Τίτος Πατρίκιος: Όταν μ’ αφήνουν φίλοι έξω απ’ την πόρτα μου, τους λέω «να μη χανόμαστε»

Ένας απ' τους σημαντικότερους εν ζωή Έλληνες ποιητές μιλάει τόσο για τη μουσική, όσο δεν έχει ξαναμιλήσει. Αφορμή είναι ένα βιβλίο - CD με μελοποιημένα ποιήματα του σε μουσική του Ανδρέα Κατσιγιάννη. 

56657282 2120877144699015 5999873118405918720 n

Το παράδοξο με την περίπτωση του ποιητή Τίτου Πατρίκιου είναι πως δεν συνομιλείς με έναν άνθρωπο που έχει περάσει τα 90, αλλά με έναν έφηβο, κανονικά όμως. Το βλέμμα του σπινθηροβόλο, το χιούμορ του αναλλοίωτο (προφανώς) και ο λόγος του εξαιρετικά συγκροτημένος μαζί με ένα κοφτερό μνημονικό.

Ήξερα ότι θα τον έβρισκα σε μια τέτοια άριστη φυσική και πνευματική κατάσταση σε εκείνο το διαμέρισμα του, που βλέπει φάτσα τον Λυκαβηττό από ψηλά. Κι αν ήταν η δεύτερη φορά που έμπαινα στο σπίτι του – η πρώτη ήταν πριν από δεκάξι χρόνια για μια σειρά ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ – ήξερα ακόμη πως θα κάναμε μία τετ α τετ απολαυστική, όσο και ενδιαφέρουσα κουβέντα.

Παρών ήταν και ο Ανδρέας Κατσιγιάννης, ο συνθέτης που μελοποίησε πρόσφατα τον ποιητικό λόγο του Πατρίκιου σε ένα έργο με γενικό τίτλο «Πολιορκημένος χρόνος» και με τη συμμετοχή της «Εθνικής Ελλάδος» των τραγουδιστών και τραγουδοποιών. Μοιραία τη μερίδα του λέοντος στη συνέντευξη κατέλαβε η μουσική, χωρίς να γινόταν ν’ απουσιάσουν οι αναφορές στο σημαντικότατο ποιητικό του έργο, στη θητεία του στην Αριστερά, καθώς και σε μια σειρά ευρύτερων φιλοσοφικών του απόψεων και χαρακτηριολογικών του γνωρισμάτων. 

Ας ξεκινήσουμε με μία άγνωστη ιστορία που μού’χε πει η Μαρίζα Κωχ: Κάποτε σας συνάντησε στο Χάραμα, επί Τσιτσάνη, όπου σας αφηγήθηκε πόσο είχε συγκινηθεί με τις γυναίκες που δούλευαν στις τουαλέτες για λίγα κέρματα. Απάνω οι άλλοι διασκέδαζαν και κάτω, στο υπόγειο, κάποιες γυναίκες στέκονταν σαν ζητιάνες σχεδόν. Εσείς, λέει, συγκινηθήκατε εξίσου και γράψατε επί τόπου ένα ποίημα, το οποίο και χαρίσατε στην Κωχ με σκοπό να γίνει τραγούδι. Τη θυμάστε, αλήθεια, αυτή την ιστορία;

Την ιστορία που μου λέτε τη θυμάμαι αμυδρά, αλλά καθόλου δε θυμάμαι το ποίημα που είχα γράψει. Αν το έχασε και η Κωχ, άντε να το βρεις τώρα!

Ήθελα να πω ότι είχατε μια ξώφαλτση σχέση με τη μελοποίηση των στίχων σας, εξαιρουμένου του ολοκληρωμένου τωρινού έργου με τον συνθέτη Ανδρέα Κατσιγιάννη, αλλά και ενός ποιήματος σας που μελοποίησε και ο Ορφέας Περίδης.

Το τελευταίο έχει προηγηθεί. Είχα τόσα πράγματα να κάνω και τόσες υποχρεώσεις γύρω από τα γραπτά που πραγματικά δεν ασχολήθηκα καθόλου με τη μελοποίηση. Κάθε φορά που γράφτηκε μουσική για ποιήματα μου, μου ήρθε χωρίς να το περιμένω. Δεν είχα ποτέ ρωτήσει…

Προφανώς δεν θα σας ενδιέφερε, το είπατε ήδη.

Δεν είχα μπει μέσα σ’ αυτό το κλίμα. Άκουγα τις μελοποιήσεις που γίνονταν στους άλλους ποιητές, όμως ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής μου το πέρασα ακούγοντας μουσική, από μικρό παιδί. Οι γονείς μου ήσαν ηθοποιοί, του μουσικού θεάτρου, κι έτσι πολλές οπερέτες τις ήξερα απ’ έξω. Πήγαινα συνέχεια στο θέατρο, με παίρνανε οι δικοί μου. Τον «Βαφτιστικό» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη τον ήξερα απ’ έξω, ήταν φίλοι με τον πατέρα μου κι είχα γνωρίσει και τον ίδιο. Συχνά με έπαιρνε και μένα μαζί του ο πατέρας μου όποτε τον επισκεπτόταν. Την «Εύθυμη χήρα» ήξερα επίσης απ’ έξω! Τη «Νυχτερίδα» του Straus, που δεν παιζόταν πολύ και που είχε παιχτεί από το τότε Βασιλικό Θέατρο! Αργότερα έγινα λάτρης της συμφωνικής μουσικής και κάθε βδομάδα παρακολουθούσα τη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας.

Κι η επαφή σας με το ρεμπέτικο τραγούδι;

Με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι είχα μια διπλή σχέση. Στο χώρο της Αριστεράς το ρεμπέτικο ήταν καταδικασμένο. Θεωρείτο δημιούργημα της αστικής τάξης προορισμένο για το λούμπεν προλεταριάτο. Πίστευαν ότι βοηθούσε στην εξαθλίωση της εργατικής τάξης, οπότε δεν έπρεπε να το ακούμε! Το άκουγα κρυφά…

Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη…

Ναι. Στην αρχή δεν ήξερα ποιοι είναι, αλλά μετά που τους έμαθα, πήγαινα κι εγώ στο ουζερί του Μάριου στην Ομόνοια. Ήταν φίλος κι αυτός του πατέρα μου κι εγώ ήθελα να κάνω επίδειξη στους συμμαθητές μου ότι «να, πάω κι εγώ στου Μάριου». Μετά το σχολείο, με τα παιδιά πηγαίναμε κρυφά και στα μπουζούκια – κρυφά και από τους γονείς που δεν θέλανε να μπλέξω με τον κόσμο του μπουζουκιού, και από τον ιδεολογικό έλεγχο και αυτοέλεγχο. Πολύ ρεμπέτικο άκουσα αργότερα στη Μακρόνησο απ’ τους άλλους φαντάρους. Απ’ αυτούς, πριν τους πάνε στην απομόνωση, έμαθα χορούς, ζεϊμπέκικο και χασάπικο. Η συγκεκριμένη μουσική ήταν απαγορευμένη και στον Άη-Στράτη που έκανα κι εκεί εξορία.

Ποιους άλλους συναντήσατε στη Μακρόνησο;

Στη Μακρόνησο δεν είχα συναντήσει κανέναν άλλο γνωστό…Ο Νίκος ο Κούνδουρος, ας πούμε, ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος μου, οπότε είχε πάει πριν από μένα. Εμένα με στείλανε εκεί όταν παρουσιάστηκα για να κάνω τη θητεία μου το 1951. 

Τη μουσική, τέλος πάντων, την έχετε εγγεγραμμένη μέσα σας από την παιδική ηλικία.

Εντελώς! Άλλωστε μικρός μάθαινα πιάνο κι επειδή εμείς δεν είχαμε πιάνο, πήγαινα σε μια θεία μου, αδερφή του πατέρα μου, που ήταν καθηγήτρια μουσικής. Εκείνη μού’κανε μάθημα. Το θυμάμαι καλά, μια μέρα πηγαίνοντας στο σπίτι της – ήμουν 14 ετών – το σκέφτηκα καλά και είπα: «Τι με ενδιαφέρει περισσότερο; Η μουσική ή η ποίηση; Δε μπορώ να τα κάνω και τα δύο». Η ποίηση, λοιπόν! Φτάνω στο σπίτι και της λέω: «Θεία, δεν θα κάνουμε μάθημα και δεν θα ξανάρθω για μάθημα». Στενοχωρήθηκε πολύ αυτή, «μα, έχεις προχωρήσει» μου έλεγε…

Αυτό δείχνει μια γρήγορη αποφασιστικότητα, την οποία αναρωτιέμαι αν την είχατε δια βίου.

Η δυσκολία είναι στις σοβαρές αποφάσεις. Τις εύκολες τις παίρνουμε ανά πάσα στιγμή. Τις δύσκολες, όταν τις πάρω, νομίζω ότι τις τηρώ.

Και το ρίσκο;

Το ρίσκο υπάρχει πάντα και πρέπει να το αντιμετωπίζεις κι αυτό. Σίγουρα οι δύσκολες αποφάσεις περιέχουν και κάποιους κινδύνους.

Το 1954 βγαίνει ο «Χωματόδρομος», η πρώτη σας ποιητική συλλογή και δεν ξέρω τι να πούμε για να είμαστε πρωτότυποι στη συνέντευξη αυτή.

Τά’χω πει και φοβάμαι την επανάληψη, να λέω τα ίδια και τα ίδια, αλλά μια και κουβεντιάζουμε και γνωριζόμαστε από παλιότερα, έχω την άνεση να επαναλαμβάνομαι.

Καλό είναι εσείς συγκεκριμένα να επαναλαμβάνεστε. Εδώ επαναλαμβάνονται κάτι άλλοι που δεν έχουν τίποτα να πουν…Πάμε στη δεύτερη ποιητική συλλογή σας που βγήκε το 1963.

Ναι, σχεδόν μια δεκαετία μετά την πρώτη.

Γιατί τόσος πολύς χρόνος;

Πολλοί λόγοι. Απορροφήθηκα πλήρως από την έκδοση της «Επιθεώρησης Τέχνης» και, όπως θα ξέρετε, η έκδοση ενός περιοδικού είναι απορροφητική, μην πω εξοντωτική δουλειά. Δεύτερος λόγος είναι πως όχι απλώς δεν έβγαλα βιβλίο μέσα σε μία δεκαετία, αλλά δημοσίευσα και πολύ αραιά, διότι είχαμε πάρει την απόφαση τα μέλη της συντακτικής επιτροπής να μη βάζουμε μέσα δικά μας κείμενα. Φοβόμασταν μη μας κατηγορήσει κανείς ότι βγάλαμε το περιοδικό για να προβληθούμε εμείς. Η «Επιθεώρηση Τέχνης» άρχισε να εκδίδεται την Πρωτοχρονιά του ’55 και μόνο αφού πέρασαν λίγα χρόνια δημοσίευσα ένα ποίημα μου, ύστερα άλλο ένα κι αυτό ήταν! 

Γράφατε παρ’ όλα αυτά, ασχέτως των δημοσιεύσεων;

Κάθε μέρα. Ξέκλεβα ελεύθερο χρόνο και έγραφα. Μετά είχα άλλες υποχρεώσεις, γι’ αυτό έχω ένα ποίημα εκείνης της εποχής που λέει ότι «οι διάφορες δουλειές ορμάνε πάνω στο χρόνο μου σαν λυσσασμένα σκυλιά και μου τον τρώνε». Έκανα και διάφορες άλλες δουλειές…

Για βιοπορισμό.

Όχι πλήρως, διότι αν και ζούσα με τους γονείς μου, έπρεπε κάτι να προσφέρω κι εγώ. Δούλεψα ως δημοσιογράφος και ως ασκούμενος δικηγόρος, αφού το πτυχίο μου στη Νομική είχε καθυστερήσει λόγω εξορίας. Άσκησα τη δικηγορία, έκανα μαθήματα αγγλικής σε παιδιά, διάφορες δουλειές δηλαδή. Δεν είμαστε μία εύπορη οικογένεια, ούτε κατά διάνοια πλούσια.

Μια μέση οικογένεια μάλλον με όλα τα δεινά της μετεμφυλιακής περιόδου.

Έτσι ακριβώς! Όταν άρχισε ο Εμφύλιος, πήγαινε η αστυνομία στα θέατρα κι έλεγε «Τον Πατρίκιο δεν θα τον πάρετε, την Πατρικίου δεν θα την πάρετε», δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά οι γονείς μου. Θα σας πω ένα περιστατικό – το λέω για πρώτη φορά, αφού τό’χω γραμμένο, αλλά δεν τό’χω δημοσιεύσει: Ένας άνθρωπος πολύ συνδεδεμένος με τους δικούς μου ήταν ο ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος. Όταν παντρεύτηκε, κουμπάρος ήταν ο πατέρας μου. Έχω και πολλές φωτογραφίες, ήταν μαζί συνέχεια. Την εποχή του Εμφυλίου, που οι γονείς μου έμειναν χωρίς δουλειά, ο Φωτόπουλος γίνεται διάσημος, κωμικός πρωταγωνιστής. Πήγε η μάνα μου να του ζητήσει δουλειά σ’ ένα θερινό θέατρο που έπαιζε και της λέει: «Λέλα, πέρασε η ασφάλεια και είπε να μη σας πάρουμε. Η μόνη δουλειά που μπορώ να σου δώσω είναι καθαρίστριας». Τότε είπε η μάνα μου, που ήταν λίγο αθυρόστομη: «Εγώ καθαρίστρια δεν γίνομαι και σ’ έχω χεσμένο». 

Καλά ξηγήθηκε.

(γέλια) Έτσι έπιασε δουλειά σ’ έναν περιοδεύοντα θίασο, ένα μπουλούκι, γυρίζοντας τις συνοικίες και δίνοντας παραστάσεις. Έτσι επιβιώσαμε τα χρόνια του Εμφυλίου. Εδώ που τα λέμε, πείνα μες την Κατοχή ένιωσα μόνο το σκληρό χειμώνα του ’41 προς ’42, διότι ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος του Σωματείου Ηθοποιών και οργάνωνε τα συσσίτια των ηθοποιών. Μ’ αυτό τον τρόπο παίρναμε κι εμείς συσσίτιο και τρώγαμε. Την πείνα την ένιωθα είτε με τους νεκρούς στα κάρα, είτε στη Βαρβάκειο, στο σχολείο που πηγαίναμε και κάθε πρωί βλέπαμε δυο – τρεις νεκρούς, παγωμένους από την τρομερή χειμωνιά. Πείνα, όμως, να πεινάσουμε πραγματικά δηλαδή, νιώσαμε το ’47 – ’48 – ’49. Υπήρξαν βραδιές που δεν είχαμε τι θα φάμε μες τα χρόνια του Εμφυλίου. Τότε εκδηλώθηκε και η φυματίωση μου χωρίς να υπάρχουν φάρμακα. Ξέρετε ποια ήταν η θεραπεία;

Κάτι σαν διακοπές στη φύση.

Ακριβώς. Ανάπαυση και υπερτροφία! Και δεν είχαν να μου δώσουν φαΐ οι δικοί μου…Πολύ δύσκολα τα πράγματα.

Αναπολείτε τους γονείς σας, κύριε Πατρίκιε;

Πολύ, πολύ! Είχαμε μεγάλο σύνδεσμο και οι άνθρωποι που διέπλασαν την προσωπικότητα μου ήταν ο πατέρας μου, η μητέρα μου και πολύ αργότερα η σύζυγος μου, η Ρένα Σταυρίδη – Πατρικίου. Για να ξαναπάμε όμως στο ερώτημα σας απ’ την πρώτη στη δεύτερη ποιητική συλλογή, ο «Χωματόδρομος» είχε βγει με λεφτά που μου έδωσε η μητέρα μου. Είχε πάει περιοδεία με το θίασο της Καλής Καλό και με τα λεφτά που πήρε, έτσι βγήκε η πρώτη ποιητική συλλογή μου. 

Η οποία έβγαλε τα έξοδα της απ’ τις πωλήσεις.

Έτσι έγινε, πράγματι. Μου έχουν πει ότι ένα – δυο κομμάτια της πρωτότυπης έκδοσης βρίσκονται στα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι, εκεί γύρω, που κοστίζουν πολύ ακριβά κιόλας. Στα τέλη του 1959 πρωτοπήγα στο Παρίσι και γύρισα στα τέλη του ’62. Τότε μάζεψα ποιήματα που θα μπορούσαν νά’χουν γεμίσει πέντε συλλογές, φτιάχνοντας ένα μόνο βιβλίο. Η «Μαθητεία» βγήκε το ’63 πάλι μέσα σε δύσκολες συνθήκες, αφού έπρεπε να βρεθούν τα χρήματα της έκδοσης. 

(σ.σ. εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο σπίτι του Τίτου Πατρίκιου ο συνθέτης Ανδρέας Κατσιγιάννης. «Χαίρε» του λέει ο ποιητής και αμέσως μετά σχολιάζει πως μοιάζει με μοτοσικλετιστή. Ο Κατσιγιάννης κάθεται μαζί μας και η κουβέντα συνεχίζεται). Βγήκε, λοιπόν, η «Μαθητεία» κι εγώ έπρεπε να ξαναφύγω για το Παρίσι, αφού δούλευα εκεί. Εδώ είχα έρθει με την έννοια της προσωρινότητας. Βρισκόμουν στο τυπογραφείο κι έκανα διορθώσεις κι άκουσα φωνές – το τυπογραφείο ήταν κοντά στο σταθμό Λαρίσης: «Ήρθε το τραίνο που έφερε τον Λαμπράκη από τη Θεσσαλονίκη»! Παράτησα τις διορθώσεις και έτρεξα, το ίδιο και λίγες μέρες μετά που έγινε η κηδεία του. Είχαμε πάει μερικοί νέοι ποιητές – λογοτέχνες τιμητική φρουρά στο νεκρό Λαμπράκη. Οι παλαιότεροι δεν πηγαίνανε…Αν θυμάμαι καλά έγινε στον Άγιο Ελευθέριο, τη μικρή εκκλησία δίπλα στη Μητρόπολη. Όταν βγήκε η «Μαθητεία» και ξανάφυγα για το Παρίσι, δημιουργήθηκε το πρόβλημα της λεγόμενης «Ποίησης της Ήττας». 

Ποταμός είστε, κύριε Πατρίκιε. Δε χρειάζεται να μιλάω καν εγώ.

Θέλω να σας πω ότι ένας λόγος για την καθυστέρηση της «Μαθητείας» δεν ήταν τα πολιτικά, τα κοινωνικά, τα οικογενειακά. Οφειλόταν στο ότι δεν δημοσίευα άμεσα τα ποιήματα μου, διότι είτε κάνανε εσωκομματική κριτική και δεν ήθελα να δημιουργήσω προβλήματα, είτε ήταν εντελώς προσωπικά ποιήματα και για να πω τα πράγματα με το όνομα τους, ήταν εντελώς ερωτικά. Δεν ήθελα να αυτοεκτεθώ και να δημιουργήσω πάλι προβλήματα, ήμουν ήδη παντρεμένος. 

Εμένα μ’ αρέσει ένας παντρεμένος να γράφει ερωτική ποίηση.

Ναι, αλλά να τη γράφει για τη γυναίκα του (γέλια). 

Γιατί όχι και για μια άλλη γυναίκα; Πάλι ποιητής θά’ναι.

Ε, καλά…

Ας μείνουμε στην έλλειψη εσωκομματικής κριτικής. Δείχνει ότι είστε άνθρωπος ήπιος, όχι φασαριόζος.

Εσωκομματική κριτική έκανα, αλλά όχι δημόσια! 

Σας βαραίνει σήμερα η φράση «Ποίηση της Ήττας»; Είναι σημαδιακή για τη νεοελληνική γραμματεία.

Τη βρίσκω μεροληπτική, μόνο και μόνο για να προσδώσει έναν ιδεολογικό χαρακτηρισμό. Το κακό είναι ότι πήρε τη σημασία της «Ποίησης της Ηττοπάθειας» , της ποίησης που υμνεί, εξιδανικεύει και επιθυμεί την Ήττα, ότι τελικά είναι η υπεύθυνη της Ήττας. Όπως στην αρχαιότητα, πολλές φορές αποκεφάλιζαν τον αγγελιαφόρο που έφερνε ένα κακό μαντάτο, σαν να ήταν ο ίδιος υπεύθυνος. Έτσι, μερικοί ποιητές βγήκαμε υπεύθυνοι για όλες τις καταστροφές που έγιναν, επειδή εμείς απλώς τις αναφέραμε και δεν τις κρύβαμε. 

Το συζητούσατε αυτό με τους ομότεχνούς σας;

Βεβαίως. Τώρα τι να σου πω, για τη «Μαθητεία» είχε έρθει κομματική εντολή στην «Επιθεώρηση Τέχνης» να μη γραφτεί κριτική! Να αποσιωπηθεί…Ο μεν Τάσος Λειβαδίτης έγραψε μια θαυμάσια, εντελώς θετική κριτική στην τότε «Αυγή», ο δε Νικηφόρος Βρεττάκος έγραψε μιαν άλλη κριτική, ένα πραγματικό δοκίμιο που το έδωσε στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Η εντολή ήταν να μη δημοσιευθεί, όπως σας είπα, αλλά κατά τον Σεπτέμβρη του ’63 ο Κουλουφάκος την πέρασε κρυφά και δημοσιεύθηκε. 

Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε αποκλειστικά με το ποιητικό σας έργο;

Πάντα δυστυχώς ήμουν μοιρασμένος. Με τό’να πόδι ήμουν στην ποίηση και με τ’ άλλο στις κομματικές και τις εκδοτικές δουλειές. Πάω έξω και ξαναμοιράζομαι με την Κοινωνιολογία και τη Φιλοσοφία που παρακολουθώ, οπότε όλα αυτά φαινομενικά λειτουργούν εις βάρος της ποίησης. Τελικά, όμως, όλα αυτά ήταν προς όφελος της ποίησης, διότι μπορεί να αφαιρούσα χρόνο, αλλά συσσώρευα βιώματα και εμπειρίες, τα οποία μετά πέρασαν στην ποίηση μου. Στο Παρίσι, ξέρετε, έψαχνα πάντα για δουλειά. Ποτέ δεν είχα χρηματοδότηση, είτε από οικογένεια, είτε από κόμμα, είτε από κάποιον οργανισμό. Ιδίως έξω ή βρίσκεις δουλειά και ζεις ή δεν βρίσκεις και πεθαίνεις, δεν έχει μεσοβέζικες λύσεις. 

Δεν έχεις και τους ανθρώπους που μπορούν να σε στηρίξουν κιόλας.

Μια και το είπες αυτό τώρα, να προσθέσω ότι στις δύσκολες στιγμές που βρέθηκα, στήριγμα μου δώσανε οι Γάλλοι φίλοι που έκανα, όχι οι Έλληνες φίλοι. 

Εκ των υστέρων το θεωρείτε κάπως αναμενόμενο;

Εκ των υστέρων, σχεδόν ναι! Δεν έχει να κάνει με την ελληνική νοοτροπία. Να σου πω ότι έχουμε συγγενική σχέση με μία Γαλλίδα, που έγινε νονά της μιας κόρης μου κι εμείς την παντρέψαμε. Είμαστε σαράντα χρόνια φίλοι πια. Της έλεγα «Εσείς οι Γάλλοι όταν κάνετε φιλίες, είστε σταθεροί, ενώ εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε. Όπως και οι Ιταλοί, εμείς οι μεσογειακοί είμαστε πιο ευμετάβλητοι». Εκείνη έσκασε στα γέλια: «Μα τι λες τώρα; Κι εμείς οι Γάλλοι μεταξύ μας έτσι είμαστε, αλλά δεν χαλάνε οι φιλίες γιατί δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Εσύ έρχεσαι από την Ελλάδα και δεν σε βλέπουμε σαν ανταγωνιστή, ενώ μεταξύ μας είμαστε ανταγωνιστικοί. Το ίδιο κι εσείς μεταξύ σας»…

Την τιμήσατε, κύριε Πατρίκιε, τη φιλία στη ζωή σας;

Ναι κι έχω γράψει πολλά ποιήματα που αναφέρονται στη φιλία. 

Τη θεωρείτε υπέρτατη αξία;

Είναι υπέρτατη αξία, αλλά και πολύ εύθραυστη. 

Να δώσει μια προδοσία.

Δε χρειάζεται να δώσει προδοσία, που είναι η χειρότερη εκδοχή, απλώς να σπάσει το κρύσταλλο και το κρύσταλλο όσο πιο πολύτιμο είναι, άλλο τόσο εύθραυστο είναι.

Αν σας ζητούσα να μου αναφέρετε τον πιο πολύτιμο φίλο σας;

Μη λέω ονόματα, αλλά υπήρξαν φίλοι πολύ στενοί, φίλοι δηλαδή που θα έδινε ο ένας τη ζωή του για τον άλλον, ήρθε όμως κάποια στιγμή που συγκρουστήκαμε. Τα θετικά, ωστόσο, απ’ αυτές τις φιλίες παρέμειναν και δεν τα έχω διαγράψει. Συχνά λέω ότι ένας άνθρωπος, στον οποίο έχω πολύ μεγάλες οφειλές, είναι ο Γιάννης Ρίτσος ο ποιητής. Με βοήθησε πολύ και ουσιαστικά μέσα στο δρόμο μου στην ποίηση. 

Να ένας ποιητής που έχει μελοποιηθεί κατά κόρον, από τον Θεοδωράκη και όχι μόνο.

Σωστά! Νομίζω πως σε ένα παλιό τηλεοπτικό αφιέρωμα που μου είχε γίνει στο «Μονόγραμμα» του Σγουράκη, αναφέρω σε ποιους φίλους έχω οφειλές και υποχρεώσεις. 

Για να ξεκουράσω λίγο τον κύριο Πατρίκιο, ας έρθω σε σας τώρα, κύριε Κατσιγιάννη. Πως σας ήρθε η έμπνευση να μελοποιήσετε τον συγκεκριμένο ποιητή;

Ανδρέας Κατσιγιάννης: Από τον «Λυσιμελή πόθο», ένα βιβλίο του που μου χάρισε! Είναι μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων του Τίτου από τη δεκαετία του ’40 μέχρι το 2010 κι αναφέρεται σ’ αυτό που είχε ισχυριστεί ο Ιπποκράτης, ότι ο έρωτας είναι ασθένεια, λυσιμελής, λύνονται δηλαδή τα μέλη του ανθρώπου. Θυμάμαι ότι το 2014 που μου χάρισε το βιβλίο, το διάβασα σ’ ένα βράδυ σχεδόν ολόκληρο. Με ένα μολυβάκι, καθώς ήμουν ξαπλωμένος, σημείωνα ποιο μπορεί να γίνει τραγούδι.

Άρα μιλάμε για ένα project πενταετίας, που δουλευόταν σιγά – σιγά.

Ανδρέας Κατσιγιάννης: Ακριβώς. 

Τίτος Πατρίκιος: Όχι το ’14. Τότε που είχα έρθει στη «Σμύρνη». Τόσα χρόνια πέρασαν;

Α.Κ.: Ναι, το ’14 ήτανε. Είχε έρθει ο Τίτος στην παράσταση κι εκεί γνωριστήκαμε.

Τ.Π.: Και μ’ άρεσε η μουσική πολύ!

Α.Κ.: Γνωριστήκαμε μέσω του κοινού μας φίλου, του ηθοποιού Μιχάλη Μητρούση. Αναπτύχθηκε μια ζεστασιά απ’ την πρώτη στιγμή. Του έκανα εγώ δώρο, αν θυμάμαι σωστά, το CD με τη μουσική της παράστασης κι εκείνος είπε: «Την επόμενη φορά θα σου κάνω εγώ δώρο» κι έτσι ήρθε το βιβλίο του στα χέρια μου.

Δεν είναι ωραία τα δώρα όταν προκύπτουν συνεργασίες;

Τ.Π.: Πολύ ωραία! Κι εμένα, ξέρεις, δεν με φοβίζει αυτό το «Να φοβάσαι τους Δαναούς – τους Έλληνες δηλαδή – ακόμη κι όταν προσφέρουν δώρα». Αυτό, βέβαια, το είπε ένας Λατίνος, δεν ειπώθηκε για μας. 

Φαντάζομαι τη χαρά σας όταν σας ανακοίνωσε ο Κατσιγιάννης την πρόθεση του να σας μελοποιήσει.

Τ.Π.: Ε, βέβαια! 

Α.Κ.: Να σας πω την πρώτη αντίδραση; Είχα φτιάξει ήδη κάποια ποιήματα και τά’χα βάλει ν’ ακούσει πρώτος ο Μητρούσης. Τέσσερα ντεμάκια είχα κάνει για πιάνο – φωνή. «Ω, πρέπει να τα δώσεις στον Τίτο» αναφώνησε ο Μιχάλης, πάντα υποστηρικτικός! Τηλεφωνώ του Τίτου, «Έλα, που χάθηκες;» με ρωτάει, «Θέλω να σου φέρω κάτι» του λέω, «μπορώ να σου έρθω μεσημέρι;» Πήγα, είχε φτιάξει και μια ωραία μακαρονάδα, «Τι μου έφερες;» με ρωτάει και βάζουμε το CD σε ένα μικρό CD-player που έχει. Παίζει το CD, ακούμε το πρώτο κομμάτι και κάνει ο Τίτος: «Α, αυτό είναι δικό μου».  Συνεχίσαμε, φάγαμε, ήπιαμε καφέ.

Θέλετε να πείτε ότι δεν εστιάσατε αποκλειστικά στις μελοποιήσεις εκείνη την πρώτη φορά, σας ξεπέρασε η καθημερινότητα.

Α.Κ.: Ναι, άκουσε το CD κι εγώ περίμενα το feedback, του στυλ «Σ’ αρέσει, δεν σ’ αρέσει;» Στο μεταξύ, είχα πάρει κάποια ποιήματα, όπως το «Σώμα» πού’ναι πέντε σελίδες και το έσπασα σε αποσπάσματα. Προσπαθούσα να εκμαιεύσω την αντίδραση του μ’ ένα διακριτικό τρόπο. Τον ρώτησα τελικά αν τον πειράζει που πείραξα τα ποιήματα του. «Όχι, όχι, μια χαρά είναι, συνέχισε» απάντησε και μου έδωσε κουράγιο.

Τ.Π.: Ήμουν μαζεμένος, γιατί με είχε πιάσει τρακ. Ντρεπόμουν να πω περισσότερα, μη φανεί ότι υπερβάλλω ή τον κολακεύω. 

Φοβερό, αν υποτεθεί πως ο Ελύτης ξανάβαζε τους τραγουδιστές στο στούντιο αν δεν ηχούσε σωστά μια λέξη του με τη φωνή τους. 

Τ.Π.: Ο Ελύτης μελοποιείτο συνέχεια, έχετε δίκιο. Εγώ πάλι δεν ήθελα να φανεί τώρα ότι προσπαθώ να «γλείψω». 

Τα λέτε χαριτωμένα, κύριε Πατρίκιε.

Α.Κ.: Κι εγώ πάλι να τρέμω για την αντίδραση του. Ήμασταν κάπως σαν το «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες»! 

Τ.Π.: Μπλέξαμε δυο ντροπαλοί, κατάλαβες; (γέλια) Καλύτερα πάντως από δύο θρασείς!

Έχετε κάνει ήδη ένα κοινό άλμπουμ με τον Κατσιγιάννη. Είναι η προσμονή της έκδοσης ίδια μ’ αυτήν μιας ποιητικής συλλογής;

Τ.Π.: Είναι άλλου είδους ευχαρίστηση αλλά σε πολύ βαθύ επίπεδο, βλέπεις δηλαδή ότι ένα δικό σου ποίημα μπορεί ν’ αποκτήσει καινούργια ζωή, καινούργια υπόσταση χάρη στη μουσική. 

Α.Κ.: Θεωρώ ότι είναι δίσκος του Τίτου, ούτε καν εξ ημισείας, απλά με μια δική μου συμμετοχή.

Τ.Π.: Δεν συμφωνώ. 

Ούτε εγώ, υπάρχει ο ποιητής, υπάρχει και ο συνθέτης.

Τ.Π.: Έτσι! Η μουσική είναι αυτοτελής και αυθύπαρκτη!

Α.Κ.: Το πιο ωραίο στιγμιότυπο ήταν όταν καθίσαμε στο πιάνο…

Τ.Π.: Με πρόλαβες, απ’ το στόμα μου το πήρες, αυτό ήθελα να πω! Οι αυτοσχεδιασμοί του στο πιάνο, ενόσω εγώ διαβάζω ποίηση, είναι εξίσου ωραίοι με τα τραγούδια του.

Ενορχηστρωτικά πως κινηθήκατε;

Α.Κ.: Έφυγα απ’ τις γνώριμες μου φόρμες, τις παραδοσιακές – σμυρναίικες. Τίποτα δεν έβαλα στόχο, έτσι με «πήγαν» τα ποιήματα και προχθές που πήγαμε με τον Τίτο σε μια συναυλία, ακούσαμε live ένα ποίημα που τραγούδησε ο Γιώργος Περρής. Τελικά κατάλαβα ότι η ενορχήστρωση βγάζει μια αίσθηση διαφορετική απ’ όσα έχω κάνει, συγκριτικά και με διάφορα άλλα τραγούδια που ακούστηκαν στη συναυλία. Ίσως ρόλο έπαιξε και το ότι εγώ έφτιαξα τις βάσεις, αλλά είχαμε άλλον ενορχηστρωτή, τον Γιώργο Θεοδωρόπουλο.

Σε εσάς, κύριε Πατρίκιε, πως έφτασε το τελικό προϊόν, ο ήχος;

Ο ήχος, ακριβώς γι’ αυτό είπα πριν ότι η μουσική έχει αυτονομία. Μου άρεσε πολύ και με κάνει να τον ακούω, ξεπερνώντας τα ίδια τα ποιήματα. Μετά, βέβαια, γυρίζω πάλι στο ποίημα, αλλά η αίσθηση είναι διπλή.

Πιάσατε τον εαυτό σας να σιγοτραγουδάει κάποιο απ’ τα τραγούδια του δίσκου;

Παλιότερα μάθαινα μοτίβα και τα σφύριζα. Τώρα που δύσκολα σφυρίζω, δύσκολα μαθαίνω και τραγούδια απ’ έξω. Πλέον, όμως, ο στίχος με πάει στη μουσική και το αντίστροφο, η μουσική με πάει στο ποίημα.

Ποιοι ήταν και είναι οι αγαπημένοι σας Έλληνες συνθέτες;

Βεβαίως οι συνθέτες οι μεγαλύτεροι μου, αν και της ίδιας γενιάς. Και ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις είναι σπουδαίοι!

Συνδεθήκατε με φιλία και με τους δύο;

Συναντιόματαν περιστασιακά. Ο Χατζιδάκις λίγο πριν το τέλος του, μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να γράψω ένα κείμενο για τη φιλία και τη γνωριμία μας. Θα έμπαινε σ’ ένα βιβλίο που ετοιμαζόταν. Τό’γραψα και δημοσιεύθηκε στο βιβλίο αυτό.

Μιλάτε για τις «Ανοιχτές επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι» που κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του συνθέτη.

Ναι, ναι. Βγήκε μετά το θάνατο του, αλλά ο ίδιος μου είχε τηλεφωνήσει, γιατί συγκέντρωνε από πριν τα κείμενα. Μπορεί επίσης να λέω τώρα γνωστά πράγματα, αλλά πολύ μεγάλος μουσικός είναι ο Σκαλκώτας και πολύ μεγάλος για μένα είναι ο Γιάννης Χρήστου, ο οποίος έφυγε άδικα από τη ζωή. Έκανε τομή στη μουσική. Του Xenakis, ας πούμε, ενώ η μουσική του είναι ενδιαφέρουσα και μου δημιουργεί σκέψεις και προβληματισμούς, δεν μπορώ να πω ότι με «γεμίζει».

Σας ενοχλεί η απουσία του συναισθήματος στου Xenakis το έργο;

Ίσως αυτό νά’ναι, αν και τον θεωρώ μια τρομερά σημαντική παρουσία. Τον είχα γνωρίσει. Ήτανε τρία αδέρφια. Όταν πήγαινα στο σχολείο, εκείνος είχε αποφοιτήσει, αλλά συνδέθηκα εκεί με τα άλλα δύο αδέρφια του. Όλοι γι’ αυτόν μιλούσαν. Από τότε είχε αφήσει μεγάλες εντυπώσεις.

Να μας πει ο συνθέτης τώρα αν ενδείκνυται η εποχή για δίσκους μελοποιημένης ποίησης.

Α.Κ.: Στο ζοφερό και θολό περιβάλλον, πάντα ότι κινείται σ’ ένα καμβά φωτεινής αισθητικής θα βρει χώρο, πιστεύω. Σίγουρα τέτοιοι δίσκοι θεωρούνται κόντρα στην εποχή. Ευτυχώς γίνονται κι άλλες κινήσεις: Ο Κορκολής έκανε έναν πολύ ωραίο Καβάφη, ο Παπαδημητρίου επίσης, επομένως εμείς δεν έχουμε να κάνουμε καλλιτεχνικά με το ρεύμα της εποχής. Η εποχή ας έχει το ρεύμα της κι εμείς ας έχουμε τη δικιά μας πορεία.

Γιατί ένας πολυσυλλεκτικός, απ’ την άποψη των τραγουδιστών, δίσκος;

Α.Κ.: Υπάρχει συμβολισμός, έδωσα τα τραγούδια σε γενιές τραγουδιστών, καθώς κάθε ποίημα εκφράζει και μία διαφορετική δεκαετία. Έβαλα από τον πιο μεγάλο, που είναι ο Γιώργος Νταλάρας, μέχρι τον πιο μικρό, τον Απόστολο Μόσιο. Έβαλα ενδιαμέσως να τραγουδήσουν τραγουδοποιοί, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, προερχόμενοι από διαφορετικές σχολές με κοινή αισθητική.

Κύριε Πατρίκιε, ακούστηκε ο χαρακτηρισμός «ζοφερό και θολό τοπίο» για τη μουσική. Με το τοπίο της ποίησης, τι γίνεται;

Όσο πιο ζοφεροί είναι οι καιροί, τόσο καλύτεροι είναι για την ποίηση. 

Δεν είναι λίγο κοινότοπη η άποψη αυτή; Ο καλλιτέχνης πρέπει μονίμως νά’ναι δαιμονομάχος;

Ίσως απ’ την άποψη της παραγωγής, αφού η ποίηση είναι η πιο ανεξάρτητη τέχνη. Ένα χαρτί κι ένα μολύβι χρειάζεται.

Όπως ο ζωγράφος, ένα τελάρο και τις μπογιές του.

Ήδη έγινε πιο σύνθετη η κατάσταση! Πιο εύκολο είναι να βρεις χαρτί και μολύβι, παρά μπογιές και τελάρα.

Σωστό κι αυτό, ανεβαίνει αυτομάτως το budget, που λεν κι οι φίλοι μας οι Άγγλοι.

Όσο πάμε σε τέχνες που χρειάζονται περισσότερο την τεχνική στήριξη, τόσο έχουμε τέχνες με μεγαλύτερο κοινό που τις υποδέχεται και τις στηρίζει. Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση είναι η κορύφωση αυτού, που για να γίνει μία ταινία χρειάζονται δεκάδες εκατομμύρια και η συνεργασία πολλών ανθρώπων, όχι μόνο ένας. Όπως και στη μουσική, αντίθετα, χρειάζονται τρεις παράγοντες: Ο συνθέτης, ο τραγουδιστής και ένα πιάνο. Για να γίνει μία θεατρική παράσταση χρειάζονται πολλοί περισσότεροι. Για να παιχτεί μία όπερα, πόσοι χρειάζονται; Η ποίηση, πάλι, σύμφωνα και με τον φίλο μου τον Κατσιγιάννη, προσφέρει κάτι μοναδικό: Την κατ’ οικονομία σκέψη! 

Ίσως γι’ αυτό κάθε καλλιτέχνης να αγγίζει τη θέωση όταν καταφέρνει να γίνει ποιητής.

Και γι’ αυτό μερικοί μόνο στίχοι μπορούν να καλύψουν ολόκληρη την ποίηση!

Πείτε μου μερικούς τέτοιους στίχους.

Για μένα ο μεγαλύτερος στίχος που έχει πλαστεί σε ολόκληρη την ιστορία της ποίησης είναι οι στίχοι του Πινδάρου «Σκιάς όναρ άνθρωπος»: Ο άνθρωπος είναι το όνειρο της σκιάς! Γράφτηκε πριν από 2.500 – 3.000 χρόνια και για μένα τα είπε όλα! Δεν βάζω κανέναν άλλο στίχο πάνω απ’ αυτόν! Όλοι οι άλλοι στίχοι που γράφτηκαν, έρχονται μετά. 

Με πάτε τώρα σε κάτι που είχατε πει παλιότερα για την Ελλάδα και που δεν το θυμάμαι ακριβώς. Να μην προσπαθεί η Ελλάδα να μοιάσει στους νέους, κάπως έτσι το είπατε.

Ούτε κι εγώ το θυμάμαι (γέλια). Με τη νεότητα έχω καλή σχέση, αλλά προσπαθώ ν’ αποφεύγω να κάνω τον συμβουλάτορα και τον κηδεμόνα. Αν το κάνεις αυτό, θα έρθει μια στιγμή που οι νέοι θα σε ανατρέψουν και θα ησυχάσουν από σένα. Θέλω να τους παρακολουθώ τους νέους και να συνομιλώ μαζί τους, αλλά και να καταλαβαίνω ότι αν αρχίσω να νεάζω κι εγώ, θα γίνω γελοίος. Πρέπει τελικά να προσέχει κανείς ν’ αποφεύγει αυτό τον παλιμπαιδισμό.

Και με ποιο τρόπο εσείς θα μπορούσατε να παλιμπαιδίσετε;

Πολύ εύκολα γίνεται, μη σας λέω τρόπους τώρα!

Πείτε μου έναν μόνο, μ’ ενδιαφέρει.

Δεν υπάρχει βράδυ, ας πούμε, που να μη βγαίνω έξω. Αν βγαίνεις μαζί μου για ένα μήνα, μετά θα ζητήσεις δεκαπέντε μέρες ξεκούραση.

Η κοινωνικότητα δεν επικυρώνει τη γελοιότητα. Είναι ψυχικό και όχι βιολογικό χάρισμα.

Είναι και βιολογικό! Στο κάτω – κάτω εγώ δεν μπορώ τώρα να τρέξω μαραθώνιο.

Σάμπως μπορούμε εμείς, όσοι καπνίζουμε;

Θεωρώ το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου που έκοψα το τσιγάρο. Το 1986 ήταν, το θυμάμαι καλά. Με είχε πιάσει μια τρομερή ημικρανία, νόμιζα ότι το κεφάλι μου θ’ ανοίξει. Έπαιρνα όλα τα δυνατά παυσίπονα και δεν μου πέρναγε με τίποτα. Έλεγα στη γυναίκα μου, «Θα πηδήξω απ’ το μπαλκόνι», τόσο πολύ! Είχα φτάσει στο σημείο να καπνίζω τέσσερα πακέτα ημερησίως! Κοιμόμουν το βράδυ, ξύπναγα, έκανα ένα τσιγάρο και ξανακοιμόμουν. 

Μιλάμε για κανονική τοξικομανία.

Απόλυτη! Διάβασα όμως ένα άρθρο στην ιατρική στήλη μιας εφημερίδας, που έλεγε ότι οι παρατεταμένες ημικρανίες έχουν δύο αιτίες: Ή είναι όγκος στον εγκέφαλο ή είναι νικοτινίαση. Είπα θα το κόψω για μία εβδομάδα και αν συνεχιστεί το πρόβλημα, σημαίνει ότι έχω όγκο, άρα θα το ξαναρχίσω και θα πεθάνω πανευτυχής. Ε, λοιπόν, σε πέντε μέρες που το έκοψα, δεν ξαναείχα πονοκέφαλο στη ζωή μου! Όλα τα καλά του κόσμου είδα κόβοντας το τσιγάρο. Πολλαπλασιάστηκαν οι φυσικές και πνευματικές μου δυνάμεις. Ανέβαινα έξι πατώματα τρέχοντας, χωρίς να λαχανιάζω! Ξανάρχισα το ψαροντούφεκο, να φανταστείτε. Είχα όμως δύο κακά αποτελέσματα: Το ένα ήταν ότι πήρα 14 κιλά και τ’ άλλο, δε μπορούσα να ξαναμπώ στο λεωφορείο.

Για ποιο λόγο;

Μου επανήλθε η όσφρηση! (έχουμε σκάσει στα γέλια) 

Θέλω να μου πείτε τώρα αν η έντονη κοινωνικότητα προκύπτει ως ανάγκη ή ως «πρέπει».

Πρώτον, δεν την επιδιώκω, μπορώ να πω ότι δεν τό’χω ζητήσει ποτέ εγώ. Όταν με ζητάνε, συνήθως λέω ναι, γιατί δε θεωρώ ότι είναι και σωστό να μένει κανείς κλεισμένος στο σπίτι με τον εαυτό του. Όταν γράφεις απευθύνεσαι στον άλλον, άρα είναι σωστό να μιλάς και με τον άλλον! Το ζητούμενο είναι να επικοινωνούμε με τον άλλον χωρίς να γινόμαστε φλύαροι. Να μην χανόμαστε στη σιωπή μας. 

Μου δίνετε την εντύπωση ενός ανθρώπου που χαίρει άκρας ψυχικής υγείας. Συμφωνείτε;

Ε, δεν είναι κι εύκολο πράγμα. Ένα πολύ μεγάλο πλήγμα που πέρασα ήταν η απώλεια της γυναίκας μου. Πολύ νέα κιόλας…Ευτυχώς έχω τρεις κόρες, τη μία από τον πρώτο μου γάμο, έχω και τρεις εγγονές, δύο μικρούλες και μία μεγαλύτερη. 

Μεσ’ στις γυναίκες είστε.

Ναι, τρεις κόρες, τρεις εγγονές. Είχα τη μεγάλη χαρά τώρα που με καλέσανε στο Λονδίνο σε μία εκδήλωση για μένα, να παραστούν και οι τρεις εγγονές μου. 

Λογικό είναι να σας πόνεσε η απώλεια της γυναίκας σας. Από μια μελαγχολία, όμως, μέχρι την κατάθλιψη, υπάρχει ένα διάστημα, μικρό έστω.

Η κατάθλιψη είναι ότι χειρότερο μπορεί να υπάρξει, γι’ αυτό λέω πως αν κάτι πρέπει να καταπολεμάμε είναι η κατάθλιψη. Ενώ η μοναξιά επίσης είναι απαραίτητη για την εργασία, κυρίως την καλλιτεχνική, πρέπει να λειτουργείς συλλογικά για να λειτουργείς και φυσιολογικά. Και μια και σας λέω τώρα πράγματα, που συνήθως δεν μου τα συζητάνε, πέρασα κι ένα χοντρό πρόβλημα υγείας. Το 2002, κοντεύουν είκοσι χρόνια. 

Το 2003 σας είχα γνωρίσει εγώ ως βοηθός σε ένα τηλεοπτικό πορτραίτο σας.

Μάλιστα. Τότε μου παρουσιάστηκε ένας ραγδαίος θανατηφόρος καρκίνος. Τυχαία έκανα μία εξέταση και ο φίλος γιατρός τηλεφώνησε της γυναίκας μου: «Αν δεν είχε έρθει για την εξέταση αυτή ο Τίτος, είχε το πολύ δύο μήνες»…Ήταν ο καρκίνος του Γκράβιτς, θανατηφόρος, που αναπτύσσεται στο νεφρό και σε μένα είχε φτάσει στο μέγεθος πορτοκαλιού. Αν σπάσει δε την ώρα της επέμβασης, πάλι τελειωμένος είσαι και εγώ εν τω μεταξύ νόμιζα πως έμπαινα για αφαίρεση μιας απλής κύστης (γελάει). Εγώ έμπαινα στο χειρουργείο χαμογελαστός και οι κόρες μου με τη γυναίκα μου δεν ήξεραν αν θα γυρίσω ή όχι. Τίποτα δεν μ’ ένοιαζε μεσ’ στην άγνοια μου. 

Ο θάνατος σας απασχολεί σήμερα, όπως κάποτε η Αριστερά και ο έρωτας;

Πώς δεν μ’ απασχολεί! Προσπαθώ να είμαι συμφιλιωμένος με την ιδέα γιατί είναι κάτι που οπωσδήποτε θα έρθει. Το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει στην προσπάθεια του να το αποτρέψει είναι να παρατείνει κάπως τη ζωή του ή και να γελοιοποιηθεί πλήρως και να εξευτελιστεί. Λοιπόν, είναι κάτι που συμβαίνει, τι να κάνουμε…Και ευτυχώς που συμβαίνει, διότι δε θα χώραγε ο πλανήτης τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων. Τέλος πάντων, όχι ότι είμαι και εντελώς ψύχραιμος, αλλά μη μας πανικοβάλει κιόλας! 

Γελάτε πολύ;

Όσο μπορώ. Πολλοί που με ξέρουν, ξέρουν και ότι είμαι ανεκδοτάκιας. Πάντα, όταν με αφήνουν φίλοι έξω απ’ την πόρτα μου, θα τους πω «Να μη χανόμαστε». Όμορφη ευχή, που μου βγαίνει αυθόρμητα κάθε φορά.

Με την παγκόσμια άνοδο της ακροδεξιάς να υποθέσω ότι θα κλαίτε, όμως.

Είναι ένα πραγματικά θλιβερό φαινόμενο. Κάποτε νόμιζα ότι ξεμπλέξαμε με το φασισμό, αλλά τελικά δεν ξεμπλέξαμε. Χρειάζεται να είμαστε σε εγρήγορση χωρίς αυτό να μας κάνει να εγκαταλείψουμε τις δημοκρατικές μας αρχές. Και η δημοκρατική αρχή συνοψίζεται στην περίφημη φράση του Βολταίρου: «Απορρίπτω πλήρως αυτά που λες, θα έδινα όμως και τη ζωή μου για νά’χεις το δικαίωμα να τα λες και να τα γράφεις». Βέβαια, αυτό πρέπει να γίνεται αποδεκτό κι από τις δύο πλευρές. 

Τι είναι Θεός, κύριε Πατρίκιε;

Δεν με απασχολεί. Καθόλου.

Ήμουν σίγουρος. Κύριοι, σας ευχαριστώ για την ωραία συζήτηση.

Εμείς ευχαριστούμε. Από δω με πήγες, από κει με πήγες, είπα πράγματα που δεν τά’χω ξαναπεί.

* Το βιβλίο – CD «Πολιορκημένος χρόνος» με οχτώ απαγγελίες και εφτά μελοποιημένα ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου σε μουσική Ανδρέα Κατσιγιάννη κυκλοφορεί από το «όγδοο». Τραγουδούν οι Γ. Νταλάρας, Λ. Μαχαιρίτσας, Φ. Δεληβοριάς, Μ. Πασχαλίδης, Γ. Κότσιρας, Γ. Περρής, Α. Μόσιος. Η έκδοση περιλαμβάνει σπάνιο φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του ποιητή και τη βιοεργογραφία του, γραμμένη από την Ελένη Αντωνιάδου. 

Το Κουτί της Πανδώρας συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλε η ΕΣΗΕΑ

issue 2465910 1920 1

Το Κουτί της Πανδώρας συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλε η ΕΣΗΕΑ

Η δημοσιογραφική ομάδα του koutipandoras.gr, συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλαν τα Διοικητικά Συμβούλια της Ομοσπονδίας…