Τον έλεγαν Παντελή και ήταν αίμα μου, οικογένεια μου!

Θα τον αποχαιρετίσουμε τη Δευτέρα από το κοιμητήριο της Αναβύσσου

267525529 4580465325406839 360918162727055180 n

Τον γνώρισα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, γύρω στα πέντε – έξι μου χρόνια. Εκείνος ήταν μία δεκαετία μεγαλύτερος. Μιλάω για κάτι καλοκαίρια στον Βόλο, στη Νέα Δημητριάδα, που πηγαίναμε για διακοπές. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο αδερφός της μάνας μου και θείος μου, η γυναίκα του θείου μου και τα τρία παιδιά τους: Ο Παντελής, η Ελένη και η Μαρία, πρώτα ξαδέρφια μου. Και στο κέντρο αυτής της πλευράς της οικογένειας μου, η λατρεμένη γιαγιά Ελένη, η μάνα της μάνας μου. Ο Παντελής – γι’ αυτόν λέω – ήταν ένα μελαχρινό όμορφο ήσυχο αγόρι που έμπαινε στην εφηβεία. Μας έδειχνε τους πρόχειρους σταυρούς στο χώμα, κάτω απ’ το οποίο ο θείος μου έθαβε τις αγαπημένες του γάτες. Γεμάτο γάτες ήταν το σπίτι τους, που σήμερα υπάρχει ακόμα και ρημάζει. Δεν πολυμιλούσε και μάλλον, όπως έγραψε η μία αδερφή του χθες στα social media, συντετριμμένη από τον πόνο, προτιμούσε να μένει ξύπνιος και σιωπηλός τις νύχτες προσμένοντας το ξημέρωμα. Έμοιαζε με ένα παράξενο αλαφροΐσκιωτο αγόρι πάντα υπάκουο στους δικούς του και πολύ δεμένο με τις αδερφές του. Δεν είχαμε πολλές επαφές, άλλωστε οι μνήμες από εκείνα τα χρόνια και από αδιαμόρφωτες ακόμη προσωπικότητες είναι πάντα θολές.

Το ίδιο διάστημα στην Αθήνα και, συγκεκριμένα, στον Πειραιά, έμενε μαζί μας η γιαγιά Ελένη, η οποία έφυγε από τη ζωή το 1981 ή ’82, στα 70 της χρόνια. Άρα πρέπει να ήταν το διάστημα 1980 – 81 που ο Παντελής στα 16 – 17 του ερχόταν στο σπίτι μας. Δεν ήταν τόσο για να ζητήσει λεφτά στην ηλικία αυτή, που είχε αποφασίσει να κάνει τη ζωή του, όσο για να βρεθεί με πραγματικά αγαπημένα του πρόσωπα: Τη γιαγιά του και τη θεία του, τη μάνα μου δηλαδή. Η γιαγιά Ελένη αφενός τον λάτρευε, αφετέρου στενοχωριόταν αφάνταστα που έβλεπε το εγγόνι της να την επισκέπτεται με πράσινες σιθρού μπλούζες και κάτι θεόστενα ψαράδικα χρωματιστά παντελόνια. Ήταν λογικό για μία γυναίκα γεννημένη το 1912. Τη θυμάμαι σαν όνειρο να του φωνάζει ν’ αλλάξει τρόπο ζωής και να πετάξει αυτά τα ρούχα που την έθλιβαν. Τόσα ήξερε, τόσα έλεγε κι αυτή η καημένη, αιωνία της η μνήμη. Πάντα όμως τον χαρτζιλίκωνε και πάντα προσπαθούσε να τον κατανοήσει. Η μάνα μου, αντιθέτως, δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα. Φρόντιζε μόνο να τον φωνάζει τα πρωινά για καφέ που θα έλειπε απ’ το σπίτι ο ρεμπέτης ο άντρακλας ο καραμπουζουκλής ο πατέρας μου. Επίσης λογικό. Τι ανοχή νά’χε ένας λαϊκός νταλικέρης και μπουζουξής απέναντι στον «πούστη ανιψιό» του;

Αφότου πέθανε η γιαγιά Ελένη και το άγχος της στενοχώριας της δεν υπήρχε πια, ο Παντελής συνέχισε να βλέπει τη μάνα μου. Καθόντουσαν πάντα οι δυο τους στην κουζίνα και τα λέγανε. Κάθε φορά ερχόταν όλο και πιο «προκλητικά» ντυμένος. Είχε ήδη ξεκινήσει να κάνει drag show σε περιθωριακά καμπαρέ και σε εποχές τρομερά δύσκολες και συντηρητικές. Χαμπάρι δεν έπαιρνε η μάνα μου, η χαρά της ήταν μεγάλη που τον συναντούσε. Τον ρωτούσε να της πει με ποιο γυναικείο όνομα έκανε σόου. «Πες μου, βρε» του έλεγε, «Σταμάτα, ρε θεία, ντρέπομαι» της απαντούσε αυτός και βάζανε τα γέλια. Του έλεγε επίσης να έρχεται στο σπίτι μας όπως γούσταρε, να είναι ο εαυτός του και να μη νοιάζεται μην τον δουν οι γείτονες οι κουτσομπόληδες. Ο μεγάλος μου αδερφός έλειπε φαντάρος στη Μυτιλήνη τότε κι εγώ με τον αδερφό μου, στα 11 και στα 14 αντιστοίχως, συνηθίσαμε στη θέα ενός άλλου αγοριού, του ξαδέρφου μας, που προτιμούσε τα γυναικεία και όχι τα ανδρικά ρούχα. «Αυτός είναι ο Παντελής και να τον αγαπάτε όπως είναι, γιατί πάνω απ’ όλα είναι το καλύτερο παιδί» μας νουθετούσε η μάνα μου με τον τρόπο της και μεγαλύτερο μάθημα ανοχής απέναντι στη διαφορετικότητα δεν θα μπορούσε να μας δώσει. Δεν θυμάμαι ποτέ, ούτε μία φορά, μεγαλώνοντας, να είπαμε τον Παντελή «πούστη» ή «τραβέλι» πίσω απ’ την πλάτη του. Ήταν απλά ο Παντελής, ο καλός ήσυχος αγαπημένος μας ξάδερφος. Εγώ μάλιστα τον «πήγαινα» κομματάκι παραπάνω, καθώς εισερχόμουν στα μυστήρια του rock και άρχισε να με γοητεύει η προσωπικότητα του σαν να ήταν συγγενής δικός μου, του Marc Bolan και του David Bowie. Και πάλι, βέβαια, πολλά – πολλά δεν είχαμε.

Τα χρόνια περνούσαν, τον χάσαμε τελείως. Μάθαμε ότι βρήκε ένα γκόμενο κι έφυγε μαζί του στο Βερολίνο. Καμιά φορά η μάνα μου πάλι μονολογούσε: «Που να’ναι αυτό το παιδί, που να γυρνάει η ψυχή μου;» Για χρόνια δεν μιλούσε γι’ αυτό το λόγο με τον αδερφό της, τον πατέρα του. Θυμάμαι πολύ καλά τους καυγάδες τους από το τηλέφωνο. «Δεν τον θέλω αυτόν τον πούστη μες το σπίτι μου» φώναζε ο θείος μου! Η μάνα μου του έκλεινε το τηλέφωνο και καθόταν κι έκλαιγε. «Έγκλημα κάνει, έγκλημα» έλεγε για τον αδερφό της, ο οποίος έφυγε από τη ζωή γύρω στο 2000, τρομερά περιθωριοποιημένος, μόνος κι έρημος, αφού όλη του η οικογένεια είχε σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Άλλο τραγικό πρόσωπο ήταν αυτός: Το 1998, όντας φαντάρος στη Λήμνο, άνοιξα μια εφημερίδα και έπαθα σοκ! Είδα φωτογραφία του θείου μου να οδηγείται στο δικαστήριο με χειροπέδες, ρακένδυτος, αλκοολικός, κατηγορούμενος για εμπρησμό από αμέλεια. Εκεί κλονίστηκε για πρώτη φορά σοβαρά η υγεία της μάνας μου και έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, βλέποντας σ’ αυτή την κατάντια τον άλλοτε αγαπημένο της αδερφό. Του συμπαραστάθηκε, όμως, έφευγε μόνη της για να τον επισκέπτεται στις φυλακές της Κέρκυρας. Πολλά δεν ήξερε, πολλά δεν ξέραμε. Σχετικά πρόσφατα μάθαμε πως ο άνθρωπος αυτός είχε πιάσει πέτρα για ν’ ανοίξει το κεφάλι του γιου του. Ήταν η αιτία που ο Παντελής έφυγε από τον Βόλο και ήρθε στην Αθήνα. Κυνηγημένος απ’ τη μια, ελεύθερος ίσως απ’ την άλλη. Κι έτσι, η μάνα μου έχασε κάθε ίχνος αδερφικής αγάπης και έσερνε τα εξ αμάξης στον πεθαμένο θείο: «Το κτήνος, το κτήνος! Ποτέ δεν μου τα’πε αυτά ο Παντελής μας»…

Στο Βερολίνο ο Παντελής έζησε δόξες ως τρανς περφόρμερ. Όταν είχα πάρει συνέντευξη από τη Μαριλού Φραγκιαδάκη, πριν από δυο χρόνια, για το koutipandoras.gr, η σημερινή ιδιοκτήτρια του κλαμπ «Κούκλες» στη Συγγρού, έπαθε την πλάκα της: «Τι μου λες; Ξάδερφος σου είναι ο Παντελής;» Άρχισε να μου διηγείται την ιστορία του, όπως της την είχε αφηγηθεί ο ίδιος, τότε που ξάπλωναν σαν φιλενάδες στο ίδιο κρεβάτι και λέγανε τα όνειρα τους. Ιδέα δεν είχα πως όταν άνοιξαν οι «Κούκλες» και ο Παντελής είχε γυρίσει στην Ελλάδα, δούλευε για ένα φεγγάρι στο μαγαζί, υποδυόμενος με μεγάλη επιτυχία την Καίτη Γκρέυ. Μου είπε κι άλλα πολλά η Μαριλού για την κατάσταση της υγείας του που τον οδήγησε στο πρόωρο τέλος του. Λυπηρά πράγματα.

Τελευταία φορά που τον είδα ήταν στην κηδεία του θείου μου και πατέρα του. Τον θυμάμαι απόμακρο μ’ ένα μακρύ μαύρο παλτό, σκοτεινιασμένο, να μη θέλει να επικοινωνήσει με κανέναν μας. Τον πλησίασα, τον αγκάλιασα και μου είπε δυο λόγια μόνο με βαριά φωνή: «Θες να κάνεις ταινίες μαθαίνω. Να τις κάνεις»! Κι αν δεν τον ξανάδα από τότε, είκοσι χρόνια πριν, ποτέ δεν έλειψε απ’ την οικογένεια. Πάντα τον σκεφτόμασταν με αγάπη και πάντα τον συζητούσαμε περιστασιακά, εννοείται η μάνα μου πιο συχνά απ’ όλους μας.

Ο Παντελής υποπτευόταν πως είχε μολυνθεί από τον HIV, αλλά φοβόταν να πάει να εξεταστεί. Κι όταν μια πνευμονία τον έστειλε στο νοσοκομείο, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι γιατροί του είπαν πως νοσούσε από AIDS και πως έπρεπε, αν ήθελε να ζήσει, να ξεκινήσει επειγόντως τα αντιρετροϊκά φάρμακα. Έτσι κι έγινε. Δυστυχώς οι παρενέργειες της πρώτης γενιάς των συγκεκριμένων φαρμάκων, τον τσάκισαν στην κυριολεξία. Κάποια στιγμή μάθαμε πως του δημιούργησαν τέτοια υψηλή πίεση ώστε άρχισαν να τον χτυπάνε τα εγκεφαλικά.. Έντεκα εγκεφαλικά επεισόδια μέσα σ’ ένα χρόνο, ακόμη κι αν είναι ισχαιμικά, δεν τα λες και μικρό πράγμα για την υγεία κάθε ανθρώπου. Ο ίδιος άρχισε να’χει άρνηση στα φάρμακα. Έκανε όπως οι σχιζοφρενείς με την αντιψυχωτική αγωγή τους, που πιστεύουν συχνά πως οι άλλοι προσπαθούν να τους δηλητηριάσουν. Τα σταματούσε, έπεφτε το ανοσοποιητικό του, άρχιζαν οι λοιμώξεις, ένα δράμα εκεί που άλλοι φίλοι του, επίσης φορείς του HIV, έπαιρναν κανονικά την αγωγή τους κι ήταν μια χαρά. Από τη Μαριλού και όχι απ’ τους δικούς του, άντλησα την πληροφορία πως ο Παντελής δεν ξεπέρασε ψυχολογικά ποτέ το γεγονός πώς κόλλησε την «πανούκλα του 20ου αι.» Μπήκε σ’ ένα άτυπο παραλήρημα. Θεωρούσε πως ήταν εκ γενετής καταραμένος, πώς η ζωή του είχε ήδη τελειώσει και πως αυτά τα «διαολεμένα φάρμακα» απλά παρατείνουν το επί γης μαρτύριο του σώματος του. «Καυγαδίζαμε μέχρι πριν πέντε χρόνια που ερχόταν απ’ το σπίτι μου» μου είπε η Μαριλού. «Του φώναζα να παίρνει τα φάρμακα του γιατί θα πεθάνει, αλλά αρνιόταν κι είχε συνέχεια πισωγυρίσματα με την αγωγή του»…

Την τελευταία δεκαετία πιάσαμε ξανά παρτίδες εξ αποστάσεως με τον Παντελή και με τη θεία μου, τη μάνα του, που τον είχε στο σπίτι της στην Αθήνα και τον φρόντιζε. Πάντα τηλεφωνούσε στη γιορτή της μάνας μου, Κωνσταντίνου και Ελένης, για να της πει χρόνια πολλά και πάντα του τηλεφωνούσε κι εκείνη, του Αγίου Παντελεήμονα, για τον ίδιο λόγο. Θυμάμαι τώρα με συγκίνηση τη μάνα μου να λέει μόλις πριν δυο – τρία χρόνια: «Κάτσε να πάρω τηλέφωνο να δω τι κάνει και εκείνο τ’ άλλο μας το παιδί»…Όσο περνούσαν τα χρόνια, η κατάσταση του χειροτέρευε. Απ’ τη μάνα του, που ανέβαινε κι αυτή το δικό της Γολγοθά, μαθαίναμε πως ο Παντελής, λίγο πάνω από τα 50 του πλέον, φορούσε πάνες και ήταν αδύναμος ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα. Δεν ήταν πια ο HIV – τον κρατούσε σε καταστολή τον ιό με την αγωγή – μα οι παρενέργειες εκείνων των πρώτων φαρμάκων που τον έκαναν να μοιάζει με γέρο ανήμπορο. Εδώ και τρία χρόνια ήταν μόνιμα κλινήρης. Έφτασε στο σημείο η θεία μου να τον ταΐζει στο στόμα και να πηγαινοέρχεται η ίδια στα νοσοκομεία του κέντρου για να προμηθεύεται τα αντιρετροϊκά φάρμακα του. Το θάνατο της μάνας μου είμαι σίγουρος πως δεν τον έμαθε ποτέ, όπως δεν θα μάθει κι εκείνη τώρα για τον δικό του θάνατο. Και ομολογώ πως δεν θα ήθελα να βλέπω τη μάνα μου, κοντά στα 90 της, να κλαίει με μαύρο δάκρυ για το αγαπημένο της ανίψι.

Τις τελευταίες εβδομάδες ο Παντελής είχε μπει στη ρώτα για το μεγάλο ταξίδι. Αρνιόταν και να φάει. Κι όταν η μία του αδερφή τον επισκέφτηκε και άνοιξε κάμερα από το κινητό, για να τον δει και η άλλη τους αδερφή, που δεν ζει στην Αθήνα, λίγα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του. Πέθανε πριν δυο μέρες στις 10 το πρωί. Στο ίδιο κρεβάτι που βρισκόταν καθηλωμένος σε ημικωματώδη κατάσταση. Θα τον αποχαιρετίσουμε την ερχόμενη Δευτέρα από το κοιμητήριο της Αναβύσσου. Τον έλεγαν Παντελή και ήταν 57 ετών. Ήταν ξάδερφος μου, αίμα μου, οικογένεια μου, σίγουρα «καταραμένος», όπως πίστευε και ο ίδιος, μια φλόγα σε κερί, ένας αστροναύτης που έπεσε από άλλο πλανήτη σε μια επαρχιακή πόλη κι από κει σε μια ευρωπαϊκή Μητρόπολη, όμορφος, υπερευαίσθητος, γενναίος με τα πάθη του και δειλός με την αρρώστια του, αρνητής του τέλους μέχρι το τέλος του. Τον αγαπούσα και πάντα θα τον αγαπώ. Κι ας μη μπόρεσα ενδεχομένως ποτέ να του το δείξω όπως θά’θελα τουλάχιστον. Όλο τέτοια κάνει η γαμωζωή αυτή…

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr