Θυμάμαι σαν όνειρο τον Παντελή Βούλγαρη το μακρινό 1992. Είχε περάσει από τη σχολή κινηματογράφου της Χατζίκου, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, για να πάρει φοιτητές που θα δούλευαν στην καινούργια τότε ταινία του, τις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου». Και τι δεν θά’δινα ως πρωτοετής φοιτητής να έμπαινα κι εγώ σ’ αυτήν την παραγωγή, έστω ψήνοντας καφέδες – που λέει ο λόγος – για τους υπόλοιπους. Όλα τα επόμενα χρόνια, παρακολουθούσα τις ταινίες του και συναντούσα τον ίδιο σε διάφορες προβολές, πότε στα φεστιβάλ Δράμας και Θεσσαλονίκης, και πότε στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, χωρίς να έχουμε ανταλλάξει κάποια κουβέντα, πέραν τυπικών χαιρετισμών.
Αν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αγαπούσε το τοπίο και την ελληνική Ιστορία, ο Παντελής Βούλγαρης αγαπάει τους ηθοποιούς του, τους χαρακτήρες του, όπως και την Ιστορία, αλλά με το δικό του φυσικά τρόπο. Τα πρόσωπα του Βούλγαρη είναι από τα πιο στέρεα και γήινα που μας έχει χαρίσει ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, άνθρωποι που βιώνουν τη μοναξιά τους, ερωτεύονται, επικοινωνούν και δεν διστάζουν να οδηγηθούν σε ακραίες αντιδράσεις, όπως συμβαίνει και με τα πρόσωπα της αρχαιοελληνικής τραγωδίας.
Η αλήθεια είναι πως ο Βούλγαρης παραμένει ιδιαίτερα δραστήριος ως σκηνοθέτης την τελευταία 20ετία, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη τα λογοτεχνικά έργα της συζύγου του, της καλής συγγραφέως Ιωάννας Καρυστιάνη. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να ταιριάξει η καθημερινότητα δύο συντρόφων – όπως παραδέχεται και ο ίδιος στην ακόλουθη συνέντευξη – με το καλλιτεχνικό όραμα και τις κοινές ευαισθησίες τους. Αφορμή, ωστόσο, για τη συνέντευξη δεν ήταν το επόμενο κινηματογραφικό του project, αλλά το Διεθνές Φεστιβάλ Άνδρου, που διευθύνει ο ίδιος από το 2015, και που φέτος θα ανοίξει τις πύλες του την 31η Ιουλίου με ένα σωρό αξιόλογες εκδηλώσεις από τους χώρους του θεάτρου, της μουσικής και του χορού.
Κύριε Βούλγαρη, σας συναντώ με αφορμή το 5ο Διεθνές Φεστιβάλ της Άνδρου, που θα ξεκινήσει την τελευταία μέρα του Ιουλίου. Δική σας ήταν η ιδέα για το στήσιμο του ή σας έγινε ανάθεση;
Δεν ήταν δική μου ιδέα, ποτέ δεν έχω κάνει τον διευθυντή. Απλώς έχω σπίτι στην Άνδρο, χωρίς να είμαι από κει, κάπου 35 χρόνια. Ούτε και πολλές σχέσεις έχω με την Άνδρο, εννοώ με οικογένειες του νησιού. Είναι πολύ λίγοι οι φίλοι μου από κει. Μου προτάθηκε από το ζευγάρι, την Κούλα και τον Κώστα, όπως και από τον χρηματοδότη, τον Αλκιβιάδη Τάτο, που ξαφνικά απ’ το πουθενά έφτιαξε ένα ωραίο υπαίθριο θέατρο. Μου ζήτησαν να αναλάβω το χώρο, να βοηθήσω, αλλά εγώ τους απάντησα αρχικά πως δεν ξέρω να κάνω τον διευθυντή. Με έπεισαν και μάλιστα το πρώτο φεστιβάλ το προλάβαμε τελευταία στιγμή, πάνω που τέλειωναν τα μερεμέτια στο θέατρο. Αισίως φτάσαμε στο πέμπτο φεστιβάλ και νομίζω πως σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια που προηγήθηκαν, καθιερώθηκε στη συνείδηση των ντόπιων.
Πως θα χαρακτηρίζατε σαν νησί την Άνδρο, έχει κάτι που την κάνει να ξεχωρίζει;
Είναι περίεργο νησί η Άνδρος! Το μοναδικό νησί που η πρωτεύουσα του δεν είναι στο λιμάνι. Όταν πας στη Σύρο, ας πούμε, ή και σε άλλα νησιά, με το που βγαίνεις απ’ το πλοίο, βλέπεις την πρωτεύουσα. Στην Άνδρο πρέπει νά’χεις αυτοκίνητο και να κάνεις 35 – 40 λεπτά με στροφές για να φτάσεις στη Χώρα, που είναι και το θέατρο. Μάλιστα υπάρχει ένα πρόβλημα και με τους ντόπιους. Από τα μεγάλα χωριά οι άνθρωποι αποφεύγουν να μετακινούνται το βράδυ με τους σκοτεινούς δρόμους και τις στροφές. Ακόμα δεν έχουμε λύσει το θέμα, να υπάρχει ένα πούλμαν που θα πηγαινοφέρνει τον κόσμο. Αυτά θα γίνουν σιγά – σιγά.
Πάντως, καλά το πάτε για να μπαίνετε ήδη στον πέμπτο χρόνο του θεσμού.
Ναι, καλά, πολύ καλά!
Αναρωτιέμαι αν οι μετακλήσεις των καλλιτεχνών στο φεστιβάλ οφείλονται και στις προσωπικές σας γνωριμίες. Φέτος, ας πούμε, θα τραγουδήσει η Ελένη Βιτάλη, με την οποία είστε φίλοι, αν δεν κάνω λάθος.
Όχι, δεν είμαστε (γέλια). Δεν ισχύει γενικά αυτό, αφού αρκετούς τους ξέρω και με ξέρουν, αλλά δεν έχω δουλέψει μαζί τους. Η επιλογή γίνεται βάσει του κύρους της δουλειάς τους, της εμπειρίας τους, αυτού που καταθέτουν επί χρόνια. Στο θέατρο, επίσης, εγώ ουδέποτε υπήρξα σκηνοθέτης θεάτρου για να έχω επαφές. Έτσι, με την κόρη μου και τον γιο μου, που είναι νέοι και βλέπουν περισσότερα πράγματα από μένα, το κουβεντιάζουμε καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Μόλις τελειώνει το φεστιβάλ στα τέλη Αυγούστου, σχεδιάζουμε το επόμενο και κατά τα Χριστούγεννα οριστικοποιούνται τα σχήματα. Προσπαθούμε μέχρι Γενάρη – Φλεβάρη να «κλείσουμε» καλλιτέχνες και παραγωγές, που δεν είχαν έρθει πρόσφατα στο νησί.
Βέβαια, με κάνετε τώρα να θεωρήσω σουρεαλιστικό το ενδεχόμενο η Κωνσταντίνα ή ο Αλέξανδρος να σας πρότειναν συναυλία του Γιάννη Πάριου στο φεστιβάλ!
(γέλια) Ε, ναι, θα μου πρότειναν πιο νεανικά πράγματα.
Ωστόσο, είναι καλή κίνηση. Ο Πάριος στο Κατράκειο τις προάλλες έφερε μέσα σ’ ένα διήμερο 7.000 ανθρώπους!
Το ξέρω! Μα έχει καταθέσει τη δικιά του ιστορία ο Πάριος, δεν μπορεί να πει κανείς κάτι.
Μια και αναφερθήκατε στα παιδιά σας, θυμάμαι στη συνέντευξη Τύπου που ερωτηθήκατε γιατί δεν φέρνετε και πιο νέους καλλιτέχνες στο φεστιβάλ. Η δική μου ερώτηση θα ήταν γιατί να μην έκανε μία δική του συναυλία και ο The Boy, κατά κόσμον Αλέξανδρος Βούλγαρης, ο γιος σας δηλαδή;
Επειδή το φεστιβάλ λειτουργεί ήδη τέσσερα χρόνια, τα παιδιά μου το σκέφτονται και το συζητάμε, αλλά στην Ελλάδα ξέρετε πως πάνε αυτά: Ο πατέρας με τα παιδιά, ο νονός με τα βαφτιστήρια, ο παππούς με τα εγγόνια κ.ο.κ. Θα έλεγα ότι προηγούνται και άλλοι, νεότεροι ενδεχομένως, με το ίδιο επίπεδο της μουσικής του Αλέξανδρου. Καταρχάς τα παιδιά μου αρνούνται, όχι γιατί σνομπάρουν το νησί, κάθε άλλο, αφού ο Αλέξανδρος έχει γυρίσει δύο ταινίες στην Άνδρο. Είναι λεπτό το ζήτημα, καταλαβαίνετε…
Απόλυτα. Και στην Ελλάδα, ειδικά την τρέχουσα πολιτική περίοδο, αντιμετωπίζουμε μία οικογενειοκρατία.
Πλήγμα είναι, φυσικά.
Υπήρξε περίπτωση που η διεύθυνση του φεστιβάλ λειτούργησε αναβλητικά για τη δημιουργία μίας νέας ταινίας;
Όχι, γιατί η ταινία και ο χρόνος της έχει άλλες περιπέτειες κι άλλες ανάγκες. Ας πούμε, το «Τελευταίο σημείωμα» το ξεκινήσαμε άνοιξη ως τις αρχές καλοκαιριού. Όχι, δεν υπήρξε περίπτωση να δεσμεύεται μία ταινία μου, επειδή κάνω το φεστιβάλ. Η τελευταία ταινία έγινε άνοιξη στα Χανιά, που είχαμε όλο το χρόνο με το μέρος μας, η «Μικρά Αγγλία» πάλι άνοιξη στην Άνδρο, ενώ οι προηγούμενες ταινίες μου έγιναν όταν εγώ δεν έκανα το φεστιβάλ.
Οι «Νύφες» ή η «Μικρά Αγγλία» ανανέωσαν τη σχέση σας με το κοινό απ’ την άποψη του ταμείου, των εισιτηρίων δηλαδή. Αν σας πάω πίσω, τώρα που είστε στην πλήρη ωριμότητα σας, τα εισιτήρια ήταν ένα ζητούμενο;
Ποτέ και δεν νομίζω να υπάρχει σκηνοθέτης που να στοχεύει στα εισιτήρια. Μπορεί να στοχεύει από’να σημείο και μετά, όταν φτιάξει ένα χαρακτήρα και ένα ύφος στο σινεμά, αλλά για μένα κάθε ταινία είχε τη δικιά της ζωή, το δικό της στοίχημα. Εγώ κλείνω 60 χρόνια στον κινηματογράφο και είμαι ευτυχής που δεν σκέφτηκα να κάνω κάτι άλλο! Δηλαδή 20 χρονών ήμουν ήδη κινηματογραφιστής! Ήμουν ήδη στον Φίνο, τους σεβόμουν και με σεβόντουσαν, έμαθα την τεχνική και τη συμπεριφορά του γυρίσματος, και ποτέ δεν το μετάνιωσα που δεν σκέφτηκα να κάνω κάτι άλλο.
Σας βλέπω τώρα που μου μιλάτε και δεν ξέρω γιατί, αλλά μου βγάζετε κάτι από το «Σινεμά ο Παράδεισος».
Ίσως γιατί και μένα με σημάδεψε όλη αυτή η μαγεία του σινεμά «Ηλέκτρα» στην Πατησίων. Τρέχαμε να δούμε ταινίες όταν μάλιστα άρχιζε ο τεχνικός να δοκιμάζει τη μηχανή προβολής. Το χουρχουρητό της μηχανής ακουγόταν κατακαλόκαιρο τρία στενά στην Πατησίων! Πατησίων, Δροσοπούλου και Νάξου, που μέναμε εμείς, ακούγαμε τα παιδιά τη μηχανή να ρολλάρει και τρέχαμε για να δούμε κάποιο ντοκιμαντέρ, πώς βγαίνει το αλάτι, κάτι τέτοια ασπρόμαυρα, να δούμε εικόνες με άλλα λόγια. Ε, αυτές οι εικόνες είναι ακριβώς ότι φύτρωσε μέσα μου και εξακολουθεί να έχει την ίδια μαγεία, την ίδια αγωνία, την ίδια αναζήτηση και την ίδια ανάγκη.
Πόσο εύκολο ήταν για ένα 20χρονο παιδί να μπει στη βιομηχανία του κινηματογράφου;
Εγώ δεν ήμουν από σόι καλλιτεχνών ώστε νά’χω μέσον από κάποιο γνωστό ή συγγενή. Πήγα στη σχολή Σταυράκου και μάλιστα καθυστερημένος, αφού με πίεζαν κάποιοι συγγενείς να δώσω στο Πανεπιστήμιο. Απέτυχα παταγωδώς σε Νομική και Φιλοσοφική κι έτσι πήγα στη Σταυράκου, που δεν μου το απαγόρευσαν οι γονείς μου. Ήμουν ο τελευταίος που έγραψα ένα σεναριάκι στο μάθημα σεναρίου του Ντίνου Δημόπουλου, ο οποίος ήταν εν ενεργεία σκηνοθέτης. Του άρεσε πολύ κι έτσι αυτό το σεναριάκι ήταν το πρώτο φιλμ που έκανα, ο «Κλέφτης». Στη σχολή είχα πάει στα τέλη του ’50, στον Φίνο δούλεψα από το 1960 και μετά, ο «Κλέφτης» πρέπει νά’γινε το ’65 και λίγα χρόνια μετά ο «Τζίμης ο Τίγρης», αυτή είναι η σειρά των πραγμάτων. Θυμάμαι ότι είχα ζητήσει από τον Δημόπουλο να παρακολουθήσω ένα γύρισμα. Πήγα και μαγεύτηκα! Συνειδητοποίησα ότι αν δεν είχα πάει, δεν θα έβλεπα ποτέ κάμερες και φιλμ τρία χρόνια στη σχολή, απλώς θα άκουγα! Το δίπλωμα του σκηνοθέτη, να πω επίσης, το πήρα αφού είχα κάνει τις δύο πρώτες μικρού μήκους ταινίες μου.
Έχω την αίσθηση πως το πέρασμα σας από τον λαϊκό κινηματογράφο του ’60 και η επαφή με ηθοποιούς – Ιερά Τέρατα έκανε καλό και στο δικό σας σινεμά. Φτιάξατε χαρακτήρες στέρεους, γήινους, με τους οποίους μπόρεσε να ταυτιστεί ο θεατής, ανεξαρτήτως του μηνύματος που θέλατε κάθε φορά να περάσετε.
Το θεωρώ φυσιολογικό, γιατί εμένα αυτό που με μαγεύει στον κινηματογράφο είναι τα πρόσωπα, αυτοί που εμφανίζονται και αφηγούνται την ιστορία. Αυτοί επίσης που καταθέτουν τη συγκίνηση τους γι’ αυτό που υποδύονται και που το έχουν ψάξει πέραν απ’ τις σελίδες του σεναρίου και τις κουβέντες με τον σκηνοθέτη. Να φανταστείτε, προχθές έβαλα την τηλεόραση στις 3.30 τα χαράματα και είχε μία ταινία που έπαιζε ο Ρέιφ Φάινς. Είχε τελείως ξυρισμένο το κεφάλι του με ρούχα ασαφούς εποχής. Ήταν ο «Κοριολανός» του Σαίξπηρ, σκηνοθετημένος από τον ίδιο. Διατηρούσε το λόγο του Σαίξπηρ κι έτσι όπως έπαιζε, έμεινα στο κρεβάτι μέχρι τις 5 το πρωί βλέποντας ένα πρόσωπο να αντιδρά, να συμπεριφέρεται, να συγκινείται. Όλο αυτό εγώ το έζησα από το ’60 μέχρι το ’65, που έκανα την πρώτη ταινία μου, στο σκοτάδι του πλατό της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ. Είδα τον Αλεξανδράκη πως συγκινούταν και αν συγκινούταν, είδα τον Κούρκουλο, είδα τον Βέγγο σε μικρότερους ρόλους, γιατί έκανε ταινίες εκτός ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, είδα τον Κωνσταντάρα, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τη Βουγιουκλάκη που τη σκηνοθετούσε πολύ ο Δημόπουλος κι εγώ ήμουν εκεί.
Ήσασταν και στη «Μανταλένα»;
Όχι, η «Μανταλένα» είχε γίνει ένα χρόνο πριν αρχίσω να πηγαίνω στα γυρίσματα. Σ’ αυτές τις ταινίες είχα την προνομιούχα θέση ως βοηθός σκηνοθέτης νά’μαι ακριβώς δίπλα στην κάμερα. Κρατούσα την κλακέτα κι ήμουν ο τελευταίος που μίλαγε πριν αρχίσουν να μιλάνε οι ηθοποιοί. Έλεγε ο ηχολήπτης «Ναι», έλεγε ο οπερατέρ «Ναι» και μετά έμπαινα εγώ με την κλακέτα κι έλεγα «32/ 1/ 1η», έχοντας βρει από πριν τη θέση που θα πήγαινα να κρυφτώ. Συνήθως έσκυβα κάτω μεσ’ στο σκοτάδι, γιατί δεν υπήρχαν περιθώρια λάθους. Το φιλμ ήταν εξαιρετικά ακριβό. Έζησα τα Ιερά Τέρατα, που είπατε, σε απόσταση αναπνοής κι όταν ο Δημόπουλος έλεγε «Στοπ», έβλεπα τις αντιδράσεις των ηθοποιών, αν ήταν ικανοποιημένοι ή όχι.
Κάποτε είχατε χαρακτηρίσει ως πιο ερωτική σκηνή στην ιστορία του σινεμά αυτήν από τα «Φώτα της πόλης» με τον Τσάπλιν και την τυφλή ανθοπώλιδα. Εγώ, πάλι, από το ελληνικό σινεμά θα ξεχώριζα ως πιο ερωτική σκηνή αυτήν από τις «Νύφες», που ο Ντέμιαν Λιούις δένει το κορδόνι στο παπούτσι της Χαραλαμπίδου.
(γελάει) Η σκηνή που μισούσα!
Σοβαρά; Για ποιο λόγο;
Αισθανόμουν ότι είχαμε κι άλλες σκηνές τέτοιες συναισθηματικές μέσα στο σύνολο μιας δύσκολης ταινίας. Πίστευα ότι είχε εξαντληθεί το θέμα του πλησιάσματος του φωτογράφου στην ηρωίδα. Η γυναίκα μου μόνο μού’λεγε συνέχεια «Πότε θα τη γυρίσουμε τη σκηνή;», «Γάμησε την αυτή τη σκηνή» της απαντούσα εγώ, έλα όμως που το ίδιο με ρωτούσε και ο Ντέμιαν! Είχε ένα μαρκαδόρο αυτός και έσβηνε όσες σκηνές είχαμε γυρίσει, επομένως κάθε τρεις και λίγο με ρωτούσε: «Πότε θα γυρίσουμε τη σκηνή;» Με έπεισαν, σχεδόν με υποχρέωσαν, κι ένα βράδυ τη γυρίσαμε! Το αστείο είναι πως αμέσως μετά την προβολή της ταινίας, έρχονταν και μου λέγανε πολλοί ότι ήταν η καλύτερη σκηνή της ταινίας!
Α, σας τό’παν κι άλλοι; Χαίρομαι.
Βέβαια και, όντως, ήταν μία πολύ καλή σκηνή! Νομίζει ο κόσμος ότι εμείς γυρίζουμε την ταινία όπως τη βλέπει. Εμείς όμως μπορεί να γυρίσουμε το φινάλε την πρώτη μέρα για λόγους άσχετους με την ιστορία, οργάνωσης, υποχρεώσεων των ηθοποιών, του συνεργείου κλπ. Ο σκηνοθέτης μέσα σε ένα διάστημα οχτώ – δέκα εβδομάδων είναι υποχρεωμένος να ξέρει πως θα ξεκινήσει κάθε μέρα στις 6 το πρωί! Είχα ρωτήσει τον Καζάν ποιο είναι το δυσκολότερο πράγμα στον κινηματογράφο και μου είχε απαντήσει ως εξής: «Η έναρξη σου, το πρώτο σου πλάνο! Κάποιος καπνίζει και ένας άλλος τηλεφωνεί. Από που θα ξεκινήσεις; Από ένα γενικό του χώρου; Από τα χέρια του; Από τα μάτια του;» Αυτό, λοιπόν, εγώ είμαι υποχρεωμένος να το αφηγούμαι στο συνεργείο μου όταν φτάνω πάντα πρώτος στο πλατό. Υπάρχουν μέρες που είτε σου λείπει η έμπνευση, είτε προκύπτουν κι άλλα πράγματα που θες.
Κι όταν μένετε μόνος μετά από μία τέλεια αποπερατωμένη σκηνή;
Είναι περίεργο, αλλά το βράδυ που θα γυρίσω στο δωμάτιο μου και θα ξαπλώσω, σκέφτομαι τι έχουμε κάνει, αναρωτιέμαι αν όλα όσα τραβήξαμε, συνδέονται. Μερικές Κυριακές βλέπω στο κομπιούτερ το τραβηγμένο υλικό, στο «γρήγορο», πεισμένος από την εναλλαγή των προσώπων, των φωτισμών και των σκηνικών πώς κάτι καλό πρέπει να κάναμε!
Πολυτέλεια, έτσι; Συγκριτικά με το παρελθόν που ήταν αδιανόητο να βλέπεις κατ’ οίκον το υλικό σου.
Α, μην το συζητάτε! Έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα σήμερα προς όφελός μας!
Σκέψου κιόλας να κάνεις ντοκιμαντέρ που δεν ακολουθείται γραμμική αφήγηση. Σας πάω τώρα, αν καταλάβατε, στον «Μεγάλο Ερωτικό» του Μάνου Χατζιδάκι που είχατε αναλάβει να κάνετε μουσική ταινία.
Απ’ όταν ήμουν στη Σταυράκου και είχαν μόλις βγει οι «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» ονειρευόμουν εικόνες, ακούγοντας τον Μάνο Χατζιδάκι να παίζει στο πιάνο ένα λαϊκό μοτίβο του Βαμβακάρη. Είχα γράψει κάτι, αλλά δεν είχα την τεχνική υποδομή να το γύριζα, ούτε κάμερα, ούτε φιλμ. Τα χρόνια πέρασαν και το 1972 ο Χατζιδάκις προέδρευε της επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Είδε το «Προξενιό της Άννας», του άρεσε κι όταν κατεβήκαμε Αθήνα, μου τηλεφώνησε και συναντηθήκαμε. Μου ζήτησε να κάνω ταινία τον «Μεγάλο Ερωτικό» που τον έγραφε στο στούντιο. Απ’ την άλλη, Χατζιδάκις ήταν αυτός, δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι δεν θα ήθελε να δει σενάριο. «Κάν’το και θα το δω στο τέλος» μου είπε…Ευτυχώς πρόλαβα και τον κινηματογράφησα στο στούντιο μαζί με τον Ψαριανό και τη Νταντωνάκη στα τρία κομμάτια που δεν είχε ακόμη ηχογραφήσει. Να πω, όμως, ότι δεν επρόκειτο για μία ταινία με γυρίσματα προκαθορισμένης διάρκειας. Σκεφτόμουν δηλαδή εικόνες για κάθε τραγούδι ξεχωριστά, ξαναμάζευα το συνεργείο και πηγαίναμε, γι’ αυτό και είχα δύο οπερατέρ, τον Αρβανίτη και τον Πανουσόπουλο. Ο Μάνος είδε, πράγματι, το φιλμ στο τέλος, αφού είχε ολοκληρωθεί.
Και είκοσι χρόνια αργότερα, σας ξαναχάρισε τη μουσική του στις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου», από τις πολύ αγαπημένες μου ταινίες σας.
Του είχα στείλει το σενάριο και του άρεσε. Μέσα είχα βάλει κι ένα σημείωμα: «Άμα μπορείς να βρεις λεφτά κιόλας»…Μου τηλεφωνεί: «Καλό είναι, αλλά λεφτά δεν έχω». Τ’ αφήσαμε. Τελειώνει η ταινία, μοντάρεται και του κάνω μία ειδική προβολή χωρίς μουσικές, χωρίς τίποτα. «Ενδιαφέρεσαι ακόμα;» τον ρώτησα. Του άρεσε του Χατζιδάκι πολύ η ταινία και μου τηλεφωνεί: «Δεν θα πληρώσεις εμένα, το στούντιο και τους μουσικούς, αλλά θα πληρώσεις τους δύο βοηθούς μου»…«Τι θα κοστίσουν οι βοηθοί σου;»…«3.000.000 δραχμές» μου απαντάει! Τα βάζω κάτω, κάνω τη σούμα και είδα ότι είχα διαθέσιμα 1.600.000 δραχμές. «Μάνο μου, τι κεραμίδα ειν’ αυτή που μου έριξες στο κεφάλι; Δεν τα έχω αυτά τα λεφτά»…«Πόσα έχεις;»…«1.600.000»…«Κλείσε» μου κάνει και μετά από λίγο μου τηλεφωνεί αυτός: «Δεν χρωστάς τίποτα»! Η δε εμπειρία στο στούντιο ήταν μοναδική! Είδα τον Μάνο που έγραφε μουσική μαζί με όλη την ορχήστρα α λα παλαιά. Κι όταν ξέχασε να γράψει ένα θέμα για μία σκηνούλα και του το είπα, επί τόπου κάθισε και συνέθεσε! Τι να πω, ακόμα δεν μπορώ να κατανοήσω αυτή τη διεργασία του εγκεφάλου του που το συναίσθημα έφευγε και πήγαινε όλο στα δάχτυλα του την ώρα που ακουμπούσαν στο πιάνο!
Πιστεύετε στη συνάρτηση εικόνας και μουσικής;
Ναι, αλλά χωρίς να έχω τη μουσική εκ των προτέρων στο μυαλό μου. Εκτός αν την έχω ανάγκη στο γύρισμα, όπως συνέβη στο «Happy Day», όπου χρειαζόμουν την ώρα του γυρίσματος τα θέματα και τα τραγούδια του Σαββόπουλου. Έπρεπε να επιλέξω τον συνθέτη, σαν να επέλεγα τους ηθοποιούς και θυμάμαι πόσο δημιουργικά είχαμε δουλέψει στην ταινία αυτή. Προχθές πέρασα από το Αιγάλεω, που υπάρχει το πάρκο ακόμα. Είχα να πάω πολλά χρόνια και ο νους μου πήγε στον Διονύση, που τρέχαμε παρέα κι ακούγαμε τις ορχήστρες με τους πολλούς βιρτουόζους. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε. Ο Διονύσης είχε ένα μικρό οργανάκι και έπαιζε τα θέματα και μου τα έστελνε – ακόμα έχω τις κασετούλες του. Οι στίχοι πολλοί ήταν των ποιητών, αλλά και των φαντάρων. Κάθομαι καμιά φορά και βλέπω το υλικό της Μακρονήσου που είναι ασύλληπτο! Στη Μακρόνησο έβγαιναν εφημερίδες, ο «Σκαπανέας» και η «Αναμόρφωση» που τυπώνονταν φυσικά εκτός στρατοπέδου. Τα έχω όλα αυτά!
Πάντως εγώ ξέρω ανθρώπους που είχαν έρθει να σας υποδεχτούν στο λιμάνι της Ραφήνας αμέσως μετά την εξορία σας στη Γυάρο.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε έρθει επίσης, θυμάμαι…
Τώρα που το λέτε, δεν ίσχυε κάπως και για την περίπτωση σας το δίπολο «Χατζιδάκια μ’ – Θεοδωράκια μ’», πού’λεγε και ο Σαββόπουλος; Αναφέρομαι στο «Βούλγαρης – Αγγελόπουλος».
Βέβαια, το έβλεπα να υπάρχει μέσα στα χρόνια. Κι οι δυο μας είχαμε ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτό που κληρονομήσαμε πρόσφατα. Ο Θόδωρος ακόμα περισσότερο, γιατί ήταν και πέντε χρόνια μεγαλύτερος μου. Δε μπορώ να μιλήσω για τα πολιτικά της οικογένειας, αλλά ήταν πιο έντονα επηρεασμένος και υποχρεωμένος να μιλήσει γι’ αυτές τις εποχές. Και οι δύο δηλαδή ασχοληθήκαμε με το ίδιο θέμα, ο καθένας με τον τρόπο του. Η αριστερή προσέγγιση υπήρχε και στους δυο μας, αλλά διαφέραμε αισθητικά. Τώρα που έφυγε ο Θόδωρος και ξαναβλέπω αποσπάσματα των ταινιών του, αυτά τα μονοπλάνα του, με συγκινούν και τον θαυμάζω! Ήταν ο καλύτερος σ’ αυτό που λέμε κινηματογραφική γλώσσα. Αφιερώθηκε εκεί, αλλά νομίζω στις ερμηνείες των ηθοποιών δεν έδινε προτεραιότητα.
Ο Βασίλης Κεκάτος, που τιμήθηκε πρόσφατα με τον Χρυσό Φοίνικα των μικρού μήκους ταινιών στις Κάνες, μου είχε πει κάτι «βαρύ», πώς ο Αγγελόπουλος δεν αγαπούσε τους ηθοποιούς του!
Δεν τους θεωρούσε βασικό στοιχείο της κινηματογραφικής διαδικασίας. Βλέπω τώρα πλάνα από τους «Κυνηγούς» ή το «Βλέμμα του Οδυσσέα», ενόσω είμαι ξαπλωμένος, και λέω «Πως τα κατάφερνε τέτοια πλάνα;» Πως έβαζε αυτό το πλοίο να πηγαίνει και τους κομπάρσους να τρέχουν απέναντι και να τα κινηματογραφεί όλα την ίδια στιγμή; Ο Θόδωρος ήταν ο μεγαλύτερος εραστής του τοπίου στο σινεμά, του ρεπεράζ. Έκανε – δεν έκανε ταινία, θα ταξίδευε με έναν φωτογράφο από το Μαρούσι για την επαρχία. Ο Θόδωρος ανακάλυψε όλα αυτά τα χωριά, τα εγκαταλειμμένα από τον Εμφύλιο!
Αναρωτιέμαι αν κάνατε χιούμορ μεταξύ σας.
Πολύ! Έχω μια φωτογραφία όταν πρωτοσυναντηθήκαμε στη Θεσσαλονίκη σε ένα καφέ. Είχα κάνει τον «Κλέφτη» και είμαστε εγώ, ο Θόδωρος, ο Γιώργος Αρβανίτης, ο Δημήτρης Νόλλας και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Κάναμε παρέα με τον Θόδωρο, είχε έρθει κι έπαιξε κι ένα ρόλο στον «Τζίμη τον Τίγρη».
Το πιστεύετε αυτό που λένε πολλοί, ότι μετά από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’70, ο ελληνικός κινηματογράφος γέμισε με υδροκέφαλα του Θόδωρου Αγγελόπουλου;
Επειδή είναι μικρός ο τόπος και γνωστά τα βήματα μιας ελληνικής ταινίας, λόγω της γλώσσας της, το γεγονός ότι κάποιος ξεχωρίζει και φεύγει το προϊόν του προς τα έξω, είτε σε μεγάλη διανομή, είτε σε μικρή, είτε σε φεστιβαλικά πλαίσια, οδηγεί σ’ αυτό που λέτε. Υπήρξαν όντως τέτοιες περιπτώσεις στη γενιά που ακολούθησε, όχι τόσο στη δική μας, αλλά αυτό συμβαίνει. Ανοίγει κάποιος ένα δρόμο κι οι άλλοι ακολουθούν. Τα ίδια δεν έγιναν και στη μουσική με υδροκέφαλα του Μίκη Θεοδωράκη την ίδια περίοδο;
Εσείς πάλι μάλλον «γλιτώσατε», κάνοντας ένα πιο ανθρωποκεντρικό σινεμά. Όπως, λόγου χάριν, με το «Προξενιό της Άννας», για μένα μία ταινία – κανονικό ψυχογράφημα.
Δεν το σκέφτομαι, ούτε το έχω σκεφτεί. Ούτε το επεδίωξα, ούτε και το είδα, να έχω δηλαδή αντιγραφείς μου. Έκανα αυτό που ήθελα και αυτό που μπορούσα.
Πόσα χρόνια μετράει η σχέση σας με την Ιωάννα Καρυστιάνη;
Δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτή την ιστορία, ν’ απαντήσω όμως στην ερώτηση: Τη γνωρίζω από τη δικτατορία.
Εννοώ πως οι τελευταίες σας ταινίες είναι μεταφορές δικών της λογοτεχνικών έργων.
Ε ναι, γιατί πρωτύτερα δεν την είχα παντρευτεί (γέλια). Δεν έγραφε σενάρια η Ιωάννα. Έγραψε για τις «Νύφες», γιατί την πίεσε ο Σκορσέζε. Δεν είχε γράψει πριν, αλλά είναι θεμιτό μετά από 45 χρόνια συμβίωσης, η καθημερινότητα να είναι και ένα σεμινάριο ζωής. Δηλαδή εγώ τώρα που θα γυρίσω και θα με ρωτήσει πως ήταν ο δημοσιογράφος, θα σε περιγράψω. Κι εκείνη πάλι θα μου πει ποιος τηλεφώνησε, τι είδε στην τηλεόραση κλπ. Η επικοινωνία μας είναι κι ένα μάθημα ζωής, όλα μπλέκονται. Περίπου το μυαλό μας ακονίζεται στην ίδια κατεύθυνση, αλλά πιο διεστραμμένο είναι το δικό της μυαλό, γιατί είναι και γυναίκα! Αυτά που σκέφτεται για τα βιβλία της δηλαδή είναι φορές που εγώ τα διαβάζω στο τέλος από το χειρόγραφο. Είναι φοβερό που εκείνη τά’χει αφήσει κι έχει φύγει με μένα να τα διαβάζω κι απ’ το σπίτι ν’ ακούγονται κραυγές. Κραυγάζω! Δεν το κάνω μόνο για την Ιωάννα, αλλά για καθετί που μου αρέσει! Βάζω τις φωνές!
Ωραίο μου ακούγεται, εξωστρεφές και παιδικό. Με πάτε τώρα σε κάτι άλλο που σας τιμάει, στις καλές σχέσεις που έχετε με νεότερους κινηματογραφιστές.Θυμάμαι εκείνο το σπάσιμο του Gagarin με τον αείμνηστο Νικόλα Τριανταφυλλίδη.
Ετοιμάζοντας τη «Μικρά Αγγλία», μου τηλεφώνησε κάποιος από τη Λαμία και μου έστειλε ένα DVD. Όταν το έβαλα, είδα μια παρέα από τη Λαμία, καθηγητές του σχολείου, που είχανε ξαναγυρίσει το τελευταίο σκετς από το «Όλα είναι δρόμος», αυτό με το μπουζουξίδικο, παίζοντας οι ίδιοι! Ασύλληπτο, σχεδόν με το δικό μου ολόιδιο ντεκουπάζ! Πήγα και τους γνώρισα και τότε, όταν με κάλεσε ο Τριανταφυλλίδης, σκέφτηκα να παίξουμε στο Gagarin πρώτα το δικό τους και μετά το δικό μου. Ήρθαν και με πούλμαν απ’ τη Λαμία αυτοί κι έγινε της πουτάνας!
Παρακολουθείτε ταινίες νέων παιδιών;
Πολύ, όχι.
Λόγω έλλειψης χρόνου;
Εγώ δεν ξέρω αυτή την τεχνολογία με τα κομπιούτερ. Πρέπει να έρθουν τα παιδιά μου στο σπίτι για να μου βάλουν να δω μια ταινία κι έτσι έχω χάσει πράγματα.
Μήπως διατηρείτε και μια πιο αγνή σχέση με το μέσο, αποφεύγοντας την υπερπληροφόρηση;
Θα σας πω μια πολύ πρόσφατη συγκλονιστική εμπειρία! Εμπειρία της προηγούμενης βδομάδας: Στα 50 χρόνια που λάτρεψα τον Dylan, δεν ήξερα τι λέει, γιατί δεν ήξερα αγγλικά. Υπέθετα ότι θα ήταν ερωτικά τα τραγούδια του, διότι βαριόντουσαν οι άλλοι να μου τα μεταφράζουν στίχο – στίχο. Και κάνει ένα ντοκιμαντέρ ο Σκορσέζε και το βλέπω και παθαίνω πλάκα! Αυτός έχει κάνει κάτι σημαντικό με τα τραγούδια του για όλες τις τέχνες: Αφηγείται με λεπίδα! Οι περιγραφές του μέσα σε τρεις λέξεις ενώνονται κάτω απ’ το τρίπτυχο μουσική – στίχος – ερμηνεία. Πολύ μεγάλος! Κι εγώ το ανακάλυψα τώρα!
Ο Σαββόπουλος έλεγε πως ο Dylan έκανε ότι έκανε με τη βοήθεια της αμερικανιάς. Θεωρείτε δίκαιη τη βράβευση του με το Νόμπελ;
Τώρα που άκουσα τους στίχους, ναι! Επειδή κι ο Διονύσης είναι σαν και μένα, δεν ξέρει αγγλικά, είχε πει κι ένα άλλο: «Είμαστε η γενιά που δεν καταφέραμε να πάρουμε το λόουερ» (γέλια) Δεν μίλαγαν αγγλικά οι περισσότεροι από μας.
Είστε παραγωγικός τα τελευταία χρόνια, κάνετε μία ταινία ανά δύο – τρία χρόνια, χωρίς βέβαια να φτάνετε τον Παναγιωτόπουλο που γύριζε μια ταινία το χρόνο. Πόσο εύκολο είναι για ένα σκηνοθέτη τη σήμερον ημέρα να εκπληρώνει το όνειρο του;
Επειδή τον αναφέρεις, νιώθω πολύ περήφανος για τη δική μου γενιά σκηνοθετών: Μαρκετάκη, Βρεττάκος, Παναγιωτόπουλος, Νικολαΐδης, Τσιώλης, Παπαστάθης! Διαφορετικές φωνές, διαφορετικές προσεγγίσεις και αναφορές. Ο Παναγιωτόπουλος, πράγματι, έκανε τη μία ταινία μετά την άλλη, αυτός δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς σινεμά. Έχω την εντύπωση πως ενώ ήταν μάστορας στη φιλμική οικονομία και στην αφήγηση, η βιασύνη του αδικούσε λίγο τα σενάρια του.
Ας αφήσουμε τον Παναγιωτόπουλο κι ας έρθουμε στον Βούλγαρη και στο πως αυτός καταφέρνει και κάνει τις ταινίες του.
Δεν υπάρχει τίποτα τώρα, ούτε και στην τηλεόραση γίνεται τίποτα. Το ΕΚΚ είναι ανύπαρκτο και όλοι μας έχουμε πρόβλημα να κάνουμε ταινίες, όχι μόνο εγώ. Πέρασα κι ένα πρόβλημα υγείας που με άφησε λίγο πίσω, οπότε, ακόμη κι αν σκέφτομαι νέα πράγματα, δεν είναι ώρα για να κάνω κάτι. Οι ιδέες δεν στερεύουν. Κοιτάξτε, εγώ απ’ τη στιγμή που μπήκα στη ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, άρχισα να διαβάζω βιβλία. Το μισθό μου στα βιβλία τον έδινα, από ένστικτο τα πιο πολλά, όχι γιατί ήθελα να τα διαβάσω. Έχω, λοιπόν, μια τεράστια βιβλιοθήκη με ιστορικά κυρίως βιβλία: Το πιο κοντινό μας γεγονός ήταν ο Εμφύλιος, και πιο πίσω η Κατοχή, και όλο και πιο πίσω, μέχρι που φτάνεις στο 1821 και τρελαίνεσαι. Τώρα που δεν κάνω τίποτα, το πρωί διαβάζω ένα κομμάτι ιστορίας, το μεσημέρι ένα μυθιστόρημα, έχω δηλαδή τρία – τέσσερα πράγματα, χωρίς εννοείται να θέλω να τα κάνω ταινία. Τώρα άρχισα να διαβάζω το βιβλίο του Παλαιοκώστα!
Πως είναι, έχει ενδιαφέρον;
Ναι, πολύ. Κι εγώ αναρωτιόμουν, αλλά η κόρη μου ενδιαφέρθηκε και πήγαμε και πήραμε δύο βιβλία το τελευταίο τριήμερο. Η Κωνσταντίνα το διάβασε, αλλά εγώ χθες το ξεκίνησα!
Παραμένετε αριστερός, κύριε Βούλγαρη;
(γελάει) Αριστερός με την έννοια του κομμουνιστή αριστερού, δεν ήμουν ποτέ. Δεν με συνεπήρε ποτέ το να γίνω μέλος ενός κόμματος. Κάποτε στα φοιτητικά μου χρόνια, προσπάθησα να συμπορευθώ με τη Νεολαία Λαμπράκη. Στα πρώτα δυο – τρία ραντεβού σκεφτήκαμε καμιά δεκαριά παιδιά να κάνουμε θέατρο όλοι μαζί. Όταν ήρθε κάποιος απ’ το κόμμα για να μάθει τι ακριβώς θέατρο θα παίξουμε, την κοπάνησα. Διαισθάνθηκα ότι θα έπρεπε να είμαι υπόλογος σε κάποιον ή να υπερασπιστώ κάτι που δεν ήξερα αν είχα τα κότσια. Εμένα τι ήταν τα κότσια μου; Να κάνω ταινίες, δεν ήξερα να κάνω κάτι άλλο! Παραμένω αριστερός χωρίς να είμαι στενά συνδεδεμένος με έναν μηχανισμό.
Η απάντηση σας έχει ενδιαφέρον σε μια εποχή που η Αριστερά βάλλεται από παντού.
Τα τέσσερα χρόνια που κυβέρνησε η Αριστερά, δεν υπήρξε καμία δαιμονοποίηση της, αφού ουσιαστικά δεν υπήρξε και ένα αντίπαλο δέος. Το ΠΑΣΟΚ είχε διαλυθεί, η Δεξιά προσπαθούσε να βρει το βηματισμό της, άνετος δηλαδή ήταν ο χώρος για την Αριστερά που κυβέρνησε.
Πιστεύετε ότι το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών ήταν ψήφος δυσαρέσκειας;
Βεβαίως, δεν το συζητώ! Ο κόσμος έρχεται κάποια στιγμή που πολλές φορές μπορεί να κάνει λάθος, μόνο που στην περίπτωση αυτή έχω την αίσθηση πως το αποτέλεσμα θα ήταν τελείως διαφορετικό. Δεν συνέβη, όμως…
Θα μπορούσε να σας εμπνεύσει η πολιτική ζώσα πραγματικότητα για να κάνετε κωμωδία για πρώτη φορά;
Ο Πανουσόπουλος είναι ο πρώτος που μου είχε πει ότι έχω χιούμορ και να κάνω κωμωδία. Δεν μού’ρχεται, όμως, δεν μού’ρχεται! Αν μπορεί να θεωρηθεί κωμωδία το τελευταίο κομμάτι από το «Όλα είναι δρόμος», το έχω! Αλλιώς, αν πιάσουμε την κωμωδία με τα γκαγκς, δεν το έχω. Μ’ αρέσει να βλέπω κωμωδία, εγώ δεν μπορώ να κάνω.
Να κάνω διαφορετικά ίσως την ερώτηση: Έχετε ξαναζήσει στο παρελθόν τόσο χάλια πολιτική ζωή του τόπου ή θα το βλέπατε αυτό για πρώτη φορά;
Δεν μπορώ να δώσω τέτοιο χαρακτηρισμό, γιατί πάμε πρώτα απ’ όλα σε εκλογές.
Άρα δεν μας επιτρέπεται να μιλάμε ανοιχτά;
Όχι, όχι, μας επιτρέπεται. Δεν θα μπορούσα απλά να το εκφράσω έτσι. Έζησα διαφορετικά στάδια και διαφορετικές πολιτικές προκλήσεις, για τις οποίες μετά από χρόνια αποκαλύπτεται ότι δεν ήταν για φτύσιμο. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι όσοι ονειρεύονται να διαπρέψουν στην πολιτική, ονειρεύονται και να τα αρπάξουν. Φυσικά και έχει συμβεί, αλλά όπως εγώ έχω ένα όραμα, έτσι και ο καθένας έχει το δικό του όραμα, είτε στην πολιτική, είτε στο σινεμά, είτε στους καφέδες ή στα παντελόνια (γέλια).
Σας απασχολεί ο χρόνος, κύριε Βούλγαρη;
Για τον εαυτό μου, όχι.
Απλά αφήνεστε;
Το ζω. Συμβαίνει. Περνάνε τα χρόνια και οι εποχές. Καμιά φορά ανοίγω φακέλλους, βρίσκω πράγματα και βλέπω το ενδιαφέρον αναλλοίωτο για τις ταινίες που έκανα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λέω «Πω, πω, τα αριστουργήματα»! Στη ζωή μου απλώς υπάρχουν ενδιαφέροντα πολλά, να κάνω, να δω, ν’ ακούσω και να ζήσω!
Υπάρχει στιγμή που είπατε «όλα είναι μάταια, δεν αξίζει τίποτα;»
Όχι. Αξίζανε!
Πρωτότυπες απαντήσεις δίνετε, αν μη τι άλλο.
Αξίζανε, γιατί τα έζησα και τα ζήσανε και άλλοι άνθρωποι δίπλα μου. Έχω, ας πούμε, πολλές φωτογραφίες ομαδικές απ’ όταν τελείωνε ένα γύρισμα. Καμιά πενηνταριά άτομα, από το συνεργείο μέχρι τον τελευταίο ηθοποιό της τελευταίας σκηνής και την οικογένεια μου. Αυτό το βλέπω σαν να συζώ με πενήντα ανθρώπους επί ενάμισι χρόνο μέχρι να βγει μια ταινία. Σαν τις προάλλες που πήγαμε για καφέ και μου κάνει η κόρη μου: «Αυτός έβαλε μαύρη ζάχαρη στον καφέ του», κάτι που δεν είχα σκεφτεί. Ένα νες καφέ κάνουμε κι εμείς, λοιπόν, σε ωραίο ποτήρι με καλό πάγο και ποιοτική ζάχαρη, μόνο που τον φτιάχνουμε εκατόν πενήντα, όχι μόνο ένας. Το μαγικό είναι πως ανεξαρτήτως της επιτυχίας της κοινής μας δουλειάς, ξαναχανόμαστε μεταξύ μας αυτοί οι εκατόν πενήντα. Κι όμως, είναι σίγουρο πως αυτή τη στιγμή ο τάδε οπερατέρ ή ο τάδε ηθοποιός θα σκέφτονται κάτι και θα διαφυλάσσουν τη συγκίνηση της συνάντησης μας. Μ’ αρέσει που έχει καθαρίσει ο ουρανός και φαίνονται οι ουρές που αφήνουν τα αεροπλάνα. Κάπως έτσι είμαστε κι εμείς, ταξιδεύουμε, ο ένας πάει Θεσσαλονίκη, ο άλλος στα Χανιά, αλλά οπωσδήποτε συναντιόμαστε και αυτό είναι το υπέροχο της Ελλάδας! Τα ταξίδια αυτά μεταφέρανε ένα πρόσωπο, μία τολμηρή κουβέντα, μία αντίδραση μετά από καιρό. Φέτος το Πάσχα που γυρίσαμε τη δεύτερη μέρα κι ήταν όλα κλειστά, πετάχτηκα στο Χαλάνδρι να πάρω δύο σουβλάκια. Δεν ήταν κανένας μέσα εκτός απ’ τον ψήστη, ο οποίος με κοιτάζει την ώρα που έψηνε τον γύρο και μου κάνει: «Μεγάλη ευαισθησία η ”Μικρά Αγγλία”». Μου άρεσαν έως και οι λέξεις που χρησιμοποίησε.
Υπάρχει Θεός;
Τώρα αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Δεν μπορώ να καταλάβω πως τα πουλιά φτιάχνουν μια φωλιά – αριστούργημα! Αν μου εξηγήσεις γιατί ο σολομός ταξιδεύει έναν ολόκληρο χρόνο και μετά γυρνάει πίσω για να γεννήσει, θα σου απαντήσω! Μέχρι τότε δεν μπορώ να το εξηγήσω. Τον Θεό εγώ τον έζησα, όχι ως θρήσκος, αλλά πηγαίνοντας στην εκκλησία με τον πατέρα μου. Ξέρω τα τροπάρια με όλη την ποίηση τους απ’ έξω. Καμιά φορά, για να μη λέμε και μαλακίες, πιστεύω πως όπου πάμε θα μας περιμένει μία παρέα.
Το πιστεύετε στ’ αλήθεια αυτό;
Το ελπίζω (γέλια). Μεγαλώνεις και φεύγουν πολλοί από κοντά σου, που ταυτίστηκες με τα ίδια όνειρα και με τις ίδιες προσπάθειες.
Θα ήθελα να μου πείτε ένα έργο που να σας συγκλόνισε πραγματικά μέσα στην παγκοσμιότητα της τέχνης.
(σκέφτεται) Το πρώτο πεντάλεπτο του «Νονού», επειδή όλη η ιστορία παρουσιάζεται συμπυκνωμένη στην έναρξη μίας ταινίας. Το ίδιο που έκανε και ο Αισχύλος στους «Πέρσες», αν και αυτοί το έκαναν αναγκαστικά, αφού δεν υπήρχαν εφημερίδες και οι θεατές – ταξιδιώτες έπρεπε να γνωρίζουν την υπόθεση, την ιστορία, τι είχε προηγηθεί. Δεν έκανα τυχαία τον παραλληλισμό, στην Αμερική οι σεναριογράφοι έχουν σπουδάσει πολύ τις αρχαίες τραγωδίες και τον τρόπο τους.
Ας κλείσουμε με μερικούς στίχους από ένα αγαπημένο σας ποίημα.
Δεν έχω, δεν μού’ρχεται κάτι στο μυαλό μου. Δεν ξέρω απ’ έξω ποιήματα.
Ποτέ;
Ποτέ (γέλια)
Κύριε Βούλγαρη, σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση.
Εγώ σας ευχαριστώ, παρομοίως!