Ο θηλασμός μετά από καρκίνο του μαστού είναι ένα σημαντικό ζήτημα για πολλές γυναίκες που έχουν βιώσει αυτήν την νόσο και ενδιαφέρονται για τον θηλασμό των παιδιών τους στο μέλλον. Οι ιατρικές συμβουλές και τα συμπεράσματα εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, όπως ο τύπος του καρκίνου, η θεραπεία που έχει λάβει η γυναίκα, και η φυσική κατάσταση του μαστού. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Δρ. Μαρία Καπαρέλου (Παθολόγος – Ογκολόγος), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής) αναφέρουν πως ο μητρικός θηλασμός είναι δυνατός ακόμη και μετά από καρκίνο του μαστού, σύμφωνα με ευρήματα δύο διεθνών κλινικών μελετών με επικεφαλής Ιταλούς ερευνητές, που παρουσιάστηκαν στην Ετήσια Συνάντηση 2024 του European Society for Medical Oncology (ESMO).
«Πριν από την παρουσίαση αυτών των δεδομένων, οι ιατροί ήταν πολύ προσεκτικοί, ίσως και αμυντικοί, σχετικά με την πιθανότητα και την ασφάλεια του θηλασμού μετά από καρκίνο του μαστού», δήλωσε ο Fedro Alessandro Peccatori, διευθυντής της Μονάδας υπογονιμότητας στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ογκολογίας στο Μιλάνο της Ιταλίας και κύριος ερευνητής την μελέτης POSITIVE, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι γιατροί ανησυχούν για τους πιθανούς κινδύνους για το θηλασμό μετά από καρκίνο του μαστού λόγω της αλλαγής των ορμονών που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας, επειδή πολλοί καρκίνοι του μαστού είναι ορμονοεξαρτώμενοι.
«Αυτές οι εκτιμήσεις ισχύουν επίσης για γυναίκες που φέρουν γονιδιακή μετάλλαξη BRCA που έχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου στον ετερόπλευρο μαστό», δήλωσε η Eva Blondeaux, MD, ογκολόγος στο Ospedale Policlinico San Martino στη Γένοβα της Ιταλίας και κύρια ερευνήτρια της δεύτερης μελέτης που παρουσιάστηκε.
Οι δύο μελέτες, παρά τις διαφορές τους, έδειξαν ότι ο καρκίνος του μαστού δεν πρέπει να αποκλείει την πιθανότητα θηλασμού.
Στη μελέτη POSITIVE συμμετείχαν 518 γυναίκες (από 116 ιδρύματα σε 20 χώρες σε τέσσερις ηπείρους) με θετικό σε ορμονικούς υποδοχείς καρκίνο του μαστού που είχαν διακόψει προσωρινά την επικουρική ορμονική θεραπεία για να προβούν σε κύηση.
Συνολικά, 317 γυναίκες ολοκλήρωσαν με επιτυχία τουλάχιστον μία εγκυμοσύνη και το 62% θήλασαν. Οι αναλύσεις δεν αποκάλυψαν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά υποτροπής στους 24 μήνες ή στο ποσοστό εμφάνισης νέου καρκίνου του μαστού μεταξύ των γυναικών που θήλασαν και εκείνων που δεν θήλασαν (3,6% έναντι 3,1%).
Στη δεύτερη μελέτη συμμετείχαν 4.732 γυναίκες από 78 διεθνή κέντρα, οι οποίες διαγνώστηκαν με καρκίνο του μαστού σε νεαρή ηλικία και ήταν φορείς μιας μετάλλαξης γονιδίου BRCA. Από τις 474 γυναίκες που γέννησαν, οι 110 (23,2%) θήλασαν. Ο θηλασμός δεν έδειξε σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων όσον αφορά τις τοπικές υποτροπές ή την ανάπτυξη ετερόπλευρου καρκίνου του μαστού.
«Αυτά είναι τα πρώτα αδιαμφισβήτητα ενθαρρυντικά αποτελέσματα σχετικά με την ασφάλεια του θηλασμού μετά από καρκίνο του μαστού σε νεαρές γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA», είπε η Blondeaux, σημειώνοντας ότι η μελέτη είχε μια σχετικά μακρά περίοδο παρακολούθησης 7 ετών, αλλά ήταν αναδρομική. Επομένως, νέες προοπτικές μελέτες είναι απαραίτητες για την επιβεβαίωση των δεδομένων.
Το θέμα του θηλασμού μετά τον καρκίνο του μαστού μόλις πρόσφατα άρχισε να προσελκύει την προσοχή των ερευνητών, καθώς τα ποσοστά επιβίωσης έχουν γίνει τόσο υψηλά που προσφέρουν την ελευθερία στις γυναίκες να επιλέγουν αν θα κάνουν παιδιά ή όχι.
Τα τελευταία χρόνια, πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι η εγκυμοσύνη είναι πιθανή και ασφαλής μετά από καρκίνο του μαστού, ακόμη και με τη χρήση υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Ο θηλασμός είναι ένα σημαντικό κομμάτι της εγκυμοσύνης και της μητρότητας, αλλά δεν βιώνουν όλες οι γυναίκες τη μητρότητα με τον ίδιο τρόπο και μερικές επιλέγουν να μην θηλάσουν. Ωστόσο, είναι σημαντικό να μην αρνηθεί κανείς τη δυνατότητα θηλασμού σε όσες γυναίκες το επιθυμούν, απλώς και μόνο λόγω έλλειψης στοιχείων.
Τα αποτελέσματα των δύο μελετών που παρουσιάστηκαν στο ESMO είναι ιδιαίτερα χρήσιμα από αυτή την άποψη και παρέχουν τη βάση για πιο προσεκτική συμβουλευτική, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της γυναίκας και του παιδιού αλλά και την ασφάλεια της μητέρας όσον αφορά τα ογκολογικά δεδομένα.