Ζωζώ Σαπουντζάκη: «Κοιμάμαι και όλο ρόλους ονειρεύομαι, να βγω στο Ηρώδειο, τέτοια σκέφτομαι»

Μία απρόβλεπτη συνέντευξη με την απόλυτη Βασίλισσα της Νύχτας που θυμάται τους πάντες και τα πάντα και ποτέ δεν παύει να ονειρεύεται τα καλλιτεχνικά. Και να τα κάνει πράξη: Όπως το ολοκαίνουργιο τραγούδι της σε μουσική Ανδρέα Λάμπρου που μόλις κυκλοφόρησε!

ΖΟΖΟ 04

Τη συνέντευξη αυτή την οφείλω στον συγγραφέα – ποιητή Θανάση Ν. Νιάρχο και στον συνθέτη Ανδρέα Λάμπρου. Ο Λάμπρου με ενημέρωσε προ ημερών πως κυκλοφορεί ένα δικό του ολοκαίνουργιο τραγούδι σε στίχους του Σταύρου Σταύρου για τη Ζωζώ Σαπουντζάκη. Η ακρόαση του ισοδυναμούσε με σοκ, καθώς η φωνή της Σαπουντζάκη διατηρείται αναλλοίωτη από το χρόνο, σαν να την ακούς στα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα από τη δεκαετία του 1960. Πραγματικά, όμως, δίχως ίχνος υπερβολής. Συνάντησα τη Βασίλισσα της Νύχτας στο σπίτι της και διαπίστωσα κατευθείαν πως η ιδιωτική εικόνα της δεν έχει καμία σχέση με τη δημόσια, αυτήν του ξεσαλώματος και του γλεντιού. Είδα μια ήρεμη γυναίκα, εντυπωσιακά όμορφη για την ηλικία της, μαζί με τον κύριο Πύρρο, τον σύζυγο της, που μοιράζονται τα πάντα πλέον. Η Ζωζώ Σαπουντζάκη δεν δίνει συνεντεύξεις, όπως η ίδια δήλωσε. Κουράστηκε να λέει τα ίδια και τα ίδια επί σειρά δεκαετιών και γι’ αυτό η δική μας ήταν ένα απρόσμενο δώρο. Για ένα γεμάτο δίωρο, την απόλαυσα να αφηγείται με απίστευτη διαύγεια τα παιδικά της χρόνια, τα πρώτα της βήματα στο σανίδι και να πέφτουν στην κουβέντα μας μυθικά ονόματα, σαν της Ζωζώς Νταλμάς, του Μάνου Χατζιδάκι, του Στέλιου Χρυσίνη, του Κώστα Χατζηχρήστου και άλλων ηθοποιών, τραγουδιστών, συνθετών και χορευτών. Είχε όμως και τις πιο ενδοσκοπικές στιγμές της, κυρίως σε ότι αφορούσε τη σχέση της με τους γονείς της και την αδελφή της. Είναι ώρα να την απολαύσετε και εσείς! 

Το περιμένατε ότι θα βγάζατε νέο τραγούδι ή σας εξέπληξε η πρόταση του συνθέτη Ανδρέα Λάμπρου;

Δεν τον ήξερα τον Λάμπρου. Μου τηλεφώνησε, μου είπε «Έχω γράψει ένα τραγούδι για σένα», ήρθε εδώ μ’ ένα CD και έβαλε να το ακούσουμε. Μάλιστα, μου έφερε κι έναν πιτσιρίκο, τον γιο του, που είχε μεγάλη πλάκα. Το άκουσα το τραγούδι, μου άρεσε και μου κάνει «Αύριο θα μπούμε να το γράψουμε». Κατευθείαν! Πήγαμε στο στούντιο, ζήτησα του ηχολήπτη να το ξανακούσω άλλη μία πριν το τραγουδήσω κι άρχισα να το λέω. Κάπου δεν μ’ άρεσε ο εαυτός μου, ενώ σ’ όλους άρεσε, είπα «Θα το ξαναπώ», το ξανάπα κι αυτό ήταν όλο. Στην ουσία είπα μια κι έξω ένα τραγούδι που δεν το ήξερα.

Που οφείλεται στο ότι η φωνή σας εν έτει 2022 ακούγεται σαν αυτή του ’60 και του ’65;

Οφείλεται στο ότι βγήκα από εφτά χρονών στη δουλειά αυτή και σ’ όλη μου τη ζωή είχα μια μάνα για μάνατζερ μου. Έκανα ήσυχη ζωή. Τελείωνα δύο παραστάσεις στο θέατρο, μετά κέντρο και το πρωί γυρίσματα. Πως να σηκωνόμουν στις εφτά το πρωί όταν τελείωνα η ώρα πέντε; Θυμάμαι που ήταν η μάνα μου άρρωστη στο νοσοκομείο κι εγώ σκεφτόμουν: «Τώρα, άμα με πάρει ο ύπνος, θα τ’ ακούσω το ξυπνητήρι, θα μπορέσω να πάω στον Δαλιανίδη που με περιμένει;» Καθόμουν ανασηκωμένη στο μαξιλάρι, πήγαινε η ώρα πέντε, πεταγόμουν, έκανα ένα ντους και πήγαινα τελείως άυπνη στο γύρισμα.

Ζούσατε εν ολίγοις μέσα σ’ ένα παρατεταμένο άγχος.

Το άγχος εγώ το δημιουργούσα, γιατί έκανα κάτι που το αγαπούσα από παιδάκι. Ήταν έτσι η ζωή μου. Άλλες κάνανε φλερτ ή πήγαιναν και χόρευαν, εγώ δούλεψα πολύ, δούλευα σαν εργάτης δηλαδή. Κάποια στιγμή στο καμαρίνι μου ήταν ο Οικονομίδης με τον Λειβαδίτη κι εγώ φορούσα ένα πολύ ωραίο κοστούμι με αλυσίδες που με πάγωνε. Έκανε το σταυρό του ο Οικονομίδης: «Πως αντέχεις, ρε παιδάκι μου, τόση δουλειά;» Σκεφτείτε ότι υπήρχαν τρία μαγαζιά στην Πλάκα, ο «Βράχος», το «Κάστρο» και η «Παλιά Αθήνα». Τη μια χρονιά ήμουν στο ένα, μετά στο άλλο και μετά φτου κι απ’ την αρχή. Στον κινηματογράφο, πάντως, είπα πολλά όχι, λόγω της αϋπνίας μου, δεν άντεχα πια.

Γι’ αυτό σας ρώτησα, η κούραση και η αϋπνία τόσων χρόνων σαν να μην πείραξαν καθόλου τη φωνή σας.

Συν το ότι ένα τραγούδι το παίρνεις και το δουλεύεις. Εγώ δεν πρόλαβα καν να το ακούσω, το γράψαμε κατευθείαν όπως σας είπα. Δεν έκανα σύνδεση ή σύγκριση με το παρελθόν, απλά μου άρεσε σαν τραγούδι. Μιλάει από μόνο του, φαίνεται σαν να προτείνω μια ψυχική ανάταση μετά απ’ όσα τραβήξαμε τελευταία. Τον Λάμπρου πρώτη φορά τον έβλεπα, σκέφτηκα ότι μπορεί να’ναι κάνας τρελάρας με ένα τραγούδι, που να μην ήταν καλό, αυτό όμως ήταν πραγματικά καλό.

Μου αρέσει που αποδίδετε στο παρελθόν την ικανότητα να τραγουδάτε σωστά χωρίς καν το βιμπράτο που φέρνει ο χρόνος.

Φυσικά. Αφού είχα δυο καλούς γονείς – στηρίγματα μου. Πήγα στην Αμερική κι εκεί η μάνα μου ήταν και μάνατζερ μου. Βρεθήκαμε σ’ ένα καλό μαγαζί με τον άνθρωπο να μιλάει μόνο αμερικάνικα κι όταν είπε «Five hundred dollars», η μάνα μου πετάχτηκε: «No, no, one thousand dollars Zozo» (γέλια). Έτσι έπαιρνα το χιλιάρικο μου!

Μήπως η αιτία που δεν κάνατε πολύ σινεμά οφειλόταν στις υπέρογκες οικονομικές απαιτήσεις της μητέρας σας;

Αυτό το είχε, όντως. Τότε, ξέρετε, εγώ ήμουν ήδη γνωστή, δεν περίμενα το σινεμά για να με μάθουν. Όλες οι άλλες κοπέλες – προς Θεού, δεν κατηγορώ καμία – έβγαιναν στον κινηματογράφο για να τις μάθουν. Εμένα με ξέρανε από το κέντρο κι από το θέατρο, δεν τα είχα σταματήσει. Μάλιστα, όταν ο Φίνος με προόριζε για πρωταγωνίστρια σε μια άλλη ταινία, του είπα «Με συγχωρείτε, αλλά έχω να πάω στον Καναδά». Έπρεπε, όμως, να την είχα κάνει την ταινία…

Ποια ταινία ήταν;

Μία που θα είχα συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Βογιατζή, τον κωμικό. Δεν γυρίστηκε ποτέ τελικά, αφού εγώ θα έφευγα. Τι να έκανα, κοίταζα τα δολλάρια…

Μια απ’ τις πρώτες εμφανίσεις της Ζωζώς Σαπουντζάκη το 1953 στην ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», όπου ερμηνεύει το τραγούδι «Τηλεφώνησε μου» του Ιωσήφ Ριτσιάρδη

Καλά κάνατε εδώ που τα λέμε.

Ναι, δεν έχω παράπονο. Έκανα καλές επιλογές στη ζωή μου, αλλά νομίζω ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε ο χαρακτήρας μου, η μάνα μου που με συμβούλευε πάντοτε και το ότι δεν κοίταζα να διασκεδάσω. Πέρναγα απ’ τη Φωκίωνος Νέγρη που ήταν κάτι τραπέζια τεράστια και τους πέτυχα όλους ένα βράδυ: Την Καραγιάννη, τον Βουτσά, τον Δαλιανίδη. «Τι ώρα θα φύγετε;» τους ρωτάω. Κάνει η Μάρθα: «Πέντε το πρωί». «Α, Παναγία μου» λέω και έφυγα γιατί με περίμενε η μάνα μου. Έμενα στην οδό Λήμνου τότε κι αυτό εδώ, που είμαστε τώρα, το’χα δώσει στον μεγάλο μου αδερφό. Η μάνα μου με περίμενε με το φιλέτο, με τη σαλατούλα μου και μετά έπεφτα για ύπνο. Το πρωί χτυπούσε το τηλέφωνο και εγώ κοιμόμουν, αφού ξύπναγα κατά τις τρεις. Το σήκωνε η μάνα μου, ζητούσαν τη Ζωζώ κι έλεγε «Ναι, εγώ η ίδια είμαι, πείτε μου». Την άκουγα καμιά φορά μες τον ύπνο μου να παζαρεύει την τιμή και να μου κλείνει συμβόλαιο. Το μεσημέρι μου έλεγε «Σου έκλεισα δουλειά».

Φαντάζομαι τι κενό θα νιώσατε με το θάνατο της.

Πολύ μεγάλο, γιατί την είχα μαζί μου από μικρή. Στα ταξίδια μου, στις παρέες μου, στα πάντα. Την έχασα το 2003 και μου κόστισε. Εκείνο το βράδυ ήμουν σε μία εκδήλωση. Γύρισα στις τρεις και σκεφτόμουν πως να πήγαινα μόνη μου στην Κινέτα τέτοια ώρα. Μου τηλεφωνεί μια φίλη και μου λέει πως έρχεται να με πάρει για να με πάει στην Κινέτα. Αναρωτιόμουν γιατί…Στο δρόμο δεν μου είπε τίποτα. Φτάνοντας στο σπίτι, βλέπω να βγαίνει έξω ο Πύρρος, ο άντρας μου, με τον οποίο είχαμε λίγα χρόνια γνωριμίας τότε. «Έλα να δεις τη μανούλα σου τι ωραία που κοιμάται» μου κάνει. Αυτή η φράση με έκανε να δω τη μάνα μου ότι πράγματι κοιμάται και δεν είναι νεκρή. Τη χάιδευα, την άγγιζα, ώσπου ήρθε κι η αδερφή μου και την ξενυχτίσαμε. Ήταν μια μάνα, φίλη, σύντροφος, που έπαιξε τεράστιο ρόλο στη ζωή και στην καριέρα μου.

Σίγουρα και στη ζωή σας, εφόσον εξ αιτίας της παντρευτήκατε σε πολύ νεαρή ηλικία.

Από 12 ετών μού’λεγε «Θέλω να σε παντρέψω». Ήθελε να φύγω απ’ την αγκαλιά της και να με δώσει σ’ έναν άλλο άνθρωπο. Επειδή, λοιπόν, γνώριζε έναν γιατρό, που της άρεσε το επάγγελμα του, παντρεύτηκα κι εγώ τον γιατρό. Στα 18-19 ήμουν και σε είκοσι μέρες έφυγα…Είχε έρθει η αδερφή μου, παντρεμένη ήδη με τον αεροπόρο, για να δει πως περνώ στον έγγαμο βίο μου. Πήγαμε σε μια φίλη μας και της λέω σε μια φάση: «Πω, πω, Βάσω, αργήσαμε! Θα γυρίσει ο γιατρός και δεν θα με βρει στο σπίτι». Γυρίζουμε, ξεκλειδώνω, μπαίνουμε μέσα και μετά από πέντε λεπτά χτυπάει το κουδούνι. Ήταν ο γιατρός. Του λέω «Καλά, βρε Γιώργο, αφού έχεις κλειδί, γιατί δεν ανοίγεις;» Μου είπε κάτι υποτιμητικό, που νευριάζω και τώρα που το θυμάμαι, ότι τάχα μου με παντρεύτηκε και με έσωσε! Εκεί τρελάθηκα, γιατί όταν με πήρε, είχα ήδη μεγάλο όνομα. Προσβλήθηκα, γιατί ήξερε κιόλας πως ήμουν ηθικό άτομο. «Που ήσουν, Ζουζούκα;» με ρωτούσε, «σου πιάσαν και το χέρι;» και του απαντούσα «Ε, αφού με χαιρετούσαν, να μη μου πιάσουν το χέρι;» Φώναξα τη μάνα μου, τα μαζέψαμε και σηκώθηκα κι έφυγα. Κι αφού πήρα το διαζύγιο μ’ έναν δικηγόρο, που εκείνος δεν τον χώνευε καθόλου, έρχεται εδώ και μου λέει: «Ήρθα για να ξαναπαντρευτούμε»! «Άντε πήγαινε από δω» του απάντησα, εγώ φεύγω για την Αμερική» που την έβλεπα εκείνη τη στιγμή ως σανίδα σωτηρίας.

Στο δεύτερο γάμο σας, ωστόσο, ευτυχήσατε.

Με τον Ανδρέα περνούσα καλά, είχα καλή ζωή. Καθόμουν σε μια καρέκλα στην ακροθαλασσιά και έκλαιγα. Έρχεται και μου λέει: «Έχεις κάτι; Να σε πάω σ’ έναν γιατρό έξω;» Ήμουν και έγκυος τότε. Δεν ήθελε να δουλεύω, νόμιζε ότι θα σταματήσω, αλλά ένα βράδυ χτυπάει το τηλέφωνο και με ζήτησαν για δουλειά. Ήρθε εδώ ο επιχειρηματίας, μου έφερε μια τεράστια προκαταβολή, πήρε τη φωτογραφία μου κι έκανε το σταυρό του. Πάμε με τον άντρα μου, πέφτουμε να ξαπλώσουμε λίγο – κάπου επαρχία ήμασταν – κι ακούμε έναν με τη ντουντούκα έξω να φωνάζει: «Η γυναίκα – θρύλος, η γυναίκα – πειρασμός στην πόλη μας»! Πω, πω, τ’ άκουγε κι ο Ανδρέας, τι να του έλεγα…Έρχεται ταξί, μας παίρνει κι εγώ να φοβάμαι μην μας πήγαινε σε κάνα σκυλάδικο. Κάθε τρεις και λίγο ρώταγα τον οδηγό: «Εδώ είναι το ”Ρομέο”;» και μου έγνεφε αρνητικά. «Δόξα τω Θεώ» έλεγα μέσα μου, γιατί έβλεπα σημεία που απ’ έξω ήταν δυο – τρία αυτοκίνητα. Φτάνουμε σ’ ένα μαγαζί που απ’ έξω ήταν σταματημένα φορτηγά, ταξί, ιδιωτικά ΙΧ και τότε μίλησε ο ταξιτζής: «Αυτό είναι το ”Ρομέο”». Έγινε μια τρομερή βραδιά κι έτσι ξεκίνησα πάλι στη νύχτα. Ήταν όλη η ομάδα Δόξα Δράμας σ’ ένα πελώριο τραπέζι, μου άνοιγαν σαμπάνιες και γινόταν χαμός. Τα’πα όλα τα τραγούδια, δεν είχα άλλα κι άρχισα ιστορίες απ’ το παρελθόν. Μέχρι τον Εθνικό Ύμνο τους είπα (γέλια). Τι να έκανα; Δεν φεύγανε με τίποτα! Ήρθε ένας που μου λέει με άγριο ύφος «Εγώ έχω τη φωτογραφία σου στο στήθος μου και θα μου τραγουδήσεις»! Του υπέγραψα τη φωτογραφία, αλλά ζήτησε ένα τρελό τραγούδι, λαϊκό. «Δεν το ξέρω, χριστιανέ μου» του κάνω, αφού εγώ τα ελαφριά τραγουδούσα, όχι τα βαριά ρεμπέτικα. Έκανε βόλτες πάνω – κάτω και μου λέει αυστηρά στο τέλος «Δεν το είπες το τραγούδι μου». Μεγάλη πλάκα είχε αυτός.

Τελικά έπιασε τόπο η μεγάλη προκαταβολή του μαγαζάτορα.

Ο κόσμος καθόταν σε κασόνια. Με πιάνει ο μαγαζάτορας και μου λέει «Με σένα απόψε έβγαλα τόσα που θα φτιάξω το μαγαζί να μην είναι ερείπιο». Σημειωτέον, πριν από μένα είχε πάει η Τζένη Βάνου, που τη θεωρώ τεράστια τραγουδίστρια, αλλά δεν είχε πάει καλά. Πρέπει να μιλάμε για το 1963-64. Όταν πήγα στο γραφείο του για να με αποπληρώσει, τον ρώτησα: «Όταν ήρθες να πάρεις τη φωτογραφία μου, γιατί έκανες το σταυρό σου φεύγοντας;» Μου απάντησε: «Σταυροκοπήθηκα, γιατί ζήτησες τόσα πολλά και πήρες τέτοια προκαταβολή, που δεν ήξερα αν θα μου τα έφερνες πίσω».

Από την ταινία «Ο λεφτάς» του 1958, η Ζωζώ Σαπουντζάκη ερμηνεύει το τραγούδι των Κώστα Καπνίση – Νίκου Τσιφόρου, «Να γλεντήσεις τη ζωή»

Ζήσατε όλη την ακμή των πιο θρυλικών τραγουδιστριών, της Καίτης Γκρέυ, της Βάνου, της Μούσχουρη.

Η Καίτη Γκρέυ είχε βγει πριν από μένα, είχε κάνει τον κύκλο της όταν εγώ μεσουρανούσα. Η Τζένη Βάνου μεσουρανούσε επίσης, ενώ η Μούσχουρη ήταν ήδη στο εξωτερικό. Τη συνάντησα στο Παρίσι που πήγαινα για ν’ αγοράσω φτερά για τα σόου μου. Ψώνιζα και επέστρεφα Ελλάδα. Στο μαγαζί με τα φτερά, που είχα πάει με μια φίλη μου από Θεσσαλονίκη, κάνω έτσι και βλέπω τη Μούσχουρη ψηλά στη σκάλα. «Η Μούσχουρη είναι;» ρώτησα κι έτρεξα προς το μέρος της. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, είχε τρελαθεί αυτή απ’ τη χαρά της.

Θέλω να πάμε στα δύο τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από τη «Στέλλα» του Κακογιάννη. Τα δισκογραφήσατε πρώτη, πριν κι από τη Μελίνα Μερκούρη.

Έρχεται μια μέρα η μάνα μου και με ξυπνάει στις 12 το μεσημέρι. «Σήκω, βρε Ζωζώ μου, σε ζητάει ένας κύριος Λαμπρόπουλος» – ήταν ο Λαμπρόπουλος της Κολούμπια. Δεν ήξερα τι με ήθελε. Μου δίνει ραντεβού στο γραφείο του κι εκεί ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. «Να σου συστήσουμε ένα νέο συνθέτη» μου λένε κι εγώ κορόιδευα, «Ωχ, ποιος ειν’ αυτός πάλι» έλεγα…Μετά που γίναμε φίλοι και του το είπα, γελούσε πολύ ο Μάνος. Κάθεται στο πιάνο κι αρχίζει να παίζει σαν να χάιδευε τα πλήκτρα. «Αυτός δεν ξέρει να παίζει πιάνο» σκεφτόμουν (γέλια). Όταν είπα τα δύο κομμάτια, το «Αγάπη πού’γινες» και το «Ο μήνας έχει δεκατρείς», γίναμε στενοί φίλοι. Εξαιρετικό παιδί ήταν, κύριος! Η ταινία είχε προηγηθεί, αλλά η Μερκούρη δεν τα’χε πει ακόμη σε δίσκο. Μπουζούκι έπαιζε ο «Σπόρος», ο Γιάννης Σταματίου, που ενώ ήταν μεγάλος μπουζουξής, εγώ δεν τον ήξερα κι αναρωτιόμουν αν θα έπαιζε καλά στην ηχογράφηση.

Μου είπατε ότι υπηρετήσατε το ελαφρό τραγούδι. Άρα τα δύο αυτά κομμάτια του Χατζιδάκι ήταν και τα μοναδικά αμιγώς λαϊκά σας ίσαμε τότε, το ’55 δηλαδή;

Σωστά ρωτάτε, γιατί έκανα λάθος πριν. Απ’ αυτό εδώ το σπίτι είχαν περάσει πρωτύτερα όλοι οι συνθέτες που έκαναν βαρύ λαϊκό τραγούδι. Ο τυφλός ο Στέλιος Χρυσίνης, ο Θόδωρος Δερβενιώτης και πολλοί άλλοι. Εδώ που κάθεστε εσείς τώρα, καθόταν ο Χρυσίνης που τον κουβαλούσε η κόρη του, γιατί δεν έβλεπε – πω, πω, τι μου θυμίσατε τώρα! Μου μάθαιναν τα τραγούδια και πήγαινα και τα έλεγα αμέσως. Έτσι είπα κι εγώ πολλά λαϊκά τραγούδια σε δίσκους 45 στροφών. Τα δισκάκια κάηκαν στην Κινέτα, αλλά τα’χω μαζεμένα όλα σ’ ένα στικάκι. Πόση διαφορά έχουν τα τραγούδια του τότε με το τώρα!

Λογικό, ήσασταν νέο κορίτσι τότε.

Δε λέω για μένα. Μιλάω για τον ήχο, που ήταν άλλο πράγμα. Δυστυχώς, ενώ «γύρισα» πολλά λαϊκά, δούλευα στα δικά μου και δεν πήγαινα στα κέντρα άλλων συναδέλφων. Όλοι οι λαϊκοί συνθέτες, πάντως, με ζητούσαν για τραγουδίστρια τους στη δισκογραφία (τραγουδάει το «Είναι να με κλαίτε») Να, αυτά είναι που δεν μου τα ρωτάνε στις συνεντεύξεις και θέλουν όλο τα ίδια από μένα, γι’ αυτό και βαριέμαι να μιλάω. 

Τα δύο τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους Μιχάλη Κακογιάννη από την ταινία «Στέλλα» που ερμήνευσε η Ζωζή Σαπουντζάκη σε α’ εκτέλεση το 1955

Μα είναι μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή σας η ενασχόληση σας με το τραγούδι.

Όταν ήμασταν μικρά στη Θεσσαλονίκη, υπήρχε η Ζωζώ Νταλμάς, φίλη του πατέρα μου απ’ την Κωνσταντινούπολη. Ερχόταν σπίτι μας κι έπινε τον καφέ της. Μ’ έβλεπε μωρό να σέρνομαι στο πάτωμα κι έλεγε του πατέρα μου: «Το παιδί έχει ταλέντο». «Ποιο παιδί;» απαντούσε ο πατέρας μου, «αυτό είναι μωρό και κουνιέται όπως όλα τα μωρά». Η Νταλμάς λίγο αργότερα, όπου πήγαινε, έπαιρνε εμένα και την αδερφή μου απ’ το χεράκι και μας κουβαλούσε μαζί της. Αυτή δεν κρατούσε ποτέ τσάντα και φορούσε μία γούνα εστραγκάρ με δύο τσέπες γεμάτες χρήματα. Περπατούσε, έβλεπε εσένα φτωχό κι άρχιζε: «Πάρε, πάρε, πάρε» γι’ αυτό και πέθανε στην ψάθα! Η Νταλμάς μας βοήθησε, γιατί ένας σκηνοθέτης και θιασάρχης, ο ΟΙκονόμου, ανέβαζε ένα έργο κι ήθελε ένα αγοράκι μικρό για ένα ρόλο. «Έχω εγώ το αγοράκι» του είπε η Νταλμάς, επειδή και η φωνή μου ήταν από τότε λίγο βραχνή. Στα εφτά ήμουν κι έβγαινα κι έλεγα: «Μ’ αγαπάς, παππού; Κι εγώ σ’ αγαπώ! Γιατί κλαις, παππού;» (σ.σ. παίζει όλο το νούμερο) Πέθαινε ο παππούς, έπεφτε η αυλαία και ο κόσμος χειροκροτούσε.
Ολοζώντανα τα περιγράφετε, σαν να είμαστε εκεί!

Μα πως τα θυμάμαι όλα! Μετά βγήκαμε στο «Ντελίριο», σε μια οπερέτα μαζί με την αδερφή μου. Φορούσαμε δυο κοντά φουστανάκια με κορδελίστες και λέγαμε «”Αχ” ακούμε σαν περνάμε μαζί/ ”Αχ” μας βλέπουν και τις δυο σαν χαζοί/ και μας λένε κάτι λόγια πολύ τσουχτερά/ και στο τέλος μας προτείνουν κάτι τρομερά» και χορεύαμε κανκανάκια με τα ποδαράκια μας. Βλέπαμε όλες τις θεατρίνες και ξεσηκώναμε τα σκέρτσα τους. Στο μεταξύ, τότε μεσουρανούσε ένας μεγάλος κονφερασιέ, ο Φίλων ο Αρίας. Μας βλέπει και μας παίρνει στο βαριετέ του. Η γυναίκα του Αρία, επίσης μας ήξερε από παιδάκια και μας έγραφε τα πρώτα μας σκετσάκια, που ήταν πολύ ωραία, παιδικά, στα μέτρα μας. Ο πατέρας μου φοβόταν και μας ακολουθούσε στο βαριετέ με τον Αρία. Είχε κρυφτεί κάτω από τη σκάλα. Εμείς δεν ξέραμε τι να πούμε και σκέφτηκα να τραγουδήσουμε το «Νάνι – νάνι». Λέω της αδερφής μου: «Βάσω, να πάρω και την κούκλα μου;» και μου απαντάει «Άντε, ρε βλάκα, τι είναι αυτά που λες; Θα σε δείρουν» (σ.σ. σηκώνεται, τραγουδάει και παίζει ολόκληρο το σκετσάκι). Σειόταν το θέατρο απ’ το χειροκρότημα, ο πατέρας μου πετάγεται κι ανεβαίνει κι αυτός απάνω. Τρελάθηκε, σου λέει «Τι γίνεται εδώ τώρα;» Ε, αυτό ήταν! Από τότε κατάλαβε τι ήθελα στη ζωή μου.

Νομίζω πως μόνο εσείς και τα Καλουτάκια είχατε βγει ως ντουέτο.

Ισχύει, μόνο εμείς και τα Καλουτάκια ήμασταν, που αυτές είχαν προηγηθεί. Μετά, βέβαια, τη Βάσω πρόσεχαν ως λίγο μεγαλύτερη που ήταν. Είχε κάνει στήθος και την πρόσεχαν. Θύμωνα εγώ και της τραβούσα το φόρεμα! «Μην κοιτάς εσύ, μην τον κοιτάς αυτόν» της έλεγα. Ήμασταν μια φορά σ’ ένα μεγάλο κέντρο που μας είχαν ζητήσει απ’ τη μάνα μου. Ήρθε, είδε τα καμαρίνια και τον μόνο όρο που του έβαλε ήταν ο εξής: «Θα κάνεις ένα καμαρίνι απάνω για να ντύνονται τα παιδιά μου». Παράλληλα πηγαίναμε σχολείο και κάναμε τα μαθήματα μας. Ένα βράδυ μπαίνουν ξαφνικά στο μαγαζί εφτά αεροπόροι, ωραία παιδιά, τον έναν απ’ τους οποίους παντρεύτηκε τελικά η Βάσω. Λεγόταν Νάσος Μπράτσος και αδερφή του ήταν η ηθοποιός Άννα Μπράτσου. Τα έχασε η Βάσω μόλις τον είδε να μπαίνει μέσα με τη στολή, κεραυνοβόλος έρωτας. «Δεν ντρέπεσαι, μωρή, τι κοιτάς;» να της λέω εγώ, «δεν σκέφτεσαι που έχουμε το πρωί σχολείο;» Ο αεροπόρος έμαθε το σπίτι μας και κάθε μέρα άφηνε απ’ έξω μία τούρτα. Μας έπαιρνε διάφορα δώρα, ρουχάκια κλπ. Λέει κάποια στιγμή στη μάνα μας: «Έχω να κάνω ένα ταξίδι στη μάνα μου. Να πάρω μαζί μου τα κοριτσάκια;», όπου αυτό σήμαινε ότι θα μπαίναμε σ’ ένα αεροπλάνο και θα το οδηγούσε αυτός. Έτσι μπήκαμε πρώτη φορά σ’ αεροπλάνο, μικρά παιδιά, το οποίο – σημειωτέον – πήγαινε για απόσυρση (γέλια). Μας πήγε απ’ το σπίτι του στο Παγκράτι αρχικά. Εννέα παιδιά ήταν οι Μπρατσαίοι, σπουδαγμένοι όλοι. Ήταν ωραία οικογένεια! Δεν θα ξεχάσω ένα πάρτι σ’ εκείνο το σπίτι, που είχαν μυριστεί οι φίλοι του ότι γλυκοκοίταζε τη Βάσω και άρχισαν να τραγουδάνε: «Να το πάρεις το κορίτσι/ Να το πάρεις, μην το παιδεύεις». Τι χρόνια κι εκείνα…

Ήταν ωραία χρόνια, κυρία Σαπουντζάκη;

Πολύ, πολύ όμορφα! Υπήρχε φτώχεια μετά τον πόλεμο, αλλά εμείς δεν καταλαβαίναμε καν πως βγάζαμε χρήματα. Η μάνα μου μας έντυνε πάντα στην πένα. Μας πήγαινε σ’ ένα βεστιάριο εδώ στο Σύνταγμα, Φιλελλήνων πάνω δεξιά, γιατί μας ζητούσαν για τουρνέ οι Άγγλοι. Πηγαίναμε και παίζαμε σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο στη Γλυφάδα για στρατιωτικές μονάδες των Εγγλέζων. Αυτοί είχαν έναν φοβερό βιολιστή που όλη την ώρα φύσαγε τη μύτη του και πέταγε τα χαρτομάντιλα. «Βρε Βάσω», κάνω της αδερφής μου, «τόσο πλούσιος ειν’ αυτός και πετάει τα μαντίλια;» Δεν ήξερα ότι ήταν χάρτινα. Τι να λέμε, ωραία χρόνια! Ως παιδούλα, ίσως από ενθουσιασμό, κατουριόμουν πάνω μου τα βράδια. Η αδερφή μου μού φώναζε: «Καλά, δε ντρέπεσαι; Κολλάς δίπλα μου και με κατουράς;» Γύριζε τα στρώματα και της είχε βγει η μέση! Έπαιζα κουτσό στο νούμερο για τους Άγγλους κι είχα κάνει κουρέλια τα παπούτσια μου. «Στοπ το κουτσό», ωρυόταν ο πατέρας μου, «δεν έχει άλλα παπούτσια, με τα κουρέλια θα βγαίνεις». 

Εγώ καταλαβαίνω πως και οι δύο γονείς σας έδιναν την ψυχή τους για τη δουλειά που κάνατε.

Ναι, ειδικά ο μπαμπάς εμένα με βοήθησε πάρα πολύ όταν η Βάσω έφυγε και παντρεύτηκε. Είχαμε ένα πιάνο σπίτι, που είχε μάθει να παίζει η Βάσω. Εγώ μάθαινα ακορντεόν με δάσκαλο τον Μαυρομουστάκη. Έκλαιγα, καθώς σε κάθε πόρτα έβλεπα την αδερφή μου να της δίνει ένα φιλάκι ο Νάσος και να φεύγει. Βαρέθηκε ο πατέρας μου κι είπε στη μάνα μου: «Να του τη δώσουμε να τελειώνουμε γιατί θα γίνουμε ρεζίλι στη γειτονιά». Έτσι αρραβωνιάστηκε κι εγώ έμεινα μόνη μου. Με θυμάμαι ν’ ακουμπάω στο πιανάκι της και να κλαίω. «Τι έχεις, παιδάκι μου;» με ρώταγε ο μπαμπάς μου. «Αν δεν παίξω, θα πεθάνω» του απαντούσα. Τώρα σας τα αφηγούμαι και, ειλικρινά, ξαναζώ τη στιγμή! «Τόσο πολύ τ’ αγαπάς το θέατρο; Δεν θα πεθάνεις, θα σε βοηθήσω εγώ» μου έλεγε και πράγματι…Τι δεν έκανε ο άνθρωπος αυτός, έτρεχε κι έδινε τις φωτογραφίες μου στον Τύπο της εποχής. Κάναμε ένα νούμερο στο θέατρο, θυμάμαι, με τον Κώστα Χατζηχρήστο και τη Ζωή Νάχη, που κι αυτή είχε βγει πολύ μικρή. Ήμουν και παχουλό παιδί και λαχάνιαζα εκεί που έπρεπε να τινάζω συνέχεια τα πόδια μου. Πάλι έκλαιγα γιατί δεν μπορούσα να παίρνω ανάσες για τα δύο τραγούδια που έλεγα. Με πιάνει ο πατέρας μου: «Ξέρεις τι θα κάνεις; Θα κάνεις ένα – δυο τινάγματα με τα πόδια σου και μετά θα σηκώνεσαι όρθια και θα τους χτυπάς παλαμάκια». Λάτρευε το θέατρο, από παιδί, απ’ την Πόλη. Με συμβούλευε. Όλη η γαλαρία φώναζε «Η Ζωζώ μας, το παιδί μας» και μόλις ερχόταν καμιά Αθηναία, κάνανε «Ουου» (γέλια). Ο αρχηγός της γαλαρίας λεγόταν Φουγάρος, αφού σφύριζε, έδινε το σύνθημα και χαλούσε ο κόσμος! Επρόκειτο, λοιπόν, να πήγαινα μαζί με τον Νικήτα Πλατή στην Πάτρα – δουλέψαμε πολύ με τον Νικήτα και μ’ αγαπούσε. Είχα ανασφάλεια και λίγο πριν βγω, μου λέει η μάνα μου: «Μη φοβάσαι, κορίτσι μου. Μια χαρά θα τα πας». Πράγματι, βγαίνω κι άρχισε το θέατρο να σείεται. Τι είχε γίνει; Ο Φουγάρος είχε στείλει μήνυμα στη γαλαρία των Πατρών: «Το παιδί μας, τη Ζωζώ μας, και τα μάτια σας»! Μιαν άλλη φορά, παιζόταν το «Φυντανάκι» του Παντελή Χορν με την Επισκόπου, η οποία υποδυόταν μία κοκότα. Αυτή αρρώστησε κι εγώ είχα ένα μικρό ρολάκι γιατί τι άλλο να έκανα σε μία οπερέτα; Τηλεφώνησε αυτή: «Δεν θα έρθω, έχω 40 πυρετό». Χτυπάει το πρώτο κουδούνι, άφαντη. Πάω στον σκηνοθέτη, τον Οικονόμου, καταπληκτικός, που είχε μια βίτσα και μου έδινε και καμία στον ποπό. «Γιατί, κύριε Οικονόμου;» του έλεγα, «Εγώ δεν έκανα τίποτα». «Δεν πειράζει, εσύ θα τα πληρώσεις ως μικρότερη» μου απαντούσε. Κάθε βράδυ, όμως, καθόμουν στην κουίντα κι είχα μάθει όλο το έργο απ’ έξω. «Να βγω να κάνω εγώ το κομμάτι της Επισκόπου;» ζητούσα του σκηνοθέτη κι αυτός μ’ έδιωχνε: «Άντε πήγαινε από δω»! Χτυπάει και δεύτερο κουδούνι, πουθενά η Επισκόπου! «Τον ξέρεις το ρόλο, παιδάκι μου;» με έπιασε μετά αυτός μόνος του. «Πήγαινε μέσα και ζήτησε απ’ την Προβελέγγιου να σου φορέσει τα παπούτσια με τα ψηλά τακούνια». Φόρεσα κάτι τακουνάρες, βγήκα κι έκανα τη μεθυσμένη (σ.σ. τραγουδάει ολόκληρο το τραγούδι της) κι έπεσε το θέατρο απ’ το χειροκρότημα. Έμεινα μετά εγώ η πρωταγωνίστρια! 

Τελικά πολλοί σας βοήθησαν, αλλά το δικό σας τσαγανό σας έχρισε πρωταγωνίστρια.

Αρρώστια ήταν αυτό το πράγμα! Πηγαίναμε σχολείο και πως να σηκωθείς το πρωί…Ερχόταν ο Νάσος, ο γαμπρός μου, και μας διάβαζε τα μαθήματα μας. «Ζεστή να πας κατευθείαν στο μάθημα» μου έλεγε. Μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι ο δάσκαλος κι έλεγε «Δούλευε το κορίτσι, γι’ αυτό άργησε». Είναι πράγματα αυτά που δεν τα ξεχνάω. Μεγαλώναμε σαν παιδιά και βγήκαμε όπως όλοι στο θέατρο, όχι όπως τα Φλυσκουνάκια, που λέγανε, που ήταν μες τη φτώχεια και δεν είχαν να φάνε. Εμείς βγήκαμε από ψώνιο, γι’ αυτό μίλησα για κανονική αρρώστια. Ο πατέρας μου έψαξε και μας βρήκε έναν δάσκαλο κιθάρας, τον Τάσο Άλη, που έπαιζε και τραγουδούσε πολύ ωραία. Μας έβαζε δεξιά κι αριστερά του με τα παπιγιόν μας και δίναμε ρεσιτάλ με τριφωνίες. Όλοι έλεγαν «Τα παιδιά είναι ταλέντα, κρίμα να μην το ακολουθήσουν». Να σας πω κάτι άλλο ενδεικτικό πριν απ’ όλα αυτά: Πολύ κοντά στο σπίτι μας ήταν η πλατεία Αριστοτέλους. Κατεβαίνοντας την, ήταν γεμάτος θέατρα ο δρόμος και στο τελευταίο έπαιζε η Ζωζώ Νταλμάς. Μπαίναμε με τη Βάσω απ’ την πίσω πόρτα που ήταν καγκελόπορτα κι είχε μια χοντρή αλυσίδα με λουκέτο. Η Βάσω κρατούσε την πόρτα, χωρούσα εγώ κι έμπαινα. Μετά έκανα το ίδιο για να έμπαινε κι εκείνη. Καθόμασταν σε ένα πεζουλάκι για να βλέπουμε τους ηθοποιούς, τέτοιο θράσος είχαμε! Ένας ηθοποιός, ο Ολύμπιος, που μας έβλεπε να γυρνάμε στα καμαρίνια στις 12 τη νύχτα, μας έπιασε: «Ελάτε εδώ. Μάνα έχετε; Μπαμπά; Πως σας αφήνουν τέτοια ώρα να γυρνάτε στα θέατρα;» Τι να του λέγαμε του ανθρώπου…Τι ξύλο τρώγαμε απ’ τη μάνα μου!

Πιστεύετε πως όσο περνάνε τα χρόνια, πράγματα που γίνονται από ευχαρίστηση, μετατρέπονται σε καθήκον;

Δεν θα το έλεγα καθήκον, προτιμώ να το πω τρόπος ζωής, αγάπη, συνήθεια γι’ αυτό που προσφέρεις. Το θες και το κάνεις, μαθαίνω το ρόλο μου γιατί πρέπει να τον μάθω. Σε αντίθεση με την αδερφή μου, που, όπως απεδείχθη, δεν αγάπησε το θέατρο. Αγάπησε τον αεροπόρο. Εμένα και εκατό αεροπόρους να μου έδινες, κανέναν δεν θα γύριζα να δω. Μέχρι να με παντρέψει η μάνα μου, κοίταζα μόνο δουλειά, κέντρα και θέατρα. Τίποτα άλλο. 

Υπήρξατε τόσο πληθωρική και εξωστρεφής στην ιδιωτική σας ζωή, όσο και στο θέαμα;

Στην ιδιωτική μου ζωή ήμουν και είμαι πολύ απλή. Ζω εδώ στο σπίτι με τον Πύρρο, τον σύντροφο μου, μιλάμε, τρώμε παρέα, ακούμε μουσική, βλέπουμε ταινίες, βγαίνουμε καμιά βόλτα έξω. Κάνω μια ήσυχη ζωή, όπως θα έκανε μια οποιαδήποτε γυναίκα. Ίσως μάλιστα να μην την έκανε τόσο κλειστή όσο κάνω εγώ τη δική μου ζωή. Το θέλω και μ’ αρέσει. Άλλη η Ζωζώ του θεάτρου και άλλη η Ζωζώ του σπιτιού. Καμία σχέση. Βγαίνω καμιά βόλτα στην Αρεοπαγίτου και με σταματάνε όλες οι γυναίκες. Μου μιλάνε, με χαϊδεύουν. Μία, θυμάμαι, μου έλεγε: «Δεν θέλω τίποτα άλλο, μόνο να σου μοιάσω». Γιατί τώρα αυτό; Κοιτάξτε, εμένα η ζωή μου με το επάγγελμα μου ή το λειτούργημα μου, ήταν όπως ενός δύτη με το σκάφανδρο. Αν μπει με το σκάφανδρο προστατεύεται και επιβιώνει. Αν το βγάλει, πνίγεται. Η τέχνη μου και το θέαμα ήταν το δικό μου σκάφανδρο. Ήμουν αφοσιωμένη σ’ αυτό που έκανα με ελάχιστη προσωπική ζωή. Μόνο από κάποια εποχή και μετά, άρχισα να συμμετέχω και σ’ άλλες δραστηριότητες, εκδρομές, ταξίδια αναψυχής, όπου είδα πως ζουν οι νορμάλ άνθρωποι. 

Σωστό, είναι άλλο οι περιοδείες στο εξωτερικό για δουλειά και άλλο τα ταξίδια αναψυχής.

Κάναμε ένα ταξίδι στη Γερμανία με τον Πύρρο σε κάτι φίλους μας από Χάλκη. Πάνε δεκαπέντε χρόνια τώρα. Αυτοί έμεναν στη Στουτγάρδη, βγαίναμε και γλεντούσαμε. Σ’ ένα υπόγειο μαγαζί, μπαίνει ο αρχηγός της παρέας να δει, γυρνάει και μας λέει «Είναι φίσκα, δεν υπάρχει καρέκλα». Επέμεινα να πάμε όλοι να δούμε. Μόλις με βλέπουν, ακούμε να λένε «Αμάν! Η Βασίλισσα της νύχτας, ο Ξυπόλυτος Πρίγκηψ»! Άρχισε ο μαιτρ να διώχνει με τρόπο τα πρώτα ζευγάρια απ’ τα τραπέζια και τελικά κάτσαμε 14 άτομα σ’ ένα τεράστιο τραπέζι. Απίθανη βραδιά! Μετά πήγαμε και σ’ ένα τουρκικό μαγαζί που εγώ ανέβηκα πάνω στο πιάνο και τράβηξα τρία – τέσσερα τουρκικά τραγούδια! Χαμός από λουλούδια και σαμπάνιες! 

Να, αυτά σας έλειψαν σ’ ένα πιο χαλαρό πλαίσιο.

Ακριβώς. Ένα άλλο βράδυ είχαν έρθει ο Μούγιος με τη γυναίκα του. Με πιάνει αυτή και μου λέει: «Τι να τον κάνω που θέλει να σε ζωγραφίσει;» Εγώ να της λέω πως δεν θέλω γιατί βαριέμαι να στήνομαι. Μ’ έπεισε τελικά και πήγαινα κάθε μεσημέρι στις τρεις και με ζωγράφιζε λίγο – λίγο. Όταν είχα πάει στην Ουάσινγκτον, ήρθε και με βρήκε ένας ζωγράφος με κάτι παλιόρουχα, κούτσαινε και λίγο, γεροντάκι. Ε, ήταν ο Δημήτριος Κοκότσης, ο μεγαλύτερος ζωγράφος. Κι αυτός με ζωγράφισε ως τσιγγάνα, αλλά δυστυχώς το πρωτότυπο έργο κάηκε στην Κινέτα. Πως γλιτώσαμε από τη φωτιά με τον Πύρρο! Κοντέψαμε να καούμε και ο κίνδυνος ήταν να λιποθυμίσουμε απ’ τις αναθυμιάσεις. Ούτε έκλαιγα, ούτε τίποτα. Εδώ κάηκαν άνθρωποι, τα πορτραίτα και τα κοστούμια θα σκεφτόμουν; 

Τώρα που ερχόμουν, με ρώτησε το εξής ο ταξιτζής: «Τι θα κάνεις αν δεις μία Σαπουντζάκη που δεν είναι όπως την περιμένεις;» Σαν τι περίμενε να δω άραγε;

Ναι, γιατί δεν ξέρει πως είμαι σαν άνθρωπος. Πιθανώς να με νομίζει «τραλαλά». Δεν ξέρω τι εννοούσε, αλλά μάλλον θα με έχει για ψώνιο. Ίσως να το έλεγε με θαυμασμό, από περιέργεια, όπως κάνουν οι γυναίκες στο δρόμο.

Όταν ήσασταν ερωτευμένη, αγωνιούσατε για τη στιγμή που θά’ρθει και θα χωρίσετε;

Όχι, γιατί δεν είχα ποτέ πρόγραμμα για να χωρίσω. Κι αν ήρθαν έτσι τα πράγματα, σε άλλους λόγους οφειλόταν. Ο δεύτερος άνδρας μου πέθανε από καρκίνο σε σύντομο διάστημα. Ο πρώτος γάμος ήταν λάθος της μάνας μου, που ήθελε να μου δώσει επιστήμονα, γιατρό, από τον τόπο μου, πολύ μεγαλύτερο μου. Είχα στάνταρ τη μονιμότητα στις σχέσεις μου. 

Κρύβατε πράγματα στη ζωή σας από φόβο ή και υπευθυνότητα; Μπορεί να ήταν της ύλης πράγματα.

Μα μόνο πράγματα της ύλης έκρυβα, σωστά το λέτε. Έβαζα τα κοσμήματα μου σ’ ένα σωστό μέρος και τα κλείδωνα. Χύμα, όμως, γι’ αυτό κι ένας φίλος έπιασε τη μάνα μου: «Πες της να πάει να τα βάλει σε μια θυρίδα μην της τα κλέψουν». Και μπήκαν κλέφτες στο διαμέρισμα της οδού Λήμνου! Μετά απ’ αυτό, τα έβαλα στη θυρίδα σε τράπεζα. 

Ποια είναι η ιδανική εικόνα που έχετε για τον εαυτό σας;

Μάλλον με ρωτάτε πως νιώθω, πως θα ήθελα να είμαι. Όπως είμαι τώρα θέλω να’μαι, τίποτα διαφορετικό. Κοιμάμαι πολύ δύσκολα τα βράδια και δεν θέλω να παίρνω φάρμακα. Ξέρετε πως τη βγάζω; Ονειρεύομαι ρόλους, να βγω στο Ηρώδειο, όλο τέτοια σκέφτομαι.

Το ότι δεν νυστάζετε και δεν κοιμάστε, παίζει να’ναι καλή οξυγόνωση του εγκεφάλου. Γιατρός δεν είμαι.

Μα ναι, γυρίζω δεξιά – αριστερά και δεν κοιμάμαι. Όλο τη δουλειά μου σκέφτομαι. Ρόλους, τραγούδια, παλιές μου επιτυχίες, αλλά και όνειρα για το μέλλον.

Τώρα στην ηλικία αυτή;

Τα καλλιτεχνικά όνειρα δεν σταματάνε και δεν είμαι ψώνιο έτσι όπως σας τα λέω. 

Καθόλου. Το καταλαβαίνω.

Είναι αγάπη. Έτσι γεννήθηκα κι αυτό έβγαλα απ’ την αρχή.

Η σημερινή τηλεόραση δεν σας κουράζει;

Προτιμώ να βλέπουμε με τον Πύρρο παλιές ταινίες. Ένα βράδυ βλέπαμε τη Ρίτα Χέιγουορθ στη «Τζίλντα». Του έλεγα «Ξαναβάλε την ταινία αυτή να δω πόσο κούκλα ήταν η Χέιγουορθ». Προτιμώ τις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες, αλλά βλέπω και καινούργιες. Μ’ αρέσουν οι παλιές, λόγω των ηθοποιών τους. Δεν ξαναβγαίνουν τέτοιοι αυθεντικοί σταρ! Τους λάτρευα απ’ όταν ήμουν μικρή.

Έχει έναν παλιμπαιδισμό να ανατρέχετε στους παιδικούς σας ήρωες.

Δεν το αρνούμαι, μπορεί…Τη Χέιγουορθ την έβλεπα παιδάκι στα σινεμά της Θεσσαλονίκης. Οι φωτογραφίες της υπήρχαν έξω απ’ τα «Τιτάνια», που άλλαζαν κάθε εβδομάδα ταινία. Χάζευα τη Σιλβάνα Μανγκάνο. Αντέγραφα στον καθρέφτη τις κινήσεις τους αμέσως μετά την ταινία που έβλεπα.

Σήμερα θα μπορούσατε να σηκωθείτε να μιμηθείτε κάποια κίνηση τους στον καθρέφτη σας;

Όχι, αλλά από ντροπή και μόνο, διότι στο μυαλό μου υπάρχει, σκέφτομαι φιγούρες.

Κι όμως, προηγουμένως παίξατε εδώ, μπροστά μου, τα παιδικά σας σκετσάκια.

Τα κάνω αυτά, είναι αυθόρμητα. Ξέρω και ότι δίνουν χαρά στους άλλους. 

Τό’χετε, κανείς δεν δύναται να σας σταματήσει.

Από μικρό παιδί ήμουν χαρούμενη. Δεν κινδύνεψα ποτέ από κατάθλιψη (γελάει και χτυπάει ξύλο). Δεν μου έτυχαν δίπλα μου εμένα αυτοκαταστροφικοί άνθρωποι, αλλά μόνο φτωχοί, που πάντοτε μ’ άρεσε να βοηθάω. Το είδα αυτό απ’ τη Ζωζώ Νταλμάς, όπως σας εξομολογήθηκα. Και τώρα που θα βγω στην Αρεοπαγίτου, κοιτάω να’χω μαζί μου χρήματα να δίνω στους πλανόδιους μουσικούς. Ποτέ δεν έμπλεξα με αλκοόλ και ουσίες. Ένα ή δύο, το πολύ, ποτηράκια κρασί να πιω με το φαγητό μου. 

Σας χαρίστηκε η ζωή;

Νομίζω πως η ζωή υπήρξε ευτυχισμένη μαζί μου. Όπως τ’ όνομα μου, Ζωή – Ζωζώ – Ζω. 

Πράγματι, δεν θα σας πήγαινε καθόλου το «Μαρία» σαν όνομα, λόγου χάριν.

Έτσι λέω και μέσα στο τραγούδι του Ανδρέα Λάμπρου και του Σταύρου Σταύρου, παίζω με τ’ όνομα μου.

Δεν σας κούρασα, έτσι;

Μα τι λέτε; Καθόλου. Ευχαρίστηση μου! 

Είχατε αμφιβολίες στη ζωή σας;

Είχα μια περίεργη διαίσθηση γι’ ανθρώπους που με πλησίαζαν και ήθελαν τη φιλία μου. Καταλάβαινα ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν καλός. Τον χαιρετούσα και μέχρι εκεί. Η μάνα μου έλεγε «Το καλό μου το μωρό», γιατί έβλεπε ότι είχα ένστικτο.

Πιο πολύ μας τρέφει το μέλλον ή το παρελθόν;

Το μέλλον. Δεν ξέρουμε τι θα συναντήσουμε, μπορεί να πέσουμε σε κάτι καλύτερο. Γενικά δεν «πέφτω», δεν αφήνω τον εαυτό μου. Κάνω το σταυρό μου κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, πάντα όμως. Μία φορά, θυμάμαι, με έπαιρνε ο ύπνος και πετάχτηκα αμέσως για να κάνω την προσευχή μου. Δεν κοιμάμαι αν δεν προσευχηθώ, πιστεύω πολύ, αφού η μάνα μου μ’ έστελνε από μικρή ν’ ανάψω κερί στην Παναγία Δέξια στη Θεσσαλονίκη.

Είστε χορτασμένη;

Ναι, ότι ήθελα, το έκανα, το πέτυχα. Δεν ζήτησα παλάτια.

Μιλάτε σήμερα με παλιούς φίλους σας απ’ το σινεμά και το θέατρο;

Πόσοι έχουμε μείνει; Ο Βουτσάς πέθανε. Με την Καραγιάννη μίλαγα μέχρι πρόσφατα. Ο Δαλιανίδης μου λείπει. Τον θυμάμαι που έμενε Καρόλου Ντηλ και μας μάζευε με τη Βάσω και μας έβαζε σε δύο σκαμνάκια. Είχε αγόρια γύρω του και διάβαζαν ποίηση. Ακόμη δεν ήταν με τον κινηματογράφο, αλλά τό’χε κι αυτός το ψώνιο του. Μας είχε μάθει δέκα- δώδεκα υπέροχες χορογραφίες.

Εκτιμώ, πάντως, το ότι ποτέ δεν μιλάτε άσχημα για ζώντες και νεκρούς συναδέλφους σας.

Το θέατρο, ξέρετε, είχε πολύ κακό όνομα και μου έμεινε η φράση της μάνας μου: «Μακριά από θεατρίνους»! Αυτό με έκανε προσεκτική στο με ποιον μιλώ και στο τι θα πω κάθε φορά. Διαφύλαξα την ακεραιότητα μου. 

Πολιτικοποιημένη ποτέ δεν υπήρξατε;

Ποτέ. Δεν θα βγω να διατυμπανίσω αυτό που έχω μέσα μου. Τα είχα καλά με όλους, ο καλλιτέχνης δεν κομματίζεται, δεν είναι ωραίο. 

Τι προσδοκάτε με το καινούργιο τραγούδι σας;

Χαίρομαι καταρχάς που αρέσει. Για μένα, που είμαι χορτάτη, μεγαλύτερη σημασία έχει να κάνει επιτυχία ο νέος δημιουργός και γι’ αυτό χάρηκα με τη χαρά του. 

Διατηρείτε ατόφιο τον τίτλο «Βασίλισσα της νύχτας»;

Ο κόσμος τον διατηρεί. Στο δρόμο ακόμη έτσι με φωνάζουν. Έτσι με έβγαλε ο Τώνης Μαρούδας. Ένα βράδυ, που καθόταν η μάνα μου κάπου ψηλά και με παρατηρούσε, μου κάνει ο Μαρούδας: «Κοίτα πως κοιτάει η Σαπουντζάκαινα, να μην της ξεφύγει τίποτα απ’ το παιδί της». Κάποια στιγμή, την ώρα που θα έβγαινα, με ανακοινώνει: «Και τώρα η Βασίλισσα της νύχτας». Έμεινε ο τίτλος αυτός!

Θα έχουμε δύσκολα, πιστεύετε, νέα Βασίλισσα της νύχτας στην Ελλάδα;

Ε, δεν μπορεί να βγαίνουν βασίλισσες κάθε τόσο! Μία είναι η Βασίλισσα! (γέλια) 

Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Σαπουντζάκη.

Εγώ ευχαριστώ πολύ και, να ξέρετε, σας έδωσα κατ’ εξαίρεσιν συνέντευξη. Δεν θέλω να μιλάω πια. Τα έχω πει όλα τόσα χρόνια. 

* Ακούστε το ολοκαίνουργιο «Τραγούδι της Ζωζώς» σε μουσική Ανδρέα Λάμπρου και σε στίχους Σταύρου Σταύρου:

** Όλες οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο της Ζωζώς Σαπουντζάκη

*** Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης δημσοιεύθηκε στο Docville με το Documento της Κυριακής 16.1.22

Κακοκαιρία: Πλημμύρισαν δρόμοι σε Πήλιο και Καρδίτσα-Χιονόπτωση στη Βόρεια Ελλάδα (video)

phlio 1

Κακοκαιρία: Πλημμύρισαν δρόμοι σε Πήλιο και Καρδίτσα-Χιονόπτωση στη Βόρεια Ελλάδα (video)

Οι ισχυρές καταιγίδες που έπληξαν την χώρα, οδήγησαν σε πλημμυρικά φαινόμενα σε περιοχές της Θεσσαλίας.