε πάντα στημένα για το κοινό. Έπιανε την κιθάρα, έριχνε τα μαλλιά και καθόταν ακίνητος, σαν να μην είχε επαφή με τον κόσμο. Ποτέ δεν του το είπα, βέβαια, γιατί τον σεβόμουν πολύ, αλλά πιστεύω, με την απόσταση τόσων χρόνων, πως δεν διεκδίκησε τη θέση που του αναλογούσε στο ελληνικό τραγούδι. Με τον Ρωμανό έπαψα να’μαι μια συμβατική μοντέρνα τραγουδίστρια. Θαύμαζα πολύ και τους Πελόμα Μποκιού, γιατί ο Βλάσσης Μπονάτσος ήταν ξάδερφός μου απ’ την πλευρά της μαμάς μου. Άκουγα ακόμη τον Σαββόπουλο με τα Μπουρμπούλια, τον Πουλικάκο με τον Εξαδάχτυλο, ήμουν φίλη με πολλά απ’ τα παιδιά αυτά. Η Δέσποινα Γλέζου, π.χ., ήταν και είναι σαν αδερφή μου. Παρόλα αυτά ντρεπόμουν να τους έλεγα, στο «Ελατήριο» ή στο «Ροντέο» που πήγαινα και τους έβλεπα, ότι είμαι κι εγώ μια ροκ τραγουδίστρια.
 
 
Αυτό φανερώνει πως δεν είχατε απόλυτη καλλιτεχνική ταυτότητα.
 
Ισχύει. Έκανα μόνο αυτό που ήθελα κάθε φορά.
 
Πιστεύετε ότι σας αδικεί ο χαρακτηρισμός «η ποπ Μαρίνα» που σας ακολουθεί μέχρι σήμερα;
 
Ίσως, αφού εγώ δεν τοποθετούμαι, δε λέω τίποτα για τον εαυτό μου.
 
Το «ποπ» εμπεριέχει το εφήμερο;
 
Όχι, δεν δίνω καμία ερμηνεία. Εντάξει, είπα κάποια ποπ τραγούδια, αλλά είναι κρίμα που δεν δισκογραφήθηκε το «Απορώ» με την ερμηνεία μου, γιατί δούλεψα και με τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Είχαν έρθει να με δουν στις «Αμπάρες» η Μαλβίνα Κάραλη, η Σεμίνα Διγενή, ο Γιομπαζολιάς, η Τάνια Τσανακλίδου και μου λένε «Μα καλά, εσύ με τον Χριστοδουλόπουλο;» Έλα όμως που εγώ θεωρούσα τον Μάκη σαν να τραγουδούσαν οχτώ ψαλτάδες μαζί! Όταν μου πρότεινε ο Μάκης να με πάρει μαζί του, αμέσως μετά τον Γιώργο Μαρίνο, έβαλα όρο να βγαίνω και να του κάνω δεύτερες στο λαϊκό μέρος. Έμαθα όλο το ρεπερτόριο του, εννοείται, και την ώρα που έβγαινα μαζί του κι έλεγα το «Απορώ», με πιάνανε τα κλάματα. Απ’ όλα αυτά γίνεται κατανοητό πως εγώ είμαι σαν τα σκυλιά, θέλω να’μαι κάθε φορά στον χώρο που αγαπώ. Αν ζούσε ο μπαμπάς μου είναι σίγουρο πως θα’χα πάρει το δρόμο της κλασικής μουσικής. Εγώ και μια ξαδέρφη μου, που είχε τελειώσει στου Κουν, ήμασταν τα μαύρα πρόβατα της οικογένειας.
 
Υπήρξατε κι ένα πολύ ωραίο κορίτσι. Αυτό έπαιξε ρόλο στην καριέρα σας;
 
Νομίζω πως μεγαλύτερο ρόλο έπαιξε αυτό που είχα πει στον Φασόλα όταν έγινε μεγάλη επιτυχία το «Νά’μουν αητός να πέταγα»: «Αν με δεις να καβαλήσω καλάμι, θα με στήσεις σε μία γωνία και θα μ’ αρχίσεις στις σφαλιάρες». Ευτυχώς για μένα, αλλά και δυστυχώς, έπαθα μόλυνση στο πρόσωπο μου. Από ακμή μού γύρισε σε σταφυλόκοκκο και τα δυο μου μάγουλα είχαν γίνει μία πληγή, όπου αναγκαζόμουν να ρίχνω τα μαλλιά μου μες τα μούτρα. Αυτό κράτησε τρία – τέσσερα χρόνια πάνω στο αποκορύφωμα της καριέρας μου. Γυρίζαμε, θυμάμαι, ένα φιλμάκι με τον Μαστοράκη και έβαζε τον βοηθό του να κρατάει μια νάιλον κάλτσα μπροστά στο φακό για να μη φαίνεται που χαμογελούσα και το δέρμα σκιζόταν. Έτρεχε αίμα και πύον, υπέφερα. Πως να είχα έτσι την επίγνωση ότι άρεσα σαν θηλυκό;
 
Είχατε καθιερώσει κι ένα στυλ, όμως.
 
Με το μίνι, ναι, αλλά τακούνια και μπότες δεν φόρεσα πολύ. Τα μίνι τα πρωτοέφερε η Βίλμα από το Λονδίνο, η κοπέλα του Παπαθανασίου. Ήταν κοκκινομάλλα αυτή και είχε φορέσει ένα παπαγαλί μίνι, ενώ σε μένα είχε φέρει ένα μαύρο. Κατεβήκαμε στην Ερμού και κόντευαν να μας σκίσουν οι γυναίκες (γέλια). Ήμουν πολύ συγκρατημένη, με φορούσε το μίνι, δεν το φορούσα. Μια φορά με έπεισε η Ευσταθία Ναυπλιώτου να φωτογραφηθώ για το «Φαντάζιο» με μια τουαλέτα έξω όλη η πλάτη. Της λέω, όταν το είδα: «Τι ειν’ αυτό, Ευσταθία;» και μου κάνει: «Μη μιλάς καθόλου, θα σκίσει αυτή η φωτογράφηση». 
 
Άρα γίνατε sex symbol ερήμην σας, μου λέτε.
 
Και χωρίς να παίρνω κανέναν τηλέφωνο! Ήξερα όλους τους μεγαλοδημοσιογράφους και μου έλεγε ο άντρας μου: «Νοιάζεσαι για όλο τον κόσμο, εκτός από μας». Του εξηγούσα, όμως, πως για το σπίτι μας, για εκείνον, ήμουν δεδομένη.
 
Σας ικανοποιεί που η μορφή σας διασώθηκε σε παλιές ελληνικές ταινίες να τραγουδάτε και να χορεύετε;
 
Σε τέσσερις – πέντε ταινίες εμφανίστηκα κι ευγνωμονώ γι’ αυτό τον Γιώργο Κατσαρό και τον Πυθαγόρα, άλλο λατρεμένο φίλο μου! Ακόμη με βλέπει η νεολαία και δεν μπορώ να μην τους ευγνωμονώ. Εννοώ ότι η νεολαία βλέπει αυτό το σέξι κορίτσι, που ναι μεν αλλά…
 
Τι εννοείτε;
 
Το σέξι κορίτσι που ήταν τούβλο! Ξέρετε τι θα πει τούβλο; (γέλια) Τραγούδησα και το «Κάλη- κάλη-κάλη-καλησπέρα» σε στίχους του Αλέκου Σακελλάριου για μία ταινία με τη Βλαχοπούλου.
 
Κοινότοπη η επόμενη ερώτηση, αλλά θέλω να μου απαντήσετε με βάθος: Τι αισθάνεστε σήμερα που βλέπετε τον εαυτό σας στην οθόνη;
 
(σκέφτεται) «Ήσουνα καλή, κοριτσάκι μου»…Έτσι λέω μέσα μου. Δεν ήμουν συνειδητοποιημένη…Με βλέπω με μία συμπάθεια ύστερα από τόσα χρόνια.
 
Το 1975 συμμετείχατε στη ροκ όπερα «Τρωικός Πόλεμος».
 
Ναι, του Κοζάτσα και του Πετρίτση. Έκανα την Ανδρομάχη. Μετά από χρόνια μού είπε ο Κοζάτσας ότι το δικό μου κομμάτι το έβαλε ο Πετρίτσης σε ένα θείο του μουσικολόγο στην Ελβετία, ο οποίος του τηλεφώνησε και του είπε: «Μπράβο στη Μαρίνα». Ήταν βασισμένο στην παμπάλαια σπουδή για κλασική κιθάρα του Φερνάντο Σορ το τραγούδι μου. Το έργο ήταν ροκ στο σύνολο του, επηρεασμένο σαφώς από τον Άντριου Λόιντ Βέμπερ με το «Jesus Christ Superstar». Εκείνη τη χρονιά, το ’75, πήγα στη «Μέδουσα» με τον Μαρίνο.
 
 
Θέλω να πάμε τώρα και στον Γιώργο Μαρίνο. Κάποτε η μαρκίζα στη «Μέδουσα» έγραφε «Τραγουδούν ο Μαρίνος κι η Μαρίνα».
 
Ο Μαρίνος με πάντρεψε κιόλας. Τον έχω χάσει και θέλω να’ναι καλά, αλλά ξέρω πως δεν θέλει να δει κανέναν. Η παιδική μου φίλη η Βεατρίκη Δαλαμάγκα, που πέθανε νεότατη και που μου’χε γράψει τους στίχους στο «Νά’μουν αητός», με ειδοποιεί πως η Κατιάνα Μπαλανίκα φεύγει απ’ το σχήμα του Μαρίνου κι αυτός είναι πανικοβλημένος. Στο μεταξύ, είχα πετύχει τον Γιώργο στο Καλλιμάρμαρο σε άσχετη φάση και του είχα πει: «Πολύ θέλω να τραγουδήσω μαζί σου, αλλά μη με βάλεις να κάνω αυτά τα σέξι που κάνει η Κατιάνα». Με τα πολλά, παίρνω τον άντρα μου και πάμε στον Μαρίνο, που του είχε μιλήσει κι η Βεατρίκη. Πρώτη είχε περάσει η Μαριάννα Τόλη, που την αγαπούσα πολύ, αλλά δεν τα βρήκαν στα οικονομικά με τον ιδιοκτήτη της «Μέδουσας». Όταν έφτασε η σειρά μου να μιλήσω για οικονομικά, τους είπα πως δεν μπορώ να το κάνω. Ένιωθα ότι εκπορνεύομαι. Πήγε τελικά ο άντρας μου να μιλήσει γι’ αυτό κι όταν μου ανακοίνωσε το ποσό, με κοίταξε με νόημα επειδή ήταν πολύ λίγα τα λεφτά. Τότε τα φορέματα κόστιζαν 30.000 δραχμές το ένα και μένα μου δίνανε χίλιες δραχμές την ημέρα. Ο δε Μαρίνος απ’ την άλλη ήθελε να’χω εφτά-οχτώ φουστάνια για να διάλεγε τα τρία. Εκεί πάνω με ρωτάει ο Νίκος: «Συμφωνείς;» και του απαντώ: «Απόλυτα! Εγώ θέλω να’μαι με τον Γιώργο». Μείναμε μαζί με τον Μαρίνο τρία χρόνια.
 
Που τα θυμάστε σαν ότι καλύτερο σας έτυχε;
 
Μεγάλο σχολείο ο Γιώργος! Ένιωσα πάλι μεγάλη αγάπη και προστασία. Μη νομίζεις ότι γνώρισα τον Χατζιδάκι μέσω του Γιώργου, που ήταν φίλοι. Θυμάμαι μόνο τον Πατσιφά να με βάζει να ηχογραφώ σε 45άρι το «Δεν ήταν νησί» και το «Στην ποταμιά σωπαίνει το κανόνι» του Χατζιδάκι, όσο αυτός ήταν στην Αμερική. Η φωνή μου, βέβαια, δεν του έκανε του Χατζιδάκι, παρόλο που ο Πατσιφάς προσπάθησε να μ’ επιβάλλει. Τέλος πάντων, όταν ο Μαρίνος με πάντρευε, εγώ έκλαιγα γιατί σκεφτόμουν τον πατέρα μου και μου έλεγε «Μην κλάψεις, θα χαλάσει το μακιγιάζ». Στην πορεία, ο Γιώργος βάφτισε και τον μοναχογιό μου.
 
Ισχύει ότι μετά το γάμο σας παρατήσατε ουσιαστικά τον κόσμο του θεάματος;
 
Τα παράτησα ουσιαστικά τη χρονιά που πέθανε ο Στράτος Διονυσίου. Ήμουν σ’ ένα σχήμα σε λαϊκό κέντρο που με είχε στείλει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ήμασταν δύο λαϊκοί τραγουδιστές και δύο γυναίκες. Λέγαμε ένα ποτ-πουρί του Καλδάρα, ο leader όμως τραγουδιστής με ειρωνεύτηκε σε κάποιον απ’ το κοινό, επειδή τάχα μου εγώ η μοντέρνα έλεγα λαϊκά τραγούδια. Κατεβάζω το μικρόφωνο και του κάνω με τα χείλη μου: «Πρόσεχε»! Δεν κοιμήθηκα όλο τον Ιανουάριο. Έχοντας καλομάθει να μ’ αγαπούν και να με στηρίζουν, είπα πως άμα δεν σε σέβεται ο συνάδελφος, εκεί αρχίζει η ντεκαντάνς. Έτσι μπήκα στο γραφείο του άντρα μου και του πεθερού μου κι έκανα στο ΣΕΦ την έκθεση «Music Vision Media» που ήταν και δική μου ιδέα.
 
Έχοντας κλείσει 25 χρόνια στο χώρο του τραγουδιού.
 
Ναι, ήρθε η στιγμή που τους είπα «Γεια σας, φιλάκια». Που και που τραγουδούσα, βέβαια.
 
 
Δεν σας έριξε ψυχολογικά όλο αυτό;
 
Με έτρωγε…Ασχολήθηκα όμως με το μάρκετινγκ και τις πωλήσεις, που τα κατάφερνα πολύ καλά. Ούτε και τον άντρα μου τον ενοχλούσε, από τη στιγμή που έκανα κάτι άλλο και είχα επιτυχία. Σκεφτείτε ότι ο πεθερός μου, ο Μακρής, ο αδερφός του γλύπτη Μέμου, ήταν ο εμπνευστής των «Ποσειδωνίων». Στο μεταξύ, είχαμε και το μεγάλωμα του παιδιού μας, που ευτυχώς πήρε τον χαρακτήρα του μπαμπά του.
 
Και να που σήμερα επιχειρείτε την επάνοδο στα μουσικά πράγματα με ένα νέο τραγούδι.
 
Μέσω facebook, γνώρισα τον κιθαρίστα και συνθέτη Δημήτρη Λιόλιο κι έπαθα ψυχικό τραλαλά. Όταν πέθανε ο Νίκος πριν από μια οχταετία, εγώ δεν ήμουν απλά κλεισμένη στο σπίτι, αλλά στο δωμάτιο μας. Ακόμη κρατάει το πένθος μου. Τότε, όμως, δεν έκανα τίποτα άλλο απ’ το να βλέπω τηλεόραση και να δέχομαι τις επισκέψεις των φιλενάδων μου. Μου είπαν κάποια στιγμή τα ξαδέρφια μου να πάω απ’ τον Πόρο, αλλά εκεί πάλι είχε τη βάρκα του ο άντρας μου, που την είχε ονομάσει «Μαρίνα». Την έβλεπα απ’ το παράθυρο μου και πέρασα δύο ολόκληρα καλοκαίρια, κλαίγοντας…Να μην τα πολυλογώ, έκανα τρεις εγχειρήσεις αμέσως μετά, γιατί η θλίψη του πένθους – ξέρετε – βγαίνει καμιά φορά σε ψυχοσωματικά. Όλα αντιμετωπίσιμα, ευτυχώς, παρόλο που πονάω κάποιες στιγμές. Μου έλειπε όμως το τραγούδι, ήθελα να ξαναβρώ την επαφή με τον κόσμο.
 
Ενδεχομένως με τη γνωριμία σας με τον Λιόλιο να έκλεισε και ο κύκλος του μεγάλου πένθους.
 
Είναι αλήθεια αυτό. Το τραγούδι μας είναι μια θλιμμένη μπαλάντα, που έκλαψα την ώρα που τραγουδούσα στο στούντιο. Κι αυτό το’πα α λα παλαιά, μια κι έξω. Εκεί είπα: «Κοριτσάκι μου, τώρα που δεν σε νοιάζει το μεροκάματο, εκφράσου όπως αισθάνεσαι και ξαναβρές την επαφή σου με τους ανθρώπους». Πιστεύω πως έχει να κάνει και με το ψάξιμο στην ερμηνεία που με κυνηγούσε ακόμη κι όταν είχα ήδη γίνει γνωστή.
 
Εγώ λέω σ’ αυτό το σημείο πως βοήθησαν και οι σπουδές σας στη δραματική σχολή.
 
Σ’ αυτές τις σπουδές με προέτρεψαν ο Γιώργος Μαρίνος και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Πήγα στη σχολή του Θεοδοσιάδη, μεγάλη, όπου εκεί είπα το μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι. Τι εννοώ; Μου έκανε πρόταση ο Κώστας Πρέκας και τον ακολούθησα στο θέατρο στο Παγκράτι με εναλλασσόμενο ρεπερτόριο. Ταυτόχρονα τραγουδούσα στη «Νεράιδα» με τον Γιώργο Μαρίνο και τον Κώστα Τουρνά. Ήρθαν και με βρήκαν να μου πουν πως με ζητάει ο Γονής ο μαγαζάτορας για ένα σχήμα στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Σταμάτη Κόκοτα που θα μου δίνανε 17.000 δραχμές την ημέρα. Αρνήθηκα, γιατί είχα δώσει το λόγο μου στον Πρέκα με 1.500 δραχμές το μήνα. Εκεί, θυμάμαι, παρενέβη ο Μαρίνος. Μας πήρε και πήγαμε νύχτα στη Βουλιαγμένη με τις καρέκλες ανάποδα και μου κάνει «Δεν έχω δει μεγαλύτερο ζώον από σένα»! Ήταν η χρονιά που οι πρώτες γίνονταν δεύτερες, οι δεύτερες και οι τρίτες γίνονταν πρώτες κ.ο.κ. Στη θέση μου, έτσι, πήγε η Τάνια Τσανακλίδου, την οποία αμέσως μετά ο Γονής κατέβασε στην Αθήνα, στα «Δειλινά». Την Τάνια δεν την αγαπώ απλά, τη θαυμάζω, γιατί είναι μάγκας. Φωτιά και λαύρα είναι, δεν καταλαβαίνει τίποτα η Τάνια κι εγώ μπροστά της είμαι μυρμήγκι. Ξέρετε τι κρατάω απ’ την εμπειρία του θεάτρου; Το ότι ήρθαν και με είδαν ο Πατσιφάς, ο Μέμος Μακρής, φίλοι ηθοποιοί του Εθνικού, αλλά και ο Μαργαρίτης από τα «Νέα», που την επόμενη έγραψε: «Η ερμηνεία της κυρίας Μαρίνας Μακρή στο έργο της Λιλής Ιακωβίδη ήταν συγκλονιστική»!
 
 
Κάνατε κι ένα πέρασμα απ’ τη «Λάμψη» του Φώσκολου, αν τα λέω καλά.
 
Και όχι μόνο. Ο Μόρτζος, που είναι φιλαράκι μου, με έβαλε κι έπαιξα στον «Χατζημανουήλ» του Σμαραγδή. Προτιμούσα, βέβαια, το τραγούδι, γιατί στο θέατρο και στα γυρίσματα, εξαρτάσαι απ’ τον άλλον, τον συνάδελφο. Ευτυχώς που είναι πολύ φίλη μου η Κάτια Δανδουλάκη, αλλιώς δεν θα έμπαινα στη «Λάμψη» και του τό’χα πει του Φώσκολου. Συμμαθήτρια μου απ’ τη δραματική ήταν η Τώνια, η γυναίκα του Φώσκολου. Είχα πάει σπίτι τους, εμείς μιλάγαμε κι εκείνος μας άκουγε με κλειστά μάτια. Με πιάνει μετά έξω και μου προτείνει να παίξω τη δικηγόρο στη «Λάμψη», αλλά να πάρω και πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ ένα καινούργιο σήριαλ που ετοίμαζε, το «Καλημέρα ζωή». Αρνήθηκα, γιατί δεν με έπαιρναν οι χρόνοι, έχοντας κάθε χρόνο την ευθύνη της έκθεσης στο ΣΕΦ. Βλακεία μου! Το μετάνιωσα, ήταν άλλο ένα απ’ τα χαζά όχι που έχω πει.
 
Συμπεραίνω πως με όλα είχατε μία εντελώς δική σας σχέση, για τα επαγγελματικά μιλώντας.
 
Μα το είπα, μια ζωή έκανα ότι ήθελα και δεν κώλωνα πουθενά. Δεν αδιαφορούσα, δεν ήμουν αμελής. Εμένα ο μπαμπάς μου ένα πράγμα μού έμαθε: «Κάθε βράδυ θα κάνεις απολογισμό της ημέρας σου».
 
Βαρύ. Μπορείς να το κάνεις αυτό κάθε βράδυ;
 
Το κάνω! Κάθε βράδυ!
 
Και τι ώρα κοιμάστε, στις εφτά το πρωί;
 
Όχι, στις τρεις – τέσσερις το πολύ. Δεν κάνω πια και τόσα πολλά μες τη μέρα. Έχω διαπιστώσει, όμως, πως ότι δίνεις, σου επιστρέφεται. Είναι δεδομένο.
 
Και πως επιστρέφεται δηλαδή;
 
Έχουμε θετική και αρνητική ενέργεια. Με έχω τσεκάρει, έτσι και δώσω αρνητική ενέργεια, θα μου γυρίσει πίσω. Αν βρίσω κάποιον οδηγώντας, στο επόμενο φανάρι κάποιος άλλος θα με έχει τρομάξει. Αποφεύγω να σκέφτομαι αρνητικά για το οτιδήποτε.
 
Αυτό τελικά σας έχει κάνει μια ήρεμη και γλυκιά κυρία.
 
Τελείως! Ότι καλλιεργεί κανείς στον κήπο του, αυτό θα προσφέρει. Μαθαίνει να πετάει τα γαϊδουράγκαθα.
 
 
Εναποθέτετε κάπου τις ελπίδες σας;
 
Πιστεύω στην ανωτέρα δύναμη, που μπορεί να λέγεται σύμπαν ή Θεός. Πιστεύω ακράδαντα επίσης πως τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα! Δεν το λέω ως «το γραμμένο», αλλά αναλύοντας τώρα τη ζωή μου, βλέπω πως πολλά πράγματα δεν ήταν τυχαία.
 
Ποιοι καλλιτέχνες είναι οι φίλοι σας σήμερα;
 
Ο Γιώργος Πολυχρονιάδης, ο Δάκης που είναι αγαπημένο πλάσμα, η Μίλλυ και ο Δημήτρης Ταμπόσης. Σήμερα μου τηλεφώνησε η Μπέσσυ Αργυράκη, που την έχω σαν μωρό μου. Αγαπώ πολύ και τον Ζαχαρία Ρόχα κι ας μη βρισκόμαστε συχνά. Και τον Σπύρο Μπιμπίλα αγαπώ.
 
Ας κλείσουμε με λίγα λόγια για το καινούργιο τραγούδι σας.
 
Με τον Δημήτρη Λιόλιο, όπως είπα, δεν είχαμε γνωριστεί από κοντά, αλλά μου άρεσαν τρομερά αυτά που δημοσίευε στα social media. Μου εξέφρασε την επιθυμία του να τραγουδήσω τραγούδι του και να πούμε μαζί και ένα παλιό δικό μου. Έχοντας ως δεδομένο πως τίποτα δεν είναι τυχαίο, πήρα μια φίλη μου και πήγαμε στην παράσταση του, τους «Ανεμοδείκτες», στην οποία τραγουδούσαν ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και ο Πάνος Μουζουράκης. Πάθαμε πλάκα, κλαίγαμε από κάτω. Γνώρισα επιτέλους από κοντά τον Δημήτρη, γίναμε κολλητοί και του ζήτησα να μου παίξει τραγούδια του. Σ’ ένα απ’ αυτά, το «Σκηνικό/ Στιγμές», είχε ένα στίχο που έλεγε «Μα η αγάπη σ’ αφήνει μόνο όποια στιγμή και νά’ναι». Ήταν το κλειδί για ν’ ανοίξει η πόρτα της ψυχής μου. Το τραγούδι αυτό θα κυκλοφορήσει μες τον Σεπτέμβριο.
 
Τι προσδοκάτε από μια νέα μουσική κυκλοφορία;
 
Απλά την επικοινωνία με τον κόσμο. Να βγάλω την ψυχούλα μου. Να μ’ ακούσουν και σε άλλα τραγούδια, γιατί μπορεί να έρθουν και άλλες προτάσεις.
 
Κι από τη ζωή τι προσδοκάτε από δω και πέρα;
 
Τίποτα. Ζω κάθε στιγμή. Είμαι μ’ ανοιχτά τα χέρια σ’ όποια καλή ή κακή στιγμή μού έρθει. Πονάω γι’ αυτά που περνάει η Ελλάδα. Δεν μας άξιζε. Πονάω για το παιδί μου και για όλα τα παιδιά του κόσμου.
 
Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.
 
Να ξέρετε, σας εξετίμησα. Είστε ο πρώτος που μιλάω μετά από πολλά – πολλά χρόνια. Μου τηλεφωνούν συνέχεια από τα κανάλια και από τα έντυπα, αλλά λέω μονίμως όχι. Εγώ ευχαριστώ που με ανεχτήκατε με τόσες αναβολές που είχε πάρει αυτή η συνέντευξη ως σήμερα που βρεθήκαμε.
 
 
* Όλες οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο της Μαρίνας
 
* * Αυτό είναι το καινούργιο τραγούδι της Μαρίνας σε στίχους – μουσική Δημήτρη Λιόλιου:
 

Στην αντεπίθεση περνά η Καϊλή: «Δεν με υπερασπίστηκαν το ΠΑΣΟΚ και η Ε.Ε., θα μετακομίσω στην Ιταλία»

5754833

Στην αντεπίθεση περνά η Καϊλή: «Δεν με υπερασπίστηκαν το ΠΑΣΟΚ και η Ε.Ε., θα μετακομίσω στην Ιταλία»

Τα παράπονα της προς το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε σε συνέντευξη η Εύα Καϊλή

Ράδιο Αρβύλα: Το «αντίο» του Αντώνη Κανάκη για τη φετινή σεζόν – «Η χρονιά είχε δυο πρόσωπα, δεν ξέρω αν θα ξαναέρθουμε»

Κανάκης 1

Ράδιο Αρβύλα: Το «αντίο» του Αντώνη Κανάκη για τη φετινή σεζόν – «Η χρονιά είχε δυο πρόσωπα, δεν ξέρω αν θα ξαναέρθουμε»

Αυλαία έριξε για φέτος το Ράδιο Αρβύλα, με τον Αντώνη Κανάκη να μιλάει για τη…

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

μητσο

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

Εκτός τόπου και χρόνου τα όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη του στο ΣΚΑΪ