Νανά Τράντου: «Οι καλλιτέχνες πάντα σκέφτονται το πολιτικό background μιας ξένης χώρας που θα επισκεφτούν»

Η Νανά Τράντου. πρώην «DiDi Music» και νυν «High Priority», είναι μία από τις πιο επιτυχημένες  Ελληνίδες promoters ξένων megastars στη χώρα μας κι έχει πολλά να αφηγηθεί από τη θέση της ως γυναίκα επαγγελματίας σ' έναν καθαρά ανδροκρατούμενο χώρο 

DSC 0375

Την πολυκατοικία στην Κυψέλη, ένα από τα ομορφότερα αρτ – ντεκό κτίρια της Αθήνας, τη γνώριζα καλά. Στο διαμέρισμα που μένουν σήμερα η Νανά Τράντου και ο Jake Berry είχαμε γυρίσει την ταινία μεγάλου μήκους «Sacrilege» της Μάρσας Μακρή πριν από μία τετραετία. Μεγάλη έκπληξη να θυμάμαι έναν χώρο γεμάτο από σκηνικές κατασκευές με πολλούς ανθρώπους να πηγαινοέρχονται και τώρα να τον βλέπω ήσυχο, αθόρυβο και άψογα σχεδιασμένο σαν ένα γουστόζικο μοντέρνο art – rock museum στην καρδιά του κέντρου.

Η Νανά Τράντου είναι μοναδική περίπτωση εργαζόμενης γυναίκας στην Ελλάδα του 2020. Όσο κι αν από σεμνότητα δεν περιαυτολογεί, γεγονός είναι πως τα τελευταία 35 χρόνια έχει προσφέρει πολλά σ’ αυτό που λέμε μουσική βιομηχανία και ψυχαγωγία, αλλά και πολιτισμός γενικότερα. Ξεκίνησε ως έτερον ήμισυ, στη ζωή και στη δουλειά, του Νίκου Λώρη της περίφημης DiDi Music, της εταιρείας που έστησε στη χώρα μας συναυλίες τεράστιων ξένων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων. Κάποια στιγμή οι δρόμοι τους χώρισαν και πλέον η ίδια «τρέχει» τη δική της εταιρεία, τη «High Priority», η οποία συνεχίζει στον ίδιο δρόμο.

Μία συζήτηση με τη Νανά Τράντου ανέκαθεν πίστευα πως θα’χει μεγάλο ενδιαφέρον! Όχι τόσο για τις πολλές ιστορίες που θα’χε να αφηγηθεί από τη γνωριμία της με μυθικά ονόματα – από τον Bob Dylan μέχρι τη Madonna – όσο για το πως είναι να κυνηγάς και, εν τέλει, να κατακτάς το όνειρο σου, προσφέροντας στην κοινωνία και στον τόπο που σου έλαχε να γεννηθείς. 

Είπαμε πολλά με την Τράντου στη συνέντευξη που ακολουθεί: Για τα πρώτα χρόνια του κλαμπ «ΡΟΔΟΝ», για τους μουσικογράφους που με τα κείμενα τους ενημέρωναν για το τι γίνεται εκτός συνόρων, για τις πρώτες μεγάλες rock συναυλίες στην Αθήνα, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η ίδια – ούσα γυναίκα – μέσα σ’ έναν ανδροκρατούμενο χώρο, αλλά και για τις διακρίσεις που κατέκτησε με την προσωπική της δουλειά στο διεθνές μουσικό στερέωμα. Στο τέλος, η ίδια έθεσε μία σειρά καίριων ερωτημάτων για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα αναφορικά με το «κλείσιμο» μεγάλων συναυλιακών χώρων στην Ελλάδα, ενώ μας αποκάλυψε ότι ήδη έχει στείλει επιστολή προς την Υπουργό Πολιτισμού. «Τι γίνεται με τους χώρους; Γιατί δεν μας τους δίνουν εγκαίρως και γιατί κοστίζουν τόσο ακριβά; Γιατί παραμένει κλειστός ο Λυκαβηττός;» – αυτοί είναι μερικοί μόνο από τους προβληματισμούς της, που κατέθεσε στη συνέντευξη και που εκεί, νομίζω, πρέπει όλοι να εστιάσουμε. Αν δηλαδή θέλουμε η Ελλάδα να συνεχίσει ν’ αποτελεί πόλο έλξης των μεγαλύτερων ξένων megastars για τις συναυλίες τους! 

Κυρία Τράντου, αν σας ζητούσα να αυτοπροσδιοριστείτε, τι θα μου απαντούσατε;

Μ’ αρέσει αυτή η ερώτηση για αρχή! Προσδιορίζομαι ως μία γυναίκα που έχει προσπαθήσει πάρα πολύ να καταφέρει να κατακτήσει τα «θέλω», τα όνειρα της μέσα σε διαφορετικές δεκαετίες και με ξεχωριστές πορείες, ξεκινώντας από αλλού και φτάνοντας αλλού. Έχοντας γίνει μητέρα, επίσης, μιας κόρης που είναι περήφανη γι’ αυτήν.

Μου δίνετε μία απάντηση λίγο «life style». Θα περίμενα να μου πείτε πως έχετε προσφέρει πολλά σ’ αυτό που λέμε μουσική ψυχαγωγία και βιομηχανία στην Ελλάδα.

Εγώ δεν θα το πω αυτό! Νομίζω πως ότι κάνεις, είτε κρίνεται εκείνη τη στιγμή, είτε κρίνεται εκ των υστέρων με διαφορετικό, όμως, τρόπο: Άλλος μπορεί να το θεωρήσει σημαντικό και άλλος όχι και τόσο σημαντικό. Επομένως, δεν θα μιλήσω ποτέ εγώ για το τι έχω καταφέρει και τι όχι. 

Δεν πειράζει, ας τα πω εγώ τότε: Θεωρώ ότι προσφέρατε στην «εκκοσμίκευση» του μέσου Έλληνα – Ανατολίτη με μια σειρά ξένων συναυλιών που άνοιξαν το μυαλό του. Δεν είναι μικρό πράγμα. 

Ήμουν τυχερή γιατί η δράση μου συνέπεσε με μία δεκαετία – αυτή του 1980 – με πολλά λαμπρά μυαλά στα μουσικά πράγματα. Τον Γιάννη Πετρίδη, ας πούμε, τον άκουγα από παιδί κι αυτός μου έδωσε το ερέθισμα σε εποχές που δεν ήθελα να γίνω promoter, καθώς δεν υπήρχε καν σαν όρος στη χώρα μας τότε. Που να’λεγες «Θα γίνω promoter και θα κάνω συναυλίες;» Σε ποιον; Ένα επάγγελμα άγνωστο και ανύπαρκτο ήταν! 

Κι εκεί ακριβώς έπαιξαν ρόλο οι γραφιάδες που ενημέρωναν για το τι συμβαίνει έξω.

Ο Δασκαλόπουλος, ο Αργύρης Ζήλος, ο Αντώνης Φράγκος, ο Αιμίλιος Κατσούρης, άνθρωποι που εκείνοι άνοιξαν το δρόμο. Εγώ ταξίδευα, έβλεπα συναυλίες έξω, ούσα ανήσυχο πνεύμα από μικρή. Έψαχνα πάντα να βρω το κάτι διαφορετικό. Δεν μου’χε περάσει καν απ’ το μυαλό ν’ ασχοληθώ με τη μουσική, άλλα πράγματα ήθελα. Ήμουν βέβαια μουσικόφιλη και άκουγα κυρίως ξένη μουσική, rock: David Bowie, Rolling Stones πάρα πολύ, Patti Smith, Talking Heads, Police κ.α.

Μιλάμε για τα τέλη των 70s – αρχές των 80s, οπότε σας έλκυε το new wave.

Ακριβώς, αλλά ήμουν και του πιο classic rock, Led Zeppelin, Deep Purple, Bad Company, πέρασα μία εφηβεία μέσα στη μουσική αυτή.  

Το ελληνικό rock της εποχής το ακούγατε;

Λατρεύω τον Σαββόπουλο! Στα 20 μου ήξερα απ’ έξω τους στίχους όλων των τραγουδιών του απ’ όλους τους δίσκους του! Άκουγα και τους άλλους, Πουλικάκο, Πελόμα Μποκιού, Socrates, άλλα όχι πάρα πολύ. Ήμουν επιλεκτική. Από μια φάση και μετά με απορρόφησε τελείως το ξένο rock, αν και από νωρίς δούλεψα με δικά μας συγκροτήματα σαν τις Τρύπες. Ήταν σημαντικές εμπειρίες για το κλειστό πράγμα της Ελλάδας και για το ελληνικό rock. 

Υποθέτω ότι και άλλα κορίτσια θα είχαν το δικό σας όνειρο, που δεν θα μπορούσαν όμως να το κάνουν πραγματικότητα. Εσείς, προφανώς, θα είχατε και το background.

Καταρχάς προέρχομαι απ’ την επαρχία, απ’ την Αγριά του Βόλου. Νομίζω πως αν κάποιος θέλει κάτι, δεν θα τον σταματήσει τίποτα, ούτε η καταγωγή του, ούτε σε ποιο σχολείο έχει πάει…Εάν πραγματικά το θέλεις, ανοίγεις τους ορίζοντες σου και πετάς, φεύγεις! Με θυμάμαι ως παιδάκι να διαβάζω οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου, από περιοδικά κι εφημερίδες μέχρι κλασική λογοτεχνία. Ήμουν βιβλιοφάγος και καλή στο σχολείο, από μια γενιά επίσης που περάσαμε όλες τις εξετάσεις. Μία ήταν η κατεύθυνση: Να μπεις στο Πανεπιστήμιο. Επαγγέλματα άλλου τύπου, πιο καλλιτεχνικά ή εναλλακτικά, δεν υπήρχαν σαν συζήτηση ή σαν σκέψη. Ήθελα αρχικά να ασχοληθώ με το art design, μετά να γίνω αρχαιολόγος, μετά ψυχολόγος, μέχρι που μπήκα στη Νομική, στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Κάπου εκεί βγήκε η αγάπη μου για το θέατρο, που πάντα υπήρχε μέσα μου. Έκανα και σπουδές στο θέατρο, έκανα και ραδιόφωνο στο Δεύτερο Πρόγραμμα – γενικώς έκανα πολλά! Παράλληλα, άρχισα να δουλεύω και λίγο στις συναυλίες και σύντομα συνειδητοποίησα ότι αυτό με «τραβούσε».

Συναυλίες ξένων καλλιτεχνών;

Ναι, τότε που ξεκινούσα με την εταιρεία DiDi Music, η οποία βρισκόταν στα σπάργανα της. Γύρω στο ’85 ήταν αυτό.

Είπατε πριν για τους μουσικογράφους της εποχής και σκέφτομαι πως εκείνοι με άρθρα και δισκοκριτικές έκαναν γνωστά στην Ελλάδα τελείως άγνωστα ακόμη ονόματα από το εξωτερικό. 

Ισχύει! Έγραφαν στο ΠΟΠ+ΡΟΚ, στον ΗΧΟ, άρθρα που περιμέναμε πως και πως να πάρουμε το νέο τεύχος στα χέρια μας για να διαβάσουμε. Υπήρχε κάτι διαφορετικό τότε σε σχέση με σήμερα: Η κριτική και ο κόσμος που ήταν πολύ πιο ανοιχτός στο να δεχτεί το καινούργιο. Πάρα πολλοί ξένοι καλλιτέχνες ήρθαν στην Ελλάδα κι έκοψαν πολλά εισιτήρια. Είχε ανοίξει και το ΡΟΔΟΝ τότε και κάναμε πολλές συναυλίες εκεί.

Το ΡΟΔΟΝ είναι μία άλλη ξεχωριστή ιστορία, έχω την εντύπωση ωστόσο πως η δράση σας συνέπεσε με ένα άνοιγμα προς το εξωτερικό από το Υφυπουργείο Νέας Γενιάς επί Μελίνας. 

Σωστά. Στο Καλλιμάρμαρο, επί Μελίνας, είχε γίνει η πρώτη μεγάλη συναυλία με Depeche Mode και Cure. Το ίδιο διάστημα είχε γίνει και η θρυλική συναυλία για τη Διεθνή Αμνηστία με Sting, Tracy Chapman κ.α. Ήταν μια καλή αρχή! Βέβαια, έχω να πω, ότι τα επόμενα χρόνια δεν υπήρξε καμία στήριξη από την Πολιτεία.

Πότε δηλαδή σταμάτησε να στηρίζει η Πολιτεία;

Σχεδόν αμέσως. Έγιναν σποραδικά κάποιες άλλες συναυλίες και μετά τίποτα. Πάντως, η Μελίνα ήταν ένα λαμπρό μυαλό που ήθελε να κάνει πράγματα και ξανοίγματα εκτός Ελλάδας. 

Μήπως αυτό που λέτε οφειλόταν στο ότι η Ελλάδα, παραδοσιακά, είναι μια χώρα μπουζουκιών;

Ήταν…Είναι…Στην Ελλάδα παίζει έντονα η λεγόμενη «local» μουσική κουλτούρα με τα μπουζούκια και όχι μόνο. 

Άρα διόλου απίθανο μία μερίδα ανθρώπων του πολιτισμού, είτε κοντά στο ΠΑΣΟΚ τότε, είτε και στο ΚΚΕ, να φοβήθηκαν μία «άλωση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού από την εισροή ξένων στοιχείων».

(χαμογελάει) Ακριβώς έτσι είναι! Όταν ξεκινήσαμε το Rockwave, που ήταν μια δική μου ιδέα, είχαμε κάνει ραντεβού με τους χορηγούς. Πήγαμε με μεγάλη χαρά και μας είπαν «Τι θα πει Rockwave;»

Δεν ήθελαν ξενική ονομασία;

Όχι, δεν ήθελαν τη λέξη «rock»! Εκείνα τα χρόνια το rock ήταν συνδεδεμένο με άλλα πράγματα, με αλητεία ή με ένα πράγμα που, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν σοβαρό. Για τόσο στενά μυαλά μιλάμε! 

Και πρέπει να αναφέρεστε στα τέλη του ’90 με την έναρξη του Rockwave.

Ναι, γύρω στο ’95 έγινε αυτό. Δεν είμαστε καθόλου ανοιχτός λαός! Δεν μας αρέσουν οι αλλαγές, τις φοβόμαστε, και είμαστε αγκιστρωμένοι σ’ αυτά που ξέρουμε, το «local» στοιχείο. Εγώ προσπάθησα με χίλιους δυο τρόπους να ανοίξουν λίγο τα μυαλά, φέρνοντας πολλά μεγάλα ονόματα, που δεν τα θυμάμαι τώρα, αλλά υποστηρίζοντας και καλλιτέχνες που ήθελα οπωσδήποτε να έρθουν στην Ελλάδα. Δικαιώθηκα μετά, γιατί αυτοί έγιναν megastars!

Όπως ποιοι;

Πολλοί είναι! Οι Muse, που έπαιξαν για πρώτη φορά στο ΡΟΔΟΝ, γι’ αυτό μέχρι σήμερα μ’ αγαπάνε πολύ και τους αγαπάω! Εκείνα τα χρόνια γινόταν κάθε μέρα και μια διαφορετική συναυλία στο ΡΟΔΟΝ! Ήταν το δεύτερο σπίτι μου, αφού ανακατεύτηκα με τα οργανωτικά του απ’ την πρώτη μέρα που άνοιξε, το ’88 νομίζω. 

Τι το ιδιαίτερο είχε το ΡΟΔΟΝ που θεωρείται κάτι σαν Ναός του Rock σήμερα;

Είχε ιδιαίτερα vibes και γι’ αυτό όλοι οι ξένοι καλλιτέχνες που έπαιξαν εκεί, έλεγαν «Θέλουμε να ξανάρθουμε». Ο Iggy Pop, π.χ., αλλά και άλλα μεγάλα ονόματα, θέλανε να παίξουνε κι αλλού και μέσα κει έβαζαν πάντα και το ΡΟΔΟΝ. Το λάτρεψαν και πρέπει να πω ότι στενοχωρήθηκα πάρα πολύ όταν έκλεισε. 

Έχω ακούσει για μία συναυλία της Marianne Faithfull στο ΡΟΔΟΝ, που είχε έναν μεγάλο ανεμιστήρα να τη χτυπάει από κάτω προς τα πάνω όση ώρα τραγουδούσε καταϊδρωμένη.

Τη θυμάμαι αυτή τη συναυλία της Faithfull! Το ΡΟΔΟΝ υπήρξε μοναδικό κλαμπ! Εγώ, όχι μόνη μου φυσικά, έκλεινα τα ονόματα που θα έπαιζαν. Μετακλήσεις έκανε και το ίδιο το μαγαζί, απλά αυτό που εγώ έκανα και κάνω όλα τα χρόνια είναι το booking των καλλιτεχνών. 

Κάτι που προϋποθέτει την επικοινωνία μαζί τους.

Φυσικά, επικοινωνία που περιλαμβάνει από το οικονομικό πακέτο μέχρι όλη την επιμέλεια της παραγωγής. 

Είναι ένα ταλέντο κι αυτό να κλείνεις deals με ξένα megastars.

Τα πρώτα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα, γι’ αυτό θεωρώ σημαντικό το ότι είμαι γυναίκα. Σαν γυναίκα, δηλαδή, επιβίωσα μέσα σ’ έναν ανδροκρατούμενο χώρο διεθνώς, όχι μόνο στην Ελλάδα. Έναν χώρο με πολλά στεγανά, αφού μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες υψηλόβαθμα στελέχη. Δύσκολο, καθώς πρέπει να σκέφτεσαι ανδρικά και γυναικεία μαζί.

Δεν έχετε άδικο. Η συνήθης εικόνα των γυναικών στις ξένες συναυλίες είναι αυτή των groupies. 

Ναι, ακριβώς! Δεν φαντάζονταν μία γυναίκα να κάνει booking, να κλείνει συμφωνίες, και όταν παίζει πολύ χρήμα από πίσω, τα πράγματα σκληραίνουν και γίνονται αδυσώπητα. 

Αναρωτιέμαι πόσο γερό στομάχι είχατε ως κορίτσι 20 και 25 ετών.

Καταλάβαινα ότι έμπαινα σ’ έναν ακραία ανταγωνιστικό χώρο. Άγριο! Υπήρχε, βέβαια, ο συχωρεμένος ο Σαχπασίδης που είχε κάνει την εταιρεία Half Note και που ήταν ένας απ’ τους πρώτους promoters ξένων συγκροτημάτων και καλλιτεχνών. Ήμασταν πολύ φίλοι και κοντά του είχα την ευκαιρία να δω πως κινείται ο χώρος αυτός. Στην πορεία μπήκα, κολύμπησα στα πολύ βαθιά, ένιωσα για κάποιες στιγμές ότι πνίγομαι, αλλά έτσι ανακάλυψα και πολλά πράγματα. Ή θα το άφηνα ή θα τολμούσα να συνεχίσω.

Λογικό, αφού ένα κολύμπι στα πολύ βαθιά από νωρίς θα ενείχε τον κίνδυνο μιας οικονομικής καταστροφής.

Υπήρχαν πολλοί κίνδυνοι. Το προσωπικό κόστος πρώτα απ’ όλα, το ψυχολογικό. Και το οικονομικό βέβαια. Είναι μία καριέρα που την ξεκινάς, τη φτάνεις ως ένα σημείο, αλλά λες ότι μπορεί να μην τα καταφέρεις ποτέ. Πρέπει να’σαι συνέχεια on the road, κυρίως όμως να παρατηρείς και να μαθαίνεις. Η κάθε συναυλία είναι ένα project, που μπορεί να’χει τον ίδιο σκελετό, αλλά με διαφορετικά προβλήματα. Γίνονται και λάθη κι εγώ, προσωπικά, έχω κάνει πάρα πολλά λάθη.

Πείτε μου μερικά.

Δεν μου’ρχονται, να πω την αλήθεια…

Λάθος είναι, λόγου χάριν, να στήσεις μία συναυλία και να μην πάει καλά;

Όχι βέβαια. Λάθος είναι να κάνεις όχι την κατάλληλη επιλογή χώρου ή τη σωστή τιμή εισιτηρίου. Να κάνεις ένα φεστιβάλ και να μην έχεις καλό line – up στα ονόματα που θα δέσουν μεταξύ τους για να προσελκύσεις το μεγάλο κοινό. Λάθος είναι, επίσης, να μην έχεις προβλέψει κάποια θέματα παραγωγής όταν ειδικά είσαι άπειρος σε θέματα ασφαλείας. Έχω δει να πέφτει κομμάτι μπαριέρας και για μένα εκείνη τη στιγμή ήταν ολέθριο. Λάθη ασφάλειας δεν επιτρέπονται, όπως το να βρέξει απρόσμενα και να μην έχεις ασφαλίσει τη συναυλία. Πολλών ειδών λάθη γίνονται.

Μιλήσατε πριν για τις δυσκολίες της δουλειάς απ’ τη θέση σας ως γυναίκα. Συμφωνείτε πως, συν τοις άλλοις, είχατε ν’ αντιμετωπίσετε κι ένα στοιχείο ωχαδερφισμού που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των Ελλήνων; Μόνο με μία ξένη νοοτροπία θα τη βγάζατε καθαρή.

Έχετε πέσει μέσα 100%! Δεν σκέφτομαι πλέον καθόλου ελληνικά στα 35 χρόνια που υπάρχω στο χώρο. Αναγκάστηκα, θέλοντας και μη, ν’ αλλάξω τρόπο σκέψης χωρίς να είχα ποτέ τον ωχαδερφισμό, που λέτε. Ήμουν πάντα διαφορετική, είχα κριτικό μυαλό και μια ανοιχτή διάθεση για τον κόσμο. Δεν μου άρεσε και δεν μου αρέσει να λέει ο άλλος, να μιλάει και να μην κάνει πράξεις. Δεν το αντέχω!

Θέλω να σας αποσπάσω στην ουσία να μου πείτε ποιοι είναι οι παράγοντες αυτοί που κάνουν έναν άνθρωπο open mind ή, έστω, πιο πολιτισμένο.

Είναι γεγονός πως αυτό που με στενοχωρεί στο χώρο μας και με απομακρύνει απ’ τους άλλους Έλληνες συναδέλφους μου είναι το ότι σκέφτονται όλοι το ίδιο, μ’ έναν ελληνικό τρόπο σκέψης που δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω, αλλά ούτε μπαίνω και σε ανταγωνιστικά παιχνίδια μαζί τους. Ίσως πάλι να οφείλεται στην οικογένεια μου. Είχα την τύχη να’χω έναν πατέρα, που έχει «φύγει» εδώ και οχτώ χρόνια, ο οποίος ταξίδευε, διάβαζε και ήταν open mind. Στο σπίτι μας υπήρχαν παντού βιβλία και πάντα μου έλεγε αυτό: «Διάβαζε, να ακούς, να μαθαίνεις και να προσέχεις τι λένε!» Τέτοια κατεύθυνση είχα.

Ήσασταν φιλόδοξη;

Πάρα πολύ! Μπορεί να μην το καταλάβαινα τότε, αλλά ήταν μέσα μου. Με την καλή έννοια, βέβαια, γιατί είναι παρεξηγημένη λέξη. Πρέπει να’μαστε φιλόδοξοι, πρέπει να βάζουμε στόχους κι επίσης πιστεύω πάρα πολύ στη διαφορετικότητα. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι! Δεν γίνεται να’μαστε όλοι ίδιοι, έχουμε άλλα ερεθίσματα, είμαστε διαφορετικές οντότητες, κάνουμε άλλη ζωή και διαφορετικές πορείες. 

Είχατε ως κορίτσι το όνειρο να γνωριστείτε με καλλιτέχνες σας αγαπημένους, που τελικά γνωριστήκατε;

Ναι, αλλά όχι πάρα πολύ…(σκέφτεται) Ήμουν τελικά περίεργο κορίτσι. Άκουγα κι ακόμη ακούω στο repeat ένα καλλιτέχνη, εμμονικά, μέχρι να τον κατακτήσω εντός μου και μετά να τον αντικαταστήσω μ’ έναν άλλο καλλιτέχνη. Υπάρχουν και περίοδοι που μπορεί να μην τό’χω αυτό. Δεν θεοποιούσα κανέναν και αυτό με βοήθησε αργότερα. Κάποια στιγμή, όταν έκανα τον Lou Reed στο Λυκαβηττό, είχα τρομερό άγχος. Ήμουν άρρωστη μαζί του, άκουγα Velvet Underground και προσκυνούσα.

Ε, κάπως έτσι όλοι μας…

(γελάει) Εγώ σκεφτόμουν πως είμαι επαγγελματίας εκείνη την ώρα και δεν μπορώ να είμαι φαν. Δεν επίτρεψα στον εαυτό μου να είναι φαν, εκτός από κάποιες στιγμές που δεν με έβλεπε κανένας και ήμουν πίσω απ’ το stage και χτυπιόμουν. 

Σε ποιους καλλιτέχνες συνέβη αυτό;

Σε πολλούς! Θυμάμαι όταν κάναμε την The Wall Tour του Roger Waters, που έκλεψα ένα εικοσάλεπτο και χάθηκα απ’ όλους μεσ’ στον κόσμο. 

Πιάνατε και τον παλμό του κόσμου έτσι. Καταλαβαίνατε ίσως πως ήταν μια επιτυχημένη συναυλία.

Αυτό το καταλαβαίνω αμέσως. Στο πεντάλεπτο έχω πάρει το vibe! 

Από τη μεγάλη προσέλευση του κοινού, έτσι;

Δεν φαντάζεστε τι αδρεναλίνη ειν’ αυτή! Απερίγραπτη! Γίνεσαι ένα με τον καλλιτέχνη και τη δουλειά του! 

Εγώ πάντως έχω έναν άνθρωπο απέναντι μου παθιασμένο με τη δική του δουλειά.

Ξέρετε πόσες φορές έχω φοβηθεί μη χάσω σαν αγνή ακροάτρια την επαφή μου με τη μουσική;

Συμβαίνει και σε μας αυτό που γράφουμε για μουσική.

Τα πρώτα χρόνια που ερχόταν ένας καλλιτέχνης, έτρεμα γιατί δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω κι ήθελα νά’ναι όλα τέλεια. Πάντα ήθελα νά’ναι καλά ο εκάστοτε καλλιτέχνης γιατί αυτός ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και προσφέρει την τέχνη του, αυτός είναι που θα πυροδοτήσει ολόκληρη τη συναυλία.

Φαντάζομαι τις παραξενιές του καθενός που θα’χετε εισπράξει. 

Πάρα πολλές (γελάει). Τις σέβομαι, όμως! 

Να σας πω μια μικρή ιστορία: Το 2008 που δούλευα στο γραφείο Τύπου στο «Κύτταρο», είχαμε φέρει τον Ιάπωνα Damo Suzuki των CAN. Μίλαγα εγώ μαζί του και μας είχε ζητήσει τηγανητά ψάρια, ακριβά κρασιά και ελληνικό χασίσι. Τρέχα – γύρευε δηλαδή, κυριολεκτικά.

Για μένα δεν υπάρχει τίποτα ακραίο που μπορεί να ζητήσει ένας ξένος καλλιτέχνης. Υπάρχουν καλλιτέχνες πολύ μεγάλου βεληνεκούς και άλλοι μικρότερου level, είναι όμως όλοι τους καλλιτέχνες μακριά απ’ τα σπίτια τους που δίνουν την τέχνη τους και δουλεύουν. Επομένως, όταν μου έρθει το rider με τις τάδε απαιτήσεις, δεν θα τις δω ως παραξενιές: Να είναι μαύρες οι πετσέτες, ας πούμε. Δεν είναι παράλογο! Όταν βρίσκονται στη σκηνή πάνω, δεν πρέπει να μαρκάρει η πετσέτα η άσπρη. Πρέπει να’ναι ενιαίο το σύνολο, καθώς πέφτουν τα φώτα. Μπορεί άλλος να θέλει το συγκεκριμένο νερό, το συγκεκριμένο κρασί ή τη συγκεκριμένη μπίρα.

Κι αυτά όλα απ’ τα χέρια σας περνάνε;

Όλα! Μερικές φορές μπορεί να γελάσω, μερικές να πω «Μα, τι μου ζητάει αυτός τώρα;», πάντα όμως θέλω να τον κάνω να νιώσει άνετα. Επειδή μου ζήτησε να’χει διάδρομο γυμναστικής στο δωμάτιο του ή ένα κερί με ένα συγκεκριμένο άρωμα, να δυσανασχετήσω; Όχι! Προφανώς κάτι του κάνει, κάτι του θυμίζει αυτό το άρωμα. Δεν τα κόβεις αυτά με τίποτα, είναι λάθος! 

Και δεν πολυκοστίζουν, η αλήθεια είναι.

Και δεν πολυκοστίζουν, και είναι μέσα στη συμφωνία που’χεις κάνει. Θυμάμαι τώρα τους Rolling Stones που ακυρώθηκαν μόλις ενάμισι μήνα πριν…Είχε εκείνο το ατύχημα ο Keith Richards και η Αθήνα ήταν μία απ’ τις πόλεις που ακύρωσαν αναγκαστικά. Πολύ κρίμα, γιατί ήθελα απίστευτα να γινόταν η συγκεκριμένη συναυλία! Στην περίπτωση των Stones, δεν μίλαγα φυσικά με τους ίδιους, αλλά με το management τους από ένα χρόνο πριν. Η συναυλία δουλευόταν δηλαδή ένα χρόνο πριν την προγραμματισμένη διεξαγωγή της. Πρέπει να ξέρετε ότι συναυλίες τέτοιου μεγέθους, κλείνονται και δουλεύονται τουλάχιστον για ένα χρόνο, ώστε να’ναι όλα στην εντέλεια. Στον αντίποδα, μιλώντας για παραξενιές, να σας πω τι είχε συμβεί με τον Robert Plant όταν είχε παίξει στο Rockwave του 2007: Είχα κλείσει το ξενοδοχείο, όλα καλά, αλλά δύο εβδομάδες πριν με ενημερώνει ο προσωπικός του assistant πως δε θέλει αυτό το ξενοδοχείο, αλλά κάτι απλό. «Πόσο απλό;» ρώτησα…«Κοντά στο venue»…«Μα, κοντά στο venue υπάρχει μόνο ένα χωριό που δεν έχει καν ξενοδοχείο με αστέρια»…«Δεν πειράζει» μου απάντησαν, «εκεί θα μείνει, μόνο να φροντίσετε να του’χετε κι ένα μηχανάκι»! Παράξενο, αλλά πολύ όμορφο! Για μία εβδομάδα, έτρωγε το ψάρι του, έκανε τις βόλτες του με το μηχανάκι και τα μπάνια του στον Ωρωπό, δεν τον ήξερε κανένας, αλλά ήταν ο Robert Plant! 

Ο Plant, βέβαια, είναι εξοικειωμένος με τη χώρα μας. Θυμίζω κι ένα σοβαρό ατύχημα που’χε με μηχανή κάποτε στη Ρόδο. Η Faithfull την άραζε στο σπίτι του Roger Waters στη Χαλκιδική, ενώ ο Eric Burdon – ως γνωστόν – είναι παντρεμένος με Ελληνίδα.

Βέβαια, ισχύουν όλα αυτά. Και ο David Gahan των πολύ αγαπημένων μου, Depeche Mode, είναι παντρεμένος με Ελληνίδα. Μεταξύ μας, είμαστε κάπως σαν οικογένεια με τους Depeche Mode! Σέβομαι, λοιπόν, την ιδιαιτερότητα του κάθε καλλιτέχνη και υπήρξαν φορές που έστησα και πάρτι αν κάποιος είχε τα γενέθλια του κοντά στο event. Όταν έπαιξε στο Terra Vibe ο Robert Smith των Cure, του κάναμε ένα πολύ μεγάλο πάρτι που κράτησε ως το πρωί. 

Ας πάμε στη DiDi Music. Γνωρίζω ότι έχουν χωρίσει οι δρόμοι σας με την εταιρεία, αν και το κουδούνι σας κάτω στην πολυκατοικία ακόμη «DiDi Music» γράφει.

Αυτό είναι λόγω της αλληλογραφίας που συνεχίζει να έρχεται εδώ. Κοιτάξτε, εγώ τυπικά είμαι ακόμη στην εταιρεία, απλά έρχεται μια στιγμή που κάποιοι κύκλοι κλείνουν και κάποιοι άλλοι ανοίγουν. Ήρθε η στιγμή που ο Νίκος Λώρης ήθελε να αρχίσει κάτι άλλο με τη δικιά του εταιρεία κι εγώ επίσης κάτι άλλο με τη δικιά μου. Τόσο απλά. Η DiDi Music εξακολουθεί να υφίσταται, κάποια στιγμή όμως τραβήξαμε διαφορετικό δρόμο. 

Να τολμήσω να ρωτήσω αν υπάρχει ένας εύλογος ανταγωνισμός;

Θα πω κάτι τώρα: Στο χώρο αυτό και σ’ οποιονδήποτε χώρο, ανταγωνισμός πάντα υπάρχει. Υγιής ανταγωνισμός, όμως, με κανόνες και μ’ όλα τα επαγγελματικά ethics. Όταν ξεπερνιούνται αυτές οι γραμμές, ο ανταγωνισμός παίρνει άλλη μορφή, περιέχει βρώμικα παιχνίδια που εμένα δεν μ’ ενδιαφέρουν καθόλου. Μπορεί εσύ κι εγώ, π.χ., να ενδιαφερόμαστε για τον ίδιο καλλιτέχνη. Αν εσύ μπορείς να του προσφέρεις το κάτι παραπάνω και τον κλείσεις, ΟΚ, αυτό είναι μια χαρά, δεν έχω κανένα πρόβλημα. 

Εγώ πάλι οφείλω να σας πω ότι μέχρι σήμερα όποιος ακούει «DiDi Music», στον Λώρη πάει ο νους του. Το δικό σας όνομα θα παίξει σε ένα πιο βαθιά ενημερωμένο επίπεδο.

(γελάει με νόημα) Έχετε δίκιο, εμένα ενώ με ξέρουν στο εξωτερικό, εδώ δεν συμβαίνει το ίδιο. Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι εμένα, όλα αυτά τα χρόνια, με ενδιέφερε μόνο η ουσία και όχι να φαίνομαι. 

Ξέρετε τι μου θυμίζει αυτό τώρα; Το δίδυμο Σακελλάριος – Γιαννακόπουλος, που ενώ είχαν γράψει μαζί τα λαϊκά τους αριστουργήματα, όλοι μόνο τον Σακελλάριο μνημονεύουν. Η χήρα του Σακελλάριου, πάντως, είχε δηλώσει σε μένα πως αιτία ήταν ο μποέμ χαρακτήρας του Γιαννακόπουλου συγκριτικά με τον πιο «τακτοποιημένο» του Σακελλάριου.

Δεν ξέρω, ίσως εγώ δεν ήμουν τόσο χαμηλών τόνων, αλλά απορροφημένη με την ουσία, με το να δουλέψω. Μ’ ενδιέφερε πολύ, όχι το να χτίσω το όνομα μου, αλλά να έχω το reputation, το να μ’ εμπιστεύονται οι καλλιτέχνες και τα πιο μεγάλα γραφεία που τους εκπροσωπούσαν. Νομίζω ότι τα πήγα καλά εκεί. Τη DiDi Music την είχε ξεκινήσει ο Νίκος Λώρης, για να λέμε την αλήθεια, κι εγώ έκανα στην αρχή τελείως βοηθητική δουλειά. Τα πρώτα δύο χρόνια έτρεχα και βοηθούσα στις συναυλίες και μετά μπήκα στην εταιρεία. Εννοείται ότι έμαθα κοντά στον Λώρη – 35 χρόνια ειν’ αυτά! Μοιραστήκαμε και μια κοινή ζωή, έχουμε την κόρη μας τη Μαλβίνα, αλλά του άφησα κι εγώ όλο το χώρο εδώ στην Ελλάδα. Δε χρειαζόταν κάτι άλλο, εμένα μ’ ενδιέφερε να κάνουμε τις συναυλίες και να καταφέρουμε να γεμίζουμε το στάδιο.

Κατανοητό, πόσο μάλλον όταν μιλάμε και για ένα ζευγάρι ανθρώπων στην ιδιωτική τους ζωή.

Βέβαια, είχαμε τρομερές διαφορές, οι οποίες άρχισαν να φαίνονται όταν χτιζόταν η προσωπικότητα και η πορεία της καριέρας του καθενός. Γι’ αυτό είπα ότι κύκλοι κλείνουν και άλλοι ανοίγουν. Εκεί πρέπει ο καθένας να παίρνει το δρόμο του και να μην εγκλωβιζόμαστε σε καταστάσεις. Θεωρώ ότι η «High Priority», που έφτιαξα, έγινε στο σωστό timing.

Και με το θεσμό του Rockwave, τι γίνεται σήμερα;

Το Rockwave θεώρησε ότι πρέπει να το κρατήσει εκείνος. Για μένα ήταν το δεύτερο παιδί μου το Rockwave! 

Το Rockwave δέχτηκε και σκληρή κριτική τα τελευταία χρόνια. Υπήρξαν σκληροπυρηνικοί ροκάδες και μεταλλάδες που δεν αποδέχονταν το ανακάτεμα ξένων rock καλλιτεχνών με Έλληνες εκπροσώπους του «έντεχνου».

Μπορεί κι εγώ να μη συμφωνούσα με κάποιες επιλογές, όμως τις υποστήριζα. Και γιατί όχι, όμως; Σε όλα τα φεστιβάλ του κόσμου θα δεις σκηνές που παίζουν και τη local μουσική. Κι αυτό είναι θέμα κλειστών οριζόντων για τη χώρα μας, θα μου επιτρέψετε. Εννοώ, δεν θες να πας, άσ’το, μην πας, αλλά μην το κριτικάρεις κιόλας, γιατί υπάρχουν και κάποιοι που θέλουν να πάνε. Το Rockwave, πάντως, το δούλεψα επί σειρά ετών και το αγάπησα όσο τίποτα άλλο. Θεωρώ ότι έβαλε τη σφραγίδα του στην ελληνική πραγματικότητα και εύχομαι να συνεχίσει έτσι, δεν πρόκειται ποτέ να ευχηθώ κάτι κακό! 

Σωστό, διότι ήδη στήσατε το δικό σας καινούργιο αθηναϊκό φεστιβάλ.

Μη θέλοντας να κολλήσω σε ονομασίες, είπα «OK, εγώ θα κάνω το AthensRocks» και το κάναμε πέρσι πρώτη φορά. Τώρα θα γίνει πάλι του χρόνου, 12 και 13 Ιουνίου του 2021, ένα διήμερο, που η μία μέρα θα’ναι metal και η άλλη θα’χει τους Αμερικανούς National. Τη λέξη «rock», πάντως, την ξανάβαλα μέσα, δε γινόταν να μην τη βάλω (γέλια).

«Rock» όπως λέμε «Terra Vibe»! Εκεί κι αν είδαμε τεράστια ονόματα! Αξέχαστη η συναυλία του Leonard Cohen το 2008 που τον είχαμε απέναντι μας στα 100 μέτρα!

Πολύ μεγάλη τιμή ήταν εκείνη η συναυλία! Ο Cohen ήταν ένας κλειστός άνθρωπος, ζεν που λέμε! Μεγάλος, τεράστιος! Πήγα πρόσφατα στο Λονδίνο για άλλο meeting, στο agency του Cohen – είχε ήδη πεθάνει ο Cohen -, και είδα την αφίσα απ’ τη συναυλία του στην Ελλάδα να την έχουν τεράστια σε κάδρο. Συγκινήθηκα πάρα πολύ… 

Τώρα με το «AthensRocks» δουλεύετε μόνη σας, σαν να ξεκινάτε απ’ την αρχή. Αυτό, πρακτικά, τι δυσκολίες έχει;

Δεν υπάρχουν και μεγάλες δυσκολίες. Πρακτικά ενημέρωσα τους ανθρώπους στο εξωτερικό ότι έχω πια τη δική μου εταιρεία και δεν αλλάζει τίποτα. Το team των ανθρώπων, που είχα κοντά μου, με ακολούθησε. Στην εταιρεία «High Priority» είναι μαζί μου και ο Κώστας Θελούρας, ο οποίος ήταν κι αυτός στη DiDi Music για πάνω από μία δεκαπενταετία. Μπορώ να πω ότι τώρα είναι πιο ήρεμα και cool τα πράγματα και η όλη φάση μου βγήκε σε καλό. 

Δυσκολευτήκατε να πάρετε την απόφαση για μία νέα εταιρεία;

Δυσκολεύτηκα πολύ και γι’ αυτό μου πήρε και πολύ χρόνο. Ενδεχομένως να’πρεπε να’χω φύγει και πριν δέκα χρόνια, αλλά έμπαινε και ο προσωπικός – οικογενειακός παράγοντας. Πάντως, όποτε παίρνεις μία απόφαση, πάντα καλό είναι. Πρέπει ανά πάσα στιγμή να παίρνεις το ρίσκο και να υποστηρίζεις τις επιλογές σου, όποιες κι αν ειν’ αυτές. 

Ο προσωπικός σας χώρος είναι γεμάτος από αυτόγραφα θρύλων της rock, αλλά εμένα με εντυπωσίασε το καδράκι με μία διάκριση σας. Μιλήστε μου γι’ αυτή.

Είναι μία διάκριση μου στο Festival of Yourope Organization. Τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ ανήκουν στον οργανισμό αυτό κι είχα την τύχη να είμαι στο πενταμελές του, όταν ξεκίνησε, δίπλα στους σημαντικότερους παγκοσμίως μουσικούς promoters. Ήμουν πάντα κοντά τους και με τίμησαν με μία διάκριση. Θεωρώ ότι έχουν καταφέρει πάρα πολλά σε μία περίοδο που κι εγώ αγωνιζόμουν να στήσω το σωστό φεστιβάλ στην Ελλάδα. Είχαμε κοινούς στόχους μ’ αυτούς τους ανθρώπους και έμαθα πολλά κοντά τους. Εκπροσωπούσα πάντα την Ελλάδα, επίσης, στο συνέδριο του ILMC επί σειρά ετών, όπως και σ’ αυτό του Κρόνινγκεν της Ολλανδίας. Δε γίνεται αλλιώς! Πρέπει να’μαστε κοντά στα διεθνή πράγματα και έχω την αίσθηση πως η μία χώρα βοηθάει την άλλη. Πιστεύω στην κοινή προσπάθεια και στην αλληλεγγύη. Μακάρι κι εδώ οι promoters να’μασταν πιο ανοιχτόμυαλοι, όχι ξιπασμένοι και όχι να κάνει κακό ο ένας στον άλλο. Η νοοτροπία έξω δεν είναι έτσι! Εύχομαι ν’ αλλάξουν κι εδώ τα πράγματα, γιατί – κακά τα ψέματα – έχουμε την ωραιότερη χώρα, αν και δυστυχώς κάπως πιο μακριά απ’ τις υπόλοιπες. Έχουμε ακόμη το καλύτερο κοινό, ένα κοινό που τα δίνει όλα στις συναυλίες.

Με τη γειτονική Τουρκία τι γίνεται; Έχετε εικόνα των εκεί rock φεστιβάλ;

Στην Τουρκία δεν είναι καλά τα πράγματα. Πολλοί καλλιτέχνες δεν θέλουν να παίξουν εκεί. Μόνο και μόνο που είναι μια χώρα, στην οποία καταπατούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα, για έναν καλλιτέχνη δεν είναι εύκολο να εμφανιστεί κι εγώ αυτό το καταλαβαίνω απόλυτα. Οι καλλιτέχνες πάντα σκέφτονται το πολιτικό background μιας χώρας που θα επισκεφτούν. Εδώ θέλω να πω ότι υπήρξαν πάρα πολλοί ξένοι καλλιτέχνες που είχαν ενδιαφερθεί για όλη αυτή την κρίση του προσφυγικού στα νησιά μας. Είχα συγκινηθεί με τα emails και τις ερωτήσεις τους, που δεχόμουν. Θέλανε να μάθουνε πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει αυτή τη βαθιά ανθρωπιστική κρίση ή αν χρειάζεται βοήθεια απ’ τις υπόλοιπες χώρες. 

Έχετε παρατηρήσει μέσα στα χρόνια κάποιους καλλιτέχνες που ήταν σύμβολα του λεγόμενου επαναστατικού rock να έχουν παραμερίσει την ιδεολογία τους ή και να’χουν «αλλαξοπιστήσει»; Ο Neil Young, για παράδειγμα, μπορεί να’χε εμφανιστεί στο Woodstock το 1969, στη δεκαετία του ’90 όμως στήριξε τον αμερικανικό βομβαρδισμό στη Σερβία.

Τον Neil Young τον αγαπάω ιδιαίτερα κι είναι ένας απ’ τους καλλιτέχνες που θέλω να φέρω στην Ελλάδα. Ισχύει αυτό που λέτε, αλλά θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες αυτοί θέλουν πια να’ναι πιο αποστασιοποιημένοι. Όχι απολιτίκ ακριβώς, αλλά δεν αφήνουν να φαίνονται οι θέσεις τους. Υπάρχουν συγκεκριμένοι, όπως η Joan Baez και ο Roger Waters, που παραμένουν πολιτικοποιημένοι, αλλά σε μεγάλο ποσοστό δεν θα το δεις πλέον. Ο Bono, επίσης, με τους U2 εξακολουθούν να περνάνε ανθρωπιστικά μηνύματα σ’ όλες τις συναυλίες τους. Τους καταλαβαίνω, ωστόσο, αυτούς που δεν επιθυμούν να κάνουν πολιτικές δηλώσεις. Ζούμε σε μία εποχή που τα πάντα γίνονται εκμεταλλεύσιμα και οι καλλιτέχνες είναι οι πιο ευάλωτοι απέναντι σ’ αυτό. Έχουν γίνει προσεκτικοί και έχουν σταματήσει ακόμη και συνεντεύξεις Τύπου που πάνε να τους αποδώσουν πολιτική χροιά σ’ αυτό που κάνουν ή στα λεγόμενα τους. 

Υπάρχει και ο Morrissey, απ’ την άλλη, που βγαίνει με την κονκάρδα του ακροδεξιού κόμματος της Αγγλίας. Κατά τη γνώμη σας, έχει γίνει όντως φασίστας ο Morrissey ή το κάνει και για λόγους εμπορικής σκοπιμότητας;

Ο συγκεκριμένος δε νομίζω να το κάνει για λόγους εμπορικής σκοπιμότητας. Έχει αλλάξει, απλά, ιδεολογία. Αυτή είναι η προσωπική μου γνώμη. Εμένα, σας είπα, με συγκινεί το ενδιαφέρον των ξένων για το τι γίνεται σε ανθρωπιστικό επίπεδο στη χώρα μας. Μου αρέσει ακόμη όταν το βλέπω σε καλλιτέχνες που έχω πολύ στενές σχέσεις μαζί τους: Με τους Depeche Mode, ας πούμε, που τους έχω φέρει τόσες φορές. Με τους Placebo, με τους Muse! Και φυσικά ρωτάνε με πραγματικό και όχι τουριστικό ενδιαφέρον. Περάσαμε δύσκολα χρόνια με την κρίση και για μένα ήταν μία σκοτεινή περίοδος, που πάντα δεχόμουν ερωτήσεις απ’ τους ξένους: «Πως είναι τα πράγματα, πως ζουν οι άνθρωποι;» κλπ. Ένας απ’ τους καλλιτέχνες που πρόκειται να ξανάρθει τώρα στην Ελλάδα και που τον ενδιαφέρουν οι Έλληνες, είναι ο Ian Anderson των Jethro Tull. Τον έχουμε κλείσει για μία συναυλία στην Τεχνόπολη στις 12 Σεπτεμβρίου! Ήταν αρχικά να παίξει στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο χώρος δεν ήταν κατάλληλος. Τον ρώτησα αν θέλει να παίξει στην Αθήνα και μου’πε ότι μας θεωρεί ασφαλή χώρα και δεν φοβάται. 

Αλήθεια είναι πως με δικές σας συναυλίες καταρρίφθηκαν λίγο τα στεγανά του Ηρωδείου με το παπιγιόν και το καλό ντύσιμο. Θέλω να πω ότι στο Ηρώδειο είδαμε σημαντικές rock συναυλίες της Patti Smith, των Jethro Tull κ.α.

Εγώ προσπάθησα πάρα πολύ γι’ αυτό που λέτε. Θυμάμαι σαν τώρα τη συναυλία των Foo Fighters. Μου τηλεφώνησε από την Αμερική ο ατζέντης τους και μου είπε: «Νανά, το management των Foo Fighters, θέλει να τους εκπροσωπήσεις για ένα filming που θα γίνει στο Ηρώδειο». Σ’ αυτή τη συναυλία δούλεψα κανονικά ως εκπρόσωπος των Foo Fighters. Το ίδιο συνέβη και μετά με τους REM, επίσης πολύ αγαπημένη μπάντα μου. Τους REM τους είχαμε κάνει το 2000 στον Άγιο Κοσμά και το 2008, όταν παίξανε για το MTV, με όρισαν υπεύθυνη της παραγωγής τους, νιώθοντας ασφάλεια μαζί μου. 

Η συναυλία των Foo Fighters ήταν η πρώτη rock στο Ηρώδειο;

Τόσο rock, ναι! Είχα κάνει πολλές συζητήσεις μαζί τους. Το ότι κάποιος ακούει rock, δεν σημαίνει ότι είναι αμόρφωτος ή ότι δεν σέβεται το χώρο. 

Θυμάμαι μία κουβέντα με τη συνθέτρια Λένα Πλάτωνος: Μου έλεγε πως το 1970 είχε δει τους Jethro Tull στη Βιέννη μέσα σ’ ένα τεράστιο χρυσοποίκιλτο θέατρο όπερας. Ο Ian Anderson έπαιζε φλάουτο στό’να πόδι μπροστά σε εκατοντάδες χίπις και την επόμενη μέρα ο ίδιος χώρος γέμισε από κυρίες με γούνες και κοσμήματα.

Ακριβώς! Έτσι και στο Ηρώδειο αποδείχτηκε, όχι μόνο ότι δεν έγινε καμία ζημιά, όχι μόνο ότι ήταν μία απ’ τις πιο πετυχημένες συναυλίες, αλλά απ’ το trailer και απ’ αυτό που παίχτηκε σ’ όλο τον κόσμο, το Ηρώδειο ακούστηκε στα πέρατα της οικουμένης! Ειδικά αυτή την περίοδο που σας συναντώ, έχουμε μεγάλο πρόβλημα με τους χώρους! Τι γίνεται με τους χώρους; Γιατί δεν μας τους δίνουν πιο νωρίς; Γιατί υπάρχει αυτή η γραφειοκρατία; Γιατί οι χώροι κοστίζουν τόσο ακριβά; 

Ρωτήστε την κυρία Υπουργό Πολιτισμού, όχι εμένα.

Έχω στείλει επιστολή ήδη! Δε θα μπορούσα να μη στείλω, γιατί έχω κλείσει ένα μεγάλο όνομα για δύο βράδια στο Ηρώδειο τον Σεπτέμβρη του 2021. Πρέπει να ξέρω τώρα αν θα’χω το Ηρώδειο για του χρόνου. Μου λένε «Θα σου πούμε τον Μάρτιο»! Δε γίνεται να το ξέρω τόσους λίγους μήνες πριν. Τους είπα να τους δείξω τα συμβόλαια με τον καλλιτέχνη, όπως είχα κάνει και για τον Brian Ferry, τον Sting, τους Jethro Tull και για όλους. Πρέπει ν’ αλλάξει πια αυτή η γραφειοκρατία και η αναξιοπιστία στην Ελλάδα! 

Ενδιαφέρον έχει να πούμε και για τη διάρκεια μίας ξένης συναυλίας. Η Patti Smith στο Λυκαβηττό πριν κάποια χρόνια είχε παίξει μάξιμουμ για μία ώρα. 

Καλά, η Patti Smith είναι επίσης πολύ κοντά μας. Έχουμε βγει και για φαγητό στην Πλάκα, έχουμε κάνει πολλά! Δοθείσης ευκαιρίας, να ζητήσουμε ν’ ανοίξει πάλι ο Λυκαβηττός εδώ και τώρα! Είναι κρίμα κι άδικο να στερείται η πρωτεύουσα και οι άνθρωποι της έναν τόσο ωραίο συναυλιακό χώρο! Συχνά ακούω παράπονα γιατί η συναυλία του τάδε ξένου καλλιτέχνη κράτησε τόσο λίγο. Πιστεύω πως ο κόσμος έχει εκπαιδευτεί πλέον στα 90 λεπτά, αλλά υπάρχουν και καλλιτέχνες που έχουν τελειώσει τη συναυλία τους στα 75 και στα 80 λεπτά. Εγώ δε θα μπορούσα να πιέσω κανέναν, αφού τόσο ήταν το set που όρισαν οι ίδιοι. 

Σας παραδίδουν και λίστα τραγουδιών;

Ναι, μου παραδίδουν χωρίς να’ναι απαραίτητο.

Έχει τύχει να τους ζητήσετε να παίξουν ένα κομμάτι που’ναι δημοφιλές στην Ελλάδα;

(γελάει) Μα τι στοχευμένες ερωτήσεις! Ναι, το’χω κάνει, αρκετές φορές θα έλεγα. Ας πούμε, το «Me and my monkee» ο Robbie Williams δεν το έπαιζε στην περιοδεία του. Του είπα: «Θέλω να το παίξεις γιατί αρέσει προσωπικά σε μένα»…«Δεν το παίζω ποτέ και πουθενά» μου απάντησε…«Το ξέρω, απλά στο λέω»…Και τελικά τό’παιξε! 

Τι μου θυμίσατε! Τον Bob Dylan στο Λυκαβηττό, αρχές του 1990. Του ζητούσαν με κραυγές να τραγουδήσει το «One more cup of coffee», αλλά – μεταξύ μας – χέστηκε κοτζάμ Dylan! Σε κάποια στιγμή ακούγεται ένα: «Πες το, ρε μαλάκα!» Σκεφτόμουν κι εγώ, απ’ τη μια έχεις τον σημαντικότερο Αμερικανό καλλιτέχνη του 20ου αι. να σου παίζει κι απ’ την άλλη έχεις τον κάφρο Ελληναρά από κάτω να ασχημονεί…

Ναι, είναι η λογική ακριβώς του Ελληναρά, της «παραγγελιάς». Εννοείται πως ο Dylan παίζει τα δικά του και δεν ακούει κανέναν και τίποτα. Και καλά κάνει! 

Τον έχετε γνωρίσει, αλήθεια, τον Bob Dylan κι αν ναι, ποια αίσθηση είχατε απ’ αυτόν;

Ναι, τον γνώρισα, γιατί τον είχαμε φέρει στην Ελλάδα. Κοιτάξτε, ο Dylan είναι ένας ευγενέστατος άνθρωπος, μπορεί να σε δεχτεί στο καμαρίνι του, να συνομιλήσετε, αλλά ανήκει και στους καλλιτέχνες εκείνους που δεν σου αφήνουν μεγάλο κομμάτι ή το πέρασμα, αν θέλετε, στην ιδιωτικότητα τους. Πολύ ιδιαίτερη περίπτωση! Δεν ήθελε πολλά πράγματα στο καμαρίνι του, δεν είχε απαιτήσεις. Σαν να έχει βάλει τα όρια του κι εγώ αυτό είναι κάτι που επίσης σέβομαι πολύ. Πάντα λιγομίλητος κι αυτό νομίζω τον χαρακτηρίζει σαν άνθρωπο. Όχι ζεν όπως ήταν ο Leonard Cohen, αλλά σίγουρα λιγομίλητος και, φαντάζομαι, ηθελημένα απρόσιτος. Όχι σνομπ επίσης, θέλει μόνο να’ναι «εκεί», με τον εαυτό του. 

Λοιπόν, στο ίδιο σπίτι που είμαστε τώρα, στο μέσα δωμάτιο, βρίσκεται ο κορυφαίος παραγωγός των U2 και των Metallica, ο Jake Berry, με τον οποίο είστε ζευγάρι τα τελευταία χρόνια.

Με ρώτησαν πρόσφατα από ένα βρετανικό περιοδικό ποιο ήταν για μένα το highlight της δεκαετίας. Απάντησα πως ήταν η συναυλία των U2 στην Ελλάδα, το 2010, γιατί εκεί γνώρισα τον Jake! Ο Jake είχε έρθει ως production director των U2, έχοντας θητεύσει στο ίδιο πόστο κοντά στους Rolling Stones και στους AC/DC. Είμαι πολύ τυχερή που πλέον έχω στη ζωή μου αυτό τον άνθρωπο! 

Και που θα σας είναι επίσης πολύ χρήσιμος γι’ αυτό που κάνετε με τις συμβουλές και την τεράστια πείρα του.

Είναι σίγουρα σημαντικό, γιατί έχουμε πολλά κοινά, μοιραζόμαστε κοινά πράγματα. Η μουσική είναι στη ζωή και των δυονών μας! Ο Jake δεν είναι καθόλου πουριτανός και φαλλοκράτης κι έτσι κοντά του δεν αντιμετωπίζω το γνωστό πρόβλημα: Το να μη μπορείς να’σαι πετυχημένη γυναίκα στο πλάι ενός άντρα, αφού πάντα αυτός θέλει να’ναι πιο μπροστά από σένα. Είναι φοβερό αυτό, λες και υπάρχει στα γονίδια του Έλληνα! Τώρα έχω μια ισότιμη σχέση μ’ έναν άντρα που με βοηθάει, μου παραστέκεται…Τον γνώρισα στο pre-production meeting για τη συναυλία, στο Τορίνο της Ιταλίας. Ακολούθησε η συναυλία των U2 στην Αθήνα και μετά ψιλοχαθήκαμε. Ξαναβρεθήκαμε κάπου στην Ολλανδία – το love story μας είναι λίγο παραμυθένιο. Βρισκόμασταν για συναυλίες σε πάρα πολλές ξένες χώρες, είτε Αμερική, είτε Ευρώπη, ε, κι από’να σημείο και μετά γίναμε αχώριστοι! Κοντά στον Jake, γνώρισα προσωπικά και τον Bono, αφού είναι στενός φίλος του. Είναι πάρα πολύ απλός άνθρωπος ο Bono, ευγενής και προσιτός.

Του Jake του αρέσει η ελληνική μουσική;

Δεν την ξέρει καθόλου. Του είναι δύσκολη η γλώσσα… 

Υπάρχει κάποιος θρυλικός καλλιτέχνης απ’ τα παλιά που θα θέλατε να φέρετε στην Ελλάδα; Τη Joan Baez, ας πούμε, παρότι του χρόνου γίνεται 80 ετών.

Την έχω σκεφτεί τη Joan Baez. Είχα προσπαθήσει, αλλά νομίζω πως έχει εγκαταλείψει τελευταία το τραγούδι. Ξέρετε τι γίνεται με τέτοιους καλλιτέχνες που έχουν ορίσει πολιτισμό παγκοσμίως; Προσπαθώ να’μαι πάρα πολύ διακριτική μαζί τους, ακόμη κι όταν μερικοί απ’ αυτούς έχουν καθίσει μαζί μου και μου’χουν εκμυστηρευθεί πολύ δικά τους πράγματα. Ξέρουν ότι από μένα δεν πρόκειται να βγει τίποτα παραέξω και νιώθουν οικειότητα. Δε συμβαίνει με όλους βέβαια, αλλά με πολλούς έχει συμβεί. Η Baez και ο Dylan ανήκουν προφανώς στους καλλιτέχνες που δεν σου επιτρέπουν με τον τρόπο τους, κόσμια, να εισβάλλεις στον κόσμο τους.

Μα και μόνο που ακούς τα ονόματα τους, λες «Άσ’ τους αυτούς εκεί που είναι»…

Ακριβώς! 

Είχατε κάνει και τη συναυλία της Madonna, νομίζω.

Βέβαια. Ε, αυτή είναι λίγο περίεργη, ιδιότροπη. Είναι, όμως, η Madonna! Respect! 

Κυρία Τράντου, νιώθετε ευτυχισμένη τη στιγμή αυτή που μιλάμε;

Ναι, πάρα πολύ. Νιώθω γεμάτη, γιατί – ξέρετε – δεν έχω περάσει εύκολα. Δεν ήταν τίποτα ρόδινο μέχρι τώρα. Νιώθω παρόλα αυτά ευγνωμοσύνη και για το ότι μπόρεσα να κυνηγήσω τα όνειρα μου, εκεί που άλλοι άνθρωποι δεν θα το τολμούσαν, και για το ότι έχω την υγεία μου μετά από πολλές περιπέτειες και σ’ αυτό το κομμάτι. Πρόσφατα, αν δεν το γνωρίζετε, αρρώστησα από κορονοϊό. Το πέρασα κι αυτό! Το κόλλησα στις αρχές Μαρτίου σε ένα συνέδριο στο Λονδίνο. Νοσηλεύτηκα τρεις εβδομάδες στο «Σωτηρία» με πολύ άσχημη πνευμονία…Ευτυχώς τώρα έχω αντισώματα απέναντι στον ιό, είμαι μια χαρά. Το σημαντικότερο όλων είναι να’χουμε την υγεία μας και να φροντίζουμε τους ανθρώπους μας. Δε χρειαζόμαστε πολλούς ανθρώπους γύρω μας, ας είναι λίγοι και καλοί. Εγώ χαίρομαι για την ουσιαστική σχέση που έχω με τη Μαλβίνα, τη μοναχοκόρη μου, και με τον Jake, τον σύντροφο μου. Που κάνουμε μαζί τα ταξίδια μας, αφού μοιράζουμε το χρόνο μας μεταξύ Κυψέλης και Αριζόνας των ΗΠΑ, όπου έχουμε το άλλο μας σπίτι. Το καλό με τη δουλειά μας είναι ότι πάντα έχεις την πρόκληση μπροστά σου, πάντα πρέπει ν’ αποδεικνύεις και να προχωράς με το καινούργιο σου όνειρο κάθε φορά. 

Σας εύχομαι, λοιπόν, να πραγματοποιήσετε όλα σας τα επόμενα όνειρα.

Ευχαριστώ πάρα πολύ! Χαίρομαι πολύ που τα είπαμε τόσο διεξοδικά!

Στο εδώλιο πρώην εισαγγελέας για χιλιάδες δικογραφίες που έκαναν… φτερά στην Κέρκυρα

δικαστηριο 3

Στο εδώλιο πρώην εισαγγελέας για χιλιάδες δικογραφίες που έκαναν… φτερά στην Κέρκυρα

1.000 περίπου δικογραφίες έτοιμες για κάψιμο είχαν βρεθεί στην αποθήκη φίλης της, ενώ άλλες στο…