Επτά μήνες μετά την τελευταία τους παρουσία επί ελληνικού εδάφους (Ιούλιος 2022) και τεσσεράμισι χρόνια μετά την αλησμόνητη συναυλία τους στο Piraeus Academy (Δεκέμβριος 2018), οι Amenra επιστρέφουν στην Ελλάδα για μία και μοναδική ζωντανή εμφάνιση, την Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023 στο Gagarin205, την οποία θα ανοίξουν οι Αθηναίοι post-metallers Sevengill.
«What you lose in the fire, you find in the ashes»…Το μείγμα doom metal, sludge metal, post-metal και hardcore punk που είναι η μουσική των Amenra προκαλεί ακραία συναισθήματα. Η βαθιά πνευματικότητα που διακατέχει το στίχο τους και η συγκλονιστική performance του Colin H. van Eeckhout, να ουρλιάζει στο σκοτάδι έως ότου έρθει η λύτρωση, χτίζουν μια εμπειρία τελετουργική.
Το Κουτί της Πανδώρας βρήκε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον τραγουδιστή Colin H. van Eeckhout (CHVE) λίγο πριν οι Βέλγοι εκπρόσωποι της απόλυτης μουσικής Κάθαρσης φέρουν το «Αγκάθι» τους στην Αθήνα.
Πρώτα απ’ όλα θέλω να σας ευχαριστήσω γι’ αυτή την κουβέντα και θα ήθελα να ξεκινήσω εκφράζοντας κάποια προσωπικά αισθήματα. Ακούω τη μουσική σας ήδη αρκετά χρόνια και πάντα καταφέρνετε να παραδίδετε μια εμπειρία συναισθηματικής κάθαρσης. Η μουσική σας μεταμορφώνει την απώλεια, την απόγνωση, τον πόνο σε κάτι ποιητικό – σαν ένα κάλεσμα να δούμε το ωραίο αναμοχλεύοντας το προσωπικό μας σκοτάδι. Το τελευταίο σας studio άλμπουμ De Doorn, που είναι και το πρώτο άλμπουμ μόνο στα φλαμανδικά, τη μητρική σας γλώσσα, έκανε την εμπειρία αυτή ακόμη πιο έντονη. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Δυστυχώς, αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω, φίλη μου. Σε ευχαριστώ όμως για τα καλά σου λόγια. Είναι κάτι ανεξήγητο και την ίδια στιγμή αδιαμφισβήτητο. Εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει κάποια φόρμουλα από πίσω ούτε εμείς ξέρουμε πώς επιτυγχάνεται. Θεωρώ πως το οφείλουμε μάλλον στο γεγονός ότι η αφήγηση βγαίνει απευθείας από την καρδιά. Ατομα που επιβίωσαν από ορισμένες κακουχίες της ζωής αφηγούνται με ειλικρίνεια την προσωπική τους ιστορία ή το αίσθημα που τους άφησε μια συγκεκριμένη εμπειρία. Νομίζω πως αυτό το αίσθημα είναι που αποτελεί κοινό τόπο για τους περισσότερους. Αλλά όπως είπα, μπορώ μόνο να υποθέτω. Η τέχνη που βγαίνει μέσα από την καρδιά και απευθύνεται στην καρδιά θα βρει τελικά απήχηση σε κάθε άνθρωπο σε κάποια φάση της ζωής του.
Μίλησέ μας για το πώς το να τραγουδάς στα φλαμανδικά άλλαξε τα πράγματα για τους Amenra.
Πρωτίστως εκείνο που άλλαξε για εμένα ήταν ο τρόπος που εκφράζομαι. Ξαφνικά, είχα μεγαλύτερη γκάμα λέξεων και γνώσεων για να διαλέξω. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω γιατί μου πήρε τόσο καιρό να τραγουδήσω στη μητρική μου γλώσσα. Νομίζω πως ίσως να ευθύνεται γι’ αυτό η απουσία κάποιου προγενέστερου παραδείγματος που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μπούσουλας για τη γενιά μου. Η φλαμανδική μουσική σκηνή ήταν κατά κανόνα πάντα εμπορική, χωρίς ιδιαίτερο «βάρος». Μόνο όταν άρχισα να εξερευνώ παλιότερα μουσικά ακούσματα από τα ’70ς μπόρεσα να βρω μερικά πολύ καλά και βαθυστόχαστα folk κομμάτια με μεγάλη ποιητική αξία. Η μουσική αυτή παρακαταθήκη ήταν που μετέστρεψε, πιστεύω, την αρχική μου γνώμη. Με αυτόν τον τρόπο μπόρεσα να εκφράσω προσωπικές σκέψεις και προβληματισμούς πιο καθαρά και πιο ποιητικά. Μπορούσα ξαφνικά να γράφω πιο πολυεπίπεδα.
Πώς σας επηρέασε την υπόλοιπη μπάντα αυτή η μεταστροφή του Colin στα φλαμανδικά στη μουσική που παίζετε, στην εμπειρία σας με τις ηχογραφήσεις ή στις ζωντανές εμφανίσεις σας;
Lennart: Στο κομμάτι των ηχογραφήσεων δεν μας επηρέασε τόσο, καθώς οι στίχοι γράφονται αφού έχουμε συνθέσει πρώτα έχουμε τη μουσική. Το να ακούω όμως τους στίχους στη μητρική μου γλώσσα βοηθάει να τους αντιληφθώ πιο συνειδητά. Η μουσική και ο στίχος βιώνονται με τρόπο ακέραιο και ως εκ τούτου κάνουν και την εμπειρία επί σκηνής εντονότερη.
Το άλμπουμ De Doorn είναι το πρώτο σας που δεν ανήκει στην κατηγορία των Mass I-VI. Μπορείτε να μιλήσετε για τις θεματικές με τις οποίες καταπιάστηκε και να εξηγήσετε πότε ξέρετε πως είναι καιρός να βγάλετε νέο άλμπουμ;
Με ποικίλους τρόπους υπάρχει μια θεματική που διατρέχει όλη τη λίστα των κομματιών. Εννοώ ότι πάντα απευθυνόμαστε στο ίδιο (συν)αίσθημα. Στην αίσθηση της λαχτάρας ή την αίσθηση του να μην έχεις βρει πού ανήκεις, να μην έχεις βρει τον δρόμο σου. Υπάρχει πάντα το αίσθημα της λύπης και της απώλειας που πρέπει να επικοινωνηθεί. Αγανάκτηση και απελπισία. Πολύ πιο σκοτεινά αισθήματα, που λυσσάνε να εκφραστούν καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου.
Για παράδειγμα, η ιδέα με τα αγκάθια ως artwork γεννήθηκε μέσα από το ενδιαφέρον μας για τα αγκαθωτά κλαδιά γενικότερα. Κατά την ηχογράφηση για κάθε μουσικό υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο αγκάθι ή είδος αγκαθιών που τον αντιπροσώπευε. Κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο (αγκάθια) να προστατευτεί από τον εξωτερικό κίνδυνο. Δέσαμε μαζί όλα αυτά τα κλαδιά και στη συνέχεια τα βάψαμε στο χρώμα του μπρούντζου. Τα κάναμε κατ’ αυτό τον τρόπο ανθεκτικότερα αλλά και ακόμη πιο πολύτιμα τόσο για εμάς όσο και για τον εξωτερικό παρατηρητή.
Θα μπορούσες, CHVE, να μιλήσεις για το mindset στο οποίο βρισκόσουν όταν δημιούργησες το Voor Immer;
Αυτό που γεννήθηκε πρώτα ήταν η μουσική. Οπότε το άκουσα δισεκατομμύρια φορές προτού η μουσική μου διηγηθεί από μόνη της την ιστορία της και έπειτα προσπάθησα να τη μεταφράσω σε λέξεις. Δεν είμαι ποτέ σε εγρήγορση για νέα μουσική ή τραγούδια.
Το De Doorn σηματοδότησε μεταξύ άλλων και το ντεμπούτο του Tim De Gieter στο μπάσο. Πώς δένει ο ήχος του με τη μουσική της μπάντας;
Η μεγαλύτερη αλλαγή που έφερε κατά τη γνώμη μου είναι πρωτίστως ως προσωπικότητα. Η νεανική του ενέργεια και η αισιόδοξη κατεύθυνση που έχει, εμπνέει πολύ τόσο εμένα όσο και τα υπόλοιπα μέλη. Είναι ένας αξιοθαύμαστος άνθρωπος που μπορούμε να αποκαλούμε φίλο εδώ και πολύ καιρό. Από την άλλη ως καλλιτέχνης είναι πολύ παραγωγικός σε ό,τι αφορά το παίξιμό του στο μπάσο, την τονικότητα, τα εφέ και ποτέ δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένος. Επίσης, είναι πάντα πρόθυμος για πειραματισμούς αλλά πάντα με γνώμονα τον σεβασμό που νιώθει για τη μουσική παρακαταθήκη του συγκροτήματος. Είναι σαν ένας νέος άνεμος ή μια νέα οπτική στη μουσική και η κατεύθυνση που παίρνει είναι πάντα ενδιαφέρουσα.
Ως συγκρότημα καταφέρατε να χαρίσετε στο κοινό σας κάτι σαν σημείο αφετηρίας για ένα προσωπικό ταξίδι που συνδυάζει μουσική, visuals και διεισδυτικούς στίχους. Πώς λειτουργεί για εσάς η συνεργασία με visual artists;
Η αλήθεια είναι πως ασχολούμαι προσωπικά με αυτό το κομμάτι και συνεπώς δεν είναι και ό,τι πιο… δημιουργικό να δουλεύει κανείς μαζί μας, αφού οι περισσότερες ιδέες προϋπάρχουν. Στη μέχρι τώρα πορεία μας πάντως είχαμε την ευλογία να συναντήσουμε αδερφικά πνεύματα με τη μορφή συντρόφων καλλιτεχνών. Μερικοί μάλιστα πήραν μερικές από αυτές τις ιδέες ή κατευθύνσεις και τις ανέλιξαν σε νέα ύψη, τις βελτίωσαν δηλαδή ξεπερνώντας κατά πολύ αυτό που είχαμε αρχικά στο μυαλό μας. Είναι αυτό ακριβώς το σημείο που λίγο πολύ γίνεται κάτι μαγικό, όταν δηλαδή τέτοια πνεύματα συναντιούνται και αναπτύσσονται σε μια κοινή πορεία.
Ποιες είναι οι σκέψεις και οι πεποιθήσεις σας επάνω στον θάνατο και στη μετά θάνατον ζωή και με ποιο τρόπο επηρεάζουν τη στιχουργική σας μέθοδο ή τα μουσικά μοτίβα σας;
Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος – έρχεται πάντα. Προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι θα έρθει συντομότερα απ’ ό,τι θα ήθελα. Επομένως είμαστε εξαιρετικά ενεργητικοί και θέλουμε να δημιουργήσουμε και να χτίσουμε όσο περισσότερα μπορούμε. Θέλω να μου δημιουργηθεί η αίσθηση ότι πέρασα τον χρόνο μου εδώ στη γη καλά. Θα ήταν ωραίο να συναντούσαμε όλους εκείνους που χάσαμε, συγκεντρωμένους μετά θάνατον σε έναν κόσμο ουτοπικό αλλά δεν βασίζομαι σε αυτό.
Δυναμικά riffs και μελωδίες, το στοιχείο της τελετουργίας και το σκοτάδι ως ο βασικός κορμός για τις αφηγήσεις. Θα μπορούσατε να επεκταθείτε λίγο περισσότερο επάνω σε αυτά;
Δυστυχώς η ερώτηση έχει αρκετά μεγάλο εύρος. Το σκοτάδι της ζωής είναι ο πηλός με τον οποίο πλάθουμε τη μουσική μας.
Τι άλλο να αναμένουμε από τους Amenra;
Ηχογραφούμε αυτήν τη στιγμή και έχουμε ήδη ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του επόμενου άλμπουμ. Μάλιστα εργαζόμαστε ήδη και για το μεθεπόμενο. Για κάποιο λόγο κινούμαστε με μεγαλύτερη ταχύτητα από κάθε άλλη φορά. Ερχονται ευρωπαϊκές περιοδείες, ζωντανές εμφανίσεις και φεστιβάλ και από εδώ και στο εξής θα συνεχίσουν να έρχονται.
Φωτογραφίες: Παύλος Μαυρίδης