Νίκος Ξυδάκης: «Σε λίγο θα παραγγέλνουμε έργα και θα κάνουμε αφιερώματα στον εαυτό μας»

Ο Νίκος Ξυδάκης είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες με μία ολότελα προσωπική πορεία, σχετιζόμενη άμεσα με τη λαϊκή και ευρύτερη μεσογειακή παράδοση, αλλά και με τον λόγο των ποιητών. Λίγο πριν την έκδοση ενός νέου κύκλου τραγουδιών του για τη φωνή της Βερόνικας Δαβάκη, μας μίλησε για την εργασία του στην ταινία «Ιερόσυλοι» της Μάρσας Μακρή, που του χάρισε το βραβείο «Best Soundtrack» στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Οτράντο της Ιταλίας.

141194050 715433495748918 6110271503885676866 n

Ο Νίκος Ξυδάκης γράφει μουσική για κινηματογράφο από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ωστόσο η σύνθεση τραγουδιών σχεδόν τον απορρόφησε με εξαίρεση κάποιες εργασίες του για το αρχαίο δράμα και το σύγχρονο θέατρο. Πρόσφατα σχετικά η διάκριση του με το σημαντικό βραβείο «Best Soundtrack» στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Οτράντο, στην Ιταλία, για τους «Ιερόσυλους», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Μάρσας Μακρή, επαναπροσδιόρισε όχι μόνο τη σχέση του με το αντικείμενο, αλλά του έδωσε την ευκαιρία να μας παρουσιάσει και ένα διαφορετικό συνθετικό πρόσωπο, πιο πειραματικό και πιο αφαιρετικό θα έλεγα, στο στυλ του Michael Nyman ή σαν να συνέθετε τον ηχητικό διάκοσμο μιας ακόμη καφκικής αλληγορίας ενός David Lynch.

Νίκο Ξυδάκη, γνωριζόμαστε είκοσι χρόνια, επομένως ο ενικός μεταξύ μας δικαιολογείται. Ταλαιπωρήθηκες με τα μέτρα κατά της πανδημίας γι’ αυτή μας τη συνάντηση;

Είναι λίγο περίεργο όλο αυτό, γιατί δεν ξέρεις τι να βάλεις…Πας σε γιατρό, πας βόλτα, πας για γυμναστική; Εγώ έβαλα πάντως ότι πάω προς βοήθεια, ήρθα δηλαδή να σε βοηθήσω (γέλια)

Και την αλήθεια έγραψες! Θέλω να μου πεις, πως ήταν για σένα το γεγονός της βράβευσης σου με το «Best Soundtrack» στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Οτράντο;

Πάντα σου δίνει χαρά μία βράβευση, εν προκειμένω όμως η χαρά ήταν διπλή με την έννοια ότι δεν ήταν απλά ένα ξένο φεστιβάλ, αλλά υπήρχε εκεί ένας κόσμος που δεν με γνώριζε. Θέλω να πω, δεν είμαι και ο Ennio Morricone, ούτε κάποιος famous composer. Αυτό το αξιολογικό κριτήριο δεν είναι και τόσο υπαρκτό στην Ελλάδα. Επίσης είναι ένα θετικό κριτήριο, εφόσον άκουσαν καθαρά, αφήνοντας εκτός την όποια αναγνωρισιμότητα μου ή την προσωπικότητα μου. Με λίγα λόγια, άκουσαν μια δουλειά, μια μουσική, που τους άρεσε και την αναγνώρισαν.

Πόσο μάλλον όταν η επιτροπή αποτελείτο από νέους ανθρώπους, καταρτισμένους μουσικά, που είδαν όλες τις υψηλού επιπέδου ταινίες και αποφάσισαν να βραβεύσουν τη μουσική από την ελληνική.

Αν δεν κάνω λάθος, ήταν έξι νέοι μουσικοί στην επιτροπή, οι οποίοι είχαν δει όλες τις ταινίες με μουσική καταξιωμένων διεθνώς συνθετών. Ίσως γι’ αυτό είπα πριν ότι ένα τέτοιο αξιολογικό κριτήριο δεν συνηθίζεται στη χώρα μας.

Ας πάμε τώρα πολλά χρόνια πίσω κι ας θυμηθούμε την πρώτη κινηματογραφική μουσική σου.

Πρέπει να ήταν για την ταινία του Βακαλόπουλου το πρώτο μου soundtrack…Όχι, λάθος, η «Μανία» του Πανουσόπουλου ήταν η πρώτη μου απόπειρα. Πολλοί νομίζουν ότι στο soundtrack αυτό η Ελευθερία Αρβανιτάκη πρωτοτραγούδησε το «Στην αρχή του τραγουδιού», αλλά δεν υπήρχε εξ αρχής η Ελευθερία μέσα. Με τα ίδια λόγια, είχα φτιάξει ένα δημοτικοφανές ηπειρώτικο και, αν θυμάμαι καλά, αυτό ακουγόταν. Το τραγούδι αυτό μπήκε συμπληρωματικά.

Κι έμελλε να γίνει μια απ’ τις μεγαλύτερες επιτυχίες σου.

Αρχικά στίχους για το κεντρικό τραγούδι της ταινίας θα έγραφε ο Νίκος Γκάτσος.

Μάλιστα. Θα έκανες και μία συνεργασία με τον Γκάτσο.

Την έκανα τη συνεργασία, αλλά μετά δεν άρεσε μάλλον το τραγούδι από στιχουργικής άποψης.

Σε ποιον δεν άρεσε; Στην εταιρεία;

Δεν το ξέρω αυτό ακριβώς. Θυμάμαι ότι ήταν ένα «γκατσικό» στιχούργημα με αναγωγές στη μυθολογία, γιατί και η ταινία είχε τέτοια χαρακτηριστικά, τον μύθο, τον πρωτογονισμό, το διονυσιασμό κλπ. Είχε γράψει ο Γκάτσος: «Κοιμήσου Διόνυσε κουτάβι, για να ξυπνήσει τ’ άγριο φίδι στης μήτρας τ’ άλιωτο σκαφίδι» κλπ. Υπάρχει το τραγούδι και δεν το έχω κάνει κάτι, παρόλο που θα έπρεπε για ιστορικούς λόγους. Ίσως μπει κάποια στιγμή σ’ ένα απ’ τα επόμενα «Ημερολόγια» μου. Είναι η ηχογράφηση που είχε ακούσει και ο ίδιος ο Γκάτσος.

Πάντως εκείνη η μουσική σου για τη «Μανία» του Πανουσόπουλου έφερε πολλά στοιχεία από την παράδοση.

Από την Ανατολή, θα έλεγα, ένα στοιχείο που θα ήταν και λίγο παράδοξο να μη με καθόριζε, λόγω καταγωγής και όχι λόγω μίας «ethnic» άποψης. Ήταν ένα βιωματικό στοιχείο που εξακολουθούσε να με συγκινεί.

Και που έφτασε στο απόγειο του με το έργο σου για τον Κ. Π. Καβάφη.

Αυτό ήταν μια μικρή βιογραφία, μια προσωπογραφία του Καβάφη από τον Διονύση Καψάλη. Εκεί υπήρχε κι ένα στοιχείο διφορούμενο, γιατί η αιγυπτιακή ορχήστρα έπαιζε δυτική μουσική, ενώ ένα ελληνικό συγκρότημα, οι Αλμαχάμπα, παίζανε αραβική μουσική. Άρα έβαλα Έλληνες να παίζουν αιγυπτιακή μουσική και Αιγύπτιους να παίζουν δυτική μουσική μέσα από μία θεατρική – αν θες – διάθεση. Οπωσδήποτε αυτό είχε να κάνει και με μία οφειλή που αισθανόμουν, όχι μόνο προς τα τραγούδια, αλλά σε μία ευρύτερη αναφορά στον συγκεκριμένο κόσμο της μεσογειακής Ανατολής και της Αλεξανδριανής πανσπερμίας.

Λοιπόν, είναι στοιχεία που γενικώς απουσιάζουν απ’ τη δουλειά σου για την ταινία της Μάρσας Μακρή, έτσι που να λέει κανείς ότι έχουμε έναν διαφορετικό Νίκο Ξυδάκη.

Ισχύει, αν και παρεμφερή μουσικά στοιχεία μπορείς να βρεις και στα «Ιερά χρόνια», την εργασία μου με τον Κώστα Τσόκλη. Κοίταξε, δεν ξυπνάς ένα πρωί και γράφεις ξαφνικά μια πειραματική ή μια ψυχεδελική ή μια ηλεκτρονική μουσική. Υπάρχει μια προϊστορία, αλλιώς θα ήταν κάτι διαστροφικό. Και σε κάποια θεατρικά μου, όμως, όπως στην τραγωδία της «Εκάβης» ή στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», που είχα συνεργαστεί με τον Θανάση Παπαγεωργίου, συναντάς ηλεκτρονικά στοιχεία. Η «Εκάβη», μάλιστα, είχε πάρει κι ένα βραβείο μουσικής από το κοινό του «Αθηνοράματος». Ας πούμε ότι ανέκαθεν είχα αυτή τη διάθεση, απλά τυχαίνει τα τραγούδια να έχουν πάντα τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα κι εγώ είχα την τύχη να βγάζω άλλες μουσικές μου όποτε ήθελα με τη ΛΥΡΑ. Έτσι είχε βγει μια ολόκληρη κασετίνα με θεατρικά μου, επί Μαραβέλια. Αυτό το πειραματικό στοιχείο ανέκαθεν με εξέφραζε, ένα στοιχείο έλξης προς το εφιαλτικό ηχητικό τοπίο. Εν προκειμένω λειτούργησε εξ αιτίας και της ταινίας, αφού έδεσε με το περιεχόμενο της και μ’ αυτό το καφκικό εφιαλτικό κλίμα. Για σκέψου, ας πούμε, η μουσική αυτή να έβγαινε χωρίς την ταινία, ανεξάρτητα απ’ τη φήμη ή την αναγνωρισιμότητα της ταινίας.

Μα, βγήκε χωρίς την ταινία. Εννοείς μάλλον να είχε γεννηθεί χωρίς μία ταινία.

Νομίζω πως ο κόσμος πάντα θέλει ένα απτό στοιχείο στη μουσική, έτσι δεν είναι;

Δεν έχεις άδικο, αν και το συγκεκριμένο soundtrack στέκεται αυτόνομο.

Νομίζω πως κάθε καλή μουσική στέκεται αυτόνομη, όπως ξέρουμε από την ιστορία, από τον Nino Rota και άλλους συνθέτες. Κατά ένα τρόπο πάντα συνδέεται η μουσική με την ταινία, κυρίως από τους σινεφίλ που έχουν δει τις ταινίες.

Και πολλές κινηματογραφικές μουσικές, ενώ έχουν βραβευθεί, σπανίως δισκογραφούνται. Η μουσική των «Ιερόσυλων» και στο εξωτερικό βραβεύτηκε, όπως είπαμε, αλλά και δισκογραφήθηκε σήμερα.

Όντως ισχύει αυτό, αλλά και για μένα είναι στην ουσία ο δεύτερος δίσκος που κυκλοφορεί με μουσική μου για μία ταινία. Μετά τον Πανουσόπουλο, έγραψα μουσική για ταινίες του Βακαλόπουλου, της Μασκλαβάνου, του Φρέντυ Βιανέλλη, πέρα απ’ τη βράβευση των «Ιερόσυλων», όμως, για μένα έχει και μία επιπρόσθετη αξία αυτό το δεύτερο βινύλιο που βγήκε σήμερα. Τόσα χρόνια μετά τη «Μανία», οι «Ιερόσυλοι» κυκλοφορούν σε βινύλιο, ένα format με το οποίο εγώ συνδέομαι πάρα πολύ.

Διόλου τυχαίο που το ενδιαφέρον για τα βινύλια αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια και μικρές εταιρείες, σαν την B-otherside του Βασιλειάδη, εξακολουθούν να «κόβουν» βινύλια. Που αποδίδεις το ότι οι «Ιερόσυλοι» ξεπούλησαν κυριολεκτικά μέσα σε πέντε μέρες; Στο ότι πήγε κι από στόμα σε στόμα;

Το τελευταίο πάντα ισχύει σαν την καλύτερη διαφήμιση. Υπάρχει όμως κι ένα πιο νεανικό κοινό που εκτιμάει την αξία του βινυλίου με μία vintage λογική. Μην ξεχνάμε και ότι το CD έχει απαξιωθεί ολότελα σαν αντικείμενο. Παλιά, θυμάμαι, κάναμε δώρο ένα CD και σήμερα δεν τολμάμε, καθώς έχει ευτελιστεί ακόμη κι αν περιέχει ένα σπουδαίο έργο. Έτσι, όταν ένα βινύλιο συνοδεύεται κι από κάτι, που έχει έναν ελαφρώς αιρετικό χαρακτήρα, σαν τη μουσική των «Ιερόσυλων», προξενεί ένα ενδιαφέρον. Σαν να λες ότι επιτέλους κάτι ξεχωριστό πιάνεις στα χέρια σου. 

Αν και στον Βασιλειάδη δεν ταιριάζει η λέξη «διευθυντής», παρόλο που αυτό είναι, συνήθως οι ανεξάρτητοι εταιρειάρχες είναι πρόσωπα ρομαντικά και ρηξικέλευθα.

Και με μία χομπίστικη λογική ή και με μία αγάπη για το αντικείμενο, διότι δεν ξέρω και τι περιμένει να καλύψει, είτε απ’ τις πωλήσεις, είτε απ’ τα έξοδα του. Μα, στ’ αλήθεια τώρα, ποιος άλλος θα έβγαζε ένα τέτοιο βινύλιο;

Και ταυτόχρονα, Νίκο Ξυδάκη, συνεχίζεις να γράφεις τραγούδια, όπως αυτά για τον επερχόμενο δίσκο σας με την ερμηνεύτρια Βερόνικα Δαβάκη.

Η ιδέα και η πρώτη προσέγγιση προέκυψε από τη συμμετοχή μου σ’ ένα δίσκο που ετοίμαζε η Δαβάκη. Από το YouTube πρωτάκουσα τη φωνή της σε κάποια παραδοσιακά και μικρασιατικά τραγούδια, που τους έδινε μία φρεσκάδα. Και, ξέρεις, τελευταία ακούμε συχνά τα δημοτικά τραγούδια με κάποιες ακαδημαϊκές – να τις πω – ερμηνείες. Εγώ βρήκα μια ζεστασιά, ακόμη και μια καλοσύνη, σ’ αυτό που εκπέμπει η φωνή της. Ανέκαθεν επέλεγα με μουσικά κριτήρια τις φωνές που θα συνεργαζόμουν. Με την ίδια λογική που θα έπαιρνα ένα όμποε στην ορχήστρα, θα έπαιρνα κι έναν ερμηνευτή ή μία ερμηνεύτρια. Τώρα ξαναγυρνάω στα κανονάκια μου και στα παραδοσιακά όργανα, αλλά με μία πιο αιθέρια διάσταση και ένα αέρινο στοιχείο, που χαρακτηρίζει και τη Βερόνικα.

Το επικείμενο άλμπουμ θα βασίζεται εξ ολοκλήρου σε στίχους ποιητών;

Είχα πολλά χρόνια να κάνω δίσκο με τραγούδια διαφορετικών στιχουργών. Η συνεργασία μου με τη Δαβάκη ξεκίνησε απ’ την ιδέα του ενορχηστρωτή, που δεν μου πολυπάει, γιατί δεν είμαι κάνας δεινός ενορχηστρωτής, οπότε πάνω κει πρότεινα μήπως ήταν καλύτερο να της έγραφα ένα – δυο τραγούδια. Μου άρεσε το αποτέλεσμα κι έτσι τα δύο τραγούδια έγιναν τέσσερα, μετά πέντε κ.ο.κ. Τραγούδια όχι μόνο διαφορετικών στιχουργών, αλλά και ενός μουσικού ύφους που τα κάνει να μην έχουν καμία σχέση το ένα με τ’ άλλο. Διακρίνεις, βέβαια, ένα κοινό μελωδικό στοιχείο, αλλά δεν είναι όμοια σε καμία περίπτωση.

Πες μου ποιητές που μελοποίησες.

Κάποια εποχή έκανα σεμινάρια στο «Μικρό Πολυτεχνείο». Ακολούθησα ένα δύσκολο δρόμο, αντί δηλαδή να δίνω ποιητικές ενότητες ή θέματα για να γράφουν οι επίδοξοι στιχουργοί, έγραφα μελωδίες, που τους τις έδινα για να βάζουν από πάνω στίχους. Ξεχώρισα μία κοπέλα που έγραφε έναν πάρα πολύ σύγχρονο και περίεργο στίχο: Ήταν η Μαρίτα Αλημίση που είχε κάνει κάποιες συνεργασίες και άρχισε τελευταία να ακούγεται το όνομα της. Στο δίσκο θα υπάρχουν δύο δικά της στιχουργήματα, ένα ποίημα του Τέλλου Άγρα, στο οποίο παρενέβην ελαφρώς για να μπορέσω να το προσαρμόσω μουσικά, ένα στιχούργημα ακόμη του Εμμανουήλ Ζάχου, με τον οποίο είχα συνεργαστεί στο παρελθόν, καθώς και δύο τραγούδια του Διονύση Καψάλη, σταθερού συνεργάτη μου.

Επομένως, δεν είναι ένας δίσκος μελοποιήσεων.

Όχι, δεν είναι. Μου δόθηκε η ευκαιρία να γράψω για μία φωνή, αυτήν της Βερόνικας, προσαρμόζοντας τον εαυτό μου σ’ ένα συγκεκριμένο κλίμα και ύφος. Κατά ένα τρόπο έκανα παραγγελία στον εαυτό μου, αφού λίγο – πολύ έτσι δουλεύουμε όλοι σήμερα. Ελπίζω μόνο να μη φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε και αφιερώματα στον εαυτό μας (γέλια), γιατί υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο.

Ένα πρώτο σχόλιο για τη φωνή της Δαβάκη είναι ότι παραπέμπει στην Αρβανιτάκη, την περίοδο που εκείνη τραγουδούσε το «Ερωτικό» σε ποίηση Λαπαθιώτη ή την «Ακτή» του Σπανουδάκη.

Αν και δεν το σκέφτηκα καθόλου αυτό το στοιχείο, δεν τό’χα στο μυαλό μου, ομολογουμένως υπάρχει. Και μόλις μου περιέγραψες ένα στοιχείο αθωότητας, καθώς όλοι οι τραγουδιστές στο ξεκίνημα τους έχουν μια ζεστασιά και μιαν αθωότητα. Μετά γίνονται πιο δραματικοί και πιο συγκρουσιακοί, αποκτούν ένα νεύρο, που ωραίο θα ήταν να τους έβγαινε σε καλό και όχι σε νεύρωση. Υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο. Η Βερόνικα έχει όλα τα καλά στοιχεία του νέου ανθρώπου κι αυτό εμένα μου αρέσει. Η μουσική μου, αν προσέξει κανείς, προσπάθησε να διαφυλάξει την αθωότητα αυτή με τον κίνδυνο να φανεί αφελής ή εκτός εποχής – μία εποχή εκ των πραγμάτων πιο επιθετική και πιο συγκρουσιακή, απ’ την οποία θα επιθυμούσα να βγάλω τα πιο αρμονικά συναισθήματα. Ανέκαθεν ήμουν πιο «μοτιβικός», υπέρ της μελωδίας και υπέρ της μουσικότητας επίσης. Και ίσως γι’ αυτό μ’ αρέσουν κάποιες μουσικές και τραγούδια, που έχουν απωλέσει κάπως το συναίσθημα τους. Πάρε τα τραγούδια του ’60, που τα λέμε «λαϊκά», καθώς έχουν συνδεθεί με τα ρεμπέτικα ή με τον Καζαντζίδη. Αναφέρομαι στα πρώτα κομμάτια του Μούτση με τον Γκάτσο ή σε μερικά του Κόκοτα, τραγούδια ενός ειδυλλιακού συνοικιακού κλίματος που έχουν ένα στοιχείο άδολου και μία αθωότητα.

Και πως σου ακούγονται δηλαδή τα τραγούδια δίχως αθωότητα;

Με ένα δυσαρμονικό αίσθημα, το οποίο συχνά έχει κι αυτό την ανάγκη έκφρασης.

Με μία αίσθηση αγοραίου;

Κι αυτό υπάρχει. Ακούω καμιά φορά τραγούδια, που τα λέμε σκυλάδικα ή πώς αλλιώς, προσπαθώντας να θυμηθώ τις μελωδίες τους και δεν γίνεται. Ενώ αποδίδονται από πολύ σωστές και εκφραστικές φωνές, έχω την αίσθηση ότι μου τραγουδάνε κάτι φάλτσο. Και δεν μιλάω για τονικό, αλλά για ψυχικό φάλτσο. Αυτό βέβαια δεν το έχω στο μυαλό μου όταν γράφω, αλλά το σκέφτομαι τώρα σαν παρατήρηση, εκ των υστέρων. Όταν πρωτοήρθα από το Κάιρο και έμενα στις παρυφές του Ζωγράφου, Ιλίσια, ταύτισα τη μουσική αυτή με τις συνοικίες και με μία περιρρέουσα καλοσύνη παρόλα τα βιοτικά και πολιτικά προβλήματα. Ήταν, γενικά, η εποχή της αθωότητας, που σήμερα την κοιτάμε με μία καχυποψία, διότι μπορεί να μας φαίνεται είτε ξενέρωτη, είτε ότι της λείπει εκείνο το αντιδραστικό εξεγερμένο στοιχείο. Να αισθάνεσαι μία αγανάκτηση, ακόμη και ερωτική.

Αισθάνθηκες αγανακτισμένος εσύ στη ζωή σου;

Αγανακτισμένος ιδιωτικά αισθάνομαι μ’ όλη αυτή τη γκάμα των συναισθημάτων. Αυτό, όμως, είναι στοιχείο της ζωής και μένα μ’ ενδιαφέρει μία ισορροπία στα πράγματα που θέλω να εκφράζω μέσω της μουσικής μου. Μπορεί να μην το κάνω πάρα πολύ καλά, αλλά αν καταφέρνω να το εκφράζω έστω και λίγο, για μένα αρκεί. Λόγω ίσως μιας εκνευριστικής ηρεμίας ή γαλήνης, έχω περισσότερο την ανάγκη ενός ειρηνικού συναισθήματος, που θα μετριάζει τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποφεύγεις τις συγκρούσεις στη ζωή σου.

Ωστόσο, αν ακούσει κανείς τη μουσική σου για τους «Ιερόσυλους», ακόμη και να μην έχει δει την ταινία, έχει την αίσθηση μιας αντίδρασης, ενός πράγματος που βράζει από κάτω…

Ναι. Εγώ δεν ξέρω να σου πω. Ένα σχόλιο που μου έκαναν γι’ αυτή τη μουσική, άνθρωποι που δεν τους αρέσει το πιο διασκορπισμένο μοντέλο της σύγχρονης μουσικής, είναι ότι στον πυρήνα της έχει κάτι ζεστό.

Ισχύει.

Μ’ άρεσε σαν σχόλιο, γιατί η μουσική των «Ιερόσυλων» έχει τις αιχμές της με όλο αυτό το στοιχείο του φόβου, ενός περίεργου σασπένς.

Σαν να υποβόσκει ένας δυνατός σεισμός.

Ακριβώς, διότι την ένταση αυτή την είχε κι η ίδια η ταινία. Στην τελική δεν τα αρνούμαι όλα αυτά τα στοιχεία στη μουσική μου, μια και η εν λόγω τέχνη διαθέτει μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων.

Εμένα πάλι μ’ άρεσε η διεθνιστική λογική του soundtrack. Στην Ελλάδα, ξέρεις, δίνει ο συνθέτης τα κομμάτια του για να γίνουν ένας δίσκος, εδώ όμως έχουμε πολύ σύντομα samples από διάφορα ελληνικά και ξένα τραγούδια.

Αυτό έχει επίσης ένα ενδιαφέρον στη μουσική για κινηματογράφο. Υπάρχει το στοιχείο της κοσμικής μουσικής, ένα τραγούδι του Άκη Πάνου για παράδειγμα, κι έχουμε και μια μουσική, η οποία υπερίπταται, δεν ξέρουμε δηλαδή την πηγή της. Είναι ο κόσμος όλος; Είναι το ασαφές της ατμόσφαιρας μίας ταινίας; Τα πολύ ωραία ρετρό τραγούδια που συχνά ακούμε σε διάφορες ταινίες, είναι σαν να φωτίζουν και την άλλη μουσική, την πρωτότυπη. Ένας άλλος μού είπε πως όταν άκουσε ξαφνικά τη φράση «Η ζωή μου όλη» από τον Καζαντζίδη, τρόμαξε. Μετά, όμως, το «Strangers in the night» ήταν ένα κομμάτι που σαφώς παρέχει μεγαλύτερα συναισθηματικά vibes.

Πες μου λίγα λόγια για τον κιθαρίστα Μπάμπη Νίκου, που έπαιξε ηλεκτρική κιθάρα στο soundtrack.

Ο Μπάμπης ο Νίκου είναι ένα νέο παιδί που γράφει μουσική κι ο ίδιος. Συμμετείχα σ’ ένα τραγούδι για ένα δίσκο του – εγώ και η Λένα Πλάτωνος. Το παιδί αυτό επέλεξε εμάς τους δύο, γιατί τον συγκινούσαν πράγματα, όπως μου είπε, και στη δική μου μουσική, και στης Λένας. Ο Νίκου φτιάχνει μια τελείως ψυχεδελική ηλεκτρονική μουσική, που ακούγεται επίσης σαν soundtrack. Αυτός είχε ένα στουντιάκι και μας βοήθησε πολύ, καθώς, όπως γνωρίζεις, οι παραγωγές του κινηματογράφου είναι στενεμένες οικονομικά. Πέραν αυτού, είχε πιάσει την αίσθηση της μουσικής μου κι έτσι τόλμησα να βάλω μία ηλεκτρική κιθάρα και να κάνει τα δικά του, κάτι που βρήκα εξαιρετικό σ’ έναν νέο άνθρωπο.

Αναρωτιέμαι αν στο δισκογραφικό σου ξεκίνημα με Ρασούλη και τους πιο λαϊκότροπους δρόμους, είχες κάποια σχέση με την πιο πειραματική μουσική ή και με το ροκ.

Όχι, ιδιαίτερη σχέση δεν είχα, άκουγα ευκαιριακά. Βασικά όταν ήρθα στην Ελλάδα, γιατί στην Αίγυπτο ήμουν μικρός και δεν τα είχαμε αυτά.

Ο Βακαλόπουλος, π.χ., ήταν μεγάλος λάτρης του ροκ και των συγκροτημάτων.

Ναι, αλλά επειδή ήταν κι ένας άνθρωπος με πολύ ανοιχτό μυαλό, εγώ είχα αισθανθεί πολύ ευτυχής που με επέλεξε για τη μουσική της ταινίας του. Η Μάρσα Μακρή εξάλλου, με επέλεξε, έχοντας στο μυαλό της τη μουσική μου για τον Βακαλόπουλο. Το ίδιο και ο Δημήτρης Θεοδωρόπουλος. Όταν με φώναξαν, μου είπαν ότι εκείνο το soundtrack είχαν σαν μπούσουλα στο κεφάλι τους, διότι πάλι είχε μέσα κάποια περίεργα στοιχεία. Εγώ στο μεταξύ τότε είχα ένα παραμύθι μες το κεφάλι μου, όχι μόνο απ’ αυτό που ήταν η ταινία του, αλλά και απ’ αυτό που ήταν ο ίδιος ο Βακαλόπουλος. Δυστυχώς δεν κατάφερα ποτέ να εκδώσω το υλικό αυτό, αλλά ευτυχώς φυλάσσεται στο αρχείο μου.

Τι γίνεται με το αρχείο σου; Το ψηφιοποιείς, το διατηρείς σε μπομπίνες, σε κασέτες;

Έχω μερικές μπομπίνες, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να μεταγραφούν, γιατί έχουν λιώσει. Έχουν φθαρεί, αν και μου είπαν ότι θα μπορούσαν να διασωθούν μ’ ένα τρόπο. Ευτυχώς κάποια τα έσωσα, όταν η ΛΥΡΑ έβγαλε την κασετίνα με τα θεατρικά μου. Στα τελευταία «Ημερολόγια» κόντεψα να πάθω ζημιά και να χάσω τη φωνή της Φαραντούρη. Την είχα σ’ ένα CD, που χάλασε και δεν έπαιζε. Ευτυχώς που ένας ανιψιός μου κάπως είχε καταγράψει το κομμάτι από μια συναυλία, όπως ακούστηκε. Έτσι το σώσαμε, αποκαταστήσαμε πλήρως τον ήχο του και το έβαλα στα «Ημερολόγια». Επρόκειτο για ένα χορικό με τη φωνή της Φαραντούρη, που ακουγόταν από το υπερπέραν. Γενικά, δεν υπήρξα ποτέ προσεκτικός με το αρχείο μου, αλλά το κύριο μέρος ευτυχώς υπάρχει. 

Σκέφτεσαι την έκδοση κι άλλων «Ημερολογίων»;

Το έχω στα σκαριά. Μετά το δίσκο με τη Βερόνικα, θα κάνω άλλη μια τέτοια έκδοση, γιατί έχει μαζευτεί πολύ υλικό.

Δισκογραφικά είσαι πια ελεύθερος σκοπευτής, δεν ανήκεις σε κάποια εταιρεία βάσει συμβολαίου. Δεδομένης της ιστορίας σου δίπλα στον Πατσιφά της ΛΥΡΑ, θα πρέπει να’ναι κάπως στενόχωρο όλο αυτό.

Είναι μία απώλεια. Αντικειμενικά μπορεί να λέγαμε παλιά «πω, πω, οι εταιρείες που μας εκμεταλλεύονται», σήμερα όμως μπορεί να κρατήσει κανείς την καλή πλευρά. Έχει χαθεί η ύπαρξη του μηχανισμού, που ήταν πολύ σοβαρό πράγμα. Ακούω καμιά φορά πράγματα που έχω κάνει και λέω «Μα πως δεχόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι να τα κυκλοφορήσω;», μου φαίνεται δηλαδή πολύ περίεργο.

Αναφέρεσαι σε κάποιο συγκεκριμένο έργο;

Σε όλα. Στον Σολωμό, στη «Βενετσιάνα» που είχα θέματα 13 λεπτών, τα οποία έπαιζαν σαν «χαλιά» στο θέατρο βέβαια. Εγώ, είτε γιατί νόμιζα ότι εξυπηρετούσαν μία αφήγηση, είτε για συναισθηματικούς λόγους, ήθελα να τα βάλω ολόκληρα, οπότε μου λέγανε «Τι κάνεις τώρα; Θ’ ακούμε ”χαλιά” για 13 λεπτά; Βάλε τα τραγούδια και κάνα δυο οργανικά». Κι ενώ σ’ άλλα είμαι πολύ ελαστικός, σ’ αυτά τα θέματα γίνομαι πολύ πιεστικός. Λόγω της επιμονής μου και μιας καλής διάθεσης που υπήρχε απ’ την πλευρά της εταιρείας, τελικά μου λέγανε «Εντάξει, εσύ έχεις κάποιο πρόβλημα, αλλά πήγαινε κάν’τα» (γέλια). Έτσι, λοιπόν, διασώθηκαν πολλά πράγματα, και στα θεατρικά μου, και στα τραγούδια. Η ΛΥΡΑ λειτουργούσε και σαν ένα φίλτρο. Αισθανόσουν κάπου ότι λογοδοτούσες κι αυτό είχε έναν αντίκτυπο στην κοινωνία. Σήμερα πάλι έχεις την ευχέρεια να γράφεις πράγματα και να τα εκδίδεις. Πριν μερικά χρόνια, σκαλίζοντας το αρχείο μου, βρήκα κάτι κασετούλες από τους τηλεφωνητές, μια και κινητά δεν υπήρχαν. Θυμάμαι που γύρναγα στο σπίτι μου και για μία ώρα έπαιρνα μηνύματα από την εταιρεία με συμβουλές ή προτροπές. Με κατέκλυσε ένας ορυμαγδός νοσταλγίας, ξανακούγοντας φωνές που με τα χρόνια έγιναν πολύ αγαπημένες ή που χάθηκαν. Δυστυχώς δεν διέσωσα τη φωνή του Πατσιφά να με παίρνει τηλέφωνο τα βράδια, κάτι περίεργες ώρες, και να μου λέει: «Το πήρα απόφαση! Εσύ, παιδί μου, θα τραγουδήσεις τα τραγούδια σου, γιατί εσύ δεν είσαι σαν τον Μίκη Θεοδωράκη. Έχεις τα μυαλά σου στη θέση τους»!

Γκάτσος και Πατσιφάς είναι δύο μόνο από τα ονόματα που αναφέρθηκαν στη συζήτηση μας και που σηματοδοτούν απώλειες.

Αναπόφευκτα είναι ένας κόσμος ολόκληρος, αλλά νομίζω ότι πέρα απ’ το νοσταλγικό κομμάτι, για να μην είμαστε παρελθοντολάγνοι και λέμε συνέχεια «τότε που ήταν καλύτερα», υπήρχε κι ένας αναβρασμός, που δεν είχε μόνο πολιτικά χαρακτηριστικά. Ήταν μεγάλη τροφοδοσία το ότι οι δίσκοι μας είχαν σχέση με την ποίηση, με τη λογοτεχνία ή με τη ζωγραφική. Δεν είχε να κάνει μόνο με μία αντικουλτούρα ή με ένα διανοουμενίστικο στοιχείο, το οποίο θα έπρεπε ντε και καλά να ανατραπεί. Ο κόσμος αυτός κράταγε ζεστά τα συναισθήματα σου με την πιο βαθιά συγκινησιακή έννοια. Το ότι εγώ, 23 – 24 ετών παιδί, πήγαινα στην εταιρεία μου και έβλεπα τον Ελύτη, πιστεύω ότι ήταν κάτι πολύ σημαντικό χωρίς να θεοποιούμε κάτι τώρα ή να μας πιάνει δέος. Θυμάμαι πολύ καλά, ας πούμε, όταν πρωτοβγήκα στον Σείριο ως τραγουδιστής κατόπιν επιθυμίας του Μάνου Χατζιδάκι. Από τα έξι τραγούδια που είχα στο πρόγραμμα μου, τα πέντε ήταν ανέκδοτα, είχα κι αυτό εγώ! Έπαιζα στο πιάνο την «Ευρυκόμη» του Σολωμού και την «Άννα Καρένινα». Τίποτα απ’ αυτά δεν είχε εκδοθεί. Ένα βράδυ είχε έρθει ο Γκάτσος κι εγώ έλεγα «Τι θα νομίζει τώρα ο άνθρωπος μ’ αυτά που’χω γράψει;» Όταν κατέβηκα απ’ τη σκηνή, πήγα και τον έπιασα σ’ ένα τραπεζάκι που καθόταν. «Ακούσατε;» τον ρώτησα κι αυτός, λιγομίλητος καθώς ήταν, μου απάντησε «Άκουσα». Ένα ωχ ακούστηκε μέσα μου μ’ αυτή την τρομακτική λιτότητα του λόγου του Γκάτσου. Άρχισα να του κάνω την αυτοκριτική μου, «Τι είναι αυτά που πήγα κι έφτιαξα» του είπα, «Σολωμό κλπ;» Και τότε απάντησε ξανά: «Αυτά να κάνεις, έτσι να συνεχίσεις». Είχε μία πειστικότητα ο Γκάτσος, το ίδιο και ο Χατζιδάκις, αλλά στο πιο χαριτωμένο. Όταν όλοι οι άλλοι, ο Σαββόπουλος, ο Πορτοκάλογλου ή ο Παπάζογλου, χοροπήδαγαν στη σκηνή, εγώ πάντα καθόμουν. Είχα πάρει κι ένα ντέφι ηπειρώτικο – δε θυμάμαι που το είχα βρει – και φαινόμουν σαν σκίουρος σε μια καρέκλα πίσω απ’ το ντέφι. Μου φώναζαν οι ηχολήπτες «Μα, καλά, τι παριστάνεις εσύ τώρα, τη Μαρίκα Νίνου; Σήκω εκεί πέρα να τραγουδήσεις» (γέλια). Μπαίνει μέσα ένα απ’ τα τελευταία βράδια ο Χατζιδάκις και τους λέει: «Αφήστε τον άνθρωπο ήσυχο. Άμα θέλει να κάνει αυτό, είναι κι αυτό που πρέπει να κάνει, τι σας ενδιαφέρει εσάς;»

Έτρωγες bullying δηλαδή.

Πολύ bullying! Μου έλεγε ο Μαραβέλιας, που τον θυμάμαι με αγάπη: «Ρε παιδί μου, εσύ θα τραγουδήσεις; Ποιος σε ζήτησε;» Του κάνω «Ο Χατζιδάκις»! Και μου λέει: «Πάρε και καμιά τραγουδίστρια μαζί σου, θα βαρεθούνε»…Παραδόξως, όμως, είχα επιτυχία στις παραστάσεις του Σείριου. Να πω, πάντως, ότι μέχρι σήμερα, ακόμη και τώρα, δεν τρελαίνομαι με το να’μαι στη σκηνή και να τραγουδάω. Αν δεν υπήρχαν καμιά δεκαριά τραγούδια μου, που καίγομαι να τα λέω, δεν ξέρω καν αν θα έβγαινα. Οι τραγουδιστές, ξέρεις, πέρα απ’ το να τα βάλουν στο βιογραφικό τους, ποτέ δεν τα τραγουδούσαν στις συναυλίες τους. Αυτό με πείσμωνε κι έλεγα «Ε, θα βγω εγώ να τα πω, έστω και ως ανάπηρος», αφού μερικοί υποστήριζαν πως δεν έχω φωνή τραγουδιστή. Δε μ’ ενδιέφερε καθόλου, ακόμη και τις νότες να μην έβγαζα σωστά, ήθελα να υποστηρίξω αυτά τα πέντε – δέκα τραγούδια. Και να σου πω και κάτι άλλο; Ακόμα και με την παρουσία μου, αφού πολλά τραγούδια τα υπηρετούμε με τη στάση μας και το σώμα μας. Είναι σαν να λες «Εγώ δεν μπορώ να τα πω, αλλά θα τα πω»!

Πες μου μερικά απ’ αυτά τα τραγούδια σου, που θες πάντα να τα τραγουδάς.

Το «Όλοι μου λεν πως δεν μπορώ», που μαζί με το «Σου Μι Τζου», τα θεωρώ εμβληματικά μου τραγούδια. Το ένα είχε έναν τελετουργικό χαρακτήρα και τ’ άλλο ήταν κάπως πιο σκωπτικό. Με τα υπόλοιπα, ανίχνευα το τοπίο, κοίταγα τι άλλο μπορώ να κάνω. Έβαζα κανονάκια ή ούτια, όργανα που δεν έπαιζε κανείς τότε, κι αυτό είχε για μένα μεγάλο ενδιαφέρον. Πιστεύω πως με βοήθησαν στο να βγάζω πιο φειδωλά στη συνέχεια όλη αυτή την περιπαικτική διάθεση με την «Εκδίκηση της γυφτιάς».

Παρατηρώ να μην αναφέρεσαι συχνά στην «Εκδίκηση της γυφτιάς» ή στα «Δήθεν» συγκριτικά με τις αμιγώς προσωπικές δουλειές σου.

Όχι, όχι, δεν νομίζω, είναι μία παρεξήγηση. Τα τραγούδια αυτά τα υπερασπίστηκαν καλύτερα, σαν κατάσταση, άλλοι, όπως ο Παπάζογλου. Εγώ έπαιζα επιλεκτικά κάποια τραγούδια απ’ αυτά στις εμφανίσεις μου. Είχα κι άλλο υλικό δηλαδή να υποστηρίξω. Ξεκαθαρίζω όμως πως αν υπήρχε κάτι ενδιαφέρον μουσικολογικά στην «Εκδίκηση της γυφτιάς», ήταν το ότι χρησιμοποίησε όλο αυτό το κλίμα με τα τσιφτετέλια, με μία αγάπη και όχι με διάθεση παρωδίας. Το σύνηθες δηλαδή ήταν να παρουσιάζονται λίγο καραγκιόζικα μετά. Χρησιμοποιούσαν τη λαϊκή μουσική με μία καρναβαλική έννοια, εμείς όμως αντλήσαμε απ’ την ευφορία της λαϊκής μουσικής, ακόμη και μες τον πόνο της, υπερβαίνοντας τελικά τον ίδιο τον πόνο. Δεν ήμασταν ο Τσιτσάνης για να γράφαμε 150 τέτοια τραγούδια, άρα ήταν πολύ νόμιμος ο ερευνητικός χαρακτήρας μας.

Αυτό, πάντως, εμπεριέχει ένα κόστος.

Και μεγάλο, αφού δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη ταυτότητα. Εγώ έλεγα ότι έγραψα την «Τρελή κι αδέσποτη», έγραψα όμως και την αδερφή της, που’ ναι η «Άννα Καρένινα». Νομιμοποιούμαι να το κάνω και πολλές φορές λέω «Μα, να μην είχα γράψει το ”Φυσά βοριάς, φυσά Θρασκιάς” του Βιζυηνού για να ήμουν συνεπής απέναντι σε τι;» Όλα αυτά, όμως, μοιάζουν τυχαία, σκόπιμα; Δεν ξέρω να σου πω, γιατί είναι και προϊόντα συναντήσεων. Στη δική μου ζωή εμφανίστηκε ο Μανώλης Ρασούλης, αλλά γιατί δεν αναρωτιέται κανείς πως μέχρι τότε ο Ρασούλης δεν είχε γράψει ούτε ένα τσιφτετέλι; Μαζί τα γράψαμε αυτά, υπήρχε μια αλληλεπίδραση. Τώρα, αν εγώ έγραψα την «Άννα Καρένινα» μαζί με τον Γκόνη, δε σημαίνει ότι ήθελα να κάνω τον Τολστόι από κει που ήμουν ένας λαϊκός συνθέτης.

Να πω την αλήθεια, όταν τοποθετούσα προ ημερών το βινύλιο των «Ιερόσυλων» στη δισκοθήκη μου, δίπλα στα παλιά σου έργα, αναρωτιόμουν τι σχέση μπορεί να’χει η «Εκδίκηση της γυφτιάς» μ’ ένα σημερινό σου soundtrack.

Δυσκολευόμαστε να βλέπουμε έναν άνθρωπο, ο οποίος τη μια κάνει αυτό και την άλλη εκείνο. Για κάποιο λόγο τον θέλουμε όπως όταν είναι στο στρατό. Έχει σπάσει λίγο αυτό το στεγανό, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει. Αν κάνεις την «Εκδίκηση της γυφτιάς» υπερασπίζεσαι έναν λαϊκό κόσμο, τον οποίο και περιέχεις. Δεν θα μπορούσα να το’χω κάνει αν δεν περιείχα αυτό το αίσθημα. Δεν ήμουν ένας έντεχνος που πήρε στίχους του Ρασούλη ή μοτίβα απ’ τη λαϊκή μουσική και τα επεξεργάστηκε. Ήταν ένα αίσθημα που κατείχα και που ακόμη, μέχρι σ’ ένα βαθμό, το περιέχω. Έχω όμως κι ένα δικαίωμα στην ανατροπή, που δεν σημαίνει ότι πρόδωσα κάτι με το να βγάλω τους «Ιερόσυλους». Πέρασα, ξέρεις, δύσκολες στιγμές όταν παρουσίασα τη δουλειά μου στην Ιερά Οδό, στα τέλη του ’90, επί Γιώργου Νταλάρα. Ξεκινούσαμε στις 10 και τελειώναμε στις 2.30 με μια μεγάλη ορχήστρα που έπαιζε λαϊκά, μελοποιήσεις, τα πάντα. Απέναντι μας, στο μεταξύ, έπαιζε η Άννα Βίσση και ο Μαροσούλης έλεγε «Θα τους σκίσουμε»! Πιάνω μια μέρα τον Νταλάρα και του λέω «Καλά, τι τον ενδιαφέρει τι κάνουν οι απέναντι» και μου κάνει: «Αυτό εσύ λες; Είναι δικό του μαγαζί και οι ”απέναντι”» (γέλια). Θα σκίζαμε τους απέναντι κι ας ήταν δικό του κι εκείνο το μαγαζί! Να πω, τέλος, ότι την «Εκδίκηση της γυφτιάς» την έχω παρουσιάσει ολόκληρη μόνο εγώ και κανένας άλλος.

Ας πούμε σ’ αυτό το σημείο για τη διαδικασία σύνθεσης των «Ιερόσυλων». Δούλευες πάνω στην εικόνα, πήγαινες από το μοντάζ της ταινίας;

Και αυτό συνέβαινε εν προκειμένω. Έβλεπα, κρατούσα σημειώσεις και συνέθετα. Είναι μια διαδικασία που ακολουθώ και στο θέατρο. Θυμάμαι που έλεγε ο Θανάσης Παπαγεωργίου, με τον οποίο συνεργάστηκα: «Ερχόταν ο Νίκος, καθόταν, δε μιλούσε καθόλου και την επόμενη μας έφερνε το κατάλληλο κομμάτι». Έτσι λειτούργησε πολύ θετικά όλο αυτό και με την ταινία της Μάρσας. Το έπιασα το κλίμα, γιατί το «είχα» κιόλας.

Εκτός αυτού, παίζεις και σε μία σκηνή μες την ταινία.

Καλά, εκεί έπαιξα τον αποικιοκράτη για να ικανοποιηθούν και κάποιοι που με μέμφονταν και με έλεγαν Αιγυπτιώτη με αποικιοκρατικές και φιλοβρετανικές αντιλήψεις (γέλια). Θεωρώ ότι είχαμε μεγάλη τύχη στο soundtrack αυτό, συχνά επιλέγαμε ένα κομμάτι και πέφταμε μέσα, ήταν το κατάλληλο σε σχέση με την εικόνα.

Ίσως είχε να κάνει και με το κριτήριο της σκηνοθέτιδας, η οποία αποδεδειγμένα το «έχει» πάρα πολύ σε σχέση με τη μουσική επένδυση των ταινιών της.

Βέβαια. Δεν το «έχουν» πολλοί σκηνοθέτες, ούτε στο θέατρο. Πιθανώς κάποιοι να «επαναπαύονται» πίσω απ’ τ’ όνομα ενός συνθέτη. Εγώ με τη Μάρσα σχεδόν δεν μιλούσαμε, αν και έβλεπα την ικανοποίηση της. Είναι ωραίο αυτό σε σχέση μ’ έναν άλλον που μπορεί να σου πλέξει το εγκώμιο, δίχως να μένει στην ουσία.

Θα ήθελες να ξανοιχτείς κι άλλο στη μουσική για κινηματογράφο;

Πολύ, πάρα πολύ! Πόσο μάλλον όταν στο τραγούδι δεν μ’ αρέσουν οι ιδιαίτεροι πειραματισμοί και θέλω να μένω σε πράγματα που γνωρίζει ο κόσμος. Στο θέατρο, όμως, και στο σινεμά, νιώθω να λύνεται η φαντασία μου, κάνοντας ρηξικέλευθα ή απλά απρόσμενα πράγματα, με τα οποία δοκιμάζομαι. Κάποιοι δεν με προτιμούν, δεν μου παραγγέλνουν μουσική, πιθανώς γιατί με θεωρούν πολύ βυζαντινοπρεπή. Η Μάρσα, αντίθετα, θεώρησε ότι μπορώ να γράψω τη μουσική για την ταινία της. Είναι όπως κάποτε πήγα σε μία έκθεση κοστουμιών του Τσαρούχη. «Μα, αυτά πότε τα κάνατε; Δεν τα έχω δει σε καμία παράσταση» και μου απαντάει (σ.σ. μιμείται τη φωνή του Τσαρούχη): «Αυτά δεν τα ήθελε κανείς κι έτσι τα έκανα παραγγελία μόνος μου στον εαυτό μου»! Αρχίζω κι εγώ, λοιπόν, να φαντασιώνομαι soundtracks τελευταία. Ε, αφού δε θέλουνε, θα τα κάνω μόνος μου (γέλια).

Νίκο Ξυδάκη, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση. Να ευχηθούμε μια καλή πορεία, τόσο στην ταινία, όσο και στο soundtrack της.

Εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ, γιατί μαζί σου λύνεται η γλώσσα μου και μετά πάω σπίτι και λέω «Μήπως είπα πολλά, που δεν έπρεπε να τα πω;» Τελικά, όμως, πάντα λέμε πράγματα που έχουν ενδιαφέρον και που πρέπει ν’ ακουστούν.

* Το soundtrack του Νίκου Ξυδάκη για την ταινία «Ιερόσυλοι» της Μάρσας Μακρή κυκλοφορεί από την B-otherside records σε περιορισμένο αριθμό βινυλίων.

Viral αποφοίτηση: «Με Άννα, Καίτη και Χαρούλα ό,τι πτυχίο πήραμε παιδιά» είπε απόφοιτη στην ορκωμοσία της (Video)

apofiti

Viral αποφοίτηση: «Με Άννα, Καίτη και Χαρούλα ό,τι πτυχίο πήραμε παιδιά» είπε απόφοιτη στην ορκωμοσία της (Video)

Σε βίντεο που δημοσίευσε στο TikTok, η νεαρή απόφοιτη από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, απεικονίζεται με το πτυχίο…

Καπραβέλος: Η δήλωση που έπρεπε να ακουστεί – «Έχω όμως ένα παράπονο από τον Καλλιάνο» (video)

InCollage 20240426 174104583

Καπραβέλος: Η δήλωση που έπρεπε να ακουστεί – «Έχω όμως ένα παράπονο από τον Καλλιάνο» (video)

Το παράπονο του προς τον Γιάννη Καλλιάνο εξέφρασε ο συντονιστής διευθυντής Β' ΜΕΘ του Παπανικολάου

Άρειος Πάγος: Απολύθηκαν πέντε δικαστές λόγω μεγάλων καθυστερήσεων στην έκδοση αποφάσεων

δικαστηριο

Άρειος Πάγος: Απολύθηκαν πέντε δικαστές λόγω μεγάλων καθυστερήσεων στην έκδοση αποφάσεων

Δεν απολύθηκε μία δικαστής η οποία είχε μεν καθυστερήσεις λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας, αλλά τις…