Γιώργος Νταλάρας: «Ναι, είμαι στρατευμένος μ’ ένα τρόπο και θα παραμείνω»

Η σπάνια συνέντευξη του κορυφαίου Έλληνα τραγουδιστή έχοντας αποφασίσει να σταματήσει τις «τετ α τετ» συνεντεύξεις μετά από πενήντα χρόνια που είναι ακόμα «μάχιμος» και δημιουργικός.

DSC 0141

Ο Γιώργος Νταλάρας είναι ο αδιαμφισβήτητος εν ζωή εθνικός μας τραγουδιστής – ένας χαρακτηρισμός που κάθε φορά προξενεί αντιδράσεις από το στρατόπεδο των «καζαντζιδικών» και των «μπιθικωτσικών», των άλλων δύο μέγιστων Ελλήνων συναδέλφων του, που ο ίδιος είχε την τύχη να γνωρίσει και να συνεργαστεί μαζί τους. Ο Νταλάρας, επίσης, έχει αποφασίσει πλέον να μη δίνει συχνά συνεντεύξεις. Πιθανώς να μη διαθέτει το χρόνο, αν υποτεθεί πως ακόμη και μέσα στην πανδημία συνεχίζει να είναι αυτό που δηλώνει στη δική μας συνέντευξη: Να ξυπνάει κάθε πρωί με καλά τραγούδια στο μυαλό του. Γι’ αυτό και αφορμή για τη συνάντηση μας ήταν οι δύο πρόσφατες δισκογραφικές εκδόσεις του, «Η κασέτα του Μελωδία» και «Της σιωπής ο τόπος», τραγούδια δηλαδή που αγαπήσαμε με τη φωνή του και ένα ολοκαίνουργιο έργο σε μουσική Ανδρέα Κατσιγιάννη και σε στίχους των Λίνας Νικολακοπούλου – Ελένης Φωτάκη. Αλήθεια είναι πως ο Νταλάρας δουλεύει ακατάπαυστα. Συνεχώς ηχογραφεί νέο υλικό σύγχρονων δημιουργών σαν να παλεύει με τον χρόνο ή, σύμφωνα με τον ίδιο, σαν να θέλει να είναι η ελπίδα ενός ανθρώπου που του αρέσει το τραγούδι. Γνωρίζει ωστόσο πως οι εποχές έχουν αλλάξει και πως ένα καινούργιο τραγούδι δύσκολα θα έχει την ίδια «τύχη» ενός απ’ αυτά που τραγούδησε στο παρελθόν: Κουγιουμτζής, Καλδάρας, Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος, Λοΐζος, Λάγιος – μερικοί μόνο από τους μεγάλους δημιουργούς που τον εμπιστεύθηκαν κι εκείνος οδήγησε τα τραγούδια τους στην ανώτερη σφαίρα της λαϊκής κουλτούρας. Είναι η τέταρτη μεγάλη συζήτηση που κάνουμε με τον Νταλάρα μέσα σε μία εικοσαετία και σε αντίθεση μ’ αυτό που υποστηρίζει εδώ, ότι πολλές φορές δεν ξέρει να μιλάει, εγώ θα έλεγα ότι είναι απ’ τους ελάχιστους συνεντευξιαζόμενους που δεν αλλάζεις σχεδόν τίποτα κατά την απομαγνητοφώνηση. Συν τοις άλλοις, πρέπει να είναι και μία απ’ τις σπάνιες στιγμές του που μιλάει όχι μόνο για το πως βλέπει ο ίδιος την τέχνη του και την κοινωνία, αλλά και για το πώς τον βλέπουν οι άλλοι.

Κύριε Νταλάρα, φτάσατε αισίως 71 ετών. Πως νιώθετε γι’ αυτό;

Στις 29 Σεπτεμβρίου θα γίνω 72 ετών! Ας το θέσω απλά: Σημαίνει για μένα ότι από το χαρακάκι ενός μέτρου, που μετράει την ηλικία μας, έχει μείνει ένα μικρό κομματάκι. Το παρατηρώ, γιατί έχω τη σιγουριά του θανάτου. Τη γνωρίζω, έχω συμφιλιωθεί με το θάνατο.

 

Λόγω των απωλειών που έχετε βιώσει;

Όχι, όχι, από μικρό παιδί κάτι έλεγε μέσα μου ότι το μόνο που δεν ξέρουμε είναι το πώς θα πεθάνουμε. Δεν ξέρω ακόμη αν αυτό με βοήθησε ή όχι, αν και τελικά πιστεύω ότι με βοήθησε. Άλλοι, που με παρατηρούν, μου λένε «Όχι, δεν είναι καλό αυτό. Πρέπει να ζεις με ελπίδες και με τις καλές αυταπάτες». Εγώ, όμως, από μικρός δεν έμενα στον Κήπο της Εδέμ με τις νεράιδες. Το ξήλωσα το παραμύθι αυτό, έφυγα.

 

Και δεν στερηθήκατε πράγματα;

Το αντίθετο! Στερήθηκα το κομμάτι της μυθολογίας, αλλά με έκανε να εντρυφήσω πιο πολύ σ’ αυτήν, έχοντας ως οδηγούς πια την γνώση και την επιστήμη, όχι φυσικά επειδή είμαι επιστήμων ή παντογνώστης. Μάλλον επειδή ακριβώς δεν είμαι τίποτα απ’ όλα αυτά, θα ήθελα μέρα με τη μέρα, βιβλίο με το βιβλίο που διαβάζω, να αντιληφθώ για ποιο λόγο το ένστικτο μου δεν έκανε λάθος. Έζησα μια ζωή καθαρή, προσγειωμένη, με μεγάλη αγάπη. Όσο έβλεπα όλο αυτό το «άπειρο» να απλώνεται από πάνω μου, καθώς περνούσαν τα χρόνια, πρόσθετα γνώσεις, προσπαθώντας να καταλάβω το μέγεθος, τις αποστάσεις, το μεγαλείο της ζωής.

 

Θεωρείτε καλό να παίρνονται οι αποφάσεις στη ζωή σχετικά νωρίς;

Η ανάγκη είναι μεγάλη δύναμη. Λέει ο κοινός μας φίλος, ποιητής Δημήτρης Λέντζος: «Η πιο μεγάλη δύναμη στον κόσμο είναι η ανάγκη». Αυτό στο πλάτος του είναι η αλήθεια. Όλη μας η διαδρομή είναι μία ανάγκη και έχει σημασία πως την ελέγχεις για να μη γίνει απληστία. Αν θες να τραγουδήσεις, δε μπορείς να το κάνεις χαζοχαρούμενα. Για μένα το τραγούδι δεν είναι διασκέδαση.  Στην Ελλάδα ο μισός  πληθυσμός είναι Πόντιοι, Μικρασιάτες, Κωνσταντινουπολίτες, πρόσφυγες.  Σ’ αυτόν τον τόπο πρέπει να πονέσεις για να τραγουδήσεις.

 

Αυστηρό και απόλυτο δεν ακούγεται αυτό;

Ίσως, αλλά μελετημένο.  Αυστηρό! Όταν είσαι σε μια σκηνή και τραγουδάς, απορροφημένος απ’ αυτό που κάνεις, έχεις μια ομάδα ανθρώπων που τους αγαπάς και δουλεύετε μαζί. Βλέπεις, λοιπόν, από κάτω ξένους ανθρώπους να γίνονται μέρος της ομάδας. Τους αγαπάς και σ’ αγαπάνε εξίσου κι αυτό δεν μετριέται, απλά το αισθάνεσαι. Εκεί δημιουργείται η εξής αντίθεση: «Τα δυο σου χέρια πήρανε, βεργούλες και με δείρανε», το λέει ένας μάγκας με παράπονο. Που το λες αυτό; Αν το λες μέσα σ’ έναν τεκέ ή σ’ ένα μαγαζί με μεθυσμένο κόσμο, έχει τη σημασία του. Αν το λες σ’ ένα θέατρο πάλι έχει σημασία. Ο Άκης Πάνου αναρωτιόταν: «Πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι να τραγουδάνε ”Πονάει η καρδιά μου” και την ίδια στιγμή να χαμογελάνε;»  Ο κόσμος μπορεί να χαμογελάσει μόνο γιατί πόνεσε ωραία. 

 

Και ο πόνος είναι μια ψυχολογική ανάγκη, λοιπόν.

Ακριβώς. Όταν κάποιος παίζει ένα ουσάκ με το κλαρίνο του και κλαίει ο τόπος όλος κι η Παναγιά μαζί, έτσι και γυρίσει ένας συνάδελφος του να του πει «Τι έπαιξες, ρε συ, απόψε», αυτός θα χαμογελάσει. Τι σημαίνει; Ότι μέσα στον πόνο είναι η χαρά της δημιουργίας.

Υποτίθεται ότι ο καλλιτέχνης κρατά αποστάσεις ασφαλείας απ’ τον κόσμο, κάτι που εσείς έχετε ξεπεράσει. Συνέβαινε από παλιά αυτό ή απλά τώρα έχετε χτίσει το μύθο σας;

Δεν ξέρω να σας το πω. Εγώ πιστεύω ότι δεν έχω χτίσει τίποτα. Είμαι ακόμη στο δρόμο και τραγουδάω.  Και τώρα μέσα σ’ αυτή την πανδημία με τον εγκλεισμό και την απομόνωση, το ίδιο πράγμα έκανα.  Έβρισκα καλά τραγούδια χωρίς να μ’ ενδιαφέρει ποιος τα γράφει και αν τα θέλουν ή δεν τα θέλουν οι εταιρείες. Ερχόμουν μετά στο καμαράκι εδώ που καθόμαστε και τα ηχογραφούσα.  Χωρίς σχέδιο.  Ούτε μ’ ενδιέφερε πότε θα βγουν.  Είμαι απ’ τους τυχερούς ανθρώπους γιατί έκανα στη ζωή μου αυτό που ονειρεύτηκα.  Χαίρομαι που υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν τραγούδια και μου λένε «Θέλουμε πολύ να συνεργαστούμε, γιατί όταν τα γράφαμε, ακούγαμε τη φωνή σου». Τεράστιο δώρο που δε μπορώ να το δω αλλιώς, πέραν αυτής της αγνής ματιάς, της αγνής δικαιολογίας.

 

Είστε όμως επιμελής. Φροντίσατε να κρατηθεί η φωνή σας σε άρτια επίπεδα όλα αυτά τα χρόνια. Προσέχετε.

Έτσι φαίνεται, αλλά πίστεψε με, Αντώνη, ποτέ δεν πρόσεξα τη φωνή μου. Ποτέ και για κανένα λόγο. Τη μισή μου ζωή την πέρασα με βρογχίτιδα.

 

Σας έχω δει, ωστόσο, λίγο πριν βγείτε στη σκηνή, να πίνετε ένα τσάι ζεστό.

Ναι, τσάι ή χαμομήλι.  Δεν θα βρείτε στη ζωή σας πιο βαρετό άνθρωπο.

 

Μου είναι λίγο δύσκολο, το ομολογώ.

Μα είμαι ο πιο βαρετός, αφού από τα 16 – 18 μου έκανα το ίδιο πράγμα. Με τον καιρό προστέθηκαν καινούργιες εμπειρίες.  Η αρχή, όμως, ήταν η ίδια πάντα, που είχε ξεκινήσει απ’ τα 13 – 14 μου.  Ο ίδιος κώδικας.   Δεν κάνουμε δύο, τρία, τέσσερα πράγματα, απλά δεν τα κάνουμε, τέλος, χι! «Μα, χάνετε»! «Δεν ξέρω τι χάνω, κύριοι μου, ξέρω τι κερδίζω»! Ήθελε λίγα κότσια…

 

Κι έναν ασκητισμό ενδεχομένως.

Υπερβολή το βρίσκω αυτό. Ποτέ δεν πρόσεξα τη φωνή μου. Καταναλώθηκα υπερβολικά, ειδικά τον πρώτο καιρό, αφού μέχρι τα 35 μου έδινα τρίωρες συναυλίες ώσπου έγδερνα τον λαιμό μου και την επόμενη δε μπορούσα να τραγουδήσω. Αυτό που λένε άλλοι, ότι γυμνάζομαι κλπ., δεν έχει σχέση με το τραγούδι.  Από μικρός έτρεχα σαν βολίδα. Αργότερα σταμάτησα μετά από ένα ατύχημα με την μηχανή.  Συνέχισα να γυμνάζομαι όμως. Είμαι εγκρατής.  Δεν μου αρέσει να καταναλώνω δώδεκα μπιρόνια και να πηγαίνω με την κοιλιά μπροστά.  Μου αρέσουν τα ρεμπέτικα και τα χασικλίδικα χωρίς να έχω σχέση με μαύρα, άσπρα και βελόνες.  Προσέξτε όμως: Αυτό που εκφράζει κάθε είδος τραγουδιού για μένα είναι στόχος και μελέτη. Αγαπώ την παράδοση.  Έχω σεβασμό και λατρεία στα πρόσωπα που αγάπησα, απ’ τον Μάρκο και τα παιδιά του που είμαστε φίλοι, μέχρι τον Τσιτσάνη που επίσης γνώρισα και συνεργάστηκα.  Είναι οι δάσκαλοι μου. 

 

Σας είχε προγκήξει κάποιος, θυμάμαι μου είχατε πει, για τη συναυλία με τα χασικλίδικα στο Ηρώδειο.

Το έζησα κι αυτό. Όταν κάναμε με τον Κουνάδη στο Ηρώδειο αυτή την ωραία συναυλία, που λέτε, κατεβαίνει από ψηλά ένας σοβαρός κύριος και μου λέει: «Κύριε Νταλάρα, εμείς σας είχαμε εμπιστοσύνη. Τι είναι αυτά τα πράγματα που τραγουδάτε μέσα στο ναό της τέχνης;» «Μα έγραφε στο πρόγραμμα τραγούδια με ουσίες» του απαντάω. Έφυγε μουρμουρίζοντας.

 

Απορίας άξιον, γιατί οι φανατικοί σας γνωρίζουν την αγάπη σας για τον Μάρκο ή γενικά για το ρεμπέτικο.

Από παιδί συμβαίνει αυτό.  Έμαθα τα ρεμπέτικα από τον Μπιθικώτση, τον Τσαουσάκη, τον Παγιουμτζή, μελέτησα πολύ.  Δεν καταλαβαίνω για να είμαι αυθεντικός, έπρεπε να τα τραγουδάω στον τεκέ, να γίνω χασικλής;

 

Θα σας απαντήσω: Μπορεί να βγήκατε σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή του τραγουδιού, η συνέχεια σας όμως έδειξε ότι είστε ερμηνευτής και όχι αμιγώς λαϊκός τραγουδιστής.

Γνώρισα τον Ηλία Πετρόπουλο και στο Παρίσι και εδώ. Στο Παρίσι όταν με γνώρισε, μου είχε πει «Βρε Γιωργάκη, εσύ έχεις πει τα ωραιότερα τραγούδια. Τι τα θες τα ρεμπέτικα;». Μου το έλεγε αυτό ένας άνθρωπος που έχει φάει τη ζωή του με το ρεμπέτικο! Του απάντησα: «Κύριε Ηλία, υπάρχει ένα θέμα. Μιλάτε στον γιο του Λουκά Νταράλα αυτή τη στιγμή.  Στο γιο ενός ρεμπέτη». Εκεί συναίνεσε, όταν συνειδητοποίησε τα βιώματα μου.

Πότε έγινε αυτή η κουβέντα ακριβώς, τη δεκαετία του ’80; Θυμίζω ότι το ’75 κάνατε με τεράστια επιτυχία τα «50 χρόνια Ρεμπέτικο» και το ’80 τα «Ρεμπέτικα της Κατοχής».

Μόνο; Λίγα χρόνια πριν είχα κάνει τα ρεμπέτικα του Καλδάρα!  Παρ’ όλα αυτά μου άρεσε ο Πετρόπουλος, τον αγαπούσα και τον σεβόμουνα.  Βεβαία, ο Σχορέλης ή ο Χατζηδουλής και ο Κουνάδης ήθελαν από την αρχή να τραγουδάω ρεμπέτικα. 

Ίσως ο Πετρόπουλος ως διανοούμενος των χρόνων του να είχε μια πιο αστική παιδεία.

Νομίζω απλά πως ήτανε τόσο λάτρης του ρεμπέτικου και των παλιών ηχογραφήσεων, που έφτανε στο σημείο να γίνεται αιρετικός.

 

Το ίδιο γινόταν και με το δημοτικό τραγούδι. Η Δόμνα Σαμίου π.χ. εχθρευόταν τις ηχητικές προσμίξεις. Μήπως στην περίπτωση σας η τέχνη εξέφρασε και εκφράζει μέχρι σήμερα την πιο ασφαλή οδό;

Κοιτάξτε, η αναζήτηση της τέχνης είναι η πρώτιστη ανάγκη. Η τέχνη, ακόμα και η λαϊκή τέχνη, είναι απ’ τα υψηλότερα κομμάτια διανόησης του ανθρώπου. Είναι αφύσικο το πώς λειτουργεί στον κάθε άνθρωπο, αν υποτεθεί πως βασικό μέλημα του ήταν η τροφή, η αναπαραγωγή και η στέγη, σε σπηλιές και μετά σε καλύβες. Που χωρούσε εκεί μέσα η τέχνη; Πουθενά, ήταν επομένως κάτι παράλογο. Ώσπου μια μέρα χωρίς κεραυνούς, ένας άνθρωπος που δεν φοβόταν, ξεπρόβαλε κι άρχισε να χτυπάει έναν κορμό με δυο ξύλα. Δεν κοπάναγε απλά, αλλά έκανε κάτι με τα χέρια του που όλοι οι άλλοι τον κοίταζαν με προσοχή. Μετά, μέσα σ’ όλον αυτό τον πρωτογονισμό, σηκώθηκε ένας ή μία άλλη κι άρχισε να χορεύει! Σκεφτείτε τώρα κι έναν τρίτο που άρχισε να κάνει τσαλκάντζες, διάφορα επιφωνήματα πάνω στον σκοπό αυτό ή κι έναν που σχεδίασε τα ζώα με τέτοιες μονοκοντυλιές που δεν μπορούν να τις κάνουν ούτε οι καλύτεροι ζωγράφοι σήμερα! Αυτό είναι η τέχνη. Η ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί. Εγώ λοιπόν δεν ξεχωρίζω την ασφάλεια από την έκφραση. Κανένας καλλιτέχνης δεν είναι ασφαλής.

 

Μήπως να λέγαμε ότι όλοι οι καλλιτέχνες είναι ανασφαλείς;

Είναι, όπως όλοι οι άνθρωποι όμως! Μην ξεχνάμε ότι μέσα στη μάζα των «ανωνύμων», υπάρχουν και αξιόλογα ταλέντα που για κάποιο λόγο δεν αξιοποιήθηκαν. Δεν είναι σωστό, έτσι, να βάζουμε τους καλλιτέχνες πάνω απ’ τους άλλους ανθρώπους. Στο χώρο της τέχνης και της σκέψης είμαστε όλοι ίδιοι, ο αγώνας όμως των ανθρώπων είναι εδώ, στο τώρα – μια ανάγκη για ισότητα, ελευθερία, δικαιώματα.

 

Κάποτε υπήρξατε στρατευμένος καλλιτέχνης. Σήμερα αισθάνεστε το ίδιο υπέρ κάποιας ιδέας;

Ναι, είμαι στρατευμένος και θα παραμείνω. Δεν θα ήθελα να ανήκω στις περιπτώσεις εκείνων που αντιδρούν αθόρυβα απέναντι σε πράγματα που τσιγκλάνε και πονάνε για να έχουν την ησυχία τους. Ευτυχώς οι περισσότεροι καλλιτέχνες που θαυμάσαμε, δεν ήταν έτσι. Δεν γίνεται να είσαι θρεψίνη για όλα τα ψωμιά. Πέρα από το αν κάνεις καλά τη δουλειά σου, πέρα από το αν είσαι καλός καλλιτέχνης, οφείλεις να έχεις ένα στίγμα.  Το οφείλεις στον κόσμο που σε ακολουθεί.  Και αυτό το κάτι, το στίγμα, είναι βαρύ.  Μπορεί να σου φορέσουν καμιά σφραγίδα στην πλάτη, να σου βάλουν τρικλοποδιά, μπορεί και να σε επαινέσουν.

 

Αυτό το «κάτι», λοιπόν, μπορεί να είναι είτε θετικό είτε αρνητικό.

Στέκομαι στο θετικό.  Μέσα σ’ όλο αυτό που περνάμε, ας πούμε, εγώ θέλω να σου αναφέρω το όνομα του δημοσιογράφου Δημήτρη Ψαρρά που έγραφε για χρόνια στην «Ελευθεροτυπία» και έψαχνε τη γέννηση της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Ούτε φίλος του είμαι, ούτε τον ξέρω προσωπικά, του οφείλω όμως ένα μεγάλο ευχαριστώ αυτού του ανθρώπου. Όπως οφείλω και στον Θανάση Καμπαγιάννη, τον δικηγόρο που η αγόρευση του στη δίκη της Χρυσής Αυγής πέρασε στην ιστορία. Το ίδιο και σ’ εκείνο το νεαρό γιατρό απ’ την Κρήτη που έσωσε το σκυλάκι, το οποίο ξέσκισε ο παλαβός πρώην ιδιοκτήτης του. Έχουμε κάθε μέρα τέτοιους ανθρώπους δίπλα μας.

Είναι η πρώτη φορά που γίνεστε μελό σε μία συνέντευξη σας.

Δεν είμαι μελό, καμιά φορά όμως λέω πράγματα που παρεξηγούνται. Ζούμε σε εγκλεισμό εδώ κι ένα χρόνο κι είναι λογικό ο κόσμος να παρασέρνεται σε λάθος κρίσεις και πράξεις. Τα ένστικτα αγριεύουν. Πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι μέσα σ’ αυτή τη μαυρίλα, στο σάβανο που μας έχει τυλίξει, πήρα θάρρος και ελπίδα από πράξεις, λόγια και σκέψεις άλλων ανθρώπων. Αυτά όλα θέλω να καλλιεργήσουμε όταν βγούμε απ’ την πανδημία σε λίγους μήνες, γιατί θα τα έχει ανάγκη ο κόσμος. Ο άνθρωπος, μην ξεχνάμε, είναι πολύ σκληρό ζώο και έχει επιβιώσει των πάντων. Και ξέρει να επιβιώνει.  Θα τα καταφέρουμε πιστεύω.  Είναι κρίμα που η πανδημία δεν μας βρήκε έτοιμους, ούτε σαν οργανωμένο κράτος, ούτε σαν κοινωνία, ούτε σαν σύστημα υγείας. Είμαστε ένα κράτος που έπρεπε να’χουμε τρισίμισι χιλιάδες ΜΕΘ και δεν τις έχουμε. Κάνω έναν απολογισμό αυτή τη στιγμή των τελευταίων δεκαετιών. Θέλω όταν περάσει το κακό, να μείνει κάτι. Εγώ ένοιωσα αυτό το διάστημα πλάι μου ανθρώπους που θέλουν να συμπαρασταθούν και που πονάνε για άλλους.

 

Σας αρέσει να γίνεστε εξομολογητής των άλλων;

Όχι. Δεν ξέρω τι είναι εξομολογητής και δεν ξέρω τι είναι εξομολόγηση. Αυτό που κάνουμε εμείς τώρα δεν είναι εξομολόγηση! Εγώ, Αντώνη, δεν ήμουν προετοιμασμένος για να γίνω γνωστός και, μάλιστα, διάσημος. Δεν τη γουστάρω καθόλου τη διασημότητα. Θα ήθελα να ξέρεις τον Γιώργο εσύ και όχι τον Νταλάρα που τον βγάζουν αφίσες στο δρόμο και μετά πάνε οι άλλοι και του προσθέτουν γυαλιά ή δόντια. Δεν είμαι εγώ αυτός.

 

Γίνατε σταρ ερήμην σας;

Ερήμην μου όχι, συμμετείχα σε φωτογραφίσεις, εξώφυλλα. Ήταν μέρος της δουλειάς.  Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά.  Μην ξεχνάτε ότι ξεκίνησα πολύ μικρός.  Και από την άλλη όταν η δουλειά γίνεται, αναγνωρίζω πως κάπως πρέπει να γίνει γνωστή. Αυτό που λένε στις εταιρείες «θέλουμε να την προωθήσουμε». Υπάρχουν βέβαια τρόποι και γι’ αυτό.  Να, εμείς κάνουμε αυτή τη συζήτηση, επειδή πριν από μερικές εβδομάδες βγήκαν οι δυο δίσκοι. Είναι καλό ή κακό να μιλήσουμε γι’ αυτούς; 

Καλό είναι. Αν δεν το κάνετε τώρα, εδώ, πότε θα το κάνετε;

Καλό είναι.  Ας μιλήσουμε λοιπόν για τραγούδια, μουσική, μελέτη, εργασία.

 

Θεωρήσατε ποτέ μονομανία την εργασία σας;

Θεώρησα αυτή τη μονομανία καθημερινότητα και συνηθισμένη διαδικασία. Το «μανία», όμως, ας μου το εξηγήσει κάποιος επιστήμονας που ασχολείται με την ψυχολογία. Γιατί να θεωρείται μανία τα ωραία τραγούδια που έχω στο μυαλό μου κάθε πρωί που ξυπνάω ή τα όργανα που ξέρω και παίζω;

 

Προσωπικά δεν χρησιμοποίησα ως μομφή τη λέξη μονομανία.

Το ξέρω, απλά μεταφέρετε και γνώμες άλλων αυτή τη στιγμή. Θα έχετε ακούσει, λοιπόν, πως ο Νταλάρας είναι τελειομανής. Να το πάλι το «μανής»! Τι σημαίνει, ρε παιδιά, τελειομανής; Δηλαδή έχει μανία με το τέλειο; Και δεν χαίρεστε;

 

Μα νομίζω κι αυτοί που το λένε, θετικά το λένε για σας.

Όχι όλοι! Έχω ακούσει και δυσάρεστα πράγματα για πολύωρες πρόβες, αλλά αντιλαμβάνομαι πως δε γίνεται με κακή πρόθεση. Από την άλλη μεριά, εγώ δεν μπορώ να θεωρήσω ατέλεια τον τρόπο που εργάζομαι.  Ακόμα και αν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σου.

 

Είναι λίγο ρατσιστικό αυτό.

Είναι τελείως ρατσιστικό και ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί είναι η επόμενη λέξη που θα έλεγα. Έχω κάνει και εγώ λάθη, αλλά όχι πάντα αυτά που μου έχουν αποδώσει.  Ας πούμε, έχω πει όχι σε ορισμένες συνεργασίες, είτε επειδή είχα μια άλλη δουλειά, είτε γιατί δεν μου ταίριαζε το περιβάλλον, είτε από τα 5 τραγούδια που μου έστειλαν μου άρεσαν τα δυο.  Και εγώ δεν επικοινωνούσα με μεσάζοντες, έπαιρνα την πρωτοβουλία να πω σε ένα 25χρονο παιδί, σε ένα νέο συνθέτη: «Ρε συ μ’ αρέσει μόνο αυτό το τραγούδι, το άλλο δεν κάνει για μένα». Όχι, δεν το θέλουν έτσι! Σου λένε «Αυτό θέλω να πεις»!

 

Μα δεν είναι θράσος ένας πιτσιρικάς συνθέτης να υποδεικνύει ποιο τραγούδι θα του πει ο Νταλάρας; Όχι πως δεν μετράει και η γνώμη του, βέβαια.

Βεβαίως μετράει.  Και εγώ όταν ήμουν 20-25 χρονών άκουγα ότι έλεγαν οι μεγαλύτεροι μου με σεβασμό.  Αυτά είναι όμως εξαιρέσεις.  Γενικά σήμερα ο κόσμος της δουλειάς είναι πιο ήρεμος, όχι τόσο επιθετικός. Επίσης άλλοι από τη δουλειά μας στεναχωριόντουσαν και μου έλεγαν: «Ρε συ, είναι δυνατό να δουλεύεις μαζί μου και να αναφέρεις το όνομα άλλου σε συνέντευξη σου;» Εδώ καταλήγουμε στο ότι οι ψυχίατροι είναι χρήσιμοι στην κοινωνία μας. Έχω δει και παιδιά που μόλις ξεκίνησαν και πέτυχαν με τη δουλειά τους, ν’ αρχίζουν κατευθείαν τις κόντρες και την έπαρση. Δεν μ’ αρέσει αυτό. Επομένως, ή «γεια σας» ή «έξω».

Θα λέγατε ότι ζήσατε τη νύχτα ως τραγουδιστής;

Σχεδόν καθόλου, έκατσα πολύ λίγο.  Δούλεψα κυρίως στις μπουάτ, στις συναυλίες και στα θέατρα.  Θυμάμαι γύρω στο 2004, για μια φορά, που δούλεψα σε πολύ ωραίο περιβάλλον, πρέπει να πω, αλλά δεν ταίριαζα εκεί.  Μάλιστα επιβεβαιώθηκα με τον καλύτερο τρόπο.  Είχα τραγουδήσει στο πρώτο μέρος και ήταν όλοι ενθουσιασμένοι!  Στο διάλειμμα μαθαίνω ότι έφυγε πριν λίγες ώρες ο Σταύρος Κουγιουμτζής.  Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, βγαίνω στη σκηνή και λέω: «Είναι μια πολύ δυσάρεστη στιγμή για μένα και θέλω μ’ αυτό το τραγούδι να εκφράσω την αγάπη μου και την ευγνωμοσύνη μου σ’ αυτό τον άνθρωπο, που έφυγε πριν λίγες ώρες» – ο κόσμος δεν το είχε μάθει ακόμη. Ρε Αντώνη, μου έφυγε κι ένα δάκρυ. Συγκινήθηκα.  Παίρνει το μάτι μου έναν νεαρό, μεθυσμένο προφανώς, να κάνει ένα μορφασμό, μπορεί να έριξε και μια μούντζα.  Του έσπασα το κλίμα.  Καταλαβαίνεις την παρανόηση των πραγμάτων. Γι’ αυτό εκτιμώ πολύ τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος έγραφε «Πρέπει να κυριολεκτούμε! Αν αλλάξουμε το νόημα των λέξεων, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο»!  Και είναι και αυτοκριτική αυτό. Με τα χρόνια κατάλαβα, ότι πρέπει να δείχνουμε κατανόηση, να καταλαβαίνουμε ποιους έχουμε απέναντί και να μην τους προκαλούμε. Εγώ πιο μικρός ήμουν προκλητικός.  Άναβα αμέσως.  Δεν ήξερα να μιλάω.  Και ακόμα δεν ξέρω πολλές φορές.

 

Εσείς το λέτε αυτό;

Ναι, ναι καθόλου δεν ξέρω! Εγώ μιλάω μαζί σου για την ώρα που μιλάω.  Και τα λέω όλα.  Γιατί είμαι ένας εμπειρικός άνθρωπος. Θα τα βάλω κάτω όλα, τις απορίες μου, τις αγωνίες μου, τις απόψεις μου.  Θέλω μετά από τόσα χρόνια στο τέλος της μέρας μέσα από τα τραγούδια και μέσα από τη δουλειά μου να δώσω ένα λόγο, ένα αφήγημα, για τα παιδιά που επιθυμούν να φτιάξουν τ’ όνειρό τους στο τραγούδι.  Όπως θέλω να σταματήσει αυτός ο τόπος να βαυκαλίζεται με ψέματα και λαϊκισμούς. Το επιλέξαμε να είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει να δουλέψουμε γι’ αυτό.  Αυτοί που γκρινιάζουν πιστεύουν ότι κάπου αλλού θα ήταν καλύτερα;  Που όμως; Στην τότε Σοβιετική Ένωση ή στην τωρινή Ρωσία;  Ή στην Κίνα; Που κάθε μήνα παρουσιάζει και έναν δισεκατομμυριούχο μέλος του Κόμματος; Θα μείνω στον Τενγκ Σιαοπίνγκ, ο οποίος έλεγε: «Σας δίνω προθεσμία ως το 2030. Από κει και μετά, δεν ξέρω αν θα μπορώ να σας αναγνωρίσω».

 

Πόσο Ελλάδα είναι τελικά η Ευρώπη;

Εγώ πιστεύω πως είναι πιο πολύ Ελλάδα η Ευρώπη. Ολόκληρη η κουλτούρα της είναι ελληνοκεντρική. Όπως πιστεύω πως ήταν λάθος η χρονική στιγμή που μπήκαμε στο ευρώ. Έπρεπε να προετοιμαστούμε καλύτερα και να πούμε «Τώρα».

 

Πότε, είκοσι χρόνια μετά;

Ναι, τουλάχιστον. Θα το κρίνει βέβαια ο ιστορικός του μέλλοντος.  Εγώ μιλάω γι’ αυτά τα πισογυρίσματα, να ξαναγυρίζαμε στην δραχμή, να κάναμε εκείνο και τ’ άλλο.  Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να γίνει αυτό, εξ ου και με την Πρώτη Φορά Αριστερά κυβέρνηση, το όχι έγινε ναι.  Ήταν προδότες αυτοί ή οι προηγούμενοι;  Ή μήπως αυτοί που κατηγορούν εύκολα τους άλλους για προδοσία, έχουν άλλη ατζέντα;

 

Πόσο στιγμιαία μπορεί να είναι μια επανάσταση;

Καθόλου στιγμιαία, τουλάχιστον όπως την ορίζει ο κόσμος. Οι επαναστάσεις θέλουν προετοιμασία κι αρχίζουν από μας τους ίδιους. Καθένας από μας πρέπει να επαναστατήσει με τον χθεσινό εαυτό του, να εξελίσσεται. Η επανάσταση δεν έχει τελειώσει! Οι επαναστάσεις είναι εδώ! Η θεωρία της είναι ζώσα, εξαρτάται όμως πως την εισπράττει κανείς. Χρειάζεται μια διάθεση θυσίας που δεν την έχουν όλοι.

 

Ο άνθρωπος είναι φυγόπονος εκ φύσεως.

Όχι πάντα, γι’ αυτό επιβίωσε. Εμένα μ’ αρέσει, μου δίνει ελπίδα η προσμονή μιας επαναστατικής πράξης ή μιας επαναστατικής διαδικασίας. Ο Ισοκράτης μας πρόλαβε δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν. Εμείς έχουμε τώρα δημοκρατία; Έχουμε ένα κομμάτι δημοκρατίας, ναι. Έχουμε, όμως, ισονομία, έχουμε ισότητα; Είναι ίσοι οι άντρες με τις γυναίκες; Και που δεν είναι ίσοι; Και γιατί δεν είναι; Τι καλύτερο έχει ο άντρας, παραπάνω μπράτσα; Η γυναίκα δεν έχει τις ίδιες και καμιά φορά πολλές παραπάνω δυνατότητες;  Ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που τη θέλουν κλεισμένη μέσα να μεγαλώνει παιδιά.

 

Αυτές είναι αντιλήψεις φυτεμένες μες στα μυαλά κάποιων.

Α, γεια σου! Πάντα λοιπόν είναι καιρός για αμφισβήτηση, για επανάσταση. Και δεν αναφέρομαι στην Επανάσταση των Μουζίκων, ούτε σ’ αυτή του 1917. Μιλάω για επαναστάσεις πολιτισμικές, που άλλαξαν τον κόσμο, σαν του Μάη του ’68.

Είστε ρομαντικός και αισιόδοξος. Που να δεις ψήγματα του Μάη του ’68 στην ακροδεξιά Ευρώπη του 2021;

Ναι, είμαι ρομαντικός. Δεν είναι όλη η Ευρώπη έτσι. Έχει δυο όψεις όπως όλα. Πρέπει να διαλέξουμε ποιο πρόσωπο απ’ τα δύο θέλουμε να υπερισχύσει. Αν απλώσεις το χέρι σου στο διπλανό σου, αυτόν που έχει ανάγκη και σκεφτείς με ωριμότητα, θα δεις πιο πολλά θετικά παρά αρνητικά. Δεν πρέπει να βαδίσεις με το μαύρο του εαυτού σου, αλλά με το φωτεινό σου κομμάτι, με ελπίδα, δυναμικά. Για τους νέους το λέω κυρίως. Λένε π.χ. όλοι λαδώνονται.  Αν βαδίσεις μ’ αυτό κατά νου, θα χάσεις αυτούς που δεν λαδώνονται. Άμα πας μ’ αυτούς, λοιπόν, θα χάσεις τον εαυτό σου, την πόλη σου, τη χώρα σου και δεν θα ξέρεις γιατί. Το ξέρω, υπάρχει πολλή μαυρίλα, θα ζήσουμε μ’ αυτήν όμως; Όταν είσαι χάλια, δεν αποζητάς κάτι που θα σε κάνει καλά; Πήγαινε στον διπλανό σου, το φίλο σου, μίλα του κι αν έχετε την ίδια γνώμη, κάντε μια ομάδα με επιχειρήματα.  Κάντε το πράξη.

 

Βγάλατε πρόσφατα ένα δίσκο με τίτλο «Η κασέτα του Μελωδία». Εκεί μέσα έχετε Καλδάδα, Άκη Πάνου, Κουγιουμτζή, Σπανό, Καζαντζή και άλλους νέους συνθέτες. Οσμίζεστε πάντα το σπουδαίο που θα προκύψει από ένα τραγούδι;

Αν έχω μια ιδιαίτερη δεξιότητα από παιδί αυτή ήταν μία σήτα, ένα κόσκινο, που έβαζα μέσα τα τραγούδια, τις αγάπες μου κι έψαχνα να βρω τι λέει το καθένα. Τραγουδούσα απ’ το πρωί ως το βράδυ, είτε ήταν η Ελίζα Μαρέλη, είτε η Καίτη Γκρέυ, είτε ο Γούναρης, ο Πολυμέρης, ο Καζαντζίδης κ.ο.κ. Έβλεπα διαφορετικούς κόσμους, αλλά και το ίδιο δάκρυ του κάθε καλλιτέχνη που ζητάει αποδέκτες. Ο Πολυμέρης έλεγε ένα ταγκό κι ο Παγιουμτζής ένα βαρύ μάγκικο. Άρχισα να κεντάω μέσα μου τη βιογραφία του τόπου μου. Τις ήττες και τις νίκες των ανθρώπων, τον πόνο τους, τις ταξικές διαφορές τους, την ιστορία την ίδια. Η ιστορία καμιά φορά είναι καθοδηγούμενη, ενώ τα τραγούδια δεν είναι. Γλίτωσαν! Είναι επαναστατικά όνειρα φευγάτα. Τον καιρό που τραγουδούσα «Που να σε ταξιδέψω, γυαλιά και λαμαρίνες» στον Ορφέα, στο ίδιο πρόγραμμα έλεγα «Βαρέθηκα το ναργιλέ, σιχάθηκα τη μαύρη»! Μου άρεσε να μπλέκω τα τραγούδια, όπως είναι μπλεγμένη η ζωή.  Είναι θέμα κοινωνιολογίας. Και φτάνουμε στο τώρα: Ηχογράφησα 17 τραγούδια που αγαπώ, τα διασκεύασα με τους μουσικούς και τα παίξαμε με μεράκι.  Δεν έκανα τίποτα ιδιαίτερο.  Και έγιναν ωραία και τα βγάλαμε δίσκο.  Πανδημία είχαμε, δεν παίζαμε πουθενά.  Άσε που όπου παίζω μου φωνάζουν: «Γιώργο, τα ‘’Παραπονεμένα λόγια’’, τη ‘’Φαντασία’’, τον ‘’Καφενέ’’».  Ήθελα κι εγώ να πω άλλα τραγούδια τώρα που ήμασταν κλειστά και δε φώναζε κανένας.

 

Κινείστε βάσει ενός άγχους για την πρώτη γραμμή, που συνεχίζετε να βρίσκεστε;

Καθόλου δεν μ’ ενδιαφέρει η πρώτη γραμμή. Είναι μύθος οι πρωτιές, δεν υπάρχουν. Ένας είναι πρώτος τώρα και σε δέκα χρόνια δεν είναι. Μην πάμε και στους πρώτους του ενός μήνα, γιατί υπάρχουν κι αυτοί. Εγώ επίσης δεν κάνω τα δικά μου, ψάχνω των άλλων. Έχω γράψει, για παράδειγμα, γύρω στα 150 τραγούδια. Δεν τα βγάζω. Δεν θέλω. Είναι καλύτερα των άλλων. Πάρε τους δίσκους του Κουγιουμτζή, του Λοΐζου, του Μαρκόπουλου, του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι και τα ρεμπέτικα. Τι να γράψω εγώ; Αν βγάλω κάτι, είναι αυτό που παίζω για πλάκα με τους μουσικούς μου και αν μου ζητήσει κανένα νέο παιδί κανένα τραγούδι.  Ήθελα να έχω πει πιο πολλά τραγούδια του Χατζιδάκι.  Είπα το «Αερικό», το «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά» που το έγραψαν με τον Γκάτσο, «Που το πάνε το παιδί» που είχε πει ο μέγας Μπιθικώτσης. Είναι τραγούδια που έχουν μπει στη «Λαϊκή Αγορά». Τα ενορχήστρωσε ο Νίκος Κυπουργός που είναι πιο λόγιος συνθέτης. Είδες όμως τι καταπληκτικό λαϊκό τραγούδι έχει γράψει με τον Χρόνη Αηδονίδη;

 

Πόσα πράγματα υπάρχουν στο ελληνικό τραγούδι που δεν έχετε ακόμη εξερευνήσει;

Υπάρχουν πολλά γιατί κι η Ελλάδα αναπτύχθηκε μακριά απ’ τα σύνορα της. Ένα σταυροδρόμι ήταν με το εμπόριο και τις τέχνες της, που έκαναν σπουδαίους τους ανθρώπους της. Οι παλιοί Έλληνες μας κληροδότησαν το βυζαντινό τραγούδι που δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί σε βάθος. Μόνο ο Χριστόδουλος Χάλαρης το έκανε και μπράβο του τού ανθρώπου. Η Μικρά Ασία τι ήταν; Η μουσική της, μια φλέβα χρυσού, που περιέχει πολέμους, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια, την Κύπρο, την Καππαδοκία, τον Πόντο, τη Μαύρη Θάλασσα. Είναι πολύ καλό που τα παιδιά σήμερα πάνε στα ωδεία και καταρτίζονται. Μιλάνε με τους κανονικούς περσικούς όρους στα όργανα και τους δρόμους.

 

Δεν κινδυνεύει έτσι η μουσική να παραγίνει ακαδημαϊκή;

Δεν νομίζω Ένας Κερκυραίος πρέπει ν’ ασκηθεί για ν’ ακούσει τη διαφορά των μουσικών δρόμων. Η μουσική είναι σαν τους ωκεανούς που έχουμε ερευνήσει μόνο ένα 10% και το υπόλοιπο 90% είναι ένα μυστήριο.

Γιατί έχω την εντύπωση πως η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής, σας δίνει το καλύτερο έναυσμα για μιαν ακάματη έρευνα;

Νιώθω τυχερός που απόκτησα τα μέσα για να το κάνω, αλλά η καρδιά μου είναι κοντά σ’ αυτούς που δεν το κατάφεραν. Θα ήθελα να γίνω η ελπίδα ενός ανθρώπου που του αρέσει το τραγούδι, το είπα και πιο πριν.  Εγώ θέλω να ψάχνω. Και στη ζωή και στη δουλειά. Λυπάμαι όταν στεναχωρώ μερικούς, αλλά να καταλάβουν κι εκείνοι ότι μερικά πράγματα είναι πιο σημαντικά και στη δουλειά και στη ζωή. Θέλω να πειραματίζομαι, να δοκιμάζω. Και θέλω να λέω και τη γνώμη μου άφοβα. Και θέλω όσοι διαφωνούν, να διαφωνούν με επιχειρήματα. Πριν από μερικά χρόνια, εκεί που τραγούδαγα, ένα παιδί σχεδόν ανέβηκε στη σκηνή με ένα ξύλο στο χέρι. Μετά από καιρό βγήκε δημόσια και είπε: «Εγώ ήμουν τότε, 22 ετών, κι ήθελα να τον χτυπήσω γιατί ο Νταλάρας είπε ότι το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του». Πιθανώς να μην έχει καταλάβει μέχρι σήμερα τι σήμαινε η φράση αυτή. Πότε θα καταλάβει ότι είναι επισκέπτης εδώ και οι θάλασσες ανήκουν στα ψάρια και στους ωκεανούς; Μόνο αν το καταλάβαινε, θα καλυτέρευε η ζωή του και θα προστάτευε καλύτερα τη χώρα του.

 

Εκεί βασίζεται όλο το αφήγημα της ακροδεξιάς όμως.

Ε, ναι, τι να κάνουμε τώρα… Κάποια στιγμή νιώθεις και τιμή να σε εχθρεύονται άνθρωποι που είναι για δέσιμο.

Γνωρίζω πως ήσασταν πάντα κοντά σε ανθρώπους με διαφορετικές ευαισθησίες απ’ τις δικές σας, των άκρων θα λέγαμε. Μπορώ να θυμηθώ τη Φλέρυ Νταντωνάκη, τον καλό σας φίλο Γιάννη Bach Σπυρόπουλο κ.α.

Η Φλέρυ, ο Γιάννης… Συγκινούμαι απ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους, παλιούς και νεότερους, που το ταλέντο τους αναβλύζει είτε τραγουδάνε, είτε γράφουν στίχους και μουσική. Ακόμη δακρύζω καμιά φορά με τα τραγούδια των Κατσιμίχα…  

Αν εννοείτε όλους τον Μάλαμα, τον Περίδη, τον Αλκίνοο κ.α., αυτοί έκαναν και κάτι άλλο. Επικράτησαν με την τέχνη τους επί των αμιγώς τραγουδιστών. Σας ερωτώ αν έβλαψαν μ’ αυτό τον τρόπο την ερμηνεία στο τραγούδι.

Ποτέ! Οι τραγουδοποιοί των τελευταίων 30 χρόνων πλούτισαν το τραγούδι μας με τόλμη, με συνέπεια, με χιούμορ και με καινούργια αντίληψη.  Είχε ξεκινήσει βέβαια ο Σαββόπουλος αρκετά χρόνια πριν. Αργότερα ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και αρκετοί ακόμα, που ενώ άκουγαν τους Eagles, τους America, τον Dylan και άλλα συγκροτήματα, δεν μιμήθηκαν! Χρησιμοποίησαν την έμπνευσή τους μουσικά και έγραψαν στη δική μας γλώσσα, με ωραία ελληνικά.  Και έχουμε μετά τον Μάλαμα ή τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Περίδη και δεν είναι μόνο αυτοί! Άνθρωποι επηρεασμένοι από την ξένη σκηνή, φτιάχνουν λαϊκά τραγούδια που θα μπορούσαν να τα είχαν γράψει ο Καλδάρας και ο Άκης Πάνου.

 

Πως φτάνει η φράση «ατομική ευθύνη» στα αυτιά σας που αντιμάχεται την κοινή δράση;

Πάντα χρειάζεται ατομική ευθύνη.  Νόμιζα ότι ήταν αυτονόητη.  Όταν η «ατομική» υπολείπεται της έννοιας της «ευθύνης», χρειάζεται να φαίνεται.

 

Πριν κλείσουμε, να πούμε και για τον άλλο δίσκο σας με τον Ανδρέα Κατσιγιάννη και τη συμμετοχή του Τζόναθαν Τζάκσον, που ομολογώ δεν τον γνώριζα.

Ο Τζόναθαν είναι εξαιρετικός ηθοποιός, είναι φιλέλληνας, έχει βραβευθεί για το ντοκιμαντέρ που έχει κάνει για το Άγιον Όρος και νομίζω είναι Ορθόδοξος χριστιανός στο δόγμα.

 

Ο Κατσιγιάννης σημειώνει πως η τέχνη είναι μια απόπειρα βελτίωσης των συνθηκών ζωής.

(αναστενάζει) Είναι λίγο παράξενο, αλλά είναι αλήθεια.  Η ζωγραφική είναι απαραίτητη στον άνθρωπο; Όταν ένα μικρό εργάκι του Πικάσο κοστίζει στον Οίκο Σόθμπις έντεκα εκατομμύρια λίρες, κάτι τρέχει. Αυτή είναι η μια όψη της τέχνης. Η υπερτιμολόγηση της.  Δεν αντιλαμβανόμαστε την τέχνη όμως μέσα απ’ αυτό.  Από την άλλη στη μπάλα, που είναι το πιο λαϊκό σπορ, δεν πέφτουν επάνω της σαν τα κοράκια; Δεν ξοδεύονται εκατομμύρια; Με τη βιομηχανία του τραγουδιού δεν έγινε το ίδιο; Δεν ήταν μονοπώλιο τριών τεσσάρων εταιρειών; Τώρα όμως δεν είναι έτσι.  Η επανάσταση βρίσκεται στο διαδίκτυο, το οποίο έπληξε τα μονοπώλια. Και εφόσον θεσπιστούν και τηρούνται οι νόμοι των πνευματικών δικαιωμάτων, αυτό είναι καλή πλευρά, γιατί έτσι έχει πρόσβαση στην πληροφορία ακόμα και στην τέχνη, όλος ο κόσμος.  Τι είπε ο Στιβ Τζομπς πριν φύγει; «Κυνηγάτε το άπιαστο».  Μαρξιστικό. Η επανάσταση είναι καθημερινή υπόθεση, όχι όμως το κυνήγι της εξουσίας. Από αυτή την άποψη, έχει δίκιο ο Κατσιγιάννης. Ήρθε και με βρήκε μ’ αυτό το νέο έργο, με αγνότητα και αγάπη και με συγκίνησε.  Μπήκαν στη συνέχεια μουσικοί, η Λίνα Νικολακοπούλου και η Ελένη Φωτάκη με τους υπέροχους στίχους τους, και ακόμα ένα ποίημα του Νίτσε που μελοποίησε ο Ανδρέας και τα λόγια του Αλέξανδρου Φωτεινού που τραγούδησε ο Τζόναθαν.  Είναι πραγματικά μια αξιόλογη παραγωγή του Ινστιτούτου Άγιος Μάξιμος ο Γραικός που κάνει εξαιρετικές εκδόσεις.

 

Πετύχατε, η αλήθεια είναι, να εκλαϊκεύσετε όλοι μαζί χωρίς εκπτώσεις ένα αμιγώς θρησκευτικό έργο.

Ακριβώς. Θρησκευτικό σε πρώτη ανάγνωση που όμως απευθύνεται στον κόσμο.  Ζήτησα απ’ τη Λίνα και την Ελένη να γράψουν στίχους γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, για να συνυπάρξει το μοναχικό αφήγημα με την μοναξιά του καθημερινού βίου, ειδικά αυτή την εποχή. Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που συνυπάρχουν δισκογραφικά. Η Λίνα είναι αυτή που είναι, τόσο σπουδαία, αλλά και η Ελένη τι ωραία που γράφει! Και μόνο καλό κάνει στον κήπο μας η συνύπαρξη τους.

 

Κύριε Νταλάρα, τελειώνοντας αυτή τη μαραθώνια κουβέντα, σας ερωτώ: Έχετε αμαρτίες που να σας βαραίνουν;

Φυσικά. Εσύ όχι; Όλα τα πράγματα, Αντώνη, χρειάζονται αναθεώρηση. Τα πάντα! Κι εγώ, κι εσύ, και η τέχνη, και η δημοσιογραφία, και το τραγούδι. Και η επιστήμη αναθεωρεί, είναι η φύση της. Δεν μπορούμε να παίζουμε τον παπά με τις ζωές των ανθρώπων. Όσο για σένα που κάθισες και σου μιλάω τόση ώρα, «Καλά να πάθεις, ας πρόσεχες» (γέλια).

* Οι δίσκοι του Γιώργου Νταλάρα «Η Κασέτα του Μελωδία 99,2» και «Της Σιωπής ο Τόπος» σε μουσική Ανδρέα Κατσιγιάννη κυκλοφορούν από τη Minos – EMI.

** Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο Docville με το Documento της Κυριακής 16.5.2021

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

«Πάμε μπροστά. Αλέξη, έλα πάνω», ανέφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με αποδέκτη τον τέως αρχηγό του…