«Θέλω να δουλεύει το μυαλό μου, γιατί είναι ένα μυαλό περίεργο που δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω»

Ανήκει στη φουρνιά των Ελληνίδων στιχουργών που βγήκαν μετά την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Με αμέτρητες επιτυχίες στο ενεργητικό της και με το ενδιαφέρον της στραμμένο στη συγγραφή βιβλίων τα τελευταία χρόνια, η Σέβη Τηλιακού έδωσε στο koutipandoras.gr τη συνέντευξη της ζωής της! 

67775089 2317573391696055 858771340671320064 n 1

Η, γεννημένη το 1938, Σέβη Τηλιακού εμφανίστηκε στη δισκογραφία στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Στίχους της τραγούδησαν όλοι οι μεγάλοι Έλληνες ερμηνευτές, από τη Μαρινέλλα και τη Τζένη Βάνου μέχρι τον Σταμάτη Κόκοτα και τη Βίκυ Λέανδρος. Υπήρξε η πρώτη που έφτιαξε σχολή, γράφοντας πρωτότυπους ελληνικούς στίχους για ξένα pop τραγούδια που διασκεύαζαν δικοί μας καλλιτέχνες, όπως ο Πασχάλης με τους Olympians, ο Λάκης Τζορντανέλι, ο Τέρης Χρυσός κ.α. Το ίδιο διάστημα, μεγάλωνε τα δύο της παιδιά και ασκούσε κι άλλα επαγγέλματα, ουσιαστικά έξω από το δημοσιοσχεσίτικο περιβάλλον της δισκογραφίας.

Με πατημένα τα 82 – η ίδια ανάφερε την ηλικία της αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της συζήτησης μας – η Σέβη Τηλιακού είναι μία ανοιχτόκαρδη γυναίκα, φιλοσοφημένη και απόλυτα συνειδητοποιημένη. Μια γυναίκα, επίσης, με μία ψυχοσύνθεση σμιλεμένη από τον πόνο των απωλειών γύρω της, αλλά και με ένα μυαλό που τρέχει με χίλια και δεν την αφήνει – όπως παραδέχεται – να ηρεμήσει και να ησυχάσει.

Αφορμή για τη συνάντηση μας, εν μέσω του φετινού καλοκαιριού, ήταν η πρόσφατη έκδοση του τελευταίου βιβλίου της, το οποίο έχει κι αυτό, όπως και τα προηγούμενα, αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Από τότε, βλέπεις, που η Τηλιακού εγκατέλειψε τη στιχουργική, βρήκε απάγκιο στην ελευθερία και στην «άπλα» της συγγραφής. Σύμφωνα με την ίδια, πάντως, η συνέντευξη που θα διαβάσετε ευθύς αμέσως διαθέτει όλα αυτά τα συστατικά που θα την κάνουν να μείνει μέσα στα επόμενα χρόνια. Μακάρι! Μεγάλη μου τιμή, κυρία Σέβη! 

Ετοιμάζομαι να συνομιλήσω με μία στιχουργό που άφησε πολλές μεγάλες επιτυχίες και που ήταν από τις πρώτες, η οποία συνέχισε την παράδοση της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου στη χώρα μας.

Σωστό ειν’ αυτό! 

Παρατηρώ ωστόσο ότι οι στιχουργοί και, κυρίως, οι γυναίκες, όταν αποσύρονται, στρέφονται στη συγγραφή βιβλίων. Ισχύει;

Δεν ξέρω αν έρχεται ως φυσική εξέλιξη, γιατί εμένα δεν μου προέκυψε έτσι. Κάποια στιγμή, μετά από 45 χρόνια που έγραφα στίχο συν άλλα πέντε, γράφοντας από δω κι από κει για φίλους, είχα αποφασίσει ότι μέχρι εδώ ήταν, τέρμα! Δεν με ενδιέφερε ούτε το τοπίο, ούτε ο τρόπος λειτουργίας της δισκογραφίας. Οι δισκογραφικές είχαν πάψει να υπάρχουν, άκουγες το «έχω λεφτά, κάνε μου δίσκο» – τα γνωστά…Είχα μια πληγή, όμως, μέσα μου που ήταν η απώλεια της αδερφής μου. Είχα υποσχεθεί να γράψω κάτι για την αδερφούλα μου, που ήταν δέκα χρόνια μικρότερη από μένα. Χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια για να βρω το κουράγιο, να το χωνέψω, να συγκροτήσω το μυαλό μου και να αρχίσω να γράφω. Πήρα ένα laptop, γιατί μέχρι τότε έγραφα στίχους στο χέρι ή στη γραφομηχανή, και ξεκίνησα. Το βιβλίο που κρατάς λέγεται «Όταν η μικρή μου αδερφή» και εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Καλλιέπεια. Ήταν το πρώτο μου και αφηγούμαι την ιστορία της. Βέβαια, περνάει μέσα η ιστορία όλης της οικογένειας μαζί με τη δική μου. Μου πήρε εφτά μήνες για να το γράψω, μόνο νύχτα, γιατί τη μέρα δε μπορούσα να συγκεντρωθώ. Ήθελα να είμαι μόνη και απερίσπαστη, καθώς ήταν τόση η φόρτιση, που έγραφα τέσσερις με πέντε ώρες μέχρι να ξημερώσει και με ένα προσόψιο στο λαιμό για να σκουπίζω τα δάκρυα μου. Σε τέτοια φάση βρισκόμουν…Από κει κι ύστερα, διαπίστωσα ότι το γράψιμο τό’χα μέσα μου, απλά δεν το είχα συνειδητοποιήσει.

Ίσως έπαιξε ρόλο και το ότι δεν υπήρχαν πια γύρω σας οι εταιρείες, οι τραγουδιστές, τα τραγούδια, είχαν σταματήσει όλα αυτά.

Αλήθεια είναι! Είπα «Εδώ έχω πράγματα να πω», σκεπτόμενη τη ζωή μου, που είναι μια περίπλοκη ζωή. Θα μ’ ακούει κανείς και θα αναρωτιέται τι μου είχε συμβεί, αλλά εγώ εννοώ πως ήμουν τόσο ανήσυχη από νέα, τόσο απρόθυμη να συμβιβαστώ με καταστάσεις που τραβούσαν σε μάκρος, στη δουλειά μου και στα προσωπικά μου, που έψαχνα πάντα κάτι καινούργιο να κάνω. Μέχρι ξενοδοχείο έφτασα να διευθύνω, ξεκινώντας από ιπταμένη, ενώ δούλεψα και σε βιομηχανική εταιρεία στον εξωτερικό τομέα. 

Είστε πληθωρική και καλύτερα να τα πάρουμε ένα – ένα…

(γέλια) Έτσι θα με υποστείς! 

Χαρά μου είναι. Μου λέτε, λοιπόν, πως εξ αιτίας μιας δυσάρεστης αφορμής γίνατε συγγραφέας.

Ακριβώς. Η οποία, όμως, σαν αποτέλεσμα είχε την απελευθέρωση μου σε σχέση με το τι ήθελα να κάνω. Δεν μπορούσα να μένω με τα χέρια δεμένα – κι εγώ να τό’θελα, το μυαλό μου δεν με άφηνε! 

Τι είναι αυτό, επομένως, που κάνει μια στιχουργό επιτυχιών να πει «Ως εδώ ήταν, σταματάω»; Υποθέτω ότι δεν θα έχει να κάνει μόνο με την ηλικία.

Όχι, βέβαια, καμία σχέση! Όταν είπα ότι σταματάω, θά’μουν – δεν θά’μουν 55 χρονών και ενεργή ακόμα. Θα πω ότι μπούχτισα, μια λέξη που δεν ακούγεται ωραία. Η ουσία είναι ότι όσα χρόνια έγραψα στίχο, δεν έγραψα ποτέ το στίχο που ήθελα εγώ. Εξαιρώ κάποιες πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, που επέβαλα μέσα σ’ ένα LP με δέκα δικά μου τραγούδια, να χώσω κι ένα απ’ αυτά που ήθελα εγώ. Είχα καταλήξει να γράφω κατά παραγγελία, «Πάρε τις μουσικές και γράψε στίχους» κλπ. Ένα ήταν αυτό. Ένα άλλο ήταν ότι χάνοντας την ποιότητα της η δισκογραφία, μπήκαν στο χώρο διάφοροι τύποι, τραγουδίστριες και μανατζαραίοι με τους παρατρεχάμενους και τους αυλικούς τους. Παρέκαμπταν τις εταιρείες κι ερχόντουσαν κατευθείαν σε μένα για να τους γράψω, ξέροντας τις επιτυχίες μου με τη Μαρινέλλα, τη Τζένη Βάνου και τον Κόκοτα. Στην αρχή το θεώρησα όμορφο και κολακευτικό, έλεγα «Εντάξει, νέες γενιές είναι, γνωρίζουν τη δουλειά μου και με θέλουν». Άρχισα να πειραματίζομαι με δυο – τρεις καινούργιους, έδωσα ξανά στίχους μου.

Θυμάστε ονόματα;

Ειλικρινά, ούτε θυμάμαι και δεν θα ήθελα να εκθέσω κανέναν. Εκείνο που άκουγα πάντα, ειδικά την εποχή του τραγουδιού – σλόγκαν, ήταν το εξής: «Πολύ ωραίοι στίχοι, κυρία Τηλιακού, αλλά πολλά λόγια, βρε παιδί μου. Εμείς θέλουμε δύο φρασούλες να τις λέμε και να τις ξαναλέμε». Σε κάποιον είπα: «Όταν εσύ κοιμόσουν στην κούνια σου, εγώ έγραφα σλόγκαν. Δεν έγραφα, όμως, πέντε αράδες, έγραφα στίχο που είχε μέσα το σλόγκαν. Αν θες σκέτο σλόγκαν, να πας αλλού να το βρεις, αγόρι μου»! 

Καλά του είπατε!

Έγινε μία, έγινε δύο, την τρίτη μού λέει κι ο άντρας μου «Τι κάθεσαι και ασχολείσαι μ’ αυτά τα βούρλα; Παράτα τους»! Έτσι έβαλα την τελεία. Μετά έκανα ένα δίσκο με τον Μάκη Δελλαπόρτα, με τη συμμετοχή της Ρένας Βλαχοπούλου στο «What a wonderful world» και ένα δίσκο με τον Νίκο Βεντουράτο, όπου κι εκεί έγραψα αυτά που ήθελα. Βέβαια, ήταν Νίκος Βεντουράτος, δεν ήταν Τάκης Μουσαφίρης. Το θέμα έληξε οριστικά όταν άρχισα να γράφω τα βιβλία μου. Δεν είχα καν τη διάθεση να πιάσω μολύβι και χαρτί για να γράψω στίχο. Έμαθα στην άπλα του λόγου κι είμαι και πληθωρική, όπως εύστοχα με χαρακτήρισες. Είχα πολλά μαζεμένα μέσα μου, δύσκολα παιδικά χρόνια, όχι εύκολη ζωή στη συνέχεια, αλλά ούτε και εύκολα γεράματα, όπως θα πούμε στη συνέχεια. Τελειώνοντας το πρώτο βιβλίο για την αδερφή μου, είχα ήδη έτοιμο το δεύτερο. Θα σε φορτώσω βιβλία τώρα…(σηκώνεται και από μία βιβλιοθήκη τραβάει μερικά βιβλία. Μου τα προσφέρει). Θα σου γράψω και αφιερώσεις! Αυτή η αλυσιδωτή αντίδραση με τα βιβλία δεν ξέρω που θα με οδηγήσει. Ελπίζω να προλάβω να γράψω και το επόμενο…

Γιατί να μην προλάβετε; Μια χαρά σας βρίσκω.

Ε, ξέρω γω; Τα 82 πάτησα, αγόρι μου. Κάποια στιγμή είπα να διακόψω, να ξεκουραστεί το μυαλό μου λίγο, αλλά έπεφτα να κοιμηθώ και σκεφτόμουν: «Τι κάθεσαι τώρα και κοιμάσαι, ηλίθια είσαι; Σήκω, παιδάκι μου, άνοιξε το laptop και γράψε»! Δεν μπορούσα να ηρεμήσω αν δεν είχα κάτι στα σκαριά για να γράψω.

Φαίνεται να σας «γεμίζει» περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο η συγκεκριμένη συνθήκη.

Ναι. Είμαι ευχαριστημένη απ’ τα τραγούδια που έγραψα. Κι αν δεν ήταν όλα αυτό που ήθελα, δεν άφησα κάτι για το οποίο θα ντρέπομαι. Ωραία τραγούδια, που τα αγάπησε ο κόσμος και που τραγουδιούνται ακόμα στις πίστες τόσα χρόνια μετά. Ήτανε πάντα σαν να έκανα το μάθημα μου, δηλαδή «Πάρε πέντε κομμάτια να έχουμε τα λόγια την άλλη μέρα, γιατί έχουμε στούντιο με τον Τζορντανέλλι, με τον Πασχάλη, με τον ένα, με τον άλλον»…Τώρα έχω την ελευθερία να επιλέγω τα θέματα μου και το τρομερό με τη συγγραφή είναι ότι ανακαλύπτω ανθρώπινα πλάσματα. 

Χαρακτήρες, εννοείτε;

Εξελίσσοντας την ιστορία, εννοώ ήρωες που είναι δίπλα μου και τους ξέρω, τους μεταμορφώνω και τους κάνω ότι θα ήθελα να είναι. 

Γιατί δεν δοκιμάζετε να γράψετε σενάριο για μια τηλεοπτική σειρά;

Γιατί ανέκαθεν ήμουν χαμηλών τόνων και δεν είχα παρτίδες με σκηνοθέτες ή με διάφορους ανθρώπους του χώρου.

Θέλετε να μου πείτε πως ενώ σας τραγούδησαν οι κορυφαίοι, εσείς ουδέποτε κάνατε δημόσιες σχέσεις;

Αυτό ακριβώς! Ουδέποτε το έκανα, δίνω το λόγο της τιμής μου. Πήγα κάποια στιγμή να βρω τον Λευτέρη Πανταζή που είχε πατώσει μετά το «Μείνε μαζί μου έγκυος» κι ετοιμαζόταν να ανέβει Θεσσαλονίκη. Του έγραψα το «Σαλονικιώτικο φεγγάρι» κι έβγαλε τρεις σαιζόν απάνω μ’ αυτό, όχι μία! Εκεί, ναι, πήγα, αλλά να πω ότι θα βγω βράδυ με την παρέα μου για να τραβήξω τα ποτά μου, ποτέ! Όπως και ποτέ, μα ποτέ, δεν τηλεφώνησα σε κανέναν συνάδελφό σου για να του πω: «Σέβη Τηλιακού εδώ. Μπορείς να κάνεις κάτι για μένα;» Δεν έχω κανένα παράπονο, ούτε από συνεντεύξεις, ούτε από τηλεοράσεις, ότι έκανα, μου προσφερόταν. Ποτέ δεν ενόχλησα κανέναν, γιατί το θεωρούσα υποτιμητικό για τον εαυτό μου. 

Έχοντας και τη σιγουριά, βέβαια, μιας καλής πορείας. Όταν έχεις έργο, σε αναζητούν οι άλλοι, είναι λογικό.

Ναι, δεν θα διαφωνήσω.

Την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, αλήθεια, την είχατε γνωρίσει;

Όχι. Όταν ζούσε η Ευτυχία, εγώ δεν είχα ακόμη ασχοληθεί. Είχα μόλις προσληφθεί στην Ολυμπιακή, μετά ήρθε η παντρειά, δεν είχα ξεκινήσει να γράφω στίχο…

Πότε δηλαδή ξεκινήσατε να γράφετε;

Το 1967, λίγο πριν γεννήσω την κόρη μου. 

Άρα η καριέρα σας συνέπεσε με τη δικτατορία στην Ελλάδα.

Έτσι είναι. Το «παιδί της Επανάστασης» λέγαμε την κόρη μου. Θα σου πω κάτι τώρα: 21 Απριλίου του 1967 εγώ είμαι στο μήνα μου και σηκώνομαι το πρωί. Είναι μια υπέροχη μέρα, είμαι παντρεμένη με τον Σπύρο Ράλλη, τον δισκογραφικό παραγωγό, ο γιος μας, ο Γιώργος, παίζει στην κουζίνα, νιώθω πανευτυχής. Κοστουμαρισμένος ο άντρας μου, παίρνει το πρωινό του και βρίζει. Είχε στούντιο με τον Μίκη Θεοδωράκη, κάτι θα έγραφαν εκείνη τη μέρα. 

Μήπως τα τραγούδια του «Romancero Guitano» του Lorca με την Αρλέτα;

Ναι! Πως είναι δυνατόν να το γνωρίζεις αυτό; (γέλια) Ήταν παραγωγός στην Polygram τότε ο άντρας μου. Αρχίζει να λέει: «Τέτοια ωραία μέρα κι εγώ θα πάω να κλειστώ σ’ ένα στούντιο; Δεν γίνεται μια Επανάσταση να γλιτώσω;» Του κάνω: «Ναι, μόνο παραγγελιά δεν την κάνεις την Επανάσταση». Μετά από μια ώρα, γυρίζει στο σπίτι. Τον ακούω να λέει: «Σ’ τό’πα, εμένα μ’ ακούει ο Θεός»…«Τι έγινε;»…«Δεν ξέρω, κλεισμένο το κέντρο»…«Η ηχογράφηση;»…«Ματαιώθηκε»…Βάζουμε ραδιόφωνο κι ακούμε εμβατήρια, μπερδεμένα πράγματα. Μπαίνουν μέσα κρυφά, στη ζούλα, ο μπατζανάκης μας, που ήταν φανατικός αριστερός, μαζί με τη γυναίκα του. Σχεδόν έκλαιγε…«Τι έγινε, ρε Γιώργο;»…«Ήρθε η σειρά μας, επιτέλους! Δεν ακούτε τα τραγούδια;», γι’ αυτό σου λέω ότι ήταν ασαφή και μπερδεμένα τα εμβατήρια. «Ήρθαμε στα πράγματα» να φωνάζει ο Γιώργος όλο συγκίνηση. «Είσαι σίγουρος, βρε Γιώργο;» τον ρωτάω εγώ…«Παρασίγουρος είμαι, μωρέ! Ζήτω το ΚΚΕ»! Να ωρύεται, εγώ να σερβίρω μεζέδες με την κοιλιά στο στόμα, πλακωθήκαμε στα ούζα.

Εσείς, φαντάζομαι, δεν θα ήσασταν αριστερών πεποιθήσεων.

Ο άντρας μου, όχι. Ψήφιζε πάντα δεξιά, Καραμανλή. Κι εγώ Καραμανλή ψήφιζα μέχρι ενός σημείου. Μετά τον Καραμανλή σταμάτησα, Σαμαράδες και τέτοια δεν γούσταρα. Έχω την πρώτη μου ξαδέρφη, Σέβη κι αυτή, που μου έλεγε για χρόνια «Έλα να σε πάω από το Κόμμα. Εσύ ψηφίζεις δεξιά, ΕΡΕ, τι στο διάολο ψηφίζεις, κι είσαι πιο αριστερή από μένα. Έλα να πάμε από το Κόμμα»…«Καλά, καλά» της έλεγα, αλλά όλο έτρεχα. Κάποια στιγμή είπα και με συγχωρείς για τη φράση μου: «Τι μου δίνουν αυτοί οι μαλάκες; Άλλα μου λεν αυτοί, άλλα πιστεύω εγώ μέσα μου». Επειδή ήμουν ριγμένη στη βιοπάλη και μεγάλωσα δυο παιδιά μόνη μου, δεν είχα καιρό να εκφραστώ πολιτικά. Απλά όταν παντρεύτηκα τον δεύτερο άντρα μου, ήταν κι αυτός μπλεγμένος με τη ΝΔ. Όταν αποσύρθηκε ο Καραμανλής, του είπα: «Πήγαινε να ψηφίσεις εσύ κι εμένα άσε με». Με τον Σαμαρά, δεν πήγα να ψηφίσω. Τον αντιπαθούσα τον Αντώνη, χωρίς να μου’ χει κάνει τίποτα, είναι η κοψιά του ανθρώπου που ή σε απωθεί ή σε τραβάει. Το 2014 γύρισα κι είπα του άντρα μου, βλέποντας τον Τσίπρα: «Δεν ξέρω εσύ τι θα ψηφίσεις αυτή τη φορά, εγώ όμως βλέπω ένα παιδί σαν ένα δικό μου γιο να λέει αυτά που θέλω να πω εγώ»! Η φυσιογνωμία, η γλυκύτητα του Τσίπρα, αυτό εννοούσα. Δες τώρα τον σημερινό πως κοιτάει, που το παίζει και γκόμενος, τρομάρα του! Δες και τον Τσίπρα, ένα αντικειμενικά όμορφο παιδί, που σε κοιτάει με καθαρά μάτια. Ξέρεις πότε την πάτησα μαζί του; Όταν τον άκουσα στην πρώτη του μεγάλη ομιλία κι είχε βάλει τα κλάματα.

Μάλιστα. Είστε δηλαδή μία συναισθηματική ψηφοφόρος.

Πληγώθηκα πάρα πολύ με το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, πάρα πολύ όμως, σε σημείο που μου λεν τα παιδιά μου: «Καλά, ρε μάνα, δεν έχασες και άνθρωπο». Δεν έχασα άνθρωπο, έχασα όμως ένα περιβάλλον που είχα και που ζούσα και που ένιωθα ωραία. Και τώρα αισθάνομαι ότι κάποιος έχει κάτσει στο σβέρκο μου και θα υποχρεωθώ ν’ ακολουθήσω, γιατί κάποιοι ηλίθιοι νόμιζαν ότι κάνανε καλό στην πατρίδα μου με την ψήφο τους. Έβλεπα τους γέρους που πήγαιναν δυο μέρες πριν να πάρουν τη σύνταξη τους. Λέγανε: «Δεν τα έβαλαν ακόμα τα λεφτά οι μαλάκες;» Μια φορά είπα σε έναν, εβδομηντάρης θά’ταν: «Γιατί βρίζεις, άνθρωπε μου; Πότε είναι πληρωθείς, μεθαύριο δεν είναι; Αν στα βάλουν και μια μέρα αργότερα, τι τρέχει;» Αυτά με θύμωναν, κατάλαβες;

Ωστόσο, το πικ στην καριέρα σας έγινε μέσα στη χούντα κάποτε, δε μπορούμε να το παραβλέψουμε.

Ναι, μέσα στη χούντα, αλλά με λογοκρισία κιόλας. Μου είχαν κόψει ένα τραγούδι με τον Γιώργο Μαρίνο σε μουσική του Νίκου Δανίκα. Έλεγε: «Άναψα φώτα στην πλατεία/ απόψε έχουμε γιορτή/ μη χάσετε την ευκαιρία, περαστικοί», κορόιδευα τις φιέστες της χούντας. Ήθελα και το έκανα συνειδητά!

Θέλω να πάμε στη δουλειά σας με τα pop συγκροτήματα της εποχής εκείνης.

Ξεκίνησα το ’67, όπως σου είπα, κλεισμένη στο σπίτι με τη νεογέννητη κόρη μου, όπου με πήρε μπάλα ο στίχος. Οφείλω πολλά στον Λευτέρη Παπαδόπουλο που ήταν πολύ φίλος μας, καταρχάς του άντρα μου. Εγώ έγραφα στίχους, αλλά τους έκρυβα, ώσπου σε μια παρέα, επειδή δεχόμασταν κόσμο στο σπίτι, έβγαλα και διάβασα μερικούς. Ο άντρας μου, χωρίς να μου το πει, τους έδειξε στον Λευτέρη. Μου έφερε, λοιπόν, ένα χειρόγραφο σημείωμα του Λευτέρη: «Σέβη, συνέχισε να γράφεις, έχεις πολύ φλόγα μέσα σου». Του είχε πάει δυο στίχους που έμελλε να τραγουδήσει ο Κώστας Χατζής, αυτά ήταν τα πρώτα μου τραγούδια. 

Ήταν κι η εποχή που υπήρχε επίσης η Σώτια Τσώτου.

Μαζί «βγήκαμε» με τη Σώτια την Τσώτου. Γνωριστήκαμε, αγαπηθήκαμε κι είμαι κοντά με τις κόρες της σήμερα. Λίγο αργότερα έκανε την εμφάνιση της και η Μάρω Μπιζάνη. Θυμάμαι επίσης, σε άλλο «τόνο» βέβαια, την κοπέλα που έγραφε στίχους στον Νίκο Καρβέλα – πως τη λέγανε, να δεις…

Τη Βαρβάρα Τσιμπούλη λέτε.

Αυτή, ναι, τη Βαρβάρα! Γίναμε επίσης φίλες. Αυτές ήμασταν τότε. Δεν ξέρω πως μπήκαν οι άλλες στον στίχο, γνωρίζω μόνο πως η Σώτια ανέκαθεν έδινε πολλούς στίχους της στον Κώστα Χατζή. Νομίζω πως ο Χατζής είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στην πορεία της! 

Εσείς είχατε το αβαντάζ να είστε με έναν σύζυγο, κραταιό δισκογραφικό παράγοντα.

Που, όμως, δεν με βοήθησε…Συγγνώμη κιόλας. Μετά τα τραγούδια της Μαρινέλλας, «Κολωνακιώτης» κλπ., ο Νίκος Αντύπας της Polygram, τον φώναξε και του είπε: «Κύριε Ράλλη, η γυναίκα σας γράφει πολύ ωραία, κάνει επιτυχίες, αλλά θα δίνει πέντε τραγούδια το χρόνο, μη μας πουν ότι τη ”σπρώχνουμε”, γιατί έχει μέσα τον άντρα της»…Αυτό τράβηξε μέχρι το διαζύγιο μου, αλλά ευτυχώς χώρισα πολύ γρήγορα μετά απ’ αυτό (γέλια). 

Πόσα χρόνια μείνατε παντρεμένοι;

Δέκα χρόνια. Από κει και πέρα, απ’ τη στιγμή που πήρα διαζύγιο κι έπαψε να ισχύει το εμπάργκο από την εταιρεία, η καριέρα μου φούντωσε! Δεν σταματούσε να χτυπάει το τηλέφωνο. Ο δεύτερος άντρας μου ήταν διευθυντής στη δεύτερη δουλειά μου, όταν χώρισα, στον Μαραθώνα. Με είχε υπεύθυνη στα συνεργεία, στις επιστρώσεις μοκετών. Από τότε ήταν τσιμπημένος μαζί μου. Καθόταν στο διπλανό μου γραφείο κι εγώ έπαιρνα το κασετοφωνάκι ν’ ακούω εκεί μουσικές για να γράφω στίχους. Εκεί άρχισα και το τσιγάρο! Ερχόταν, λοιπόν, αυτός και μου έλεγε: «Πάλι άλλη δουλειά; Πάλι γράφεις στίχους;»…«Τελειώνω όπου νά’ναι, μη σε νοιάζει»…

Είπατε πριν πως τα πρώτα σας τραγούδια ήταν για τον Κώστα Χατζή.

Όχι, για να είμαστε ακριβείς, τα πρώτα μου τραγούδια τα είπε η Θάλεια σε μουσική του Γιώργου Μαργιολά. 

Ομολογώ πως μου είναι άγνωστη η Θάλεια.

Υπέροχη λαϊκή τραγουδίστρια, αλλά παντρεύτηκε και έφυγε, δεν έμεινε πολύ. Μαζί κάναμε ένα δισκάκι 45άρι με τέσσερα κομμάτια, δύο σε κάθε πλευρά. Αυτό πρέπει να έγινε στα τέλη ’67 – αρχές ’68. Μετά ήρθαν τα τραγούδια με τη Μαρινέλλα, που είχε σταματήσει τη συνεργασία με τον Καζαντζίδη και δούλευε ήδη με τον Κατσαρό. Της έγραψα τον «Κολωνακιώτη» που έσκισε και παίζεται ακόμη! Ακόμη παίρνω ποσοστά από την Αμερική, όπως έπαιρνα κι από δω, αλλά τώρα, με τη σαλαμούρα που τα κάνανε, δεν παίρνω πια…Ακολούθησε η Βίκυ Λέανδρος, τα pop συγκροτήματα, αλλά και άλλες μεγάλες επιτυχίες με τη Μαρινέλλα, «Πάλι θα κλάψω» κλπ.

Πάντως, μιλάτε για κομμάτια τρομερά δημοφιλή μέσα στη χούντα. Θέλω να πω ότι δεν αντιμετωπίσατε γενικά πρόβλημα, πέραν εκείνου του λογοκριμένου τραγουδιού με τον Μαρίνο.

Όχι, αλλά αυτά που εγώ ήθελα να περάσω, δεν μου τα πέρναγαν. Επαναλαμβάνω, ποτέ δεν συμβιβάστηκα μ’ αυτό, το «πάρε κασέτες και γράψε πάνω στις μουσικές». Ενδιαμέσως, έδινα σκαστά στίχους στον Χατζηνάσιο και στον Νάκη Πετρίδη, αλλά όσοι στίχοι έλεγαν κάτι παραπάνω, κόβονταν…Τάχα μου δεν τους άρεσαν…Έγραψα κάποτε για τον Λάκη Τζορντανέλλι στίχο που έλεγε «Ένας πολίτης είμαι συντηρητικός/ κι είμαι στ’ αμάξι ο τελευταίος τροχός», ο πολίτης δηλαδή που ήταν καλός νοικοκύρης κι είχε μάθει μια ζωή με σκυμμένο κεφάλι. Ε, αυτά τα τραγούδια δεν τα περάσανε…Αργότερα, με τον Τζορντανέλλι, κατάφερα κι έγραψα τραγούδια που έμειναν, όπως το «Αγοράζω παλιά» που γίνεται χαμός σήμερα. 

Παράλληλα υπήρχε και ο Νίκος Γκάτσος.

Τον Γκάτσο τον γνώρισα από μακριά σε συνελεύσεις για τα συγγενικά δικαιώματα.

Τον θεωρείτε τεράστιο;

Τον θεωρώ τεράστιο! Κοίταξε να δεις, ανάμεσα στον Χατζιδάκι και στον Θεοδωράκη, εγώ είμαι σαφώς προσανατολισμένη προς τον Χατζιδάκι. Παρόλα αυτά, ο Θεοδωράκης τα χρόνια της χούντας ήταν μεσ’ στη ζωή μας. Μόλις είχα χωρίσει κι έρχονταν οι παρέες της αδερφής μου και χωνόμασταν κάτω απ’ το τραπέζι κι αρχίζαμε να τον τραγουδάμε με τις κιθάρες. Λοΐζο τραγουδάγαμε επίσης! Χατζιδάκι δεν τραγουδάγαμε, τι να μας έλεγε μεσ’ στη χούντα ο Χατζιδάκις; Δεν άναβε τότε τα αίματα! 

Πάντως, δεν επιδιώξατε μια συνεργασία μ’ αυτούς, τον Λοΐζο, τον Θεοδωράκη…

Όχι, αλλά θα σου εξηγήσω γιατί: Ποτέ δεν είχα θράσος για να προσπαθήσω να διαπεράσω τον κλοιό μίας παρέας. Να πάω να πω «Έχω κι εγώ να σας δώσω κάτι, ακούστε με». Φοβόμουν την πιθανή απόρριψη κι επειδή είμαι περήφανος άνθρωπος, είπα θα φάω τη μουτζούρα ότι παρακάλεσα, θα φάω και τη μουτζούρα ότι με απέρριψαν. Έβλεπα να λειτουργούν οι παρέες, τι να πήγαινα εγώ να έκανα; Ο Θεοδωράκης είχε τότε την υψηλή διανόηση μαζί του, πως να τον προσέγγιζα; Θα ένιωθα σαν φτωχός συγγενής. 

Εγώ πάλι λέω πως πιθανώς να μη σας απασχολούσε και τόσο, ούσα βολεμένη μέσα σε τόσες επιτυχίες.

Όχι, δεν ήμουν ευχαριστημένη! Δεν ήταν αυτά που εγώ ήθελα να γράψω.

Μιλάω απ’ την άποψη της εμπορικής απήχησης περισσότερο. 

Ναι, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ήμουν ενθουσιασμένη. Για να καταλάβεις, όσα χρόνια δούλεψα, σε όποια παρέα μπήκα έξω απ’ το στίχο, ποτέ δεν συστηνόμουν ως «Σέβη Τηλιακού, στιχουργός». Αν τό’λεγε κάποιος άλλος, καλώς…Μέχρι να ανοίξω το facebook και να ανακαλύψω όλη αυτή τη συσσωρευμένη αγάπη του κόσμου για τα τραγούδια μου, δεν είχα ποτέ πιστέψει ότι έχω κάνει κάτι εξαιρετικό, που έπρεπε να το προωθήσω ή να περηφανεύομαι. Εντάξει, δούλευα το πρωί σε εταιρεία, έγραφα στίχους το βράδυ. Και λοιπόν; 

Πέρασε ολόκληρη ζωή μεσ’ στην ταπεινότητα;

Ναι, θα το πεις έτσι! Είμαι πολύ περήφανος άνθρωπος κι υπήρχαν στιγμές που ένιωθα πιο περήφανη για τις επιτυχίες μου στον επιχειρηματικό τομέα, παρά για τον στίχο! Κι επειδή πριν με ρώτησες για τα pop γκρουπ της εποχής και δεν επεκταθήκαμε, θέλω να σου πω ότι όλοι πέρασαν απ’ τα χέρια μου. 

Ακούγατε τα ξένα pop – rock συγκροτήματα;

Τα πάντα άκουγα, τα πάντα. Μην ξεχνάς πως έχω κάνει δέκα χρόνια κλασικό βιολί στο Ωδείο της Ρόδου, έχω πάρει άριστα από τη Μέση στην Ανωτέρα από τον ίδιο τον Μανώλη τον Καλομοίρη και μπήκα στην Ολυμπιακή για να ξεφύγω απ’ τη μιζέρια που μου επέβαλαν με τις επιλογές τους οι γονείς μου. Ήθελαν ή να μπω σε τράπεζα ή να βγάλω τη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων, που την έβγαλα για να τους κάνω το χατήρι. Πήρα υποτροφία από μια γυμνασιακή παράσταση που έπαιξα σε αρχαία τραγωδία. Με πρότεινε ο γυμνασιάρχης για να έμπαινα στο Εθνικό και δεν το δέχτηκαν οι γονείς μου. Πίστευαν πως αν δεν γινόμουν Συνοδινού, θα γινόμουν πουτάνα, παρόλο που ήταν μορφωμένοι άνθρωποι…Ήταν όμως πολύ αυστηροί, συντηρητικοί και ανασφαλείς σε σχέση με τα παιδιά τους. Δεν υπήρχε και η οικονομική ευχέρεια να φάω τα μούτρα μου και να μου πουν μετά «Εδώ είμαστε εμείς τώρα»…

Κατάλαβα, ήθελαν να πετυχαίνατε με τη μία σε οτιδήποτε.

Ακριβώς, να πετύχαινα με τη μία! Λοιπόν, άκουγα τα πάντα, όπως είπα, κι ακόμη ακούω τα πάντα! Στίχους στους Olympians είχε γράψει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ο Πασχαλάκος ήταν νεαρούλης, είχε κατέβει από τη Θεσσαλονίκη κι ήξερε ότι εγώ έγραφα στίχους. Μια μέρα τρώγαμε με τον άντρα μου σε ένα ωραίο εστιατόριο στην Κριεζώτου. Του έλεγε ο Πασχάλης: «Έχω το κομμάτι ”Venus” των Shocking Blue και θέλω να το βγάλουμε με τα παιδιά. Ποιος θα μας γράψει στίχους στα ελληνικά;» Εκεί μου το πρότεινε ο ίδιος, του στυλ «Ορίστε, εσύ θα γράψεις»! Έτσι μου βγήκε αυτό το χίπικο στο λόγο, μια και στα νιάτα μας όλοι υπήρξαμε και λίγο χίπηδες, όχι πολύ (γέλια). Μην με κοιτάς τώρα, με μακριά φουστάνια και χαϊμαλιά κυκλοφορούσα, ήταν η εποχή. Από κει και πέρα, συνεχίστηκε μια πολύ ωραία συνεργασία με τον Πασχάλη. Γράψαμε υπέροχα τραγούδια!

Και η συνεργασία με τη διεθνή Βίκυ Λέανδρος πως προέκυψε;

Ο Λέανδρος, ο μπαμπάς, είχε έρθει στην Ελλάδα με τη Βίκυ, που ήταν 16 χρονών και είχε ήδη κάνει μια επιτυχία στη Γερμανία. Μου τους έφερε στο σπίτι ο άντρας μου για να γνωριστούμε. Φάγαμε, τα είπαμε, δεν ειπώθηκε τίποτα για συνεργασία. Λίγο καιρό μετά, κάναμε ένα ταξίδι με τον άντρα μου, το γύρο της Ευρώπης. Περάσαμε κι απ’ το Αμβούργο, που έμεναν τα παιδιά. Εκεί μας είπαν ότι η Βίκυ θέλει να κάνει ένα δίσκο με 12 ελληνικά τραγούδια πάνω σε μουσικές ήδη γραμμένες ή επανεκτελέσεις άλλων τραγουδιστών. Ο Λέανδρος, που ήταν εντελώς μάνατζερ της κόρης του, μας πληροφόρησε ότι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ήθελε να γράψει μόνο έξι κομμάτια, όχι ολόκληρο άλμπουμ. «Ρε Σέβη, δεν κάθεσαι να γράψεις εσύ;» Κάθισα επί τόπου, εκεί στη Γερμανία, στην κρεβατοκάμαρα, γιατί μας φιλοξένησαν ένα βράδυ, όπου μέχρι το απόγευμα της επόμενης μέρας, τους έγραψα έξι κομμάτια. «Καλημέρα, χαρά», «Μη λυπάσαι» κ.α. Για μία δεκαετία μόνο μαζί μου συνεργαζόταν η Βίκυ Λέανδρος.

Και θα βγάλατε κι αρκετά χρήματα. Μιλάμε για τραγούδια που έκαναν διεθνή καριέρα.

Έβγαλα, ναι, καλά λεφτά. Ήταν όμως τόσες οι ανάγκες και τόσες οι υποχρεώσεις μετά τη ζημιά που είχα πάθει με ένα μαγαζί που άνοιξα κι έπεσα έξω…Έλεγε η μάνα μου: «Τώρα που έχεις λεφτά, δεν παίρνεις ένα δικό σου σπίτι;» Σκεφτείτε, έδινα τότε ενοίκιο 3.000 δραχμές και έβγαζα απ’ τους στίχους μου 150.000 το μήνα, τι μυαλό νά’χα για δικό μου σπίτι; «Τι λες, ρε μάνα, άνοιξα μαγαζί και θα πάω να πάρω σπίτι;»…Τη θυμήθηκα πολλές φορές από τότε την κουβέντα της μάνας μου…

Εδώ δηλαδή που μιλάμε τώρα με ενοίκιο μένετε;

Ναι. Είχαμε ένα διώροφο στη Ρόδο που το πήραν εξ ημισείας ο πατέρας μου με τον αδερφό του, αλλά τελικά κατέληξε στον θείο μου. Μια ζωή, έτσι, έμενα στο ενοίκιο. Και με τον δεύτερο άντρα μου πάλι με νοίκι μέναμε, γιατί ένα σπίτι που είχε στην Κηφισιά, το είχε γράψει στα παιδιά του από τον πρώτο γάμο. Να σου πω κάτι, Αντώνη μου; Ουδέποτε υπήρξα φιλοχρήματη, δεν είχα πάθος με την ιδιοκτησία. Ξέρεις με τι έχω πάθος; Μ’ αυτά! (Μου δείχνει τα έπιπλα και τα αντικείμενα του σπιτιού) 

Δένεστε με τα αντικείμενα;

Ναι, είμαι δεμένη γιατί τα πιο πολλά φτιάχτηκαν από χέρια αγαπημένα, όπως τα έπιπλα και οι πίνακες του πατέρα μου. Με τα πράγματα δένομαι, όχι με τα ντουβάρια. Το ότι χάθηκε ένα σπίτι στη Ρόδο, δεν με αφορά. Σάμπως δικό μου ήταν; Των γονιών μου ήταν. «Χαίρετε, ευχαριστώ πολύ»! Ούτε ποτέ με απασχόλησε να έχω λογαριασμό στην τράπεζα! Να σου ένα άλλο, για το οποίο μου λέει ο γιος μου «Μάνα, άμα δεν ήσουν έτσι, εσύ θά’χες γεράσει μέσα σε δέκα χρόνια»; Δεν με ένοιαξε ποτέ πόσα λεφτά είχα στην τσέπη μου, εκτός από τα απαραίτητα. Κι όταν είχα τα πολλά λεφτά, δεν τα λυπήθηκα ποτέ. Έκανα δώρα στα παιδιά μου, πηγαίναμε ταξίδια, έτσι την περάσαμε με τον άντρα μου. Αυτή τη στιγμή η κάρτα μου, ο λογαριασμός μου, έχει μέσα τη σύνταξη που θα πάρω, άντε και την προηγούμενη. Γεμίζει κι αδειάζει, αυτό γίνεται. Κοιτάζω νά’χω να πάρω τσιγάρα, αφού άμα έχω τα τσιγάρα μου κι ένα πιάτο φαΐ, είμαι μια χαρά μέχρι να μπει η επόμενη σύνταξη. Δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα, πάλεψα πολύ στη ζωή μου και τώρα το μόνο που με νοιάζει είναι να πεθάνω όρθια. Βρίσκομαι και σ’ ένα μεταίχμιο, ξέρεις, αφού τα 80 συνήθως είναι ένα όριο ζωής. Εντάξει, ο πατέρας μου έφυγε στα 85, η μάνα μου πιο νέα από ατύχημα. Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα ζήσω, αλλά θέλω να τα ζήσω γερή. Να μην κουράσω τα παιδιά μου, να μην ταλαιπωρηθώ εγώ…Ευτυχώς έχω μάθει τόσο καλά τον οργανισμό μου, που ότι μου συμβεί το αντιμετωπίζω από ένστικτο. Αυτή τη στιγμή είμαι στα 82, το βιβλιάριο υγείας μου είναι άδειο, δεν έχω λιπίδια, ζάχαρο, δεν έχω τα κέρατα μου! Τα μόνα χάπια που θα βρεις στο συρτάρι μου είναι ασπιρίνες, επειδή με πιάνει κάνας μυικός πόνος απ’ την καθισιά μπροστά στο laptop. 

Καλά είναι όλα αυτά και ίσως οφείλονται σε κάτι που μου είπατε off the record, στην επαφή σας με νέους ανθρώπους.

Ναι, με τους νέους, όχι μόνο στη δουλειά. Δεν τα βρήκα ποτέ με τους μεγάλους, εγώ μεγάλωνα κι ήθελα δίπλα μου ανθρώπους μέχρι 35 – 40 ετών. Πηγαίναμε για καφέ με τον άντρα μου κι εγώ έφευγα βόλτα τάχα να δω τις βιτρίνες, διότι άρχιζαν: «Η πίεση μου πήγε τόσο, θέλω έναν ουροσυλλέκτη» κλπ. Και γι’ αυτό και δεν έχω φίλες γυναίκες, αφού οι πιο πολλές νοιάζονται για τα νύχια, το κομμωτήριο, το μπαράκι, τη δίαιτα, το γυμναστήριο…Δεν τις μπορώ…Εγώ σηκώνομαι κάθε πρωί και γυμνάζομαι μόνη μου, κάνω 15 επικύψεις κάτω με τις παλάμες! Δεν μπορώ γενικά τις κούφιες κουβέντες, θέλω ν’ ακούω πράγματα που μου κινούν το ενδιαφέρον, όχι τα τετριμμένα.

Ας πάμε πάλι στο τραγούδι. Είπατε πως μετά το διαζύγιο η καριέρα σας φούντωσε, εκτινάχτηκε.

Έδωσα τραγούδια σε όλους τους «pop» καταρχάς: Τζορντανέλι, Μαρίνα, Τέρη Χρυσό, Δάκη, Πασχάλη. Έγραψα τραγουδάρες στη Τζένη Βάνου και τον Κόκοτα, στη Μαρινέλλα όσο κράτησε η συνεργασία μας, στη Ρένα Κουμιώτη με συνθέτη τον Πιτσιλαδή – είναι πολλοί, που να τους θυμηθώ…Με Νταλάρα – Αλεξίου δεν συνεργάστηκα ποτέ, γιατί ήταν στη ΜΙΝΩΣ κι εγώ δεν είχα ποτέ αποκλειστικό συμβόλαιο με καμία εταιρεία. Δούλεψα, βέβαια, πολύ στην Polygram, γιατί εκεί είχα καλούς συνεργάτες. Στις αρχές είχα δουλέψει και με τη Music Box.

Eurovision, ένα άλλο κεφάλαιο στην πορεία σας! Το 1976 διαγωνίστηκε η Μαρίζα Κωχ με το «Παναγιά μου – Παναγιά μου» και το ’77 εσείς με τον Χατζηνάσιο και το «Μάθημα σολφέζ».

Ξέρεις τι με συγκινεί; Εγώ το «Μάθημα σολφέζ» δεν το θεώρησα ποτέ κάτι σημαντικό απ’ την άποψη του στίχου. Ήταν ένα ωραίο ευρηματικό τραγούδι, το «σολφέζ» στο στίχο με απηχούσε, έχοντας σπουδάσει μουσική, αλλά ως εκεί! Χρόνια μετά με συγκίνησε το ότι το πήραν παιδικές σχολικές χορωδίες. Το θυμάμαι το τραγούδι της Κωχ την προηγούμενη χρονιά, που πιο πολύ ήταν διαμαρτυρία για την Κύπρο, αλλά πρέπει να πούμε ότι ως παραγγελία, από τον Χατζιδάκι απ’ όσο ξέρω, δεν ήταν ελκυστική. Ήταν μια pop δημοτικοφανής, αντιεμπορική όμως, που βέβαια όλοι την εξέλαβαν σαν διαμαρτυρία. Ήταν μια επαναστατική πράξη και δεν πιστεύω πως η Μαρίζα περίμενε να πάρει βαθμολογία. Η διαμαρτυρία ήταν ο στόχος. Ένα χρόνο μετά, βρίσκομαι στην ΕΡΤ καλεσμένη και βλέπουμε τη μετάδοση έγχρωμη κιόλας. Για ένα διάστημα ερχόταν πρώτο το «Μάθημα σολφέζ» και ψιλοπανηγυρίζαμε. Τελικά βγήκαμε τέταρτοι, γιατί η επιτροπή μας ψήφισε το Μονακό, κρίνοντας ανάξιο το τραγούδι του. Να, όμως, που το Μονακό μας πήρε την τέταρτη θέση! 

Με την απόσταση τόσων χρόνων, πως κρίνετε τον θεσμό της Eurovision σήμερα;

Δεν μ’ αρέσει! Άμα θέλω μουσικό θέατρο, το βρίσκω όπου θέλω στην Ευρώπη. Το «Μάθημα σολφέζ» ήταν μια απόλυτη μουσική πρόταση, τραγούδι – τραγουδένιο. Από περιέργεια παρακολουθώ την Eurovision τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν μου έχει μείνει κάποιο τραγούδι και, υπ’ όψιν, έχω κάνει την ελληνική απόδοση σε πολλά απ’ τα τραγούδια του διαγωνισμού. Πάντως, αν μου ζητούσαν να συμμετάσχω, δεν θα πήγαινα. Και όχι τώρα, εδώ και πολλά χρόνια! Δεν θα χάλαγα λεφτά, ας πούμε, ως οργανισμός για να διοργανώσω ένα τέτοιο πανηγύρι, που πλέον δεν έχει καμία σχέση με τη μουσική, αλλά μόνο με το θέαμα. 

Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πει κάτι νόστιμο για το τραγούδι των Antique, που είχε διαγωνιστεί: «Μεγαλύτερο ερωτισμό νιώθω χαϊδεύοντας το μπράτσο της πολυθρόνας μου, παρά ακούγοντας το τραγούδι αυτό».

Θα συμφωνήσω κι εγώ (γέλια). 

Και στη Μεταπολίτευση, όμως, φάνηκε να μείνατε εκτός κλίματος και να συνεχίσατε στο δικό σας δρόμο.

Δεν είχα καιρό, Αντώνη…Ο κάθε άνθρωπος βγάζει ένα πρόσωπο προς τα έξω. Εγώ, ας πούμε, ακούω την Ευγενία Λουπάκη στο «Κόκκινο», που είναι η ψυχοθεραπεύτρια μου πρέπει να σου πω, και τα τραγούδια που βάζει, δεν τα έχω ακούσει ποτέ! Ψάχνει, σκαλίζει η Ευγενία και πετάει ένα τραγούδι, που εγώ μπορεί να μαγειρεύω, αλλά θα σταματήσω για να τ’ ακούσω. Εγώ αυτό δεν το δημιούργησα ποτέ στους άλλους! Όλοι με είχανε τη στιχουργό που δεν έκανε και τίποτα ιδιαίτερο, ακριβώς γιατί δεν έκανα πολιτικά τραγούδια. Πως να έκανα όμως πολιτικά τραγούδια, συνεργαζόμενη μ’ αυτούς που είχα στο ρεπερτόριο μου; Είχα καθιερωθεί σαν «στιχουργός του έρωτα», που δεν ίσχυε. Τι θα πήγαινα νά’λεγα, «Γεια σας, γράφω πολιτικά τραγούδια;» Θα σιχαινόμουν τον εαυτό μου, όπως σιχάθηκα τον Γιώργο Κατσαρό που επί χούντας «οργίαζε» στις Ολυμπιάδες με τις ορχήστρες και τους τραγουδιστές του και στη Μεταπολίτευση έχωσε τη Μαρινέλλα στο στούντιο και γράψανε «Πατησίων και Στουρνάρα/ το σκοτώσαν το παιδί» όπου η Μαρινέλλα τραγουδάει και ωρύεται! Ποτέ δεν τραγούδησε η Μαρινέλλα πολιτικό τραγούδι! Ε, εγώ αυτή την πουστιά δεν θα την έκανα ποτέ σε κανέναν, εγώ ειμ’ αυτή που είμαι και για κάποιους έχω γράψει αριστουργήματα. Για άλλους, είμαι μια στιχουργός που «εντάξει, δεν άφησε και τίποτα σημαντικό». Ξέρω τι μου γίνεται, Αντώνη μου! Το τι θα μπορούσα να έχω γράψει, θα το βρεις στα βιβλία μου.

Πάμε στη δεκαετία του 1980, όπου εμφανίζεται ένα νέο ελληνικό τραγούδι με τον Κραουνάκη και τη Νικολακοπούλου στο στίχο.

Λατρεύω Κραουνάκη και Νικολακοπούλου! Λατρεύω Σταμάτη! Αυτόν τον ακούω να τα λέει έξω απ’ τα δόντια, να τα χώνει και σκάω στα γέλια! Τρελαίνομαι! Θα’θελα να πάω να δω παράσταση του, αλλά εδώ δεν έχω πάει να δω τον γιο μου που παίζει ντραμς με τρία διαφορετικά σχήματα…Με ενοχλεί η πολυκοσμία και το στρίμωγμα, το να κάθομαι για ώρες σε μια καρεκλίτσα τόση δα…Τέλος πάντων, η Νικολακοπούλου, που λες, έχει κάνει σχολή και τό’χω πει εδώ και πολλά χρόνια. Ορισμένα τραγούδια της με ξενίζουν και ορισμένα με ρίχνουν στα πατώματα, αλλά δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι η γυναίκα έχει κάνει σχολή! 

Ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Νικολακοπούλου, πιστεύετε;

Μ’ αρέσει αυτό που έχει. Την άκουγα πρόσφατα σε μια συνέντευξη της και τη χάρηκα, γιατί κάπου δικαιολόγησε αυτό που εγώ ένιωθα. Είπε ότι στην αρχή ούτε οι φίλοι της δεν πήγαιναν ν’ ακούσουν τα τραγούδια της. Εκείνο που μ’ αρέσει, γιατί όσο περνούν τα χρόνια ωριμάζει και η σκέψη, είναι αυτό που είπε: «Εγώ γράφω κι όποιος καταλάβει». 

Και, βέβαια, η Νικολακοπούλου συνεχίζει, δεν σταμάτησε όπως εσείς λίγο μετά τα 50. Κάνει παραγωγές, στήνει παραστάσεις, προτείνει νέους ερμηνευτές.

Οι συνθήκες είναι άλλες και μην ξεχνάς ότι η Λίνα ανήκει σε μία ομάδα που τη στηρίζει, έχει «πλάτες». Όχι ότι στηρίζεται χωρίς να το αξίζει, απλά λέω ότι δεν είναι μόνη της. Χαίρομαι που κάνει τις παραγωγές της και που είναι δραστήρια, αλλά η Λίνα δεν έχει οικογένεια, όπως είχα εγώ. Δεν είχε να μεγαλώσει δύο παιδιά, ούτε τη δική μου κόπωση…Επίσης, οι προοπτικές είναι άλλες όταν έχεις γύρω σου σημαντικούς ανθρώπους, τη δική σου ομάδα.

Με το χέρι στην καρδιά, θεωρείτε ότι εσείς δεν είχατε δίπλα σας τόσο σημαντικούς ανθρώπους;

Όχι, δεν είχα…Είχα συνεργάτες που πραγματικά στάθηκαν δίπλα μου σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά όχι σε επαγγελματικό. Δεν είχα, ας πούμε, έναν Κραουνάκη που «πηδάει και δέρνει», με το συμπάθιο. Δεν είχα ποτέ ένα παραγωγό που να πίνει νερό στ’ όνομα μου. Εγώ δούλευα με όλους και το έκανα ευσυνείδητα.

Αν σας ρωτούσα ποια στιχουργό θα θεωρούσατε δική σας συνέχεια;

Μου αρέσει η Ελεάννα Βραχάλη. Μπορεί αυτή να είναι πιο κοντά στο δικό μου ύφος. Εγώ δεν έγραψα λαϊκά ή pop, γιατί έπρεπε να κάνω αυτά συγκεκριμένα. Είμαι μοιρασμένη μέσα μου. Είμαι τόσο γεμάτη από ακούσματα…Ξέρεις τι δεν μου αρέσει μόνο; Το σκυλάδικο: Βανδή, Κοκκίνου και δεν συμμαζεύεται, για να βάλω και τα αρσενικά απ’ την άλλη πλευρά, τα αντίστοιχα. Δεν μπορώ να τους ακούσω, δεν μπορώ – πως το λένε – νευριάζω! Είναι όλοι ίδιοι, ένα ίδιο ντάμπα ντούμπα, που σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει. Εγώ έχω τραγούδια που τραγουδιούνται εδώ και πενήντα χρόνια! Αυτό, ναι, είναι μια επιτυχία, όχι μόνο δική μου, αφού είναι κι άλλοι: Ο Νίκος ο Βρεττός, ο Γιώργος Κανελλόπουλος, μην πιάσω τους «κλασικούς», τον Λευτέρη και τον Πυθαγόρα.

Τον είχατε γνωρίσει τον Πυθαγόρα;

Βεβαίως! Τον είχα γνωρίσει σε μια εποχή που οι δυο τους, με τον Λευτέρη, ήταν συνεργάτες του άντρα μου, πριν ακόμη ασχοληθώ εγώ με το στίχο. Υπήρχε μια αντιπαλότητα μεταξύ τους, όταν ο Λευτέρης ήξερε ότι ο Ράλλης θα έβγαινε με τον Πυθαγόρα, έστριβε γωνία. Το ίδιο συνέβαινε και με τον Πυθαγόρα (γέλια). Πιστεύω ότι υπάρχει αντιπαλότητα, όπου υπάρχει ισοτιμία. Ο καλύτερος τον μικρότερο δεν τον υπολογίζει καν. Η κόντρα υπάρχει όταν εγώ σε θεωρώ ισάξιό μου, κατάλαβες; Ήταν και οι δύο εξαιρετικοί άνθρωποι. 

Θέλω να μου πείτε τώρα αν σας άγγιζαν οι μελοποιήσεις που γίνονταν μεσ’ στο ελληνικό τραγούδι.

Μου άρεσαν! Μια περίοδο, νομίζω ’87 με ’92, έκανα ραδιόφωνο για τέσσερα χρόνια. Στον ALPHA 9.65 είχα τέσσερις εκπομπές την εβδομάδα: Ανάμεσα τους την εκπομπή «Από το μύθο στο βινύλιο», που παρουσίαζα μόνο μελοποιημένη ποίηση Καρυωτάκη, Ελύτη, Ρίτσου. Θυμάμαι που έφυγε ο Γιάννης Μαρκόπουλος από το στούντιο της Κολούμπια, όπου έκανε πρόβες, για να έρθει να παρουσιάσουμε αφιέρωμα στο έργο του, «Ο Ήλιος ο Πρώτος». Ήρθε και μίλησε και παίρναμε τηλεφωνήματα. Είχα κάνει αφιέρωμα μέχρι και στον Άλκη Αλκαίο, στους πάντες. Μου άρεσε η ποίηση, γιατί έβλεπα τον αντίκτυπο, να την τραγουδάει ο κόσμος. Έκανε και μένα να ανατρέξω σε ποιητικές ανθολογίες αυτή η εκπομπή, αφού διάβαζα και ποιήματα στον αέρα. Άφησαν μεγάλες μελοποιήσεις ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, αλλά και πολλοί άλλοι.

Ερώτηση προσωπικού ενδιαφέροντος: Με τον Χατζιδάκι είχατε ποτέ επικοινωνία;

Όταν είχε φτιαχτεί η ΕΜΣΕ, εμείς οι στιχουργοί είχαμε δικό μας σωματείο. Ήμασταν μέσα εγώ, ο Βρεττός, η Σώτια, ο Κυριάκος ο Ντούμος κ.α. Με είχαν βγάλει πρόεδρο για δυο χρόνια κιόλας. Ο Χατζιδάκις δεν ήθελε να υπάρχει το σωματείο στιχουργών, ήθελε να ενταχθούμε στην ΕΜΣΕ. Είχε δίκιο, όπως αποδείχτηκε…Πρέπει να πω ότι στο σωματείο μας δεν ανήκαν οι μεγάλοι, οι διακεκριμένοι, όπως ο Γκάτσος. Αυτοί πήγαιναν κατευθείαν στην ΕΜΣΕ. Εμείς ήμασταν τα…απολειφάδια (γέλια). Κάποια στιγμή πήρα το λόγο για να δικαιολογήσω τη δημιουργία του σωματείου στιχουργών. Πετάγεται ο Χατζιδάκις και μας λέει: «Όλοι εσείς, έξω από δω»! Μας έδιωξε! Είχαμε τσαντιστεί πολύ, αλλά σήμερα φαίνεται τόσο αστείο! Λίγο μετά, θα παρατηρούσα το νέο τραγούδι, όπως λέγαμε πριν για τον Σταμάτη και τη Λίνα, να περνάει στα χέρια νέων αξιόλογων γυναικών στιχουργών. Το έβλεπα, ήταν κάτι που συνέβαινε. Το θεώρησα δεδομένο, αφού ήδη εγώ ήμουν κοντά στα 60 κι είχα απομακρυνθεί ούτως ή άλλως. Δεν με γέμιζε συναισθηματικά πια ο στίχος. 

Σήμερα γράφετε στίχους καμιά φορά;

Ναι, καμιά φορά, αλλά τα βάζω στο συρτάρι. Πρέπει να μου’ρθει, όχι να το επιδιώξω. Κι αν δούλεψα τόσα χρόνια κατά παραγγελία, δεν μου επέβαλε κανείς σε τι ύφος θα γράψω. Τις μουσικές μού στέλνανε και γι’ αυτό νευριάζω όταν ακούω να λένε «Μετάφραση στα ελληνικά: τάδε»…Εγώ δεν άκουγα τα ξένα λόγια, τις μουσικές έπαιρνα κι έγραφα πάνω τους στα ελληνικά. Ότι μου έλεγε η καρδούλα και η ψυχούλα μου! Το «Take me home, country road» του John Denver, ας πούμε, που το έκανα «Ουρανέ, που περνάς» για τον Πασχάλη, όταν το άκουσε ο παραγωγός, έκλαιγε μεσ’ στο στούντιο. Δεν έκανα ποτέ μετάφραση εγώ. Σήμερα, πάντως, θα έλεγα ότι γράφω στίχο σαν εξομολόγηση στον εαυτό μου, όχι για ν’ απευθυνθώ κάπου. Και πάλι, σπάνια συμβαίνει, αφού με έχει συνεπάρει η άπλα της συγγραφής.

Παρατηρείτε έναν βιασμό της ελληνικής γλώσσας σε πολλά καινούργια, αλλά και παλιά τραγούδια;

Ένα πράγμα που μου αναγνωρίζουν είναι ότι ποτέ δεν παρατόνισα τις λέξεις στους στίχους μου, έχοντας άριστη γνώση του τονισμού και του μέτρου. Δεν έβαζα ποτέ χυδαιότητες στα τραγούδια μου κι εγώ με την ελληνική γλώσσα έχω πολύ στενή σχέση από τα μαθητικά μου χρόνια. Με θυμάμαι ως παιδούλα να έχω γράψει ολόκληρη έμμετρη μετάφραση της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας».

Φτάνουμε στο τέλος της συζήτησης μας, κυρία Τηλιακού. Θα ήθελα να πούμε δυο λόγια για τις απώλειες των δικών σας, είναι καθοριστικό στοιχείο στη ζωή σας.

Μετά το θάνατο της αδερφής μου, έχασα άλλα δυο αδέρφια, τα αγόρια, σαν τα ψηλά βουνά! Πρώτοι μηχανικοί και οι δύο, τους έχασα κακήν κακώς από αρρώστια, που δεν ήταν ακριβώς καρκίνος. Είχαν χρόνια δηλητηρίαση στο αίμα από τις αναθυμιάσεις στα αμπάρια. Ύστερα ήρθε η απώλεια του άντρα μου…Κάποτε ξυπνούσα μεσ’ στην καλή χαρά, είχα – δεν είχα προβλήματα. Σήκωνα την πέτρα και τη γύριζα ανάποδα! Τα τελευταία δύο χρόνια ξυπνάω, ρε συ Αντώνη, και με το που ανοίγω τα μάτια μου, λες και ανοίγει κι ένας κρουνός, έτοιμος να με πάει πίσω, τόσο που θυμάμαι την κούνια μου όταν ήμουν πέντε χρονών. Πως γίνεται αυτό το μυαλό να τρέχει τόσο γρήγορα;

Σαν καλειδοσκόπιο…

Ναι, να πηγαίνει μπρος – πίσω μέσα σε δευτερόλεπτα…Υπέφερα πάρα πολύ με τον δεύτερο άντρα μου. Για δυο χρόνια είχε πολύ κακή ανάρρωση από εγχείρηση bypass και στο τέλος τον βρήκε και το αλτσχάιμερ. Τον είχα φυτό σχεδόν στο κρεβάτι. Έκανα άρση βαρών για δύο χρόνια…Ο σκελετός μου έχει υποστεί τόσες κακώσεις που απορώ πως είμαι ευκίνητη ακόμα και δεν υποφέρω. Ξέρεις τι είναι να σου πέφτουν 75 κιλά στο πάτωμα «νεκρά» και να πρέπει να τα σηκώσω μόνη μου; Να σου πέφτει απ’ το κάθισμα, που τον είχα, στη μπανιέρα και να πρέπει να σταθείς με τα πόδια σου στα τοιχώματα για να τον σηκώσεις; Άσ’ τα…Ευτυχώς έχω τα δύο παιδιά μου, τον Γιώργο και την Αλίκη μου, νά’ναι καλά! Έχω και τα εγγόνια μου, που τα βλέπω να μεγαλώνουν…

Αν ο χρόνος γύρναγε πίσω, στα 1967 που ξεκινούσατε στη στιχουργική, θα αλλάζατε κάτι;

Με την προϋπόθεση να μεγάλωνα πάλι μόνη μου τα παιδιά μου, όχι, δεν θα άλλαζα κάτι. Τα παιδιά ήταν πάντα η προτεραιότητα μου, γιατί παράλληλα έκανα κι άλλες δουλειές.

Τι περιμένετε από δω και πέρα;

Δεν ξέρω, δεν θέλω να είμαι προκλητική…Αν πω ότι περιμένω τώρα κάτι στα 82 μου, θα γελάσει κι ο Θεός που μ’ ακούει, αν υπάρχει Θεός. Τι να περιμένω, άλλο απ’ το νά’ναι καλά τα παιδιά μου και να είμαι γερή; Να δουλεύει το μυαλό μου, γιατί είναι ένα μυαλό περίεργο που δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω. Όταν πάψει το μυαλό να τσιγκλάει, τότε θα γεράσω πραγματικά. 

Έχετε ελπίδα ή πίστη σε κάτι;

Να ζήσω όσο γίνεται κι άλλο, όχι για να ευχαριστηθώ τη ζωή, αλλά τους γύρω μου. Μ’ αρέσει να ξυπνάω το πρωί, να κάθομαι εκεί πέρα και να πίνω τον καφέ μου. Έχω πίστη στη ζωή γενικά.

Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Ήταν μια συνέντευξη που τα είχε όλα: Ιστορίες, μνήμες, συγκίνηση, γέλιο…Μου έβγαλες τα εσώψυχά μου κι εγώ πρέπει να σ’ ευχαριστήσω. Ας μείνει αυτή η συνέντευξη μέσα στα επόμενα χρόνια, το εύχομαι. 

* Το βιβλίο της Σέβης Τηλιακού «Βασιλικούλα μ’ ρίζα μ’» (βασισμένο σε αληθινά γεγονότα) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «πνοή»

Στην αντεπίθεση περνά η Καϊλή: «Δεν με υπερασπίστηκαν το ΠΑΣΟΚ και η Ε.Ε., θα μετακομίσω στην Ιταλία»

5754833

Στην αντεπίθεση περνά η Καϊλή: «Δεν με υπερασπίστηκαν το ΠΑΣΟΚ και η Ε.Ε., θα μετακομίσω στην Ιταλία»

Τα παράπονα της προς το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε σε συνέντευξη η Εύα Καϊλή

Ράδιο Αρβύλα: Το «αντίο» του Αντώνη Κανάκη για τη φετινή σεζόν – «Η χρονιά είχε δυο πρόσωπα, δεν ξέρω αν θα ξαναέρθουμε»

Κανάκης 1

Ράδιο Αρβύλα: Το «αντίο» του Αντώνη Κανάκη για τη φετινή σεζόν – «Η χρονιά είχε δυο πρόσωπα, δεν ξέρω αν θα ξαναέρθουμε»

Αυλαία έριξε για φέτος το Ράδιο Αρβύλα, με τον Αντώνη Κανάκη να μιλάει για τη…

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

μητσο

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

Εκτός τόπου και χρόνου τα όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη του στο ΣΚΑΪ