«Θα τα παρατήσω όλα εδώ και θα πάω να διδάξω τον λαϊκό μας πολιτισμό στα Τουρκάκια! Γιατί όχι;»

Η πικρία ενός σημαντικού Έλληνα μουσικού με τη δική του μεγάλη ιστορία για μια χώρα που χαρίζει στους «γείτονες» της τον πλούσιο λαϊκό πολιτισμό της. 

5 0

Το όνομα Θανάσης Πολυκανδριώτης είναι ταυτισμένο με την ερμηνεία στο μπουζούκι. Όπως είναι και του συνομήλικου του, του Χρήστου Νικολόπουλου. Η διαφορά τους έγκειται στο εξής: Τον Νικολόπουλο απασχόλησε ιδιαίτερα η τέχνη της τραγουδοποιίας, ενώ τον Πολυκανδριώτη η μελέτη του οργάνου και, την τελευταία δεκαετία, η διδασκαλία του σε πολλές μουσικές σχολές με κορυφαία αυτή του Ωδείου Αθηνών.  

Εκεί τον συνάντησα κι εγώ ένα μεσημέρι που αμέσως μετά την κλεισμένη μας συνέντευξη θα παρέδιδε μάθημα σε έναν νεαρό φοιτητή του. «Δεν μένει στην Αθήνα και έρχεται μια φορά τη βδομάδα για να κάνουμε μάθημα» – κάπως έτσι, όλο καμάρι, μου τον σύστησε. Στον τοίχο, πίσω του, οι φωτογραφίες του Μπάτη, του Παπαϊωάννου, της Πειραϊκής Τετράδας, αλλά και της οικογένειας των Πολυκανδριώτηδων: Ο ίδιος με τον πατέρα του, Θόδωρο, και τα δύο αδέρφια του, όλοι τους με ένα μπουζούκι στα χέρια. Σκεφτόμουν μετά πόσο…προχώ είναι για το Ωδείο Αθηνών τα πορτραίτα του Μπάτη και των ρεμπετών, εκεί που στους διαδρόμους συναντάς μόνο αφίσες Σκαλκώτα και προτομές των πρωτεργατών Ελλήνων μουσουργών. 

Κι αν αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη, που θα τη χαρακτήριζα life story, ήταν οι εμφανίσεις του Θανάση Πολυκανδριώτη στη μουσική σκηνή «Ρίζες» στον Κεραμεικό, μας δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε και για πολλά ακόμη θέματα. Να ξετυλίξει, για την ακρίβεια, το νήμα της ελληνικής λαϊκής μουσικής, την οποία υπηρετεί με ευσυνειδησία, ίσως και αυτοθυσία, τα τελευταία πενήντα χρόνια. 

Καταρχάς, κύριε Πολυκανδριώτη, σας συναντώ μεσ’ στο Ωδείο Αθηνών…

Ναι, στο χώρο μου με τις φωτογραφίες πίσω μου του Μπάτη, του Ζαμπέτα και της οικογένειας μου.

Στο χώρο σας τα τελευταία χρόνια, σύμφωνοι, αλλά αν πάμε στις προηγούμενες δεκαετίες δεν είχε καμία θέση εδώ μέσα το μπουζούκι. 

Το μισούσαν! Συγκεκριμένα ο Πρόεδρος, πριν από τον Τσούχλο, ο πιανίστας Άρης Γαρουφαλής, όποτε του λέγανε για μπουζούκι, απαντούσε «Όχι»! «Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, να βάλουμε το μπουζούκι στο Ωδείο, τόσα αριστουργήματα έχουνε γίνει»…«Όχι, όχι, όχι»! Εγώ πάλι, λόγω του χαρακτήρα μου, δεν μπορώ να χτυπάω πόρτες και δεν το’χω κάνει ποτέ. Θα τό’κανα τώρα στα 70 μου; Ξεκίνησα, έτσι, έναν αγώνα να κάνω το μπουζούκι παγκόσμιο όργανο, αλλά πως να γινόταν αυτό αφού η Ελλάδα δεν το αναγνωρίζει και δεν το παραδέχεται;

Θα αναφέρεστε προφανώς σε ακαδημαϊκό επίπεδο.

Ασφαλώς.  Έτσι σκέφτηκα να προχωρήσω μέσω Unesco. Στο δεύτερο συνέδριο που έκανα για το μπουζούκι στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, έχω καλέσει τον Τσούχλο ως ομιλητή μαζί με τον Λιάβα, την Καμηλάκη κι ένα σωρό αξιόλογους άλλους ανθρώπους. 

Ακούγεται σαν κάπως μεθοδευμένη ενέργεια – ας μου επιτρέψετε – να καλέσετε τον διευθυντή του Ωδείου Αθηνών.

Όχι, όχι, το μυαλό μου δεν πήγε καθόλου εκεί! Η κόρη μου το πρότεινε: «Ρε πατέρα, δεν λες στον Τσούχλο για το Ωδείο Αθηνών; Σε τόσους τό’χεις πει»…Οπότε, λίγο πριν να βγει, τον ευχαρίστησα και του ζήτησα να μπει το μπουζούκι στο Ωδείο. Συμφώνησε! «Βέβαια, γιατί όχι;» μου είπε. Του λέω: «Δηλαδή, το ανακοινώνεις απόψε;» Την ώρα που μιλούσε, εγώ ήμουν σε άλλη αίθουσα και λέω στη συχωρεμένη τη γυναίκα μου: «Στήσε αυτί να δεις αν θα πει για το Ωδείο Αθηνών»…«Το είπε» έρχεται μετά και μου λέει η γυναίκα μου, οπότε εγώ αρχίζω να φωνάζω σε όλους εκεί μέσα: «Παιδιά, το είπε, το είπε»! «Ποιος είπε τι;» έκαναν αυτοί…(γέλια) Είχα γίνει γραφικός!

Τόση αγωνία είχατε για να μπει το μπουζούκι στην μουσική εκπαίδευση!

Μπας και μας πάρουν στα σοβαρά, γιατί – κακά τα ψέματα – δεν μας έχουν πάρει στα σοβαρά! 

Γιατί ένας μπουζουξής, ένας λαϊκός μουσικός, να επιθυμεί διακαώς την καθιέρωση από το λόγιο μουσικό στερέωμα τη στιγμή που έχει την αποδοχή των λαϊκών, την οποία ενδεχομένως να μην έχουν οι άλλοι, οι λόγιοι;

Μου επιτέθηκαν πάρα πολύ και κυρίως μπουζουξήδες, οι τρίχορδοι. «Γιατί ο Πολυκανδριώτης πασχίζει να κάνει το μπουζούκι όργανο με πτυχίο, ενώ ο Μπάτης ή ο Μάρκος θα διαφωνούσαν και δεν ήταν έτσι κλπ.»;

Σ’ αυτό διαφωνώ! Ο Μάρκος είχε γράψει τραγούδι που λεγόταν «Το μπουζούκι στο Παρίσι». Σαν τίτλος και μόνο, φανερώνει τη φιλοδοξία του λαϊκού μουσικού για αναγνώριση.

(γελάει) Ε, βέβαια! Νομίζω πως τα πράγματα πρέπει να πηγαίνουν μπροστά με την έννοια ότι το μπουζούκι έχει κάνει τόσα πράγματα και δεν θα έπρεπε να το βάλουμε σε μια γωνιά και μόνο να το θαυμάζουμε σαν μουσειακό είδος. Εγώ μόλις πριν από δέκα χρόνια ανακάλυψα ότι είμαι καλός δάσκαλος και θέλω να πάρω παιδιά κοντά μου και να τα ξεστραβώσω. Από τότε άρχισε το μαρτύριο μου, γιατί η μαμά λέει λογικά στο παιδί: «Θες να μάθεις μπουζούκι, που δεν έχει πτυχίο» – να ένα μείον! Και συνεχίζει: «Τι θα κάνεις στη συνέχεια; Θα μάθεις να παίζεις τη ”Φραγκοσυριανή” για όλους μας γύρω απ’ το μεσημεριάτικο τραπέζι;» Είναι τρομερό αυτό, τό’χω ζήσει! Τέλος πάντων, ο σκοπός είναι να πάει το παιδί να μάθει ένα όργανο, αλλά να πάρει κι ένα πτυχίο. Έτσι θα αυξηθεί η δημοτικότητα του μπουζουκιού και θα θελήσουν να το μάθουν πολλά άλλα παιδιά. 

Συμφωνείτε, ωστόσο, πως ένας μπουζουξής σε αντιπαράθεση με έναν κλασικό πιανίστα, υπερτερεί σε δημοφιλία συνήθως;

Ναι, γιατί αν του πάρεις την παρτιτούρα του κλασικού πιανίστα από μπροστά του, δεν θα μπορεί να παίξει τίποτα. Ένας λαϊκός οργανοπαίκτης, όμως, θα παίξει παπάδες!

Εκτός αν είναι τζαζίστας ο πιανίστας και όχι κλασικός. Από άλλες αίθουσες αυτού του Ωδείου, λόγου χάριν, άκουσα μέχρι να έρθετε, αρκετούς πιανιστικούς αυτοσχεδιασμούς.

Άλλο αυτό, ναι, αν κι εγώ έχω μια λογική που λέει πως θέλω να δείξω στα παιδιά τα δικά μου βιώματα. Αυτά που με έμαθε ο πατέρας μου, αυτά που είδα από τον Χιώτη κι απ’ τον Μπέμπη, διότι – δόξα τω Θεώ – τους είδα όλους. Τον Μπέμπη τον φώναζα θείο, χωρίς να είναι θείος μου, απλά κολλητός του πατέρα μου. Μικρός ήμουν, «Θείε Μπέμπη» και «Θείε Μπέμπη» όλη την ώρα…Το 1968 είμαστε στο «Ολύμπια», στην Ομόνοια, με τον πατέρα μου, τον Γαβαλά, τη Ρία Κούρτη, τον Χρηστάκη και πίνουμε γάλα το πρωί μετά τη δουλειά. Βλέπουμε ξαφνικά τα κεφάλια όλων των θαμώνων μέσα σ’ ένα τεράστιο μαγαζί, να γυρνάνε προς την πόρτα. Μπαίνει ένας μέσα με παλτό, γραβάτα και καπελάκι. Γυρνάω στον Θόδωρο: «Ρε μπαμπά, ο Μπέμπης»! «Άσε μας, μωρέ, ο Μπέμπης είναι στην Αμερική»…«Μπαμπά, ο Μπέμπης μπαίνει μεσ’ στο μαγαζί τώρα»! Πετάγεται πάνω ο πατέρας μου, τον βλέπει και ο Μπέμπης, έρχεται στο τραπέζι μας, χαιρετάει τον Γαβαλά και τους άλλους, αγκαλιές και φιλιά με τον πατέρα μου – ήταν παιδικοί φίλοι! Μετά λέει σε μένα: «Εσύ’σαι ο μπουμπούνας;», έτσι με φώναζαν μικρό, αν και τότε ήμουν 20 χρονών. «Εγώ, θείε Μπέμπη» του κάνω, οπότε μου τραβάει ένα χαστούκι, με πιάνει αγκαλιά και μου λέει: «Δεν είμαι θείος σου, ρε, φίλος του πατέρα σου είμαι, αλλά έχω μάθει για σένα ότι είσαι πολύ καλός μπουζουξής»…

Πείτε μου από που κατάγεστε, κύριε Πολυκανδριώτη.

Η ιστορία της καταγωγής μου είναι λίγο περίεργη και δεν την ξέρει κανείς. Έψαξα κι εγώ λίγο για να τη βρω. Κάποια στιγμή που πέρασα με το καράβι απ’ τη Φολέγανδρο είδα ένα ξενοδοχείο που λεγόταν «Πολυκάνδρεια», με «ι» ή με «ει», δεν θυμάμαι καλά. Ρωτάω τι ειν’ αυτό και μου λένε πως η Φολέγανδρος λεγόταν Πολύκανδρος. «Πλάκα μου κάνουν;» αναρωτήθηκα…Η Φολέγανδρος με τη Νάξο, που πήγαινα εγώ, είναι πολύ κοντά, άρα φαίνεται πως οι Πολυκανδριώτες της Φολέγανδρου έφυγαν από κει, πήγαν στον Άγιο Αρσένιο της Νάξου κι έμειναν! 

Ας θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι οι ρίζες σας κρατάνε από τη Φολέγανδρο.

Βέβαια, ο Νίκος ο Μαμαγκάκης, ο αγαπημένος μου, που με λύπησε πάρα πολύ ο θάνατος του, όπως και το ότι έλειπα στο εξωτερικό και δεν μπόρεσα να παραστώ στην κηδεία του, όποτε πήγαινα στο σπίτι του, μου έλεγε «Καλώς τον Πολυκανδριωτάκη»! «Τι ειν’ αυτό τώρα;» τον ρώταγα, «με ”ι” ή με ”η”;» και μου απαντούσε: «Ξέρεις ότι έχεις ρίζες Κρητικές; Ήξερα κάποιους Πολυκανδριωτάκηδες στην Κρήτη»…«Νίκο, μη με τρελαίνεις, εγώ έψαξα και βρήκα άλλο πράγμα»…Τι να πεις, είναι τόσο απλωμένο θέμα από που κρατάει ο καθένας στην Ελλάδα…

Τι θυμάστε απ’ τον πατέρα σας ως παιδί, προτού να βγείτε στη δουλειά;

Θυμάμαι ότι προσπαθούσε να μάθει μπουζούκι με άσχημο τρόπο στον αδερφό μου τον Γιάννη, δυο χρόνια μεγαλύτερος μου, ο οποίος συχωρέθηκε πέρσι. «Έφυγε» γρήγορα…Τον κυνηγούσε άσχημα ο πατέρας μου, δηλαδή άκουγα όλο χριστοπαναγίες και τέτοια. Σώνει και καλά στον Γιάννη, ενώ εμένα με έβλεπε που είχα το σχολείο και τα διαβάσματα μου, χωρίς να’χω πιάσει ποτέ μπουζούκι στα χέρια μου. 

Δεν ανήκε στα νεανικά σας ενδιαφέροντα.

Καθόλου. Άντε να έπιανα την κιθάρα για καντάδες με τα κοριτσόπουλα, τα γνωστά, ή το πολύ να πήγαινα στη «Χρυσή Αράχνη», το κλαμπ στο Αιγάλεω. Μιλάω για το ’63, το ’64. Εκεί έπαιζαν οι Idols και οι Juniors με τον Καρακαντά, τον Εύρη που ήταν φίλος μου και αργότερα είπε λαϊκά τραγούδια και τον γιο του Σουγιούλ. Τα σαββατοκύριακα έμπαινα στη ζούλα μέσα και καθόμουν και τους έβλεπα. Τρελαινόμουν με την ηλεκτρική κιθάρα! Απ’ το θείο μου, τον αδερφό του πατέρα μου, που ήταν κιθαρίστας και τραγουδιστής και έπαιζε σε τρίο, είχα μάθει το «Come September» και το «Apache», της εποχής πράγματα. Με ανέβαζαν πάνω να παίξω, αφού πρώτα με παρουσίαζαν ως «Αιγαλιώτη, τον γιο του Πολυκανδριώτη». Αργότερα έμαθα κι άλλα κομμάτια. Έβλεπα στο μεταξύ τον πατέρα μου πόσο κοπάναγε τον άλλον για να μάθει μπουζούκι. Να φανταστείτε, του είχε δέσει τα χέρια για να μη φύγει απ’ το σπίτι. «Ρε πατέρα, άσε τον άνθρωπο να ηρεμήσει, δεν θα μάθει έτσι μπουζούκι» τον πιάνω και του λέω μια μέρα…«Όχι, θα γίνει, αλλιώς θα του πιω το αίμα»…«Εσύ τι θα κάνεις;»…«Εγώ, τίποτα, ξέχασε με εμένα» και, όντως, διάβαζα για να δώσω εξετάσεις στο Μικρό Πολυτεχνείο για πολιτικός μηχανικός. Γίνεται το εξής, όμως: Το ’63 μου λέει ο πατέρας μου: «Ο Γιάννης ο Κατσιμίχας ζητάει μπουζουξή για τον Πύργο Ηλείας. Είσαι να πας να πάρεις χοντρό χαρτί;»…«Πόσο είναι το χαρτί;» ρωτάω…«Ένα χιλιάρικο τη βραδιά» μου απαντάει, μιλάμε για απίστευτα λεφτά και για δεκάξι μέρες μάλιστα, σύνολο δεκάξι χιλιάρικα! Άρχισα να το σκέφτομαι! Έτσι πείστηκα να πιάσω το μπουζούκι και να βγάλω μερικά κομμάτια με τον γιο του Τσαγκουρνού, που έπαιζε πολύ καλό ακορντεόν. Φύγαμε και πήγαμε για τον Πύργο της Ηλείας. Δυστυχώς!

Γιατί δυστυχώς;

Το λέω, αγαπητέ Αντώνη, με κάθε επίγνωση και θα εξηγήσω παρακάτω! Στην ορχήστρα είχαμε και τον Τζάρα με το κλαρίνο του, ενώ ο Κατσιμίχας είχε τραγουδήσει τότε μια μεγάλη επιτυχία, το «Με κόκκινα τριαντάφυλλα τους δρόμους θα στολίσω». Υπόψιν, όπως έμαθα πολύ αργότερα, γιατί ο Κατσιμίχας έχει πεθάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ήταν θείος του Χάρη και του Πάνου. Ο Κατσιμίχας ήταν μπράβος, επίσης, του Καζαντζίδη και του Θωμά Μιχαηλίδη που είχε τα «Δειλινά». Οι μπράβοι, να πούμε, ήταν δύο ειδών τότε: Οι μαχαιροβγάλτες και οι προστάτες, αυτοί δηλαδή που σε προστάτευαν, αλλά δεν έκαναν κακό στον άλλον! 

Σαν συμβουλάτορες πιο πολύ.

Ακριβώς. Ο Καζαντζίδης ειδικά με τις τόσες ανασφάλειες του είχε ανάγκη από προστάτες – συμβουλάτορες. Δεν τα λέω τώρα όλα αυτά για να καλύψω κάποιον, η αλήθεια είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό μου και δεν θα ήθελα επ’ ουδενί λόγω τα νέα παιδιά ν’ ακούν πράγματα που θα είναι διαστρεβλωμένα. Όπως προσπαθώ να τους δείξω το πιάσιμο της νότας ή του δεξιού χεριού, έτσι είμαι και στα λεγόμενα μου! Τέλος πάντων, πάμε στον Πύργο και το πρώτο Σάββατο ανεβαίνει να χορέψει ένας γεράκος ευπατρίδης. Φωνάζει: «Γεια σου, Τζάρα, με το κλαρίνο σου» και σωριάζεται χάμω! Νεκρός! Σταματήσαμε, τον μάζεψαν κλπ. Μέχρι να το συνειδητοποιήσω εγώ ότι η πρώτη μου εμφάνιση συνοδεύτηκε με θάνατο, ήταν ένα απίστευτο σοκ! Οι τύποι που έκαναν τη διοργάνωση κι ενώ πηγαίναμε φουλ, πήραν ένα βράδυ όλες τις εισπράξεις και την κοπάνησαν! Τους είχα δει να κατεβαίνουν από τα παράθυρα με σεντόνια δεμένα και με τις βαλίτσες στα χέρια. Έφυγαν για Γερμανία…Μας αφήνουν εκεί, στο Κατάκολο Ηλείας, άφραγκους! Και μας φάγανε και τα κουνούπια! Τηλεφωνώ του πατέρα μου, το και το…«Έχεις λεφτά να γυρίσεις; Πάρ’τη βαλίτσα σου και το μπουζούκι σου και γύρνα πίσω με το λεωφορείο»! Όταν γύρισα και τον ρώτησα τι θα γίνει με τα λεφτά, μου εξήγησε πως σ’ αυτή τη δουλειά υπάρχουν άλλοι κώδικες. Εμένα, πάντως, λεφτά δεν έφτασαν στα χέρια μου. Τα πήραμε, πάντως, τα πήρε ο πατέρας μου και μ’ αυτά προφανώς μας τάισε, σιγά μη μου’δινε τόσες χιλιάδες δραχμές…

Πείτε μου μουσικούς που μπαινόβγαιναν στο σπίτι σας.

Άκουγα την παχιά πενιά του Μπέμπη από μικρός στο σπίτι μου. Παραδίπλα μας έμενε ο Ζαμπέτας, φιλαράκια με τον πατέρα μου. Πιο κάτω έμενε ο Στράτος Παγιουμτζής και η Φώτω, η κόρη του. Ο Μανώλης Αγγελόπουλος έμενε κοντά μας, δίπλα, Αγιά Βαρβάρα. Η Γιώτα Λύδια, η Καίτη Γκρέυ, ο Νίκος ο Γιουλάκης, ο «μικρός τσιγγάνος» ο Δημητρίου, πάρα – πάρα πολλοί! Κόλλησα με το μπουζούκι, παράτησα την κιθάρα και δεν την ξανάπιασα στα χέρια μου παρά μετά από 20 χρόνια, για να δω πως είναι.

Και στη δισκογραφία μπήκατε νωρίς, πάντως, ως σολίστ του μπουζουκιού.

Το ’63 είχα την τύχη να συνεργάζομαι στου «Κεφάλα» με Φούλη Δημητρίου, Μενιδιάτη, Κλουβάτο, Καλδάρα, Τάκη Σούκα, με τη Σεβάς Χανούμ – Παναγία μου, ονόματα! Τα λέω και τρελαίνομαι! Τελειώνει η σαιζόν ’63 – ’64 και στου Τζίμη του Χοντρού είναι ο Πάνος Γαβαλάς με μπουζούκια τον Ζαφειρίου και τον Λιόσση. Ο Λιόσσης τσακώνεται με τον Γαβαλά, οπότε ο Γαβαλάς λέει του πατέρα μου: «Στείλε μου, ρε συ, τον γιο σου. Με τον Ζαφειρίου θα κάνουν ωραίο ντουέτο». Θα έφευγα λοιπόν εγώ απ’ του «Κεφάλα» για να πάω με τον Γαβαλά και στη θέση μου θα πήγαινε ο Λιόσσης. Το ’64 – ’65 βρέθηκα να παίζω δίπλα στον Ζαφειρίου, έναν μύθο τότε της δισκογραφίας, που έπαιζε με Καζαντζίδη, μεταξύ άλλων. Αυτός με πήρε μαζί του στον Πατσιφά της ΛΥΡΑ και κολλήσαμε! Γίναμε ντουέτο και παίζαμε μέρα – νύχτα. Απ’ την Τριάνα του Χειλά βρεθήκαμε στα στούντιο του Φίνου, στη Χίου, παίζοντας σε όλες τις ταινίες με μουσικές του Πλέσσα, του Καπνίση, του Κατσαρού, του Θεοδοσιάδη κ.α. Ότι ακούτε δηλαδή μέχρι σήμερα σ’ αυτές τις ταινίες είναι Ζαφειρίου – Πολυκανδριώτης! Μοιραία, αφού είχα παίξει για τη ΛΥΡΑ, υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο ως μπουζουξής στη ΜΙΝΟΣ. Πρέπει να έγινε το ’66 – ’67 αυτό, λίγο πριν τη χούντα. Πιτσιρίκος ήμουν, δεν ήθελα να υπογράφω συμβόλαια, γιατί άκουγα πως «έδεναν» τους καλλιτέχνες, ωστόσο θα έλεγα ότι μου έκανε καλό. Και το λέω, διότι εσείς θα το ξέρετε, το επόμενο ντουέτο που έγινε από τη ΜΙΝΟΣ, ήταν Νικολόπουλος – Πολυκανδριώτης.

Ναι, το γνωρίζω. 

Εκεί με τον Χρήστο παίξαμε την άμμο της θάλασσας. Έχω και κάτι άλλο πολύ σημαντικό να σας πω: Το ’71 είμαι στην Αμερική και με παίρνει τηλέφωνο ο Μηλιόπουλος της Κολούμπια: «Θανασάκο, τώρα που θα έρθεις Ελλάδα, έλα κατευθείαν από τα γραφεία, σε θέλει ο ίδιος ο Λαμπρόπουλος». Τι είχε γίνει; Είχαν τσακωθεί ο Παπαδόπουλος με τον Καρνέζη, τα μπουζούκια του Θεοδωράκη, κι ήθελαν έναν άλλο μπουζουξή να «δέσει» με τον Παπαδόπουλο. Αυτοί μια ζωή τσακώνονταν κι όλο μαζί ήταν. Εμένα μου φάνηκε λίγο περίεργο, δεν ήθελα να μπω ανάμεσα σε δύο συνεργάτες που αυτοί ήξεραν γιατί τσακώθηκαν. Έπιασα τον Παπαδόπουλο: «Κύριε Κώστα, μου ζητήθηκε από την Κολούμπια να συνεργαστούμε»…«Ευχαρίστως, κανένα πρόβλημα» μου απάντησε…Τρίχορδος αυτός, τετράχορδος εγώ, παίξαμε μαζί Καλδάρα, Μούτση, Μαρκόπουλο – «Θεσσαλικό κύκλο», Θεοδωράκη, διάφορα και κολλάγαμε τόσο καλά που δεν μ’ άφηναν, μέχρι που με κάλεσε ο Μάτσας για παρατηρήσεις. «Ακούστε, κύριε Μάτσα» του είπα, «είναι μεγάλη ευκαιρία για μένα να παίξω με τον Παπαδόπουλο, δεν μπορώ να μην πάω». Ευελπιστούσα ότι θα έπαιζα και με τον Μίκη κάποια στιγμή.

Το μπουζούκι του Θανάση Πολυκανδριώτη στο θρυλικό «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» του Μάνου Λοΐζου από την ταινία «Ευδοκία» (1971) του Αλέξη Δαμιανού. 

Το κάνατε αυτό λίγο πιο μετά νομίζω.

Βέβαια. Έπαιξα ως σολίστας στις «Μπαλάντες» σε ποίηση Αναγνωστάκη, το ’75, με Πέτρο Πανδή και Μαργαρίτα Ζορμπαλά. 

Θέλω να πάμε στο «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» του Μάνου Λοΐζου. Ο δικός σας ήχος πρωταγωνιστεί σε ένα αριστούργημα της ελληνικής λαϊκής τέχνης.

Το 1970 με κάλεσε ο Μάνος στο υπόγειο στούντιο της Σταδίου. Θα κάναμε, μου είπε, τη μουσική για μία ταινία. Πήγα και μου έδειξε τις νότες με την κιθάρα του. Το έβγαλα το κομμάτι στο μπουζούκι, αλλά είχα πάρει μαζί μου λαούτο, μπαγλαμά και τζουρά, επίσης. Πρέπει εδώ να σας πω ότι τα όργανα αυτά εγώ τα εισήγαγα στη δισκογραφία όχι ως συνοδεία, αλλά ως σολιστικά όργανα. 

Σύμφωνα με μαρτυρία του Λευτέρη Παπαδόπουλου, στο «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» ακούστηκε και ο τζουράς του Μουφλουζέλη.

Ισχύει. Μου έφερε κάποια στιγμή ο Μάνος τον «βραχνό», έτσι έλεγαν τον τζουρά του Μουφλουζέλη, και μου λέει: «Θανασάκη, μ’ αυτό θα παίξεις το κομμάτι». Δεν το έβλεπα καλά το όργανο…Το παίρνω στα χέρια μου…Οι χορδές ήταν σκουριασμένες, επάνω στα κλειδιά, που ήταν σπασμένα, είχανε κολλήσει δεκάρες…Ο Μουφλουζέλης ο καημένος μπατίρης ήτανε…Το σκάφος ήταν ανοιγμένο, το ίδιο και το καπάκι. «Πως θα παίξω μ’ αυτό; Ούτε κούρδισμα δεν σηκώνει» είπα…Ο Μάνος με παρακάλεσε να παίξω οπωσδήποτε, γιατί είχε – έλεγε – ωραίο ήχο! Ακόμη τον έχει ο Λευτέρης στα χέρια του τον τζουρά του Μουφλουζέλη, μέχρι που τον πήρα και τον σουλούπωσα και τον έκανα όργανο εκπληκτικό! Στο συνέδριο, μάλιστα, που έκανα για το μπουζούκι, τον είχαμε τον τζουρά ως έκθεμα και τον φύλαγαν σεκιουριτάδες. Έρχεται ο Λευτέρης και μου κάνει: «Δεν πιστεύω να τον κλέψουν! Θα σε σκοτώσω»! Με χίλια ζόρια και ευτυχώς που τότε είχε βγει το οχτακάναλο, μπόρεσα κι έπαιξα. Γράφαμε τσούκου – τσούκου τις πενιές μία – μία, κανάλι – κανάλι. Τότε, για την ταινία, έπαιξα μόνος μου το κομμάτι και μπουζούκι και τζουρά. Λίγο μετά ήρθε η δισκογραφία και στο δίσκο «Νά’χαμε τι νά’χαμε» του Λοΐζου με τον Νταλάρα, ξαναπαίξαμε το κομμάτι μαζί με τον Χρήστο Νικολόπουλο. Το σόλο, όμως, στο τζουρά ήταν δικό μου. Με τον Λοΐζο συνεργάστηκα και στα «Τραγούδια της Χαρούλας» το ’79, αν και με τη Χαρούλα δούλεψα από το ’77 στα «24 τραγούδια» της. Η Χαρούλα είναι θεά για μένα! Στα επόμενα χρόνια την τοποθετούσα δίπλα στην άλλη θεά, τη Βιτάλη. Τελείως διαφορετικές φωνές, όμως. Το λέω πρώτη φορά δημόσια: Το απωθημένο μου είναι να γράψω με τη Χαρούλα! Δεν με ενδιαφέρουν όλοι οι άλλοι που έγραψα, με τη Χαρούλα το ήθελα πάρα πολύ! Κάποια στιγμή της έδωσα τρία τραγούδια μου για ένα δίσκο της με τον Μάκη Σεβίλογλου. Μου τηλεφώνησε: «Θανάση μου, αν και μου αρέσουν πάρα πολύ, δεν θα τα βάλω γιατί δεν κολλάνε με το υπόλοιπο υλικό». Το κατάλαβα, της είπα «Εντάξει, Χαρούλα μου κάνε ότι θες»…Με τη φωνή της Χαρούλας έχω κλάψει, έχει σηκωθεί το πετσί μου, ενώ κάποιοι άλλοι μου είναι εντελώς αδιάφοροι. Δεν θα πω ονόματα, γιατί δεν κάνει. 

Γιατί, πιστεύετε, προτιμούσαν εσάς ως σολίστ μπουζουξή, παρά το νεαρό της ηλικίας σας; Γιατί όλοι αυτοί οι «έντεχνοι» συνθέτες δεν έπαιρναν, π.χ., τον πατέρα σας που ήταν εν ενεργεία;

Θα μπορούσαν! Και τον Μουφλουζέλη, και τον Γενίτσαρη, και τον Δημόπουλο. Τον Καλφόπουλο…

Τον Γιάννη Καραμπεσίνη, που τον είχα γνωρίσει;

Ο Καραμπεσίνης ήταν σ’ άλλο στυλ, λίγο Χιώτης, λίγο φαντεζίστας, δεν θα έκανε…Υπήρχαν κι άλλοι παλιοί, όπως ο Καραπατάκης. Νομίζω πως είχε έρθει η αλλαγή με τους Παπαδόπουλο – Καρνέζη, μετά με τους Κατινάρη – Λιόσση και αργότερα ο Ζαφειρίου με τον Θανάση Πολυκανδριώτη που με «ξεπέταξε» στο χώρο. Ε, όταν μπλέξαμε με τον Χρήστο στις ηχογραφήσεις, ο δρόμος άνοιξε για τα καλά!

Ας την κάνω αλλιώς την ερώτηση: Τι είχατε, πιστεύετε, και σας επέλεξε ο Μάνος Χατζιδάκις απ’ το ’72 και μετά που γύρισε από την Αμερική;

Με τον Χατζιδάκι άλλαξε ουσιαστικά ο ήχος μου. Εμένα ο ήχος μου προέκυψε μέσα από τον «Σκληρό Απρίλη του ’45» του Μάνου Χατζιδάκι! Δεν ξέρω τι είχα, ξέρω μόνο ότι έπρεπε να περάσουν 20 χρόνια από το δίσκο αυτό για να καταλάβω ότι κάτι συνέβαινε με το μπουζούκι μου. Με φώναζαν μόνο μου ίσαμε τότε κι έπαιζα για διαφορετικές εταιρείες κλασικά λαϊκά κομμάτια. Θυμηθείτε το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» του Πλέσσα με τον Στράτο! 

Σωστά, εσείς παίζετε μπουζούκι και σ’ αυτό το θρυλικό ζεϊμπέκικο!

Το τραγούδι γράφτηκε επί τόπου, στο στούντιο. Ο Μίμης είχε μπροστά του το στίχο του Λευτέρη και μας λέει: «Παιδιά, θα παίξουμε ένα ζεϊμπέκικο βαρύ κι ασήκωτο, γιατί ο Κούρκουλος την ώρα εκείνη βάζει φωτιά στα υπάρχοντά του και τα καίει»! Μας έβαζαν και βλέπαμε τις σκηνές κι εγώ να’χω τρελαθεί γιατί ο Κούρκουλος ήταν το ίνδαλμα μου κι αργότερα αποκτήσαμε στενή σχέση με τον ίδιο και με τη Μελίτα, τη γυναίκα του. Μαγεύτηκα! «Αν σου ζητούσα να παίξεις έναν δρόμο για ένα βαρύ λαϊκό, ποιος θα ήταν αυτός;» με ρωτάει ο Πλέσσας. «Σαμπάχ» του απαντάω, «επειδή μου αρέσει πολύ»…«Για παίξε»…Και του κάνω αυτό! (σ.σ. πιάνει το μπουζούκι του και αυτοσχεδιάζει πάνω στην εισαγωγή του «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου») 

Με λίγα λόγια σαν να είχατε τη βασική ιδέα του τραγουδιού.

Ξεκίνησα απλά μια εισαγωγή, που μου ζητήθηκε. Ο Πλέσσας μου άλλαξε το «λα μινόρε» και μου λέει: «Ξαναπαίξε». Στη δεύτερη βαθμίδα έγινε χιτζάζ, πράγματα που δεν τα ήξερε ο Μίμης. Το’χε στο μυαλό του, όμως, το κομμάτι σίγουρα και έγινε ότι έγινε! 

Ο «Καθρέφτης» του Μάνου Χατζιδάκι με τη «συνομιλία» των δύο μπουζουκιών του Θανάση Πολυκανδριώτη. Ηχογραφήθηκε το 1972 για έναν τουριστικό δίσκο με οργανικά ρεμπέτικα, που επανακυκλοφόρησε το ’74 με τίτλο «Ο σκληρός Απρίλης του ’45». 

Μιλήστε μου για τη γνωριμία σας με τον Μάνο Χατζιδάκι.

Υπήρχε ένας παραγωγός που λεγόταν Σπύρος Ράλλης. Όταν με ρώτησε «Θανάση, θες να παίξεις με τον Χατζιδάκι;», θεώρησα ότι με δουλεύει και πάει να με βάλει σε κάνα λούκι. Γινόντουσαν αυτά τότε…Το καλό με τον Ράλλη είναι ότι ερχόταν πάντα με μια samsonite και μέσα κει είχε λεφτά. Μας πλήρωνε επί τόπου για οποιαδήποτε εταιρεία κι αν γράφαμε. Έτσι, τον είχε φωνάξει ο Μάτσας και του είπε: «Κοίταξε, θέλω έναν τουριστικό δίσκο με τον Μάνο. Μίλα μαζί του γιατί θα πληρωθεί κι αυτός, θα πληρωθούν κι όλοι οι μουσικοί». Τέλος πάντων, όταν μου ζήτησε να παίξω με τον Χατζιδάκι, δεν υπήρχε περίπτωση να έλεγα όχι. Μου εξήγησε πως το project ήταν ένας ορχηστρικός δίσκος με ρεμπέτικα. «Το φαΐ μου» είπα εγώ, που ετοίμαζα το τρίχορδο μου. Το είπα στον πατέρα μου και τρελάθηκε, γιατί τον εκτιμούσε πάρα πολύ τον Χατζιδάκι.

Ήταν ταπεινοί οι παλιότεροι;

Όχι όλοι! Ορισμένοι έλεγαν «Τι μεγάλοι ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις», αλλά μόλις γύριζαν την πλάτη, κάνανε «Ξέρεις τι κουφάλα ειν’ αυτός;»…Με παίρνει ο Ράλλης και πάμε στο σπίτι του Χατζιδάκι στη Ρηγίλλης, λίγα μέτρα πιο πέρα από δω που είμαστε. Γνωρίζομαι με τον Μάνο! Ήταν μεσ’ στην ευγένεια, αλλά είχε και τη σοβαρότητα του άντρα, του μάγκα, που δεν χωράει δεύτερη κουβέντα. Ευγενής, μα και πολύ σοβαρός, παρότι μας είχε υποδεχτεί με τη ρόμπα του. «Μαέστρο, τι θα κάνουμε;» του λέω και μου δίνει κάτι μικρές μαγνητοταινίες, καρούλια, που είχε από’να κομμάτι η καθεμία μέσα. Καμιά δεκαριά μου έδωσε με τις πρώτες εκτελέσεις των κομματιών που θα παίζαμε. Ήταν μια σύνθεση του Πρόδρομου Τσαουσάκη, θυμάμαι, που δεν υπήρχε στη δισκογραφία, παιγμένο με ένα πιάνο και μια κιθάρα. Έψαχνα εγώ μετά να βρω το κομμάτι για να το βγάλω και δεν τό’βρισκα. Να πω ότι τον καιρό εκείνο μόλις είχαμε γυρίσει και οι δύο από την Αμερική, αλλά καμία σχέση: Ο Χατζιδάκις ήταν στο Χόλιγουντ και τη Νέα Υόρκη, εγώ ήμουν στην Αστόρια με τη Μοσχολιού. Πήρα όλα τα κομμάτια, λοιπόν, τα μαθαίνω και πάω στο στούντιο τελείως βλάκας. «Πείτε μου τι να παίξω, σας παρακαλώ» ήταν η πρώτη μου κουβέντα. «Ότι θέλεις, Θανάση μου, την ψυχούλα σου» ήταν τα μόνα λόγια του Μάνου. Εκεί μέσα, στο μεταξύ, να’ναι ο Ροδουσάκης, η Κρίθαρη, οι Λαβραναίοι, ο ίδιος ο Χατζιδάκις στο πιάνο με σκιτσαρισμένες σε οδηγούς τις συγχορδίες. Εγώ τι νά’παιζα; Ερχόταν η σειρά μου και δεν ήξερα τι να παίξω…«Γιατί δεν παίζεις;» ρώταγε ο Μάνος…«Δεν ξέρω»…«Ότι θες παίξε, αγόρι μου, το καταλαβαίνεις; Την ψυχούλα σου βγάλε»…Λέω σε κάποια στιγμή «Α, έτσι είσαι;» και πλακώνομαι να παίζω τα δικά μου, τόσο πολύ, που άρχισαν να μου λένε «Εϊ, σταμάτα, τώρα θα μπει το μαντολίνο» ή «εδώ μπαίνει η κιθάρα» (γέλια). Αυτός ήταν ο Μάνος! Το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» το παίζαμε μαζί, εκείνος στο τσέμπαλο κι εγώ στο μπουζούκι, τέτοια πράγματα κάναμε. Γράφουμε τα έντεκα κομμάτια και μου εξηγεί πως βάσει της συμφωνίας, εκκρεμεί ακόμη ένα κομμάτι. Μου ζητάει να παίξω ένα ταξίμι και του λέω πως είμαι μινοράκιας, αλλά δε με χαλάει και το ματζόρε.Καταλήγουμε στο μινόρε. Κάθεται ο Μάνος, σημειώνει τα μέτρα και μου υποδεικνύει να πάω πάνω στο κοντρόλ χωρίς να μ’ αφήσει ν’ ακούσω τίποτα. Το γράφουμε, τ’ ακούμε, με ρωτάει «Σ’ αρέσει;»… «Καταπληκτικό»… «Μπες μέσα και παίξε»…Έτρεμα ολόκληρος! Το γράφω μια φορά, «έλα έξω» μου κάνει. «Άλλη μια φορά»…«Όχι, έλα έξω» με προστάζει. Το ακούω, αλλά έχω τις επιφυλάξεις μου, γιατί η «λα» η χορδή μου κάπου ήταν ξεκούρδιστη. Τον παρακαλάω να παίξω άλλη μια φορά, είχαμε γίνει πια φιλαράκια και του μίλαγα στον ενικό. Με τα πολλά, μ’ αφήνει. Ο ηχολήπτης στο μεταξύ ο Γιαννακόπουλος δεν είχε προλάβει να απομονώσει το μπουζούκι και την ώρα που έπαιζα, άκουγα απ’ τό’να αυτί την προηγούμενη ηχογράφηση μου. Πήγαινα να παίξω μια συγχορδία και άκουγα την άλλη χωρίς να μπορώ να πατήσω απάνω. Βγαίνω έξω, τους λέω «Μου’χατε ανοιχτό και τ’ άλλο κανάλι, δεν είμαι ικανοποιημένος»! Τίποτα ο Μάνος! Μου λέει «Έλα πάνω τώρα», τους βγάζει όλους έξω και μένουμε οι δυο μας. Αυτός, την ώρα που έπαιζα εγώ, παρακολουθούσε το volume, όπου το ένα μπουζούκι δεν «κοντραριζόταν» με το άλλο! Ακούμε, τους φωνάζει πάλι όλους μέσα και τους ανακοινώνει: «Αυτός είναι ο ”Καθρέφτης” του Θανάση»! 

Μεγάλη τιμή, έτσι;

Μην το συζητάτε! Τρελάθηκα, αν και ως τελειομανής, κατά βάθος δεν ήμουν ευχαριστημένος. Όταν όμως σου λέει ο Χατζιδάκις «Αυτό το κομμάτι είναι του Θανάση», είναι δικό σου, τι να’λεγα άλλο; Ο δίσκος κυκλοφόρησε από τον ΕΟΤ. Το ’73 ήμουν στη Ρώμη και μέχρι τότε είχα μόνο μια μαγνητοταινία με το έργο, που δεν μπορούσα ούτε να την ακούσω, ούτε να την αντιγράψω φυσικά. Πήγα και ζήτησα τον «καινούργιο ορχηστρικό δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι»…«Ναι, βέβαια, εσύ ποιος είστε;»…«Ειμ’ αυτός που παίζω μπουζούκι μέσα»…Είδαν και το όνομα μου γραμμένο απάνω, οπότε μου έδωσαν δύο δίσκους: Ένα για μένα και ένα για τον Μάνο, που του τον πήγα. Από τότε τον έχω αυτόν το δίσκο! Το ’74 ο Μάτσας ξανάβγαλε επίσημα το δίσκο ως ο γνωστός «Σκληρός Απρίλης του ’45» με άλλο εξώφυλλο και με το κείμενο του Κώστα Ταχτσή στο οπισθόφυλλο. 

Συνεχίσατε, όμως, συνεργασία με τον Χατζιδάκι, κάτι ενδεικτικό της εκτίμησης που σας είχε. Παίξατε και στην «Αθανασία» το ’75 με Μητσιά – Γαλάνη.

Πριν την «Αθανασία», πίστευα πως θα με καλέσει στα «Πέριξ» που έκανε με τη Βούλα Σαββίδη. Τρελαινόμουν που θα έκανε δίσκο με ρεμπέτικα τραγούδια, μόνο που τελικά σ’ αυτή τη δουλειά αντικατέστησε το μπουζούκι με μαντολίνο. Με κάλεσε, όμως, στο στούντιο Polysound για να παίξω ένα θέμα για μια ταινία του Μαξιμίλιαν Σελ, τον «Οδοιπόρο».

Ο «Χορός του μεσημεριού» του Μάνου Χατζιδάκι με τον Θανάση Πολυκανδριώτη στο μπουζούκι. Το κομμάτι ηχογραφήθηκε το 1974 για την ταινία «The Pedestrian (Ο Οδοιπόρος)» του Μαξιμίλιαν Σελ. Το 1977 εντάχθηκε ως «γέφυρα» στα δύο έργα που αποτέλεσαν το υλικό του άλμπουμ «Οι γειτονιές του φεγγαριού» με τη Φλέρυ Νταντωνάκη και «Χωρίον ο Πόθος» με τον Ευτύχιο Χατζηττοφή. 

Μάλιστα. Αναφέρεστε στον περίφημο «Χορό του μεσημεριού».

Ακριβώς! Έχω μάλιστα αυτόγραφο υπογραμμένο από τον Μαξιμίλιαν Σελ με την ημερομηνία απάνω – τέλη του ’74 πρέπει να ήταν. Το κομμάτι αυτό μπήκε στην ταινία και δεν δισκογραφήθηκε ποτέ.

Πως δεν δισκογραφήθηκε; Μπήκε το ’77 στις «Γειτονιές του φεγγαριού» με τη Φλέρυ Νταντωνάκη και το «Χωρίον ο Πόθος» με τον Ευτύχιο Χατζηττοφή. Μα καλά, δεν το ξέρετε;

Όχι…Πως τον είπατε τον τίτλο; (σ.σ. παίρνει χαρτί και στυλό και σημειώνει) Δεν το πιστεύω! Το κομμάτι αυτό το παίζω τώρα στις «Ρίζες», που δεν τό’χα ξαναπαίξει από τότε, και λέω στον κόσμο την ιστορία του. Τώρα θα λέω ότι από σας ανακάλυψα πως υπάρχει και σε δίσκο.

Είναι λογικό λίγο να μην το ξέρετε. Το σάουντρακ του «Οδοιπόρου» ποτέ δεν βγήκε ολόκληρο και ο Χατζιδάκις κράτησε την ηχογράφηση σας για έναν δίσκο με τραγούδια κάποια χρόνια μετά.

Δεν το ήξερα, το ομολογώ, αν και έχω τη δισκογραφία ολόκληρη του Χατζιδάκι! Κοίτα να δεις…Μετά απ’ αυτό με κάλεσε στην «Αθανασία», όπου συνέβη το εξής «κουφό»: Είμαστε μόνοι μας στο στούντιο, αυτός στο πιάνο, εγώ δίπλα του και με ρωτάει: «Θανάση, ξέρεις τσάμικο;»…«Πως δεν ξέρω, μαέστρο μου! Στα πανηγύρια τσάμικα παίζαμε»…«Ποιο απ’ όλα ξέρεις;»…Του είπα κάνα δυο, «Όχι αυτά» μου κάνει και μου ζητάει να παίξω κάτι εκείνη τη στιγμή. Παίζω, αλλάζει κάτι στο πιάνο κι έτσι γεννήθηκε ο «Τσάμικος» με τους στίχους του Γκάτσου, που απ’ όσο γνωρίζω, την ιδέα του τραγουδιού την είχε συλλάβει την ίδια μέρα στο στούντιο. Θυμάμαι ακόμη τις παραστάσεις του στο «Πολύτροπον» στην Πλάκα που πήγαινα και τον άκουγα. Έπαιρνα και το μπουζούκι μαζί μου, γιατί μετά θα πήγαινα για δουλειά, αλλά ήμουν έτοιμος μήπως μου ζητήσει να ανέβω να παίξω κι εγώ. Δεν συνεργαστήκαμε ποτέ στο πάλκο…Την ίδια ακριβώς περίοδο είχα γνωρίσει και τη Φλέρυ Νταντωνάκη στη ΛΥΡΑ, αφότου είχαν γράψει τον «Μεγάλο Ερωτικό». Η οντότητα του Μάνου μας ακολουθεί μέχρι σήμερα κι εγώ δηλώνω χατζιδακικός παρά θεοδωρακικός. Τον Μίκη τον θαυμάζω απεριόριστα, αλλά είμαι χατζιδακικός, τι να κάνουμε; Ορισμένα τραγούδια μου απ’ αυτόν έχουν πάρει κάτι, για του «Φεγγαριού την αγκαλιά» όλοι μου λέγανε πως ήταν χατζιδακικό. 

Και φτάνουμε στα 1979 που παίζετε το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» του Διονύση Σαββόπουλου.

Πάλι στην Πλάκα! «Ρήγας», 1979 με Πουλικάκο μαζί. Ο Διονύσης με έλεγε «Κύριε Πολυκανδριώτη», που ήμουν και μικρότερος του. «Χριστιανέ μου, Θανάση με λένε» του έκανα εγώ…Ήταν τόσο μεσ’ στην ευγένεια, που έλεγα κάτι δεν πάει καλά. Μου ζήτησε τελικά να εμφανιστώ μαζί του στον «Ρήγα» παίζοντας τα τραγούδια από την «Εκδίκηση της γυφτιάς» των Ρασούλη – Ξυδάκη που τους είχε κάνει την παραγωγή. Τα άκουσα, αλλά μου φάνηκαν κάπως αλλοπρόσαλλα τα κομμάτια, γιατί δεν τα είχαν παίξει άνθρωποι της δισκογραφίας. Τα πήρα στα χέρια μου, τα έφτιαξα και τα τραγουδούσαν στον «Ρήγα» η Άλκηστις Πρωτοψάλτη και ο Δημήτρης Κοντογιάννης. Ονειρεμένο πρόγραμμα! Έφευγα στις 12 και τέταρτο, γιατί στη μία εμφανιζόμουν με τον Πάριο στη «Φαντασία». Κάποια στιγμή που με ρώτησαν τι ένιωθα όταν έφευγα για να πάω εκεί, απάντησα ότι δεν γούσταρα! Εντάξει, παιδί της νύχτας είμαι κι εκεί είναι τα βιώματα μου, αλλά αυτή η ευγένεια και ο κύκλος των διανοουμένων που γνώρισα στον Σαββόπουλο, με έβαλαν σ’ ένα ονειρικό κλίμα. Ίσαμε τότε άκουγα «διανοούμενος» κι έλεγα τι ειν’ αυτός τώρα, ξεχωρίζει τον εαυτό του απ’ τους άλλους; Αφού όλοι θαμώνες είναι! Σημειωτέον, εγώ έπαιζα και στον «Λαϊκό τραγουδιστή» του Σαββόπουλου με τον Μενιδιάτη από το «Happy Day» του Βούλγαρη, μετά τον «Ρήγα» όμως με κάλεσε να παίξω και στο δίσκο με τα τραγούδια της «Ρεζέρβας». Γίναμε πάρα πολύ φίλοι με τον Διονύση, ζούσε κι η γυναίκα μου ακόμη, πηγαίναμε στο σπίτι του στο Ψυχικό, βγαίναμε με την Άσπα, τη γυναίκα του, είχαμε εν ολίγοις κοινή ζωή. 

Συμφώνως, λοιπόν, με κάτι που είπατε πριν, παράλληλα μ’ όλα αυτά δουλεύατε και στη νύχτα, στις λεγόμενες πίστες. Μπορεί να μην κάνατε κέφι, αλλά δεν σημαίνει πως δεν εκτιμούσατε κι αυτούς σας τους συνεργάτες.

Το κεφάλαιο Πάριος για μένα είναι τεράστιο! Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε το 1968 στο Μεσολόγγι, φαντάροι, μαζί και με τον Βασίλη Τσιβιλίκα. Κάναμε παρεούλα. Με πιάνει μια μέρα ο διοικητής: «Σου έχω δώσει μια μεγάλη αίθουσα να κάνεις πρόβες. Πάρε μαζί κι αυτόν τον Βαρθακούρη να λέει κάνα τραγούδι». Δεν τον ήξερα, γιατί ο Γιάννης δεν είχε έρθει ποτέ να πει ότι έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. «Ντρέπεται» μου κάνει ο διοικητής, «ήρθε σε μένα και μου το είπε»! Τον φώναξα, λοιπόν, τον ρώτησα τι τραγουδούσε, μου απάντησε τα «Γκρεμισμένα σπίτια» του Μαρκόπουλου με τον Χατζή. Όταν άρχισε να μου τραγουδάει, του είπα κατευθείαν: «Κάτσε εδώ κοντά μου, θα κάνουμε κάποιες πρώτες συναυλίες μεσ’ στο ΚΨΜ με λαϊκό, μοντέρνο και έντεχνο» – το έντεχνο ακόμη δεν κυκλοφορούσε σαν όρος! Βγάλαμε μαζί πρόγραμμα στα λαϊκά, μάλιστα μίλησα του λοχαγού και τον πήραμε στο δικό μου λόχο να κοιμάται μαζί μου στην κουκέτα, εγώ από πάνω κι αυτός από κάτω ή το αντίστροφο. Γίναμε τα καλύτερα φιλαράκια! Αργότερα, παντρευτήκαμε ταυτόχρονα, γέννησαν οι γυναίκες μας ταυτόχρονα, οικογένεια ήμασταν! Συχνά οι γυναίκες μας, όποτε θέλαμε να βγούμε, κρατούσε η μία τα παιδιά της άλλης. 

Δεν φαντάζομαι να έχετε παίξει σε ολόκληρη τη δισκογραφία του Πάριου. Είναι τεράστια.

Όχι, κάπου σταματήσαμε γύρω στο ’85 από επιλογή δική του ή δική μου. Είχε αλλάξει κάπως το ρεπερτόριο του κι εγώ ήμουν αλλού πια. Είχαν ξεκινήσει οι σκέψεις μου για να έκανα κάτι διαφορετικό. Πήγαινα στη Βουδαπέστη, ερχόμουν, ξανάφευγα για Σόφια, είχα μπει στον αγώνα για να διεθνοποιήσω το μπουζούκι. 

Γνωρίζω πως σας εκτιμούσε πολύ και ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Με τον Στέλιο δεν είχα δουλέψει στη νύχτα, απλώς γύρω στο ’67 – ’68, μπορεί και το ’70, κάναμε πρόβες για να δώσουμε είκοσι παραστάσεις στο Λονδίνο. Ήμασταν στις πρόβες ο Κώστογλου κιθάρα, ο Πετρίδης μπάσο, ο Κυριαζής κρουστά κι εγώ μπουζούκι. Καθόταν ο Στέλιος πάνω στον ενισχυτή Fender, εμείς παίζαμε ηλεκτρικά, αλλά αυτός τραγουδούσε και μας σκέπαζε όλους! «Παναγία μου» λέγαμε, «από που βγαίνει αυτή η φωνή;» Τελικά, οι πρόβες έγιναν, μα δεν πήγαμε ποτέ μαζί στο Λονδίνο. Τα’χε αυτά ο Καζαντζίδης, ήταν απρόβλεπτος. Αργότερα, με πήγε ο πατέρας μου απ’ το σπίτι του στην Κυψέλη, που έμενε με την κυρα – Γεθσημανή, και γνωριστήκαμε καλύτερα. Του είπα πόσο τον θαυμάζω και πόσο θα ήθελα να πει τραγούδια μου, αλλά δεν τραγουδούσε τότε. Όταν ξαναμπήκε στη δισκογραφία, γνωρίστηκα με τον Μπασιάκο, τον κατοπινό σύζυγο της Αλεξίου. Αυτός έμενε στο σπίτι του Στέλιου στην Ελευσίνα μαζί με τον κουμπάρο του, τον Τζανιδάκη. Μέσω του Μπασιάκου και του Τζανιδάκη, ξαναβρέθηκα με τον Στέλιο, βγαίναμε στις ταβέρνες, παρεούλα – κρασάκι, άρχισα να του παίζω τραγούδια μου, αλλά και πάλι ήταν αρνητικός. Κάποια στιγμή ακούει το «Ζηλεύω τα πουλιά. «Καταπληκτικό, θα το τραγουδήσω» μου λέει κι εγώ έκανα το σταυρό μου! Όποτε βρισκόμασταν, έπιανε την κιθάρα και το τραγουδούσε, αλλά μόνο το ρεφραίν! Του έλεγα:

– Στέλιο, έχει και κουπλέ.

– Θα μου αλλάξετε κουπλέ για να το τραγουδήσω.

– Μα γιατί; Είναι τόσο καλό!

– Τι θα πει ο στίχος «Δραπετεύω απ’ τα βρώμικα παιχνίδια;» Τι θα πει ο κόσμος, ότι ο Καζαντζίδης είναι στο καζίνο και παίζει τα λεφτά του; 

Του εξηγούσαμε ότι τα «βρώμικα παιχνίδια» είναι της ζωής, όχι του καζίνου. Δεν μπορούσε να το τραγουδήσει! Του το αλλάξαμε και το τραγούδησε, έγινε επιτυχία, εγώ όμως τώρα στο μαγαζί το τραγουδώ με τον πρωτότυπο στίχο (σ.σ. πιάνει το μπουζούκι και τραγουδάει μια στροφή του τραγουδιού). Μετά ο Στέλιος άκουσε το «Αν ρωτάς, θα σου πω» και μαγεύτηκε. Οι στίχοι ήταν του Μάνου Ελευθερίου και μιλούσαν για τακτικές καταθέσεις και πράγματα μάλλον δυσνόητα. Δεν ξέρω αν ο Στέλιος μπήκε μέσα ή δεν μπήκε στους στίχους του Ελευθερίου, πάντως το τραγούδησε. Μπορεί απλά να του άρεσε, τι να σας πω…

Μεγάλο δώρο η φωνή του Καζαντζίδη στα τραγούδια σας, έτσι δεν είναι;

Ήτανε δώρο, γιατί εμένα ήτανε και λίγο απωθημένο μου. Είχα γράψει με όλους, τους περισσότερους. Άκουγα Καζαντζίδη κι έλεγα: «Παναγία μου, μισό τραγούδι να μου τραγουδήσει μόνο»! 

Θέλω να μου πείτε διαφορές μεταξύ Πάριου, Καζαντζίδη και Διονυσίου, όπως τους ζήσατε.

Τα άκρα αντίθετα! Ο Στράτος δεν είχε καμία σχέση με τον Στέλιο και καμία με τον Πάριο. Ο Πάριος είναι ο γλυκός ερωτικός τραγουδιστής που για της γυναίκας την καρδιά λιώνει και πεθαίνει και τα δίνει όλα. Ο Στέλιος είναι το μεγάλο παιδί, ο μεγάλος μικρός που λειτουργεί με πάθη και με ένστικτα μεγάλου. Ο Στράτος είναι ο μάγκας ο γνήσιος, μία κουβέντα και τελείωσε! Αν δεν του άρεσε ένας στίχος, δεν τραγουδούσε, όπως έκανε και ο Στέλιος άλλωστε. Ιδιαιτερότητες, που εγώ θα τις έλεγα και στάση ζωής παντού: Στην πίστα, στις σχέσεις τους με τις γυναίκες, στη δουλειά, ακόμη και στη διαπαιδαγώγηση του κοινού τους.

Με τον Χρήστο Νικολόπουλο αισθανθήκατε ποτέ ανταγωνισμό; Για ένα φεγγάρι, όπως είπαμε πριν, αποτελούσατε ένα εξαίρετο δίδυμο σολίστ του μπουζουκιού.

Ο Χρήστος, κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος μου, δούλευε πιο πολύ στις συναυλίες παρά στα κέντρα. Εγώ πάλι ήμουν στη νύχτα κάθε βράδυ. Κι οι δυο ξενυχτούσαμε, αλλά εγώ παραπάνω. Δουλεύαμε συνέχεια. Πηγαίναμε, θυμάμαι, στην Κολούμπια και λέγαμε:

– Χρήστο, πως κοιμήθηκες;

– Άσε, δεν έχω κλείσει μάτι, μόνο δυο ώρες…

– Καλά, εγώ κοιμήθηκα λίγο παραπάνω, οπότε παίρνω τις δεύτερες. Πάρε εσύ τις πρώτες…

Δηλαδή, όποιος ήταν πιο ξεκούραστος, έπαιρνε τις δεύτερες, που είναι δύσκολες. Ήμασταν αγαπημένοι, πάρα πολύ! Ο Χρήστος έκανε μαθήματα στον πατέρα μου, τον Θόδωρο, και τον έβλεπα τότε χωρίς να φανταζόμουν ότι θα ήμασταν κάποτε δίπλα – δίπλα και θα παίζαμε. Βέβαια, πουθενά και ποτέ δεν είπε ο Χρήστος ότι έκανε μαθήματα για ένα φεγγάρι με τον Θόδωρο Πολυκανδριώτη. Μέχρι σήμερα είμαστε αγαπημένοι και δεν έχουμε ανταλλάξει ποτέ λόγια, ενόσω πολλοί θα ήθελαν να μας δουν να τσακωνόμαστε. Οι δυο μας κρατάμε τα σκήπτρα και την πενιά του λαϊκού τραγουδιού, όπως τη βιώσαμε. Ε, δεν κάναμε τη χάρη σε κανέναν, δεν «σκοτωθήκαμε» ποτέ! Κάποια στιγμή μου τηλεφώνησε η Σοφία Βόσσου:

– Ρε συ, ο Χρήστος είναι έξαλλος μαζί σου!

– Γιατί;

– Κάτι είπες γι’ αυτόν!

– Εγώ; Τι είπα; Πας καλά, μωρέ, τι να πω εγώ για τον Χρήστο;

Τέλος πάντων, τηλεφωνώ κατευθείαν του ίδιου: «Ρε Τάκη, συμβαίνει κάτι;» Μου λέει: «Να, κάποιος μου είπε» και σού’πα- μού’πες κλπ. Επειδή μέναμε και κοντά, πήγα απ’ το σπίτι του. «Βρε Χρήστο» του εξήγησα, «ποτέ δεν θα έλεγα κάτι για σένα, όπως κι εσύ»! «Έχεις δίκιο, μάλλον κάποιοι θέλουν να μας βάλουν να τσακωθούμε»! Μετά κάναμε πλάκα. Έχουμε άριστη σχέση, μέχρι σήμερα τηλεφωνιόμαστε και κάνουμε πλάκα. 

Πιστεύετε πως το να παίζετε για τους άλλους, στις δουλειές τους εννοώ, ενδεχομένως να σας άφησε πίσω από συνθετικής άποψης;

Ναι, αλλά σε συνδυασμό με την τρέλα που’χαμε με τον Πάριο να γράφουμε από τις 10 το πρωί. Γράφαμε τα τραγούδια, τα πηγαίναμε στον Μάτσα και γινόταν συμβούλιο. Λέγαμε: «Αυτό πάει στον Βοσκόπουλο, αυτό στη Διαμάντη» κ.ο.κ. Ίσως κι αυτό να φταίει, αφού μέχρι το ’80 δεν είχα κάνει δίσκο δικό μου. Έδινα σουξέ, σαν το «Και λέγε – λέγε» στον Διονυσίου, αλλά δεν έπαιρνα φυσικά τόσα λεφτά, όσα οι άλλοι, που είχαν οχτώ και δέκα κομμάτια τους σ’ ένα δίσκο. Έτσι, πράγματι, έμεινε πίσω η συνθετική μου ιδιότητα, εξαιρουμένου του Πάριου, ώσπου σιγά – σιγά έγραψα και για άλλους.

Το τα «Πήρες όλα» με τον Διονυσίου ήταν ένα καθαρόαιμο τραγούδι πίστας. Δεν βλέπατε ότι εκεί που το «πηγαίνατε», μένατε κάπως έξω απ’ το κλίμα του Λοΐζου, του Χατζιδάκι και των άλλων που δουλέψατε μαζί τους;

Κι όμως, η ιστορία του τραγουδιού αυτού είναι τελείως έντεχνη, άλλη κατάσταση, εξ ου και ο Στράτος δεν ήθελε να το τραγουδήσει. Είμαι στο Βανκούβερ μετά την τελευταία συναυλία που δώσαμε με τον Πάριο και τη Γαλάνη στο Μπέρκλεϊ στο Σαν Φρανσίσκο. Έχω πάθει μια εργασιακή κράμπα στο χέρι και μου είπαν για τον πιο κατάλληλο γιατρό στον Καναδά, στο Βανκούβερ. Με εξετάζει ο γιατρός και μου συστήνει να σταματήσω κάθε δραστηριότητα με το χέρι για τριάμισι μήνες, αλλιώς θα το έχανα! Τηλεφωνώ της γυναίκας μου: «Πάρε τα κορίτσια κι ελάτε εδώ». Ήταν καλοκαίρι, ήρθαν εκεί και περάσαμε τριάμισι μήνες στο Βανκούβερ! Μια μέρα έπιασα το μπουζούκι, όχι για να παίξω, απλά για να το αγγίξω, να το ζεστάνω και εκεί, επί τόπου, γράφω 13 τραγούδια. Το πρώτο ήταν με στίχο του Γιάννη Πάριου που μου’χε δώσει μες το αεροπλάνο και το προόριζα για κάτι διαφορετικό. Φωνάζω έναν κουμπάρο μου με έναν κιθαρίστα και τους λέω: «Μάγκες, ελάτε να το παίξουμε αυτό, γιατί μου μυρίζει επιτυχία». Το παίζουμε και ο συχωρεμένος ο πεθερός μου το πήγε από το γραφείο του Μάτσα. Ήταν μέσα ο Πάριος, η Διαμάντη, ο Στράτος, ο Βοσκόπουλος…Εγώ ήμουν ακόμα στον Καναδά! Έρχομαι στην Ελλάδα και μπαίνουμε στούντιο με τον Πάριο. Θα το τραγουδούσε σαν οδηγός για τη φωνή του Στράτου. Το είπε ερωτικά ο Γιάννης, δεν είχε γραφτεί κανονικά και η ορχήστρα, το ακούει ο Στράτος και κάνει: «Με τίποτα! Γράφτε μου, ρε, κανά ζεμπεκάκι, τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;» Τότε μπήκε ο Μάτσας στη μέση και του είπε: «Στράτο, μην τη χάσεις τέτοια επιτυχία». Πείστηκε, το είπε και, πράγματι, έγινε μια απ’ τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Πάντως η σύνθεση είναι ένα κεφάλαιο που με πονάει και καλώς το συζητάμε τώρα, σαν να επαναπροσδιορίζομαι. 

Ο Νικολόπουλος, ας πούμε, ναι μεν είναι ένας σολίστ του μπουζουκιού, έχει όμως και πλούσιο συνθετικό έργο, γράφοντας μέχρι σήμερα για παλιότερες και νέες καλές φωνές.

Κοιτάξτε, ήμουν και μια οντότητα, ένας άνθρωπος που δεν πήγα να το προσπαθήσω, να το πολεμήσω ως συνθέτης. Ο Χρήστος έκανε ολόκληρους δίσκους, τεράστιους. Δεν ήθελα να χτυπάω πόρτες εγώ, αλλά όταν το ’84 έκανα τον πρώτο μου μεγάλο δίσκο για τη φωνή της Στανίση έγινε χαμός, πούλησε τρελά. 

Πήγατε βέβαια προς το τραγούδι της πίστας, μ’ αυτό ασχοληθήκατε αποκλειστικά.

Με πήγε…Δεν πήγα εγώ…Έπρεπε να ζήσουμε, είχα και μια οικογένεια. Τότε βγαίνανε λεφτά. Τη γυναίκα μου, τη Σμαράγδα, την έχασα πριν δυόμισι χρόνια. Ήμασταν μια ζωή μαζί, 47 χρόνια…Η ζωή, όμως, έχει ένα τρόπο να σου λέει: «Εδώ είμαι, δεν τελείωσα». Είναι ένας δρόμος ανοιχτός μέχρι να κλείσεις τα μάτια σου και πάνω του μπορείς να βρεις κι άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, στη μουσική και στην προσωπική σου ζωή. Δεν έχεις δικαίωμα να πεις κατεβάζω ρολά και φεύγω κι εγώ, έτσι όπως έφυγε η αγαπημένη μου γυναίκα.

Έτσι όπως το λέτε, φαίνεται ότι κινδυνεύσατε να κατεβάσετε ρολά…

Ναι, κινδύνεψα, πάρα πολύ, ειδικά τον πρώτο καιρό. Το ένιωσαν πάρα πολύ οι κόρες μου κι από μόνες τους με παρότρυναν να ξαναδώ τη ζωή πιο ευχάριστα και να προχωρήσω πρωτίστως σαν μουσικός. Έγραψα, ξέρετε, 18 μήνες αφότου πέθανε η Μάγδα. Κι αυτό, πάλι, αφορμή τη Μάγδα είχε. Καλλιτέχνιδα, μουσικός, έγινε και η μία μου κόρη. Ξεκίνησε με κλασική κιθάρα, σπούδασε τραγούδι, τραγούδησε σε πίστες και με συμφωνικές ορχήστρες, άφησε κάποια λίγα πράγματα και κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε: «Πατέρα, διανύουμε την εποχή της σάχλας κι εγώ δεν μπορώ». Αποσύρθηκε και τώρα, εδώ και δύο χρόνια, εργάζεται ως επαγγελματίας DJ, κάτι που της αρέσει. 

Είναι ώρα να πούμε για την ενασχόληση σας με τη διδασκαλία του μπουζουκιού.

Όταν συνταξιοδοτήθηκα, είπα στη γυναίκα μου: «Μάγδα, έχουμε μια σύνταξη δυόμισι χιλιάρικα το μήνα, τι θες να κάνουμε; Μήπως να τα ”κλείσουμε” όλα και να αρχίσουμε τα ταξίδια που τα στερηθήκαμε;» Γυρνάει και μου λέει: «Όχι, καλύτερα να ασχοληθείς με τα παιδιά. Μέχρι τώρα επιβλέπεις, δεν κάνεις δικό σου μάθημα». Εννοούσε να πάρω ένα παιδί απ’ την αρχή και να το «φτιάξω», σε φάση ιδιαίτερα μαθήματα. Το έκανα και είδα ότι το πετύχαινα. Φοβήθηκα μην το κάνω νευρασθενικό το παιδί, σαν και μένα, απόλυτο και μεσ’ στην τρέλα. Σιγά – σιγά χτίστηκε μια σχέση με τα νέα παιδιά και ανοίχτηκα. Τώρα 16, 17 και 18 Νοεμβρίου πάω στο Μουσικό Πανεπιστήμιο της Πόλης, στην Τουρκία, για να δώσω σεμινάριο στα τούρκικα με λαϊκή αρμονία, παρουσιάζοντας επίσης τα δύο μου βιβλία, όπως και το Κονσέρτο μου για Μπουζούκι και Ορχήστρα. 

Θα κάνετε δηλαδή σεμινάριο και θα δώσετε και συναυλία.

Ακριβώς. Οι Τούρκοι μου έχουν κάνει νύξη να διδάξω στο Πανεπιστήμιο της Πόλης. Αν μου δώσουν έδρα, να σου πω κάτι, Αντώνη μου; Θα φύγω για εκεί μόνιμα! Θα πάω γιατί εδώ χρόνια τώρα έχω χτυπήσει τόσες πόρτες, μέχρι και φίλων Πρωθυπουργών, μα κανείς δεν με άκουσε! Κανείς δεν ενδιαφέρεται να φτιαχτεί μία Λαϊκή Μουσική Ακαδημία και να μπουν μέσα όλοι όσοι ασχολούνται με τον λαϊκό πολιτισμό, εκεί που θα υπάρχει μια γωνιά του Καζαντζίδη, μια γωνιά του Χαλκιά, μια γωνιά του Ξυλούρη και μια γωνιά του Μπιθικώτση! Να ξέρουν τα παιδιά την αναφορά στους ανθρώπους που όρισαν λαϊκό πολιτισμό στην Ελλάδα! 

Μα δεν είδατε που πρόσφατα η Αγαθή Δημητρούκα, η κληρονόμος του Νίκου Γκάτσου, έκανε συνεννοήσεις με εκπαιδευτικό ίδρυμα των ΗΠΑ για το αρχείο του ποιητή;

Είναι ντροπή μας εδώ! Το λέω παρότι έχω έδρα εδώ, έχω στο Κολέγιο Αθηνών, έχω στο Μαντουλίδειο Ίδρυμα της Θεσσαλονίκης, έχω στη Σχολή Μωραΐτη. Θα τα παρατήσω όλα, δεν υπάρχει περίπτωση! Ένα πανεπιστήμιο τούρκικο, που’ναι δίπλα μας, ενδιαφέρεται για τον ελληνικό πολιτισμό, να τους μάθω πως αυτοί οικειοποιήθηκαν το χιτζάζ και το ουσάκ, τα οποία πήραν από τη δικιά μας τη βυζαντινή μουσική! Ποιος θα ανακαλύψει το βιβλίο μου, που τα λέω όλα αυτά μέσα, και είναι εξαφανισμένο; Ο μουσικός, ναι, αυτός σίγουρα θα το ανακαλύψει. Οι μουσικοί ερευνούν, ο εκάστοτε που μας κυβερνάει όμως δεν ξέρει τι του γίνεται και όταν του το λες, σου λέει «Α ναι, είναι εκπληκτικό, τεράστιο έργο, να το κάνουμε πράξη»! Που’ναι η πράξη σας, ρε παιδιά; Να σας πάρω εγώ τηλέφωνο; Ε, σας πήρα δέκα φορές, δεν γίνεται άλλο! 

Με πόση πίκρα μιλάτε…

Ναι, ακόμα και στην τηλεόραση νά’βγαινα, πάλι έτσι θα μίλαγα. Δεν ιδρώνει τ’ αυτί κανενός! Κι όταν τους τη δώσει και με φωνάξουν, εγώ ενδεχομένως να μην είμαι εδώ. «Γεια σας»! Θα πάω εκεί, τα τουρκάκια; Τα τουρκάκια! Ναι, ρε γαμώτο, γιατί; Ας μάθουν αυτά πρώτα τη λαϊκή αρμονία μου! 

Πόσα χρόνια είχατε να παίξετε live, κύριε Πολυκανδριώτη;

Από τότε που αρρώστησε η Μάγδα. Έκανα κάποια περιστασιακά live, αλλά όχι σε στέκι που να παίζω συνέχεια. Βρήκα τώρα τις «Ρίζες», έναν χώρο που όσο πάει γίνεται καλύτερος. Παίζω και μεσημέρι, κάτι που δεν το’χω ξανανιώσει, αλλά θα δούμε πως θα πάει…

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και θα περάσω να σας ακούσω live με την πρώτη ευκαιρία.

Εγώ ευχαριστώ πολύ. Μακάρι να τα ξαναπούμε στις «Ρίζες»! 

* Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης εμφανίζεται στις «Ρίζες» (Αγησιλάου 88, Κεραμεικός) κάθε Σάββατο βράδυ και Κυριακή μεσημέρι. Μαζί του: Χριστίνα Μιχαλάκη – τραγούδι, Αλέξανδρος Κουβέλης-μπουζούκι-τζουρά, Ανδρέας Βουδούρης-πιάνο, Νίκος Νταρίλας-κρουστά, Κώστας Αραβαντινός-κιθάρα-φωνή.

Αυτό είναι το «μεταγραφικό μπάμ» απο τον Ανδρουλάκη για τις ευρωεκλογές: Ο παπα-Μιχάλης από τον «Σασμό» υποψήφιος με το ΠΑΣΟΚ

papa mixalis sasmos

Αυτό είναι το «μεταγραφικό μπάμ» απο τον Ανδρουλάκη για τις ευρωεκλογές: Ο παπα-Μιχάλης από τον «Σασμό» υποψήφιος με το ΠΑΣΟΚ

Μια «μεταγραφή» από την υποκριτική στην πολιτική που θα συζητηθεί έκανε ο Νίκος Ανδρουλάκης

ΣΥΡΙΖΑ: θερμό χειροκρότημα κατά την είσοδο του Αλέξη Τσίπρα στην παρουσίαση του Ευρωψηφοδελτίου

ΤΣΙΠΡΑΣ ΕΥΡΩ

ΣΥΡΙΖΑ: θερμό χειροκρότημα κατά την είσοδο του Αλέξη Τσίπρα στην παρουσίαση του Ευρωψηφοδελτίου

Ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έδωσε το παρών στην παρουσίαση του ευρωψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ το…

Συγκλονιστική Αριστοτέλους: Νίκησε τον καρκίνο μέσα σε 6 μήνες η Κύπρια αθλήτρια – «Ευτυχώς που διάλεξε εμένα» (Εικόνες)

03ca3a5a764245028e814d8eaaf30441 1

Συγκλονιστική Αριστοτέλους: Νίκησε τον καρκίνο μέσα σε 6 μήνες η Κύπρια αθλήτρια – «Ευτυχώς που διάλεξε εμένα» (Εικόνες)

Αυτή είναι η ιστορία της 32χρονης αθλήτριας του άλματος επί κοντώ.