Τέλλος Φίλης: «Πατρίδα μου είναι ένα πανί από καΐκι»

Άνθρωπος του κινηματογράφου, των βιβλίων, των λέξεων, της ποίησης και του ονείρου. Πάντα κοντά στους νέους με μία διάθεση μοιράσματος και όχι νουθεσίας. Δεν υπάρχει περίπτωση ν' ανέβεις στη Θεσσαλονίκη για μία καλλιτεχνική δραστηριότητα και να μην συναντήσεις τον αεικίνητο, αειθαλή και πάντα ενθουσιώδη Τέλλο Φίλη.

213078043 352045656449543 4759911264613563174 n 0

Στη Θεσσαλονίκη των διανοουμένων, των ρωμαϊκών κτισμάτων και των πολλών εκκλησιών, υπάρχουν ακόμη ποιητές. Και όχι απομονωμένοι, αλλά μέσα στον κόσμο, που τους σταματάει συνεχώς στο δρόμο για να ανταλλάξει μια καλημέρα μαζί τους. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Τέλλος Φίλης, όσο κι αν θεωρεί πως ποιητής θα γίνει ο ίδιος μετά θάνατον. Παρακολουθώντας το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, δεν γινόταν να μην κάνουμε μία δημόσια συζήτηση με τον Φίλη, που τον τελευταίο καιρό εργάζεται στο δίκτυο των κινηματογραφικών αιθουσών της πόλης. Πιθανώς να του το χρωστούσα για τα πολλά χρόνια γνωριμίας μας στα social media και μιας αθόρυβης διακριτικής φιλίας λόγω συνταύτισης απόψεων και ενδιαφερόντων. Βασικά μ’ αυτή τη συνέντευξη ήθελα να μάθουν όλοι όσοι τον «ακολουθούν» μερικά βιογραφικά στοιχεία του, μια και ο Φίλης μοιάζει πάντα ελεύθερος καταγωγής και καταβολών, σαν να υπήρχε ανέκαθεν στον κόσμο αυτό και στη λατρεμένη του Θεσσαλονίκη.  

Κύριε Φίλλη, είστε σκεπτόμενος, ευαίσθητος, καλλιτέχνης, φιλότεχνος, ακτιβιστής. Υπάρχει κάτι που δεν πάει καλά πάνω σας;

Τα πάντα. Το έχω γράψει και το έχω δηλώσει, είμαι ελαττωματικό μοντέλο, εκτός εποχής, αλλά προσπαθώ να κατανοήσω. Το «εκτός εποχής» άλλοτε με πονάει και άλλοτε με σώζει. Σε μία εποχή που έχουμε τόση επιθετικότητα στα σχόλια και βάζουμε με ευκολία τόσους πολλούς επιθετικούς προσδιορισμούς, η προσπάθεια μου είναι να κατανοήσω αυτό που δεν είμαι εγώ.

Όταν λέτε «στα σχόλια», αναφέρεστε στα social media;

Ναι, κυρίως στα social media. Η έξω ζωή, η πραγματική, είναι λίγο περισσότερο δύσκολη, ενώ στα social media γίνεται κι ένα παιχνίδι, λόγω απόστασης. Στην πραγματική μου ζωή βλέπω φίλους να αρρωσταίνουν, να πεθαίνουν και να χωρίζουν – κυρίως να χωρίζουν, άρα φεύγει σιγά – σιγά η κατανόηση, ένα κατεξοχήν ανθρώπινο στοιχείο. Κλεινόμαστε, μικραίνουμε…

Έχετε μία δημοφιλή περσόνα στα social media. Σας βοήθησε να γίνετε πιο εξωστρεφής;

Ναι με ένα περίεργο τρόπο. Με σταματάει κόσμος: «Γεια σου, Τέλλο, είμαστε φίλοι στο facebook», φράση που εμένα δεν μου λέει τίποτα. Νιώθω μία αμηχανία. Είναι όπως παλιά σου λέγανε «Α, σας είδαμε στην τηλεόραση». Ε και, τι έγινε; Δεν είναι λόγος οικειότητας αυτός.

Για σας όχι, είναι όμως γι’ άλλους ανθρώπους που έχουν ανάγκη την ταύτιση.

Κοιτάξτε, εμένα με σώζει γιατί μου δίνει μία ασφάλεια. Μένω στη Θεσσαλονίκη, την αγαπώ και είναι επιλογή μου που μένω εδώ. Σε μία εποχή μεγάλης ανασφάλειας, εγώ νιώθω ασφαλής στη Θεσσαλονίκη.

Είχαν προηγηθεί απόπειρες μόνιμης εγκατάστασης στην Αθήνα;

Βεβαίως. Με τραγικές και τρομακτικές συνέπειες! Η Αθήνα μού είναι αφόρητη! Την ξέρω καλά, εκεί έζησα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, έχω δηλαδή αθηναϊκές αναφορές. Όταν επέστρεψα για δουλειές στην Αθήνα…

Από που;

Από τη Θεσσαλονίκη. Πήγα να μείνω στην παλιά μου γειτονιά, το Νέο Ψυχικό, που δεν έχει καμία σχέση με το Νέο Ψυχικό των παιδικών μου χρόνων. Έτσι έφυγα από κει και μετοίκησα στην πιο φοβική – για τους άλλους – γειτονιά που είναι τα Εξάρχεια. Έμενα στη Βαλτετσίου, απέναντι από τη «Ριβιέρα», ένιωθα ασφαλής ειδικά σε μία εποχή που ήταν αυτή του Γρηγορόπουλου. Τότε κατάλαβα γιατί διάφοροι παλιοί φίλοι, συμμαθητές και συμμαθήτριες, προφασίζονταν διάφορες δικαιολογίες για να μη συναντηθούμε. Έμεναν από Ψυχικό και πάνω κι εγώ άργησα να καταλάβω ότι τα Εξάρχεια λειτουργούν εκφοβιστικά σ’ αυτούς.

Δεν περίμενα να σας νοιάζει τόσο η γνώμη των «Βου – Που» φίλων σας.

Μα οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι ή διανοούμενοι ή τεχνοκράτες. Η μόνη γυναίκα που είναι Νέο Ψυχικό, είναι φίλη μου και την εκτιμώ αφάνταστα, είναι η Μάρω Δούκα.

Ποιος δεν την εκτιμάει τη Μάρω Δούκα; Έχει δεχτεί κι αυτή, βέβαια, πυρά στα social media.

Αυτά δεν μπορώ να καταλάβω, όπως δεν μπορώ να καταλάβω και την απόπειρα δολοφονίας χαρακτήρα της Έλενας Ακρίτα, της αδερφής του Κραουνάκη και του ίδιου του Κραουνάκη. Ακατανόητα πράγματα! Δεν μπορούμε να καταδικάζουμε ανθρώπους που έχουν καταθέσει για χρόνια ποιότητες, αρχές και τρόπους ζωής. Και με την ίδια τους τη ζωή κιόλας, οπότε δεν νομίζω να είναι κανείς απ’ αυτούς προκλητικός. Το να συμφωνείς ή να μη συμφωνείς μαζί τους είναι άλλο απ’ το να θες να μην υπάρχουν. Το τελευταίο είναι επικίνδυνο. Με ευκολία μοιράζουμε «ψόφους». Μια τόσο βαριά λέξη όπως ο «ψόφος», τη λες τόσο εύκολα; Με ενοχλεί η λέξη αυτή, εγώ τη λέω κι ανατριχιάζω. Και να τη λένε άνθρωποι του πολιτισμού;

Τελευταία δεν πολυακούγεται ή δεν πολυγράφεται για να’μαστε ακριβείς.

Ευτυχώς, ναι. Ήταν και ο λόγος που ενώ έχω twitter, δεν το χρησιμοποιώ. Δεν μ’ αρέσει η βαρβαρότητα του twitter.

Ίσως γιατί δεν σου δίνεται η πιθανότητα ν’ αναπτύξεις και μια σκέψη σε βάθος.

Ακριβώς… Πιστεύω πως η εξέλιξη θα’ναι πάρα πολύ άσχημη.

Μιλήστε μου λίγο για το ποιων ανθρώπων είστε γέννημα.

Οι γονείς μου ήταν αστοί. Δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις, σε αντίθεση με τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ήταν μια θεατρόφιλη κυρία κι εγώ ήμουν απ’ τα λίγα παιδιά, τα χαζά παιδάκια, που μέχρι τα οχτώ τους είχαν δει στην Επίδαυρο όλες τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες με χλαμύδα. Ξέρετε τι όνειρο έχω; Όταν γίνουμε μια χώρα, που θα καταλαβαίνουμε ποιοι είμαστε, να έχουμε ένα θίασο, είτε στο Εθνικό, είτε στο ΚΘΒΕ, με εκατό ηθοποιούς, από 20 μέχρι 60 ετών, που θα παίζουν αρχαιοελληνική τραγωδία στο πρωτότυπο κείμενο και με νεοελληνικούς υπότιτλους, κάνοντας παγκόσμιες περιοδείες επίσης με την πιο κλασική μορφή του όρου. Χλαμύδα, σαντάλι, αρχαίο κείμενο. Αυτό έχουμε σαν χώρα και δεν θα υπάρχει καλύτερη διαφήμιση.

Σας ενοχλεί όλο αυτό το λεγόμενο μεταμοντέρνο στο αρχαίο δράμα;

Δεν το συζητώ! Απλώς γελάω. Είναι σαν να σε πλησιάζουν και να σου λένε «Είσαι αγράμματος κι εγώ σου δείχνω κάτι μπας και καταλάβεις τι λέγανε αυτοί οι αρχαίοι τραγικοί». Κάποια, βέβαια, είναι ευχάριστα και κάποια ενδιαφέροντα. Το τελευταίο που μου άρεσε ήταν αυτό που είχε κάνει ο Κώστας Τσιάνος: Η λαϊκή μας παράδοση δίπλα στην αρχαία τραγωδία με την «Ηλέκτρα» νομίζω – δε θυμάμαι καλά, ήμουν πολύ νέος. Μέχρι εκεί. Δεν λέω να μην υπάρχουν κι αυτά, αλλά εγώ θα ήθελα να υπάρχει ένας μόνιμος θίασος ως πρεσβευτής του ελληνικού πολιτισμού.

Να μνημονεύετε τη γιαγιά σας, λοιπόν, για την έφεση σας στην τέχνη.

Σαφώς, τη γιαγιά μου και άλλη μια φίλη της, τη Θεσσαλονικιά Αλίκη Τέλλογλου, η αιτία που έγινε και το Τελλόγλειο. Οι δύο αυτές γυναίκες ήταν καθοριστικές για μένα, δεν ήξερα δηλαδή πολύ κόσμο που να γνωρίζει απ’ έξω όλα τα ποιήματα του Καβάφη, του Πολέμη, του Σαχτούρη, του Γκάτσου – και όχι τα μελοποιημένα τραγούδια του Γκάτσου, αλλά την «Αμοργό». Αυτά όλα ήταν οι επιρροές μου που με έκαναν λίγο πέραν του κόσμου τούτου.

Μου περιγράφετε ένα μεγαλοαστικό background: Η αστή γιαγιά, η φίλη κυρία Τέλλογλου κλπ.

Ναι, αλλά δεν το έβλεπα έτσι. Ο μπαμπάς είχε λεφτά και το εκμεταλλεύτηκα. Το λέω για πρώτη φορά αυτό. Με βοήθησε πολύ, διότι εγώ κάθε φορά που ερωτευόμουν άλλαζα σχολή, πόλη και χώρα. Ο μπαμπάς πλήρωνε κι εγώ δεν τελείωνα ποτέ τις σχολές, γιατί μού τελείωναν νωρίτερα οι έρωτες. Ήμουν ένα απίστευτο κωλόπαιδο (γέλια)

Περιγράψτε μου μία πορεία τέτοια, απ’ όλες που κάνατε.

Είχα πρόβλημα με το χρόνο και καμία συναίσθηση της ευθύνης. Τώρα, μετά τα 50 – 55, αρχίζω και αντιλαμβάνομαι το χρόνο. Δεν είμαι ένας κανονικός 60χρονος πια, δεν μπορώ να κάνω παρέα με συνομηλίκους μου. Έχω κάνει, ας πούμε, ένα κύκλο Κεντρικής Ευρώπης σε διάφορες πόλεις και σχολές. Και να πω ότι έχω μία επιφύλαξη σε σχέση με τα πτυχία, τα οποία θεωρώ copy works, όπως και με τις διπλωματικές. Είναι πολύ ωραίες για τα βιογραφικά, αλλά δε νομίζω ότι έχουν ζήσει αυτά τα παιδιά. Το διαπίστωσα κάνοντας αρκετές συνεντεύξεις με παιδιά για δουλειά. Είναι πολύ διαφορετικό να εκτιμήσεις εμένα επειδή καθόμαστε σ’ αυτό το ωραίο μέρος και μιλάμε από το να σου δώσω το βιογραφικό μου. Καθόλου δεν μ’ ενδιαφέρει αυτό. Φτάνω σε ηλικία σύνταξης και ποτέ δεν βρήκα δουλειά μέσα από το βιογραφικό.

Σε ποια ηλικία γυρίσατε στη Θεσσαλονίκη;

Στα 18 μου και ερωτεύθηκα απόλυτα την πόλη. Η περίοδος 1978 – 1982 ήταν συγκλονιστική και την περιγράφει εξαιρετικά ο Θόδωρος Γρηγοριάδης στο «Παρτάλι» – ένας απ’ τους ήρωες του «Παρταλιού» είμαι κι εγώ χωρίς να αναφέρεται το όνομα μου. Εκεί για πρώτη φορά καταλάβαμε πως ένα κορίτσι που έχει πάει και με τα τέσσερα αγόρια της παρέας του, δεν είναι πόρνη, αλλά ένα κορίτσι σαν κι εμάς. Το ίδιο ίσχυε και για ένα αγόρι που’χε πάει με τέσσερα κορίτσια μίας παρέας. Ήταν μια γνήσια σεξουαλική επανάσταση που έδωσε τη σωστή θέση στη γυναίκα σε σχέση με τον άνδρα. Κι αν ο Μοσκώφ θεωρούσε ερωτική τη Θεσσαλονίκη, εγώ τη θεωρώ αληθινή. Στη Θεσσαλονίκη δε μπορείς να το «παίξεις» κάποιον, διότι από ευγένεια και μόνο δεν θα σε «δώσουν» οι άλλοι. 

Η αλήθεια είναι πως μέχρι σήμερα έχετε στήσει πολλές αξιόλογες δράσεις.

Χαίρομαι που μένω στη γειτονιά της Αλεξάνδρου Σβώλου και που με παίρνουν φίλοι από το εξωτερικό, ενθουσιασμένοι μ’ αυτά που κάνουμε. Προτιμώ να ψωνίζω από μικρά μαγαζιά και όχι από αλυσίδες, είναι ένας τρόπος ζωής. Κι αν αυτή τη στιγμή είμαι δημόσιος υπάλληλος, ήταν κάτι που δεν πίστευα ποτέ ότι θα γίνω. Την εποχή που όλοι ήθελαν να τρυπώσουν στο δημόσιο, εγώ το εχθρευόμουν. Πάλι, όμως, μη με ρωτήσετε τι ήθελα να κάνω. Προτιμούσα τα ταξίδια με sleeping bag πάνω σε κατάστρωμα, να πηγαίνω από τη Θεσσαλονίκη στο Ηράκλειο, να κάθομαι για ένα καφέ και να γυρίζω πίσω με τον άνεμο. Θα μπορούσα να’χω φύγει στα καράβια, επηρεασμένος ίσως από τον Καββαδία. Δεν ξέρω…Το έκανα, αλλά δε μπορούσα να’μαι κάθε μέρα σ’ ένα καράβι. Έτσι έφυγα και πήγα στη Βιέννη, όπου γνώρισα δύο συγκλονιστικούς ανθρώπους, οι οποίοι με καθόρισαν σαν άτομο: Τον Γιώργο Δεπάστα και τον Νίκο Μαστοράκη τον σκηνοθέτη του θεάτρου. Μπορεί να ήταν μεγαλύτεροι μου, αλλά επειδή ήταν γνήσιοι διανοούμενοι, τους θεωρούσα συνομήλικους μου. Δεν ήταν κολλητοί μου, αλλά ως ένα ιδιότυπο σφουγγάρι, καθόριζα εγώ ποιος θα μ’ επηρεάσει. Το ίδιο μπορεί να’χει συμβεί και με εσάς, με τον Νίκο Κούνδουρο στο παρελθόν ή με τη Λένα Πλάτωνος σήμερα.

Καταλαβαίνω…

Μετά ήταν ο Δημητρόφ, ο διευθυντής της Όπερας της Σόφιας, αφού απ’ την Αυστρία βρέθηκα στη Βουλγαρία. Μιλάω για μια Σόφια επί κομμουνισμού, που έβλεπες μια αυτοκρατορική πόλη μέσα σε συνθήκες τριτοκοσμικές. Φτώχεια και ουρές για το ψωμί, αλλά ταυτόχρονα ένα πάρα πολύ δυνατό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι και, μάλιστα, ακτιβιστικό.

Θυμίζει λίγο σημερινή Ελλάδα αυτό;

Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι δύο ταχυτήτων: Διαθέτει ένα κλειστό κύκλωμα διανοουμένων καλλιτεχνών και ένα ανοιχτό κύκλωμα του λαού που υποφέρει. Βέβαια, ενδέχεται να συμβαίνει και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή το κλειστό κύκλωμα των καλλιτεχνών να φυτοζωεί και η μεγάλη σκυλάδικη παρέα να περιμένει απλά ν’ ανοίξουν τα μπουζούκια. Να τελειώνουμε! Δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά όλη αυτή η νεοελληνική παθογένεια δεν θα οδηγήσει κάπου καλά. Θέλουμε ν’ απαξιώνουμε τους καλλιτέχνες μας, αυτό διαπιστώνω. Αν το κάνουμε διότι αποδεχόμαστε την αγραμματοσύνη μας, είναι ένα καλό βήμα. Αν το κάνουμε διότι οι καλλιτέχνες δεν μας αφορούν πραγματικά, είναι πράγμα επικίνδυνο και ανοίγει το δρόμο στον εκφασισμό.

Βιέννη – Σόφια και ο μπαμπάς πλήρωνε, είπατε. Ήσασταν μοναχοπαίδι;

Έχω μία αδερφή που δεν μου μοιάζει σ’ αυτά. Έχουμε επαφές όσο μπορώ πιο σπάνια. Η γιαγιά, όμως, με ενίσχυε περισσότερο και με υποστήριζε κιόλας. Ακολούθησε η εποχή του Βερολίνου – ωραία ήταν κι εκεί – ενώ μετά ήρθε η εποχή της Ζυρίχης και αργότερα αυτή του Παρισιού. Μεγάλοι έρωτες, καταστροφικοί! Είμαι απ’ τους τυχερούς γιατί δεν ερωτεύθηκα απλώς, αλλά με ερωτεύθηκαν με τον τρόπο που εγώ ήθελα. Και όταν το καταλάβαινα, ως παλιόπαιδο που ήμουν, απλά έφευγα. Χρόνια μετά, διαβάζοντας Γκρέγκορι Μπέιτσον, βρήκα κάτι που δεν το’χα σκεφτεί, ότι το ίδιον του αρσενικού είναι να φεύγει, να την κοπανάει, όταν περνάει πολύ καλά μέσα σε μία σχέση. Αν δεχτούμε, βέβαια, ότι υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά. Το ακριβώς αντίθετο απ’ το θηλυκό, που για να σε απατήσει, πρέπει να’χει λήξει συναισθηματικά με την προηγούμενη ιστορία. Ίσως γι’ αυτό οι γιαγιάδες ήταν σοφές, ήξεραν τα κέρατα που τρώγανε, αλλά δεν μιλούσαν.

Και πόσο διήρκεσε όλη αυτή η περιπλάνηση σας;

Μέχρι τα 30 περίπου. Τώρα που εξηντάρισα, σκέφτομαι πως έζησα μια πολύ γρήγορη δεκαετία, την οποία θυμάμαι, γελάω ή κλαίω ή θέλω να ξαναβρώ κάποια παιδιά και να τους ζητήσω μία συγγνώμη. Α, πέρασα κι από Βαρκελόνη για λίγο.

Δεν αφήσατε ποτέ, όμως, τη Θεσσαλονίκη για κάποια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη.

Όχι. Ποτέ. Με εμπόδιζε το ανοίκειον των άλλων πόλεων και μέχρι σήμερα πιστεύω ότι η μοναδική σχέση της ζωής μου είναι αυτή με τη Θεσσαλονίκη. Ακόμη και οι πιο άγριες ή σκοτεινές γειτονιές της, εμένα μου δίνουν μια αίσθηση ασφαλείας. Αρκεί να σας πω πώς όταν νιώθω άσχημα, κάνω μια πολύ μεγάλη βόλτα όλη την παραλία, όπως το έκανα φέτος με την καραντίνα. Παρανομούσα, αφού η κίνηση άρχιζε στις 5 κι εγώ ξυπνούσα στις 3.30 τα χαράματα. Δεν είχαμε τι να κάνουμε και κοιμόμασταν στις 10 το βράδυ. Ντυνόμουν, λοιπόν, ως τις 4 και έβγαινα στην παραλία, από τον Λευκό Πύργο μέχρι το Μέγαρο Μουσικής και πάλι πίσω. Ήμουν ολομόναχος, εγώ και η πόλη.

Και δεν ήταν αγριευτικό;

Καθόλου, ίσα – ίσα που ήταν ό,τι πιο θεραπευτικό! Αγριευτικό έγινε όταν επετράπη η κίνηση και άρχισαν νά’ρχονται νέα παιδιά, παραβατικοί, μουσικές, «δώσ’ μου ένα ευρώ» κλπ. Εκεί το σταμάτησα! Όχι ότι φοβήθηκα, αλλά ένιωσα μιαν απειλή, δεν το ήθελα πια. Αν έχω να κρατήσω κάτι ωραίο και ποιητικό από την καραντίνα ήταν αυτές οι πολύ σιωπηλές δίωρες βόλτες μου. Επέστρεφα σπίτι στις 6.30 το πρωί και δεν έκανα γυμναστική, απλά περπάταγα.

Είστε τόσο επικοινωνιακός και τόσο μελαγχολικός συγχρόνως, αυτό βγάζετε προς τα έξω.

Οι πολύ επικοινωνιακοί άνθρωποι είναι βαθιά μελαγχολικοί. Και βαθιά μοναχικοί, όχι με την κακή έννοια του όρου. Θέλουμε το χρόνο να είμαστε εμείς και ο εαυτός μας. Ως γνωστόν, οι άνθρωποι που’ναι χαμογελαστοί, γνωρίζουν τι θα πει αληθινός πόνος. Φοβάμαι τους σοβαρούς με τους σκληρούς κροτάφους, που μοιάζουν σαν να μην αισθάνονται τίποτα. Ένας χαμογελαστός «ανοιχτός» άνθρωπος μπορεί να’ναι πολύ βασανισμένος. Αυτοί που έχουν πονέσει, γελάνε. Είχαμε θάνατο, είχαμε θανάτους διάφορους. Είδα τη συγκλονιστική ταινία ενός παιδιού, που δεν το ξέρω, αλλά με μετακίνησε κυριολεκτικά στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Λέγεται «Ενθύμιο» του Νίκου Ζιώγα. Το λέω και ανατριχιάζω, σκεφτόμουν όλη την ώρα ένα πνευστό της Ελένης Καραΐνδρου παρακολουθώντας την προβολή. Βρήκα το τηλέφωνο του σκηνοθέτη και ντράπηκα, διότι αν του μιλούσα από κοντά, θ’ άρχιζα να κλαίω – είμαι και τέτοιος… Αποφεύγω…Όταν βλέπω μία καλή ταινία, την κάνω αμέσως και θα σε δω σ’ ένα μήνα. Γι’ αυτό του τηλεφώνησα μετά από μία εβδομάδα, γιατί τότε ήμουν ψύχραιμος. Ο Ζιώγας είναι μεγάλο ταλέντο, έχει ενσυναίσθηση και μία έννοια της Πατρίδας που νιώθω ότι συνεχώς χάνεται. Στις κηδείες, π.χ., τραγουδάμε…Τι σημαίνει, ότι είμαστε χαζοχαρούμενοι; Όχι, ο πόνος εμπεριέχει και μία χαρά και οφείλει να έχει.

Μην πάμε μακριά ή μάλλον ας πάμε! Στην Ιαπωνία συγκεκριμένα, στα χωριά της, που συνηθίζουν να κλαίνε στη γέννηση ενός ανθρώπου και να γελάνε στον ύστατο αποχαιρετισμό του.

Ακριβώς. Κάτι ξέρουν οι Ιάπωνες. Εμείς τα’χουμε ξεχάσει αυτά, πάνω στην προσπάθεια μας να γίνουμε Ευρώπη αμέσως μετά την τουρκοκρατία. Αφήσαμε πίσω δικές μας εξαιρετικές αρχαϊκές παραδόσεις. Και γι’ αυτό, ίσως, είμαστε ένας λαός δίχως ταυτότητα.

Απ’ την άλλη ως λαός εμπεριέχουμε έντονα, υπερβολικά σχεδόν, τον θρήνο και τον κοπετό.

Μα ακριβώς γι’ αυτό είμαστε και κωμικοί ταυτόχρονα. Κακά τα ψέματα, δεν είμαστε ένα, είμαστε πολλά. Ένας λαός σαρδανάπαλος.

Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη δική σας ελληνικότητα;

Δεν ξέρω πως θ’ ακουστεί, αλλά να συγκινούμαι μέχρι δακρύων μ’ ένα ζευγάρι, με δύο παιδιά, που φιλιούνται στην παραλία σ’ ένα παγκάκι. Και συγκινούμαι, όχι γιατί δεν είμαι εγώ, αλλά γιατί αυτό είναι το κανονικό για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως εθνικοτήτων. Δεν μ’ απασχολεί καθόλου, επίσης, αν φιλιούνται δύο αγόρια ή δύο κορίτσια. Το πάθος είναι που μ’ απασχολεί. Και το συνομήλικον του πράγματος!

Το πάθος δεν εμπεριέχεται και στις φαινομενικά αταίριαστες ηλικίες;

Αν, ας πούμε, με ερωτευθεί ένα νέο παιδί, την εικόνα μου θα ερωτευθεί, την περσόνα μου, να είστε σίγουρος. Και εγώ θα απογοητευθώ, αλλά και το άλλο άτομο θα απογοητευθεί, κατά συνέπεια. Ας πούμε κάτι πιο ευχάριστο!

Σαν τι;

Μπορείτε να μου πείτε πότε θα γίνω ποιητής;

Μα έχετε ήδη εκδώσει ποιητικά βιβλία. Πόσα ακριβώς;

Έχω βγάλει τέσσερα βιβλία, αλλά δεν ξέρω ακόμη τι σημαίνει ποίηση. Ποιητής θα πω ότι είμαι, όταν τριάντα χρόνια μετά το θάνατο μου, ένας τεταρτοετής φοιτητής ανακαλύψει τα βιβλία μου ή τις λέξεις μου και κάνει ένα διδακτορικό για μένα με τίτλο «Ο ποιητής Τέλλος Φίλης».

Θα σας κατηγορούσα για υπέρμετρη φιλοδοξία, αλλά σας συγχωρώ μια και θα είστε πεθαμένος.

Μα ακριβώς επειδή δεν θα ζω, αν υπάρξει ένας τέτοιος φοιτητής ή μία φοιτήτρια, ίσως πουν ότι ήμουν κι εγώ ποιητής. Τώρα δεν είμαι ποιητής. Κι άμα γίνει αυτό, θα το εισπράξω μ’ ένα τρόπο, γιατί πιστεύω στο σύμπαν και στις ενέργειες. Αυτό επίσης που χαίρομαι είναι ότι στη Θεσσαλονίκη υπάρχει μία πάρα πολύ δυνατή τρίτη ποιητική γενιά. Μιλάω για πάνω από τριάντα άτομα, που οι φιλόλογοι και οι ερευνητές, αν ήταν σωστοί φιλόλογοι και ερευνητές, θα την είχαν ανακαλύψει.

Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου μού έρχεται τώρα στο νου.

Ο Συφιλτζόγλου, βεβαίως! Κι ακόμη, ο Πέτρου, ο Ευθυμιάδης, η Καζαντζή, ο Φωτογλίδης, ο Χιώτης, η Λούτσια, ο Αποστόλου, η Πολέμη και ο Sam Albatros – κάποια απ’ αυτά τα παιδιά είχαν παρουσιαστεί στις εκδηλώσεις της «Ποίησης γυμνής» που κάναμε χωρίς επιδοτήσεις και οικονομικές ενισχύσεις. Είναι και το μοναδικό πράγμα, να πω την αλήθεια, για το οποίο νιώθω πιο υπερήφανος. Δόθηκε ένα ανιδιοτελές βήμα σε παιδιά να γνωριστούν και να έρθουν σε μία συνάφεια μεταξύ τους. Πιστεύω ότι η γενιά αυτή θα δώσει σπουδαία πράγματα στην ποίηση. Κάτι να γίνεται, μία ζύμωση, αλλιώς κάθεσαι και περιμένεις μέχρι να χρηματοδοτηθείς.

Μα ζει όμως ο άνθρωπος μόνο με τις ζυμώσεις;

Απ’ ότι μου λέει η εμπειρία μου, όχι, δεν ζει, ή αν ζει, ζει πολύ φτωχικά. Μην παραλείψουμε ν’ αναφέρουμε και τον Γιώργο Κορδομενίδη με τη «Λογοτεχνική Σκηνή» και το «Εντευκτήριο» του. Ακόμα η πόλη το θεωρεί περιθώριο, ενώ πρόκειται για θεσμό χρόνων. Ο Κορδομενίδης είναι ένας επίμονος κηπουρός! Με τρελαίνει ο τρόπος που επιμελείται τα κείμενα του, τόσο σχολαστικός και τιτίζης, σαν ένας γνήσιος μαθητής του Μαρωνίτη, παρότι δεν υπήρξε ποτέ αυτό.

Πείτε μου κάτι άλλο: Είστε υπεύθυνος αυτόν τον καιρό για τις προβολές όλων των ταινιών στο «Ολύμπιον»;

Είμαι υπεύθυνος για την ετήσια δραστηριότητα όλων των αιθουσών που ανήκουν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Αναφέρομαι σε τέσσερις αίθουσες: «Ολύμπιον», «Παύλος Ζάννας», «Σταύρος Τορνές» και «Τζον Κασσαβέτης». Είναι ανοιχτές όλο το χρόνο, εκτός απ’ τους δύο καλοκαιρινούς μήνες, έχοντας κανονικό πρόγραμμα διανομής ταινιών. Να είναι καλά η Ελίζ Ζαλαντό, που με βοηθάει πάρα πολύ και που έθεσε αυτές τις τέσσερις αίθουσες υπό προγραμματισμό. Ξέρετε ότι το Φεστιβάλ πήρε το βραβείο καλύτερου προγραμματισμού προβολών ανάμεσα σε 3.300 αίθουσες του «Δικτύου Europa»; Είναι φοβερό τη στιγμή που η μισή Θεσσαλονίκη δεν ξέρει ότι λειτουργούν αυτές οι αίθουσες και εκτός φεστιβαλικής περιόδου.

Πιθανώς να μην ξέρει και η μισή Ελλάδα ότι η Ελίζ Ζαλαντό είναι πολιτογραφημένη Ελληνίδα.

Στα 60 χρόνια του θεσμού, η Ζαλαντό είναι η πρώτη ξένη καλλιτεχνική διευθύντρια που μένει μόνιμα εδώ και ο γιος της πηγαίνει σε σχολείο της Θεσσαλονίκης. Είναι σημαντικό αυτό. Την εποχή της υπερενημέρωσης, δεν ενημερωνόμαστε γι’ αυτά που πρέπει. Είναι είδηση μια καινούργια ταινία που βγαίνει ή το βρακάκι που φοράει η νικήτρια και η παίκτρια του ριάλιτι; Τι είναι τελικά είδηση; Έτσι νομίζω πως θα ξεχαστούμε όλοι πολύ γρήγορα και θα μας ξεπεράσουν οι εποχές. Το εφήμερο είναι και έσχατο.

Ανέκαθεν δε γινόταν αυτό;

Δε νομίζω. Ευθύνονται τα social και η τηλεόραση, ακόμη και οι πλατφόρμες. Φανταστείτε να ήμασταν μαζί μέσα σε μια αίθουσα και να βλέπαμε το όνειρο ενός δημιουργού: Εσείς, που μπορεί να μη με χωνεύετε, πίσω κι εγώ στο μπροστινό κάθισμα να γελάω στην ίδια σκηνή που εσείς κλαίτε. Που πήγε αυτή η αίσθηση, η χίλιες φορές προτιμότερη απ’ το να δω μία ταινία μόνος μου στο σπίτι σε πλατφόρμα; Δεν είναι σινεμά αυτό, sorry. Κατανάλωση της κακιάς ώρας είναι, του στυλ «Α, τό’δες κι εσύ; Να το δω κι εγώ»!

Τα ίδια και στη μουσική με το πέρασμα από το βινύλιο στο CD. Άκουγες το ένα απ’ τα δέκα συνολικά τραγούδια, έχοντας τη δυνατότητα του fast forward.

Έχετε δίκιο, αλλά ευτυχώς το βινύλιο επέστρεψε για τους μανιακούς του. Έχουμε και το «Electron» εδώ στη Θεσσαλονίκη, που παίζει μουσική μόνο από βινύλια. Εμένα το σκρατς μ’ αρέσει, όπως μ’ αρέσει γενικώς το ελάττωμα.

Βλέπω απέναντι μας τώρα αυτό το πλεούμενο και σκέφτομαι τη Nina Simone, που όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη, δεν ήθελε να μείνει σε ξενοδοχείο, αλλά σ’ ένα σκάφος που θα βολτάρει στις ακτές του Θερμαϊκού.

Γι’ αυτό η Nina Simone ήταν πανκ και δεν ήταν όλοι οι άλλοι! Εγώ δεν έχω μπει ποτέ σ’ αυτά τα τουριστικά σκάφη. Βάζουν σκυλάδικα και μπορεί να πεθάνω. Είναι ωραία ατραξιόν, συμπαθητική, αλλά εγώ θα’θελα ένα πιο απλό πλεούμενο σαν της Μανταλένας. Μ’ ένα πανί μόνο. Είμαι αυτό. Η πατρίδα μου είναι ένα πανί από ένα καΐκι (τη στιγμή δύο παιδιά που δουλεύουν στο τμήμα πληροφορικής του φεστιβάλ, μας σταματάνε για να χαιρετίσουν τον Τέλλο Φίλη)

Χαίρεστε πάντα με τέτοιου είδους διακοπή όποτε κουβεντιάζετε;

Νιώθω μία αμηχανία μαζί όμως με την αίσθηση του ότι δεν πρέπει να κάνω κάτι πιο επίσημο. Νομίζω πως αυτοί που με χαιρετάνε με νοιάζονται ή μ’ αγαπάνε πραγματικά. Καλά, δεν θα πάω και στη Eurovision κιόλας, παρόλο που έχω εύκολο όνομα (γέλια). Εδώ να πω ότι μεγάλος μου πλατωνικός έρωτας σαράντα ετών είναι ο Σταμάτης Κραουνάκης. Δεν υπάρχει αυτός ο εκ του μακρόθεν έρωτας στην ελληνική λογοτεχνία, πιστέψτε με! Πάντως, ούτε εγώ, ούτε ο Κραουνάκης θα τον γράψουμε.  

Κάτι έχω καταλάβει απ’ τα social media πάλι. Το ίδιο και η Ακρίτα, νομίζω, με την οποία έχετε ιδιαίτερη σχέση.

Την Ακρίτα τη νιώθω ως εξής: Τη συμμαθήτρια μου που δεν μιλάει, όπως κι εγώ δεν μιλάω. Μετά το σχολείο, όμως, τρέχουμε να γράψουμε στα blogs μας για όλα όσα συνέβησαν στο σχολείο, αλλιώς δεν θα μπορούμε να κοιμηθούμε. Χαίρομαι που γράφει επιτυχημένα μυθιστορήματα, ομολογώ πως δεν έχω δει τις παλιότερες τηλεοπτικές δουλειές της που την έκαναν σταρ, αλλά για μένα η Ακρίτα είναι σταρ απ’ την εποχή του «Ταχυδρόμου».

Ποια βεβαιότητα σας χαρακτηρίζει σήμερα;

Οι βεβαιότητες είναι στα 20, άντε στα 30 μας. Στα 40 θέλουμε να αγαπήσουμε, στα 50 να αγαπήσουμε και να μας αγαπήσουν, ε μετά τα 60 εγώ θέλω να μετακινούμαι, να ζω σε αμφισβήτηση.

Στα 60 η αμφισβήτηση; Καλός είστε εσείς!

Στα 20 μου τα ήξερα όλα και ήμουν βέβαιος για τα πάντα. Στα 60 αμφισβητώ το οτιδήποτε, τα πάντα απ’ την αρχή! Ίσως αν με ξύσω μέσα μου βαθιά να βρω κάτι το αναρχικό, εξ ου και με τους αναρχικούς πάντα ένιωθα οικειότητα. Δεν εννοώ τους βανδαλισμούς, γιατί έχουμε μάλλον μπερδέψει τους αναρχικούς με τους αναρχοαυτόνομους. Δεν μπορείς να αφήνεσαι να σ’ επηρεάζει η τέχνη και να μην είσαι αναρχικός. Δεν πιστεύω στην επιδότηση της τέχνης από ιδρύματα. Η τέχνη είναι κάτι που δε μπορείς να κοιμηθείς άμα δεν το εκβάλεις από μέσα σου. Τώρα αν η έξυπνη Πολιτεία δει σε σένα κάτι και σε χρηματοδοτήσει για να ζεις αξιοπρεπώς, μόνο καλό ειν’ αυτό. Ίσως να’ναι και η αρχή του εκμαυλισμού της τέχνης σου. Εξαρτάται από σένα πια.

Τελευταία ερώτηση: Πως αντιλαμβάνεστε την έννοια της πατρίδας;

Το είπα και πριν, σαν ένα πανί. Σαν κάτι ασπρόμαυρο που το’χουμε ριζωμένο μέσα μας κι όταν πάρει χρώμα, δεν είναι πατρίδα, αλλά συμβιβασμός.

* Οι φωτογραφίες του Τέλλου Φίλη αποσπάστηκαν από τον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

μητσο

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

Εκτός τόπου και χρόνου τα όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη του στο ΣΚΑΪ

Ο καιρός το Πάσχα: Άνοιξη στα νησιά, Φθινόπωρο στα βόρεια ορεινά – Πώς θα κυλήσει η Μεγάλη Εβδομάδα (Βίντεο/ Χάρτες)

6200599

Ο καιρός το Πάσχα: Άνοιξη στα νησιά, Φθινόπωρο στα βόρεια ορεινά – Πώς θα κυλήσει η Μεγάλη Εβδομάδα (Βίντεο/ Χάρτες)

«Πιθανό να συναντήσουμε άστατες καιρικές συνθήκες κυρίως στα δυτικά, κεντρικά και βόρεια και ιδιαίτερα μεσημεριανές…