Το κινούμενο χάος που αποτυπώνει με τη δυναμική του ο πίνακας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική εικόνα των σύγχρονων καιρών. Πρόκειται για το δεύτερο πιο άμεσα αναγνωρίσιμο έργο τέχνης μετά τη “Μόνα Λίζα”. Είναι η απόλυτη ενσάρκωση του φόβου, της αγωνίας και της αποξένωσης.
Το ποίημα που φανερώνει τις σκέψεις του ζωγράφου γύρω από τον πίνακα:
“Περπατούσα κατά μήκος του δρόμου με δυο φίλους/Ο Ήλιος έδυε-Ο Ουρανός γύρισε σ’ ένα αιματηρό κόκκινο/Και ένιωσα μια πνοή Μελαγχολίας-Κάθισα/Ακόμα θανατηφόρα κουρασμένος από το μπλε-μαύρο/Τα φιορδ και η πόλη κρέμαγαν Αίμα και Γλώσσες Φωτιάς/Οι φίλοι μου συνέχισαν-έμεινα πίσω/-έτρεμα με Ανησυχία- Ένιωσα τη μεγάλη Κραυγή στη Φύση”.
Οι ιστορικοί τέχνης έχουν διαμορφώσει πολλές θεωρίες γύρω από το νόημα του έργου, ανάμεσα στις οποίες ότι ο πίνακας είναι μία αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη ή ότι πρόκειται για ένα πορτρέτο της αδελφής του η οποία είχε φύγει από τη ζωή σε μικρή ηλικία καθώς έπασχε από φυματίωση.
Ο Munch ανήκει στους προδρόμους του εξπρεσιονισμού. Με τα έργα του δεν αποτυπώνει τόσο την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά περισσότερο τις καταστάσεις του μυαλού.
“Ο Λυγμός της Φύσης” ήταν ο αρχικός τίτλος που δόθηκε στον πίνακα από τον Munch.
Ο Munch δημιούργησε διάφορες εκδοχές της Κραυγής με διάφορα μέσα. Μία ζωγραφική εκδοχή και ένα παστέλ βρίσκεται στο Μουσείο Μουνκ (1910). Η άλλη ζωγραφική εκδοχή βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας (1893). Ενώ η τέταρτη εκδοχή, σε παστέλ, είναι στην ιδιοκτησία του Νορβηγού δισεκατομμυριούχου Πέττερ Όλσεν. Ο διάσημος ζωγράφος, δημιούργησε το 1895 επίσης μια λιθογραφία της εικόνας. Η Κραυγή έχει υπάρξει στόχος πολλών διάσημων κλοπών.