Η ιδιοκτήτρια του club «Κούκλες» είναι μια τρανς γυναίκα που τα έχει ζήσει όλα!

Μάταλα, πλατεία Βικτωρίας, Συγγρού, Streets of Berlin, drag shows, Marlene Dietrich, «Κούκλες», οι σταθμοί της συναρπαστικής ζωής μιας δραστήριας τρανς γυναίκας όπως την αφηγείται στο koutipandoras.gr 

MARILOY1

Ο προσωπικός της χώρος μοιάζει με έναν μικρό ναό της Τέχνης στο κέντρο της Αθήνας. Μαύροι τοίχοι με ολόχρυσους πολυέλαιους και παραταγμένα ανδρείκελα από το «Metropolis» του Fritz Lang. Αφίσες ταινιών του γερμανικού εξπρεσιονισμού, ένα πορτρέτο της Marilyn Monroe, βενετσιάνικες μάσκες, αρμαθιές από χάντρες και κοσμήματα, έπιπλα αρτ – ντεκό. Αισθητική punk cabaret, που δεν συναντάς σε συμβατικά διαμερίσματα. Με υποδέχτηκε απλή, στην καθημερινότητα της, όχι δηλαδή όπως θα τη δεις τα Παρασκευοσάββατα στις «Κούκλες». Το ίδιο όμορφη, όμως, με μιαν ηρεμία και μια πραότητα στα χαρακτηριστικά της. 

Μου έφερε μια αγκαλιά χυμούς για να διαλέξω από τον μοντέρνο ψυγειοκαταψύκτη της. Ύστερα άνοιξε εκείνο το μεγάλο παράθυρο της που βλέπει με άπλα τη λεωφόρο Συγγρού, ένα μέρος που έχει στοιχειώσει τη ζωή της από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ως αγόρι εγκατέλειψε το Ηράκλειο για να εγκατασταθεί στην Αθήνα κι από κει, για σχεδόν τριάντα χρόνια, στο Βερολίνο, το «λίκνο του τραβεστισμού», όπως μου το χαρακτήρισε. 

Η Μαριλού Φραγκιαδάκη έχει μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα ζωή, απ’ όσο φαντάζεται κανείς: Από τα χίπικα Μάταλα της γενέτειρας της, στην πρωτεύουσα των ημερών του Πολυτεχνείου κι από τις πρώτες πιάτσες της νύχτας, στους δρόμους – χρυσωρυχεία του Βερολίνου. Γνωριμία με διεθνείς ποπ αστέρες, ξενύχτια και πιώματα, αλλά και η μία και μοναδική της συνάντηση, που θα τη θυμάται για όσο ζει, με την τεράστια Marlene Dietrich. Ύστερα άνοιξε τις «Κούκλες», το πρώτο drag show μαγαζί της Αθήνας, που μεταστεγάστηκαν για ένα φεγγάρι και στο Βερολίνο. Τα πάντα πήραν το δρόμο τους.

Η Μαριλού Φραγκιαδάκη πλέον ζει ήρεμα, έχει άποψη για τη σημερινή έννοια του ΛΟΑΤΚΙ ακτιβισμού, δεν την ενοχλούν και δεν ενοχλεί κανέναν. Πάντως, για ένα γεμάτο δίωρο, που μου αφηγήθηκε τον πολυτάραχο βίο της, είχα την αίσθηση πως από το μέσα δωμάτιο θα έσκαγε μύτη ο Mick Jagger ντυμένος Greta! Όπως στο κινηματογραφικό «Bent» με τη φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη. 

Μαριλού, θα ήθελα να μου φτιάξει τη διάθεση η συνέντευξη αυτή…

Θα κάνω ότι μπορώ!

Δεν ξέρω αν είδες τον ξιφία που σκότωσαν ένα μάτσο ηλίθιοι Ελληναράδες στη Χαλκίδα…

Άσ’το! Να σου πω κάτι που το λέω συχνά; Έχω γνωρίσει πάρα πολλούς ανθρώπους από διαφορετικές χώρες. Πιστεύω ότι είμαστε ο χειρότερος λαός, το πιστεύω ειλικρινά.

Έχει να κάνει με τα προσωπικά σου βιώματα η πεποίθηση αυτή;

Έχει να κάνει με τη συναναστροφή μου με άλλους λαούς. Αυτό που συμβαίνει με τον Έλληνα, δεν τό’χω συναντήσει πουθενά αλλού. Χαιρέκακος, ζηλιάρης, εκμεταλλευτής, ανταγωνιστής, «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα», αυτό είναι ο Έλληνας! Έζησα τον Γερμανό πολύ, που μπορεί να ήταν ψυχρός, δίχως συναισθήματα, αλλά με απίστευτα καλά δομημένη τη ζωή του, έτσι που του έβγαζες το καπέλο! Είναι επίσης δίκαιος ο Γερμανός, πολύ δίκαιος, γι’ αυτό κι εγώ αυτό το λαό τον λάτρεψα. 

Ας το πιάσουμε το νήμα απ’ την αρχή. Που έχεις γεννηθεί;

Στο Ηράκλειο της Κρήτης από μία οικογένεια αγαπημένη με σεβασμό ο ένας για τον άλλο. Εμείς κάθε μέρα, 12 το μεσημέρι, έπρεπε να βρισκόμαστε γύρω απ’ το τραπέζι για να φάμε όλοι μαζί.

Πόσα παιδιά ήσασταν;

Πέντε, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. 

Εν ζωή όλοι σήμερα;

Όχι, έχουν «φύγει» τα δύο κορίτσια. Ήμασταν μία μέση οικογένεια, δεν πεινάσαμε, ούτε είχαμε πολλά λούσα. Μία αστική καλοστεκούμενη οικογένεια με δύο γονείς δημοκρατικούς που μας έμαθαν να σεβόμαστε τους γειτόνους μας. Το πιο βασικό ήταν που μας είχαν μάθει να μην μας ενδιαφέρει τι κάνει ο διπλανός μας. Έλεγε ο πατέρας μου: «Μην ακούσω κουβέντα για τον δίπλα, να μη σε νοιάζει τι κάνει και κοίτα μόνο την πάρτη σου». Αυτό εγώ το τήρησα στη ζωή μου ολόκληρη.   

Και θα σε βοήθησε, φαντάζομαι, να μην «θάψεις» ποτέ μέσα σου την ομοφυλοφιλία σου.

Δεν το έθαψα ποτέ και ούτε με ενδιέφερε κιόλας.

Το ανδρικό σου όνομα ποιο ήταν;

Μην το βάλεις αυτό, δεν υπάρχει λόγος. Το έχω ξεχάσει κι εγώ τόσα χρόνια, δεν υπάρχει ανδρικό όνομα. Και με μένα συνέβη ότι λένε τα περισσότερα παιδιά, ότι ντύνονταν με τα ρούχα της μάνας τους, αλλά εγώ το κατάλαβα απ’ όταν άρχισαν να μου αρέσουν τα αγόρια και όχι τα κορίτσια. Μεγαλώνοντας, οι φίλες μου όλες ήταν γυναίκες, τα πήγαινα πιο καλά μ’ αυτές.

Τουλάχιστον δεν υπήρχαν οικογενειακά δράματα.

Όχι, δεν υπήρχαν. Και δεν υπήρχαν και μετά! Είμαι απ’ τα τυχερά παιδιά που με φύλαγε μια καλή νεράιδα. Εγώ, Αντώνη μου, έζησα τα Μάταλα στην ακμή τους, έζησα τους ξένους χίπις και τον ελεύθερο έρωτα. Εκεί πήγαινα και κοιμόμουν, στις σπηλιές τους. Από τα Μάταλα πήρα την ελευθερία μου κι από κει κατάλαβα ότι δεν με ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος για μένα. 

Υπήρχε ομοφοβία μεταξύ των χίπις; Στην πορεία των χρόνων το κίνημα αυτό συνδέθηκε με μία ετεροκανονικότητα, αν θες.

Όχι, δεν υπήρχε! Εγώ τους περισσότερους χίπις που γνώρισα για καιρό και έμενα μαζί τους, τους έβλεπα σαν τελείως ελεύθερα άτομα. Τον έρωτα τον είχα γνωρίσει πιο πριν, αλλά εκεί κατάλαβα ότι γινόμουν άλλος άνθρωπος. Έβλεπα τα αγόρια και τα κορίτσια τσιτσίδι μπροστά μου και δεν μου έκανε καμία αίσθηση.

Οι γονείς σου ήξεραν ότι το παιδί τους την «έβγαζε» στα Μάταλα;

Ναι, βέβαια. Ήμουν αναρχικό παιδί, δεν καταλάβαινα από τέτοια. Από τα Μάταλα γνώρισα την παρέα μου και ήρθαμε Αθήνα. Που να τα ήξερα αυτά, αν δεν είχα βρεθεί εκεί; 

Η σχέση σου με το σχολείο ποια ήταν;

Καλή. Ήμουν καλός μαθητής μέχρι το σημείο που κατάλαβα ότι δεν ήθελα άλλα γράμματα παρά μόνο να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου. Καταρχάς, μου είχαν εμπιστοσύνη οι γονείς μου, ήξεραν πως ούτε κλέφτης θα γίνω, ούτε με ναρκωτικά θα μπλέξω. Συνδύαζα ένα αναρχικό στοιχείο με μία λογική αρκετά μεστωμένη για την ηλικία μου. Ήξερα τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να κάνω.

Ωραία όλα αυτά, αλλά δεν άκουγες να λένε τα γνωστά, «ο πούστης» κλπ.; Σε επαρχία μεγάλωνες.

Όχι. Και να σου πω κάτι; Αυτό κάπου το ζητάς κι εσύ. 

Πρόσεξε τι λες, θα κατηγορηθείς.

Μα, γιατί; Είναι η καθαρή αλήθεια. Το ξέρω κι από φίλους μου. Δεν φταίει πάντα ο κόσμος! Τσακώνομαι ακόμα με φίλες μου, που τους λέω «Γιατί λέτε μονίμως ότι φταίνε οι άλλοι; Εμείς δε φταίμε σε τίποτα;»

Με τον ερχομό στην Αθήνα, μεσούσης της χούντας, βίωσες την αστυνομική καταστολή;

Τη βραδιά του Πολυτεχνείου, εγώ ήμουν στην Πατησίων. Είχαμε κλειστεί με άλλα παιδιά σε πολυκατοικία και γυναίκες μας έφερναν βαζελίνες για να βάζουμε στα μάτια που έκαιγαν απ’ τα δακρυγόνα. 

Είχες μακριά μαλλιά τότε;

Ναι, αγόρι με μακριά μαλλιά, χίπικα. Με πολλά χαϊμαλιά, παντελόνι καμπάνα, όπως τα ξέρεις. Θυμάμαι πως είχαμε κοιμηθεί μεσ’ στην πολυκατοικία και την επόμενη σκορπίσαμε με τα παιδιά στους δρόμους.

Τα γεγονότα σε έκαναν να διαμορφώσεις πολιτική συνείδηση;

Ήμουν υπέρ της ελευθερίας και αναγνώριζα ότι η χούντα στερούσε βασικά δικαιώματα στους ανθρώπους. Να πω, όμως, ότι δεν γνώρισα αγριότητες σε προσωπικό επίπεδο. Ήταν τότε που άρχισα να τρανσάρω λίγο και να θέλω να κατέβω στη Συγγρού. Συνέβαιναν οι βιαιοπραγίες, έβλεπα το ξύλο σε άλλους δίπλα μου, απλά σε μένα δεν είχε τύχει να συμβεί. Είχα μια αίσθηση αυτοτιμωρίας, έλεγα πως αν κάνω λάθος, ας τιμωρηθώ. Πολλές φίλες μου, πάλι, θέλανε την αντίσταση κι εκεί γινόταν το μακελειό!

Τι μουσική άκουγες τότε;

Δεν άκουγα ποτέ ελληνική μουσική και τώρα ακόμη αν ψάξεις τη δισκοθήκη μου, δεν θα βρεις ελληνικά. Αγαπημένοι μου ήταν οι Beatles και λίγο μετά ο Brian Ferry, οι Genesis, η Marianne Faithfull, αυτά άκουγα! 

Τα χρόνια στην Αθήνα είχες επαφή με τους δικούς σου;

Τα πρώτα χρόνια, ναι…Άκουσε, εγώ αγαπούσα πάρα πολύ τους γονείς μου. Λόγω της ιδιαιτερότητας μου, δεν ήθελα να με δουν να γίνομαι γυναίκα, δεν ήθελα να πάρουν τέτοια πίκρα. Ακόμα και τα πρώτα χρόνια μου στο Βερολίνο, είχα κρατήσει επαφή. Μετά αποφάσισα να «κόψω»…

Σου κόστισε;

Μου κόστισε. Πολύ. Είχα μία λογική λίγο σκληρή, όμως, έλεγα καλύτερα να υποφέρω εγώ από το να πληγωθούν οι γονείς μου. Δεν τους έχω πια στη ζωή. Δεν πήγα στις κηδείες τους…Πήγα μετά, όμως…

Και τους έκλαψες.

Ναι, αλλά ξέρεις τι; Το κλάμα είναι η ψυχή σου, όχι να δακρύζουν τα μάτια σου. Με τα δε αδέρφια μου μια ζωή ήμασταν μακριά κι αγαπημένοι. Το έχω και σαν ρητό μου αυτό. Ήξερα ότι μ’ αγαπούσαν πολύ, αλλά όπως και να το κάνεις το Ηράκλειο ήταν μια μικρή επαρχία, γι’ αυτό κι εγώ έφυγα πριν γίνει ο ντόρος. Μπορεί να είχαν μια υποψία, την οποία όμως εγώ δεν τους την επιβεβαίωσα. 

Πες μου για την περιπέτεια στην Αθήνα.

Όπως το λες, περιπέτεια! Ήρθαμε εδώ με δύο χίπηδες και δύο φίλες μου, κορίτσια, μιλάμε για το 1972 πια. Τα κορίτσια αυτά δούλευαν ως κοκότες πολυτελείας σε ένα μπαράκι στην Κριεζώτου, στο Σύνταγμα. 

Ήξεραν από το Ηράκλειο ότι θα κάνουν αυτή τη δουλειά στην πρωτεύουσα;

Όχι, «οργανώθηκαν» αφότου ήρθαμε εδώ! Θυμάμαι ότι φτάσαμε με το καράβι στον Πειραιά κι εκεί γνωρίσαμε κάτι παιδιά. Το πρωί στο λιμάνι δεν είχαμε που να μείνουμε. Εγώ με τα δύο κορίτσια κοιμηθήκαμε σε μία οικοδομή, αλλά κάποιος μας είδε και ειδοποίησε την αστυνομία. Μας πήγαν στο κρατητήριο, τους είπαμε το σκηνικό όλο, τα κορίτσια επειδή ήταν μικρά τα ξανάστειλαν στο Ηράκλειο και μένα, ως αγόρι, με άφησαν. Εννοείται πως τα κορίτσια ξαναγύρισαν ύστερα από λίγο, γιατί δεν ήθελαν να κάτσουν στο Ηράκλειο, και μέναμε μαζί. 

Περίγραψε μου την εποχή, δώσε μου το κλίμα.

Τότε ήταν η μεγάλη «παρτίδα» των αγαπητικών.

Των νταβατζήδων.

Ναι. Των «μεγάλων», όμως! Αυτοί που είχαν κάνει τα χοντρά σκηνικά, που είχαν πυροβολήσει τον Βοσκόπουλο στη «Νεράιδα», λέω για τα μεγάλα κεφάλια! Όλα αυτά τα άτομα εμένα με λάτρευαν, με είχαν τη «μικρή αδερφούλα» που δεν άφηναν κανέναν να την πειράξει. Ένας απ’ αυτούς με πήρε απ’ τα κορίτσια για να μένω μαζί του.

Ως αγαπητικός σου;

Όχι, καμία σχέση. Ως προστάτης μου. Η συμφωνία μου ήταν να δουλέψω μπάρμαν σε ένα μπαρ με γυναίκες επί της 3ης Σεπτεμβρίου. Έμενα σ’ αυτόν στην πλατεία Βικτωρίας, δούλευα στο μπαρ, έβγαζα λεφτά κι η ζωή μου κυλούσε πολύ ωραία. Μετά με πήρε ένας άλλος αγαπητικός, πιο μεγάλος, για να δουλέψω σε ένα θρυλικό μπαρ με κονσομασιόν επί της οδού Ηπείρου, εκεί που είναι ακόμη σήμερα το «Κύτταρο». «Βαρώνος» λεγόταν το μπαρ, πολύ γνωστό τότε. Εκεί μπαινόβγαιναν οι ωραιότερες γυναίκες της Αθήνας! 

Ως νέο παιδί είχες την επίγνωση ότι ζούσες σε έναν κόσμο λούμπεν, του περιθωρίου;

Απόλυτα, αλλά δεν με χάλαγε καθόλου. Πιο γνήσιοι άνθρωποι απ’ αυτούς δεν υπάρχουν! Έχω ζήσει άγρια περιστατικά μεσ’ στον «Βαρώνο» που έκλεινε το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Θυμάμαι ένα σκηνικό με πυροβολισμό στην οδό Ηπείρου μέρα μεσημέρι. Στον «Βαρώνο», επίσης, γνώρισα τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου, που ζήσαμε μαζί για 15 χρόνια. Ήταν στην ηλικία μου, ίσως και μικρότερος…Ένα από τα ωραιότερα παιδιά της Αθήνας, γνωστός για την ομορφιά του στην πλατεία Βικτωρίας και στα πέριξ, εκεί που, όπως θα ξέρεις, μαζεύονταν όλοι οι σκηνοθέτες, ηθοποιοί και χορευτές. Υπήρχε το «Νάπολη» που μαζευόμασταν όλοι. Τα φτιάξαμε και ζήσαμε έναν έρωτα βαρβάτο, απόλυτο, με αστυνομίες, με παράφορο πάθος. Το ήξεραν οι γονείς του, οι δικοί του, είχε έρθει ο αδερφός του από την Αμερική, τι να σου λέω, κανονική τρικυμία! 

Δηλαδή αν υποθέσουμε ότι τον γνώρισες στα 16 – 17 σου, μείνατε μαζί μέχρι τα 30 σου και πιο πολύ, πέρασες όλη τη νιότη σου.

Ακριβώς. Συνεχίστηκε και στο Βερολίνο η σχέση μας. Στο μπαρ εγώ τότε έπαιρνα μεροκάματο 500 δραχμές, τρελά λεφτά για την εποχή, χωρίς να κρύβω τι ήμουνα. Ένα ωραίο αγοράκι, βαμμένο, μία ημιτράνς κατάσταση. Παραδόξως, με λάτρευε ο κόσμος όλος! Εκεί γνώρισα και τις πρώτες τρανς που εκδίδονταν. Όταν γνώρισα τον Κ., τον έρωτα μου, έφυγα απ’ τον άλλον, νοικιάσαμε ένα υπέροχο ρετιρέ στην Κεφαλληνίας και μέναμε μαζί. Εκείνες οι πρώτες τρανς άρχισαν να μου μιλάνε για τον κόσμο τους και εκδήλωσα ενδιαφέρον.

Συν του ότι ανέκαθεν αισθανόσουν γυναίκα.

Ναι, βέβαια. Αρσενικό δεν αισθάνθηκα ποτέ. Γίναμε φίλες, λοιπόν, με τις τρανς, αυτές κατέβαιναν για δουλειά, αλλά εγώ δεν είχα καμία σκέψη ακόμη για Συγγρού. Δούλευα στο μπαρ, όπως σου είπα. Δεν ήθελε με τίποτα ο φίλος μου να έβγαινα κι εγώ στο δρόμο. Εγώ ήθελα, αλλά αυτός τα πρώτα δύο χρόνια της σχέσης μας ήταν ανένδοτος. Σου λέει «Εγώ δουλεύω, εσύ δουλεύεις, τα έχουμε όλα, ζούμε καλά, γιατί;» Κάποια στιγμή, όμως, εγώ σταμάτησα από το μπαρ και δυσκόλεψαν τα πράγματα, δεν έφταναν τα λεφτά του παιδιού για να ζούμε, όπως είχαμε συνηθίσει. Έτσι, δοκιμαστικά ένα βράδυ είπα θα βγω κι εγώ!

Με ενδιαφέρει εκείνο το πρώτο βράδυ σου στη Συγγρού, από την ψυχολογία σου μέχρι το πως ήσουν ντυμένη.

Ανέκαθεν ντυνόμουν καλά, ήμουν κομψά ντυμένη, αλλά όχι προκλητικά, αυτό που λέμε «ξέκωλο». Γκόμενα, αλλά όχι πουτανάρα, με «πιάνεις», έτσι; Ήξερα από πριν, απ’ τα κορίτσια, πως γινόταν το νταλαβέρι. Δεν είχα άγχος πολύ, μόνο έναν φόβο για το τι θα μου «έβγαινε» αυτός που θά’παιρνα. 

Υπήρχε ερωτική διάθεση, καύλα να το πω;

Όχι, καθόλου, γιατί ήμουν ερωτευμένη με τον Κ. Σταματάει ο πρώτος πελάτης, αλλά εγώ – σημειωτέον – δεν έκανα ολοκληρωμένο σεξ. Έβγαλα, θυμάμαι, μέσα σε μία ώρα 500 δραχμές κι αισθάνθηκα βασίλισσα, είπα «Τι γίνεται εδώ τώρα;» 

Του τα είπες του Κ. τα καλά μαντάτα;

Φυσικά. Είχε καμφθεί πια και η αντίσταση του, δεν γινόταν να μη βγαίνω για δουλειά…Είχα πάρει το κολάι, αλλά εκεί έζησα τα κυνηγητά των μπάτσων. Σε έπιαναν Δευτέρα, σε άφηναν Τρίτη μεσημέρι και σε ξανάπιαναν Τρίτη βράδυ.

Έχουμε μπει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Ναι, τότε έζησα αγριότητες. Υπήρχε πολύ μεγάλο κυνηγητό που δεν έζησα ως πουστράκι στη χούντα, αλλά ως τρανς πια στη Μεταπολίτευση. Και πάλι εγώ ξύλο δεν έφαγα, παρόλο που το έβλεπα δίπλα μου. Δεν άντεχα, όμως, τα απανωτά κρατητήρια, που ήμουν αναγκασμένη να μιλάω με άτομα, τα οποία δεν ήθελα. Ούτε σεξουαλικές ενοχλήσεις έζησα, να μην πω ψέματα. Μας έπιαναν οι αστυνομικοί, οι δικοί μας έφερναν φαγητά και κουβέρτα για να κοιμηθούμε, μέχρι να μας αφήσουν την επόμενη και ξανά μανά τα ίδια. 

Μεγάλη ταλαιπωρία.

Πολύ μεγάλη και εξευτελισμός! Ο Κ. μου έλεγε να σταματήσω, αλλά εγώ δεν ήθελα, γιατί έβγαιναν πολλά λεφτά. Αυτό που με στενοχωρούσε και με έθιγε σαν άτομο ήταν τα κρατητήρια. Εξαιτίας τους, έλεγα «Μαριλού, κάτι πρέπει να κάνεις». Είχα κάποιες φίλες που έφυγαν από δω και πήγαν Βερολίνο. Μου άρεσε να ακούω για την εκεί ζωή που έκαναν. Ο Κ., απ’ την άλλη, απ’ την πολλή αγάπη που μου είχε, δεν έφερνε αντιρρήσεις. Κάποια στιγμή του είπα ότι πρέπει να φύγω και να πάω να δω τι γίνεται εκεί. Είχαν περάσει, βέβαια, αρκετά χρόνια απ’ τη σχέση μας κι ήθελε να με ακολουθήσει κι αυτός. Κανονίζω, όμως, με μία φίλη μου να πάμε για γιορτές στο Βερολίνο, Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά, για 20 μέρες δηλαδή. Τότε μέναμε Καλαμάκι με τον Κ. Του είπα ότι θα έφευγα.

Ήταν η πρώτη σου φορά στο εξωτερικό;

Ναι, αλλά τότε πήγαινες στο Δυτικό Βερολίνο, μέσω του Ανατολικού. Με τη ρωσική εταιρεία είχαμε πάει, την «Αεροφλότ». Δεν θα ξεχάσω όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Ανατολικού Βερολίνου. Παντού υπήρχαν τεράστια μαύρα κτίρια σοβιετικού τύπου, υπήρχε μια μελαγχολία στα πρόσωπα των ανθρώπων. Μια πνιγηρή ατμόσφαιρα, καταθλιπτική…

Σου είχαν φανεί όμορφοι οι Γερμανοί κι οι Γερμανίδες;

Όχι, έβλεπες μόνο αγέλαστα πρόσωπα. Είχαμε εκεί ένα πρόβλημα με την εμφάνιση μας και την ανδρική ταυτότητα, όχι όμως μεγάλο, γιατί είχαν φάει την «κρυάδα» με τις προηγούμενες..

Τις Ελληνίδες τρανς εννοείς;

Και όχι μόνο. Απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης, οι τρανς στο Βερολίνο πήγαιναν. Ήταν ένα λίκνο του «τραβεστισμού», να το πω έτσι. Μας έκαναν έναν έλεγχο, αλλά ως εκεί, ήξεραν ότι ήμασταν τα ίδια άτομα. Αξέχαστη ήταν η εμπειρία της άφιξης στο Δυτικό Βερολίνο! Ο αέρας ολόκληρος άλλαζε, χαλάρωνες. Έβλεπες ωραία παιδιά, αγόρια, κορίτσια, υπήρχε μια χαρά παντού. Πάμε και μένουμε σε μια πανσιόν. Αποφασίζουμε με τη φίλη μου να βγούμε για δουλειά απ’ το πρώτο κιόλας βράδυ. Εκεί κάπου με έπιασε ένας δισταγμός, δεν ήξερα τη γλώσσα, τίποτα δεν ήξερα…Η φίλη ήξερε τα κατατόπια, είπαμε να μη στηθούμε σε ένα συγκεκριμένο μέρος, αλλά να κόβουμε βόλτες συνέχεια. «Όπου βρίσκεις σκοτεινό σημείο, εκεί θα τους ξεπετάς» μου είχε πει, αυτή που είχε ξαναπάει και ήξερε. Μου έδειξε το τετράγωνο που θα περπατούσα, μου έδειξε ακόμη και ένα ξενοδοχείο, αν ήθελα να πάω εκεί με τον πελάτη, αλλά άκου τώρα τι συνέβη: Εγώ είχα τρία καλά τότε, ήμουν πολύ εντυπωσιακή με ένα μαύρο μαλλί δικό μου μέχρι την πλάτη, ήμουν ξένη και ήμουν «καινούργια»! Με το που φτάνω στο τετράγωνο, σταματάει ένας με αυτοκίνητο, με νοήματα μου λέει να μπω μέσα, μπαίνω, πάμε στα σκοτάδια, τον ξεπετάω, μια χαρά κι ένα καμάρι! 

Υπήρχε διαφορά μεταξύ Έλληνα και Γερμανού πελάτη;

Ωραία ερώτηση! Δεν υπάρχει κανένας καλύτερος πελάτης απ’ τον Γερμανό! Πρέπει, όμως, αυτό που θα του πεις, αυτό και να του κάνεις. Δεν μπορείς να τον κοροϊδέψεις, γιατί δεν τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο αυτόν. Θα σου φέρει την αστυνομία και θα τους έχει πει «Είπε ότι θα με γαμήσει, αλλά δεν…», δεν τραβάει κάνα ζόρι να το πει αυτό. Και η αστυνομία θα σου πει μετά «Δώσε πίσω τα λεφτά του»…Μου έχει συμβεί και το ξέρω καλά. Φεύγει, λοιπόν, εκείνος ο πρώτος πελάτης κι εγώ πάω να ξανακάνω τον ίδιο κύκλο περπατώντας. Την ώρα που με σταματάει ο δεύτερος πελάτης και σκύβω να του μιλήσω, αισθάνομαι ένα χέρι να με αρπάζει από τα μαλλιά και να με πετάει κάτω με δύναμη! Γυρνάω και βλέπω τέσσερις Γερμανίδες τρανς ντερέκια. Να με ρωτάνε στα γερμανικά τι κάνω εκεί, να μην ξέρω να απαντήσω…Μου άνοιξαν την τσάντα και μου πήραν τα λεφτά και το διαβατήριο, τους φώναζα: «Μάινε πάσπορτ»! Μου πέταξαν το διαβατήριο μπροστά μου, αλλά μου είπαν με τον τρόπο τους να μην ξαναπεράσω από κει! Δεν το έβαλα κάτω, έφυγα από κει και πήγα σε άλλο τετράγωνο. Τέλος πάντων, έβγαλα κι εκεί καλά λεφτά. Την επόμενη τα συζήτησα με τη φίλη μου, «Μου αρέσει εδώ» της είπα, «αλλά δεν μπορώ το δρόμο, δεν ξέρω πότε αυτές θα μου την έχουν στημένη». Υπόψιν, όλες οι Ελληνίδες τρανς εκεί δούλευαν στα μαγαζιά, καμία στο δρόμο! 

Αυτό γινόταν υπό το καθεστώς μιας ξενοφοβίας ακόμα και στις τάξεις των τρανς;

Όχι, απλά δεν άφηναν ξένες, ήθελαν ντόπιες στα μέρη τους. Το ίδιο ίσχυε και στην Ελλάδα, ήταν θέμα δουλειάς. Τώρα τα πάντα, βέβαια, έχουν γίνει μπουρδέλο, αλλά τότε ξέραμε σε Γερμανία και Ελλάδα πως οι ξένες θα έχουν πιο μεγάλη πέραση και ο καθένας φύλαγε το πόστο του. Την ξένη θα την έπαιρναν οι πάντες, εκεί ήταν το μυστικό! Στο Βερολίνο υπήρχε μια Ελληνίδα, η Α., που είχε ένα μπαρ με Ελληνίδες. Πήγαμε, τη βρήκαμε, είδαμε πάρα πολλές Ελληνίδες και δεν ήθελε άλλες. «Κούκλα μου, δεν μπορώ να πάρω άλλες» μου είπε, αλλά ευτυχώς μεσολάβησε μιαν άλλη φίλη κι έτσι μου είπε: «Άντε, έλα αύριο για δουλειά». Πήγα κονσομασιόν στο μπαρ, που μέσα είχε και δωμάτια, έτσι δούλευαν εκεί πέρα όλα τα μπαρ. Ως καινούργια, έκανα χαμό, με έπαιρναν όλοι! Κέρναγα συνέχεια ποτά, επειδή είχαμε ποσοστά από τα ποτά, και μετά δωμάτιο κατευθείαν! Όλο αυτό γινόταν, ποτά και δωμάτιο, ποτά και δωμάτιο! Αχ, που με πήγες απόψε, βρε Αντώνη…

Οι πελάτες ήταν μόνο Γερμανοί;

Μόνο! Οι Γερμανοί ήταν ανεκτικοί σε όλα. Μου έτυχε να με πάρει Γερμανός, που να μην είχε καταλάβει τι είμαι κι όταν με είδε και το κατάλαβε, πάλι δεν είχε πρόβλημα. Με μούσια να σε έβλεπε και να φόραγες ταγέρ, γυναίκα θα σε προσφωνούσε και θα σου άνοιγε την πόρτα για να περάσεις. Άλλη είναι η αντίληψη των Γερμανών!

Την οποία αντίληψη, εσύ τη σύγκρινες με την ελληνική;

Μα γι’ αυτό είπα από τη δεύτερη μέρα «Εγώ εδώ θέλω να ζήσω»! Η Α. δεν ήθελε να φύγω με τίποτα, της έκανα χίλια μάρκα μεροκάματο, αλλά της είπα κάποια στιγμή ότι πρέπει να φύγω, να γυρίσω στην Ελλάδα, να ξενοικιάσω το σπίτι μου, να πουλήσω τα πράγματα και μετά να επιστρέψω για μόνιμα.

Ζει σήμερα η Α.;

Βέβαια, μιλάμε τακτικά. Ζει κάπου στη Στερεά Ελλάδα και με λατρεύει ακόμα, από τότε. Είμαι η μοναδική που έχει κρατήσει επαφές. Γύρισα στην Ελλάδα μετά τις γιορτές. Ξενοίκιασα το σπίτι στο Καλαμάκι, που ζούσαμε με τον Κ., και πούλησα όλα μου τα πράγματα. Είπα του Κ.: «Μόλις τακτοποιηθώ, με την πρώτη ευκαιρία, θα έρθεις κι εσύ απάνω». Μου απάντησε «Alright»…Τα παράτησα όλα και γύρισα Βερολίνο, όπου νοίκιασα σπίτι δίπλα απ’ της Α. Το έκανα υπερλούξ, γιατί έβγαζα πολλά λεφτά, αλλά με έκαιγε να φτιάξω και τα χαρτιά μου. Τότε, κάθε τρεις μήνες οι Ελληνίδες έπρεπε να βγαίνουν απ’ τα σύνορα, να παίρνουν ανανέωση σφραγίδας στο διαβατήριο και μετά να ξαναγυρίζουν. Είχε η Α. έναν γνωστό από την Ελληνική Κοινότητα Βερολίνου και μέσα σε ένα μήνα γίνομαι Γερμανίδα υπήκοος. 

Γερμανίδα ή Γερμανός; Είχες ανδρικά χαρτιά, υποθέτω.

Ναι, σωστά, με ανδρικά χαρτιά, κανονικά. Λίγο αργότερα, βέβαια, πήρα εκεί και τη γυναικεία ταυτότητα, που τώρα τη δίνουν κι εδώ. Γίνομαι μόνιμη κάτοικος Βερολίνου. 

Και πως ήταν η καθημερινότητα εκτός από τη δουλειά;

Άρχισε η κανονική μου ζωή εκεί. Έπινα καφέ κάτω απ’ το σπίτι μου με τη Nina Hagen και τη Cindy Lauper. Υπήρχε ένα κουλτουριάρικο καφέ κάτω ακριβώς απ’ την πολυκατοικία μου και μαζεύονταν όλοι οι punk rockers. Με τη Nina Hagen ανταλλάζαμε απόψεις για τις νταμίρες Γερμανίας και Ελλάδας (γέλια). Ένα πρωινό, θυμάμαι, έφτασα στο καφέ με Γερμανούς απ’ το μπαρ και ήταν φίσκα. Στο πρώτο τραπέζι καθόταν η Cindy Lauper, έκανε χώρο, μου έπιασε το χέρι και μου είπε να κάτσω δίπλα της. 

Σινεμά παρακολουθούσες;

Τα πάντα έβλεπα, όλο τον Φασμπίντερ! Κόλλησα με τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο και λάτρεψα το «Metropolis» του Fritz Lang με τη σύγχρονη μουσική του Giorgio Moroder. Του Lang λάτρεψα και το «Μ», τον «Δράκο του Ντίσελντορφ», με τον Πέτερ Λόρε. Αγαπημένη μου ταινία ήταν ακόμη το «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν» με τις Μπέτι Ντέιβις – Τζόαν Κρόφορντ. Γνώρισα και τη Χάνα Σιγκούλα, η οποία πολλά χρόνια μετά πέρασε κι από τις «Κούκλες». Και τη Σιγκούλα σε εκείνο το καφέ τη γνώρισα, ένα καφέ που θα το έλεγες αντεργκράουντ. Εκεί γνώρισα και τον Τόμας Φριτς, που είχε παίξει σε ταινία με τη Ναθαναήλ, τον Μαξιμίλιαν Σελ, ακόμη και τον Κλάους Νόμι, που δεν ήταν καλό άτομο, σε αντιμετώπιζε δηλαδή με υπεροψία. 

Ζούσες δηλαδή μια μοντέρνα δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Όπως το λες! Εκεί υπήρχε το «Λουτσία Λάμπε», το καμπαρέ που είχε γυριστεί η ταινία με τη Λάιζα Μινέλλι. Ήταν ένα αυθεντικό καμπαρέ του Μεσοπολέμου, που δεν ξέρω αν σώζεται μέχρι σήμερα. Είχε μέσα ντραγκουίνες, η μικρότερη απ’ τις οποίες ήταν 60 χρονών.

Και που θα είχαν επιζήσει από τη ναζιστική θηριωδία, θες να πεις.

Όλες, ναι. Ήταν ιστορικό μαγαζί, απ’ το οποίο περνούσαν όλοι οι διάσημοι για να δουν τα drag shows που γίνονταν. Ήταν και το «Chez nous», ακόμη ένα καμπαρέ που είχε πρωτεμφανιστεί η Αμάντα Λιρ και που απ’ έξω την έβλεπες σε φωτογραφίες της ως άνδρας. Καλό καμπαρέ κι αυτό, που μάζευε τους διανοούμενους και που η πιο μικρή ντραγκουίνα ήταν σαραντάρα! Εκεί γνώρισα τη Heidi, που τη λέγανε έτσι γιατί ήταν πανύψηλη σαν τις Άλπεις! Η Heidi, μεγάλη σχετικά σε ηλικία τότε, ήταν φιλενάδα της Marlene Dietrich, πριν ακόμη η Dietrich φύγει από το Βερολίνο. Αυτή με είχε πάει στο διαμέρισμα της Dietrich και τη γνώρισα! Έχω φωτογραφία από την κηδεία της Marlene Dietrich, όταν την είχαν φέρει στο Βερολίνο κι ακόμη δεν είχε φτιαχτεί ο τάφος της. 

Πες μου τώρα για τη συνάντηση σου με τη θρυλική Marlene.

Όπως σου είπα, η Heidi ήταν κολλητή της Dietrich! Πήγαινε συχνά στο Παρίσι και τη βοηθούσε, γιατί η άλλη, γερασμένη πια, δεν ήθελε τίποτα. Όταν εγώ πήγα σπίτι της, τα είδα όλα κλειστά, κατεβασμένα παντζούρια, μια σκοτεινιά, κανένας καθρέφτης…Ζούσε σαν σε απομόνωση. Δεν άκουγε και πολύ καλά, είχε μια γυναίκα για να της κάνει τα ψώνια και την Heidi που ταξίδευε για να βρίσκεται κοντά της. Στο Παρίσι είχα πάει αποκλειστικά για να συναντήσω τη Marlene Dietrich. Όταν με είδε, μου έπιασε τα χέρια και μου είπε: «Δεν είσαι ωραία, αλλά έχεις ωραίο στυλ»! Θυμάμαι τα κοκαλιάρικα χέρια της και το πρόσωπο της, μια μάσκα από αλάβαστρο. Δεν ήθελε με τίποτα να φωτογραφηθεί, γι’ αυτό και μετά από την ταινία «Ζιγκολό», που είχε παίξει, δεν υπάρχει καμία φωτογραφία της. «Τραβούσε» το δέρμα του προσώπου της με τσιρότα για να δείχνει πιο νέα και όμορφη. 

Μετά από πόσα χρόνια, απ’ τη συνάντηση σας, πέθανε;

Πέθανε ύστερα από τρία χρόνια. Τη φέρανε στο Βερολίνο μετά Βαΐων και Κλάδων και πήγα στην κηδεία, αφού το νεκροταφείο ήταν και πολύ κοντά στο σπίτι μου. 

Ας πάμε πάλι στους δρόμους του Βερολίνου, που κατάφερες να επικρατήσεις.

Μία απ’ τις τέσσερις Γερμανίδες τρανς, που σου έλεγα, ήταν χειρότερη κι απ’ τους αγαπητικούς, επιβαλλόταν παντού και σε όλους, σαν την Αλόμα εδώ ένα πράγμα. Στο μεταξύ εγώ έκανα ζωή αλήτικη, κάθε βράδυ γύρναγα όλα τα μπαρ και τα κλαμπ. 

Παρένθεση: Με ναρκωτικά δεν έμπλεξες, που θα ήταν σε αφθονία εκεί;

Μόνο χασίσι κάπνιζα στο Βερολίνο, εντατικά όμως, κανονικά. Ξέρεις κάτι; Εγώ το χασίσι το ήθελα για τα βράδια στον καναπέ μου, ποτέ άλλοτε. Δεν με επηρέαζε στη ζωή μου, ποτέ δεν θα με έβλεπες μέρα με ένα μπάφο στα χέρια. Τα βράδια, πριν ξαπλώσω, έβλεπα ταινίες για να μαθαίνω τα γερμανικά μου και κάπνιζα για να χαλαρώσω. Για χρόνια πολλά γινόταν αυτό. Μέχρι εκεί, παρόλο που έβλεπα τους πιο μεγάλους Γερμανούς αγαπητικούς να έχουν την κόκα σε βουναλάκια μπροστά τους. Ποτέ δεν μπήκα στο τριπ να δοκιμάσω, δεν ήθελα συνειδητά. Τέλος πάντων, πήγαινα στα μπαράκια και έβλεπα αυτή την παρέα των Γερμανίδων τρανς να μπαίνουν μέσα και να κάνουν σαν τη Γκεστάπο. Στο μεταξύ, την Α. την ήξεραν και μία στο τόσο έσκαγαν στο μαγαζί της. Ένα βράδυ τις πέτυχα κι εγώ! Σου ξαναλέω, δεν ήταν ωραίες οι Γερμανίδες τρανς, ήταν ντούκια, αγριευόσουν που τις έβλεπες! Είχα καταλάβει ότι ο Γερμανός πίνει, αλλά να πω και ότι αυτές δεν είχαν καταλάβει ότι ήμουν εκείνη που με είχαν ρίξει κάτω για να με εκφοβίσουν. Τις κερνάω ένα ποτό. Μετά από λίγο, «Βάλ’τους ένα ακόμη» και μετά «Άλλο ένα», τα σφηνάκια πήγαιναν κι έρχονταν κι αυτές την είχαν καταβρεί. Δεν έβγαιναν έξω για να στηθούν, όλο στα μπαράκια γύρναγαν. Γλυκάθηκαν με μένα, με ευχαρίστησαν, έφυγαν και την επόμενη ξαναήρθαν. Ξανά εγώ κεράσματα, έβγαζα λεφτά και δεν με ένοιαζε. Να μη στα πολυλογώ, κράτησε πολύ αυτό, γίναμε φίλες και βγαίναμε μαζί στα μπαράκια, όπου πάλι εγώ κέρναγα. Αυτές, για να καταλάβεις, έβγαιναν για να πιουν, όχι για να ψωνιστούν. Ένα καλοκαίρι με μία απ’ αυτές ήρθαμε για διακοπές στην Ελλάδα. Λόλα την έλεγαν και μάλιστα έμαθα ότι πέθανε πριν λίγα χρόνια η καημένη…Φτάσαμε Αθήνα, πήγαμε στην Κρήτη για διακοπές, στα Χανιά, καμία σχέση πάλι με τους δικούς μου, όπου περάσαμε ένα όμορφο πραγματικά καλοκαίρι. Τρελάθηκε αυτή!

Ο φίλος σου τι είχε απογίνει;

Ερχόταν που και που στο Βερολίνο και ξανάφευγε, αυτό γινόταν. Σε όλη αυτή την πορεία των χρόνων, το πράγμα έγινε φιλικό, χάθηκε δηλαδή το ερωτικό. Η αγάπη μας η μεγάλη δε σταμάτησε, όμως, αν και καταλάβαμε ότι γινόμαστε φίλοι σιγά – σιγά. Γυρνάμε, λοιπόν, στο Βερολίνο με τη Λόλα, δεθήκαμε κι εγώ της έσκασα το παραμύθι: «Βρε Λόλα, άσε με να βγαίνω στο δρόμο, έστω όταν εσείς θα φεύγετε». Δηλαδή αυτές μπορεί να έφευγαν στις πέντε κι εγώ νά’βγαινα στις έξι το πρωί. Ήξερα ότι θα τα έβγαζα τα λεφτά μου και πάλι! Αυτή δεν είχε αντιρρήσεις, έπρεπε όμως να ρωτήσει και τις άλλες. Ήταν ο μοναδικός δρόμος με τραβεστί εκεί, ο πιο γνωστός στο Βερολίνο. Μ’ αφήνουν τελικά, βγαίνω, κι εκεί, Αντώνη, σε εκείνον τον δρόμο, αν εγώ κράταγα τα λεφτά, θα ήμουν εκατομμυριούχος σήμερα. 

Τόσα πολλά λεφτά, ε;

Γύρναγα σπίτι, αναποδογύριζα την τσάντα, την άδειαζα και μέτραγα 1500 με 2000 μάρκα κάθε βράδυ! Ασύλληπτα χρήματα για τις δεκαετίες του 1970 και του ’80! Μετά με άφηναν κανονικά, έβγαινα από τις 9 το βράδυ, αλλά συνέβη και κάτι ακόμη: Τότε ερχόντουσαν πολλές Ελληνίδες στο Βερολίνο, φίλες μου, που ήθελα να τις βοηθήσω. Η βοήθεια μου ήταν να πάω και να πω στις πρώτες: «Αν βγάζετε 500 μάρκα τη βραδιά, θα σας ενοχλούσε να δίνετε το ένα πενηντάρικο στις Γερμανίδες για να έχετε την ησυχία σας;» Συμφώνησαν αυτές, αφού για να έβγαζες 500 μάρκα σε ένα βράδυ τότε, ήταν περιουσία ολόκληρη! Συνεννοούμαι, λοιπόν, πρώτα με τις Ελληνίδες και μετά ξαναπάω στη Λόλα: «Καλέ Λόλα, δεν αφήνετε και τις Ελληνίδες να βγαίνουν και να παίρνετε το κατιτί σας;» Η καλύτερη τους ήταν γι’ αυτές! Έτσι, καθιερώθηκαν οι Ελληνίδες στο δρόμο, έδιναν από ένα πενηντάρικο και δούλευαν ανενόχλητες. Πολλές εδώ, να ξέρεις, τα σπίτια τους τα έφτιαξαν απ’ τους δρόμους του Βερολίνου. Εγώ στο μεταξύ είχα χωρίσει με τον Κ. χωρίς να το καταλάβουμε, συνέχισα να κερδίζω πολλά λεφτά και μάλιστα ξανάρθαμε με τη Λόλα για διακοπές στην Ελλάδα. 

Πόσα χρόνια έζησες συνολικά στο Βερολίνο;

Σχεδόν 30, πάνω από 26 χρόνια σίγουρα. Μετά με την Α. είχαμε την ιδέα να ανοίξουμε ένα μαγαζί «Κούκλες» κι εκεί, αφού εδώ τις «Κούκλες» τις πρωτοέφτιαξα το 1994. Έπαιρνα κορίτσια από δω και τα πήγαινα εκεί για drag show, ήταν όμως πολύ κουραστικό. Έκανα τέσσερα ταξίδια το μήνα, ζούσα μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, κουραζόμουν πάρα πολύ. Οι εκεί «Κούκλες» έκαναν τεράστια επιτυχία, το 2000 μάλιστα είχε στείλει η ΕΡΤ3 ανταποκριτή για ρεπορτάζ. Έρχονταν διασημότητες, έβγαιναν λεφτά, άρεσε και στα κορίτσια αυτό. Η μοναδική που δεν μπορούσε να έρθει ήταν η Εύα Κουμαριανού, γιατί είχε προβλήματα με το νόμο και της απαγορευόταν η έξοδος από τη χώρα. Είχα πάρει, όμως, όλη την πρώτη φουρνιά τραβεστί και τρανς. 

Εσύ τότε θα είχες γνωρίσει την αποδοχή όλης της γερμανικής ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Βέβαια. Μάλιστα η μία απ’ τις τρανς, που μετά γίναμε φίλες, ήταν και μεγάλη αρτίστα του Βερολίνου. Πολλά από τα κοστούμια μου, απ’ αυτήν τα είχα αγοράσει. Η Ρόμι Χακ, άλλη Γερμανίδα γνωστή τρανς, εκθείαζε πολύ τις «Κούκλες». Στο σπίτι μου γίνονταν βραδιές με πολλές παρέες, καλλιτέχνες κλπ., μακιγιέρ, ενδυματολόγοι, άνθρωποι που μετά στην Ελλάδα έκαναν καριέρα στον τομέα τους. 

Ο φόβος του HIV υπήρχε; Και δεν μιλάω για το 2000, αλλά για τα 80s.

Το AIDS όταν έσκασε στην Ελλάδα, αρχές των 80s, είχε σκάσει κι εκεί. Είδα να χάνονται φίλοι, Έλληνες, που ζούσαμε μαζί. Είδα ανθρώπους να λιώνουν.Το πρώτο θύμα του AIDS από την Ελλάδα, έχε υπόψιν, ήταν φίλος μου από τα χρόνια του Βερολίνου. Και ο Κλάους Νόμι, που σου είπα ότι τον είχα συναντήσει πολλές φορές, ένα παρανοϊκό σχεδόν άτομο, απ’ αυτό «πήγε». Δεν τον θέλανε στις παρέες τον Κλάους Νόμι οι τρανς, ήταν εκκεντρικός, αλλά με την κακή έννοια. 

Τι σε έκανε να αφήσεις οριστικά το Βερολίνο για την Αθήνα;

Ξεμυαλίστηκα…Το Βερολίνο είναι μια πόλη που λατρεύω, αλλά δεν έχει τη ζωή που έχει η Αθήνα! Είχα στερηθεί την Αθήνα, ερχόμουν σαν τουρίστρια κι έκανα μια ζωή κόμησσας, χωρίς υπερβολές, οπότε ξεμυαλίστηκα κάπου…Αν θα με ρωτήσεις, το μετάνιωσα τώρα που γύρισα, λόγω της κρίσης φυσικά. Δεν έπρεπε να έχω φύγει από κει.

Για τις «Κούκλες» τα έχεις πει πολλές φορές. Θέλω να μου πεις αν εδώ είχες εξίσου την αποδοχή της κοινότητας.

Άκουσε να σου πω, είμαι άλλης πάστας άνθρωπος. Εγώ, όταν άνοιξα το μαγαζί, δεν πόνταρα στις τρανς. Ήξερα ότι οι τρανς και θα ερχόντουσαν και δεν θα ερχόντουσαν. Δεν θα ερχόντουσαν, εννοώ, επειδή το’ χε ανοίξει μια τρανς, μια δικιά τους, το μαγαζί. Θα ερχόντουσαν για να φανούν, να πουν ότι ήρθαν! 

Είναι σκληρός ο κόσμος των τρανς, Μαριλού;

(σκέφτεται πολύ) Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά στις τρανς της δικής μου γενιάς και τις σημερινές. Δεν έχουμε πολλά κοινά, εκτός απ’ το ότι όλες θέλαμε να είμαστε γυναίκες. Οι τρανς της γενιάς μου ήτανε τρανς που ήξεραν τι ήθελαν. Δεν είχαν, αν θέλεις, το να στήσουμε το βυζί τούρλα και να το δείξουμε. Έκαναν αυτή τη δουλειά για την επιβίωση τους με αξιοπρέπεια.

Δηλαδή σήμερα έχει χαθεί η αξιοπρέπεια;

Απ’ ότι βλέπω εγώ, ναι. Κάνε μια γύρα στα soocial media…Ορισμένα πράγματα δεν τα δέχομαι, Αντώνη, δεν τα δέχομαι…Εγώ, ξέρεις, ποτέ δεν έφαγα πόρτα από κανένα μαγαζί και κανένας φίλος ποτέ δεν ντράπηκε να με κυκλοφορήσει. Και μιλάμε για ανθρώπους σοβαρούς, με αξιοπρέπεια. Για να’ μαι ειλικρινής, θα ντρεπόμουν κι εγώ να βγω έξω με πολλές τρανς και το λέω και μπροστά τους. Γι’ αυτό είπα στην αρχή ότι δεν φταίει πάντα ο κόσμος. Τότε κάθε παρέα καμάρωνε να υπάρχει και μια τρανς ανάμεσα τους.

Βλέπεις σήμερα να υπάρχει και μια τάση από νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να θέλουν να επαναπροσδιορίσουν το φύλο τους; 

Εγώ το καταλαβαίνω το δικαίωμα τους και ορθώς το επισημαίνεις, διότι τελευταία έχει ενταθεί το φαινόμενο αυτό. Πολλά νέα παιδιά μου στέλνουν μηνύματα για να τα συμβουλέψω, κάτι που ποτέ δεν κάνω. Δεν συμβουλεύω κανένα παιδί, έχει κάθε δικαίωμα, αλλά πρέπει να έχει από μόνο του και μια ώριμη σκέψη. Λυπάμαι, αλλά ένα παιδί 16 και 17 ετών, ώριμη σκέψη δεν διαθέτει. 

Είσαι δηλαδή αντίθετη με τον επαναπροσδιορισμό φύλου όπως οριοθετήθηκε χρονικά σύμφωνα με την ταυτότητα φύλου;

Πάλι το ίδιο θα σου πω. Σέβομαι το δικαίωμα κάθε παιδιού, αλλά το θεωρώ πολύ νωρίς. Γνώμη μου.

Πως ακούς τις νέες εκφράσεις; Η «αλλαγή φύλου» έγινε «επαναπροσδιορισμός φύλου», η λέξη «τραβεστί» είναι πια απαγορευμένη κλπ.

Παίζουμε με τις λέξεις. Ο καθένας θα χρησιμοποιήσει την πρώτη λέξη που θα του έρθει στα χείλη. Ο ένας θα πει τρανς, ο άλλος τραβεστί και ο άλλος τρανσέξουαλ. Κι αυτό θα γίνεται πάντα! Ο καθένας μαθαίνει τις λέξεις που του ταιριάζουν, πως θα τους ταιριάξεις εσύ όλους αυτούς τους ανθρώπους και θα τους πεις «Μόνο τρανς να μας αποκαλείτε;» Ούτε θα παρεξηγηθώ ή θα θυμώσω αν κάποιος δημοσιογράφος με γράψει «Η τραβεστί Μαριλού» – αλήθεια το λέω, τα έχω ξεπεράσει αυτά. Ας γράψει ο καθένας ότι του κατέβει. Και ξέρω, έχε υπόψιν σου, ποιοι με κατηγορούν πίσω απ’ την πλάτη μου. Δεν με ενδιαφέρει και τους το λέω κιόλας!

Γιατί είσαι χορτασμένος άνθρωπος.

Ακριβώς, γι’ αυτό!

Υπάρχει όμως κι η άλλη άποψη που λέει ότι η Μαριλού Φραγκιαδάκη κοίταξε την πάρτη της και δεν νοιάστηκε για τα ακτιβιστικά της κοινότητας. Θα τό’χεις ακούσει μάλλον.

(θυμώνει) Αυτό το μαγαζί είναι όλο μου το έργο και μου το έχουν επισημάνει πολλοί σοβαροί άνθρωποι. Αν θέλουν να το καταλάβουν, έχει καλώς. Οι «Κούκλες» άνοιξαν τα μάτια σε πολύ κόσμο για να δει αλλιώς τις τρανς, εξ ου και σήμερα γεμίζουμε από στρέιτ ζευγάρια. Όλα τα χρόνια ο κόσμος εδώ είχε συνδέσει τις τρανς με τη Συγγρού, άρα εμένα το έργο μου, αναφορικά με την τρανς ορατότητα στην Ελλάδα, είναι πολύ μεγαλύτερο από οποιασδήποτε άλλης. Σε μένα έρχονται και χειροκροτούν τις τρανς, η μαμά, ο μπαμπάς, ο παππούς, ο γιος, όλος ο κόσμος. Βλέπουν καλλιτέχνες στη σκηνή, όχι ξέκωλα. Ας καταλάβουν καλά μερικοί ότι οι «Κούκλες» άλλαξαν τη λογική στη διασκέδαση, στη νύχτα και, κυρίως, στην τρανς ορατότητα. Άνοιξαν το δρόμο για πολλά άλλα. 

Ωστόσο, εσύ δεν θα κατέβαινες στο δρόμο για τα δικαιώματα σας.

Όχι, δεν θα κατέβαινα, αλλά ξέρεις γιατί; Νομίζω ότι το έργο που ήταν να κάνω, το έκανα τότε και με μεγάλο ρίσκο. Τώρα όλα γίνονται με διαφορετικές συνθήκες, βάσει του νόμου και δίχως να παίρνουν κανένα ρίσκο. Εμένα ήταν μεγάλο ρίσκο να ποντάρω όλα μου τα λεφτά και να έχω και τα κυνηγητά από μπάτσους που ήθελαν τις μίζες τους κι εγώ ποτέ δεν τους τις έδινα. Το να κατέβω δηλαδή στο δρόμο με ένα χρωματιστό σημαιάκι με κάνει ακτιβίστρια; Όχι, Αντώνη, δεν με κάνει ακτιβίστρια, για τη δικιά μου την προβολή θα ήτανε! Για να με δείξουν οι τηλεοράσεις! Έτσι είναι! 

Κάτι άλλο που θέλω να σε ρωτήσω: Γιατί τα τελευταία χρόνια οι «Κούκλες» απουσιάζουν από το Athens Pride;

Από επιλογή δική μου! Επειδή ξέρω αυτές τις καταστάσεις, τις έχω ζήσει και εδώ και έξω, και επειδή θέλω να είμαι δίκαιη, δεν γουστάρω να νομίζει κανείς ότι πιάνει κορόιδο τις «Κούκλες». Και εν προκειμένω, γνωρίζω ότι αυτοί πιστεύουν πως πιάνουν τις «Κούκλες» κορόιδο! Όχι! Οι «Κούκλες» πήγαιναν κάποτε για να συμβάλλουν σε κάτι, τώρα όμως που πήγαν να τις πιάσουν κορόιδα, τις σταμάτησα εγώ!

Γίνε λίγο πιο σαφής, για να καταλάβω.

Έκανα μία συζήτηση με κάποιους υπεύθυνους από το Pride. Ζήτησα κάτι και το αρνήθηκαν. Έλα, όμως, που γνωρίζω απ’ έξω πως οι καλλιτέχνες πάνε αφιλοκερδώς, αλλά όχι, αγάπη μου γλυκιά, να πληρώνουν και την πορτοκαλάδα που πίνουν. Στο λέω κομψά, γλυκά, κι ότι καταλαβαίνεις τώρα…

Μάλιστα. Πως περνάει ο χρόνος σου σήμερα;

Έχω πολύ καλούς και πολλούς φίλους, ευτυχώς.

Και με τη Ζωή Λάσκαρη ήσασταν πολύ φίλες, δεν είναι έτσι;

Τη Ζωίτσα τη Λάσκαρη την ήξερα από πολύ μικρή, πριν πάω στο Βερολίνο. Μόλις είχε γυρίσει από την Αμερική και τη γνώρισα μέσω κάποιου γνωστού. Την προηγούμενη από το θάνατο της, μιλούσαμε δυο ώρες στο τηλέφωνο. Με σόκαρε πάρα πολύ ο θάνατος της, ακόμα δεν το’ χω ξεπεράσει. 

Το πεζοδρόμιο αποτελεί εθισμό για κάθε άτομο που εκπορνεύεται;

Μόνο αν το θέλει κάποιος. Εγώ το έβλεπα σαν δουλειά και όταν ήταν να το σταματήσω, το σταμάτησα! Τέλος πάντων, ξυπνάω πάντα μεσημέρι, έχω εδώ την πριγκίπισσα μου, την Πέρσα, έναν μολοσσό Αρλεκίνο. Είναι η αγάπη μου αυτή, τη βγάζω τέσσερις μεγάλες βόλτες κάθε μέρα. Βγαίνω τα βράδια για φαγητό, αλλά είμαι και πολύ του σπιτιού εγώ. Και η αισθητική εδώ μέσα, όπως βλέπεις, είναι Βερολίνο. 

Τι γνώμη έχεις για το χρόνο που περνάει;

Δεν μ’ απασχολεί. Ξέρω τι μου γίνεται, ξέρω τι βλέπω στον καθρέφτη και δεν έχω μια καραμέλα να την πιπιλάω…

Δεν αναπολείς όμως τακτικά όλα αυτά που μόλις μου αφηγήθηκες;

Όχι, δεν αναπολώ. Πάντα έβλεπα μπροστά και νομίζω πως πάντα ήμουν πιο μπροστά απ’ την εποχή μου. Αυτά που’ναι τώρα στη μόδα, εγώ τα’χα κάνει πριν δέκα και είκοσι χρόνια.

Καλά, η ζωή δεν είναι μόδα μόνο, έχει να κάνει με μιαν ευρύτερη αντίληψη.

Για όλα ήμουν πιο μπροστά. Δεν θα φανταζόμουν ένα παιδί να έκανε στα 14 του ότι έκανα εγώ. Ήθελε μεγάλη τρέλα, μεγάλο ανταρτιλίκι. Εγώ όταν μπήκα στις άγριες καταστάσεις της Αθήνας, ήμουν 17 χρονών παιδί. Αγαπώ τους ανθρώπους και πιστεύω πολύ τους ανθρώπους!

Και τους δίνεις χείρα βοηθείας;

Πάντα, μην καταλάβω μόνο ότι πας να με εκμεταλλευθείς. Εκεί γίνομαι σκυλί! 

Το καταλαβαίνεις πάντα αυτό;

Βέβαια και πολλούς τους αφήνω να νομίζουν ότι με εκμεταλλεύονται. Η μεγάλη μου αδυναμία είναι τα παιδιά με ναρκωτικά. Τα έζησα, βοήθησα φίλους, έκλαψα μαζί τους, κοιμήθηκα δίπλα τους, άσχετα αν ήταν τρανς, γκέι ή στρέιτ.

Θεωρείς ότι ανήκεις στην κοινότητα των τρανς;

Όχι. Ανήκω εκεί που θέλω εγώ να ανήκω.

Σε όλη την κοινωνία;

Όχι σε όλη. Η κοινωνία όλη δεν είναι καλή.

Πως θα ήθελες να σε βρει ο θάνατος;

Σαν τη φίλη μου τη Ζωή. Στον ύπνο μου. Δεν θέλω να ταλαιπωρηθώ. Αν είναι να φύγω, ας φύγω στα πόδια μου.

Προσέχεις την υγεία σου ωστόσο;

Καθόλου. Δεν πάω για εξετάσεις και, να χτυπήσω ξύλο, δεν έχω αρρωστήσει ποτέ. Δεν ξέρω αν έχω ζάχαρο ή χοληστερίνη, ας πούμε, αφού ποτέ δεν έχω κοιταχτεί.

Και δεν σε φοβίζει αυτό;

Δεν με φοβίζει, γιατί μέχρι στιγμής νιώθω καλά. Είναι και τεκμηριωμένο το ότι πας για ένα και σου βγάζουν δέκα οι γιατροί. Δεν το συνιστώ για άλλους, η πρόληψη είναι καλό πράγμα, όμως εγώ έχω τη λόξα μου. Όλοι οι φίλοι μου ξέρουν πως δεν παίρνω ποτέ παυσίπονα. Το κεφάλι μου να πάει να σπάσει, το δόντι μου να πονάει υπερβολικά, παυσίπονο δεν θα πάρω. 

Πως φαντάζεσαι την ελληνική κοινωνία σε μισό αιώνα από τώρα;

Να τρώει ο ένας τον άλλο! Πολύ πιο σύντομα δηλαδή το βλέπω…Δεν είναι ένστικτα ανθρώπου αυτά που έχουμε…

Θα δήλωνες αντιφασίστρια;

Ναι, επειδή το αισθάνομαι, όχι απλά για να το πω ή να δηλώσω κάτι. Έχουμε διαβάσει ιστορία και ξέρουμε τις θηριωδίες που έγιναν και τις γενοκτονίες. Ξέρεις, πολλοί δηλώνουν αντιφασίστες για να τους ακούσουν μερικοί άλλοι. Κι εκεί να «φανούν» θέλουν… Στη Γερμανία, που έζησα, είδα τα νέα παιδιά, τα μορφωμένα, να έχουν αναπτύξει ισχυρό αντιφασιστικό κίνημα. Μας έτυχε κάνα δυο βράδια στο Βερολίνο μερικές τρανς να πέσουμε σε τσούρμο Νεοναζήδων. Δεν ξέραμε που να πάμε μη μας χτυπήσουν και διαλέγαμε να περάσουμε ανάμεσά τους. Μας άφηναν, δεν μας έκαναν τίποτα. Ωστόσο, εδώ στην Ελλάδα, πρόσφατα, είδαμε να γίνονται τρομερές αγριότητες, πολύ χειρότερα πράγματα συγκριτικά μ’ αυτά των Γερμανών Νεοναζί.

Εν κατακλείδι, είχες καλή ζωή, Μαριλού;

Ναι, η ζωή μου ήταν καλή και κάποια λάθη που έκανα, τα έκανα εις γνώσιν μου. Συνειδητά. Δεν μπορώ τη μιζέρια, δεν θέλω δίπλα μου ανθρώπους μίζερους και τσιγκούνηδες. Προσπαθώ να μην μ’ αγγίζει το κουτσομπολιό, γιατί δεν το «έχω». Συνεχίζω να μη με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων. Εγώ σου πλασάρομαι όπως είμαι. Με δέχεσαι; Μπράβο! Δεν με δέχεσαι; Πάλι μπράβο, μακριά κι αγαπημένοι. Και η ζωή συνεχίζεται…

* Credits cover photo: EUROKINISSI/ ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΜΑΣ

Ο Άδωνης Γεωργιάδης έδιωξε από το κέντρο υγείας Βάρδας τον επίορκο γιατρό που χρηματιζόταν από φαρμακευτικές εταιρείες

5848271

Ο Άδωνης Γεωργιάδης έδιωξε από το κέντρο υγείας Βάρδας τον επίορκο γιατρό που χρηματιζόταν από φαρμακευτικές εταιρείες

Την αναστολή των καθηκόντων του επίορκου γιατρού αποφάσισε σήμερα ο Υπουργός Υγείας Άδωνης Γεωργιάδης μετά…

Ασημακοπούλου: Απόδημος ξεσκεπάζει τα ψέματα της κυβέρνησης με ένα απίστευτο βίντεο – «Το σκάνδαλο είναι μεγαλύτερο»

Απόδημος

Ασημακοπούλου: Απόδημος ξεσκεπάζει τα ψέματα της κυβέρνησης με ένα απίστευτο βίντεο – «Το σκάνδαλο είναι μεγαλύτερο»

«Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται», ανέφερε ο Δημήτρης Σαββίδης στο βίντεο…

Κασσελάκης: Η τελευταία συνέντευξη πριν το στρατό… με τον Λιάγκα έξω από το στρατόπεδο (video)

Κασσελάκης 1

Κασσελάκης: Η τελευταία συνέντευξη πριν το στρατό… με τον Λιάγκα έξω από το στρατόπεδο (video)

Ο Στέφανος Κασσελάκης μίλησε για όλα λίγη ώρα πριν περάσει την πύλη του στρατοπέδου στη…