Η «Barbie» της Γκρέτα Γκέργουικ, το παγκόσμιο εισπρακτικό φαινόμενο με εννέα υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες, και το «Poor things» του Γιώργου Λάνθιμου, Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία και με επτά υποψηφιότητες.
Και οι δύο απαραίτητες. Η πρώτη γιατί έδωσε το φιλί της ζωής στις αίθουσες. Η δεύτερη γιατί ανήκει στην κατηγορία του σπουδαίου κινηματογράφου από έναν τεράστιο δημιουργό. Θεωρητικά είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αφού έχουν βάση τη γυναικεία ενδυνάμωση. Αλλά τις χωρίζει άβυσσος.
Στην «Barbie» η πρόθεση της γυναικείας ενδυνάμωσης καταλήγει μια επίφαση, τόσο στιγμιαία όσο ο θόρυβος από μια ροζ τσιχλόφουσκα που σκάει στα μούτρα μας. Γιατί μπορεί στην Barbieland να έχουν λυθεί τα ζητήματα φεμινισμού και δικαιωμάτων αλλά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ταινία μάρκετινγκ που εξελίσσει την Mπάρμπι στην εποχή της συμπερίληψης πλάθοντάς την… κάπως φεμινίστρια.
Στον αντίποδα βρίσκεται το «Poor things» του Λάνθιμου με την πιο γοητευτική, αινιγματική και ερωτεύσιμη ηρωίδα που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, την Μπέλα της Εμα Στόουν. Ενας άντρας σκηνοθέτης (βασισμένος στο βιβλίο του Αλασντερ Γκρέι που διασκεύασε ο Τόνι ΜακΝαμάρα) φτιάχνει μια τέτοια γυναικεία ταινία με τόλμη και τρυφερότητα, με θάρρος και ενσυναίσθηση που ανατρέχει στα γυναικεία ζητήματα και στη μάχη των φύλων. Η Μπάρμπι της Γκέργουικ κάνει την επανάστασή της όταν συμφιλιώνεται με την ιδέα της κυτταρίτιδας και φοράει Birkenstock. Η Μπέλα του Λάνθιμου όταν διεκδικεί την αυτοδιάθεση του σώματος για να εξερευνήσει τις σεξουαλικές απολαύσεις και τελικά την ίδια τη ζωή. Ο Λάνθιμος απέδειξε ότι μια ιστορία ενδυνάμωσης, που έχει ενσωματώσει ό,τι έχουμε διαβάσει για τα ζητήματα φύλου, μπορεί να είναι και αστεία και διασκεδαστική. Αλλά την ίδια ώρα είναι ευφυής και πολιτική.