Η Μαριαλένα Οικονομίδου θέλει να αποκαταστήσει τη μνήμη του πατέρα της, Γιώργου Οικονομίδη

Η κόρη του αμφιλεγόμενου καλλιτέχνη Γιώργου Οικονομίδη, Μαριαλένα, είναι επίσης μια πολυσχιδής καλλιτέχνιδα, τραγουδοποιός, συνθέτρια και θεατρική συγγραφέας με το «Βρώμικο Παιχνίδι» - το έργο της, με το οποίο επιχειρεί να καθαρίσει με τις επώδυνες μνήμες και τα «φαντάσματα» της οικογένειάς της.  

4525

Η συνέντευξη που θα διαβάσετε δεν είναι προϊόν «δημοσίων σχέσεων», όπως συνήθως επιτάσσει η τρέχουσα καλλιτεχνική επικαιρότητα. Τη ζήτησα εγώ ο ίδιος από τη Μαριαλένα Οικονομίδου, βγαίνοντας από τον @Χώρο Τέχνης Ασωμάτων μετά το τέλος της παράστασης «Βρώμικο παιχνίδι». Πρόκειται για το πρώτο θεατρικό της έργο, στο οποίο αποπειράται να καθαρίσει μία και καλή με τους δαίμονες του παρελθόντος της, φορτωμένη με το βάρος δύο θρυλικών οικογενειών: Των «τροτσκιστών» Βιτσώρηδων με τη γιαγιά της, Νίτσα Τσαγανέα, από την πλευρά της μητέρας της και των «σταλινικών» Οικονομίδηδων, από την πλευρά του πατέρα της. Ακούγεται σχεδόν σουρεαλιστικός ο χαρακτηρισμός «σταλινικός», που του αποδίδει η κόρη του, για τον κομφερασιέ, στιχουργό, ηθοποιό και έναν απ’ τους πιο δημοφιλείς Έλληνες τις δεκαετίες του 1950 και του ’60, τον Γιώργο Οικονομίδη. Ο άνθρωπος αυτός κατηγορήθηκε ως «χουντικός», λοιδορήθηκε όσο λίγοι, μέχρι απόπειρα αυτοκτονίας έκανε, μα για την κόρη του η αλήθεια είναι άλλη και νιώθει την ανάγκη να την πει ακόμη κι αν έχουν περάσει 34 χρόνια από το θάνατο του. 

Το «Βρώμικο παιχνίδι» ωστόσο δεν εστιάζει στον Γιώργο Οικονομίδη. Είναι ένα κοινό δράμα για τα άδικα της ζωής, τη φτώχεια, την απώλεια και την καθημερινότητα: «Το πιο ιερό πράγμα είναι η επιβίωση και η καθημερινότητα», όπως λέει κι η συγγραφέας του έργου κατά τη διάρκεια της συζήτησης μας. Παραδόξως, ενώ η ίδια έχει ένα πλούσιο καλλιτεχνικό έργο, περισσότερα από 500 τραγούδια δισκογραφημένα και ακυκλοφόρητα, όπως και μουσικές για το θέατρο και τον κινηματογράφο, μέσα στο θεατρικό δεν αναφέρεται καθόλου σ’ αυτά. Και ίσως γι’ αυτό αισθάνθηκα την υποχρέωση απέναντι της να τονιστεί η «αθόρυβη» παρουσία της σ’ έναν χώρο που οι άλλοι συνήθως «φωνασκούν» για να υπάρξουν. Η Μαριαλένα Οικονομίδου πρέπει να’ναι ένα απ’ τα πιο μελαγχολικά πρόσωπα που συνάντησα ποτέ. Σαν τον Καλό Σαμαρείτη, αφιέρωσε τη ζωή της στους άλλους, τους πιο δικούς της ανθρώπους, αφήνοντας πίσω μια σταδιοδρομία, που διαγραφόταν λαμπρή στο χώρο της τέχνης. Κι όμως, εξακολουθεί να συνθέτει και να τραγουδάει, να εμφανίζεται σε μικρούς χώρους και τώρα να παρουσιάζει για πρώτη φορά ένα θεατρικό έργο – κατάθεση ψυχής.  

Για μένα δεν ήταν μια «εύκολη» συνέντευξη. Το μεγαλύτερο μέρος της κατέλαβαν μοιραία οι αναφορές σε ένα ξεκάθαρα αμφιλεγόμενο πολιτικά πρόσωπο κατά τη διάρκεια της επταετίας της χούντας. Ο δημοσιογράφος ερωτά και ο συνεντευξιαζόμενος απαντά, ως είθισται. Εν προκειμένω, είναι φανερό πως εδώ εκμαιεύεται η αλήθεια για τον Γιώργο Οικονομίδη και την ιστορία του όπως την περιγράφει η ίδια του η οικογένεια – η κόρη του, Μαριαλένα Οικονομίδου, και μόνον αυτή. Τα συμπεράσματα δικά σας. 

Έχω την αίσθηση πως σ’ αυτή τη συνέντευξη θα μιλήσουμε για «αμαρτίαι γονέων» που «παιδεύουσι τέκνα».

Που «εκπαιδεύουσι τέκνα», γιατί τελικά μάλλον καλό μας κάνει! Εκπαιδεύουμε τον εαυτό μας. Πρόκειται για αμαρτίες της ζωής και των ανθρώπινων συμπεριφορών.

Δεν το είπα τυχαία. Έχοντας δει το θεατρικό σας, ένιωσα ότι κουβαλάτε ένα μεγάλο βάρος.

Ένα μεγάλο βάρος, όχι γιατί οι γονείς και οι παππούδες μου ήταν διάσημοι. Εμένα ποτέ δεν με εντυπωσίαζαν οι διάσημοι της ζωής, αν και μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που μπαινόβγαιναν οι πάντες. 

Πείτε μου μερικά ονόματα.

Ερχόταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη για πολλά χρόνια στο σπίτι μας και μού’δινε ένα φιλί. Η Καρέζη, η Ρένα Ντορ, ο Σακελλάριος, ο Φωτόπουλος, ο Γιαννακόπουλος, ο Ηλιόπουλος, η Σπεράντζα, η Σαπουντζάκη…Οι πάντες.

Όλοι αυτοί που ζουν μέσα απ’ τις παλιές ταινίες.

Ναι, αλλά και τραγουδιστές, όπως και όλοι οι μαέστροι: Ο Πλέσσας, ο Καπνίσης, ο Μουζάκης, ο Μωράκης. Ο πατέρας μου, ξέρετε, είχε κάνει συνεργασίες με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη.

Ναι, ε; Με τους δύο τελευταίους δεν θυμάμαι τι είχαν κάνει.

Με τον Χατζιδάκι είχαν κάνει ένα πολύ ωραίο τραγούδι, το «Ξέρω κάποιο στενό». Στη συνέχεια, υπήρξε μια κόντρα, παρόλο που ήταν γειτονάκια και φίλοι παιδικοί από το Παγκράτι. Ο Μάνος, μάλιστα, συμπαθούσε ιδιαίτερα τη Νίκη, την αδερφή του πατέρα μου, είχαν κάτι σαν φλερτ. Θα έλεγα πως ο Μάνος ήταν ένα καταπιεσμένο πλάσμα κυρίως από τη μητέρα του – αυτά τα γνωρίζω από παιδί και τα λέω, δεν τα «πετάω» τυχαία. Κι εγώ από τον Μάνο Χατζιδάκι άρχισα ν’ αγαπώ την ελληνική μουσική! Με τον δε Θεοδωράκη, συνεργάστηκαν στα τραγούδια του Μποστ: Ο Μίκης μουσική, ο Μποστ στα σκίτσα και τους στίχους, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στη φωνή και ο πατέρας μου στα κείμενα. Ήταν πολύ φίλοι με τον Μποστ, επίσης. 

Σήμερα που σας συναντώ έχουμε 17 Φεβρουαρίου και είναι η επέτειος γέννησης της γιαγιάς σας, Νίτσας Τσαγανέα. Αλλού διαβάζουμε ότι πέθανε στα 103, αλλού στα 101 και αλλού στα 100…

Στα 95 πέθανε και επιτρέψτε μου να το ξέρω, εφόσον ήμουν η εγγονή της και έμενε μαζί μου. Κάποτε, που την είχαν ξεχάσει όλοι και νόμιζαν ότι είχε πεθάνει, την πήρα μαζί μου σε μια τηλεοπτική εκπομπή, που θα παρουσίαζα έναν καινούργιο μου δίσκο. Κανείς δεν το περίμενε. Της έδινε χαρά να βγαίνει να μιλάει ως θεατρίνα παλιά, αν και δεν ήταν μόνο θεατρίνα. Υπήρξε αγωνίστρια, τροτσκίστρια κλπ. Τη θυμήθηκαν, λοιπόν, τη γιαγιά και την κάνανε μαϊντανό μετά. 

Το πιστεύετε ότι έγινε μαϊντανός;

Ναι, αλλά δεν έφταιγε η γιαγιά μου. Στο τέλος πια, στα 94 της, έπασχε από αλτσχάιμερ, γιατί αυτά που έλεγε στις συνεντεύξεις της, δεν έστεκαν.  Ήμασταν πολύ δεμένες όσο μεγαλώναμε. Περάσαμε πολλά μαζί. Άρχισε να με βλέπει σαν εγγονή της…Εγώ λέω ότι ή κάνεις παιδιά ή δεν κάνεις. Είναι μεγάλη ευθύνη και καλό είναι να μην τα κάνεις, αν δεν μπορείς ν’ αναλάβεις την ευθύνη. Απ’ τα 70 της τόσο και μετά, άρχισε να με βλέπει όπως έπρεπε.

Γράψατε ένα θεατρικό έργο, λοιπόν, το οποίο είναι μοιρασμένο ισόποσα στον πατέρα σας, Γιώργο Οικονομίδη, στη γιαγιά σας, Νίτσα Τσαγανέα, αλλά και σε εσάς την ίδια.

Και στη μητέρα μου, Λιάνα Βιτσώρη, επίσης. Πιο πολύ εστιάζει στη γιαγιά μου και στους γονείς μου. 

Λογικό, γιατί προσπαθείτε – σε ότι αφορά τον πατέρα σας – ν’ αποκαταστήσετε μία ιστορική αδικία, όπως έχετε δηλώσει στο παρελθόν.

Μία αλήθεια! Αυτό το «Ο χουντικός Οικονομίδης», που λέγανε και που ήταν απαράδεκτο!

Στο έργο βάζετε την Τσαγανέα να αναφέρεται στα «παλιόπαιδα», κάποιους ηθοποιούς που πήγαν στο Άλσος, στη Μεταπολίτευση, και τον λοιδόρησαν δημόσια.

Γιατί δεν ήξεραν! Αν τους ξέρετε, πείτε εσείς ποιοι ήταν…

Ο Σκούρτης και η Άννα Παναγιωτοπούλου, νομίζω. Ο Άρης Δαβαράκης και η Εμμανουέλα Παυλίδου. 

Και ο Νίκος Κούνδουρος! Αργότερα, ο Σκούρτης ήρθε και ζήτησε συγγνώμη. Τον θυμάμαι γονυπετή να λέει «Γιώργο μου, τι σου έκανα, συγγνώμη»…Μπροστά μου είχε γίνει…Συγγνώμη ζήτησε και από το ραδιόφωνο, νομίζω, ο Άρης ο Δαβαράκης, που τον αγαπώ πολύ. Αυτοί ήταν νέοι άνθρωποι και ήρθαν στο Άλσος για να κράξουν τον Οικονομίδη εν ώρα παράστασης! Του φώναζαν: «Πες μας, χουντικέ, τον ύμνο της 21ης Απριλίου» και τέτοια. Απ’ αυτό έπαθε το έμφραγμα ο παππούς μου, ο Χρήστος Τσαγανέας! Γι’ αυτό σας λέω ότι δεν ήξεραν…Όταν κάνεις αντίσταση από το Παρίσι, που να ξέρεις τι γινόταν στην Ελλάδα; Είμαι λίγο σκληρή επ’ αυτού. Ο πατέρας μου ήταν αριστερός, όπως και όλη η οικογένεια. Μεσ’ στην Κατοχή φυλακίστηκε στο Χαϊδάρι, τον έβαλαν απομόνωση. Ο αδερφός του, Νίκος Οικονομίδης, ήταν γνωστός ως «ο ”Παλιός” από τον ”Ριζοσπάστη”». Μεσ’ στο σπίτι μας έμπαιναν όλο αριστεροί και επί χούντας κρύβαμε αριστερούς. Πρώτα απ’ όλα, κρύβαμε τον αδερφό του πατέρα μου και τον Τάκη Αδάμο, που αργότερα έγινε ευρωβουλευτής του ΚΚΕ. Να σκεφτείτε ότι εγώ ήμουν 10 ετών και τους πρόσεχα, ενώ ο πατέρας μου απαγόρευε να έρχονται οι καλλιτέχνες για να μην πάρει είδηση κανείς. Ξέρω ακόμη ότι ο πατέρας μου βοηθούσε οικονομικά και το Κόμμα. Κι εγώ αριστερή είμαι, αλλά όχι ενταγμένη σε κάποιο κόμμα, πράγμα που δεν με συμφέρει. Ως γνωστόν, άμα δεν ανήκεις κάπου, δεν υποστηρίζεσαι. Θέλω να πω ότι ο πατέρας μου είχε βοηθήσει τον Ληναίο με τη Φωτίου, είχε βγάλει απ’ τη φυλακή την Καρέζη με τον Καζάκο και δεν ήθελε να πάθουν το παραμικρό αυτοί οι άνθρωποι. Πιεζόταν πολύ. Γι’ αυτό έκανε την παραχώρηση με τον Ύμνο της χούντας.

Τον οποίο Ύμνο έγραψε τελικά.

Θα σας απαντήσω εγώ με μία ερώτηση: Τον έγραψε μόνος του; Τον τραγούδησε;

Ο Γιώργος Κατσαρός έγραψε τη μουσική και ο Φώτης Δήμας, που εξαφανίστηκε μετά, τον τραγούδησε. 

Είναι γνωστά πράγματα αυτά. Ο Κατσαρός τον έγραψε, αλλά μετά είπε πως δεν γνώριζαν, ούτε αυτός, ούτε ο πατέρας μου.

Τι θα πει «δεν γνώριζαν»; Aπό τον ίδιο τον Κατσαρό είχα ακούσει ότι οι συνταγματάρχες κάλεσαν μια ωραία πρωΐα τους Έλληνες συνθέτες του ΕΙΡ, στη Βουλή κιόλας, τους έδωσαν τους στίχους του Οικονομίδη και τους παρήγγειλαν από ένα τραγούδι επετειακό για τη συμπλήρωση του ενός έτους της «Επαναστάσεως»! Σαν να λέμε ότι ο ”καλύτερος” θα ”κέρδιζε” και το δικό του κομμάτι θα γραφόταν σε δίσκο!

Ο Οικονομίδης έδωσε στίχους για να σώσει τους δικούς του, αυτό έχω να σας πω. Μπορεί το ίδιο νά’κανα κι εγώ στη θέση του άμα είχα περάσει ένα Χαϊδάρι. Σε ότι αφορά την Ολυμπιάδα Τραγουδιού, ο πατέρας μου είχε προτείνει να γινόταν από το 1957. Τον είχαν βραβεύσει οι Ιταλοί με «Mascara d’ Argento» σε μια βραδιά που επίσης βραβεύτηκαν ο Ντε Σίκα, η Σοφία Λόρεν κ.α. Ολόκληρο το ανατολικό μπλοκ είχε έρθει να τραγουδήσει στην Ολυμπιάδα επί χούντας. Δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί ήταν χουντικοί ή ήρθαν απλά για να διαγωνιστούν, όπως σε τόσα και τόσα φεστιβάλ της εποχής; 

Η Κλειώ Δενάρδου, πάλι, μου’χε πει σε συνέντευξη της: «Γιατί εγώ μόνο ήμουν πουλέν της χούντας; Ο Μπιθικώτσης δεν είχε τραγουδήσει;»

Είχε τραγουδήσει, όπως και η Μοσχολιού. 

Οι πιο πολλοί φωτογραφήθηκαν με τον Παπαδόπουλο.

Ο Οικονομίδης δεν είχε ανάγκη να φωτογραφηθεί με κανένα Παπαδόπουλο, γιατί τον διεκδικούσαν οι πάντες. Τον λάτρευαν από τους αριστερούς μέχρι τον Γιώργο Παπανδρέου και τη Φρειδερίκη. Ήθελαν να τον οικειοποιηθούν και να τον βάλουν στο κόμμα τους. Εκείνος, απ’ την άλλη, ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος και απ’ αυτόν πήρα το ότι κι εγώ δεν εντάχθηκα ποτέ πουθενά για να βολευτώ. Ούτε καν τον πατέρα μου δεν «εκμεταλλεύτηκα». 

Αληθεύει ότι είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας;

Βεβαίως! Αφού μας τρέλαναν! Μάλιστα, ήμουν μικρό κοριτσάκι στο δωμάτιο μου και έπαθα κρίση μετά. Μου’χε αδυναμία, ήρθε, με χαιρέτισε και μετά ακούσαμε ένα «μπαπ» και ότι ο Οικονομίδης έπεσε…Ουρλιαχτά, κακό…Ανέβηκε στον πέμπτο όροφο και βούτηξε στο κενό, αλλά κατά λάθος τον κράτησε η τέντα! Γλίτωσε, αλλά χρειάστηκε να κάνει μια σοβαρή επέμβαση, αφού έσπασε τη μέση του. Δεν ξέρω αν το μετάνιωσε, ξέρω μόνο ότι εξακολούθησε νά’ναι πολύ θλιμμένος…Δεν μπορεί να λένε χουντικό έναν άνθρωπο που έγραψε το «Κορόιδο Μουσολίνι», που βοήθησε επί χούντας αριστερούς και κινδύνευε η ζωή της οικογένειας του! Και να μη βγαίνει κανείς απ’ αυτούς να τον υπερασπιστεί, εκτός από τη Μαρία Σιδέρη και νά’ναι καλά! Ξέρετε τι είναι να σπάνε τα δόντια της μάνας μου και να τη βρίζουν; Να της λένε «Μωρή τέτοια, είσαι η γυναίκα του χουντικού;»

Έγινε τέτοιο πράγμα; Πως το τεκμηριώνετε;

Ναι, φυσικά και έγινε! Εγώ με τα μάτια μου είδα τη μάνα μου με τα αίματα έξω από το Άλσος! Να αναγκάζεται να φεύγει για Λονδίνο ο αδερφός μου, όντας Κνίτης και μετά στον Ρήγα, εξ ου και τον στοχοποίησαν οι σύντροφοι του. Δεν ήθελε να φύγει τόσο μικρός απ’ το σπίτι. Ξέρετε τι πιστεύω και δικαιολογώ αυτούς τους ανθρώπους; Δείλιασαν να μιλήσουν για να μη χαλάσουν το πρεστίζ τους και σταύρωσαν τον πατέρα μου. Τέλος πάντων, όλα αυτά μέσα στο έργο περνάνε μέσα από τα δικά μου βιώματα. Η ιστορία με το έργο ξεκίνησε το ’97 – ’98 που έχανα τη μητέρα μου και η γιαγιά το παιδί της. Το’χε ξαναπεράσει η οικογένεια, βέβαια, με το χαμό της αδερφής μου. Έπειτα η άλλη γιαγιά μου, η μαμά του Οικονομίδη, έχασε ακόμη ένα παιδί. Τραγικά πράγματα! 

Πως ήταν σαν πατέρας ο Γιώργος Οικονομίδης.

Καλός! Με είχε πριγκίπισσα, δεν μας έλειψε τίποτα! Δεν χώρισε ποτέ τη Λιάνα, τη γυναίκα του, της είχε λατρεία, παρόλο που εκείνη του έλεγε καμιά φορά να χωρίσουν.

Αλήθεια είναι πως τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ο πατέρας σας ήταν ο πιο δημοφιλής Έλληνας.

Δεν έλειψε ποτέ, όμως, απ’ το σπίτι του, ούτε ένα βράδυ. Δεν πιστεύω ότι είχε ερωμένες. Μπορεί να τον κολάκευε αυτό, γιατί ως έξυπνος άνθρωπος ήξερε ποιες τον διεκδικούν και γιατί, αλλά δεν μας στέρησε τίποτα.

Ακούστε, όμως: Τι θα απαντούσατε σ’ αυτούς που λένε ότι στην απόλυτη παντοδυναμία του, κάποιοι βασανίζονταν ή βρίσκονταν στα ξερονήσια;

Μα, δεν φυλακίστηκε επί χούντας και ο θείος μου και λατρεμένος αδερφός του; Γιατί τον κρύβαμε στο σπίτι μας μαζί και μ’ άλλους αντιστασιακούς; Δεν σας είπα πριν ότι ο πατέρας μου βοήθησε να αποφυλακιστούν ο Καζάκος με την Καρέζη; Η απάντηση τελικά σ’ αυτό που με ρωτάτε είναι πως η «απόλυτη παντοδυναμία», όπως την αποκαλείτε, ήταν η βιτρίνα. Και πίσω απ’ τη βιτρίνα βρισκόταν το αίσθημα αλληλεγγύης του για όλους τους κυνηγημένους αριστερούς.

Και η μητέρα σας τι άνθρωπος ήταν; 

Η μητέρα μου ήταν ένα παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ και έφερε την πίκρα του πατέρα της, του παππού μου, που έφυγε νωρίς στο Παρίσι κυνηγημένος! Έχει τεράστια ιστορία ο παππούς μου! Εμένα ο Βιτσώρης ήταν ένας απ’ τους ήρωες μου δίπλα στον Δον Κιχώτη, τον Ζορό και τον Όλιβερ Τουίστ. Τον γνώρισα χωρίς να τον γνωρίσω, μέσα απ’ τα λεγόμενα της μάνας μου και της γιαγιάς μου, όπως και του αδερφού του, του Τίμου Βιτσώρη, που ήταν ποιητής και ηθοποιός. Εδώ να πω ότι θείος μου ήταν ο Τίτος Βανδής, ξάδερφος του παππού μου, που ήταν πάντα κοντά μας μαζί με τη σύζυγο του, τη Μπέττυ Βαλάση. Αυτοί στήριζαν τον πατέρα μου όταν τον χτυπούσαν: Ο Τίτος Βανδής, ο Χρήστος και η Νίτσα Τσαγανέα, τα πεθερικά του, που παράτησαν το θέατρο για νά’ναι δίπλα του στο Άλσος. 

Αγαπιόντουσαν ο Χρήστος με τη Νίτσα Τσαγανέα;

Πολύ, πάρα πολύ!

Τι νιώθετε σήμερα που τους βλέπετε στις παλιές ελληνικές ταινίες;

Είμαι ένας άνθρωπος που λειτουργώ συναισθηματικά, αλλά για πολλά χρόνια δεν είχα μύθους. Μ’ ενδιαφέρει ο άνθρωπος περισσότερο και ασχολούμαι με το κάθε πλάσμα μέσα απ’ το στίχο και τη μουσική μου. Δεν με νοιάζει νά’ναι «σταρ» ο άλλος για ν’ ασχοληθώ μαζί του. Έτσι, για πολλά χρόνια δεν έβλεπα καν τις ταινίες αυτές. Όταν μεγαλώνεις, ευαισθητοποιείσαι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, γιατί κάπου εμείς οι ίδιοι διαχειριζόμαστε το Εγώ μας. Τώρα πια, λοιπόν, που γέρασα κι εγώ, τους βλέπω και συγκινούμαι, γιατί νομίζω πως κάτι θέλουν να μου πουν. Παλιά δεν είχα την ανάγκη ίσως να με προστατεύσουν. Τώρα, βλέποντας τους, σαν να τους δίνω το ρόλο ότι με βλέπουν από κάπου, όπου είναι ή δεν είναι, νιώθοντας την ανάγκη να τους τιμώ ως ανθρώπους που πρόσφεραν στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τέχνη γενικώς.

Και στην κοινωνία, θα λέγατε;

O Οικονομίδης έδωσε ανιδιοτελώς 1700 τιμητικές παραστάσεις για άρρωστα παιδιά, σεισμοπαθείς και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Σε μία απ’ αυτές, του 1967, ήταν εκεί η Βουγιουκλάκη, ο Παπαμιχαήλ, η Καρέζη, όπως και αριστεροί άνθρωποι. Το λέω και το ξαναλέω, επειδή δεν μ’ αρέσουν οι «καραμέλες» και στην περίπτωση του πατέρα μου υπήρξαν δύο «καραμέλες»: Της Ολυμπιάδας και του Ύμνου της χούντας. Ξέρετε πόσοι Έλληνες καλλιτέχνες έρχονταν και τον παρακαλούσαν να τους βγάλει στις παραστάσεις του; Δεν μπορώ να τα ξέρω και όλα, δεν ήμουν και κατάσκοπος των γονέων μου! Αν εσείς μου λέγατε να σας γράψω τον ύμνο της χούντας τότε, θα σας έλεγα όχι. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να το πει γιατί είχαμε αριστερούς στο σπίτι. Και ποιους συγκεκριμένα; Τρεις! Τον αδερφό του, τον Τάκη Αδάμο και τον Γιώργο Σιδέρη, τον άντρα της Μαρίας Σιδέρη – να σας τα πει η ίδια! 

Ένας άνθρωπος, λοιπόν, μου λέτε πού εισέπραξε αποδοχή και άλλο τόσο πόνο στη ζωή του.

Όχι απλώς πόνο, του ήρθε κι ένας καρκίνος και τον αποτελείωσε. Εδώ φεύγουν νέοι άνθρωποι, θα μου πεις…Τώρα πια έχει γίνει συνάχι, αλλά τότε η στενοχώρια τον αρρώστησε. Και ποιος να έβγαινε μετά να τον υπερασπιστεί; Νομίζετε ότι είχε βήμα μετά τη Μεταπολίτευση; Κι εμείς να του λέγαμε να βγει να μιλήσει, ποιος θα του έδινε αυτή τη δυνατότητα; Ούτε κι εγώ είχα διάθεση τότε να μιλήσω, κοιτάζοντας τη δική μου δουλειά στο χώρο της τέχνης. 

Ξαναπάμε στο έργο, στο οποίο βάζετε έναν κομμουνιστή, τον Κύριο Χ, να εισβάλλει στο σπίτι σας.

Δεν ξεκαθαρίζω τι είναι. Κομμουνιστής, πάντως, δεν είναι. 

Και γιατί ψάχνει δια της βίας- υποτίθεται- τα αρχεία σας; 

Τα ψάχνει για να αποδείξει ότι ο παππούς του δεν ήταν προδότης. Πρόκειται για ένα φανταστικό πρόσωπο, αφού κι εγώ, όπως κι ο πατέρας μου, έχουμε ζήσει την εκμετάλλευση από πολλούς δημοσιογράφους. Η γιαγιά μου, σας είπα, έλεγε ασυναρτησίες στα τελευταία της: Τη ρωτούσαν αν ο Χορν της πλήρωνε το ενοίκιο και το παραδεχόταν, ενώ δεν είχε καμία ανάγκη, παίρνοντας δύο μεγάλες συντάξεις. Γιατί το έκανε, όμως; Για να βοηθάει φτωχούς ανθρώπους. Εγώ πιστεύω ότι κρυφά, κι από μένα ακόμη, έβλεπε τροτσκιστές! Όταν «έφυγε», οι τροτσκιστές είχαν στείλει στεφάνι! 

Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, η αιωνόβια σχεδόν Νίτσα Τσαγανέα ηχογράφησε με τη φωνή της τον «Μανώλη», ένα καθαρόαιμο λαϊκό τραγούδι σε στίχους και μουσική της εγγονής της, Μαριαλένας Οικονομίδου. 

Μα ναι, είχε γνωρίσει προσωπικά τον Τρότσκι.

Τα λέω και στο έργο. Ο παππούς μου, ο πρώτος άντρας της, ο Βιτσώρης, ήταν αυτός που έφερε τον τροτσκισμό στην Ελλάδα! Αναζητήστε το εξαιρετικό βιβλίο του, «Ο άγνωστος Βιτσώρης»! Κι εγώ να μεγαλώνω σ’ ένα σπίτι, που οι μισοί, οι Οικονομίδηδες ήταν σταλινικοί, ενώ οι Βιτσώρηδες ήταν τροτσκιστές!

Σταλινικός ο Οικονομίδης! Μένω ενεός! Χαμός δηλαδή θα γινόταν…

Δεν μπορούσαμε να φάμε ήρεμα τις Κυριακές, σκοτωνόντουσαν οι γιαγιάδες πρώτα απ’ όλα, η Νίτσα Τσαγανέα με τη Μαρία Οικονομίδου! Τροτσκίστρια η μία, σταλινική η άλλη! 

Εγώ πάλι νόμισα ότι εσείς απηυδήσατε με όλη την Αριστερά και τα παρακλάδια της μεσ’ στο σπίτι σας, γι’ αυτό και βάλατε έναν κομμουνιστή να βάζει κάτω και να δέρνει την Τσαγανέα.

Σας το είπα πριν, δεν είναι κομμουνιστής ο φανταστικός αυτός χαρακτήρας! Τον έπλασα, δικαιολογώντας τον για κάποια παιδικά τραύματα του, που πάντα παίζουν στη ζωή των ανθρώπων.

Εσείς έχετε παιδικά τραύματα;

Είχα, δεν είχα; Είχα…

Τα οποία αποβάλλατε;

Μιλάω γι’ αυτά μεσ’ στο έργο μου.

Ναι, αλλά εδώ κάνουμε συνέντευξη, δεν βλέπει το έργο σας ο αναγνώστης.

Εντάξει. Πρώτα απ’ όλα η εφηβεία μου ήταν πολύ δύσκολη και περάσαμε όλη αυτή την κατάσταση με τον «δαχτυλοδεικτούμενο Οικονομίδη». Την τραγική ημέρα που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου, εγώ είχα πάει εκεί. Ο πατέρας μου έλειπε, δούλευε στο Μόντρεαλ. Πήγα μαζί μ’ ένα συμφοιτητή μου απ’ τη θεατρική σχολή του Πέλλου Κατσέλη. Το ξύλο της ζωής μου έφαγα στο Πολυτεχνείο! Έρχεται ένας με πολιτικά και μου λέει: «Τι κάνεις εδώ, μωρή;» και μου τσάκισε τα πόδια! Πολλοί λένε ότι φάγανε ξύλο, αλλά σας λέω αλήθειες! Δεν παριστάνω την ηρωίδα, αλλά σας λέω ότι έφαγα ξύλο από έναν παλιάνθρωπο πανηλίθιο, ο οποίος μπορεί να με παρακολουθούσε. Μόνο σε μένα ήρθε, ξέροντας ότι είμαι κόρη του Οικονομίδη, δεν πήγε σε κάναν άλλον! Ο συμφοιτητής μου, που πήγαμε μαζί στο Πολυτεχνείο για να μοιράσουμε λεμόνια στους φοιτητές για τα δακρυγόνα, λέγεται Κλεόβουλος Ζαμίδης και είναι εν ζωή, αν θέλετε αναζητήστε τον! 

Δεν με εκπλήσσετε. Έχω ακούσει, λόγου χάριν, ότι μεσ’ στη χούντα, υπήρχαν κι αυτοί που έλεγαν τον Οικονομίδη «βρωμοκομμούνι», λόγω του παρελθόντος του.

Πρώτα απ’ όλα επί χούντας μας έκαναν έξωση από το Άλσος. Ήξεραν τι ήταν, αλλά τον κρατούσαν στο χέρι, γιατί ήξεραν και ότι είχε λατρεία στο Νίκο, τον αδερφό του. Δε βαριέσαι…Έγραψε «Κορόιδο Μουσολίνι», τα λέει όλα αυτό! Και, μάλιστα, όταν τον κατηγορούσαν, έγραψε το εξής: «”Κορόιδο Μουσολίνι ήταν οι στίχοι μου, τα ψυχικά τα τείχη μου στου φασισμού το φίδι. Και τώρα που τελειώσανε τα ζήτω μου, σε ακούω από τον τάφο σου, Μπενίτο μου, να τραγουδάς Κορόιδο Οικονομίδη”»…

Συγκλονιστικό ως ενδοσκόπηση. 

Το ’80 το έγραψε. Δεν μπορώ την αδικία, δεν είναι που ήταν ο πατέρας μου. Και μετά τι να’βγαινε νά’λεγε; «Έκρυβα αριστερούς, δοξάστε με»; Δεν είμαστε τέτοιοι άνθρωποι, δεν τό’χουμε αυτό! Βοηθούσε όλους τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη, όχι μόνο τα ταλέντα. Και καλά έκανε! 

Πέρασαν λεφτά από την οικογένεια σας;

Ναι, πέρασαν. Πολλά, αφού δούλευε σαν σκυλί. Εξανεμίστηκαν, όμως, λόγω Άλσους. Το Άλσος ήταν σαν ένα υπερωκεάνιο με πάρα πολλά έξοδα. Ήταν του Δήμου, δεν ήταν δικό μας, σχεδόν συνέταιροι ήταν με τον δήμο 50 – 50. Έπρεπε να πληρώνονται οι σερβιτόροι, που ήταν οικογένεια μας, και οι τραγουδιστές, που έπαιρναν υπέρογκα ποσά. Μεγάλη η στενοχώρια μου όταν έκλεισε, γιατί κι εγώ εκεί μέσα γεννήθηκα και μεγάλωσα. Το έζησα για 30 χρόνια και μια δεκαετία πιο πολύ ο πατέρας μου. 

Ενώ βοήθησε πολλά ταλέντα σαν να μην μπόρεσε να βοηθήσει την ίδια του την κόρη.

Εγώ δεν ήθελα! Ο μεγάλος του καημός ήταν, έχω μια κασέτα που το δηλώνει αυτό. «Είναι δυνατόν; Βοήθησα τη Μούσχουρη, τη Βάνου, τόσο κόσμο, και να μη βοηθήσω το παιδί μου;» Μόνος του τά’λεγε! Αναρωτιόταν μήπως ντρεπόμουν που ήταν πατέρας μου…Να σας πω την αλήθεια, κατάλαβα ότι η αξιοκρατία μεμονωμένα υπήρχε και υπάρχει. Δεν ήθελα να λένε οι συνάδελφοι ότι με επέβαλε ο πατέρας μου στο χώρο. Τώρα το βλέπω διαφορετικά, λέω «Ποιους να ντρεπόμουν; Αυτούς που δε ντρέπονται οι ίδιοι; Αυτούς που βραβεύονται; Τους ημίθεους, που έχουν ξεχάσει πως ξεκίνησαν; Αυτούς που δεν δίνουν βήμα σε νέους ανθρώπους, εκτός αν είναι η φιλενάδα τους, το παιδί τους ή ο αδερφός τους; Τους 10 – 20 που κυριαρχούν παντού; Τα ανθρωπάκια;» Μιλάω και για κάποιους με μεγάλο έργο, αλλά με μικρότητα, τους μικρούς ως άνθρωποι. Αν τα ήξερα όλα αυτά, σαφώς και θα τον άκουγα τον πατέρα μου, γιατί ήμουν και πολύ μικρή όταν τον έχασα, στα 27 μου. Άλλα παιδιά δουλεύουν απ’ τα 5 τους χρόνια, θα μου πείτε, αλλά κι εγώ στα 27 τον είχα ανάγκη, τον ήθελα. 

Πρόλαβε να ακούσει τα τραγούδια σας;

Τα λάτρευε. Όχι μόνο αυτός. Ο Δημήτρης Χορν, επίσης, που ζήτησε να με γνωρίσει όταν άκουσε ένα τραγούδι μου, ο Αλέκος Σακελλάριος, η Καίτη Μπελίντα, η Νινή Ζαχά…Λάτρευαν τα τραγούδια μου. Εγώ είμαι παιδί της Κολούμπια, εκεί γίνονταν οι δίσκοι μου, τους οποίους δεν τους πλήρωσα ποτέ! Δεν θα καταδεχόμουν να πληρώσω εγώ τη δουλειά μου, όπως γίνεται σήμερα. Δεν μου αρέσει και δεν κρίνω όποιον το κάνει, αφού τα πράγματα έχουν αλλάξει. Έχουν γίνει όλοι νταβατζήδες. Σταμάτησα το 1995, όταν άκουγα τι έκαναν σε άλλους συναδέλφους τραγουδοποιούς. Πλήρωναν για ν’ ακουστούν απ’ τα ραδιόφωνα και αισθανόμουν τυχερή μεσ’ στην ατυχία μου. Σημειωτέον, στην εφηβεία μου, στα 15 μου, άρχισα να γράφω τα δικά μου τραγούδια. 

Θα μιλήσουμε για την τραγουδοποιία σας, εγώ ωστόσο έχω κολλήσει μ’ αυτή τη σκηνή του ξυλοδαρμού της Νίτσας Τσαγανέα μέσα στο θεατρικό σας. Αναρωτιέμαι ποιους λογαριασμούς δικούς σας να κλείνετε έτσι.

Η τέχνη είναι μέσα στη ζωή κι αντιγράφει κάποια πράγματα. Σκεφτείτε τι περνάνε κάποιες γριές στα χέρια δικών τους ανθρώπων! Ίσα – ίσα που κι εγώ όταν τη βλέπω τη σκηνή αυτή, ταράζομαι που ένας ψυχοπαθής δέρνει τη γιαγιά μου. Μπορεί να μην υπήρχε ο Κύριος Χ, που σχεδίασα σαν χαρακτήρα, αλλά πολλοί διεκδικούσαν τα αρχεία μας και την ιστορία μας. Μιλάω για δημοσιογράφους, όχι για τροτσκιστές, που τους λάτρευε η γιαγιά μου και σ’ αυτό ήμουν μαζί της. Και μένα μου πάει ο Τρότσκι, απλά αποφάσισα να μην ενταχθώ πουθενά. 

Άρα μήπως η τόση ένταξη της οικογένειας σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, σας φόρτωσε με δυσεπίλυτα προβλήματα;

Βεβαίως με φόρτωσε, γιατί εγώ έγινα ο προστάτης τους. Και μοναξιά έζησα…Βέβαια, με ερωτεύθηκαν πολλοί άνθρωποι, έζησα έντονους έρωτες και πιο πολύ απ’ όλους αγάπησα τον άνδρα μου, τον Ρομπέρτο Καριέρε.

Ο οποίος, απ’ όσα γνωρίζω, ήταν καρπός του έρωτα ενός Ιταλού με μιαν Ελληνίδα μεσ’ στην Κατοχή.

Ναι, ενός Ιταλού που αγαπούσε την Ελλάδα, όμως. Αγάπησα τη ζωή του Ρομπέρτο κι αυτός τη δική μου, τη μοναξιά που’χαμε σαν παιδιά και που ότι κάναμε, τα κάναμε μόνοι μας. Ο Ρομπέρτο σπούδασε από μόνος του, ποτέ δεν εμφανίστηκαν οι γονείς του και ελάχιστες φορές είχαν ιδωθεί. Μήπως έβλεπα εγώ τους δικούς μου, τόσο που δούλευαν; Ιδιόρρυθμοι άνθρωποι ήταν κι οι δικοί μου. Πέθανε το 2015 και μου κόστισε πολύ, αφού τον είχα γνωρίσει στα 18 μου. Η σχέση μας ήταν περίεργη, χωρίζαμε – κάναμε – ράναμε, αλλά πάντα μαζί ήμασταν. Μας είχε δέσει ο πόνος, ένα πολύ δυνατό συναίσθημα για να δεθείς με κάποιον. Κάναμε δυο υπέροχα παιδιά: Τον Γιώργο και τη Λιάνα, που είναι ηθοποιός και πολύ καλή μάλιστα!

Τους δώσατε τα ονόματα των γονιών σας, βλέπω.

Ήταν επιθυμία του Ρομπέρτο. Αγαπούσε πολύ τους γονείς μου. Και ο Οικονομίδης τον έβλεπε σαν παιδί του, γιατί ήξερε τη ζωή του. 

Πόσα χρόνια έζησε η μητέρα σας μετά το θάνατο του Οικονομίδη; 

Έζησε μια δεκαετία ακόμη, το ’97 πέθανε, αλλά ουσιαστικά ζούσε για τον πατέρα μου. Παραιτήθηκε εντελώς…

Δύσκολο για σας να βλέπετε να καταρρέει μια «ζωντανή» γυναίκα.

Δεν ήταν ποτέ «ζωντανή» η μητέρα μου, γιατί είχε περάσει μεγάλους πόνους κι αυτή. Ο μεγαλύτερος, όταν έχασε το παιδάκι της, την αδερφή μου τη Μαριαλένα, σε ηλικία δύο ετών. Πολύ πονεμένο πλάσμα η μάνα μου…Οι γονείς μου είχαν πάρει στην αδερφή μου μια γκουβερνάντα αντάρτισσα, που την ήθελαν ο πατέρας μου και ο θείος μου. Τι νά’ξερε η γυναίκα από μωρά, που έτρεχε στα βουνά; Ένα ματάκι μόνο είχε κιόλας…Έφαγε ένα κομμάτι μήλο το μωρό, άρχισε να βήχει κι εκείνη το παράτησε κι έφυγε. Τρελάθηκε η μάνα μου! Σημασία έχει που όταν οι γονείς μου βρήκαν αυτή τη γυναίκα, η οποία έφυγε και κρύφτηκε, δεν της κάνανε κακό. Σου λέει «Τι να κάνουμε τώρα, το παιδί μας πέθανε»…Αν ήταν καθίκια, θα την έχωναν φυλακή, αλλά ήταν τέτοια περίπτωση, που κι εκείνη τά’χασε. Εμένα μ’ αρέσει να βλέπω όλες τις όψεις των πραγμάτων. Μη βλέπουμε το εξώφυλλο, αλλά και το οπισθόφυλλο.

Να που πάμε να μιλήσουμε για τα δικά σας και όλο στην οικογένεια σας επιστρέφουμε. Είπατε ότι αρχίσατε να γράφετε στην εφηβεία σας.

Ήμουν τυχερή, γιατί το ’74 – ’75, όταν άρχισα να γράφω τραγούδια, η Κολούμπια έστελνε στο σπίτι μου τραγουδιστές. Τη Γλυκερία, την Πρωτοψάλτη – θέλω να πω ότι πίστευαν στο στίχο και στη μουσική μου.

Είχα την εντύπωση ότι με ροκ ξεκινήσατε.

Έγραφα ροκ, αλλά και έντεχνες μπαλάντες. Λάτρευα τον Μπομπ Ντίλαν, τον Λέοναρντ Κοέν. Από ελληνικά, άκουγα πολύ τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι και αργότερα συνδέθηκα με φιλία με τον Δημήτρη Ψαριανό. Βάζαμε τραγούδια μας από τηλεφώνου ο ένας στον άλλο! Μεγάλη αγάπη έχουμε και τον θεωρώ αδικημένο. Δύσκολος άνθρωπος ίσως, αλλά έχετε την εντύπωση πως κι εγώ είμαι εύκολος άνθρωπος; Όλοι έχουμε τα περίεργα μας. 

Κι εγώ προτιμώ τους «περίεργους» ανθρώπους.

Χαίρομαι που μιλάω σε σας, γιατί πριν μια βδομάδα με κάλεσε ένας δημοσιογράφος να πάω στην ΕΡΤ. Δεν πήγα…Δε βγαίνω κάπου απλά για να μιλήσω. Έχω πει πολλά όχι, πρώτα απ’ όλα στον Χορν, που μου ζητούσε να παίξουμε μαζί. Έκανε μια δεξίωση, ας πούμε, και δεν πήγαινα. «Αν δεν έρθεις, θα τη διαλύσω» μου έλεγε. Τον αγαπούσα και τον είχα ψυχολογήσει, όπως δεν το’χει κάνει άλλος κανείς! Τον έλεγαν σνομπ…Δεν ήταν. Αυστηρός με την τέχνη ήταν όσο κι εγώ. Και στον Χατζιδάκι, όχι είχα πει. Άκουσε κάποια τραγούδια μου λαϊκά, που τα είχα γράψει από πείσμα! Τώρα θα σοκάρω κόσμο, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι κάτι δύσκολο να κάνεις λαϊκό τραγούδι. Και ρεμπέτικα έχω γράψει για τις φωνές της Νάντιας Καραγιάννη, του Τάκη Κωνσταντακόπουλου κ.α. Γνήσια ρεμπέτικα που ήθελε να μου τα κάνει δίσκο ο Αχιλλέας Θεοφίλου, λίγο πριν φύγει από τη ΜΙΝΟΣ. Ο Χορν, λοιπόν, έδωσε μια κασέτα με τα τραγούδια μου στον Μάνο Χατζιδάκι. Μου τηλεφωνεί ο Μάνος (σ.σ. μιμείται τη φωνή του): «Κυρία Οικονομίδου, γράφετε εξαιρετικά τραγούδια, ωραίες μελωδίες κι έχετε μια ενδιαφέρουσα περίεργη φωνή. Θα μιλήσω στον κύριο Μάτσα να πάτε να τον βρείτε». Τα στέλνει στον Μάτσα όντως τα κομμάτια μου και μου τηλεφωνούν απ’ την εταιρεία. Μου λένε πως πρέπει να περιμένω έξι μήνες και μετά θα τα πουν τα τραγούδια μου ο Γιώργος Νταλάρας και η Χάρις Αλεξίου. Εκεί απάντησα: «Δεν θέλω να περιμένω έξι μήνες. Ή θα βγουν τώρα τα τραγούδια μου ή Γεια σας»!

Ήσασταν λίγο αυτοκαταστροφική, μου φαίνεται.

Όχι! Τα είπε τελικά η Μαίρη Λίντα, σπουδαία φωνή. Το αγαπώ το έργο μου, είναι η ψυχή μου, αλλά όταν είσαι νέος δεν μπορείς να περιμένεις. Βεβαίως και θα γινόντουσαν επιτυχίες με τον Νταλάρα και τη Χαρούλα, αλλά και η Μαίρη Λίντα δεν είναι κάνα τυχαίο πλάσμα. Με έπιασε η τρέλα μου και όταν της τηλεφώνησα, απ’ ότι μου είπε κι η ίδια, την είχαν στην αφάνεια. Άκουσε το υλικό και της άρεσε πάρα πολύ!

Θα είχε και φιλία με τον πατέρα σας…

Καθόλου! Μόνο με τον Χιώτη ο Οικονομίδης είχε γράψει το «Γκαρσόνι», ένα τραγούδι – αριστούργημα. Ο πατέρας μου, όπως έπαιρνε μαζί του τον Γιάννη Φλερύ με τη Λίντα Άλμα, έτσι έπαιρνε και τον Χιώτη και τη Μαίρη Λίντα. Φίλοι, πάντως, δεν ήταν με τη Λίντα, ενώ με τον Χιώτη ήταν. Όταν πήγα και τη βρήκα, μου είπε: «Επιτέλους, αυτά είναι τραγούδια! Όλο σκουπίδια μου έδιναν να πω». Ήθελε να τα τραγουδήσει όλα εκείνη, αλλά της εξήγησα πως κάποια θα τα πουν ο Γιάννης Λέφερης και ο Πασχάλης Τόνιος, που τους το’χα υποσχεθεί. Ο δίσκος έγινε, στη μια πλευρά τραγουδούσε η Μαίρη Λίντα και στη δεύτερη τα δύο νέα αυτά παιδιά κι εγώ. 

Έχετε μια ωραία jazzy χροιά στη φωνή σας, κάτι μεταξύ Αλέκας Κανελλίδου και Ελένης Δήμου.

Μου πάει πολύ η jazz, όπως και οι μπαλάντες στη φωνή μου. Με το λαϊκό δεν το’χω, αφού δεν μου πάνε τα λαϊκά γυρίσματα. Μου βγαίνει να γράψω αβίαστα γνήσια λαϊκό τραγούδι, αν και είμαι παιδί της ροκ. Στην Ελλάδα δεν έχουμε ροκ, το πιστεύω απόλυτα. Το να γράψεις μια μελωδία και να βάλεις έναν κιθαρίστα να σου σολάρει, δεν σημαίνει πως είναι ροκ το τραγούδι. Ο Πουλικάκος, ας πούμε, είναι ροκ! Καλός μουσικός, που τον είχαμε στο Άλσος, αλλά και καλός ηθοποιός στις ταινίες. Ο Σιδηρόπουλος ήταν ροκ σίγουρα! Δεν κάναμε παρέα με τον Σιδηρόπουλο, εμένα η παρέα μου τότε ήταν ο Τουρνάς, ο Χρήστος Κυριαζής, η Δέσποινα Γλέζου, ο Λογαρίδης, ο Βλάσης ο Μπονάτσος που με αγαπούσε και με προστάτευε…

Από τι σας προστάτευε; Από τις ουσίες;

Ναι, αλλά δεν μπλέχτηκα ποτέ. Έχω γράψει κι ένα τραγούδι, τη «Μαριλίζ», που αγαπήθηκε πολύ το ’91. Πολλοί μπερδεύτηκαν λόγω του ονόματος και νόμιζαν ότι ήταν βιογραφικό, ενώ στην πραγματικότητα είχε στοιχεία αυτοσαρκασμού. Μπήκε σ’ ένα δίσκο που ενορχήστρωσε ο Στέφανος Κορκολής και με τίμησε. Γενικά στους δίσκους μου έπαιζαν εξαίρετοι μουσικοί: Ο Παπαγγελίδης, ο Σαλέας, ο Ζέρβας κ.α. Πάντως, επαναλαμβάνω ότι λίγοι έκαναν ροκ στην Ελλάδα. Ο Σαββόπουλος, π.χ., έχει γράψει μερικά εξαιρετικά κομμάτια και την πρώτη μου αποβολή την έφαγα για να πηγαίνω να τον ακούω στο «Ροντέο» με τα Μπουρμπούλια και τη Μαρίζα Κωχ. Και με τους Socrates τον είχα δει στο «Κύτταρο». Έχω παίξει με πολλούς: Με τον Δημητριάδη, τον Ζιώγαλα, τον Ρόκκο στα ξεκινήματα του, τη Βόσσου, τον Ανδρέα Μικρούτσικο. 

Γιατί σταματήσατε νωρίς τη δισκογραφία, το ’95;

Μπορεί να σταμάτησε η δισκογραφία, αλλά γράφω συνέχεια και τα παρουσιάζω όπως οι ρεμπέτες, μια κι έξω! Δεν θα γινόμουν σαν τον καθηγητή των μαθηματικών μου, που με κάρφωσε γιατί πήγα στο «Κύτταρο», ενώ κι εκείνος πήγαινε. Σιγά που δεν θα πήγαινα να δω τον Σαββόπουλο, ο οποίος μ’ αγάπησε πολύ κι αυτός στη συνέχεια. Μου τηλεφώνησε μια φορά και μου είπε ότι άκουγαν ένα τραγούδι μου με την Άσπα, τη γυναίκα του, και κλαίγανε. Ένα άλλο πάλι, που τό’χα γράψει για τη μητέρα μου, ήθελε να το πει! Φαντάζεστε τι θα ήταν για μένα να με τραγουδήσει ο Σαββόπουλος; Δεν τό’θελε η εταιρεία, εδώ ειν’ η πλάκα! Πάντως, δεν σταμάτησα δισκογραφικά επειδή δεν θα μου έκαναν άλλο δίσκο οι εταιρείες, αλλά επειδή δεν μ’ άρεσε όπως συμπεριφέρονταν στους συναδέλφους μου. Είχα ενοχληθεί! 

Σας είχε δει ποτέ σε συναυλία ο πατέρας σας;

Ήμουν αλλού εγώ, σε άλλους χώρους. Που να προλάβαινε; Μέχρι το ’80 άλλαζε πέντε φανελάκια τη μέρα απ’ το τόσο που δούλευε! Αυτά που λένε, ότι ο Οικονομίδης κατέρρευσε μετά τη Μεταπολίτευση, είναι ανακρίβειες. Ως το ’85, που ο καρκίνος έκανε μετάσταση στο κεφάλι του, είχε ένα Άλσος γεμάτο! Τον αγαπούσαν και τον αγαπάνε τον πατέρα μου! Έχει φύγει 35 χρόνια τώρα κι ακόμη τον συζητάνε. Σας τα λέω τώρα για να τα γράψετε, γιατί αν τα πω εγώ απ’ τα social media θα γίνω γραφική και δεν μου αρέσει. 

Πιστεύετε ότι πια έχει καταργηθεί η «καραμέλα» του «χουντικού Οικονομίδη»;

Έχουν καταλάβει, πιστεύω. Με τον τρόπο τους μου δείχνουν διάφοροι από την Αριστερά πως μετάνιωσαν. Τι να ήξερε η Παναγιωτοπούλου, που’χε έρθει μικρό κοριτσάκι να βρίσει τον Οικονομίδη, έναν άνθρωπο 60 ετών εν ώρα παράστασης; Τι να ήξερε ο Νίκος Κούνδουρος, που ερχόταν απ’ έξω; Ξέρεις τι ιστορία έχει αυτός ο άνθρωπος και πας και τον βρίζεις; Ξέρεις πόσες βουρδουλιές με τα σημάδια τους είχε απ’ την Κατοχή; Ρωτήστε τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη, που είχε τον θείο του στο Χαϊδάρι, να σας πει τι πέρασε ο Οικονομίδης!  

Πόσο εύκολη ήταν η διαδικασία συγγραφής ενός θεατρικού έργου;

Πολύ εύκολη συγκριτικά με τις δυσκολίες της ζωής μου. Έχω καταφέρει να νικήσω πολλά βρώμικα παιχνίδια μεσ’ στο σενάριο που γράφει η ζωή. Κάποτε ζήλευα την οικογένεια του θυρωρού από κάτω μας, ευτυχισμένη, τυπική, με τις εκδρομές τους. Πιστεύω πως και τον μεγαλύτερο βασανιστή νά’χα πατέρα, θα πέρναγα λιγότερα απ’ αυτά που πέρασε ο Οικονομίδης και η οικογένεια του. 

Ήταν το έναυσμα και για να γίνει το έργο;

Όχι. Το έργο, πιστέψτε με, δεν το έγραψα για τον πατέρα μου. Το έγραψα για να βγάλω το δικό μου «αχ», την αγανάκτηση μου σαν μάνα Ελληνίδα, εργαζόμενη. Ξέρετε ποιο μήνυμα ήθελα να δώσω; Ότι το πιο ιερό πράγμα είναι η καθημερινότητα και η επιβίωση. 

Ωραίο ακούγεται.

Θυμάστε τη σκηνή του τέλους; Η Τσαγανέα παρακαλεί την εγγονή της να ειδοποιήσει την ιδιοκτήτρια του σπιτιού τους να δει στην τηλεόραση ένα αφιέρωμα γι’ αυτήν, μήπως έτσι γλιτώσουν την έξωση. Αγαπώ τον κόσμο, αυτός μας δικαιώνει ως καλλιτέχνες, αλλά διαβάζει κάτι και επηρεάζεται και δεν φταίει. 

Δουλέψατε αρμονικά με την Αλίκη Peterson στη σκηνοθεσία;

Μ’ αρέσει η Αλίκη, γιατί σκηνοθετεί απλά, κλασικά. Δεν το έκανε σουρεάλ, που δεν θα ταίριαζε. Λατρεύω τη λιτότητα και την αφαίρεση στην τέχνη, αλλά βλέπουμε παραστάσεις να φτάνουν στο άλλο άκρο. Έχετε δει στην Επίδαυρο τι γίνεται, έχετε δει τι κάνουν;

Τώρα ακούγεστε συντηρητική. Οι εποχές αλλάζουν, το ίδιο οι τάσεις στην τέχνη.

Είμαι συντηρητική, δεν το κρύβω. Είμαι του κλασικού. 

Εμένα μου άρεσε πως η Peterson χώρεσε τις τόσες σκηνές του έργου σας σε μια μικρή θεατρική σκηνή.

Μοιάζουμε αισθητικά και ευτυχώς ταιριάξαμε στην σκηνοθετική γραμμή. Μου άρεσαν τόσο πολύ οι ιδέες της, που της είπα «Πάρ’ το και κάν’ το», στα πλαίσια βέβαια της δικής μου αισθητικής. Δεν έκανε τίποτα εξτρίμ. Κοιτάξτε, το έργο αυτό μου έκανε καλό κι ας μην αναφέρεται στα δικά μου τα καλλιτεχνικά. Δείχνει περισσότερο την πλευρά μιας κόρης, εγγονής, γυναίκας, που θυσίασε πραγματικά τη ζωή της για τους δικούς της ανθρώπους χωρίς να μετανιώσει ποτέ γι’ αυτό. 

Μείνατε εσείς πίσω, θέλετε να πείτε.

Ναι. Μου έλεγε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου να με πάρει σε συναυλίες και δεν μπορούσα, γιατί είχα τα παιδιά μικρά. Στο έργο λέω πολλά για την κατάσταση της μάνας μου και της γιαγιάς μου λίγο πριν το τέλος τους. Ας μην τα πω κι εδώ. Η τέχνη είναι επαναστάτρια από μόνη της, κάνει το θάνατο ζωή και τη ζωή θάνατο.

Η Μαίρη Λίντα τραγουδάει Μαριαλένα Οικονομίδου: Το «Γκέτο» από το άλμπουμ «Στον επόμενο τόνο…Η ώρα θα είναι…» (1984)

Ζείτε μόνη αυτόν τον καιρό;

Μόνη μου…Πάντα είχα συνηθίσει, αλλά μου λείπουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που φρόντιζα. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν, μένουν κοντά μου, αλλά δεν έχουν ανάγκη πια την φροντίδα μου. Να φανταστείτε πως όταν έχασα τη γιαγιά μου, ήθελα να βάλω αγγελία: «Ζητείται γιαγιά», ώστε να ερχόταν κάποια να έμενε στο σπίτι μου. Μου έλειπε αυτό το κίνητρο ζωής, αν θέλετε, το να φροντίζω τους άλλους, όπως φρόντισα και τον άντρα μου, που δεν είχε ξεπεράσει ποτέ στην ουσία τα ψυχολογικά του. 

Μήπως τελικά περάσατε τη ζωή σας ως καλός Σαμαρείτης;

Και για τους φίλους μου ήμουν αυτό που λέτε. Και μάλιστα έφαγα πολλή αχαριστία, που δεν τη δικαιολογώ. Βοήθησα πολλούς καλλιτέχνες κι εγώ και πολλούς ανθρώπους, όχι μόνο καλλιτέχνες. Με το «Καλός Σαμαρείτης» που μου λέτε, με βάζετε τώρα ν’ αναλύσω τον εαυτό μου και σκέφτομαι πως κάποιος μπορεί να λέει πως είναι καλός, αλλά να προτάσσει τον εγωισμό του κατά βάθος. Δεν ξέρω…Είμαι πάρα πολύ αυστηρή με μένα την ίδια και δεν θα έλεγα ότι είμαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Είμαι νευρόσπαστο άτομο και βάζω κι εγώ τα όρια μου. Ανέκαθεν έδινα μέχρι δέκα ευκαιρίες στους άλλους.

Ήδη είναι πολλές…

Έτεινα πάντα χείρα βοηθείας, αλλά μετά γινόμουν ένα θηρίο, ένα τέρας, που το έτρεμαν. 

Τελευταία ερώτηση: Αν δεχτούμε πως ισχύουν όλα όσα μου είπατε για τον Γιώργο Οικονομίδη, πιστεύετε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος τού οφείλει μία δημόσια συγγνώμη;

Όχι. Καμία συγγνώμη δεν οφείλει, αφού ο Οικονομίδης έκανε ότι έκανε οικειοθελώς. Από τη στιγμή που είναι κοντά μου άνθρωποι, που έζησαν και ήξεραν τον πατέρα μου, δεν χρειάζεται καμία συγγνώμη. Η Λιάνα Κανέλλη, που ξέρει την ιστορία μας, είχε βγει κάποτε κι είχε μιλήσει. Ο Λεωνίδας Κύρκος, επίσης, που τον αγαπούσε πολύ τον πατέρα μου κι είχε πει «Τι έκαναν! Σταύρωσαν τον σύντροφο»! Ρωτήστε και τη Μαρία Σιδέρη, που είναι 98 ετών και τά’χει τετρακόσια, να σας πει πως ουδέποτε υπήρξε χουντικός ο Οικονομίδης και πως, ακόμη και μετά τη Μεταπολίτευση που το ΚΚΕ νομιμοποιήθηκε, εκείνος το χρηματοδοτούσε με τη δουλειά του. 

Κυρία Οικονομίδου, σας ευχαριστώ και εύχομαι να περάσει πολύς κόσμος από τον Χώρο Τέχνης Ασωμάτων.

Εγώ σας ευχαριστώ πολύ. Μου δώσατε την ευκαιρία να μιλήσω τόσο για τον πατέρα μου και τους δικούς μου, όσο και για το έργο μου, που- όπως σας είπα- είναι η ψυχή μου. Νιώθω ευγνωμοσύνη. 

* Το έργο της Μαριαλένας Οικονομίδου «Βρώμικο Παιχνίδι» παίζεται στον @Χώρο Τέχνης Ασωμάτων. Σκηνοθετεί η Αλίκη Peterson. Παίζουν: Μίρνα Μηλιώνη, Τίνα Τσακίρη, Κέλλυ Δραγουμάνου, Γιάννης Ρωμανός, Μαρία Λιτσοπούλου. Μουσική – τραγούδια: Μαριαλένα Οικονομίδου. Κάθε Σάββατο στις 21.00. 

Χείμαρρος ο Λαζόπουλος: H μικρή χούντα των Πλεύρη, Άδωνι και Βορίδη ανέλαβε τον ρόλο της συγκάλυψης (video)

Λαζόπουλος 1

Χείμαρρος ο Λαζόπουλος: H μικρή χούντα των Πλεύρη, Άδωνι και Βορίδη ανέλαβε τον ρόλο της συγκάλυψης (video)

«Μην αφήσετε το τσεκούρι, κρατήστε ακέραιο το επάγγελμα σας του τσεκοροποιού», ανέφερε ο Λάκης Λαζόπουλος…

Στέφανος Κασσελάκης: Έσβησε τούρτα για τα γενέθλια του μετά την ορκωμοσία του – Τι δώρο του έκαναν (εικόνες)

6168234

Στέφανος Κασσελάκης: Έσβησε τούρτα για τα γενέθλια του μετά την ορκωμοσία του – Τι δώρο του έκαναν (εικόνες)

Τούρτα για τα γενέθλια του έσβησε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανος Κασσελάκης, λίγο μετά την…

Πρώτη δήλωση 12χρονης για Κολωνό: «Θέλω να γίνω εισαγγελέας, να κλείνω στη φυλακή ανθρώπους όπως αυτούς που με βίασαν» (Video)

6168031

Πρώτη δήλωση 12χρονης για Κολωνό: «Θέλω να γίνω εισαγγελέας, να κλείνω στη φυλακή ανθρώπους όπως αυτούς που με βίασαν» (Video)

«Σήμερα είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου», ήταν η φράση που είπε στη…

Χρήστος Χατζηπαναγιώτης: Οι πρώτες δηλώσεις μετά την περιπέτεια υγείας – «Αν καθυστερούσαμε πέντε λεπτά, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά» (video)

Χατζηπαναγιώτης

Χρήστος Χατζηπαναγιώτης: Οι πρώτες δηλώσεις μετά την περιπέτεια υγείας – «Αν καθυστερούσαμε πέντε λεπτά, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά» (video)

«Αν ήμουν μόνος μου, ίσως το άφηνα να δω αν θα περάσει», ανέφερε στις δηλώσεις…

«Για κοίτα με στα μάτια»… μήπως το κεντρικό άρθρο του in.gr είναι μια απάντηση Μαρινάκη στον Μητσοτάκη;

in.gr

«Για κοίτα με στα μάτια»… μήπως το κεντρικό άρθρο του in.gr είναι μια απάντηση Μαρινάκη στον Μητσοτάκη;

«Πάντως τα "συμφέροντα" που δεν κατονομάζει ο πρωθυπουργός δεν κρύβονται, ούτε χρειάζονται κανέναν πληρεξούσιο», αναφέρεται…

Σοκαριστικές λεπτομέρειες για το ακέφαλο πτώμα στην Καρδίτσα: Άγριο ζώο μπήκε στο σπίτι της

5367790

Σοκαριστικές λεπτομέρειες για το ακέφαλο πτώμα στην Καρδίτσα: Άγριο ζώο μπήκε στο σπίτι της

Σοκάρει η ιατροδικαστική εξέταση της 85χρονης που βρέθηκε χωρίς κεφάλι στην Καρδίτσα