Ο Τάκης Σούκας, ένας ζωντανός θρύλος της ελληνικής λαϊκής μουσικής, αφηγείται τη ζωή του

Τραγούδια που έγιναν τεράστιες επιτυχίες για τους μεγαλύτερους λαϊκούς τραγουδιστές μας. Ο ήχος του ακορντεόν του που σημάδεψε θρυλικές ηχογραφήσεις από το 1960 και μετά. Τα σφάλματα στην επαγγελματική και ιδιωτική του ζωή. Ο Τάκης Σούκας σε μία άκρως εξομολογητική σπάνια συνέντευξη. 

78824622 2544711068982285 5058690842907115520 n

Με υποδέχτηκε στο σπίτι του στην Άνω Κυψέλη, εκεί που τον είχα συναντήσει πριν 12 χρόνια για μία άλλη συνέντευξη μπροστά στο φακό. Δεν τη θυμόταν εκείνη την πρώτη μας συνάντηση, παρόλο που- όπως διαπιστώνει κανείς- το μνημονικό του διατηρείται σε άριστα επίπεδα. Φορούσε τις πιτζάμες του, καθώς ήμουν έξω απ’ την πόρτα του ένα τέταρτο περίπου νωρίτερα από το καθορισμένο ραντεβού μας. Με οδήγησε κατευθείαν στον προσωπικό του χώρο, ένα μικρό στουντιάκι. «Πάω να ντυθώ κι επιστρέφω σε πέντε λεπτά» μου είπε και αυτό έγινε.

Ύστερα ήρθε φανερά ορεξάτος για κουβέντα. Κάθισε απέναντι μου και πολύ γρήγορα βρεθήκαμε να μιλάμε σαν δύο φίλοι χρόνων. Άξονας στη συζήτηση μας ήταν η ιστορία της ζωής του – μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες και βιώματα, με αναφορές σε ιερά πρόσωπα του λαϊκού τραγουδιού μας, σε καταστάσεις και σε εικόνες μιας άλλης Ελλάδας που σε λίγο θα μοιάζει με προϊστορία των όσων βιώνουμε σήμερα στην τέχνη και την ίδια την κοινωνία. 

«Φεύγεις και παίρνεις μαζί σου τη ζωή μου» ήταν τα λόγια του λίγο αφότου τον ευχαρίστησα για τη διαθεσιμότητα του. Αλήθεια έλεγε! Δεν δίνεται συχνά η ευκαιρία, βλέπεις, να συνομιλείς με ζωντανούς θρύλους της ελληνικής μουσικής, με καλλιτέχνες που όρισαν πολιτισμό στη χώρα μας από το δεύτερο ήμισυ του 20ου αι. και μετά. Είναι η συνέντευξη του μεγάλου Τάκη Σούκα που στο λυκόφως της ζωής του παραμένει ένας βαθύτατα λαϊκός άνθρωπος μαζί με όλη τη σοφία των λαϊκών ανθρώπων, αλλά και ένας εμπνευσμένος δημιουργός. Το τελευταίο το αποδεικνύουν τα ολοκαίνουργια τραγούδια που έφτιαξαν με τη στιχουργό Ελένη Φωτάκη για τη φωνή της Ελένης Βιτάλη.

Καθώς το ταξί με έφερνε στην Άνω Κυψέλη, σκεφτόμουν πως εδώ που μένετε εσείς, λίγο πιο πέρα κατοικούσαν ο Γιάννης Καραμπεσίνης και η Ζωή Φυτούση, δηλαδή πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες. 

Εγώ μένω εδώ από το 1977. Έτσι ήταν και είναι η Κυψέλη. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες ακόμη, χωμένοι στις πολυκατοικίες, όσοι δεν τα κονόμησαν για να φύγουν και να πάνε στα βόρεια προάστια. Δεν σκέφτηκα ποτέ να την εγκαταλείψω, γιατί εγώ έμενα για χρόνια στο Περιστέρι, σε μια μονοκατοικία, αλλά όταν ήρθαμε εδώ, άρεσε πολύ στα παιδιά μου. Ως κέντρο – απόκεντρο, άρεσε και σε μένα, γιατί εδώ κοντά ήταν όλα τα νοσοκομεία, όλες οι εταιρείες δίσκων, όλα τα στούντιο. Έχουμε ησυχία, αλλά είναι και πολύ ψηλά εδώ, που και για ψωμί να βγεις, πρέπει να πάρεις το αυτοκίνητο. Χθες, να φανταστείτε, πήρα πίσω την άδεια κυκλοφορία, τις πινακίδες και την άδεια οδηγήσεως έπειτα από ένα μήνα κράτησης στη δημοτική αστυνομία. Έκανα μία παράβαση στην πλατεία, πάρκαρα σε μία ράμπα συγκεκριμένα, και με τιμώρησαν για δύο μήνες. Πήγα εκεί, έβαλα τις φωνές…

Σας αναγνώρισαν;

Δεν τους ένοιαξε και τόσο! Είναι αυστηρή, ξέρετε, η δημοτική αστυνομία. Δεν παίρνει χαμπάρι ούτε από υπουργούς, ούτε από διάσημους. Είπα τις ανάγκες μου και η ποινή μου «κατέβηκε» στον ένα μήνα. Εμείς οι Έλληνες θέλουμε και λίγο χαλινάρι απ’ τη μια, απ’ την άλλη όμως γίνονται και κάποια πράγματα εν ονόματι του νόμου που ξεπερνάνε τα επιτρεπτά όρια.

Εσείς, κύριε Σούκα, υπήρξατε θορυβώδης άνθρωπος στη ζωή σας;

Όχι, ποτέ. Αθόρυβος, διακριτικός ήμουν, αλλά αφελής και ευκολόπιστος επίσης, όπως και επιπόλαιος σε πάρα πολλά πράγματα. Έχω κάνει πολλά λάθη στη δουλειά μου και στην ιδιωτική μου ζωή. Σπατάλη χρημάτων! Το λέω γιατί εδώ και τρία χρόνια έκλεισαν την ΑΕΠΙ και δεν πληρωνόμαστε πια τα πνευματικά μας δικαιώματα. Παίρνουμε μια σύνταξη, η οποία δεν είναι και τόσο καλή για να τη «βγάλουμε». Δεν έχω σταματήσει να δουλεύω στα κέντρα από το 1959 που ήρθα στην Αθήνα. Πλούσιος δεν ήμουν, αλλά πέρναγα καλά.

Δικαιούται κάθε καλλιτέχνης να περνάει καλά, νομίζω.

Είχα μια άνετη ζωή, αυτό εννοώ, αλλά τίποτα παραπάνω. Μεγάλη περιουσία δεν έκανα.

Στην Άρτα πάτε καθόλου σήμερα;

Σαν επισκέπτης, όχι, δεν πάω. Αγαπώ πάρα πολύ την Άρτα και το χωριό μου, το Κομπότι, γιατί εκεί γεννήθηκα και στα 12 μου πήγαμε στην Άρτα – τι «πήγαμε» δηλαδή, αφού το κέντρο της Άρτας είναι οχτώ χιλιόμετρα από το Κομπότι. Έγινε αυτό, γιατί πήγα στο Γυμνάσιο και μη με παρεξηγείτε αν τα λέω λίγο «χωριάτικα» τώρα.

Μια χαρά τα λέτε, συνεχίστε.

Από τα 12 μου μέχρι να τελειώσω το Γυμνάσιο και να έρθω το ’59 στην Αθήνα, δούλεψα σε πάρα πολλά πανηγύρια και γάμους με τον πατέρα μου καταρχάς, τον μεγάλο δάσκαλο Φώτη Σούκα, όπως και τους άλλους τους Σουκαίους. Δυστυχώς μόνο ένας ξάδερφός μου έχει απομείνει, λίγα χρόνια μικρότερος μου, αλλά είναι άρρωστος. Μιλάω για τον Κώστα Σούκα, που μένει στο Μενίδι σήμερα. Υπάρχει η καινούργια γενιά Σουκαίων, όμως, που ασχολείται με τη μουσική, αλλά όχι την παραδοσιακή. Εμένα είναι τιμή μου και καμάρι μου που αποτελώ μέλος της σημαντικής αυτής μουσικής οικογένειας! Οι νεότεροι συγγενείς μου ασχολούνται με τα ωδεία, άλλοι είναι στην κρατική ορχήστρα κλπ. Ο γιος μου είναι μόνο στη λαϊκή μουσική, παίζει κιθάρα και μπουζούκι, όπως κι η κόρη μου επίσης. 

Περάσατε φτώχεια τα πρώτα χρόνια, να υποθέσω.

Ε, ναι! Μέσα στη δεκαετία του ’40 υπήρχε φτώχεια. Εμείς ήμασταν έξι παιδιά, τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια. Το ένα αγόρι, μικρότερος από μένα, «έφυγε» εδώ και πολλά χρόνια. Δεν νιώσαμε τόσο πολύ πείνα, όσο φτώχεια υπό την έννοια ότι δε μπορούσαμε να φοράμε ότι θέλαμε. Ο πατέρας μας ήταν μουσικός, δεν είχε σχέση με κτήματα και χωράφια, αλλά είχε πάρα πολύ δουλειά γιατί εργαζόταν συνέχεια. Οι γάμοι και τα πανηγύρια δεν είχαν σταματήσει παρόλη την Κατοχή. Είχαμε το σπίτι μας στο Κομπότι και μετά φτιάξαμε κι άλλο ένα σπίτι στην Άρτα. Φτωχικά χρόνια ήταν, αλλά ωραία, πολύ ωραία…

Στην ηλικία που έχετε φτάσει, σας έρχονται εικόνες από την παιδική ηλικία;

Πάρα πολύ! Ότι καλό έχω να θυμάμαι, είναι τα παιδικά και γυμνασιακά μου χρόνια! Έπαιζα κιθάρα τότε και μόλις είχα πάρει κι ένα ακορντεόν στα 15 μου χρόνια. Πήγαινα στη Φιλαρμονική της Άρτας, στον Φιλολογικό Σύλλογο «Ο Σκουφάς», οπότε εκείνα τα χρόνια ήταν τα καλά μου. Κατάλαβα τότε τον εαυτό μου ότι γινόμουν πολύ καλός και έβλεπα πόσο αρεστοί ήταν οι Σουκαίοι στο είδος τους. Το όνομα μας είχε φτάσει σε όλη την Ελλάδα, ήμασταν καλοί παίκτες και φέρναμε μεγάλους καλλιτέχνες απ’ την Αθήνα στην Άρτα. Μεταξύ Άρτας, Πρέβεζας και Αγρινίου, οι Σουκαίοι έκαναν μεγάλη κατάσταση! Με ευχαρίστηση έρχονταν μαζί μας ο Παπασιδέρης, η Μηττάκη, ο Μεϊντανάς, θρύλοι του δημοτικού τραγουδιού.

Η Μηττάκη είχε συνεργαστεί και με τον Τσιτσάνη.

Αυτό δεν το γνωρίζω, πάντως εγώ συνεργάστηκα μαζί της δυο – τρεις φορές, όντας πιτσιρικάς. Συνεργάστηκα και με τους Χαλκιάδες. Σμίγαν οι Σουκαίοι και οι Χαλκιάδες μαζί κι απ’ τη χαρτούρα που βγάζαμε, δεν υπολογίζαμε τι θα παίξει και τι θα πει ο καθένας. Σμίγαμε καμιά δεκαπενταριά άτομα και λέγαμε του χωριάτη του πανηγυρτζή να φτιάξει ένα μεγάλο πατάρι για να χωρέσουμε όλοι! 

Στην Αθήνα ήρθατε για να μπείτε στη δισκογραφία της εποχής;

Ήρθα για να εκπληρώσω όσα ονειρευόμουν και σκεφτόμουν στην Άρτα. Άκουγα λαϊκούς δίσκους, γιατί τα δημοτικά τα είχα ούτως ή άλλως στο τσεπάκι μου. Άκουγα τους ακορντεονίστες, τον Κουλαξίζη, τον Βασιλειάδη, τον Κοινούση, κι έβλεπα ότι δεν έπαιζαν παραπάνω πράγματα απ’ αυτά που έπαιζα εγώ στο ακορντεόν όταν ήμουν στην Άρτα. Πιάνω μια μέρα τον πατέρα μου: «Τι θέλω εγώ και κάθομαι εδώ; Φεύγω απ’ τα πανηγύρια και πάω στην Αθήνα να δοκιμάσω την τύχη μου». Περνώντας απ’ την Πάτρα, γνώρισα και τη γυναίκα μου. Δούλεψα σε ένα συγκρότημα κι εκεί ήταν κι εκείνη.

Τραγουδούσε η Θεανώ;

Ήταν ερασιτέχνις. Πήγαινε στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου και μάθαινε ακορντεόν στο ωδείο. Από κει ξεκίνησε η ιστορία μας. Τραγουδούσε ελαφρά τραγούδια, του Γούναρη, του Μαρούδα, της Νάντιας Κωνσταντοπούλου, τέτοια. Ο πατέρας της είχε δικαστικά προβλήματα με κάτι οικόπεδα έξω απ’ την Πάτρα και πήγαινε κι έπαιζε με το ακορντεονάκι της σε κάποια οικογενειακά συγκροτήματα. Δεν πρόλαβε να παίξει σε πολλά, γιατί γνωρίστηκε μαζί μου μέσω μιας τραγουδίστριας μεγάλης. Τη λέγανε Αργυρούλα και ήταν η προκάτοχος στην αξία και στη φήμη της Τασίας Βέρρα! Αυτή μας γνώρισε, παντρευτήκαμε και ήρθαμε μαζί στην Αθήνα. Εδώ γεννήθηκε ο γιος μας, ο Φώτης, το ’61 κι εγώ ξεκίνησα να δουλεύω με τον μεγάλο τραγουδιστή Ζάχο.

Ποιοι άνθρωποι σας βοήθησαν με τον ερχομό στην πρωτεύουσα;

Καταρχάς ο μαέστρος Στέλιος Χρυσίνης με έναν κιθαρίστα, όχι πολύ σπουδαίο, που λεγόταν Γιάννης Παπαδόπουλος. Αυτός ήταν ένας κοντός καραφλός που θα τον δείτε σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες να παίζει πάντα δίπλα στον Καλδάρα και τον Τσιτσάνη. Αυτός πήγαινε όλους τους μεγάλους απ’ τους παραγωγούς των ταινιών. Έτυχε να πάω σε μια ταβέρνα στα Σεπόλια κι έπιασα δουλειά. Δίπλα έμενε ο Θόδωρος Δερβενιώτης κι ερχόταν για να φάει. Εγώ δούλευα με τον Χρυσίνη, μ’ άκουσε ο Δερβενιώτης και την επόμενη κιόλας μέρα πήγα απ’ το στούντιο της Κολούμπια. Την άλλη σαιζόν, έφυγα για καλοκαίρι και πήγα ξανά στην Άρτα, στα πανηγύρια, γιατί- πρέπει να πούμε- στην Αθήνα του ’60 δεν υπήρχε καλοκαιρινό κέντρο με δημοτικά. Όταν επέστρεψα, πήγα στον «Παράδεισο» στο Αιγάλεω με τον Απόστολο Καλδάρα, τον Γιώργο Λαύκα, τον Μιχάλη Μενιδιάτη, τον Γεράσιμο Κλουβάτο, τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο και με τη Σεβάς Χανούμ, παρακαλώ! Μιλάω για το ’60- ’61- ’62- ’63- ’64…

«Πήγε» τόσο πολύ αυτό το σχήμα;

Ταυτόχρονα δούλευα και στου Κεφάλα – Περιβόλα, τα δύο μεγάλα μαγαζιά στη Νίκαια. Πήγα και στου Τζίμη του Χοντρού στην Αχαρνών και στην Τριάνα του Χειλά στη Συγγρού. Απ’ αυτά τα λαϊκά κέντρα πέρασα και δούλεψα παράλληλα με τη ροή των ηχογραφήσεων στα στούντιο.

Ως μουσικός, όμως, ακόμη όχι σαν συνθέτης.

Ακριβώς. Ως ακορντεονίστας. Δικές μου είναι οι εισαγωγές στο «Ότι αγαπάω εγώ πεθαίνει» με τον Καζαντζίδη και στο «Φέρτε μια κούπα με κρασί» με την Πόλυ Πάνου. Μπήκα σε ηχογραφήσεις με τον Καλδάρα, τη Γιώτα Λύδια, την Πόλυ Πάνου, τον Μενιδιάτη, με όλους.

Τι πιστεύετε είχαν αυτοί οι καλλιτέχνες και σήμερα θα χαρακτηρίζονταν αναντικατάστατοι;

Απλά θα το πω: Ήταν οι καλύτεροι! Καλύτεροι από τους σημερινούς, οι οποίοι μπορεί να’ναι καλοί και νά’χουν άλλη παιδεία, μουσική εννοώ, γιατί δεν ξέρω τη γραμματική παιδεία του καθενός. Αν και ξέρω, αλλά δεν είναι ώρα να το αναφέρουμε. Απ’ τη δεκαετία του ’70 δεν υπήρξε μεγάλος τραγουδιστής που να μην συνεργάστηκα μαζί του. Θυμάμαι ότι το ’69 δούλευα ως μουσικός στο «Καν – Καν» με τον Γιάννη Πουλόπουλο, τον Στράτο Διονυσίου, τη Χαρούλα Λαμπράκη, ενώ μαέστρο είχαμε τον Μίμη Πλέσσα. Εγώ μέχρι το ’68 ήμουν κολλητός με τον Μιχάλη Μενιδιάτη, τη Γιώτα Λύδια και τον Τσιτσάνη στις «Τρεις Γέφυρες». Μετά, απ’ το ’69 – ’70, ήρθε η σειρά των επόμενων σχημάτων, Διονυσίου – Βοσκόπουλος. Στα «Δειλινά» αργότερα δούλεψα με Πουλόπουλο, Κουμιώτη, Νταλάρα, Πάριο, Αλεξίου, Γαλάνη κ.α.

Περνάγατε αμέσως στις επόμενες γενιές, μου λέτε.

Έτσι. Την ημέρα ως μουσικός στα στούντιο και το βράδυ στα πάλκα, στα κέντρα.  

Μπορείτε να υπολογίσετε σε πόσα τραγούδια έχετε συμμετάσχει ως μουσικός;

Σε πάρα πολλά, πάνω από 10.000 κομμάτια, και δυστυχώς δεν είχα τον τρόπο να τα καταγράψω και να τα δηλώσω στον ασφαλιστικό οργανισμό μας, τον «Απόλλωνα». Πήγα μόνο τα δικά μου, γύρω στα 1200 τραγούδια. Δεν είναι έπαινος αυτό, βέβαια, γιατί ο Τσιτσάνης παραπάνω από 600 τραγούδια δεν έγραψε. Κι ο Ζαμπέτας ακόμη πιο λίγα. Το ίδιο κι ο Καλδάρας! Σε μας απλά έτυχε η εποχή των long play δίσκων, που έπρεπε να γράφουμε 10 – 12 τραγούδια. Γίνονταν επιτυχίες τα τρία το πολύ και τα άλλα, που ίσως να ήταν καλύτερα, δεν «πέρναγαν». Οι παλιότεροι, λοιπόν, έγραφαν δύο τραγούδια σε δισκάκια 45 στροφών, κάτι που κι εγώ έκανα με επιτυχία. 

Δεν ξέρω αν δουλέψατε μαζί τους, συναντήσατε ποτέ ωστόσο τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη;

Με τον Χατζιδάκι στην Κολούμπια έπαιξα ακορντεόν στα «Παιδιά του Πειραιά» που τα τραγουδάει η Πόλυ Πάνου. Εκεί ήταν ο Χατζιδάκις μαζί μ’ έναν πιανίστα και διηύθυνε. Ο Χατζιδάκις ήθελε άλλες ενορχηστρώσεις, ήθελε να παίζουν κιθαρομπούζουκα, πιο λυρικός και σπουδαίος! Του Θεοδωράκη, πήγα μια φορά να του παίξω σε δύο κομμάτια, έχοντας πια πάρει και σαντούρι. Εδώ πρέπει να πω ότι στην Άρτα είχα ξεκινήσει με σαντούρι και μετά πήρα ακορντεόν. Ε, μάθανε όλοι εδώ ότι παίζω σαντούρι και ο Νταλάρας πέταξε τη σκούφια του, αφού τότε ήταν ο Αριστείδης Μόσχος με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και ο Τάσος Διακογιώργης με τον Νίκο Ξυλούρη. Ο Νταλάρας που ήθελε σαντούρι, με έβαλε να παραγγείλω δύο σαντούρια κιόλας…Τέλος πάντων, ήμουν στην Κολούμπια και έγραφα κάποια λαϊκά. Το απόγευμα πέρασε ο Μίκης Θεοδωράκης να γράψει δύο δικά του τραγούδια. Ήθελε σαντούρι και μου βάζει μπροστά μου δυο παρτιτούρες. «Αποκλείεται εγώ, κύριε Θεοδωράκη, να παίξω σαντούρι με παρτιτούρα» του είπα. Κανείς δεν έπαιζε με παρτιτούρα, ούτε και ο Διακογιώργης που ήταν σπουδαγμένος μουσικός της κρατικής ορχήστρας. Δεν υπήρχε παρτιτούρα στα λαϊκά τραγούδια του Τσιτσάνη, του Καλδάρα και του Δερβενιώτη, παίζαμε με τ’ αυτί. Σαν μουτζούρα ήταν η παρτιτούρα του Θεοδωράκη, θυμάμαι, κι ο ίδιος να μου λέει: «Παίξτε, κύριε Σούκα». Εκεί ευτυχώς παρενέβη ο μπουζουξής του, ο Κώστας Παπαδόπουλος, για να με βγάλει απ’ τη δύσκολη θέση! «Άσ’ το, βρε Μίκη, δεν χρειαζόμαστε σαντούρι» του είπε και, πράγματι, δεν χρειαζόταν. Έτσι γνωρίστηκα με τον Μίκη και αργότερα, στην Πλάκα που δούλευα με Νταλάρα – Αλεξίου, ερχόταν και μας έβλεπε. Ποτέ, όμως, σε τραγούδια του δεν έβαλε ακορντεόν και σαντούρι ο Μίκης Θεοδωράκης. Ούτε και ο Χατζιδάκις, με εξαίρεση κάποιο ακορντεονάκι, μόνο που πάντα έπαιρνε ακορντεονίστες, οι οποίοι «διαβάζανε».

Δηλώνετε αυτοδίδακτος μουσικός εσείς.

Ναι, έτσι! Στο χωριό ο πατέρας μου είχε ένα διαφορετικό τρόπο κουρδίσματος του σαντουριού. Είχα μαγευτεί απ’ αυτό το όργανο, το οποίο είναι πολύ ευαίσθητο και μετά το κατάλαβα. Όταν το πήρα κι έπαιζα εδώ, παρουσίαζε προβλήματα με την αλλαγή της θερμοκρασίας. Μαρτύριο! Ο Νταλάρας μου είχε επιβάλλει να παίζω σαντούρι περισσότερο, παρά ακορντεόν. Ήμουν ο μοναδικός σαντουριέρης που πήρε μαζί του το όργανο σε παραλιακά κέντρα διασκέδασης. Στη «Νεράιδα», στη «Φαντασία», στα «Δειλινά», έβγαζα σαντούρι, που μπορεί να μη χρειαζόταν, αλλά ήταν μαγευτικό σαν όργανο. Το θέλανε όλοι!

Τα αδέρφια σας είχαν σχέση με τη μουσική;

Ο αδερφός μου! Πολύ καλός, έπαιζε κι αυτός ακορντεόν, αλλά δεν μπήκε στη δισκογραφία. Δεν θέλησε, έπαιζε μόνο επί 20 – 25 χρόνια σε ένα συγκεκριμένο μαγαζί. 

Ούτε είχατε ανταγωνισμό μεταξύ σας.

Όχι, ποτέ! Ήτανε σαν χαρακτήρας πολύ αγαπητό παιδί, όλοι τον αγαπούσαν. Τα ξαδέρφια μου ασχολήθηκαν ενεργά με τη μουσική, ο Βαγγέλης, ο Βασίλης και ο Κώστας, που σας έλεγα.

Πότε γνωρίζεστε με τον Στέλιο Καζαντζίδη;

Όταν έπαιζα ως μουσικός στην Κολούμπια κι αυτός είχε έρθει να προβάρει τα τραγούδια που θα έλεγε. Μπαίνει ο Στέλιος μέσα, κοιτάει όλους τους μουσικούς, τους χαιρετάει, τους Κώστα Παπαδόπουλο – Λάκη Καρνέζη, τον Γιάννη Δέδε, τον Μέμο Κυριαζή, όπου βλέπει κι ένα ανθρωπάκι να κρατάει ένα ακορντεόν θεόρατο. Κάνει ο Στέλιος: «Ποιο είναι το ακορντεόν αυτό που παίζει μόνο του;» Είχε ακουστά ότι μόλις είχε έρθει ένα παιδί απ’ την Άρτα κι έπαιζε καλά! Χαιρετάει και μένα: «Πως μπορείς, βρε παιδάκι μου, και το σηκώνεις όλο αυτό;»…«Ε, τι να κάνω, κύριε Στέλιο; Η δουλειά μου ειν’ αυτή»…Αργότερα το πούλησα εκείνο το ακορντεόν κάπου στα Μέγαρα και πήρα ένα μικρότερο, ίδιας ποιότητας, αλλά πιο «μαζεμένο». Έτσι γνωριστήκαμε με τον Καζαντζίδη και έμελλε στις αρχές να παίξω σε πολλά τραγούδια του με τον Γιώργο Λαύκα κ.α. Δυστυχώς τότε δεν αναγράφονταν πάνω στους δίσκους τα ονόματα των μουσικών κι απορώ πως οι άλλοι συνάδελφοι τα βρήκαν…Πάω απ’ τον «Απόλλωνα» και μου λένε: «Μίλα με όποιον άλλο μουσικό είχατε παίξει μαζί και πρόσθεσε το όνομα σου». Δεν το έκανα ποτέ αυτό, εκτός των δικών μου τραγουδιών, όπως ξανάπα πριν, απ’ τα οποία πληρώνομαι. 

Είχατε πάντα δίπλα σας στα πάλκα τη γυναίκα σας;

Όχι. Το ’59- ’60- ’61 μόνο, αφού υπήρχε η νοοτροπία στα μαγαζιά να κατεβαίνουν οι μπουζουξήδες από το πάλκο και ν’ ακούγεται για κάνα μισάωρο το λεγόμενο ευρωπαϊκό τραγούδι. Έτσι τραγουδούσε η γυναίκα μου κι έχω φωτογραφίες που τη συνοδεύω εγώ στη μελλόντικα, όπως και με τον Απόστολο Καλδάρα να παίζει πιάνο πίσω της. Που να τις βρω τώρα, όμως, αυτές τις φωτογραφίες;

Δεν πειράζει, με καλύπτει η μαρτυρία σας.

Η γυναίκα μου, μόλις τελείωνε το μικρό πρόγραμμα της, καθόταν δίπλα μου με το ακορντεονάκι της. Δεν υπήρχαν εκεί, αυτά που γίνονταν στα μεγάλα λαϊκά κέντρα στο Αιγάλεω και τη Νίκαια, κονσομασιόν και τέτοια…Πιο καλά περνάγαμε, βέβαια, στα πανηγύρια που πηγαίναμε τα καλοκαίρια και είχαμε γύρω μας όλους τους συγγενείς μου. Ξέρετε τι χαρτούρα βγάζαμε; 200 δραχμές έβγαζα εγώ κι άλλες τόσες η γυναίκα μου. Τέτοιο είδος τραγουδίστριας ήταν η γυναίκα μου, ερασιτέχνιδα. Κάναμε τα παιδιά μας, πέθανε η μητέρα της σε ηλικία 49 ετών και τότε σταμάτησε. Ερχόταν, ας πούμε, στο Περιστέρι και άκουγε τα τραγούδια μου, της άρεσαν. Δεν ήταν όμως ποτέ από πάνω μου, ούτε με τα καλλιτεχνικά ασχολιόταν συνέχεια.

Εσείς, πάλι, αρχίζετε να φτιάχνετε τα πρώτα δικά σας τραγούδια το 1967.

Ναι, ακριβώς, το ’67 – ’68. Μπήκα ανάμεσα σε θηρία – συνθέτες στην Κολούμπια: Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Καλδάρας, Τσιτσάνης, Ζαμπέτας, Άκης Πάνου! Ο χαμός των χαμών! Ήταν η περίοδος που οι Θεοδωράκης – Χατζιδάκις είχαν ξεκινήσει το δικό τους, ας το πούμε ποιητικό, τραγούδι και ο Λαμπρόπουλος έβαλε στην άκρη κάποιους άλλους τραγουδιστές. Μιλάω για την Πόλυ Πάνου, τον Μενιδιάτη, τη Γιώτα Λύδια. Για τον Θεοδωράκη υπήρχαν εκεί ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, η Μαίρη Λίντα…Τώρα πως έγινε και τραγούδησε η Μαίρη Λίντα τον Θεοδωράκη, δεν το γνωρίζω ακριβώς, αλλά πρέπει νά’γινε μέσω του Μανώλη Χιώτη, που ήταν το πρώτο μπουζούκι του Μίκη. Η Κολούμπια, πάντως, κρατούσε τους «καλούς» και πιο νέους για τον Θεοδωράκη, σαν τη Μαρία Φαραντούρη, ενώ τη Δήμητρα Γαλάνη και τον Μανώλη Μητσιά τους «έδινε» στον Χατζιδάκι και, πράγματι, του πήγαιναν περισσότερο. Εμείς ήμασταν μια άλλη φουρνιά μουσικών την ίδια περίοδο, εγώ, ο Γιώργος Κοινούσης, ο Γιάννης Καραμπεσίνης, που αρχίσαμε να γράφουμε τραγούδια. «Γράψτε κι εσείς, ρε παιδιά» μας έλεγε ο Λαμπρόπουλος, «αφού σας έχουμε εδώ μόνο σαν σολίστες». Τα πρώτα μου τραγούδια έγιναν με τον Μενιδιάτη, τη Χαρούλα Λαμπράκη, την Πόλυ Πάνου και μετά ήρθε ο Στράτος Διονυσίου με δυο – τρία 45άρια, προτού δηλαδή σταματήσει, καθώς δεν γνωρίζω και τι είχε γίνει. Έφυγα από την Κολούμπια και συνέχισα να εκδίδω τα 45άρια μου με διάφορους τραγουδιστές στη Music-Box. 

Γιατί φύγατε απ’ την Κολούμπια;

Είχαν φύγει κι οι τραγουδιστές, η Πόλυ Πάνου, ο Μενιδιάτης, η Γιώτα Λύδια. Ο Γαβαλάς, επίσης, και η Πόλυ Πάνου έφτιαξαν δική τους εταιρεία. Και μαζί τους έγραψα! Ως μουσικός, όμως, εξακολουθούσα να παίζω στην Κολούμπια, μέχρι που εντάχθηκα σε μία εταιρεία της Ομόνοιας, την Polyphone. Εκεί έγραψα με τη Φωτεινή Μαυράκη και μετά ήρθε ο Κόλλιας!

Εντυπωσιακό είναι πως ενώ όλοι τότε είχαν στραφεί στο πιο ποιητικό – πολιτικό τραγούδι, εσείς δουλέψατε με τη Φωτεινή Μαυράκη.

Όπως και με τον Πάνο Μαρίνο και τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο. Δούλευα όμως με τον Νταλάρα και την Αλεξίου παράλληλα στη «Διαγώνιο» και στο «Θεμέλιο», στις μπουάτ, με τέτοια τραγούδια. Εμένα βέβαια μου άρεσαν πιο πολύ τα καψούρικα μου, τα τραγούδια της Ομόνοιας που τα έλεγα, εκεί ήμουν.

Μιλήστε μου λίγο για τη Φωτεινή Μαυράκη. Την παραδέχονταν ο Καζαντζίδης και η Αλεξίου.

Μεγάλη τραγουδίστρια! Ξέρω ότι ήταν πολύ καλή σαν άνθρωπος και η καλύτερη απ’ όλους στους αμανέδες. Πολύ σπουδαία, αλλά μετά χάθηκε, εξαφανίστηκε.

Θα ήταν ιδιόμορφος χαρακτήρας.

Να σας πω: Πάντα κρατούσα μία απόσταση από τους τραγουδιστές. Δεν είχα πολλά. Με τους μόνους που ήμασταν σαν οικογένεια, ήταν ο Μιχάλης Μενιδιάτης και η Χαρούλα Λαμπράκη. Οι άλλοι όλοι, χωρίς νά’χω τίποτα μαζί τους, είχαν άλλες παρέες, άλλες συνήθειες. Ο Στράτος Διονυσίου, ας πούμε, πολύ καλός, αλλά πήγαινε στον Βύρωνα κι έπαιζε χαρτιά και ζάρια. Η Πόλυ Πάνου ήταν μαζεμένη, είχε την εταιρεία, παντρεύτηκε μετά κάποιον από τη Θεσσαλονίκη. Πήγαινα σπίτι της, μιλούσα με τη μητέρα της – ήταν πολύ καλή γυναίκα – αλλά μέχρι εκεί. Κρατούσα ισορροπίες, θα έλεγα. 

Θέλω να πάμε τώρα στην περίπτωση του Κώστα Κόλλια.

Το ’77 κάναμε ένα δίσκο με τον Κόλλια, «Οι καρδιές που αγαπάνε» που είχε μέσα πολλά σουξέ. Μετά αυτός έκανε άλλους δυο δίσκους, που δεν περπάτησαν. Μεγάλες ιστορίες ανοίγουμε τώρα, τι να πρωτοθυμηθώ, κι εμένα η ζωή μου είναι όλο παράπλευρες ιστορίες. Θέλουμε ένα μήνα να μιλάμε…Εν πάση περιπτώσει, δούλευα στη ΜΙΝΟΣ πια ως εκτελεστής μουσικός και με τραγουδιστές της εταιρείας. Με πιάνει ο Αχιλλέας Θεοφίλου: «Ρε συ, είσαι εδώ πέρα, παίζεις στα τραγούδια μας, παίζεις για δικούς μας τραγουδιστές στο στούντιο και στα πάλκα τα βράδια! Κι εσύ έχεις πάει στην Ομόνοια και μας πυροβολείς από κει με τα σουξέ σου;»…«Τι να κάνω» του λέω, «αφού εσείς δεν με θέλετε εδώ ως συνθέτη»! Δούλευα, λοιπόν, στη «Διαγώνιο» με τον Νταλάρα και ο Κόλλιας είχε κάνει τα πρώτα του σουξέ μαζί μου, όχι όμως το «Έρωτα μου αγιάτρευτε» που προέκυψε λίγο μετά. Τραγουδούσαν μαζί με την Πίτσα Παπαδοπούλου, νομίζω, στο κέντρο «Αθήναι». Εγώ έκανα πρόβες με τον Νταλάρα, όπου έρχεται και με βρίσκει ο Σπύρος Λιόσης, το μπουζούκι του Κόλλια. «Σε θέλει ο Κόλλιας να έρθεις να τον συνοδεύεις και σου δίνει 30.000 δραχμές μεροκάματο». Μιλάμε για εφτά μέρες το εφταήμερο, ενώ με τον Νταλάρα θα παίζαμε μόνο έξι μέρες και θα έπαιρνα 3.000 μεροκάματο! Αυτά ήταν τα λεφτά που παίρναμε όλοι τότε, αφού οι μπουάτ πούλαγαν πορτοκαλάδες και λεμονάδες. Δεν πήγα!

Πολύ έντιμη στάση εκ μέρους σας!

Αυτό είναι κάτι που δεν το ξέρει ο Νταλάρας! Κι άλλα πολλά δεν ξέρει και γι’ αυτό είναι καλή ευκαιρία που τα λέμε τώρα. Εγώ το ’77 είχα πάρει το σπίτι αυτό, που βρισκόμαστε τώρα, κι είχα 20.000 δραχμές γραμμάτιο το μήνα. Ο Νταλάρας μας έλεγε να μην πάμε αλλού να δουλέψουμε για καλοκαίρι. Ήμασταν στην ορχήστρα του εγώ, ο Νικολόπουλος, ο Βαρδής, ο Τσεμπερούλης, ο Νύσος Πανταζής…Κάποια στιγμή μόνο πήγαμε στο Λονδίνο, αλλά χωρίς λεφτά πολλά. Θυμάμαι ότι ζήτησα δανεικά από τον καταστηματάρχη της «Διαγώνιου», 120.000 δραχμές, για να πλήρωνα τα γραμμάτια του καλοκαιριού και να του τα επέστρεφα το χειμώνα που θα του δούλευα. Να τα θυμηθεί αυτά ελπίζω ο κ. Νταλάρας, γιατί τά’χει ξεχάσει! Ο Κόλλιας έκανε στο μεταξύ δύο δίσκους με τον Κατινάρη, που δεν «πήγαν». Ξανάρθε τότε ο εταιρειάρχης της Polyphone για να κάνουμε νέο δίσκο με τον Κόλλια. «Να κάνουμε» είπα, «γιατί όχι;» Εγώ είχα μεράκι να κάνω σουξέ, παρόλο που αυτός δεν με πλήρωνε. Έρχονταν στα τραγούδια μου και παίζανε μπουζούκι ο Νικολόπουλος και ο Πολυκανδριώτης. Να, απόψε, μόλις τελειώσει η συνέντευξη μας, θα περάσει να με πάρει ο Μαργαρίτης να πάμε από κει που παίζει ο Νικολόπουλος. Τέλος πάντων, γράφουμε με τον Κόλλια δώδεκα καινούργια τραγούδια, αλλά τα σπάνε με τον εταιρειάρχη. Είχε δίκιο ο Κόλλιας εν προκειμένω! Ζητούσε να μας πληρώσει, καθάριζε και για μένα! Σηκώνεται και φεύγει ο Κόλλιας και πάει στη ΜΙΝΟΣ, παρατώντας τα δικά μας τραγούδια στο στούντιο. Τα είπε τελικά ο Πάνος Μαρίνος, ένας καλός τραγουδιστής που δεν είχε την εμβέλεια του Κόλλια. Κάνει δικαστήριο η Polyphone στον Κόλλια κι αυτός αναγκάζεται να γυρίσει και να κάνει έναν ακόμη δίσκο. Και εγένετο το «Έρωτα μου αγιάτρευτε»!

Δεν πρόλαβε να το γευτεί το σουξέ αυτό ο Κόλλιας. 

Όχι, δεν πρόλαβε…Τον θυμάμαι στο στούντιο να το τραγουδάει ψιλομεθυσμένος, με κοιτούσε περίεργα. Σκοτώθηκε λίγο μετά. Στην κηδεία του, στα Καλύβια, έβαζαν συνέχεια το δίσκο με το «Έρωτα μου αγιάτρευτε». Ο Κόλλιας έμενε στο Λαγονήσι και τον πήρε κάποιος τηλέφωνο να πάει να τον συναντήσει. Ήταν και λίγο της φούμας, ξέρετε…Απ’ το τρέξιμο, έπεσε με το αμάξι του στα βράχια, έκατσε ένα μήνα στο νοσοκομείο σε αφασία και πέθανε. 33 ετών ήταν, σπουδαίος τραγουδιστής, ωραίο παιδί! Στενοχωρήθηκα πολύ γιατί αν ζούσε αυτός τώρα θα ήταν μεταξύ του Πάνου Γαβαλά και του Στράτου Διονυσίου. Τέτοιας αξίας τραγουδιστής ήταν! 

Θα ήταν τόσο ψηλά λέτε, ε;

Θα ήταν, θα ήταν! 

Λέγεται ακόμη πως αν ζούσε ο Κόλλιας, πιθανώς να μην «γινόταν» ο Μαργαρίτης.

Άλλη ιστορία αυτή τώρα με τον Μαργαρίτη! Πρέπει να την πω…Ο Μαργαρίτης ήρθε το 1977 στη «Διαγώνιο» και με ζήτησε στο διάλειμμα απ’ τον Χρήστο Νικολόπουλο. Με βρήκε, τον θυμάμαι με ελαφρώς μακριά μαλλιά. Δίσταζε να με πλησιάσει, νόμιζε πως δεν θα τον δεχτώ επειδή έγραφα τραγούδια με τον Κόλλια. Βλακεία του! Δεν θα’ χα αντίρρηση να κάνω δίσκο μαζί του, εφόσον τον άκουγα, κι ας υπήρχε ο Κόλλιας. Ο Κόλλιας ούτως ή άλλως δεν ήταν τόσο καλός στις δημόσιες σχέσεις του, αν και μένα μ’ αγαπούσε. Μου’χε αδυναμία γιατί τον συνέφερνα με τα τραγούδια μου. Γύριζε, λοιπόν, από δω κι από κει ο Μαργαρίτης και τα λέει μάλιστα και μεσ’ στο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε προ ημερών. Είχε πάει στον Τσιτσάνη, ο οποίος του είπε: «Μην έρχεσαι εδώ, εσύ’σαι νέος ακόμα». Και η αλήθεια είναι πως ο Τσιτσάνης τότε δεν έγραφε για κανένα τραγουδιστή. Τραγουδούσε μόνος του με δεύτερη φωνή τη Χαρούλα Λαμπράκη, αυτό ήθελε. Δεν υπήρχε περίπτωση να έγραφε για κανέναν κι ας λέει σήμερα ότι λέει ο Μαργαρίτης με μια πικρία. Πάλι, όμως, αλήθεια είναι πως κι ο Μαργαρίτης δεν ήταν και τόσο νέος, είχε φτάσει τα 30. Πεθαίνει ο Κόλλιας, λοιπόν, και τότε εμφανίζεται ο Μαργαρίτης. 

Αυτό δεν «δένει» με ότι σας ρώτησα πριν;

Ναι, ισχύει. Ο Μαργαρίτης «έγινε» όταν «έφυγε» ο Κόλλιας και συν τοις άλλοις εγώ του’χα ρίξει κόκκινη κάρτα, δεν μιλάγαμε για έξι – εφτά χρόνια. Μπορεί να ήταν καλός σχετικά, να μίλαγε καλά για μένα κλπ., αλλά εγώ δεν την ήθελα την παρέα του. Έκανε μια χαρά οικογένεια, είχε μυαλό ο Γιώργος, έξυπνος, πονηρόβλαχος, το αντίθετο δηλαδή απ’ τον Δημήτρη Κοντολάζο, που του’χα γράψει τα καλύτερα τραγούδια μου. Αυτός δεν είχε μυαλό και σήμερα βγαίνει στις τηλεοράσεις και τραγουδάει με την Άντζελα Δημητρίου και τον Λευτέρη Πανταζή. Ο Μαργαρίτης, αντίθετα, τραβήχτηκε προς το πιο «έντεχνο»: Έκανε ένα δίσκο με τραγούδια Τσιτσάνη – Βαμβακάρη κλπ. που πούλησε πολύ και μετά έμπλεξε με τον Άγγελο Σφακιανάκη, τον Θοδωρή Μανίκα και τον Κώστα Μπαλαχούτη. Αυτοί τον βάλανε σ’ ένα άλλο δρόμο.

Πιστεύετε ότι ο κάθε καλλιτέχνης πρέπει να κουβαλάει την προσωπικότητα, το χαρακτήρα του;

Ε ναι! Έτσι. Ο Μαργαρίτης ήταν αγράμματος, όπως και όλοι οι τραγουδιστές. Εκείνο που έχει σημασία, που του το’χα πει, αλλά μάλλον δεν το’ χε πιάσει, ήταν το εξής: Συνεργαζόμουν μ’ έναν στιχουργό, ο οποίος ήταν και κουμπάρος μου, είχε βαφτίσει την κόρη μου, αλλά δεν αποδείχτηκε καλός συνεργάτης. Με έκλεβε! Με εκμεταλλευόταν κι έτσι μαλώσαμε και τα σπάσαμε. Για τον Ηρακλή Παπασιδέρη λέω! Μαζί γράψαμε τον πρώτο δίσκο με τον Κόλλια και τον Κοντολάζο, όπως και το «Έρωτα μου αγιάτρευτε». Ο Παπασιδέρης ήταν αυτός που με έφερε εδώ από το Περιστέρι γιατί έμενε λίγο παρακάτω κι ήθελε να είμαστε κοντά. 

Είναι εν ζωή σήμερα ο Παπασιδέρης;

Όχι, ήταν αρκετά μεγαλύτερος μου, έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Σταματήσαμε, λοιπόν, τη συνεργασία μας γιατί ήθελε να μπαίνει πρώτο τ’ όνομα του και, το κυριότερο, να πηγαίνει αυτός απ’ την εταιρεία και να διαπραγματεύεται. «Ο Σούκας γυρνάει στο σπίτι στις 6 το πρωί, δεν είναι σε θέση να πάει στις 9 να συναντήσει τον Λαμπρόπουλο» – τέτοια πήγαινε και τους έλεγε! Είναι σημαντικά αυτά που σας λέω τώρα! Ο Λαμπρόπουλος ήθελε σε κάποια φάση να μας δεσμεύσει όλους σαν συνθέτες και μοίραζε λεφτά, προκαταβολές. Πήγε και πήρε ο Παπασιδέρης 250.000 δραχμές και τους είπε «Άστε τον Σούκα τώρα, έτσι κι αλλιώς μεσ’ στο μερτικό μου είναι τα λεφτά αυτά»! Λες κι αυτός ήταν ο συνθέτης κι εγώ ήμουν κάνα παιδάκι με μπουζουκάκι που έφτιαχνα τα κομμάτια του!

Και πως αντιδράσατε απέναντι σ’ όλο αυτό;

Εκεί ακριβώς σταμάτησα να συνεργάζομαι μαζί του.

Και ο Μαργαρίτης πως ακριβώς εμπλέκεται;

Ο Μαργαρίτης έρχεται μετά τον χαμό του Κόλλια, ετοιμάζουμε εδώ τα τραγούδια, όλα μια χαρά και τα πήγα από δύο άλλες εταιρείες. Δεν ήθελε να τον πήγαινα απ’ την Polyphone. Δεν τον δέχτηκαν όμως, ο Καρατζάς στη SONY και ο Μανίκας στη Music-Box. Μιλάω για έναν συνθέτη ονόματι Μανίκα, που έκανε και τον παραγωγό τότε. Αναγκάζομαι να τον πάω απ’ τον Πολίτη της Polyphone, τον ίδιο καιρό που είπα του Παπασιδέρη: «Τέρμα, δεν ξανασυνεργάζομαι μαζί σου». «Έμαθα ότι βρήκες έναν τραγουδιστή που μοιάζει με τον Κόλλια και θα γράψεις μαζί του» μου κάνει αυτός, «Ναι» του απαντάω. «Εγώ θα γράψω με δύο άλλους τραγουδιστές και με έναν άλλο συνθέτη που βρήκα! Να δεις ποιος είναι μάγκας» ήταν τα λόγια του! Εκεί του είπα του Μαργαρίτη: «Γιώργο, έχω βάλει στοίχημα με τον Παπασιδέρη. Εσύ θα πας στα αστέρια απάνω κι αυτός δεν πρόκειται να κάνει τίποτα κι ούτε ποτέ στη ζωή του θα ξαναγράψει τραγούδια»! Και αυτό έγινε! Οι δύο τραγουδιστές που είχε ο Παπασιδέρης ήταν ένας που μετά τα έμπλεξε με τη Ρίτα Σακελλαρίου και ο άλλος, ο Καλούσης, καλό παιδί, αυτοκτόνησε πρόσφατα. Έκτοτε, απ’ το ’80, ο Παπασιδέρης δεν ξανάγραψε με κανέναν τραγούδια!

Τιμωρήθηκε.

Αυτό ακριβώς, τιμωρήθηκε! 

Και γι’ αυτό στην αρχή αυτοπροσδιοριστήκατε ως αφελής και ευκολόπιστος.

Ναι, απέναντι στον Παπασιδέρη εννοούσα. Έκανα υποχωρήσεις, γιατί είχε ρίξει λάδι στην κόρη μου, την είχε βαφτίσει. Πολλά ήταν, αλλά τα είπα για να θυμήσω στον Μαργαρίτη πως είχα βάλει στοίχημα για την περίπτωση του. Ήμουν σίγουρος, αλλά να το γράψετε αυτό: Και ο Κόλλιας να ζούσε, έτσι κι ερχόταν ο Μαργαρίτης να μου ζητήσει τραγούδια, πάλι θα έκανε επιτυχία! Πιάστηκε κορόιδο, φοβήθηκε απ’ τον Κόλλια λες κι εγώ είχα αποκλειστικό συμβόλαιο μαζί του. Ίσα – ίσα που ήθελα να «φτιάξω» κι άλλους τραγουδιστές. Είχα μια διαβολεμένη τύχη τότε, κάναμε δηλαδή το δίσκο με τον Μαργαρίτη κι ο κόσμος έλεγε «Ποιος ειν’ αυτός που τραγουδάει τα καινούργια του Σούκα σε στυλ Κόλλια;» Δεν τον ξέρανε. Κατέβαινε ο Μαργαρίτης με τα καφάσια με τους δίσκους και τις κασέτες, 150.000 είχαμε πουλήσει! Έκτοτε, κάναμε μια συνεργασία σ’ ένα μαγαζί και δεν μου φέρθηκε καλά. Μαλώσαμε και γι’ αυτό τον κράτησα σε απόσταση. Δέκα τηλέφωνα θα με πάρει, άντε να σηκώσω το ένα…

Απόψε, όμως, θα πάτε παρέα στον Νικολόπουλο.

Ναι, για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια. 

Να θυμόμαστε δηλαδή τη μέρα που τα ξαναβρήκατε με τον Μαργαρίτη, 29 Νοεμβρίου του 2019!

(γέλια) Ήρθε εδώ όταν ήταν άρρωστη η γυναίκα μου, γιατί τον αγαπούσε, ωστόσο στην κηδεία δεν τον φώναξα. Στο μεταξύ, με τα χίλια ζόρια πήγα στη βιβλιοπαρουσίαση του, έβαζε τον Νικολόπουλο να μου τηλεφωνήσει.

Αυτό σημαίνει πως σας αγαπάει.

Ναι, εντάξει…Αλλά είναι κάποια πράγματα…

Μην τα σκέφτεστε, πέρασαν πια τα χρόνια.

Ναι, είχε πολύ κόσμο ο Μαργαρίτης στην εκδήλωση του. Ήταν από υπουργοί μέχρι τον Κώστα Χατζή, που τον ξανάδα και πολύ συγκινήθηκα.

Να πούμε ότι πολλά τραγούδια σας έκαναν και δεύτερη μεγάλη καριέρα με άλλες φωνές.

Σαν το «Έρωτα μου αγιάτρευτε» που έγινε γνωστό με την Πίτσα Παπαδοπούλου. Εξαιρετική η Πίτσα και της ξανάγραψα τραγούδια. Τώρα έχει πλάκα το πώς μπήκα εγώ στη ΜΙΝΟΣ.

Πείτε μου, αν θέλετε.

Το ’81 ήμασταν στη «Φαντασία» και ο Μενιδιάτης ήθελε το καλοκαίρι να πάει να κάνει τα μπάνια του σε ένα νησί. Μου λέει ο Κοσμάς ο αδερφός του: «Να πάρουμε μαζί μας τον Στράτο;», που είχε φύγει απ’ την Κολούμπια. Το δέχτηκα. Στο σχήμα ήταν ο Πουλόπουλος και ο Κλωναρίδης, αν θυμάμαι καλά. Ετοιμάσαμε ένα ποτ-πουρί για τον Στράτο με μαέστρο τον Νίκο Ιγνατιάδη που «έφυγε» πρόσφατα κι αυτός. 

(στο σημείο αυτό, ο Τάκης Σούκας με ρωτάει αν θέλω να μου φτιάξει καφέ. «Είμαι μόνος μου και μόνο νερό μπορώ να σας προσφέρω» μου λέει. Αρνούμαι ευγενικά τον καφέ και περιορίζομαι στο νερό. Πηγαίνει μέσα και γυρίζει με ένα μικρό μπουκάλι και με ένα μελομακάρονο. «Μου τα έφερε η αδερφή μου» με ενημερώνει για την προέλευση του γλυκίσματος)

Λέγαμε, λοιπόν, για τον Στράτο στη «Φαντασία».

Ναι, μαζί μας θα ήταν και η Λίτσα Διαμάντη, μια πολύ αγαπημένη και πολύ σπουδαία τραγουδίστρια. Λυπάμαι που έχει φύγει απ’ τη δουλειά, ποιος ξέρει γιατί…

Έχετε καιρό να μιλήσετε;

Πολλά χρόνια. Δεν μιλάμε καθόλου. Τέλος πάντων, κανονίζει ο Κοσμάς Μενιδιάτης με τη Λίτσα Διαμάντη και πάνε τον Στράτο απ’ τη ΜΙΝΟΣ. Του γράφουν τραγούδια ο Πολυκανδριώτης, ο Στέλιος Ζαφειρίου, ένας άλλος ερασιτέχνης ονόματι Γεροντάκης – κάπως έτσι λεγότανε – και μαζεύτηκαν 11 κομμάτια. Εμένα μου’χε συμπάθεια ο Στράτος, γιατί είχαμε δουλέψει τα προηγούμενα χρόνια. «Ρε Σούκα» μου λέει μια μέρα, «μήπως έχεις κάνα τραγούδι να μου δώσεις να συμπληρώσουμε το δίσκο; Έχουμε 11, δώσε κι εσύ ένα να γίνουν 12 τα τραγούδια». «Να σου δώσω, ρε Στράτο» του απαντάω. Και του έδωσα το «Υποκρίνεσαι»! Το βάζουν τίτλο στο άλμπουμ κι είναι το μοναδικό τραγούδι που γίνεται επιτυχία με αποτέλεσμα να εκτιναχτεί ο δίσκος στις 150.000 πωλήσεις! Να το εισιτήριο του Στράτου για τη ΜΙΝΟΣ κι έτσι ακολούθησε το «Άκου ρε φίλε» κι άλλα σουξέ μας! Μετά κάναμε ολόκληρο δίσκο, «Ο λαός τραγούδι θέλει». Ήταν ο αγαπημένος μου ο Στράτος!

Μετά τον Στέλιο Καζαντζίδη;

Όχι, τους θεωρώ ισάξιους και τους δύο! Καθένας έχει το δικό του στυλ. Ο Καζαντζίδης είχε αυτή τη θεία φωνή, αυτό που λέμε «το κάτι άλλο». Ο Στράτος, αλλά και ο Μπιθικώτσης, που κάποτε ήταν το Νο 1 στην Ελλάδα σε φήμη, έλεγαν ότι όλοι υποκλινόμαστε μπροστά στον Καζαντζίδη! Ο Στράτος, πάλι, ήταν ο άντρας τραγουδιστής που τραγουδούσε στακάτα, ενώ ο Καζαντζίδης ήταν «απλωμένος» τραγουδιστής! 

Είχε κάτι αρχαϊκό στη φωνή του ο Καζαντζίδης.

Δεν είναι τυχαίο αυτό που είπατε τώρα! Κάποτε είχα πάει στην Επίδαυρο να δω την κόρη μου, που συμμετείχε ως ηθοποιός σε μία παράσταση. Εγώ σκεφτόμουν πόσο θα ταίριαζε να ήταν εκεί ο Καζαντζίδης, να πάταγε τη θυμέλη του αρχαίου θεάτρου και να τραγούδαγε. Κανείς δεν θα ήθελε τίποτα άλλο, τίποτα περισσότερο! Μόνο με τον Καζαντζίδη θα συνέβαινε αυτό στην Επίδαυρο, με κανέναν άλλον τραγουδιστή! 

Με τον Πάνο Γαβαλά ίσως;

Αν έναν τραγουδιστή αγαπούσε ο Καζαντζίδης, αυτός ήταν ο Γαβαλάς. Τον παραδεχόταν! 

Αν σας ζητούσα μια αποτίμηση της ζωής σας, θα λέγατε ότι σας «έφαγε» η νύχτα;

Όχι, μ’ άρεσε η νύχτα και δεν τη φοβάμαι τη νύχτα! Τα χειρότερα τη μέρα γίνονται.

Πότε είδατε να μπαίνετε σε μία κάμψη δημιουργικά; Τη δεκαετία του ’90, ας πούμε, μεσουρανούσε το λεγόμενο έντεχνο τραγούδι με πολλά στοιχεία δημοτικής και λαϊκής μουσικής.

Το ’97, όμως, έγραψα τον τελευταίο δίσκο του Καζαντζίδη και τα «Χάρτινα» με τη Δήμητρα Γαλάνη. Έκτοτε, κάναμε κι έναν δίσκο με στιχουργό τον Μπαλαχούτη. «Αψέντι» λεγόταν. Για το δίσκο του Στέλιου, πίεζε η τότε εταιρεία του, η ΜΒΙ, κι έγραφα τα τραγούδια μέσα σε δύο εβδομάδες με στίχους που μου έδιναν. Λάθος, δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Έκανα εκπτώσεις στους στίχους, εννοώ.

Συνεργαστήκατε όμως και με τον Μάνο Ελευθερίου.

Με τον Ελευθερίου, όχι…Ή, τώρα που το λέτε, ναι, κάναμε μόνο ένα τραγούδι που μπήκε σ’ ένα δίσκο της κόρης μου. Το λάθος μου, που μπορεί να μην είναι και λάθος, ήταν που δεν ζήτησα ποτέ στίχο από μεγάλους δημιουργούς. Στην Κολούμπια είχα «καβάλα» τον κύριο Ηρακλή Παπασιδέρη, δεν τολμούσα να γράψω με άλλον. Στην Ομόνοια μετά που έγραφα, δεν θα τολμούσα να ζητήσω στίχους από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, δεν θα μου τους έδινε. Με τον Μάνο Ελευθερίου, παρεμπιπτόντως, κάναμε παρέα στην καφετέρια «Θέμιδα», εδώ στο Άλσος, απέναντι. Ερχόταν και καθόμασταν παρέα τα απογεύματα και μού’κανε και πλάκα. Στην πραγματικότητα, μου είχε δώσει εφτά – οχτώ στιχουργήματα του για το δίσκο με τη Γαλάνη, αλλά εκείνη δεν τα ήθελε.

Μπορεί να μην της έκαναν.

Ναι, σίγουρα. Και ο Μάνος άντε να σου’δινε δύο – τρία, δεν έδινε για ολόκληρους δίσκους.

Προς το τέλος της ζωής του μόνο, μελοποιήθηκε κατά κόρον από νεότερους συνθέτες.

Είχε αρχίσει τις εκπτώσεις κι αυτός (γέλια)

Δεν νομίζω, έδινε όπου διέβλεπε ταλέντο.

Ε ναι, τι ανάγκη νά’χε τώρα ο Μάνος μετά από τόσα μεγάλα τραγούδια;

Θα μπορούσατε να έχετε συνεργαστεί με τον Νίκο Γκάτσο;

Μια ιστορία τώρα με τον Γκάτσο, που δεν την έχω ξαναπεί! Πάω μια μέρα να πληρωθώ από την Κολούμπια, που βρισκόταν πίσω απ’ την Ομόνοια. Εκεί σύχναζε ο Γκάτσος, στο φουαγέ με καφέδες. Τον βλέπω και τον χαιρετάω, «Τι κάνετε, κύριε Γκάτσο; Πως είστε;» Με κοιτάει: «Εσύ δεν είσαι ο Τάκης Σούκας; Γράφεις τραγούδια εσύ και είμαι στη διάθεση σου. Ότι θέλεις»! Μου το είπε αυτό ο Νίκος Γκάτσος! Κι ένας άλλος μεγάλος ποιητής μου το’χε πει αυτό: Ο Δημήτρης Χριστοδούλου, που έμενε λίγο παρακάτω, στην Καυκάσου. Τον έβλεπα συχνά που πήγαινε με τα πόδια στο Άλσος για να περπατήσει. «Τι κάνετε, κύριε Χριστοδούλου;»…«Καλά είμαι και στη διάθεση σου πάντα» μου απαντούσε! Τ’ ακούτε; Και δεν μ’ άφηνε ο κύριος Παπασιδέρης! Αμ, γι’ αυτό με «έφαγαν» τελικά ο λόγος μου κι η τιμιότητα μου.

Τον «τρώει» κανένα η ίδια του η τιμιότητα τελικά;

Εμένα, ναι. Δεν με «έφαγε» η νύχτα, που μου είπατε πριν. Εγώ την αγαπούσα τη νύχτα, σταματάγαμε για διακοπές Πάσχα και μ’ έπιανε μελαγχολία. Έφευγα τα βράδια και πήγαινα στο μαγαζί. Άφηνα τη γυναίκα μου εδώ με τα παιδιά και της έλεγα: «Άσε με, δεν μπορώ να μείνω εδώ, πνίγομαι». 

Είστε μελαχολικός άνθρωπος, πιστεύετε;

Είμαι…Μελαγχολικός και ευσυγκίνητος. Συγκινούμαι πολύ ιδιαίτερα τα τελευταία δυο – τρία χρόνια μετά το θάνατο της γυναίκας μου. Ευτυχώς έχω τα παιδιά μου, έχω και το εργαστήριο μου εδώ που καθόμαστε…

Θα πρέπει να ήταν η μεγαλύτερη σας απώλεια αυτή της Θεανώς.

Μα ήμασταν μαζί πάνω από 50 χρόνια. Έχουμε ένα ωραιότατο εξοχικό στα Ίσθμια. Ήταν 12 Οκτωβρίου με καλό καιρό. Ωραιότατο σπίτι, πιο καλό κι από ετούτο εδώ. Η γυναίκα μου είχε την αρρώστια να τάχει όλα στην εντέλεια, ηλεκτρικά, air-condition, πανάκριβα όλα, γιατί ήθελα να της κάνω το χατήρι. Πήγαμε στο Λουτράκι, βγήκαμε, φάγαμε, γυρίσαμε και ξαπλώσαμε. Η γυναίκα μου έπαιρνε κάτι φάρμακα αντιπηκτικά μαζί με βαριά αντικαταθλιπτικά που της έγραφε ο γιατρός της. Παίρνει τρία χάπια, βγαίνει, πέφτει κάτω…Με φωνάζει στην αυλή, τρέχω και την πάω στο νοσοκομείο. Είχε σπάσει το ισχίο της. Την άλλη μέρα μεταφέρθηκε με νοσοκομειακό απ’ την Κόρινθο στο ΚΑΤ. Κάθεται 15 μέρες, κάνει την επέμβαση. Συνέρχεται με μαγκούρες κλπ., ήταν όμως άτακτη, απρόσεκτη. Έπεφτε συνέχεια και δεν μας φώναζε να τη βοηθήσουμε. Μετά ήρθε και το αλτσχάιμερ…Δύο μπουκάλες οξυγόνου, 300 ευρώ την εβδομάδα. Πήραμε νοσοκομειακό κρεβάτι…Δυόμισι χρόνια σχεδόν κράτησε η ταλαιπωρία της. Εδώ μέσα με κοίταξε για τελευταία φορά και «έφυγε». Μου κόστισε πάρα πολύ, γιατί δεν ήμουν τόσο καλός και πιστός σύζυγος. Είχα πολλούς πειρασμούς στη ζωή μου. Αυτή η γυναίκα, περίεργο πράγμα, γι’ αυτό την ονομάζω άγια, ενώ μπορεί να μαλώναμε και να τσακωνόμαστε, ποτέ δεν γύρισε να μου πει «Σήκω φύγε», ποτέ! Είχα πέσει σε άλλη ιστορία με μια γυναίκα και παραλίγο θα διαλυόταν το σπίτι μου. Τα παιδιά μου με κράτησαν…

Χαίρομαι που σας ακούω να τα λέτε όλα αυτά. 

Α, δεν έχω θέμα, και στην τηλεόραση θα τα έλεγα! 

Εννοώ πως είναι αναμενόμενοι οι πειρασμοί που αναφέρατε για τη φύση του καλλιτέχνη.

Ναι, βέβαια, δεν θα γινόταν χωρίς πειρασμούς και ερεθισμούς να τη ζήσω τη ζωή μου. Κάτι είχε γίνει κι απομακρύνθηκα απ’ τη γυναίκα μου: Η μητέρα της πέθανε από καρκίνο στα 49 της. Τότε δεν είχαμε σπίτι, ούτε εδώ, ούτε στο Περιστέρι. Μέναμε με ενοίκιο στον Άγιο Παύλο, εκεί που πέθανε η πεθερά μου. Ο πατέρας της Θεανώς, γέρος, πέθανε μετά από λίγο κι εκείνος, ενώ ο αδερφός της ήταν μάλλον τεμπελάκος και αδιάφορος. Η γυναίκα μου έπεσε σε μεγάλη κατάθλιψη και κει της την πέσανε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. 

Εσείς είχατε έντονη θρησκευτική συνείδηση;

Όχι τίποτα ιδιαίτερο. Παραδοσιακός Ορθόδοξος χριστιανός με τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και τις γιορτές του. Πήγαινα στις συναθροίσεις των Ιεχωβάδων για να παρακολουθήσω τη γυναίκα μου περισσότερο, η οποία ευτυχώς δεν ορκίστηκε Μάρτυρας. Είκοσι χρόνια κράτησε η ιστορία αυτή και είχαμε διαλυθεί σαν σπίτι. Τα παιδιά μου είχαν γίνει άθεα…Αλλού τα παιδιά μου, αλλού εγώ, αλλού η γυναίκα μου. «Τι γίνεται;» της λέω μια μέρα, «Ή ταν ή επί τας! Ή γυρίζεις, πίσω, εδώ, ή το διαλύουμε»! Γύρισε πίσω κι έγινε η καλύτερη Ορθόδοξη χριστιανή! Κάθε μέρα ανάβω το καντηλάκι της και κεράκια…Μου γύρισε ανάποδα η ζωή μετά το θάνατο της…Ευτυχώς έχω την εγγονούλα μου, πανέμορφη, πάει στα 13 τώρα κι έχει κάνει ήδη διαφημίσεις για την τηλεόραση. Έβγαλε μάλλον τα απωθημένα της η κόρη μου γιατί τα παράτησε με το θέατρο και τώρα διδάσκει στο δημοτικό σχολείο. Είναι καλή μουσικός ή κόρη μου, όπως και ο γιος μου, μουσικός και ηχολήπτης. Έχω κι άλλον εγγονό, 30 ετών, απ’ τη μεριά του γιου μου. Νά’ναι όλοι τους καλά!

Δεν ζείτε μοναχικά επομένως.

Όχι, όχι, είμαι μια χαρά.

Βγαίνετε έξω;

Δεν βγαίνω. Εμένα το πρόγραμμα μου είναι να σηκωθώ στις 10, να φτιάξω τα πρωινά μου με τον καφέ να είναι στην ημερήσια διάταξη. Κατά τις 12 – 12.30 πάω καμιά βόλτα για ψώνια άμα χρειάζεται. Θα ξαπλώσω το μεσημέρι και κατά τις 5 – 6 έρχομαι εδώ για να δουλέψω. 

Πάνω σε τι ακριβώς δουλεύετε;

Επιστροφή στις ρίζες! Ακούω στο YouTube τον Γιώργο Παπασιδέρη, τον Μεϊντανά, τη Μηττάκη. Προχθές είπα του Κώστα Χατζή: «Ακούω τον παππού σου, ρε μπαγάσα», τον κλαρινιτζή Καραγιάννη. Έχω ένα όργανο κι ένα drum machine εκεί πέρα και βάζω όλα τα άλλα όργανα. Το ρόλο του κλαρίνου, ας πούμε, τον παίζει το ακορντεόν. Παίζω ορχηστρικά δημοτικά και κάποια άλλα δύσκολα πράγματα, βαλκανικά, και τραγουδάω. Αυτά είναι σπουδαία πράγματα, δεν είναι όπως όταν έγραφα τα δικά μου τραγούδια με ορχήστρα, τα οποία σήμερα δεν μ’ ενδιαφέρουν και ούτε θέλω να τα ακούω. Ακόμα και τα τελευταία τραγούδια που γράψαμε με την Ελένη Φωτάκη για τη φωνή της Βιτάλη, έχουν γίνει εδώ και μια τετραετία. Έχω γράψει, λοιπόν, τρία CD που τραγουδάω εγώ ο ίδιος παλιά δημοτικά τραγούδια. Αφού βλέπω ότι πάνε ακόμα τα χέρια μου στα πλήκτρα, γιατί όχι;

Πολύ καλά κάνετε.

Αύριο έχω ραντεβού με τον Νίκο Κούρο τον μαέστρο που με ζήτησε να δουλέψω κάθε Κυριακή απογευματάκι με τον Χρήστο Δάντη. Θα το συζητήσουμε, γιατί δεν είμαι εύκολος. Ξέρω, έπαιξα σε μουσικές σκηνές όταν αρρώστησε η γυναίκα μου, γιατί ξοδεύτηκαν πάρα πολλά χρήματα. Μέχρι σκόνη από το internet παραγγείλαμε – νά’ναι καλά ο γαμπρός μου – για να μπορεί να δέχεται από τη μύτη αλεσμένα θρεπτικά συστατικά…Δώδεκα Βουλγάρες πέρασαν από δω…Με τα μαγαζιά και με τα ποσοστά μου, αγαπητέ Αντώνη, πέρναγα καλά. Τώρα παίρνω μια σύνταξη 600 ευρώ. Έκανα τετραπλό bypass στην καρδιά το 2001…Στον ένα όροφο βρισκόταν ετοιμοθάνατος ο Καζαντζίδης και δίπλα εγώ έκανα bypass. Πριν μπω για επέμβαση, πήγαινα και τον έβλεπα στο Ιατρικό Κέντρο. Το ήξερε ότι θα πέθαινε, δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο Θεός είχε πάρει τη φωνή αυτού του ανθρώπου! Με κοίταγε και μάλλον δεν αναγνώριζε…

Ποια ήταν η τελευταία φορά που περάσατε από μαγαζί;

Το 2000 τόσο πρέπει νά’ταν, δεν θυμάμαι ακριβώς, με την Ελένη Βιτάλη στο «Άκρον». Μετά σε μερικές μουσικές είχα λίγα άτομα ορχήστρα και δεν το μπορούσα ως καλομαθημένος που είμαι. Εγώ θέλω ορχήστρα ολόκληρη! Έτσι, με καλύπτει πιο πολύ να κάθομαι τώρα μέσα και να δουλεύω με το drum machine που μου δίνει το ρυθμό. Στο όργανο βρίσκω κιθάρα, κρουστά, 12χορδη κιθάρα, βιολί, σαντούρι, τα πάντα! 

Βλέπω στους τοίχους σας βραβεία και χρυσούς δίσκους. Σας πιάνει αυτό που λέμε «περασμένα μεγαλεία»;

Όχι, τα χαίρομαι για νά’μαι ειλικρινής. Δυστυχώς οι εταιρείες μας έδιναν απομιμήσεις των χρυσών και πλατινένιων δίσκων μας. Μη μου πείτε ότι σας θυμίζω τον γείτονα μου, τον συχωρεμένο Καραμπεσίνη, που ζούσε μόνος του παρέα με το παρελθόν του.

Συ είπας.

(γελάει) Ήταν μισογύνης αυτός, τόσες γυναίκες πέρασαν από δίπλα του και δεν έκανε χωριό με καμία! Είχε τη Μαίρη Μαράντη, όμορφη γυναίκα και καλή τραγουδίστρια, αλλά δεν την παντρεύτηκε ποτέ. Τα τελευταία χρόνια ζούσε μόνος του, ντυμένος πάντα στην πένα. Πήγαινε στην τηλεόραση κι έλεγε: «Τώρα θα σας καταπλήξω με τα τραγούδια μου»! Εντάξει, εγώ δεν θα το έλεγα ποτέ αυτό, καταντάει ψώνισμα. Έφυγε στα 80 του ο Γιάννης, μόνος του στην ουσία. Έχει γράψει την ιστορία του κι αυτός, καλός μπουζουξής και καλός συνθέτης. 

Θέλω να πούμε και κάτι ακόμη, πριν σας αφήσω: Παίζατε και farfisa στις ηχογραφήσεις του ’60. Τι ήταν αυτό που είχε κάνει περιζήτητο το συγκεκριμένο όργανο;

Στη farfisa ο πιο γνωστός παίκτης ήταν ο Βασιλειάδης. Εμένα μ’ άρεσε πάρα πολύ η farfisa του Βασιλειάδη στα τραγούδια του Καζαντζίδη, του Γαβαλά και του Μάνου Παπαδάκη. Όλοι τον μιμηθήκαμε! Είχε έρθει από την Ιταλία, νομίζω, η farfisa και υπήρχε στα γιεγιέδικα τραγούδια της εποχής, όπως και το hammond organ που έπαιζαν κάποιοι μεγάλοι. Στην Κολούμπια είχα γνωρίσει τον Βαγγέλη Παπαθανασίου που είχε ένα τεράστιο hammond. Ήμασταν φιλαράκια, κάναμε παρέα στο στούντιο που βρισκόμασταν. 

Γιατί σύντομα θεωρήθηκε παρωχημένος ο ήχος αυτός;

Απλά μας ξεκούρασε λιγάκι απ’ τον ήχο του ακορντεόν. Το ’70 ο Νταλάρας, ας πούμε, δεν ήθελε να τη βλέπει τη farfisa! Τον Στράτο, πάλι, δεν τον ένοιαζε. Ο Καζαντζίδης, αντίθετα, είχε πάθος με τα ηλεκτρονικά ηχητικά συστήματα. Έγραφα εδώ με τη φωνή μου τραγούδια στον τόνο του και του τα’στελνα σε κασέτες. Όταν έβγαινε ο δίσκος, αφαιρούσα όλα τα πιο μοντέρνα ηχητικά και τσαντιζόταν. «Τι ειν’ αυτά;» μου έλεγε, «κάτσε και πλάκωσε τα τραγούδια με τους ήχους που μου τα έστειλες»! 

Δεν είστε τεχνοφοβικός, βλέπω.

Δεν τη φοβάμαι την τεχνολογία, αν και δεν την πολυπαρακολουθώ. Μ’ αρέσει, όμως, μ’ αρέσουν οι ήχοι. Πιο καλά παίζω εδώ παρά στο ακορντεόν, που το θεωρώ βάσανο πια.

Πρόσφατα ακούσαμε το τελευταίο σας τραγούδι με την Ελένη Βιτάλη. Το βρίσκω εξαιρετική σύνδεση με το πιο «ένδοξο» παρελθόν της ερμηνεύτριας.

Είχα πάει σε ένα τηλεοπτικό της αφιέρωμα κι εκεί η ίδια ανακοίνωσε ότι θα συνεργαστούμε ξανά. Κάθισα και έγραψα. Η Βιτάλη, ξέρετε, μένει ξύπνια τη νύχτα και κοιμάται τη μέρα. Κάθονταν με τη γυναίκα μου και μίλαγαν ως τις 7 το πρωί. Τα τραγούδια του νέου μας δίσκου ήταν σε στίχους διαφόρων αρχικά, του Κώστα Μπαλαχούτη, της Βάντας Κουτσοκώστα και της Λίτσας Άρχοντα. Τα πήρε τα τραγούδια ο Γιώργος Μακράκης, του άρεσαν, όπως άρεσαν πολύ και στην Ελένη, όλα ωραία. Ο γιος του, όμως, ο Μακράκης τζούνιορ, ήθελε σώνει και καλά να μας δέσει με την Ελένη Φωτάκη, η οποία είχε κάνει ήδη μεγάλη επιτυχία με τις «Μέλισσες». Χωρίς να ξέρω τίποτα εγώ, παίρνει τα κομμάτια η Φωτάκη και τα φτιάχνει, γράφοντας πάνω στις μελωδίες μου. «Σου ετοιμάζουμε μια έκπληξη» μου λέει μια μέρα ο Μακράκης και δεν σας κρύβω ότι στην αρχή θύμωσα. Δεν ήθελα να φανώ προδότης απέναντι στους στιχουργούς, αλλά στο μεταξύ είχαν περάσει χρόνια κι οι ίδιοι το είχαν ξεχάσει. Όταν διάβασα τους στίχους της Φωτάκη μού φάνηκαν τελείως διαφορετικοί, πιο λόγιοι, πιο έντεχνοι και με ερέθισαν. Το ήθελε και η Βιτάλη κι έτσι αποφασίσαμε να ζητήσουμε συγγνώμη απ’ τους στιχουργούς και να προχωρήσουμε. Δεν πήγα εγώ στο στούντιο, ανέλαβε την παραγωγή ο Νίκος Ξύδης, ο γιος της Βιτάλη, με έναν πολύ καλό πιανίστα, τον Νεοφυτίδη, και τον Λάππα στο μπουζούκι. Πλέον η Φωτάκη με ενημερώνει για την πορεία του υλικού αυτού. Και η Βιτάλη βέβαια μ’ αγαπάει πολύ και το ξέρω, εδώ με τον Σαββόπουλο τραγουδάει και φωνάζει «Γεια σου, Τάκη Σούκα», αλλά ντρέπεται να μου τηλεφωνήσει, γιατί δεν με είχε συλλυπηθεί για το θάνατο της γυναίκας μου και στενής της φίλης. 

Να που σήμερα, όμως, ο δίσκος με τη Βιτάλη φανερώνει πόσο μέσα στην εποχή σας είστε!

Μα και όταν έκανα τα «Χάρτινα» το ’97 μου τηλεφώνησε η Άλκηστις Πρωτοψάλτη. Και η Αλεξίου, επίσης, που την ήξερα από πολλά χρόνια πριν. Ήθελαν και οι δυο τους τραγούδια – η Αλεξίου μου είχε ζητήσει στίχους για να τους δει. «Τι να δεις;» της λέω, «δεν έχω στίχους. Φέρε μου εσύ στίχους». Και μείναμε εκεί. Η Πρωτοψάλτη με είχε στο σήμερα, αύριο, μεθαύριο και πάλι τίποτα δεν έγινε.

Και το θέμα είναι πως εκείνες σας προσέγγισαν.

Αγαπητέ Αντώνη, δεν έχω πάει ποτέ σε τραγουδιστή να του ζητήσω να με τραγουδήσει. Δεν έχω πάει ποτέ σε καμαρίνια. Δεν έχω περάσει από διαδρόμους εταιρειών, όσο κι αν ακούγεται παράξενο. Θέλω να κρατήσω την υστεροφημία μου και ύστερα να…Είμαι μεγάλος πια, πλησιάζω τα 80 και δεν θέλω να καταντήσω σαν κάτι άλλους καλλιτέχνες που τους έβλεπα στα πάλκα και τους λυπόμουν. Έβλεπα τον Αντώνη Ρεπάνη στην τηλεόραση και κοίτα τώρα μια παραξενιά: Δεν θυμόταν κανέναν και τίποτα πια, δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά άμα τού’βαζες να πει 100 τραγούδια, τα τραγουδούσε όλα απ’ έξω!

Η θεραπευτική δύναμη της τέχνης, κύριε Σούκα. 

Εγώ δεν θα’θελα να γίνω ποτέ έτσι. Κάποιος σοφός είπε ότι οι άνθρωποι έχουν δύο ηλικίες: Τη χρονική και τη σωματική. Την πρώτη εγώ τη λέω «αριθμούς», βλέπω όμως ότι η σωματική, η βιολογική μου, είναι καλύτερη. Να σε πάρω με τ’ αυτοκίνητο μου στις 6 – 7 το απόγευμα να σε πάω Θεσσαλονίκη και να σε φέρω! Έχω δυνάμεις, πως το λένε, δυόμισι-τρεις το πρωί κοιμάμαι. Δεν είμαι άνθρωπος της αντροπαρέας να βγω να σαχλαμαρίσω. Με παίρνουν καμιά φορά ο Μαργαρίτης με τον Νικολόπουλο: «Έλα από δω να καλαμπουρίσουμε, να βγούμε»…«Άσε με κάτω που θα βγαίνω τώρα έξω» τους λέω…Ε, ο Νικολόπουλος προχθές μου είπε ότι θα κατέβει αυτός απ’ την Κυψέλη και θα με πάρει να βγούμε. Καλό παιδί και καλός συνθέτης ο Χρήστος, έξυπνος που δούλεψε με καλούς στιχουργούς. Μια ζωή εμένα με έλεγε «Ο Σούκας ο σουξεδιάρης»!

Τι περιμένετε να σας φέρει η ζωή από δω και πέρα;

Θα σας πω κάτι και θα παραξενευτείτε! Περιμένω να πεθάνω στον ύπνο μου, να μη βασανιστώ όπως βασανίστηκε η γυναίκα μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει, ας γίνει σήμερα και αύριο, αν και θα ήθελα να κάνω πολλά πράγματα ακόμη.

Την υγειά σας την έχετε, γιατί να μην τα κάνετε;

Δεν είναι και τόσο καλή η υγεία μου, απλά βρίσκεται υπό τον έλεγχο των γιατρών. Λίγο η φαρυγγίτιδα, λίγο τα χέρια μου, λίγο η μέση μου με το κουβάλημα του ακορντεόν τόσα χρόνια…Το μόνο που δεν φοβάμαι, να ξέρετε, είναι ο θάνατος! 

Και όχι η ανυπαρξία;

Όχι. Και τι ειν’ αυτά που μας λένε; Ο ένας λέει «Στον Άδη θα κατέβω» κι ο άλλος «Νά’σαι καλά εκεί ψηλά»! Τελικά που πάμε; Κάτω ή πάνω; Έσκασα με το θάνατο του Σπανού, όπως και με του Μαχαιρίτσα. Μου στοίχισε! Ο Σπανός μου ταίριαζε, είχαμε την ίδια ιδιοσυγκρασία, ταπεινός και αθόρυβος. Τι να με φοβίζει η ανυπαρξία; Ξέρω γω πως θά’ναι; Εκτός κι αν μας βάλουν σε καζάνια που βράζουν, Αντωνάκη μου (έχουμε σκάσει στα γέλια). Τουλάχιστον, εγώ δεν έχω αμαρτήματα, μόνο κάποια φλερτ και κάποιες σχεσούλες, που δεν τα λες και αμαρτήματα, καθώς υπάρχουν, όπως σχολιάσαμε, στη φύση κάθε καλλιτέχνη.

Καλός μουσικός υπήρξατε, είναι αδιαπραγμάτευτο. Εξίσου καλός άνθρωπος;

Ναι. Βοήθησα και πολύ κόσμο στη δουλειά μας, το λένε τα έργα μου. Δεν πείραξα άνθρωπο, δεν θέλησα το Κακό κανενός, αυτά να κρατήσετε από τον Τάκη Σούκα. 

Σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας.

Εγώ ευχαριστώ, την απόλαυσα πραγματικά αυτή την κουβέντα. 

Αταμάν: «Ό,τι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την σειρά- Αν δεν πάμε F4 δε θα ‘μαι του χρόνου στον Παναθηναϊκό»! (video)

ataman 2 1

Αταμάν: «Ό,τι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την σειρά- Αν δεν πάμε F4 δε θα ‘μαι του χρόνου στον Παναθηναϊκό»! (video)

Ο τεχνικός του Παναθηναϊκού μίλησε μετά την ήττα της ομάδας του, δίνοντας σήμα ανασύνταξης και…

Ρέντη: Αποκαλυπτικοί οι διάλογοι των δραστών – «Θα σας βρούνε όλους κρύους» (video)

ΡΕΝΤΗ

Ρέντη: Αποκαλυπτικοί οι διάλογοι των δραστών – «Θα σας βρούνε όλους κρύους» (video)

Αντιμέτωποι με βαριές ποινικές διώξεις είναι πλέον οι 67 συλληφθέντες για την υπόθεση της δολοφονίας…

Μαζική δηλητηρίαση προστατευόμενων ειδών-Νεκρά 47 ζώα από δηλητηριασμένα δολώματα

εβρος

Μαζική δηλητηρίαση προστατευόμενων ειδών-Νεκρά 47 ζώα από δηλητηριασμένα δολώματα

Ένα πολύ σοβαρό περιστατικό έρχεται να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των περιστατικών παράνομης χρήσης δηλητηριασμένων…