Μόνο τυχαίο δεν είναι πως οι 1.800.000 φορολογούμενοι οι οποίοι δεν έχουν ακόμα κάνει τη φορολογική τους δήλωση είναι κι εκείνοι οι οποίοι θα κληθούν να πληρώσουν τα περισσότερα. Την ίδια ώρα, ο μέσος φόρος στο σχεδόν 41% των εκκαθαριστικών σημειωμάτων διαμορφώνεται στα 1.203 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 170 ευρώ μέσα μόλις σε δύο εβδομάδες.
Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, της αδικίας πως δεν γλιτώνουν ούτε οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, καθώς οι αλλαγές στη κλίμακα, που έγινε λιγότερο προοδευτική άρα και πιο επιβαρυντική, όπως και η κατάργηση του αφορολογήτου των παιδιών, που καλύπτεται από το νέο επίδομα παιδιών μόνο για συγκεκριμένο ύψος εισοδημάτων, έφεραν πρόσθετα βάρη. Επιβαρύνσεις προκύπτουν και για υπόχρεους δίχως παιδιά και εισόδημα πάνω από 25.000 ευρώ, με ένα παιδί και εισόδημα πάνω από 23.000 ευρώ, με δύο παιδιά και εισόδημα πάνω από 22.000 ευρώ, με τρία παιδιά και εισόδημα πάνω από 21.000 ευρώ, με τέσσερα παιδιά και εισόδημα πάνω από 16.000 ευρώ.
Επιβαρυντικώς λειτουργεί και η κατάργηση των φοροαπαλλαγών, ανεξαρτήτως του ύψους εισοδήματος. Ακόμα και η μείωση του φόρου κατά 10% από ιατρικές δαπάνες ισχύει μόνο εάν αυτές δεν καλύπτονται από ασφαλιστικά ταμεία/ ασφαλιστικές εταιρίες και μόνο αν υπερβαίνουν το 5% του φορολογητέου εισοδήματος, με όριο μείωσης φόρου τις 3.000 ευρώ.
Τα χειρότερα αφορούν τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς η ειδική κλίμακα τοποθετεί στην ίδια μοίρα τους συνεπείς επιτηδευματίες με εκείνους που φοροδιαφεύγουν συστηματικά επί έτη. Από φέτος φορολογούνται από το πρώτο ευρώ με 26% και με 33% για πάνω από 50.000 ευρώ, χωρίς την πρόβλεψη της μείωσης φόρου των 2.100 ευρώ που ισχύει για τους μισθωτούς. Για παράδειγμα, επιτηδευματίας με καθαρό εισόδημα 15.000 ευρώ, ο οποίος πέρυσι επιβαρύνθηκε με 1.922 ευρώ, φέτος επιβαρύνεται με 6.045 ευρώ.