Ζωή Ρηγοπούλου: «Δεν είμαστε βιομηχανική χώρα και ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων ζει από το θέαμα και την εστίαση»

Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του θεάτρου «Αποθήκη» (κορονοϊού θέλοντος) στο έργο «Good people», η ηθοποιός Ζωή Ρηγοπούλου μιλάει στο koutipandoras.gr για το παρελθόν, τους υπέροχους γονείς της, το παρόν και το μέλλον της, όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και στην ίδια τη ζωή. 

DSC 0032

Στην περίπτωση της ηθοποιού Ζωής Ρηγοπούλου δεν ισχύει το περίφημο «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Μοναχοκόρη του Κώστα Ρηγόπουλου και της Κάκιας Αναλυτή, ενός από τα μακροβιότερα καλλιτεχνικά ζευγάρια στο ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο, εκείνη ήξερε από νωρίς τον προορισμό της, έχοντας όλη την ελευθερία από τους γονείς της, μαζί με τη στήριξη τους. 

Σπουδές πολιτικών επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και θεάτρου στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη και αργότερα η εργασία της ως μεταφράστρια, δασκάλα αγγλικών και υποκριτικής, είναι στοιχεία που φανερώνουν μία πολυσχιδή προσωπικότητα, η οποία θα λέγαμε ότι, πραγματικά, ησυχία δεν έχει. 

Τη φωνή της Ζωής Ρηγοπούλου αγαπήσαμε επίσης από το ραδιόφωνο, μέσα από τις εκπομπές της επί σειρά ετών στον Cool FM, τον Super FM και το Κανάλι 15. Η μόνιμη επωδός της στο ραδιόφωνο ήταν η περίφημη φράση «Διατηρείστε το χιούμορ σας, είναι η μόνη άμυνα», εφόσον – απ’ ότι βγαίνει και απ’ την ακόλουθη συνέντευξη – η ίδια διαθέτει πολύ χιούμορ. 

Αφορμή για τη συνάντηση μας ήταν το έργο «Good people» του Αμερικανού Ντέιβιντ Λίντσεϊ Αμπέρ, που σκηνοθετεί η Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους αυτόν τον καιρό και η Ρηγοπούλου κρατάει έναν απ’ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Κορονοϊού θέλοντος, η πρώτη παράσταση θα δοθεί στο θέατρο «Αποθήκη», στα τέλη του Οκτώβρη, σ’ ένα μήνα από τώρα. Η Ζωή Ρηγοπούλου βρήκε το χρόνο εν μέσω εντατικών προβών να βρεθούμε από κοντά και να μιλήσουμε για όλα:      

Αυτές τις μέρες ακούμε για το ενδεχόμενο ενός νέου lockdown. Εσάς, ωστόσο, σας συναντώ με αφορμή μία παράσταση που ετοιμάζετε. Με τι καρδιά άραγε στήνεται σήμερα μια καλλιτεχνική πράξη;

Με την αισιοδοξία ότι μπορεί κάποτε να τη δει κάποιος. Δουλεύουμε για μας με τη λογική «Μπορεί να μην ”πάει” φέτος, ε να’μαστε καλά να ”πάει” του χρόνου». Όλα είναι σε μία εκκρεμότητα. Τι κι αν εμείς έχουμε ορίσει πρεμιέρα; Δεν ξέρουμε αν θα συνάδει με τους νόμους του κράτους, με τα κρούσματα, με τους διασωληνωμένους. Εμείς πάμε κανονικά για πρεμιέρα στα τέλη του Οκτώβρη.

Και δεν είστε και οι μόνοι.

Μα δεν γίνεται διαφορετικά, είναι σαν να βάζεις τη ζωή σου σε hold. Κάτι πρέπει να κάνεις. Τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να ζήσουμε όσο πιο νορμάλ γίνεται, γιατί για να είμαστε όπως ήμασταν, δεν το βλέπω! Δεν ξέρω δηλαδή αν θα προλάβω να το ζήσω εγώ αυτό. Ίσως, οι νεότεροι…

Το πάτε σε τόσο βάθος χρόνου;

Μα δεν μιλάει κανείς για φάρμακο. Όλοι μιλάνε για ένα πιθανό εμβόλιο…Τι σημαίνει; Δεν επιδέχεται ο ιός φαρμακολογικής θεραπείας; Δεν μου φαίνεται αισιόδοξο αυτό. Εγώ, ξέρετε, τον παππού μου τον Ρηγόπουλο, που δεν τον γνώρισα, τον έχασα στα 57 του απ’ την ασιατική γρίπη. Το 1957 που θέριζε και δεν υπήρχε όλη αυτή η γρήγορη ενημέρωση που έχουμε σήμερα. Απ’ την οικογένεια, που ζούσαν μαζί του η γιαγιά μου και οι δύο κόρες τους, διότι οι γονείς μου έλειπαν σε τουρνέ, πέθανε μόνο ο παππούς χωρίς να’χε κάποιο νόσημα. Τελικά οι γυναίκες είναι πιο κορακοζώητες (γέλια). 

Έτσι που σας βλέπω τώρα, είστε ίδια ο πατέρας σας, του μοιάζετε πάρα πολύ!

Και να θες, δε γίνεται αλλιώς! Είχα πάει στην εκπομπή της Μενεγάκη για το βιβλίο του μπαμπά μου κι ήταν να μου πάρει συνέντευξη ο Κουτσογιαννόπουλος, που ξέρει από θέατρο κι από σινεμά. Με βλέπει η Ελένη από μακριά και φωνάζει: «Ο Ρηγόπουλος με μαλλιά»! Είχε μείνει έκθαμβη! «Δεν το ξέρεις» της είπα, «ότι τα κορίτσια παίρνουν απ’ τον μπαμπά τους;»

Είστε μοναχοκόρη.

Δυστυχώς.

Γιατί δυστυχώς;

Αγαπώ πολύ τις μεγάλες οικογένειες, τα παιδιά, τα αδέρφια.

Κατανοείτε ωστόσο ότι οι γονείς σας δεν έκαναν άλλα παιδιά, λόγω των υποχρεώσεων τους.

Εγώ όλα τα κατανοώ, απλώς το δυστυχώς το λέω για μένα. Παρόλο που’χω μια κολλητή 40 χρόνια, που’ναι σαν αδερφή μου και καλύτερη, διότι είναι επιλογή, θα’θελα να’χα μοιραστεί όλους τους θανάτους και το τραυματικό της διετίας 2001 – 2002. Ο καλός μου μοιράστηκε μαζί μου το πένθος, αλλά το έκανε γιατί αγαπούσε εμένα, ενώ ένας αδερφός ή μία αδερφή θα το έκαναν ακριβώς με το δικό μου τρόπο. Είναι ωραίο να μοιράζεσαι τη δυστυχία, καθώς στη χαρά τρέχουν όλοι. 

Θα ξεκινήσουμε απ’ τα δυσάρεστα, καθώς μοιραία τη μερίδα του λέοντος στη συνέντευξη αυτή θα έχουν οι σημαντικοί γονείς σας. Και ο Κώστας Ρηγόπουλος πιστεύω πως ήταν ένας πολύ μεγάλος ηθοποιός!

Πολλοί άργησαν να το πάρουν χαμπάρι και δυστυχώς πέθανε πολύ νέος, πριν προλάβει να παίξει τους ρόλους που ήθελε. Τα 70 του δεν τα γιόρτασε καν, ήταν σε κώμα, γι’ αυτό κι εμείς θεωρούμε ότι «έφυγε» στα 69. Έξι μήνες ήταν σε κώμα και ζήσαμε το σουρεάλ να του κάνουμε και γενέθλια μέσα σ’ όλο αυτό. 

Είχε αναλαμπές τουλάχιστον;

Τίποτα, τίποτα…Κοιμότανε…Δεν τον λέγανε και κλινικά νεκρό, αλλιώς πρώτη εγώ θα έλεγα να του έβγαζαν τα σωληνάκια, παρόλο που η μαμά μου δεν θα το δεχόταν με τίποτα! Τα όργανα του ήταν εντάξει, ο εγκέφαλος του απλά δεν ξέρανε σε τι κατάσταση βρισκόταν.

Δεν θα ξεχάσω μία τηλεοπτική παρουσία της Κάκιας Αναλυτή λίγες εβδομάδες, ίσως και μέρες, πριν «φύγει» κι η ίδια. Έκλαιγε με λυγμούς για τον πατέρα σας.

Δεν μπορούσε να το ελέγξει! Της έλεγα «Μην βγαίνεις στην τηλεόραση, γιατί εσένα μετά δεν θα σ’ αρέσει ο εαυτός σου». Την καλούσαν συνέχεια και δεν πήγαινε. Ζήσαμε μία τραγική εποχή από τους δημοσιογράφους με μερικές φωτεινές εξαιρέσεις, που έχω να θυμάμαι. Όχι κοράκια απλά, αλλά να είναι από πάνω κυριολεκτικά, περιμένοντας το κακό και το μοιραίο. Ακόμη και στο νεκροταφείο, ήταν μια κοπελιά από μεγάλο κανάλι που μου τηλεφωνούσε και μου έλεγε «Μην έρθετε, είναι πενήντα άτομα πάνω απ’ τον τάφο και θα’ναι μ’ ένα  μικρόφωνο στα μούτρα της μάνας σας». Αυτό δεν είναι βιασμός, είναι αηδέστατο! Απ’ την άλλη, δημοσιογράφοι που δεν ήταν φίλοι μας, φέρθηκαν πολύ εντάξει. 

Η Αναλυτή ήταν με τον Ρηγόπουλο από παιδιά μαζί. Εκείνη στα 18, εκείνος λίγο μεγαλύτερος.

Ακριβώς. Και οι δύο ήταν παιδιά, το ’30 γεννημένος ο Κώστας, το ’34 η Κάκια. Μπήκαν μαζί στο θέατρο, κάνανε τις παράλληλες χωριστές καριέρες και μετά συναντήθηκαν μέχρι ο μπαμπάς να ξαναπάει στο Εθνικό και να αποκολληθούν πάλι. Τότε, στο Εθνικό, ο μπαμπάς είχε την αποδοχή του θεατρικού κόσμου, του κακού κόσμου, του δικού μας, των σπαστικών ηθοποιών. Έπρεπε να παίξει τα «in» έργα για να τον πουν μεγάλο ηθοποιό, κάτι που δεν υπήρχε με τον απλό λαϊκό κόσμο!

Είναι μια μορφή ρατσισμού.

Μεγάλη! 

Απέναντι σ’ έναν καλλιτέχνη, που και μόνο το θρυλικό «Αγάπη μου ουάουα» να πάρουμε, κατανοούμε τον δικό του αντιρατσισμό.

Ήταν ένας άνθρωπος ανεξίθρησκος. Προερχόταν από μία δεξιότατη, έως βασιλική οικογένεια, αλλά με τα επιχειρήματα σου θα τον έπειθες μέσα σ’ ένα τέταρτο. Σκεφτείτε ότι τον είχα βάλει και ψήφισε ΚΚΕ Εσωτερικού, του’ χα κάνει διάφορα…

Σας άκουγε εσάς.

Δεν μ’ άκουγε επειδή ήμουν εγώ. Διαφωνούσαμε, ας πούμε, όταν κατέβαινα στις διαδηλώσεις στα 18 μου, στην καλύτερη εποχή της Μεταπολίτευσης, που τρέχαμε. Μου έλεγε: «Τι κάνεις;»…«Εσύ τι κάνεις;» του απαντούσα και καθόμουν και του εξηγούσα. Συμφωνήσαμε σε πολλά στην τελική κι αυτό έδειχνε ότι δεν ήταν κολλημένος. Είχε ένα background άλλο από πίσω, αλλά τον αποζητούσε τον διάλογο.

Η Αναλυτή πως ήταν επ’ αυτού;

Η Κάκια ήταν μία αγία και το εννοώ. Την αγαπούσε ο κόσμος όλος, γιατί κακό δεν θα’λεγε για κανέναν. Είχε,  όμως, την άποψη της και δεν θα την άλλαζε, που να κατέβαινε ο Θεός ο ίδιος. Και πάλι δε θα σου πλασάριζε τα δικά της, θα σου’λεγε «Ναι, έχεις δίκιο» και θα παρέμενε σταθερή στις θέσεις της. Ήξερε τι πίστευε, ενώ ο μπαμπάς θα έκανε καυγά, θα έλεγε «Γιατί; Πες μου τα επιχειρήματα σου»! Πολύ έντονες, αλλά πολύ διαφορετικές προσωπικότητες και οι δυο τους.

Ας μιλήσουμε για τα παιδικά σας χρόνια, λοιπόν.

Δεν το ξέρω το «αλλιώς», όταν μου το ρωτάνε αυτό. «Δηλαδή, εσύ που’χες πατέρα τραπεζικό, που να ξέρω πως τα πέρναγες;» Δεν μπορώ να κρίνω συγκριτικά. Πέρασα πολύ ωραία παιδικά χρόνια, παρόλο που μεγάλωσα ουσιαστικά με τη γιαγιά μου και τον παππού μου. Ο Κώστας και η Κάκια δούλευαν όλο το           24ωρο, ταινία το πρωί, πρόβες μετά και παράσταση το  βράδυ. Καμία αργία, έπαιζαν τρεις- τέσσερις παραστάσεις κάθε βδομάδα. 

Το λες και γονική έλλειψη αυτό.

Καμία, όμως! Δεν ξέρω πως έγινε…Ίσως ήταν η χημεία, το κούμπωμα με τους ανθρώπους, δεν πηγαίνει δηλαδή μόνο με το γονικό στοιχείο. Δεν ένιωσα ποτέ τη στέρηση κανενός απ’ τους δύο!

Ο Ρηγόπουλος όταν είχε μια πικρία την εξέφραζε στο σπίτι σας;

Βέβαια! Μόνο στο σπίτι; Και έξω, και στη λαϊκή και παντού. Κυκλοφορούσε μες τον κόσμο, του άρεσε να μιλάει. Μπορεί να έλεγε: «Ναι, σιγά τον δημοσιογράφο, που κάλεσε αυτόν και μένα δεν με κάλεσε»! Του έλεγα «Βρε μπαμπά, μην τα λες στη λαϊκή αυτά»…«Γιατί να μην το πω;»…Δεν είχε σταματημό σ’ αυτό. Αν κάτι τον είχε πληγώσει, θα το δήλωνε παντού. Δεν είχε καμία αίσθηση καθωσπρεπισμού. Μπορεί να τον βλέπατε εσείς, «Γεια σου, κύριε Κώστα» και να σας έλεγε «Τι γεια σου; Γιατί μου’κανες αυτό και όχι εκείνο;», ας πούμε…

Σαν να τον είχαν πολύ στην απ’ όξω, έτσι όπως μου τα λέτε.

Μα τον είχαν στην απ’ όξω! Πολύ! Απ’ την άλλη, υπέφερα κι εγώ μ’ αυτό, γιατί χρεώνεσαι τις αντιπάθειες και δεν πιστώνεσαι το ταλέντο. Σε βλέπουν και χωρίς να σ’ έχουν ακούσει, λένε «Έλα, μωρέ, δεν τα λέει» –  σε έχουν a priori για πέταμα και χρεώνεσαι όλες τις αντιπάθειες. Μου’χει τύχει να χάσω δουλειά λόγω του απύλωτου του μπαμπά. Υπογράψαμε, αλλά κάτι θα’χε πει ο μπαμπάς για κάποιον, που με ειδοποίησαν στο στυλ «Δυστυχώς δεν θα συνεργαστούμε». Ήταν τόσο καταφανές, αφού δεν είχα κάνει καν ανάγνωση.

Και δεν τους πήρε παραμάζωμα ο Ρηγόπουλος μετά;

Απλά στενοχωρήθηκε. Μου είπε: «Κοίτα τι πληρώνεις, επειδή εγώ δε μπορώ να σταματήσω να μιλάω»! Το ήξερα το βάρος, γι’ αυτό και του απάντησα να’ναι πάντα ο εαυτός του. Εννοώ το βάρος του κόσμου, όχι του ταλέντου, γιατί τέτοιο βάρος δεν μου δημιούργησαν ποτέ. Ποτέ δεν άκουσα «Εμείς είμαστε σπουδαίοι, εσύ είσαι χάλια». Η μαμά μου, δε, ότι έκανα, το έβρισκε εξαιρετικό! Μακαρόνια, που θα ήταν αίσχος, αλλά για εκείνη τα’ κανα εξαιρετικά. Παράσταση έκανα, αριστούργημα την έβρισκε. «Κόψε κάτι, ρε μαμά» έλεγα…«Όχι, παιδί μου, εσύ’σαι η πιο σοφή, η πιο έξυπνη, η πιο ταλαντούχα» κλπ. Ο Ρηγόπουλος ήταν «Καλή ήσουν, για να το ξαναδώ αυτό», αλλά μέχρι εκεί. Αν ήταν κι οι δυο το ίδιο, θα’μουν να πεθάνω. Υπήρχε ισορροπία.

Στο Παλαιό Φάληρο μεγαλώσατε;

Πάντα.

Εκεί που μένετε μέχρι σήμερα;

Παντού. Έχω μεγαλώσει τουλάχιστον σε είκοσι διαφορετικά σπίτια επί της παραλιακής με ενοίκιο. 

Ώστε δεν είχατε δικό σας σπίτι;

Το σπίτι το δικό μας το αποκτήσαμε επί «Ουάουα», μέσα του ’70. Διότι η μάνα μου ήταν πολύ ροκ άνθρωπος! Δεν ήθελε ιδιοκτησία, δεν ήθελε λεφτά να’χει στα χέρια της. «Κώστα, έχεις να μου δώσεις να πάρω μάσκαρα;» έλεγε του πατέρα μου. Πεταγόμουν εγώ: «Ρε μάνα, δε μπορείς να’χεις πάνω σου πέντε δραχμές;»…«Αχ, δε θέλω τέτοια πράγματα, παιδί μου»! Έτσι, δεν ήθελε να’χει και σπίτι. Ούτε και εξοχικό, εννοείται. Όταν τη ρώταγαν «Μα θ’ αλλάζεις συνέχεια σπίτια;», απαντούσε «Ξέρετε πόσο ωραίο είναι ν’ αλλάζεις χώρους;» (γέλια). Ανάλογα με το μπάτζετ, έχουμε μείνει στο πίσω στενό της παραλιακής, στο παραδίπλα, στο παραέξω, σπίτια που το ένα μπορεί να το νοικιάζαμε πιο φθηνά απ’ τ’ άλλο. Ο μπαμπάς κοιμόταν κι εμείς κάναμε μετακόμιση. Όταν πια τα’χαν πάρει όλα απ’ το σπίτι, του κάναμε «Μπαμπά, ξύπνα, να πάρουμε και το κρεβάτι». Όλο αυτό γινόταν κοινή συναινέσει, η μάνα μου ήξερε τι θα παίρναμε, τι θα πετάγαμε, τι θ’  αφήναμε. Δεν είχαμε καθόλου μιζέρια στο σπίτι.

Υπήρξαν πολύ ερωτευμένοι οι δυο τους, γι’ αυτό και άντεξαν μια ζωή μαζί.

Μέχρι τέλους. Μια ειδική καρμική σχέση. Δεν το ξέρω, αλλά φαντάζομαι: Δεν θα πέρασαν από σαράντα κύματα μ’ αυτή τη δουλειά που κάνανε, με τέτοιους πειρασμούς; Η μαμά μια θεά, όλο με κάτι γκόμενους δίπλα της στις ταινίες! Για να άντεξαν, όμως, σε τόσα χρόνια, σίγουρα δεν είχε μικροαστική αιτία, να έμειναν δηλαδή για μένα, για το παιδί. Κοινή περιουσία δεν υπήρχε, φράγκο δεν υπήρχε. Ο μπαμπάς έλεγε «Τώρα πήγαμε καλά, βγάλαμε λεφτά, πάμε Παρίσι» κι έφευγαν οι δυο τους. Πάν’ τα λεφτά! Τίποτα στην άκρη! Αφού πέθανε και βρήκα δέκα κάρτες τραπεζών, που κανείς δεν ήταν συνδικαιούχος, όλες χρεωμένες. Μέσα μου, επειδή έτσι είμαι κι εγώ, είπα «Μπράβο, μαγκιά, αυτό είναι ζωή! Δε μπορεί να δουλεύεις για ένα παιδί ή για ένα εγγόνι, αλλά για να τα χαρείς όσο ζεις»! Ειλικρινά, ποτέ δεν είπα «Ρε παιδί μου, δεν μου άφησαν και μένα ούτε 100.000 δραχμές ή ένα εξοχικό». Τις δε κάρτες τις αποπλήρωσα μέσα σε δέκα χρόνια…Που να’ξερε κιόλας ότι θα πέθαινε! Ταινία ετοίμαζαν με τον Καφετζόπουλο και θα έπαιρνε την προκαταβολή του.

Απ’ ότι θυμάμαι, το κακό δεν τον είχε βρει στην Αθήνα.

Ο Νικολαΐδης του Ολυμπιακού, που πέθανε πρόσφατα, τους φιλοξενούσε κάθε καλοκαίρι στη Μύκονο κι από τότε έχω ένα φόβο με τα νησιά. Λέω «Αφού δεν πρόλαβαν να τον φέρουν από ολόκληρη Μύκονο»… Αερομεταφορά δεν γινόταν γιατί είχε πολύ αέρα και τον έβαλαν στο Blue Star. Τι να προλάβεις; Ούτε εδώ ξέρω αν θα προλάβαινε, αλλά πάντα θα το κουβαλάω αυτό το «Τι την ήθελε τη Μύκονο;»…Που να φανταστεί… Παλιά, πολύ πριν πεθάνει, δεκαπέντε χρόνια πριν δηλαδή, του’χαν βρει μια μικρή στένωση αορτής. Του’χαν δώσει κάποια χάπια, δεν ήταν για επέμβαση. Και, άλλωστε, δεν πήγε από καρδιά, αλλού «έφραξε». Η καρδιά δούλευε και γι’ αυτό έμεινε έξι μήνες στο νοσοκομείο. Η μαμά, πάλι, δεν είχε απολύτως τίποτα. Πέθανε επειδή ήθελε να πεθάνει! 

Συγκλονιστικό.

Ω, βέβαια, άμα θες να πεθάνεις, πεθαίνεις! Έμεινε στον τόπο με το τσιγάρο αναμμένο. Κάπνιζε, καλή ώρα, ότι έβρισκε μπροστά της, τα πάντα. Έπεσε την ώρα που έκαιγε το τσιγάρο. Ήταν η κόρη μου, ευτυχώς, στο άλλο δωμάτιο και με ειδοποίησε αμέσως. Κοιτάξετε, με το που πέθανε ο μπαμπάς, έπινε και κάπνιζε τα πάντα! Κάπου το προκάλεσε, ήθελε να της συμβεί. Σημειωτέον, είχε τελειώσει και το θέατρο, αφού της είχε έρθει το χαρτί της έξωσης από το «Θέατρο Αναλυτή», ζώντων και των δύο! Από κει άρχισε η κατρακύλα. Τηλεφώνησε της κυρίας Γουλανδρή, στην οποία ανήκε το κτίριο, κι αυτή της είπε «Δεν πουλάμε γη, δεν το πουλάμε και να βγείτε, αφού πέρασαν τα 30 χρόνια»…Ο πατέρας μου με το χαρακτήρα που είχε, είπε «OK, τελείωσε, το θέατρο πάει και πάμε γι’ άλλα»…Η μάνα μου ήταν να πεθάνει, όλη τη μέρα κλαίγαμε για το θέατρο. Ε, μετά ήρθε και ο θάνατος του πατέρα μου και την αποτέλειωσε! Πιστεύω πως η Κάκια δεν είχε πια κέφι να ζήσει. Μου έλεγε «Εσύ μεγάλωσες, η κόρη σου μεγάλωσε, κανείς δεν μ’ έχει ανάγκη»…«Τι λες, ρε μάνα» της απαντούσα, «που κανείς δεν σ’ έχει ανάγκη, 68 χρονών γυναίκα;»…Και να παίξει θα μπορούσε, και τα πάντα.

Ναι, θα ήταν 86 ετών σήμερα.

Μια χαρά. Εδώ άλλοι στα 86 παντρεύονται, άσε με τώρα…

Φαντάζομαι κόσμος που θα μπαινόβγαινε σπίτι σας τις καλές μέρες.

Ειδικά τις γιορτές, Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Αικατερίνης. Ο μπαμπάς πάνω απ’ το τηλέφωνο, Βούδας, τον ακούγαμε να λέει «Α, ευχαριστώ! Εδώ θα’μαστε, περάστε». Πεταγόταν η Κάκια «Που να’ρθουν, βρε Κώστα; Δεν έχω ετοιμάσει τίποτα»…«Δεν πειράζει»..Και ξαφνικά το σπίτι γέμιζε χωρίς να’ναι οργανωμένο τίποτα, μόνο γιατί του άρεσε πολύ αυτό. Θυμάμαι μια συνέντευξη που σας είχε δώσει η Μέλπω Ζαρόκωστα. Είχα συγκινηθεί πολύ, γιατί μεγάλωσα μαζί της, την «έχω» από μωρό. Η Ζαρόκωστα και ο Βίκτωρ Παγουλάτος με παίρνανε για βόλτες, με πήγαιναν μέχρι και στην τουαλέτα, όταν δεν μπορούσε η μαμά μου. Ήταν στο θίασο που βγάλανε πολλές σεζόν μαζί. Με τον Ανδρέα Μπάρκουλη, που’ χε αντικαταστήσει τον μπαμπά στο «Αγάπη μου ουάουα», ήμασταν πάρα πολλά χρόνια μαζί, με τον Λευτέρη Βουρνά επίσης, που «έφυγε» έτσι όπως «έφυγε», δύσκολα…Ήταν μια παρέα που δημιουργήθηκε λόγω της δουλειάς, γιατί οι θεατρίνοι έτσι το πάνε, με τη σεζόν. Όταν κάνεις πρόβα – παράσταση και μετά πας να φας, δύσκολα θα βγεις μ’ αυτόν που δουλεύει στο άλλο θέατρο. Έτσι ήταν τότε.

Και σήμερα έτσι είναι.

Δεν ξέρω αν είναι έτσι σήμερα. Βλέπω θιάσους που λένε καληνύχτα και ουδέποτε έφαγαν μαζί. Αν ο πρώτος είναι της παρέας, θα τους παρασύρει. Αν είναι όμως «Εγώ κάνω τη δουλειά μου και γεια σας», δεν θα γίνει. 

Που το αποδίδετε;

Μήπως έχουμε γίνει πάρα πολλοί πια; Δεν ξέρω…Τότε ήταν πολύ συγκεκριμένος ο αριθμός των ηθοποιών. Βλέπω καμιά φορά τις φωτογραφίες μες το βιβλίο του μπαμπά: Τον Κατράκη, που τον έβγαλε στο θέατρο, τον Τάκη τον Χορν με τη Λαμπέτη, που είχαν μεγάλη αλληλοεκτίμηση. Βλέπω κι άλλους να λένε για όλους τους παλιούς «Τι μεγάλοι ηθοποιοί»…Χαζομάρες, δεν ήταν φυσικά όλοι μεγάλοι! 

Διαφωνώ κι εγώ με την κουρασμένη πια άποψη «Η Ελλάδα της Μελίνας, του Χατζιδάκι, της Λαμπέτη» κλπ.

Και η κάθε Λαμπέτη έχει τους εχθρούς της, τα λάθη της…Δεν σημαίνει ότι επειδή κάποιος ήταν μεγάλος ηθοποιός και πέθανε, δεδικαίωται. Δεν πάει έτσι. Όπως επίσης δεν μου αρέσει να βγαίνουν να κατηγορούν ανθρώπους πεθαμένους. Γιατί να πρέπει να κανιβαλίζουμε τον νεκρό; Άσ’τον να πάει στο καλό, πέθανε, τι τα ψάχνεις; Το ίδιο διαφωνώ και με τον κανιβαλισμό απέναντι στους ζωντανούς. 

Αλήθεια είναι πως οι λίγες ταινίες που έκαναν οι γονείς σας δεν ήταν του συρμού, είχαν κάτι…

Κοιτάξτε, ο μπαμπάς έκανε πολύ λίγες ταινίες. Δεν τον ήθελε ο Φίνος. Ας πούμε, για τη «Βίλα των οργίων», που εκείνοι το’χαν πρωτοπαίξει στο θέατρο, ο Φίνος είπε: «Εγώ θέλω τον Κωνσταντάρα». Σημειωτέον, ο Ρηγόπουλος είχε μεγάλη φιλία με τον Λάμπρο και μέσα στο βιβλίο λέει τα καλύτερα. Ούτε ποτέ τσακώθηκαν, απλά ο Φίνος είπε: «Η Αναλυτή νά’ρθει, τον Ρηγόπουλο δεν τον θέλω για πρώτο ρόλο». Έτσι, ο μπαμπάς έπαιζε συνήθως δεύτερους ρόλους. Στο τέλος πια, την κακιά εποχή, έφτασε να παίζει αυτά που του άξιζαν.

Μην ξεχνάμε όμως πως το «Αγάπη μου ουάουα» έγινε και μια πολύ ωραία έγχρωμη ταινία σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη.

Αυτό έπρεπε να γίνει ως φόρος τιμής στην παράσταση! Ήταν τόσο μεγάλη επιτυχία ώστε τι νά’λεγε ο Φίνος; «Δεν θέλω τον Ρηγόπουλο»; Και ποιος θα τό’παιζε; Όταν, όμως, έκανε το ’72 το «Προξενιό της Άννας» και πήρε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κάνανε όλοι «Αααα»! Τι «Αααα», βρε χαζοί, δε μπορούσατε να δείτε τόσα χρόνια έναν ηθοποιό, που δεν ανήκε σε κλιμάκια «κουλτουριάρικα», αλλά που ήταν καλός; Φτάσαμε να λέμε μεγάλο ηθοποιό, αυτόν που κάνει τις μεγάλες επιλογές. Ένας ατάλαντος που έχει τη στήριξη των άλλων, και σκατά να παίξει, θα’χει τη φήμη του μεγάλου ηθοποιού. Σας το λέω σαν ηθοποιός, όχι σαν κόρη κανενός, που έχω δει ηθοποιούς να παίζουν παπάδες και να’ναι ευτελής η όλη δράση τους. Φταίει κι ο ίδιος, βέβαια, που παίζει σε ευτελή πράγματα, αλλά όλα τελικά είναι μία συνισταμένη πραγμάτων. Δεν είναι απαραίτητο να κάνεις καλές επιλογές και να’σαι καλός ηθοποιός. Διαβάζω καμιά φορά στο facebook κάποιους κολλημένους με τη δεκαετία του ’60 και το παρελθόν: «Ο σπουδαίος ο τάδε, η τεράστια η τάδε» κλπ. Σκέφτομαι: «Μα καλά, θεωρούν σπουδαίους αυτά τα φρόκαλα;» Κι όμως, έτσι έχουν φτάσει στο αυτί του κόσμου.  

Πείτε μου έναν πραγματικά μεγάλο ηθοποιό που είχατε την τύχη να δείτε στο θέατρο. 

Στα 19 μου, είδα τον Μινωτή στο θέατρο και μου έφυγε ο τάκος! Είχαμε πάει ως πιτσιρικάδες, ξέρετε, μ’ αυτό το arrogant του «έλα, μωρέ, τώρα, ο Μινωτής το παλιό θέατρο» κι έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα! Δεν μπορεί, έλεγα, κανείς να παίξει τόσο άμεσα και σύγχρονα σαν τον Μινωτή! Ήταν, θυμάμαι, μια παράσταση Μπέκετ μαζί με τον Νικήτα Τσακίρογλου, κάτι πολύ προχώ για την εποχή. Ε, δεν θυμάμαι τον Τσακίρογλου, που είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός. 

Αναφερθήκατε στο «Προξενιό της Άννας» του Παντελή Βούλγαρη. Θυμάστε μήπως πως είχε πάρει το συγκεκριμένο ρόλο ο Ρηγόπουλος;

Νομίζω πως με τον Παντελή κάπου γνωρίστηκαν και συμπαθήθηκαν αμέσως. Του είχε πει ότι ετοίμαζε μία ταινία και ο μπαμπάς είχε αντιδράσει ως εξής – αυτό το θυμάμαι καλά: «Εάν δεν είναι κάτι απ’ αυτά τα κουλτουριάρικα, που δεν καταλαβαίνω τίποτα, οπωσδήποτε να με υπολογίζεις»! Εδώ να πω ότι τον είχε φωνάξει και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος για μία ταινία του, νομίζω το «Ταξίδι στα Κύθηρα». Κάνανε τη συζήτηση στο γραφείο του Αγγελόπουλου, πανευτυχείς και οι δύο, οπότε ο μπαμπάς ρωτάει: «Για λεφτά με ποιον θα μιλήσω;» Του κάνει ο Αγγελόπουλος: «Λεφτά; Θα παίξεις σε ταινία του Αγγελόπουλου και θα ζητήσεις λεφτά;» Γυρνάει και του απαντάει: «Κι εσύ θα πάρεις τον Ρηγόπουλο και δεν θα τον πληρώσεις;» Δεν τσακώθηκαν, απλά ο μπαμπάς του εξήγησε ότι δεν πάει πουθενά τζάμπα! Κι αυτό είναι πάρα πολύ σωστό! Εμείς, οι νεότεροι, κι αν το’χουμε λουστεί αυτό! «Παίξε τζάμπα» σου λένε «και θα είμαστε μαζί στην επόμενη δουλειά πάλι»…Τρίχες! Όπου έχεις πάει τζάμπα, ποτέ δεν ξανασυναντιέσαι με κάποιον. Σε θεωρούν πλέμπα, ενώ αν έχεις ζητήσει αμοιβή, έστω και συμβολική, σε υπολογίζουν. Έτσι και ο μπαμπάς εξήγησε του Αγγελόπουλου ότι δεν είναι χομπίστας και ζει απ’ τη δουλειά αυτή. 

Συμφώνησε και η Κάκια μ’ αυτή του τη στάση;

Η τρελο-Κεφαλονίτισσα; Εννοείται! «Πουθενά δεν θα πας» του φώναζε! Σ’ αυτή την περίπτωση είχαν απόλυτη σύμπνοια, γιατί την κάνανε αυτή τη δουλειά από 18 χρονών και προέρχονταν από φτωχές οικογένειες αμφότεροι. Της μάνας μου εξαιρετικά φτωχότερη, αν και του πατέρα μου είχαν ένα πλούτο, τον οποίο όμως εκείνος τον έζησε μόνο σαν άκουσμα. Του Κώστα ήταν Κυψελιώτες, ενώ της Κάκιας οι γονείς ήταν πρόσφυγες από τη Μικρασία, αμόρφωτοι, χωρίς τίποτα. Και ξαφνικά αυτοί οι δύο άνθρωποι ενώθηκαν, έκαναν θέατρο, παιδί, οικογένεια και ζούσαν μια χαρά. Πως να πήγαινε ο άλλος να τους ζητούσε να παίξουν για το ονόρε; Για το ονόρε θα πάει το εικοσάχρονο, ο πατέρας μου έλεγε ότι δεν είχε καμία ανάγκη να παίξει σε ταινία του Αγγελόπουλου. Τις είχε κάτι τέτοιες τρελάρες! 

Τελικά δικαιώθηκε ίσως.

Ναι, το πιστεύω κι εγώ, γιατί – κοιτάξτε – δεν ήταν ο Αγγελόπουλος της «Αναπαράστασης», του Πάμε όλοι μαζί να κάνουμε μία ταινία. Ήταν ένας σκηνοθέτης που έπαιρνε κονδύλια, λεφτά, κάτι που ο Ρηγόπουλος γνώριζε εξ αρχής. 

Θέλω να μείνουμε στο «Αγάπη μου ουάουα» τώρα, καθώς η παράσταση αυτή έλαβε χώρα μεσούσης της χούντας στην Αθήνα.

Κατά τη διάρκεια όλης της χούντας για την ακρίβεια! Ξεκίνησε το ’67 και τελείωσε το ’73 με το τέλος της δικτατορίας. Εγώ θεωρώ ότι ένας λόγος της τεράστιας επιτυχίας δεν ήταν μόνο η θεϊκή ερμηνεία της μάνας μου, αλλά και το παραμύθι που πήγαινε κάπου αλλού τον κόσμο. Ο κόσμος ήταν στο γύψο, πιεσμένος, κι αυτό το έργο, ενώ έμοιαζε ανώδυνο και χαριτωμένο, ουσιαστικά μιλούσε για βαθύτερα πράγματα. 

Ισχύει. Σε μία περίοδο που ο Βουτσάς βαφόταν με φούμο σε ταινίες σαν τον «Αράπη κι αν τον πλένεις», το «Αγάπη μου ουάουα» πρότεινε την αγάπη και την άδολη σχέση μεταξύ ενός λευκού και μιας μαύρης.

Αν θυμάστε, την ξανθιά πλούσια γκόμενα την έπαιζε η Μπεάτα Ασημακοπούλου, η οποία το πρώτο πράγμα που του έλεγε, ήταν: «Μα δεν βλέπεις πως είναι μαύρη;» Καθαρός ρατσισμός, αλλά ο πρωταγωνιστής της απαντούσε: «Ναι, αλλά είναι καλή, όμορφη, καλλιεργημένη» κλπ. Το μήνυμα πέρναγε ακόμη και στους ρατσιστές μ’ έναν πολύ ήπιο τρόπο. Και σίγουρα ήταν ένα αντιρατσιστικό έργο αν δεν το προσέγγιζες με χαβαλέ.

Σήμερα ειδικά με χαβαλέ δεν θα προσεγγιζόταν με τίποτα.

Συμφωνώ απόλυτα, σήμερα δεν θα «πέρναγε» με τίποτα! Σήμερα με το κίνημα «me too» κι όλη αυτή την «κορεκτίλα»,  πολλά άλλα δεν θα περνάγανε. 

Πιστεύετε ότι έχουμε περάσει στο άλλο άκρο με την «κορεκτίλα» που λέτε;

Είναι στενόμυαλο όλο αυτό. Δεν μπορείς να μου ακυρώνεις το «Όσα παίρνει ο άνεμος» του 1939! Το ’39 είχαμε μεσοπόλεμο, τι θέλαμε να λένε; «Τι ωραίοι που’ναι οι μαύροι»; Τα πράγματα κρίνονται και απ’ την εποχή που γίνανε. Αντιρατσιστής να’σαι πρώτα στη μάνα σου, στη γυναίκα σου, στους φουκαράδες τους πρόσφυγες που’ναι εδώ γύρω μας αυτή τη στιγμή και μετά έλα πες μου «me too»! Τι μου λες για το 1939; Το 2020 να σε δω, φίλε! Έχω δει πολλούς με αριστερά λόγια και ακτιβιστικό πνεύμα, που πλακώνουν τη γυναίκα τους και το παιδί τους στο σπίτι. Τι να τα κάνω εγώ τα λάβαρα; Έχω δει, σας πληροφορώ, πολύ ωραίους δεξιούς και καθίκια αριστερούς. Δυστυχώς, όσο γερνάω, καταλαβαίνω ότι η ζωή δεν περνάει με την ιδεολογία, αλλά με το πως φέρεσαι στην καθημερινότητα σου. Και μένα ο μπαμπάς μου, που προερχόταν από δεξιά οικογένεια, το πρωί ήταν με τον μανάβη στη λαϊκή και το βράδυ θα πήγαινε για ουζάκια με απλούς φίλους, όχι με εφοπλιστές. Οι φίλοι του ήταν απ’ αυτό που λέμε όσο πιο κάτω έχει: Κολλητοί τους ήταν η ταξιθέτρια ή ο ηλεκτρολόγος του θεάτρου. Και οι ηθοποιοί, βέβαια, που σιγά – σιγά έφτιαχναν οικογένεια. Θυμάμαι τον Γιώργο Κωνσταντή, που τον είχαν χρόνια μαζί τους. Σ’ ένα έργο, που ο ρόλος ήταν γυναικείος, του είπαν: «Θα τον αλλάξουμε, Γιώργο, θα τον κάνουμε ανδρικό. Δε μπορεί να φύγεις εσύ». 

Θυμάστε πως έκριναν τις ταινίες του καιρού τους; Όχι αυτές που έπαιζαν οι ίδιοι.

Χάλια! Πέρναγαν, έβλεπαν μια αφίσα, έκανε ο μπαμπάς «Πω, πω, αυτή παίζει πάλι», έριχνε μια μούτζα κι έφευγε. Όπως και ο Αλέκος Αλεξανδράκης, που είχα δουλέψει μαζί του και που μου έλεγε: «Εμείς τις ταινίες αυτές τις κάναμε για να’χουμε λεφτά να τα επενδύουμε στην παράσταση». Και τώρα μιλάνε όλοι για το παλιό ελληνικό σινεμά, που ήταν μια μπούρδα, πλην εξαιρέσεων! Οι ίδιοι οι παλιοί τα λένε! 

Ο Αλεξανδράκης πρέπει να ήταν αυστηρός και πιο απαιτητικός, το αντιλαμβάνομαι.

Πολύ ωραίος άνθρωπος! Δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου άλλο θιασάρχη, που έπαιζα μαζί του και να έρχεται να μου λέει: «Κρεμάστρες σου έφεραν, Ζωΐτσα;» κι εγώ να του απαντάω «Αχ, μη μου το κάνετε αυτό, κύριε Αλεξανδράκη, θέλω να πεθάνω»…«Πρέπει να είσαι καλά» μου ξανάλεγε κι όχι μόνο σε μένα, αλλά σ’ όλο τον κόσμο. 

Αισθάνονταν οι γονείς σας κάπου ξεκομμένοι απ’ τον Φίνο με τις εμπορικές επιτυχίες του;

Δεν ξέρω αν γενικά ήταν ξεκομμένοι απ’ το σύστημα, που δεν ήταν πολιτικό. Ο πατέρας μου, αν και δεξιός, ουδέποτε ευεργετήθηκε από καμία δεξιά κυβέρνηση, που είχαμε και πολλές. Ποτέ δεν πήρε επιχορήγηση από κάπου, ήταν δεξιός τζάμπα μάγκας. Θα μπορούσε ως πάππου προς πάππου δεξιός, να’χε πάρει το Ηρώδειο και την Επίδαυρο. Τίποτα δεν έκανε! Αρεστός μπορεί να ήταν απ’ όλους, αλλά ευνοούμενος ποτέ! Αφού πήγαινε στον άλλον, που έπαιζε και του έλεγε: «Χάλια ήσουν»…

Το έλεγε κατάμουτρα σε συναδέλφους του;

Είμαι έφηβη κι έχω πάει να δούμε μαζί τον Χορν στον «Ριχάρδο τον Γ’». Είμαι ενθουσιασμένη, βλέπω τα πλούσια σκηνικά και τον θεό τον Χορν, όταν όμως πάμε στα καμαρίνια, του λέει ο πατέρας μου: «Ε, Τάκη μου, δεν σου πάνε εσένα αυτά τα έργα». Κόκαλο εγώ! «Μπαμπά, τι του λες του ανθρώπου;»…Και γυρνάει ο Χορν και κάνει: «Ναι, ρε γαμώτο, δεν είμαι για το κλασικό εγώ». Σκεφτείτε σε τι επίπεδο μιλούσαν αυτοί οι δυο άνθρωποι. Σημειωτέον, ο Τάκης είχε βγάλει στο θέατρο τον μπαμπά και είχαν τεράστια αλληλοεκτίμηση. 

Τους είχατε ακούσει να μιλάνε για σκηνοθέτες που εκτιμούσαν ιδιαίτερα;

Για όλους καλά έλεγαν, δεν είχαν προβλήματα…Θα σας πω μια αστεία ιστορία: Το ’50 τόσο, πρωτόβγαλτος ο μπαμπάς στο θέατρο, έπαιζε με την Κυβέλη και τους σκηνοθετούσε ο Μιχάλης Κακογιάννης! Η Κυβέλη δεν ανέχεται να τη σκηνοθετήσει κανείς, διότι είναι η Κυβέλη! Έλεγε ο Κακογιάννης στην Κυβέλη «Και τώρα θα κάνετε αυτό, θα πάτε εκεί». Γύρναγε η Κυβέλη κι έλεγε του μπαμπά μου, ο οποίος ήταν μωρό: «Τι λέει αυτός ο κύριος, παιδάκι μου; Πες του ότι εγώ δεν δέχομαι οδηγίες από κανέναν». Ανέβηκε τελικά – λέει – μία παράσταση, που όλοι είχαν σκηνοθετηθεί απ’ τον Κακογιάννη, εκτός απ’ την Κυβέλη. Δεν υπάρχουν, ξέρετε, Ιερά Τέρατα, υπάρχουν και απλά τέρατα. Από τότε υπήρχαν οι διχογνωμίες και οι ντιβισμοί, δεν ήταν όλα ρόδινα και ζαχαρένια. 

Καλά, ναι, εδώ μου’χε αφηγηθεί η Καλή Καλό που’χε χαστουκίσει κάποτε τη Ρένα Βλαχοπούλου.

Τη Βλαχοπούλου, νομίζω, κι άλλοι την είχαν χαστουκίσει! Ξέρω άλλα δυο – τρία τέτοια περιστατικά, χωρίς φυσικά να ήμουν μπροστά. Η Ρένα ερχόταν στο σπίτι μας κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και παίζανε χαρτιά. Καθόταν όλη τη μέρα. Ξύπναγα το πρωί, τους έβλεπα όλους γύρω απ’ το τραπέζι και ρώταγα «Καφέ να φτιάξω;» Ήταν φανατική των χαρτιών η Ρένα και τη θυμάμαι πάντα χαβαλετζού και ανοιχτόκαρδη. Δεν είχε δουλέψει ποτέ με τους γονείς μου, παρά μια φορά μόνο σε μια ταινία με τον μπαμπά. 

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε, ακόμη, πως οι περισσότερες παλιές ταινίες, που σήμερα αποθεώνονται, στον καιρό τους ορισμένοι τις είχαν για φτύσιμο.

Εγώ νομίζετε ότι δεν το «λούστηκα» αυτό που λέτε; Όταν έδωσα στον α’ κύκλο εξετάσεων για το Εθνικό, δεν τα πήγα καλά, αφού δεν με είχε δοκιμάσει ο πατέρας μου, δεν ήθελα. Όταν με κόψανε, λοιπόν, ξέρετε τι μου είπαν; «Δεν έχεις ανάγκη εσύ, έχεις θέατρο»! Κι εγώ είμαι 18 χρονών και κλαίω στα πατώματα, γιατί θα προτιμούσα ν’ άκουγα «Δεν τα λες, χάλια ήσουν». Ο Ρηγόπουλος γίνεται έξαλλος! Θυμώνει τόσο που θέλει να πάει να γκρεμίσει τη σχολή! Φωνάζει: «Βάλτε τη και κόψτε τη στο β’ έτος», διότι – σημειωτέον – πέρναγαν όλα τα παιδιά των ηθοποιών, ανεξαρτήτως ταλέντου. Δείτε ποιο παιδί ηθοποιών δεν έχει μπει στο Εθνικό Θέατρο! Δεν ξέρω ακόμη αν αυτή τους η στάση οφειλόταν σε εκείνες τις ταινίες που’χε κάνει ο πατέρας μου. 

Επομένως, γι’ αυτό και οι δικές σας σπουδές ήταν βασικά στου Πέλου Κατσέλη.

Στου Κατσέλη τη σχολή μπήκα στα 19 μου, το 1976. Στο α’ έτος της σχολής, γέννησα την κόρη μου. Μου είπε ο Πέλος: «Να έρθεις τον Σεπτέμβρη, δε μπορώ να σε περάσω κατευθείαν με την κοιλιά φουσκωμένη»! Πολύ έντιμα ο Πέλος μου είπε επίσης: «Θα κάνεις το α’ έτος, αλλά αν δεν είσαι καλή, εγώ θα σε διώξω. Δεν επιτρέπεται, όμως, να μη δίνεται ευκαιρία σε παιδί συναδέλφου»! Και, ξέρετε, τότε οι δραματικές σχολές ήταν τέσσερις, δεν ήτανε 322, που’ναι σήμερα, «δε μπήκες εδώ και θα πας αλλού». Από τότε έπιασα τον πατέρα μου και του είπα: «Εγώ δε θέλω πολλά – πολλά με σας. Ούτε να μιλήσεις για μένα, ούτε σε δουλειά να με πάρεις, γιατί δε γουστάρω να ξανακούσω σχόλια»…Όσο πιο καταξιωμένος είναι ένας γονιός, τόσο περισσότερο αγωνίζεται ένα παιδί ν’ αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας, τραυλός ή ότι έχει ένα πόδι. Ενώ, όσο πιο «δεύτερος» είναι ένας γονιός, τόσο πιο πολύ φαίνεσαι εσύ πιο πάνω. Δεν εννοώ σαν ταλέντο, αλλά σαν θέση.  

Κατανοητό.

Κάτι θα’χε πει ο Ρηγόπουλος, κάποιον θα’χε βρίσει και αυτά τα φυλάνε μερικοί. Εγώ δε νομίζω ότι με έπιασαν ως παιδούλα και βγάλανε κακία, θέλανε να εκδικηθούν τον μπαμπά. Γι’ αυτό σας είπα και στην αρχή ότι χρεώνεσαι αντιπάθειες χωρίς να φταις. 

Ήταν συμβουλευτικός ο Ρηγόπουλος ως προς τις σπουδές σας;

Μου είπε ότι αγαπούσε πολύ τον Πέλο, αλλά και ότι δεν ήξερε αν μου πήγαινε η σχολή του. Ο Πέλος ήταν το γερμανικό θέατρο, καμία σχέση με μένα. Δεν καταλάβαινα τίποτα, αλλά μάθαινα απ’ αυτά που έλεγε, όχι για τη σκηνή, μα για τη ζωή! Του έλεγα: «Μπορώ να πάρω την Ιουλιέτα;» και μου απαντούσε: «Που να την πας;» (γέλια). Και μετά: «Έλα, μωρή με την κακοήθη υγεία, που θες την Ιουλιέτα. Πάρε εκεί μια κωμωδία να μας πάρεις τα σώβρακα».  

Κακοήθη υγεία σας αποκαλούσε; 

Ναι, έτσι, επειδή ήμουν μονίμως με το χαμόγελο. «Πως θα γίνεις Ιουλιέτα που’σαι μες την καλή χαρά;» μου έλεγε…Ήταν της άποψης ότι ο κάθε ηθοποιός πρέπει να πάει προς τα κει που’ναι η ευκολία του. Θέλω να πω ότι ναι μεν μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι ηθοποιών, που δούλευαν πολύ, αλλά οι άνθρωποι που με γαλούχησαν, ήταν σαν σχολή ο Κατσέλης και ο Ευαγγελάτος, αφού γεννήθηκα μες το Αμφιθέατρο. Η σχολή ένα κλειδί δίνει, σου ανοίγει ένα δρόμο, δεν κάνει πολλά πράγματα, αλλά οι μεγάλοι δημιουργοί στη συνέχεια είναι οι καθοδηγητές σου. Και μένα ήταν ο Κατσέλης και ο Ευαγγελάτος, που σας είπα, ο Βολανάκης, ο Αντώνης Αντύπας με το Απλό Θέατρο.

Πως ήταν για τους γονείς σας που έβλεπαν να παίρνετε έναν άλλον πιο «κουλτουριάρικο» δρόμο;

Η μαμά ήταν πάρα πολύ περήφανη! Και ο μπαμπάς, αλλά δεν ήθελε να το πει. Έλεγε, βέβαια, όταν δεν ήμουν μπροστά, «Το παιδί μας είναι πολύ άξιο». Μπροστά μου, τίποτα!  Θεωρούσε πολύ συνειδητές τις επιλογές μου και ήξερε ότι δεν θα πήγαινα όπου κι όπου. Αφού και επιθεώρηση που έκανα, την έκανα με τον Τάκη Σπυριδάκη, τον Μποσταντζόγλου, τη Μαρία Κανελλοπούλου! Ήταν άλλο πράγμα, δεν πήγα- ας πούμε- να κάνω Δελφινάριο. Έτσι όμως ειν’ ο χαρακτήρας μου, δεν μου τό’πε κανείς. Νομίζω πως έτσι γεννιόμαστε ο καθένας και δεν σχετίζεται καθόλου με τους γονείς μας. Όταν πήγαινε ο μπαμπάς μου στο Δελφινάριο, που δεν είχε σχέση με ότι είναι σήμερα, του έλεγα: «Γιατί, ρε μπαμπά, πας εκεί;» και μου απαντούσε: «Και πως θα φάμε;» Ε, εγώ προσπαθώ να τρώω από τις μεταγλωττίσεις, τα σπικάζ και τις διαφημίσεις, από ένα σωρό άλλα απ’ το να εκτεθώ στο θέατρο. Είναι επιλογή δέρματος, όχι απλά ιδεολογική. Για να’σαι καλός πρέπει να μπεις και με τα δύο πόδια κάπου. Πως θα πήγαινα εγώ να δουλέψω με κάποιον που δεν εκτιμώ; Θα’ μουν χάλι μαύρο.

Εγώ πιστεύω πως αυτό είναι και θέμα αρχών απ’ το σπίτι, απ’ το περιβάλλον, όσο κι αν δεν το παραδέχεστε.

Κοιτάξτε, ο μπαμπάς μου φρόντιζε πάντα να κάνει καλά το δικό του κομμάτι, ακόμη κι αν δεν αισθανόταν καλά μέσα στο σύνολο. Αγαπούσε πολύ τους σύγχρονους δραματουργούς, τους ξένους, σαν τον Τένεσι Ουίλιαμς. Δεν του άρεσαν οι κλασικοί, ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, να τους παίξει εννοώ. 

Τώρα που είπατε για τον Τένεσι Ουίλιαμς, νομίζω πως είχαν ανεβάσει το «Λεωφορείον ο Πόθος», που είχατε παίξει κι εσείς κοντά τους.

Ναι, είχα παίξει. Είχα βγει από μιαν άλλη παράσταση μ’ ένα μικρό ρολάκι κι εκεί που είχα την άγνοια κινδύνου της ηλικίας, πήρα τις καλύτερες κριτικές μου μέχρι σήμερα! Δεν είχα καταλάβει πόσο πολύ δύσκολο ήταν. Μετά, με τη μάνα μαζί, κάναμε τον «Γυάλινο κόσμο» σε σκηνοθεσία Βολανάκη. Θυμάμαι μιαν άλλη παράσταση, στο θέατρο Βασιλάκου. Ήταν ένα έργο του Πίντερ και πήγαινα κι έπαιρνα εγώ τη μάνα μου με τ’ αυτοκίνητο. Είχαμε χάσει τη γιαγιά μου, τη μάνα της, και ήθελα να τη βλέπω καλά. Φοβόμουν…Μας έβλεπε ο Βολανάκης και μου’λεγε: «Τον ”Γυάλινο κόσμο” θα κάνω και θα είσαι κι εσύ»! «Να πάω να χάσω δηλαδή δέκα κιλά» του απαντούσα, αλλά αυτός δεν ήθελε. Όταν, πράγματι, αδυνάτισα και με είδε, μου κάνει: «Μα γιατί; Εγώ την ήθελα στρουμπουλή τη Λάουρα»! Έβλεπε δηλαδή ο Βολανάκης τη σχέση που είχα με τη μάνα μου και του άρεσε. Σχεδόν είχα γίνει εγώ η μαμά της…

Ευάλωτο πλάσμα η Κάκια.

Ναι, αλλά και πολύ δυνατό! Αν βάλετε με το νου σας, ειδικά, ότι έπαιζε 12 χρόνια την «Ουάουα» και βαφόταν έως και με νεσκαφέ γιατί δεν υπήρχε ακόμη στην Ελλάδα η βαφή της Max Factor που την κάναμε παραγγελία! Στις επαρχίες που πήγαιναν, μια φορά την έτρεχαν στα νοσοκομεία, γιατί απ’ τον νεσκαφέ είχαν κλείσει οι πόροι του δέρματος και δεν ανέπνεε. Βαφόταν  ολόκληρη από πάνω ως κάτω! Σκυλί! Γενάρη μήνα την κατάβρεχαν με τη μάνικα για να ξεβαφτεί…

Και πόσο όμορφη ήταν στο έργο αυτό!

Κούκλα! Και μιλάμε τώρα για τις περιοδείες, που τα θέατρα εκείνα δεν είχαν καμαρίνια, δεν είχαν μπάνια. Παίζανε σε μία σκηνή με τραπέζια κολλημένα και μια φορά χώθηκε η γόβα της σ’ ένα τραπέζι και δεν ξέρανε πως να την τραβήξουν…Έχω δει τρομερά πράγματα στις περιοδείες, αφού με παίρνανε μαζί τους Χριστούγεννα – Πάσχα. Με ρωτούσαν τα άλλα παιδιά: «Θα πας στο εξοχικό σου;» κι εγώ απαντούσα: «Όχι, θα πάω τουρνέ». Έτσι, έζησα και πολύ τη Θεσσαλονίκη.

Με το χέρι στην καρδιά, πιστεύετε ότι οι γονείς σας ήταν ευνοημένοι από τη χούντα; Έπαιζαν καθ’όλη τη διάρκεια της, όπως είπατε, ένα τρομερά δημοφιλές έργο.

Όχι, καλέ, την «Ουάουα» παίζανε…Μας έλεγε ο θείος μου, που δούλευε ταμίας, πως από τα πουρμπουάρ που του άφηναν, για να έβρισκε μια καλή θέση, θα μπορούσαν να’χαν αγοράσει ένα επιπλέον διαμέρισμα! Οι ουρές του κόσμου κάνανε κύκλους τα τετράγωνα! Θέλω να πω ότι δεν είχαν ανάγκη να ευνοηθούν εκείνη την εποχή. Επίσης, δεν έκαναν κάτι άλλο τότε. Ο μπαμπάς μόνο γύριζε κάποιες ελάχιστες ταινίες, η μαμά καμία! Δεν έτυχε να μπουν σε κάποιο κρατικό θέατρο, ούτε καν στο Εθνικό. 

Πάντως, ούτε και «κυνηγητό» αντιμετώπισαν από τη χούντα.

Όχι, αφού πιο δεξιός απ’ τον μπαμπά μου δεν υπήρχε! Είχε το δεξιό οικογενειακό DNA, όταν όμως η χούντα απαγόρευσε τον Θεοδωράκη, εκείνος τον έβαζε στη διαπασών. «Τι λες, ρε, που θα μου πει εμένα ο κάθε μαλάκας τι θα κάνω μες το σπίτι μου» φώναζε! Ο Θεοδωράκης ήταν η μεγάλη του αγάπη, γιατί, όταν το ’62 ο Χατζιδάκις ανέβασε την «Οδό Ονείρων», εκείνοι δίπλα έπαιζαν στην «Όμορφη Πόλη» του Θεοδωράκη. Ο μπαμπάς συνυπήρξε στη σκηνή με τον Θεοδωράκη και τον είχε πάντα πολύ ψηλά! «Ωραίος ο Χατζιδάκις» έλεγε, «αλλά όχι σαν τον Θεοδωράκη». Εγώ, βέβαια, ήμουν μωρό τότε, δεν γνώρισα κανέναν απ’ τους δυο τους. Γνώρισα, όμως, τον Μάνο Κατράκη, που ήταν πολύ κοντά στους γονείς μου, όπως και την Έλλη Λαμπέτη. Η Λαμπέτη, που’χε μεγάλη αγάπη στα παιδάκια και δε μπορούσε ν’ αποκτήσει δικό της, ήθελε να με βαφτίσει και μου έφερνε συνέχεια δώρα. Πολύ γλυκός άνθρωπος! Ένας άνθρωπος που αγάπησα από παιδί ήταν ο Χρόνης Εξαρχάκος.

Σπουδαίος κωμικός και «έφυγε» νωρίς αυτός.

Ήμουν 7 ετών, ο Χρόνης φτασμένος ηθοποιός και με πήγαινε βόλτα. Όταν δούλεψα με τον Δαλιανίδη, διότι με τον Δαλιανίδη δούλεψα πιο πολύ εγώ παρά οι γονείς μου, του είπα μια μέρα: «Αρχηγέ, εγώ τον Χρόνη Εξαρχάκο αγαπούσα πιο πολύ απ’ όλους»! «Βρε, ήταν πολύ δύσκολος άνθρωπος αυτός» μου απάντησε. Που να το ήξερα εγώ αυτό; Για ένα 7χρονο, η χαρά της ζωής ήταν ο Χρόνης. Μου έγραφε ποιηματάκια, με πρόσεχε, δεν τον ξεχνάω ποτέ – κι ας ήμουν 7 χρονών…«Έφυγε» πολύ νωρίς, πραγματικά, στα 55 του περίπου, χτυπημένος από έναν επιθετικό καρκίνο. Πήγαινε η μάνα μου και τον έβλεπε, ήταν πολύ δεμένοι. 

Με τον Δαλιανίδη, που ακριβώς δουλέψατε;

Παντού! Όποτε γύριζε κάποιο σήριαλ, μου τηλεφωνούσε: «Έλα»! Θυμάμαι τα «Στραβά κι ανάποδα» με τον Σπύρο Παπαδόπουλο και την Τσιλύρα, ένα άλλο με την Κατιάνα Μπαλανίκα και την Άννα Παναγιωτοπούλου στο star channel, ενώ σ’ ένα ακόμη εορταστικό κάναμε διάφορα νούμερα, όπου τραγουδούσα και χόρευα. Με έβλεπε ο Δαλιανίδης και μου κάνει: «Γιατί δεν κάνω πια μιούζικαλ;»…«Αυτό θέλω, εγώ γι’ αυτό βγήκα στο θέατρο, είμαι του μουσικού» του απάντησα, οπότε γυρνάει και μου λέει: «Δεν μπορώ πια, Ζωΐτσα μου, δεν με βαστάνε τα πόδια μου»…Είχε θέμα με τα αγγεία των ποδιών του, αν και δεν ήταν πολύ μεγάλος. Του κόστιζε που δεν μπορούσε να μου δείξει ακριβώς το χορευτικό, όντας χορευτής ο ίδιος.  

Εκτός της «Ουάουα», ποια ταινία των γονιών σας θα ξεχωρίζατε;

Μου άρεσε η «Βίλα των οργίων», το θεωρώ ένα έργο επίκαιρο ακόμη και σήμερα. Δεν μου αρέσουν – επαναλαμβάνω – όλες οι παλιές ταινίες, όχι μόνο των δικών μου, αλλά γενικά. Επειδή, ας πούμε, αγαπώ τη Μαίρη Αρώνη, μ’ αρέσουν όλες οι ταινίες της. Τρελαίνομαι! Το ίδιο και του Ορέστη Μακρή, που τον έχω σε πολύ υψηλή θέση και που σε κάποιες ταινίες πρέπει να’χε παίξει τον μπαμπά της μάνας μου. Φαινόταν απ’ το παίξιμο του ότι ήταν ένας σοβαρός και συγκροτημένος άνθρωπος. Δεν πιστεύω στο παλιό σινεμά, πιστεύω στο καλό σινεμά, είτε είναι του 1960, είτε του 2020. Το να ευλογάμε το παρελθόν είναι σημάδι γήρατος και δεν τ’ αντέχω καθόλου! 

Μπορεί οι άνθρωποι να νοσταλγούν τα νιάτα τους και να ψάχνουν σημεία αναφοράς.

Μα, βλέπει ο άλλος μια φωτογραφία του Παπαδόπουλου και λέει: «Πω, πω, τι ωραίες εποχές» και δεν το λέει ένας χουντικός, αλλά ένας ανόητος! Του κάνω κι εγώ: «Ωραίες εποχές, μόνο που εμείς πηγαίναμε σχολείο και δεν καταλαβαίναμε τι γινότανε». Ok, κι εγώ νοσταλγώ τα νιάτα μου, αλλά δε μπορώ να ενστερνιστώ απόψεις και κείμενα, σαν ενός άλλου, που έγραψε «Τι ωραία που παίζαμε μέσα στα χώματα κι οι μανάδες μας έπλεναν στις σκάφες». Είσαστε στα καλά σας; Έχετε ρωτήσει τη μάνα σας ή τη γιαγιά σας πόσες ώρες έτριβαν κι έτριβαν; Να, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Τι ωραία που ήμασταν στην αλάνα» είχε γράψει κάποτε. Όταν είσαι 5 και 10 ετών, όλα ωραία ήτανε!

Σκέφτομαι τώρα πως για να κάνετε ένα γάμο στην εφηβεία σας, θα είχατε μεγάλη ανεξαρτησία απ’ το σπίτι.

Εξαρτημένη δεν ήμουν ποτέ από πουθενά. Συνδεδεμένη, ναι! Ερωτεύθηκα στα 18 μου στη σχολή, όπως ήταν το σύνηθες – τι να ήξερα από έρωτες στα 18 μου; Ηθοποιός κι αυτός, τελείωσε, αλλά δεν ασχολήθηκε. Έκανε κάτι σοβαρότερο στη ζωή του ο άνθρωπος (γέλια). Έμεινα έγκυος, λοιπόν, και το’πα στη μαμά, με την οποία είχα την καλύτερη σχέση. Δεν ήταν απ’ τις μαμάδες που θα μου’λεγε: «Είσαι 18 ετών, πάμε να κάνεις έκτρωση». Δεν ήταν μες τον  τρόπο σκέψης της. «Παιδί μου, να το κρατήσεις» μου είπε, «κι άμα δε θες να παντρευτείς, θα το κρατήσουμε έτσι»! Η γιαγιά μου, να σκεφτείτε, ήταν ακόμη πιο προχώ: «Θα πω ότι είναι δικό μου»! Σημειωτέον, η γιαγιά μου ήταν 60 και η μάνα μου έγινε γιαγιά στα 41 της. Παντρεύτηκα, αλλά η μάνα μου έλεγε ψέματα του μπαμπά: «Δεν τρέχει τίποτα, απλά το παιδί βγήκε εξαμηνίτικο», ήθελε να κρατήσει τους τύπους. Ούτε, όμως, ο μπαμπάς είχε κανένα θέμα. Όταν χώρισα με τον σύζυγο μου και του το’πα, μου απάντησε: «Να χωρίσεις! Να κάνεις ότι θες»! Κι η μάνα μου δώσ’ του να κλαίει…Ήταν ρομαντική, του στυλ «Αγάπη που έσβησε, ποτέ δεν υπήρξε» και τέτοια κουλά…Ο Ρηγόπουλος, αντίθετα, ήταν της άποψης: «Κάνε ότι γουστάρεις, παιδάκι μου, εγώ θα σου πω τι θα κάνεις; Τη γνώμη μου να σ’την πω, αλλά εσύ κάνε αυτό που νομίζεις». Άσε που η κόρη μου ήταν η λατρεία του! Εμένα μ’ είχε κάνει στα 23 – 24 του, τι να καταλάβαινε από παιδιά, τι συναίσθηση να’χε τότε; Με την εγγονή του ήταν σαν να’χε ξαφνικά το κανονικό του παιδί! 

Έχει σχέση με το χώρο του θεάματος η κόρη σας;

Όχι, καμία και ούτε θέλει! Ποτέ δεν το σκέφτηκε, ούτε παντρεύτηκε νωρίς, ούτε θέλει παιδιά – τα αντίθετα απ’ τα δικά μας δηλαδή! Ευτυχώς δεν έγινα ακόμη γιαγιά για να κάνω τη μικρή τώρα (γέλια). Εγώ, πάλι, έχοντας άλλα μυαλά, έκανα δεύτερο γάμο κι είμαστε μαζί τώρα 25 χρόνια. Στην ουσία, μετά το πρώτο μου διαζύγιο έζησα την εφηβεία μου. Πέρασα τα ωραία έξι χρόνια μ΄έναν άνθρωπο, χωρίσαμε και μετά εγώ έζησα ότι ζουν άλλοι στα 19 τους. Έχω φίλες που λένε «Αν δεν κάνεις παιδί, αν δεν δεις εγγόνι, γιατί ζεις;»…Κι εγώ τους θυμίζω αυτό που έγραψε η Ζυράνα Ζατέλη: «Τι ήταν η μαμά σου πριν γίνει η μαμά σου», υπάρχει και μια άλλη ζωή του καθενός. Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, δεν είναι ιδιότητα, δεν είναι μάνα, δεν είναι γιαγιά κλπ. Δεν πιστεύω ότι η ουσία της ζωής είναι να κάνεις παιδιά ντε και καλά! 

Κυρία Ρηγοπούλου, ακούγοντας σας κανείς να μιλάτε, καταλαβαίνει πόσο σας «πάει» το ραδιόφωνο, που το υπηρετήσατε επαγγελματικά επί σειρά ετών.

Το ψώνιο μου εμένα ήταν ανέκαθεν η μουσική και το σινεμά. Ως παιδί, έκανα πιάνο, ξέρετε, πιάνο, γαλλικά, αγγλικά, όσα εφόδια μπορούσαν να μου δώσουν οι άνθρωποι, μου τά’δωσαν. Μέχρι εκεί. Πιο πολύ ταλέντο, βέβαια, είχα στο χορό παρά στη μουσική, αλλά αγαπούσα πάντα την ξένη μουσική και ελάχιστα την ελληνική. Μπορεί να έκανα τις εκπομπές μου ως μουσικός παραγωγός, αλλά να έλεγα ενδιάμεσα και τις εξυπνάδες μου. 

Τι μουσική παίζατε συνήθως;

Από τη δεκαετία του ’40, κάτι έξαλλα swing που βάζει ο Γούντι Άλεν στις ταινίες του, μέχρι τη σύγχρονη την Pink.

Παρακολουθείτε, λοιπόν, τη σύγχρονη μουσική.

Όλα τα παρακολουθώ! Όπως σας το’πα πριν, δε μπορώ «Εμείς αυτά ζήσαμε και μετά, από κει και πέρα, το χάος». Το βρίσκω θλιβερό.

Και γιατί έχω την αίσθηση ότι κάπου χαθήκατε; Ότι θα μπορούσατε να κάνετε κι άλλα πράγματα;

Έχετε δίκιο, ισχύει…Τον Αύγουστο του ’15, ας πούμε, πήγα στον ΘΟΚ και παίξαμε ένα ωραίο έργο. Με ιντριγκάρισε το έργο και ο ρόλος, πήρα τη βαλίτσα μου κι είπα: «Φεύγω, πάω στην Κύπρο να δουλέψω στον ΘΟΚ». Ξέρετε επίσης ότι το 99% των προτάσεων που δεχόμαστε, είναι γελοίες. Είναι για τον άνθρωπο που δεν μπορεί να μην παίξει στη σκηνή. Εγώ μπορώ! Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Είναι πολύ ωραίο να’μαι στη σκηνή, αλλά είναι πολύ θλιβερό να’μαι κάπου που δεν θα’θελα να είμαι στη σκηνή! Δεν είναι ένα γύρισμα που το κάνεις και τελείωσε, μιλάμε για το κάθε μέρα! Σκηνοθέτησα πέρσι μια παράσταση με νεότερα παιδιά, που πήγε πολύ καλά. Άρεσε, πήραμε άριστες κριτικές και το γούσταρα, γιατί δεν έπαιζα εγώ, αλλά ούτε περίμενα και κάτι από οικονομικής άποψης. Το να πάω τώρα στο κέφι ενός τρίτου, να μην πληρώνομαι και να με θέλει και κάθε μέρα εκεί, ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω…Εγώ, π.χ., μαθαίνω ρώσικα, ιταλικά, γιατί να τα χάσω αυτά για να πάω να κάνω το κέφι του αλλουνού; 

Η τωρινή σας παράσταση θα’ναι κάτι διαφορετικό, έτσι; 

Πρώτα απ’ όλα είναι η Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους, που τη θεωρώ απ’ τα πλέον υγιή στοιχεία του χώρου. Έχει μεγάλη κουλαμάρα ο χώρος αυτός, ειδικά όταν είσαι όμορφη και ταλαντούχα σαν την Άννα – Μαρία. Ξέρω με ποιον μιλάω. Δεν ξέρουμε αν θα πάμε καλά, βάσει των συνθηκών που αλλάζουν αυτή την περίοδο, εγώ όμως είμαι στο κλίμα μου. Καταλαβαινόμαστε…Έχετε δίκιο για πριν, βέβαια, όταν δεν πας κάπου, παύει ν’ ακούγεται και τ’ όνομα σου. Ο Κατσέλης μας έλεγε από το 1980: «Να πηγαίνετε παντού για να ξέρουν ότι δουλεύετε», αλλά το 1980 πλήρωναν! Όλοι! Μπορεί ο συχωρεμένος ο Λειβαδάς να σε ρώταγε «Πόσα θες;», να του ζήταγες τρία εκατομμύρια και στο τέλος να σου έδινε τον βασικό μισθό, όμως τουλάχιστον τον βασικό σ’τον έδινε! Εδώ δε δίνει κανείς τίποτα και το θεωρούν δεδομένο κιόλας! Ξέρετε τι μου είπε ένας που μ’ είχε πάρει για δουλειά; «Από εσάς δεν θα ζητήσω χρήματα»…

Τι;

Όπως τ’ ακούσατε! Άρχισε να μου λέει ότι όλοι οι ηθοποιοί παίρνουν ένα μπλοκάκι και ανάλογα με το πόσο πουλάνε, βγάζουν ένα ποσοστό. Μου λέει: «Σε σας δε θα το ζητήσω αυτό, αλίμονο, εσείς θα παίξετε δωρεάν»! «Ευχαριστώ πολύ που με σκέφτεστε» του απάντησα (γέλια), αλλά ευτυχώς προφασίστηκα ότι θα πάω στην Κύπρο και αποχώρησα. Στην τηλεόραση, τα πράγματα ευτυχώς ήταν καλύτερα. Κάναμε ένα ωραίο σήριαλ με τον Μπέζο, αλλά μας έπιασε το κλείσιμο του MEGA. Γκεσταριλίκια δεν κάνω πλέον, γιατί δε θέλω να μην αισθάνομαι μέσα στο team. Έλεγα πρόσφατα ότι εκεί που θέλω να παίξω, δεν με φωνάζουν, κι εκεί που δε θέλω να’μαι, συνέχεια με φωνάζουν. 

Συνηθισμένο είναι αυτό για κάθε ηθοποιό.

Σίγουρα, αλλά εκεί πια μετράς την ψυχική σου υγεία. Για μένα μετράει πιο πολύ να είμαι καλά τα βράδια και να μη θέλω να σπάσω το κεφάλι μου ή το κεφάλι του καλού μου, παρά να λέω «Α, ο Μποσκοΐτης τώρα κάνω κάτι και με θυμήθηκε και μου παίρνει συνέντευξη». Είναι ένα δέλεαρ, σαφώς, αλλά δεν το θέλω. 

Στα social media, πάντως, είστε πολύ δραστήρια. Λέτε πάντα τη γνώμη σας ευθαρσώς.

Δεν μπορώ να κρατηθώ! Ευτυχώς όμως δεν κράζω, έχω ένα μέτρο και όχι για λόγους πολιτικής ορθότητας. Διαφωνώ συχνά με όλους, με όλα τα κόμματα! Είναι αυτό που’χε πει κάποτε ο Σταμάτης (σ.σ. ο Κραουνάκης), το οποίο δεν ξέρω αν το κρατάει ακόμα, αλλά εγώ ταυτίστηκα απόλυτα: «Είμαι Αριστερά ελευθέρας βοσκής»! Τόσο καιρό έλεγα «Εγώ ειμ’ αριστερή, εσείς δεν είστε» μέχρι που έπεσα πάνω σ’ αυτό που έγραψε ο Σταμάτης. Πιστεύω μόνο στο μέσα μου για να’μαι σε θέση, όταν κάνει τη στραβή ο άλλος, να μπορώ να του την πω! Ακόμα και στο φίλο μου, όχι αποκλειστικά στα social! Μου’χαν πει να με γράψουν στον ΣΥΡΙΖΑ κλπ. Δεν ήθελα πουθενά να’μαι γραμμένη για να μην αισθάνομαι υποχρεωμένη και να λέω «Μπράβο, πολύ ωραίο» για καθετί που γίνεται. Σ’ ένα φίλο καλό, συνάδελφο, που’ναι στον ΣΥΡΙΖΑ, είχα πει: «Είσαι με τα καλά σου; Είναι δυνατόν να μην κράζουμε;» και μου απάντησε: «Εσύ’σαι το 3%, δεν μιλάω εγώ με το 3%» (γέλια). Μα, είμαι το 3%, προέρχομαι απ’ το παλιό ΚΚΕ Εσωτερικού. Αργότερα κατάλαβα ότι είμαι και του διαφωτισμού, δηλαδή τη θέλω την τέχνη και τη διανόηση, όχι μόνο το σφυρί και το δρεπάνι, αφού στην τελική δεν ανήκω κι εκεί. Βλέπω κάτι εφοπλιστές που μου λένε «Είμαι του ΚΚΕ»! Να σε δω εσένα με το σφυροδρέπανο κι ας πεθάνω! Εγώ το κομμάτι του ευρωπαϊκού διαφωτισμού το ξέρω, γιατί δε μεγάλωσα μέσα στα χρήματα. Ούτε, όμως, ήμασταν και εργάτες. Δεν έχω ιδέα τι είναι η οικοδομή και το πηλοφόρι, δεν μπορώ να παριστάνω ότι εγώ ειμ’ αυτό. Ξέρω τους ανθρώπους, αλλά όχι και τη ζωή τους. Στη σχολή βγάζαμε το καπέλο στον Σπύρο Παπαδόπουλο που δούλευε οικοδομή για να πληρώνει τα μαθήματα του. Μεσοαστοί του κώλου ήμασταν, αλλά δεν ξέραμε τι είναι να δουλεύεις σκληρά για να βγάζεις τη σχολή σου! 

Αξιέπαινος ο Σπύρος Παπαδόπουλος γι’ αυτό, ασυζητητί.

Και δεν το ξέχασε ποτέ! Ποτέ! Πληρώνει τους πάντες! Όλα του τα λεφτά του τα’χουν «φάει» οι φίλοι. Ο Σπύρος είναι πολύ σπουδαίο παιδί και δεν πα’να λεν ότι θέλουν…Βγήκε ένας παπάρας και είπε ότι ο Σπύρος πήρε λεφτά για την καμπάνια…Αν ξέρεις τον Σπύρο, δεν θα’παιρνε ποτέ λεφτά, το έκανε για το καλό του συνόλου.  Δεν έχεις βγει μια φορά με τον Σπύρο και να μην τα πληρώνει όλα αυτός. Κάποια στιγμή του είπα «Σταμάτα! Είπαμε ότι δεν έχω λεφτά, αλλά δεν πεινάω κιόλας! Δε μπορεί συνέχεια να κερνάς»! Ε, δεν το συζητούσε! Ήρθε και μας είδε στην παράσταση που κάναμε με τα νέα παιδιά. Εκτίμησα πολύ που κάθισε ως τις 3 το πρωί και μίλαγε μαζί τους, τα παιδιά είχαν πάθει την πλάκα τους! «Τι κανονικός άνθρωπος» μου λέγανε μετά κι εγώ τους εξηγούσα πως ο άνθρωπος θυμάται από που ξεκίνησε!

Πάσχουν από έλλειψη μνήμης οι καλλιτέχνες;

Έχουν επιλεκτική μνήμη, θα έλεγα. Όλα θέμα ανθρώπου είναι, ούτε καλλιτέχνη, ούτε τραπεζικού. Αν κάποιος θέλει να ξεχάσει ότι ήταν φτωχός ή ότι ζήταγε δουλειά και δεν του δίνανε, είναι δικό του θέμα. 

Εσείς τι θα θέλατε να ξεχάσετε, υπάρχει κάτι;

Εγώ θα’θελα να τα πιάσω όλα απ’ την αρχή και να τα κάνω αλλιώς. Δε μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους που λένε «Εγώ δεν μετανιώνω για τίποτα». Εγώ μετανιώνω για όλα! Πιθανώς να τα έκανα όλα ίδια, αλλά μάλλον όχι αυτή τη δουλειά, που απαιτεί άλλα ταλέντα. Μου τα’χε πει μια φορά ο Μιχαλακόπουλος που δουλεύαμε στο Αμφιθέατρο: «Εσύ έχεις πολύ μυαλό, είσαι πολύ έξυπνη γι’ αυτή τη δουλειά». Όταν ένας σκηνοθέτης, π.χ., λέει μια μαλακία κι εσύ απλά τον κοιτάς, ξέρει ότι έχεις καταλάβει. Αν αυτός, λοιπόν, δεν είναι ενός μεγέθους άλφα ώστε να σε πείσει, αισθάνεται ότι είναι υπό την κρίση σου. Το ίδιο, λοιπόν, πιστεύω και στην πολιτική, δε σημαίνει ότι όλα τα κακά προέρχονται απ’ τη δεξιά και τα καλά απ’ την αριστερά, είναι γελοίο να το βλέπουμε έτσι. 

Παραδοσιακά η δεξιά δεν τα πάει και τόσο καλά με την τέχνη.

Ναι, είδα και τους άλλους με την τέχνη, άσε με τώρα…Που είναι η τέχνη; Η τέχνη γενικά δεν πρέπει να τα πηγαίνει καλά με καμία εξουσία. Μια ζωή κάποιοι συγκεκριμένοι επιχορηγούνται, κάτι που δείχνει πως η τέχνη δεν χαίρει εκτίμησης και όλοι τη θεωρούν χόμπι. Γι’ αυτό και δεν μ’ αρέσει η πρόταξη του ερασιτεχνισμού! Κάποια στιγμή πέσανε να με φάνε που έγραψα το εξής κάτω από ένα στάτους του Παναγιώτη Μέντη: «Βεβαίως μπορεί ένας ερασιτέχνης να’ναι καλύτερος ηθοποιός από μας, αλλά όταν κόβετε εισιτήριο και βγάζετε λεφτά, μου στερείτε τη δουλειά μου. Εσύ μπορεί να’σαι το πρωί δάσκαλος και το βράδυ καθαριστής, δηλαδή να ζεις! Εγώ δεν ζω, όμως, έξω απ’ τη δουλειά αυτή».  

Τα ίδια είναι και στη δημοσιογραφία, όπου διάφοροι έχουν παρεισφρήσει στα sites και μπορεί να γράφουν τζάμπα, χαλώντας την «πιάτσα».

Φαντάζομαι…Έτσι, λοιπόν, χαρακτηριζόμαστε όλοι χομπίστες που μπορεί να δουλεύουμε για 20, 30 και 40 χρόνια σε μία δουλειά…

Θέλω πριν τελειώσει η συζήτηση μας, να μου μιλήσετε για την παράσταση σας που θα κάνει πρεμιέρα σε ένα μήνα.

Είναι ένα πολύ ωραίο αμερικανικό έργο, καινούργιο, του 2011. Μας αφορά όλους γιατί οι ήρωες κινούνται στα όρια της φτώχειας, λεφτά δεν έχουν, δουλειές δεν έχουν. Δεν το λες ούτε κωμωδία, μα ούτε και δράμα. Ο συγγραφέας είναι ο Ντέιβιντ Λίντσεϊ Αμπέρ και το έργο το βρήκε η Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους, που το μετέφρασε και το σκηνοθετεί. Είναι και η πρώτη της ανάλογη απόπειρα.

Πόσοι ηθοποιοί είστε στο θίασο;

Έξι, είμαστε τέσσερις γυναίκες και δύο άντρες: Η αφεντιά μου, ο Τάσος Γιαννόπουλος, η Σωσώ Χατζημανώλη, η κόρη του Κώστα Αρζόγλου – η Aurora Marion, ο Παύλος Λουτσίδης, που’ ναι και συμπαραγωγός με τα Αθηναϊκά Θέατρα και η Άννα – Μαρία που παίζει κιόλας. Εγώ υποδύομαι μία απ’ την παρέα των τριών γυναικών που είμαστε μες τη μαύρη φτώχεια, αλλά η καθεμία σε άλλο level: Εγώ, ας πούμε, έχω ένα σπίτι και μένω και το παίζω βασίλισσα ανάμεσα τους. Παίζουμε bingo, προσπαθώντας να κερδίσουμε κάποια πράγματα. Όταν το διάβασα, είπα στην Άννα – Μαρία: «Α, η Ντόλι Πάρτον! Εγώ αυτήν θέλω να κάνω»! Συμφώνησε. 

Και σε ποιο θέατρο θα σας δούμε;

Είμαστε στο θέατρο «Αποθήκη» και αν όλα πάνε καλά, πρεμιέρα λέμε να κάνουμε στις 24 Οκτωβρίου. Δεν ξέρουμε τι θα γίνει με τους κλειστούς χώρους και την άνοδο των κρουσμάτων, αν θ’ αναγκαστούμε να σταματήσουμε. Φοβάται πια ο άλλος να βγει, η αλήθεια αυτή είναι. Εμένα ο άντρας μου φτιάχνει κάθε χρόνο το πρόγραμμα στο Half Note και δεν ξέρουν τι θα κάνουν απ’ τον περασμένο Μάρτη, τι θα προγραμματίσουν. Θα παίξει κανείς Έλληνας ή ξένος και ποιος θα πάει; Θα μπει άνθρωπος να τους δει; 

Συζητιέται, πάντως, πως θα παύσουν οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Το’χετε ακούσει.

Και πως θα ζήσουν χιλιάδες άνθρωποι; Είναι δραματικό! Εμείς, ξέρετε, δεν είμαστε βιομηχανική χώρα, ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων ζει απ’ το θέαμα και την εστίαση…

Ο Πέλος Κατσέλης σας αποκαλούσε «κακοήθη υγεία», εγώ πάλι θα σας χαρακτήριζα απλά υγιή άνθρωπο. 

Πιστεύω ακράδαντα στο χιούμορ και η μόνιμη επωδός στις ραδιοφωνικές εκπομπές μου ήταν «Διατηρήστε το χιούμορ, είναι η μόνη μας άμυνα». Δεν πρέπει να παίρνουμε πολύ σοβαρά τον εαυτό μας. Σοβαρά τους άλλους, ναι, όχι όμως κι εμάς τους ίδιους. Η σοβαροφάνεια δείχνει έλλειψη χιούμορ.

Όπως και το να μην αποδομείς τον εαυτό σου.

Αυτό εγώ το κάνω συνέχεια! Όλη μέρα! Με βοηθάει! Βλέπω κάτι άλλους που λένε «Η καριέρα μου»! Που είσαι, μωρέ, στο Χόλιγουντ; Στο χωριό είσαι! Ποια καριέρα; Να είσαι η Σούζαν Σάραντον, να πω OK, αλλά μιλάμε για τη μικρή Ελλάδα. Να κάνουμε ζήτημα για το αν θα πάρεις 10 ευρώ την παράσταση; (γέλια) Πρέπει να’μαστε γειωμένοι λίγο…Γι’ αυτό γουστάρω και τον Τομ Χανκς, ούσα κινηματογραφόφιλη. Πήγε ο άνθρωπος σ’ ένα γάμο, φωτογραφήθηκε με τη νύφη, νορμάλ πράγματα. Έλεγα του Σπύρου Παπαδόπουλου ότι έχει πάθει λαλά μαζί του η γιαγιά του κοριτσιού που παίζει στην παράσταση και μου κάνει: «Που είναι η γιαγιά να φωτογραφηθώ; Φέρτε τη μου»! Κι αυτή η γιαγιά, που τον έβλεπε κάθε Σάββατο και διασκέδαζε, εκτιμάει και μιλάει ακόμα για την κίνηση του. 

Αναφέρατε τον Τομ Χανκς και να μην παραλείψουμε να πούμε ότι το καλοκαίρι συμμετείχατε σε μία ξένη κινηματογραφική συμπαραγωγή.

Πήγα στην Αμοργό με μεγάλο φόβο, αφού πέσαμε πάνω στα μέτρα του κορονοϊού. Είπα «Αφού πήγαν όλοι οι άλλοι, ας πάω κι εγώ». Η ταινία λέγεται «Daughters» – «Κόρες» και είναι μια γερμανοϊταλοελληνική παραγωγή με μία δυνατή ελληνική εταιρεία που’χει αναλάβει και κομμάτια του εξωτερικού. Τα γυρίσματα θα γίνονταν με τη σειρά σε Ιταλία, Γερμανία και Ελλάδα, αλλά η Ιταλία «πάγωσε» λόγω της επιδημίας. Κάνανε τα γερμανικά γυρίσματα και μετά έγιναν τα ελληνικά. Τώρα, απ’ ότι μαθαίνω, πήγαν και στην Ιταλία.

Και στο καστ, που θα’ναι διεθνές φαντάζομαι, ποιοι συμμετέχουν;

Βέβαια διεθνές! Είχα πάθει πλάκα που τον έβλεπα και παίζαμε δίπλα με τον Γιόζεφ Μπίρμπχλερ, τον οποίο είχα δει στη «Λευκή κορδέλα» του Χάνεκε. Το ίδιο και την Αλεξάντρα Μαρία Λάρα, που έπαιζε στην «Πτώση» με τον Μπρούνο Γκανζ ως Χίτλερ. Πολύ δυνατό καστ! Από Έλληνες, μεγάλο ρόλο έχει ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, που τον είδαμε στη «Μικρά Αγγλία» του Βούλγαρη, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς που είχαμε μαζί τη σκηνή και, απ’ ότι μου είπαν, ο Μιχάλης Σαράντης και ο Δημήτρης Βερύκιος, που δεν «συμπέσαμε» στα γυρίσματα.

Και ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος σας στην ταινία;

Είμαι η μαμά του Ανδρέα Κωνσταντίνου και υποδεχόμαστε τις δύο κοπέλες που έρχονται από ένα road trip, από Γερμανία και Ιταλία, αναζητώντας τον πατέρα της μίας. Τους κάνουμε ελληνικό Πάσχα με τα βεγγαλικά μας και τα έθιμα μας. Αναδεικνύεται η ζεστή σχέση της Ελληνίδας μάνας με το παιδί της και το πόσο αυτές είναι ξεκομμένες απ’ τους πατεράδες τους. 

Το βρίσκω πολύ όμορφο που ξανακάνατε σινεμά κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες.

Εγώ το σινεμά αγαπώ κι είχα κάνει μόνο ένα γκεστ στη «Τζαμάικα» του Ανδρέα Μορφονιού, που την αγάπησα πολύ την ταινία, ίσως γιατί είχα την πιο αστεία ατάκα και μπήκα σ’ όλα τα τρέιλερ. Τώρα αυτό έκανα μόνο, που φανερώνει ότι τελικά δεν έχω κάνει καθόλου σχεδόν σινεμά, το αγαπημένο μου είδος. Ξέρετε, συνήθως οι κινηματογραφικοί ηθοποιοί δεν έχουν μεγάλη σχέση με τους κατ’εξοχήν θεατρικούς ηθοποιούς. Εμένα, ας πούμε, ο Μάκης Γαζής, υπεύθυνος του κάστινγκ, μου πρόσφερε τη δουλειά αυτή και τον ευχαριστώ. Ένας ξένος σκηνοθέτης από που κι ως που να σε ξέρει; Πολύ χάρηκα, γιατί μπήκα και σε μία δημιουργική διαδικασία άλλου επιπέδου. 

Σας θερμομετρούσαν στα γυρίσματα;

Κάθε μέρα! Η προσοχή για τον κορονοϊό ήταν απίστευτη. Γύρω μας είχαμε έξι διασώστες μέχρι τις 5 τα χαράματα που τέλειωνε το γύρισμα. 

Τι εννοείτε «διασώστες»;

Για να μας αρπάξουν και να μας πάνε στη Σύρο που υπάρχει το μεγάλο Κέντρο Υγείας! Αν βήξεις, αν φταρνιστείς κλπ. Να φανταστείτε ότι μία κοπέλα κρύωσε απ’ τη θάλασσα και την έκλεισαν στο δωμάτιο της. Της κάνανε τεστ και το έστειλαν στην Αθήνα, αλλά μέχρι να βγουν τ’ αποτελέσματα δεν μας άφηναν να βγούμε παραέξω απ’ το μέρος που μέναμε. Έτσι γίνονται οι δουλειές! 

Κυρία Ρηγοπούλου, νιώθετε μια πληρότητα στη ζωή σας;

Όχι, καλέ, σταματήστε, νωρίς ειν’ ακόμα! Όπως το’πα σε μια φίλη μου: «Ακόμα δεν ξέρω τι θα κάνω άμα μεγαλώσω». Πάντα ευχαριστημένη νιώθω, αλλά πάντα λέω: «Έπρεπε κι αυτό να’χα κάνει». Πήγα στο πανεπιστήμιο, πήρα το πτυχίο που μου’ναι άχρηστο, αλλά εγώ αυτό ήθελα τότε κι αυτό έκανα. Πάντα σκέφτομαι κι άλλες εναλλακτικές.

Ακόμα και τώρα;

Δεν αλλάζει αυτό. Κάθε βράδυ που πέφτω για ύπνο, πρώτα περνάνε απ’ το μυαλό μου τα λόγια της παράστασης για να μην τα ξεχνάω. 

Και δεν ταξιδεύει αλλού το μυαλό;

Πάντα ταξιδεύει, γιατί εμένα μ’ αρέσει να ταξιδεύω γενικώς! Σινεμά, ταξίδια, μουσική είναι η τροφή μου. Και μετά έρχεται το θέατρο, γι’ αυτό και σας είπα ότι γίνομαι επιλεκτική μαζί του. 

Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την κουβέντα και εύχομαι να πάνε όλα καλά με την πρεμιέρα σας.

Εγώ σας ευχαριστώ πολύ και να έρθετε οπωσδήποτε να μας δείτε. 

* Το έργο «Good people» του Ντέιβιντ Λίντσεϊ Αμπέρ έχει την προγραμματισμένη πρεμιέρα του στις 24/10 στο θέατρο «Αποθήκη» της οδού Σαρρή. Σκηνοθετεί η Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους. Παίζουν: Τάσος Γιαννόπουλος, Ζωή Ρηγοπούλου, Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους, Aurora Marion, Σωσώ Χατζημανώλη, Πάνος Λουτσίδης.                    

                                                                                                                                                                                                                                                                                                

Τσιτσιπάς: Οι νέες δηλώσεις θα γίνουν σίγουρα viral – «Το χώμα είναι καμβάς, μπορώ να γράφω ποιήματα»

Τσιτσιπάς

Τσιτσιπάς: Οι νέες δηλώσεις θα γίνουν σίγουρα viral – «Το χώμα είναι καμβάς, μπορώ να γράφω ποιήματα»

Ο Στέφανος Τσιτσιπάς «έγραψε» πάλι, αυτή τη φορά μιλώντας για το χώμα

Μυστικές δημοσκοπήσεις: Ποιοι χάνουν και ποιοι κερδίζουν – Οι 2 νικητές και οι 5 ηττημένοι

Δημοσκοπήσεις

Μυστικές δημοσκοπήσεις: Ποιοι χάνουν και ποιοι κερδίζουν – Οι 2 νικητές και οι 5 ηττημένοι

Για ποια κόμματα οι μετρήσεις δεν είναι και πολύ αισιόδοξες και ποιοι φαίνεται να κερδίζουν

Μετά τις μπουνιές στην ελληνική Βουλή εμφανίστηκαν… περιστέρια στο Ευρωκοινοβούλιο – Το πρωτοφανές περιστατικό (video)

Περιστέρι

Μετά τις μπουνιές στην ελληνική Βουλή εμφανίστηκαν… περιστέρια στο Ευρωκοινοβούλιο – Το πρωτοφανές περιστατικό (video)

Δύο πρωτοφανή περιστατικά έγιναν την ίδια μέρα στον ελληνικό και στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο

Παπαδάκης: Νευρίασε με την Αναστασοπούλου on air – «Όλη την ώρα σε βλέπω να δυσανασχετείς» (video)

Παπαδάκης Αναστασοπούλου

Παπαδάκης: Νευρίασε με την Αναστασοπούλου on air – «Όλη την ώρα σε βλέπω να δυσανασχετείς» (video)

«Μιλάω κι εγώ, μιλάς κι εσύ, μη δυσανασχετείς», είπε ο Γιώργος Παπαδάκης απευθυνόμενος στη Μαρία…