Δεν είναι το προσωνύμιο της οσκαρικής ηθοποιού του Χόλιγουντ που φτιάχνει έναν μύθο γύρω από την Τίλντα Σουίντον. Είναι η ίδια ένα μυθικό πλάσμα, σαν να ήρθε από άλλο σύμπαν, αλλόκοτη και εξωγήινη και την ίδια ώρα γήινη, φτιαγμένη από νερό και χώμα, στοιχειό και στοιχείο της φύσης μαζί, «ευλογημένη» με ένα τεράστιο ταλέντο, που έχουμε θαυμάσει σε ταινίες του Ντέρεκ Τζάρμαν, της Σάλι Πότερ ή του Τζιμ Τζάρμους, προσφάτως και στο «Killer» του Ντέιβιντ Φίντσερ.
Μια άλλη διάσταση του ταλέντου της όμως, ανακαλύψαμε σε ζωντανό χρόνο, όπως υπαγορεύει η «θεατρική» συνθήκη, μπροστά στα μάτια μας, στο «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση που παρακολουθήσαμε την Κυριακή το βράδυ (ανεβαίνει από σήμερα έως 16 Δεκεμβρίου), και που είναι μια εμπειρία ποιητική, στα όρια του μεταφυσικού, μια τελετή λατρείας στο ένδυμα-κοστούμι και στον κινηματογράφο, ωδή στον θάνατο και τη ζωή, του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Μια ερμηνεία που ακροπατάει «στη ζώνη του άγνωστου και του ανεξήγητου», όπως θα μας εξηγούσε στη συνέντευξη Τύπου που έγινε σήμερα, Δευτέρα, η ίδια η Τίλντα Σουίντον, έχοντας στο πλευρό της τον ιστορικό μόδας Ολιβιέ Σαγιάρ, συνοδοιπόρο και συνδημιουργό αυτής της τελετής που υμνεί την τέχνη, το ανθρώπινο σώμα, το πένθος και την ζωή. Φορώντας άνετα φλατ παπούτσια στο χρώμα του καφέ, μέσα σε ένα φαρδύ μάλλινο ροζ πουλόβερ, και σε κοτλέ παντελόνι του ίδιου χρώματος, θα μας έλεγε ότι «το ντύσιμο είναι επιλογές. Κι εγώ σήμερα έχω ντυθεί έτσι γιατί είμαι πολύ κουρασμένη και άυπνη».
Από μουσειακό είδος, ζωντανά «σώματα»
Μόλις το προηγούμενο βράδυ την είδαμε σε μια συγκλονιστική παράσταση, κάτι μεταξύ περφόρμανς και καλλιτεχνικού ντεφιλέ, να ντύνεται μερικά από τα διασημότερα κοστούμια των ταινιών του Παζολίνι από το «Δεκαήμερο», το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», «τους Μύθους του Καντέρμπουρι», το «Χοιροστάσιο», το «Σαλό», κ.α. Τους μιλούσε, τα χάιδευε, τα μύριζε, ορισμένα τα φόρεσε, τα περισσότερα απλά τα ακούμπησε πάνω στο τόσο λευκό, σχεδόν διάφανο, δέρμα της, σαν να ήταν η ίδια κρεμάστρα, σαν να ήταν το μανεκέν. Το σώμα της, σαν άγραφο χαρτί, άχρονο, άφυλο, καθαρό, έγινε ο «μεταφορέας» και «διακομιστής» όπως είπε η ίδια, των κοστουμιών, που βγήκαν από τα ντουλάπια και τις προθήκες, που ξέφυγαν από τον ασφυκτικό κορσέ του μουσειακού είδους πίσω από πλέξιγκλας, ζωντάνεψαν και έλαμψαν μέσα σε λίγες στιγμές ζωής. Κι αυτή τα χόρεψε. Τα προσκύνησε. Χάιδεψε την υφή τους, τραχιά ή βελούδινη, γαριασμένη ή μεταξένια. Χωρίς λόγια. Χωρίς μονολόγους υπό τους ήχους του χαρτιού αμπαλαρίσματος, που τσαλακώνεται, ξεδιπλώνεται και ξετυλίγεται για να αποκαλυφθούν καπέλα και κοστούμια, με τον ρυθμό μιας τελετουργίας, αργά και σεβαστικά. Με θρησκευτικότητα και μεγαλοπρέπεια.
Στο «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι» η σπουδαία ηθοποιός δεν είναι ακριβώς πρωταγωνίστρια, δεν επιδίδεται σε κάποιον ερμηνευτικό μονόλογο, δεν λέει κατεβατά, ξεστομίζει μόλις μερικές κουβέντες. Παραμερίζει το μέγεθος της, για να πάρουν τον πρώτο ρόλο τα χειροποίητα κοστούμια από τις ταινίες του Παζολίνι, που σχεδίασε ο τεράστιος Ντανίλο Ντονάτι και κατασκεύασε το ατελιέ Φαράνι πριν από αρκετές δεκαετίες.
Συνήθως οι συνεντεύξεις Τύπου είναι διεκπεραιωτικές, λίγο αναμενόμενες. Της Τίλντα Σουίντον όμως, είναι από αυτές τις σπάνιες στιγμές που εξελίσσονται σε Γεγονός. Που ο λόγος, των συντελεστών, έρχεται να κουμπώσει πάνω σε ένα βιωμένο συναίσθημα μιας τόσο μοναδικής εμπειρίας που ψάχνει τις λέξεις της για να αποκωδικοποιηθεί.
«Αγάλματα». «Μνημεία». «Κοσμήματα». «Αρχετυπικά». Μέσα στη ροή του λόγου της, αυτές ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησε η Τίλντα Σουίντον για να μιλήσει για τα κοστούμια. Αναδεικνύοντας μέσα από αυτή την περφόρμανς την τέχνη του κοστουμιού, που δεν είναι ρούχο, αλλά έργο τέχνης, στάθηκε ειδικά στα κοστούμια των κομπάρσων. «Αυτά εάν είναι τυχερά έχουν μια σκηνή ζωντανή μέσα στην ταινία γιατί σχεδιάζονται αλλά δεν εμφανίζονται όλα τελικά. Αλλιώς μπορεί να καταλήξουν σε διαφήμιση για κορν φλέικς», είπε έχοντας δίπλα της, και δείχνοντας, δύο επιβλητικά κοστούμια από το «Δεκαήμερο» του Παζολίνι. Ένα από αυτά όταν το φόρεσε στην παράσταση το προηγούμενο βράδυ, έδινε την αίσθηση ότι την βάραινε. «Γιατί το φορούσε ηλικιωμένος…», μας εξήγησε. Λίγο νωρίτερα είχε θαυμάσει, και σαν να είχε χαΐδέψει, μια κορνίζα με μια φωτογραφία της Μαρίας Κάλλας με τον Παζολίνι, που κανονικά είναι τοποθετημένη πάνω σε ένα από τα δύο πιάνο της Κάλλας που βρίσκονται στην Στέγη, αλλά η διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος, Αφροδίτη Παναγιωτάκου ζήτησε να έρθει στο χώρο της συνέντευξης Τύπου. Μια αυθόρμητη ζωντανή στιγμή ή μάλλον ένας ακόμη μύθος που ζωντάνεψε για μια στιγμή μέσα στην αίθουσα, της Κάλλας, τόσο συνδεδεμένης κι αυτής με τον Παζολίνι.
Απόψε αυτοσχεδιάζουμε
«Η παράσταση δεν είναι ποτέ η ίδια. Αυτοσχεδιάζω. Γιατί αυτά τα κοστούμια είναι ζωντανά. Κάθε φορά με έναν τρόπο σαν να τα γεύομαι από την αρχή. Όταν τα δοκίμαζα πρώτη φορά, τους έκανα διάφορα για να τα νοιώσω. Σε ένα έβαλα λεφτά στην τσέπη, σε ένα άλλο ένα γράμμα και σε ένα άλλο τοποθέτησα ένα λουλούδι στο πέτο…», διηγήθηκε η Τίλντα Σουίντον.
Ο εμπνευστής της παράστασης, ο επιμελητής μόδας, Ολιβιέ Σαγιάρ, οραματίστηκε το «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι» σαν μια «έκθεση-παράσταση όπου θα μιλούσαμε για την ποίηση…». Την ποίηση που δεν βρίσκεις στον χώρο της μόδας απ’ όπου ο ίδιος προέρχεται και όπου τα ρούχα «σχεδιάζονται πια για το Instagram», όπως έσπευσε να προσθέσει η Σουίντον. «Έχω κάνει πολλές επιδείξεις μόδας», παραδέχτηκε ο Σαγιάρ, και συνέχισε: «Εκεί δεν μπορείς να έχεις στιγμές συγκίνησης. Θα το πω με ένα παράδειγμα. Πριν από χρόνια είχα επισκεφθεί στην Μπολόνια ένα πολύ ωραίο μουσείο με μουσικά όργανα. Ήταν όλα σε βιτρίνα. Δεν ακούγαμε κανέναν ήχο από πουθενά. Μετά περπατούσαμε στον δρόμο και περάσαμε έξω από ένα κονσερβατόριο. Ακούσαμε από το παράθυρο την πρόβα κάποιων φοιτητών μουσικής που έπαιζαν… Σκέφτηκα ότι είναι λάθος να κάνω επιδείξεις χωρίς… ήχο. Θέλω να δίνω ζωή στο ρούχο…».
Στο «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι» τα κοστούμια ξαναπαίρνουν ζωή, ξαναγεννιούνται για λίγο, για να ξαναπεθάνουν στη συνέχεια, πίσω στο αμπαλάζ τους. Θα ξαναπεκεταριστούν. Θα ξαναβγούνε από τα κουτιά τους για μια ακόμη παράσταση. Κι είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία, όπου τα κοστούμια αναπνέουν για λίγο, μια ζωντανή στιγμή τέχνης εν τη γενέσει της.