Η κυπριακή ακτοφυλακή επαναπροώθησε, εγκάτελειψε, απέλασε ή επέστρεψε περισσότερους από 200 μετανάστες, πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο που προήλθαν από το Λίβανο κατά την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου 2020, χωρίς να τους δώσει την ευκαιρία να υποβάλουν αίτηση ασύλου, σύμφωνα με όσα καταγγέλλει η οργάνωση Human Rights Watch.
Όπως τονίζεται σε σχετική ανακοίνωση, υπήρξαν αναφορές ανθρώπων ότι δέχθηκαν απειλές από την ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή ακτοφυλακή. Είπαν ότι σκάφη της ελληνοκυπριακής ακτοφυλακής έκαναν κύκλους γύρω από τα πλοιάριά τους με μεγάλη ταχύτητα με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν, ενώ σε τουλάχιστον μία περίπτωση τους εγκατέλειψαν στη θάλασσα χωρίς καύσιμα και τρόφιμα. Είπαν ότι αγνοήθηκαν οι αιτήσεις τους για άσυλο και σε ορισμένες περιπτώσεις τους ξυλοκόπησαν οι ελληνοκύπριοι αξιωματικοί της λιμενικής και ναυτικής αστυνομίας.
«Το γεγονός ότι Λιβανέζοι υπήκοοι προσπαθούν αυτή τη στιγμή να ξεφύγουν από το Λίβανο με πλοιάρια, μαζί με Σύριους πρόσφυγες, και αναζητούν άσυλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση σηματοδοτεί τη σοβαρότητα της κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα αυτή», δηλώνει ο Bill Frelick, διευθυντής για τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών στην Human Rights Watch. «Η Κύπρος οφείλει να εξετάσει πλήρως και δίκαια τις αιτήσεις τους για προστασία και να τους συμπεριφέρεται με σεβασμό παρέχοντάς τους ασφάλεια, καθώς και να μην προβαίνει σε συλλογικές απελάσεις, αντί να αγνοεί τις υποχρεώσεις διάσωσης σκαφών σε κίνδυνο».
Το πρακτορείο Reuters αναφέρει ότι οι Κυπριακές αρχές δήλωσαν ότι επέστρεψαν 230 άτομα στο Λίβανο μεταξύ 6 και 8 Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), άνθρωποι έφυγαν παράτυπα από το Λίβανο επιβαινόμενοι σε 18 σκάφη μεταξύ 29ης Αυγούστου και 14ης Σεπτεμβρίου, 5 εκ των οποίων αναχαιτίστηκαν από τις λιβανέζικες ναυτικές δυνάμεις ενώ βρίσκονταν ακόμα στα χωρικά ύδατα του Λιβάνου.
Η ΚΙΣΑ, κυπριακή μη κυβερνητική οργάνωση, έκανε έναν απολογισμό των επαναπροωθήσεων και αφίξεων, με βάση στατιστικά στοιχεία της κυπριακής αστυνομίας, από τον οποίο προκύπτει ότι στους πρώτους οκτώμισι μήνες του 2020 οι κυπριακές αρχές εντόπισαν 779 άτομα σε σκάφη που επεδίωκαν να εισέλθουν παράνομα στην Κύπρο, εκ των οποίων 431 άτομα σε τέσσερα σκάφη κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών, και 348 άτομα σε έντεκα σκάφη από τα τέλη Αυγούστου μέχρι τις πρώτες δύο εβδομάδες του Σεπτεμβρίου. Η ΚΙΣΑ αναφέρει ότι 375 άτομα οδηγήθηκαν άμεσα σε δομή φιλοξενίας μετά την άφιξη τους ή τη σύλληψη τους από τις ελληνοκυπριακές αρχές και ότι 221 αποβιβάστηκαν στην αυτοαποκαλούμενη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου και στη συνέχεια διέσχισαν τα σύνορα για να εισέλθουν στην Δημοκρατία της Κύπρου.
Μαρτυρίες που συγκλονίζουν
Οι μετανάστες που είχαν έρθει σε επαφή με τις Κυπριακές αρχές και παραχώρησαν συνέντευξη στην Human Rights Watch είπαν όλοι ότι παρακάλεσαν να μην επιστραφούν στο Λίβανο – και ορισμένοι αιτήθηκαν άσυλο ρητά – αλλά σε καμία περίπτωση δεν τους επιτράπηκε η υποβολή αιτήσεων ασύλου.
Οι μετανάστες είπαν στην Human Rights Watch ότι σκάφη της ελληνοκυπριακής ακτοφυλακής προσπάθησαν να τους παρεμποδίσουν κατά την αποβίβασή τους φωνάζοντας και κραδαίνοντας τα όπλα τους, και κάνοντας κύκλους γύρω τους στην προσπάθεια να δημιουργήσουν κύματα για να πλημμυρίσουν ή να ανατραπούν οι βάρκες τους. Σε μία περίπτωση, στις 3 Σεπτεμβρίου, ένα μεταλλικό σκάφος της ακτοφυλακής διεμβόλισε μία ξύλινη βάρκα γεμάτη ανθρώπους, τραυματίζοντας παιδιά και μία γυναίκα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ βρίσκονταν ακόμα στην ανοικτή θάλασσα, οι δυνάμεις της κυπριακής ακτοφυλακής μετέφεραν ανθρώπους σε πολιτικά επιβατηγά σκάφη που φύλασσε η λιμενική και ναυτική αστυνομία και τους κατηύθυναν πίσω στο Λίβανο.
Άλλα άτομα που κατόρθωσαν να φτάσουν στη στεριά ή τα οποία είχαν συλλάβει οι κυπριακές αρχές και τα έφεραν στη στεριά οδηγήθηκαν στον καταυλισμό του Πουρνάρα στην Κοκκινοτριμιθιά της Κύπρου, ένα βρώμικο, υπαίθριο καταυλισμό, γεμάτο έντομα, όπου στα μέσα Σεπτεμβρίου διέμεναν περίπου 600 άτομα. Ορισμένοι εξ αυτών που επεστράφησαν στο Λίβανο, είπαν ότι οι υπεύθυνοι του καταυλισμού κάλεσαν ονομαστικά οικογένειες και άτομα και τους είπαν ότι θα τους πήγαιναν για δεύτερο τεστ κορονοϊού, ενώ τελικά τους οδήγησαν στο λιμάνι όπου η αστυνομία τους ανάγκασε να επιβιβαστούν σε επιβατηγά πλοία. Στα επιβατηγά πλοία επιβιβάζονταν επιπλέον άτομα από άλλα λιμάνια ή από βάρκες στη θάλασσα και έτσι επιστρέφονταν περίπου 80 άτομα κάθε φορά στο Λίβανο.
Σε μία περίπτωση, οι δυνάμεις της Κυπριακής ακτοφυλακής συνάντησαν ένα φουσκωτό σκάφος σε κίνδυνο και το εγκατάλειψαν να πλέει ακυβέρνητο χωρίς καύσιμα. Ένα λιβανέζικο αλιευτικό βρήκε το σκάφος και οι ναυτικές δυνάμεις του Λιβάνου τους διέσωσαν μετά από έξι μέρες στην ανοιχτή θάλασσα.
Μάρτυρες και θύματα που επέβαιναν σε δύο σκάφη από εκείνα που επέστρεψαν αναγκαστικά στο Λίβανο είπαν ότι μέλη της κυπριακής λιμενικής και ναυτικής αστυνομίας πέρασαν χειροπέδες σε όσους αντιστάθηκαν και τους ξυλοκόπησαν. Ο Μπασσέμ, 47 ετών, Λιβανέζος υπήκοος, το πλήρες όνομα του οποίου, όπως και όλων όσων οι δηλώσεις αναφέρονται, δεν αποκαλύπτεται για την προστασία τους είπε ότι άρχισε να φωνάζει ζητώντας να σταματήσει το πλοίο όταν είδε έναν άνδρα και τη σύζυγό του να πηδάνε στη θάλασσα, αφού ανακάλυψαν ότι το πλοίο επέστρεφε στο Λίβανο στις 6 Σεπτεμβρίου.
«Τους φώναξα να σώσουν τον άνδρα και τη γυναίκα που πήδηξαν στη θάλασσα, αλλά άρχισαν να με ξυλοφορτώνουν, μου πέρασαν χειροπέδες και με χτύπησαν με όπλα αναισθητοποίησης με ηλεκτροσόκ», είπε. «Πονάω ακόμα και δυσκολεύομαι να κουνήσω τα δάκτυλά μου. Έχασα τις αισθήσεις μου και έπαθα επιληπτική κρίση, βγάζοντας αφρούς από το στόμα. Είχαν μία γιατρό που φώναξε στην αστυνομία να μου βγάλουν τις χειροπέδες για να μου παράσχει τις πρώτες βοήθειες».
«Οι άνθρωποι που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους διαφεύγοντας από το Λίβανο με βάρκα, το κάνουν επειδή είναι πραγματικά απεγνωσμένοι», λέει ο Frelick. «Είναι δικαίωμά τους να εξετάζονται οι αιτήσεις τους για διεθνή προστασία. Δεν πρέπει να φιμώνονται οι εκκλήσεις τους και ούτε πρέπει να αγνοούνται οι κραυγές τους για βοήθεια».