Ενα μαγαζί στην παλιά πόλη της Λεμεσού, λίγα μέτρα από την πλατεία Ηρώων, εκεί όπου κάποτε τα μπορντέλα της πόλης ήταν στην ακμή τους. Σπασμένο το τζάμι του, κολλημένο πρόχειρα με ταινίες και με τη μαρκίζα να γράφει Jimmy’s Coffee Shop. Ο Jimmy κάθεται απέξω σε ένα τραπεζάκι· μόνος, βαρύς κι ασήκωτος. Κοντοστέκομαι και απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο κοιτάζω τα ενδότερα του καφενέ – δεν μου πάει ιδιαιτέρως αυτό το «coffee shop».
Γαλάζιοι τοίχοι, πλαστικές καρέκλες, ναργιλέδες, μπιμπελό από τη χώρα του Νείλου, πορτρέτα γυναικών μιας άλλης εποχής, μια τακτοποιημένη ακαταστασία, ένα ιδιότυπο γιουσουρούμ που με γυρίζει στην Ελλάδα του 1950 και σε σκηνές από νεορεαλιστικό κινηματογράφο. Πλησιάζω τον Jimmy, ο οποίος είναι ευγενέστατος παρά τη φαινομενική δυσθυμία του. Τον ρωτάω αν μπορώ να φωτογραφίσω το μαγαζί του. «Τι τα θες, άνθρωπος δεν πατάει εδώ μέσα»… Μαθαίνω πως το όνομά του είναι Γιαμάλ στη γλώσσα του και στα ελληνικά «Δημήτρης». Του ζητάω να μου πει την ιστορία του, αλλά δεν τον βλέπω πολύ πρόθυμο.
«Εγώ φταίω για ό,τι έγινε στη ζωή μου»… Επιμένει, παρόλο που του εξηγώ πως δεν θα μπούμε σε προσωπικές λεπτομέρειες. Προθυμοποιείται να μου ψήσει καφέ, αλλά του εξηγώ πως κινούμαι με κάρτα τραπέζης και δεν μπορώ να τον πληρώσω. «Σ’ τον κερνάω εγώ, ένα ευρώ κάνει» μου απαντάει και σε λίγα λεπτά τον βλέπω να έρχεται με ένα φλιτζανάκι καφέ κι ένα νερό σε δισκάκι. Ο Αιγύπτιος Γιαμάλ από το 1975 έως το ’85 ζούσε στην Ελλάδα και δούλευε στα καρνάγια των πλοίων. Μετά το ’85 βρέθηκε στη Λεμεσό για πρώτη φορά και έμεινε εκεί για πάντα ανοίγοντας τον καφενέ. Βίωσε έτσι μετά τα πρώτα χρόνια της τουρκικής εισβολής τον βίαιο μετασχηματισμό της Κύπρου. Κάποτε στο μαγαζί του μπαινόβγαιναν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. «Ημουν σαν σε μία ουδέτερη ζώνη για πολλά χρόνια»…
Επειτα με αφήνει να ξαναμπώ στο μαγαζί του και να βγάλω κι άλλες φωτογραφίες. Εχω την αίσθηση πως σ’ ένα τραπεζάκι με πλαστικές καρέκλες κάθονται και τα λένε η Ουμ Καλσούμ, ο Ζεκί Μουρέν και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Κι όταν φεύγω ένα αεροπλάνο διασχίζει τον ουρανό της Λεμεσού. Ποιος ξέρει σε ποια πολιτισμένη μεγαλούπολη της Δύσης να πηγαίνει; Αντίο, φτωχέ Αραβα αδερφέ μου, Γιαμάλ, που δεν μπορείς ούτε το σπασμένο τζάμι σου να φτιάξεις. Σ’ έφαγαν και σένα τα brands και οι αλυσίδες καφέ. Εύχομαι, όταν ξανάρθω, να δω και σένα και το μαγαζί σου. Και να πιούμε ακόμη έναν καφέ σαν αυτόν που έφτιαχνα κάθε πρωί στη μάνα μου.