Τα μαρτύρια του Έλληνα αθλητή

Ο Νίκος Παπαδογιάννης τάσσεται απερίφραστα στο πλευρό των απροστάτευτων αθλητών που γίνονται βορά στην αρένα του χουλιγκανισμού.  

bin gab911ed17 1920

Δεν ξέρω αν το γεγονός τιμά την ηθική μου και τον κώδικα δεοντολογίας στον οποίο ομνύω, αλλά ο τοίχος στο παλαιό γραφείο μου στην Ελευθεροτυπία ήταν στολισμένος με φωτογραφίες αθλητών και προπονητών που πήραν τον νόμο στα χέρια τους, ενάντια στην ασύδοτη εξέδρα.

Του Στόγιαν Βράνκοβιτς, που άρπαξε ένα κέρμα και το εκτόξευσε στην εξέδρα στο Αλεξάνδρειο.

Του Ντούσαν Ίβκοβιτς, που ένα βράδυ στο ΟΑΚΑ σήκωσε ένα ηχείο και προσπάθησε να το πετάξει σε αυτούς που τον τραμπούκιζαν.

Του Ντίνο Ράτζα, που τα έβαλε με ορδές αγριεμένων για να προστατεύσει τη σύντροφό του κάποτε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Του Σοφοκλή Σχορτσανίτη, που χύμηξε σε μία εχθρική εξέδρα στο Τελ Αβίβ όταν άκουσε ρατσιστικές ύβρεις.

Του Ερίκ Καντονά, πάνω απ’ όλους, που το 1995 έκανε την αυτοδικία επιστήμη και το κουνγκ-φου ευγενές άθλημα.

Και είναι και πολλοί άλλοι. Αλλά αυτοί που έγιναν αφίσα στον τοίχο μου είναι οι δικοί μου άνθρωποι, οι δικοί μου ήρωες.

Τα χρώματα της κερκίδας και της φανέλας δεν έχουν σημασία, ούτε τα λάβαρα του γηπέδου. Οι εξέδρες των φανατικών είναι όλες ίδιες, όπως τα γουρούνια έχουν όλα την ίδια μούρη.

Σημασία έχει, ότι οι αθλητές αφέθηκαν απροστάτευτοι και αρνήθηκαν να αποδεχθούν τον νόμο της ζούγκλας. Με την ανοχή (αν όχι ευλογία) των γραβατοφορεμένων «παραγόντων» και της οικοδέσποινας ομάδας, που οφείλει να φροντίζει για την ευνομία και την τάξη.

Δεν γράφω ότι οι ήρωες της ιστορίας μας κινδύνευσαν με λυντσάρισμα, διότι οι τραμπούκοι είναι συνήθως θρασύδειλοι και σπεύδουν να κρυφτούν στο πλήθος, όπως ο λεβέντης που κάποτε πήδηξε στην εξέδρα του τηλεσχολιαστή στο Σπόρτινγκ για να μου ρίξει μία κουτουλιά, πριν χαθεί μέσα στην αγκάλη των ομοϊδεατών του.

Ποιος να τα βάλει άλλωστε με τον Ράτζα ή με τον Σόφο πρόσωπο με πρόσωπο, ένας με έναν; Ή με τον Στόγιαν;

Ακόμα και του συγχωρεμένου «Ντούντα» γυάλιζε το μάτι του όσο λίγων. Τον Καντονά, αν ήταν εχθρός μου δεν θα τον άγγιζα ούτε με το κοντάρι του επί κοντώ.

Το τροπάριο των τραμπούκων είναι σχεδόν πάντοτε το ίδιο, βγαλμένο από τις ανακοινώσεις των ίδιων των ομάδων. «Προκληθήκαμε». «Ο τάδε προκάλεσε με τη συμπεριφορά του».

Ψάχνεις το βίντεο του αγώνα και τον σκληρό δίσκο της μνήμης, αλλά δεν βρίσκεις πουθενά πρόκληση. Έπειτα, μπαίνεις στα παπούτσια του κακομαθημένου στην ασυδοσία οπαδού και το πιάνεις το υπονοούμενο.

«Πρόκληση» θεωρούν τον πανηγυρισμό. Πρόκληση θεωρούν οτιδήποτε αντιβαίνει στον κανόνα της άνευ όρων υποταγής με το κεφάλι σκυμμένο.

Δεν είναι τυχαίο, ότι οι ελληνικές έδρες θεωρούνται οι πιο δύσβατες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Συμβαίνει επειδή εδώ τα πάντα επιτρέπονται.

Επειδή Ριζούπολη, επειδή ΟΑΚΑ, επειδή Καραϊσκάκη, Τούμπα, Φιλαδέλφεια, Αλεξάνδρειο, ΣΕΦ, οπαδοί με μαχαίρια, πρόεδροι με περίστροφα, εξέδρες με πυρομαχικά, αποδυτήρια με ενέδρες, δικαστές με χάδια, βουλευτές που μυρίζουν ψηφαλάκια και νομοθετούν την ατιμωρησία.

Όχι. Πρόκληση δεν είναι να πανηγυρίζεις το τρίποντο που έβαλες. Πρόκληση δεν είναι να αγριοκοιτάζεις την εξέδρα που αποκαλεί τη μάνα σου πουτάνα.

Πρόκληση δεν είναι να λες «θα τα πούμε μετά», όταν σε καθυβρίζουν παράγοντες των γηπεδούχων. Πρόκληση δεν είναι να κάνεις νοήματα τύπου «σσστ» προς τον αντίπαλο πάγκο. Πρόκληση δεν είναι το «δεν σας ακούω».

Μέχρι τεχνική ποινή και κίτρινη κάρτα έχει προβλέψει ο νομοθέτης των σπορ, ως ποινή για διάλογο με την εξέδρα. Κόκκινη, αν γίνεις Καντονά.

Αλλά στο μεταξύ θα το έχεις ευχαριστηθεί. Και θα κερδίσεις δέκα χρόνια ζωής, με το «γεια στα πόδια σου», που θα ακούσεις από συναδέλφους σου και από κανονικους φιλάθλους.

Πρόκληση είναι, αν μιλάμε για συλλόγους, να ρίχνεις τον αντίπαλο στην αρένα και να αμολάς τα λιοντάρια. Να αφήνεις το πούλμαν και τα αποδυτήρια έρμαιο στους χούλιγκανς.

Πρόκληση είναι να υποδέχεσαι την -σε εισαγωγικά η λέξη- φιλοξενούμενη ομάδα με χριστοπαναγίες και απειλές. Να υιοθετείς και να αφομοιώνεις το δόγμα «ή εμείς ή κανείς». Να δείχνεις με το δάχτυλο οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον ένοχο εαυτό σου.

Και, ναι, να στοχοποιείς αθλητές που έχουν τιμήσει τη δική σου φανέλα. Τα χειρότερα μαρτύρια τα πέρασαν οι «πρώην» που επέστρεψαν στο παλιό τους σπίτι ως εχθροί, πάει να πει «προδότες».

Ο Φασούλας στον ΠΑΟΚ. Ο Σπανούλης στον Παναθηναϊκό. Ο Ιωαννίδης στον Άρη. Ο Πάσπαλι στον Ολυμπιακό. Ο κατάλογος είναι ατελείωτος και δεν γνωρίζει χρώματα ούτε σέβεται αξίες.

Ο Γιαννούλης Λαρεντζάκης δεν είναι παρά ένας κομπάρσος σε αυτή την παράσταση. Αμφιβάλλω, άλλωστε, αν αυτοί που τον τραμπούκισαν χθες στα Λιόσια θυμούνται το πέρασμά του από την ΑΕΚ και την ευρωπαϊκή κούπα που σήκωσαν μαζί του το 2018.

Το λάθος του δεν ήταν ότι επέστρεψε με λάθος φανέλα, αλλά ότι προτίμησε να μείνει στην Ελλάδα παρά να μείνει στο εξωτερικό, όπου αγωνίστηκε για λίγο.

Το ίδιο λέω σε όλους τους αθλητές που παραπονιούνται όποτε ακούνε γλυκόλογα για τη μανούλα τους και για τη γυναικούλα σας. «Αφού την ξέρετε την κατάσταση, γιατί δεν φεύγετε από αυτόν τον τόπο, εσείς που μπορείτε;»

Σχεδόν όλοι απαντούν με συγκαταβατικά νεύματα και ομολογίες αποτυχίας. «Έχεις δίκιο, ρε Νίκο, έχεις δίκιο…».

Κάποιοι, λίγοι, έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους και έζησαν τα ωραιότερα χρόνια της καριέρας τους απαλλαγμένοι από την παρακμή και ποτισμένοι με τη χαρά του παιχνιδιού: ο Κακιούζης, ο Ζήσης, ο Παπαλουκάς που παρασύρθηκε και γύρισε επειδή ένιωσε άτρωτος και νόμιζε ότι θα άλλαζε την Ελλάδα. Ο Ιτούδης πλέον. Και άλλοι.

Οι περισσότεροι, ωστόσο, τα θέλουν και τα παθαίνουν. Τα ζητάει ο πισινός τους. Μπορεί και να γεμίζουν τα κύτταρά τους με τις βρισιές, δεν βρίσκω άλλη εξήγηση.

Σε κάθε επεισόδιο του σήριαλ «κάφροι εναντίον αθλητή», είμαι πάντοτε με τον αθλητή, ανεξαρτήτως ονόματος και συλλόγου, εκτός εάν αποδειχθεί ότι φέρει ο ίδιος μερίδιο ευθύνης. Θα τα βάλω μαζί του μόνο αν αποδειχθεί ότι αυτός που βάζει τα φυτίλια.

Αλλά αυτό συμβαίνει σπανιότατα, σχεδόν ποτέ. Συνήθως φταίει η …παράδοση του ελληνικού αθλητισμού, που θέλει τον αντίπαλο ηττημένο ή δαρμένο, αν όχι νεκρό.

Είμαι με τον Λαρεντζάκη, συνεπώς. Και με όλους τους Λαρεντζάκηδες που προηγήθηκαν και με όλους τους Λαρεντζάκηδες που θα πάθουν «για να μάθουν»

Τα θύματα του bullying στα γήπεδά μας θα μπορούσαν να συνασπιστούν κάτω από την αιγίδα ενός ιδιότυπου #metoo και να βρουν με τη σειρά τους μία θέση στην πινακοθήκη μου.

Άλλωστε, η τρομοκρατία πιάνει και τους δημοσιογράφους, που δεν είναι δίμετρα θηρία ούτε έχουν συμμάχους μέσα στην αρένα. «Ξέρουμε και εσείς τι κουμάσια είστε», μου απάντησε κάποτε ένας αστυνομικός στο κλειστό της Νέας Σμύρνης, σε συνθήκες πολιορκίας και ανθρωποφαγίας.

Του έκανα αναφορά στην υπηρεσία του και τον ξεβράκωσα δημόσια, καθώς εκείνη την εποχή ήταν ακόμη ορατά τα διακριτικά των ενστόλων. Κατά πάσα βεβαιότητα, όμως, οι προϊστάμενοί του τον μάλωσαν με ουρανομήκη «μπράβο».

Πηγή: gazzetta.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr