Όταν η Μαίρη Δαλάκου τραγούδησε τα «κλεμμένα» τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι

Η ιστορία της ερμηνεύτριας και τραγουδοποιού Μαίρης Δαλάκου είναι συνυφασμένη με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τις μέρες μας.

69924930 2371918522928208 5308546897449844736 n

Η ερμηνεύτρια και τραγουδοποιός Μαίρη Δαλάκου έχει τη δική της μεγάλη πορεία που ακόμα γράφεται στο βιβλίο με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Από τη συνεργασία της με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο και τη θητεία της στις νεοκυματικές μπουάτ της δεκαετίας του 1960 μέχρι τη συμμετοχή της στους Δεύτερους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας και στην «Πορνογραφία» του Μάνου Χατζιδάκι, είκοσι χρόνια αργότερα. Κι ακόμη, οι πιο ροκ αναζητήσεις της και η στροφή της στον σύγχρονο ηλεκτρονικό ήχο, πάντα με μια διάθεση νεοτερισμού και πειραματισμού, με τη συμβολή του μοναχογιού της, του Κωνσταντίνου Καμπάνη ή «Mr. Woofer».

Η αλήθεια είναι πως η Μαίρη Δαλάκου δεν έκανε ποτέ αυτό που λέμε μεγάλη καριέρα. Τους λόγους τους εξηγεί η ίδια στην ακόλουθη συνέντευξη της, η οποία διέπεται από μία αφοπλιστική ειλικρίνεια. Έχει ζήσει τόσα πολλά, όμως, και άλλωστε ανέκαθεν την ενδιέφερε το «εδώ και τώρα», το να βιώνει τον παρόντα χρόνο με όλες τις αισθήσεις της. Δεν είναι μικρό πράγμα να είσαι τραγουδιστής, να αποδίδεις το «Χάρτινο το φεγγαράκι» και το Ιερό Τέρας Orson Welles να σου κάνει σιγόντο με τον δικό του τρόπο! Ούτε, ακόμη, είναι μικρό πράγμα να είσαι καλλιτέχνης και να έχεις συμπορευθεί με τα πιο μυθικά ονόματα του νεοελληνικού πολιτισμού.

Η συνέντευξη που θα διαβάσετε διαθέτει πληροφορία, άγνωστες ιστορίες για πρόσωπα και καταστάσεις, αναφορές σε οριακά έργα της εγχώριας μουσικής, μαζί με όλη την αλήθεια της Δαλάκου. Είναι το απόσταγμα του βίου μιας καλλιτέχνιδας που, όπως γίνεται αντιληπτό, ποτέ δεν έβαλε νερό στο κρασί της και ποτέ δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με ένα ολόκληρο κατεστημένο, σαν αυτό της πάλαι πότε κραταιάς δισκογραφίας. Σήμερα η Μαίρη Δαλάκου ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει τα ολοκαίνουργια τραγούδια της σε στίχους του σημαντικού Φώντα Λάδη, τα οποία κινούνται σε ηλεκτρονικά dreamy pop ηχητικά τοπία.

Κυρία Δαλάκου, σας συναντώ σ’ ένα σπίτι που θυμίζει ναό τέχνης. Υπάρχει μια έντονη αύρα από το παρελθόν. Να φανταστώ ότι εδώ περάσατε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας;

Είναι το σπίτι που έζησα απ’ την αρχή της πορείας μου, πράγματι. Γεννήθηκα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας σε ένα τεράστιο παλιό σπίτι με ένα μεγάλο κήπο, που το απαλλοτρίωσε ο δήμος τα επόμενα χρόνια. Σήμερα πρέπει να λειτουργεί σαν καλοκαιρινό καφέ, αν δεν κάνω λάθος. Ο παππούς μου κάποια στιγμή το νοίκιασε σε έναν Κόκκαλη, ο οποίος έφτιαξε ένα νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως, το «Όασις», ήταν πολύ γνωστό. Εκεί έπαιζαν ο Χιώτης με τη Ζωή Νάχη και τη Μαίρη Πορτοκάλη, μια υπέροχη τραγουδίστρια. Εμένα, ως παιδάκι, μου’χαν δώσει ένα τραπεζάκι έξω απ’ την κεντρική μάντρα και μου επέτρεπαν να κάθομαι ν’ ακούω από μια ώρα και μετά. Έχοντας ήδη το μικρόβιο, άρχισα να «ξεσηκώνω» κόλπα.

Κατάγεστε από μία καλλιτεχνική οικογένεια. Ο πατέρας σας ήταν ζωγράφος και ένας απ’ τους ιδρυτές της Στέγης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών.

Ακριβώς. Σ’ ένα εντευκτήριο της Καραγιώργη Σερβίας, ενόσω ο πατέρας μου ήταν φοιτητής στην Καλών Τεχνών, μαζεύονταν όλοι οι διανοούμενοι: Ο Σικελιανός, ο Παλαμάς, ο Λουκής Ακρίτας, πατέρας της Έλενας, ο Σταμάτης Μερκούρης, πατέρας της Μελίνας – μεγάλες προσωπικότητες. Ανάμεσα τους και ένας ζωγράφος ονόματι Κώστας Πάγκαλος, που είχε την έμπνευση να φτιάξουν τη Στέγη και να κάνουν μια αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας. Ο πατέρας μου, που ήταν μέσα σ’ όλα, μάζεψε τις υπογραφές. Έτσι, ο Πάγκαλος τον πήρε στη Στέγη και τον πάντρεψε επίσης με τη μαμά μου. Ήταν ένας σταθμός αυτός στη ζωή του, διότι από τότε κανείς δε μπορούσε να ζήσει μόνο με τη ζωγραφική. Μπαίνοντας στη Στέγη, ακολούθησε όλες τις διαβαθμίσεις κι έγινε γενικός έφορος όλων των καλλιτεχνικών. Δεν ήταν μόνο τα εικαστικά, αλλά και τα μουσικά. Στο ένα από τα δύο κτίρια που στεγαζόταν η Στέγη, υπήρχε ένα φανταστικό πιάνο Στανγουέι, που καθόμουν εγώ και χανόμουν με τις ώρες, όποτε μ’ έπαιρνε μαζί του. Εκεί στεγαζόταν επίσης η Κρατική Ορχήστρα και οι μουσικοί έκαναν τις πρόβες τους. Έτσι, έχοντας αγάπη για τη μουσική και βλέποντας και μένα όλη την ώρα εκεί, ο πατέρας μου κανόνισε με τους μαέστρους και με έγραψε στο Ωδείο Αθηνών.

Να πως από το περιβάλλον του πατέρα μπήκατε στον κόσμο της μουσικής.

Ναι και τότε ήμουν μοναχοκόρη. Ο αδερφός μου, αρχιτέκτονας σήμερα, γεννήθηκε αργότερα. Θα έλεγα το ίδιο και για το περιβάλλον της μητέρας μου. Η μητέρα μου ήταν εκείνη που μας στήριζε όλους. Είχαν πάρει μαζί με τον πατέρα μου έναν χώρο στην οδό Νίκης, που πάνω στεγαζόταν – να φανταστείτε – η εταιρεία Music Box. Κάτω ήταν ένας μεγάλος υπόγειος χώρος με γραφεία και εργαστήρια. Έφτιαξαν τη Γκαλερί Τέχνης. Εκείνη ήταν η οικοδέσποινα και ο πατέρας μου με τις γνωριμίες του έφερνε παιδιά νέα από το Πολυτεχνείο και την Καλών Τεχνών. Τον Αλέκο Φασιανό, μάλιστα, ο πατέρας μου τον είχε στηρίξει πολύ. Ήθελε να με παντρευτεί κιόλας και τού’λεγε ο πατέρας μου: «Σιγά μη σου δώσω την κόρη μου! Τρελέ!» (γέλια) Ο Φασιανός ήταν από τότε ένα ασυμβίβαστο πλάσμα, έμοιαζε λίγο τρελούτσικος.

Πως ήταν για εσάς το πιο ακαδημαϊκό κλίμα του Ωδείου Αθηνών;

Τα χρόνια εκείνα τα θυμάμαι σαν ένα φωτεινό πράγμα, ήταν πολύ όμορφα! Ο πρώτος μου αυθορμητισμός υπήρξε το τραγούδι, η σύνθεση ήρθε αργότερα. Θυμάμαι μια εικόνα που με είχε στιγματίσει από πολύ πριν, όταν ήμουν στην πρώτη δημοτικού: Μας πήγαιναν εκδρομή στο Πεδίον του Άρεως. Ξέφυγα απ’ τα άλλα παιδάκια και πήγα γύρω – γύρω απ’ τη μάντρα που ήταν σκαρφαλωμένα τα μεγαλύτερα παιδιά κι εγώ δεν μπορούσα να δω. Πήγαινα, λοιπόν, πέρα – πέρα πίσω και είδα τη Νινή Ζαχά. Τραγουδούσε με την κιθάρα της…Έχασα την αίσθηση του χρόνου και σε μια φάση κατάλαβα πως είχα χαθεί γενικώς, δεν ήξερα που ήμουν. Θεώρησα ότι είχα χάσει τη μάνα μου, ότι ήταν άλλη μέρα, άλλη ώρα, ούτε κι εγώ ήξερα τι γινότανε…Πέρασα τρέχοντας από τα παρτέρια και τα παγκάκια που κάθονταν οι μαμάδες, αλλά η δικιά μου φυσικά δεν με είδε. Έκανα το παράτολμο βήμα να πάω μέσα από τα σκοτεινά καλντερίμια του Πεδίου του Άρεως ώστε να βγω κατευθείαν στο σπίτι. Έφτασα, η ορχήστρα του Χιώτη είχε ξεκινήσει και μπήκα απ’ την πλαϊνή πόρτα. Το έπαιζα μεγάλη, αλλά κι εκείνοι με ήξεραν, αφού πήγαινα και καθόμουν στο πιάνο τους. Βρήκα μόνο τον παππού μου στο σπίτι. Μετά από λίγο έρχεται και η μάνα μου σε έξαλλη κατάσταση. Είχε κατατρομάξει κι ήταν έτοιμη να με δείρει, αλλά τελευταία στιγμή της έπιασε ο παππούς μου το χέρι και της φώναξε: «Μη»!

Αν σκεφτώ πόσο πολιτικοποιημένη είστε σήμερα στα social media, και δεδομένου ενός μεγαλοαστικού περιβάλλοντος που μεγαλώσατε, είχατε από τότε τις ίδιες ανησυχίες;

Δεν ήταν και τόσο μεγαλοαστικό το περιβάλλον μου. Ο παππούς μου μόνο, ο πατέρας της μητέρας μου, ήταν κοσμοπολίτης απ’ τα νιάτα του. Είχε κάνει στην Αμερική και γυρνώντας με χρήματα, έφτιαξε ένα μπακάλικο. Έχω ακούσει ότι μεσ’ στην Κατοχή, βοήθησε πολύ κόσμο. Έρχονταν λάδια απ’ το χωριό, είχε κι ένα υπόγειο κι έφτιαχνε κρασί, αλλά το λάδι το μοίραζε σε ανθρώπους της γειτονιάς που το’χαν μεγάλη ανάγκη. Το παράδοξο είναι πως ο παππούς μου ήταν καραδεξιός και όλα τα παιδιά του βγήκαν καρααριστεροί. Ήταν στην ΕΡΕ και οι γιοι του, τα αδέρφια της μάνας μου, μονίμως του βάζανε χέρι. Είχαν πάρει σβάρνα όλες τις εξορίες οι θείοι μου. Αργότερα, θυμάμαι πως τους έλεγα ότι πήγα στη Φολέγανδρο και κάνανε: «Α, έχουμε φτιάξει τα δρομάκια εκεί»…Ή πήγαινα στην Ανάφη και μου λέγανε: «Α, κι εκεί έχουμε φτιάξει τα πλακόστρωτα»…Αριστεροί, συναγωνιστές, ήταν και οι θείοι που είχαν παντρευτεί τις αδερφές της μαμάς μου.

Θέλω να μου μιλήσετε για τους καθηγητές σας στο Ωδείο. Ήταν η αφρόκρεμα της εποχής.

Στην αρμονία είχα τον Βαβαγιάννη, αρχιμουσικό στην Κρατική Ορχήστρα. Υπέροχος, παρά το ότι έμοιαζε αυστηρός και απρόσιτος. Ποτέ δεν τους φοβήθηκα αυτούς τους ανθρώπους! Κάτι μας έφερε κοντά, να φανταστείτε έφευγαν όλοι και μένα με κράταγε και κλείναμε μαζί την τάξη. Μου έδινε prima vista χειρόγραφα θέματα, κάτι σπάνιο για κάθε μαθητή μουσικό, που εμένα με ιντριγκάρισε και με βοήθησε πολύ. Στα 17 μου έδωσα εξετάσεις εισαγωγικές για να μπω στο τραγούδι, αν και ο πατέρας μου το φοβόταν λίγο. Ωστόσο εγώ την έκανα την επαναστασούλα μου και δεν τον άφηνα να ζωγραφίζει συνοδεία…Beethoven (γέλια). Μου είχε όμως μεγάλη αδυναμία κι έτσι, όταν τον έπιασαν καθηγητές του Ωδείου και του είπαν «Άσ’ το παιδί να κάνει αυτό που θέλει», όχι μόνο με άφησε, αλλά και με βοήθησε! Στο μεταξύ εγώ τότε να μην ξέρω ούτε ένα ελληνικό τραγούδι, άκουγα μόνο ξένα! Λάτρευα τον Bobby Darin και όλο το ρεπερτόριο του Αμερικανικού Σταθμού.

Το ίδιο μου είχε πει και η Μαρία Φαραντούρη. Όταν είχε πάει να την ακούσουν, λέει, ο Λοΐζος και ο Λεοντής, ζήτησε να τους τραγουδήσει…Paul Anka.

Ναι, η Μαρία είναι της γενιάς μου. Κάπως έτσι κι εγώ, λοιπόν, ανακάλυψα τον Χατζιδάκι. Στις εξετάσεις είπα το «Χάρτινο το φεγγαράκι» συνοδεύοντας τον εαυτό μου στο πιάνο, γιατί από την εφηβεία μου ήδη όποιο κομμάτι άκουγα, το μετέφερα στο πιάνο με τους τόνους που έβρισκα και τα πάντα. Είπα ακόμη τη «Φλαμουριά», Mozart μεταφρασμένο στα ελληνικά, και δεν θυμάμαι τι άλλο…Με κράτησαν, πάντως, πέρασα! Μπήκα στην τάξη της Μαρίκας Καλφοπούλου, που ήταν εξαιρετική, κι από κει γνώρισα την Έλλη Νικολαΐδου, που αποδείχτηκε Η δασκάλα της ζωής μου! Η Έλλη ήταν ένα τόσο μουσικό πλάσμα…Άμα της άνοιγες το κεφάλι, νότες θα ξεπετάγονταν! Είχε μια φοβερή μουσική ευαισθησία, πειραματιζόταν, σου έβρισκε όλα σου τα κρατήματα. Με την Έλλη συνέχισα για πάρα πολλά χρόνια στο σπίτι της, για την ακρίβεια μέχρι τότε που ήμουν στον «Ρήγα» με τον Καλογιάννη και τον Μικρούτσικο, στη Μεταπολίτευση. Δεν πέθανε πολύ μεγάλη η Έλλη, αλλά είχε κουραστεί πάρα πολύ. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία τον Φοίβο Ανωγειανάκη, που έπαθε αλτσχάιμερ δυστυχώς. Αυτό την τσάκισε, την πλήγωσε και την κούρασε…

Ελάχιστοι γνωρίζουν πως πριν μπείτε στο Ωδείο, είχατε περάσει από μία εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη, περιβάλλοντα μάλλον αταίριαστα.

Ναι, ήταν τότε που με τράβηξαν κάποιοι συμμαθητές να πάμε από την εκπομπή του, το «Μουσικό Λεωφορείο». Γινόταν σ’ ένα υπόγειο, όπου αυτός έκανε τα δικά του, είχε κοινό πιτσιρικαρία και που και που τσίμπαγε κανέναν, «έλα πες μας ένα τραγούδι» κλπ. Από κάτω ήταν η γκαλερί της μάνας μου και χωρίς να έχω πει τίποτα σε κανέναν, πάμε με δύο κολλητές μου. Όταν είπε ο Μαστοράκης «Ποιος θέλει να τραγουδήσει;», εν χορώ η κουστωδία με έδειξε και φώναξε: «Ετούτη εδώ, ετούτη»! Τραγούδησα Sergio Endrigo και το «OH, Carol», αν θυμάμαι καλά. Χειροκροτήθηκα, φεύγω, πάω σπίτι και την άλλη μέρα η γυναίκα του διευθυντή της Music Box κατεβαίνει στη μάνα μου: «Φέρε μας την κόρη σου να της κάνουμε συμβόλαιο». Κόκαλο η μάνα μου, λέει «Τι;»…«Μα δεν ξέρεις ότι ήρθε χθες και μας τραγούδησε;»…«Όχι, αλλά τέλος πάντων είναι πολύ μικρή για να υπογράψει συμβόλαιο»…Αργότερα, βέβαια, όταν ο πατέρας ήθελε να με βοηθήσει, όπως σας είπα, ήξερε τον Μίκη και τον έφερε από το σπίτι με τη Citroen του. Καθόταν εδώ που καθόμαστε εμείς τώρα. Εγώ ψιλοντρεπόμουν,  διάλεξα να τραγουδήσω τα πιο λυρικά του τραγούδια, τα «Δακρυσμένα μάτια» από τους «Λιποτάκτες» και το «Χείλι μου μοσχομύριστο» από τον «Επιτάφιο». Εκεί ο Μίκης είπε μια σοφιστεία, ότι τα Ωδεία χαλάνε τους επίδοξους μουσικούς, αλλά εμένα απ’ τό’να αυτί μπήκε, απ’ τ’ άλλο βγήκε. Ήξερα ότι τίποτα δεν επρόκειτο να με χαλάσει. Μου πρότεινε να πάω στον ΣΦΕΜ (σ.σ. Σύλλογος Φίλων Ελληνικής Μουσικής). Πήγα και θυμάμαι ότι με υποδέχτηκε ο Παναγιώτης Κουνάδης. Ήταν όλοι σε αναμονή, γιατί περίμεναν τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Ο Μίκης είχε υπό την προστασία του τους Μαρκόπουλο, Λεοντή, Λοΐζο. Αυτοί οι τρεις έμεναν και στο ίδιο διαμέρισμα για ένα διάστημα και είχαν τον ίδιο καθηγητή στην αρμονία, τον Πολ Σκλάβο.

Υπήρχε ένα μποεμιλίκι ωραίο τα χρόνια εκείνα.

Εντελώς! Μου έχουν πει διάφορες πλάκες που κάνανε στον Μαρκόπουλο: Τον άφηναν μεσ’ στο ΙΝΤΕΑΛ, όποτε δεν είχαν λεφτά, για να πάνε να ζητήσουν από τον Σκλάβο, ο οποίος όντως τους χαρτζιλίκωνε. Εκείνου, όμως, του έκαναν νόημα απ’ έξω ότι έμειναν άφραγκοι. Πήγαινε ένα γκαρσόνι συνεννοημένο και έλεγε του Μαρκόπουλου: «Ελάτε μέσα να πλύνετε πιάτα» (γέλια). Όση ώρα περιμέναμε, λοιπόν, τον Μαρκόπουλο, γιατί πάντα ο Γιάννης αργούσε στα ραντεβού του, γνώρισα τη Μαρία Φαραντούρη, τον Φώντα Λάδη, τη Τζώρτζια – τη μετέπειτα σύντροφο του Μανώλη Γλέζου – κ.α. Κάθισα στο πιάνο κι εκεί που τραγουδούσα, βλέπω δίπλα μου ένα τύπο που με ρωτάει «Μπορείς να πεις κάποιο δικό μου;» Ήταν ο Σαββόπουλος, που μόλις είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη, ζούσε σε μια σοφίτα εδώ και έκανε δουλειές του ποδαριού, μη γνωρίζοντας κανέναν στην ουσία. Συνδεθήκαμε με τα παιδιά. Κάποια στιγμή πρότειναν στον Γιώργο Ζωγράφο, στον Σαββόπουλο, στη Φαραντούρη και σε μένα να πάμε να παίξουμε σ’ ένα πολιτιστικό φεστιβάλ στη Βουλγαρία. Πήγαμε, θυμάμαι, στο Προξενείο και ήμασταν έτοιμοι για αναχώρηση, αλλά κάνοντας να κόψουμε απ’ την Παλιά Βουλή, πέφτουμε πάνω σε μια πολύ άγρια διαδήλωση. Οι μπάτσοι χτυπούσαν τον κόσμο με τα γκλομπς, διαλυθήκαμε, ο Ζωγράφος μας έχασε και μετά μας έκανε παράπονα που τον αφήσαμε μόνο του. Έτσι δεν πήγαμε ποτέ σ’ αυτό το φεστιβάλ. Με τον Διονύση, μετά, ήταν να πάμε στη «Ρουλότα». Καθόμασταν απ’ έξω και περιμέναμε, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Μου κάνει ο Σαββόπουλος: «Να έρθω στο σπίτι σου να μου κάνεις το τραπέζι;» Τά’χασα, το σπίτι μας ήταν ανάστατο ακόμα, δεν ήξερα καν αν είχε φαΐ η μάνα μου…«Μένω μακριά» του λέω, «Δεν πειράζει, έρχομαι» μου απαντάει…Πήραμε το λεωφορείο πίσω απ’ την Εθνική Βιβλιοθήκη κι ήρθαμε εδώ. Τρέχω στη μάνα μου: «Έχεις τίποτα να φάμε; Έφερα έναν συνάδελφο»…«Ναι, έχω πατάτες με κρέας»…«Αα, ωραία»…Στρώνουμε, κάθεται ο Νιόνιος, πιάνει το πιρούνι και λέει: «Μουστάρδα έχει; Δεν τρώγεται αυτό χωρίς μουστάρδα»! Τρέχω πάλι μέσα, ήξερα ότι δεν υπήρχε μουστάρδα και στέλνω τον αδερφό μου, που ήταν μικρότερος, να πάει να αγοράσει. Πολύ μετά, μου έλεγε ο αδερφός μου: «Όσο σκέφτομαι που έτρεχα να πάρω μουστάρδα γι’ αυτόν…» (γέλια) Τέλος πάντων, ο Νιόνιος ήθελε να συνεργαστούμε τον πρώτο καιρό, αλλά εγώ τότε γνώρισα τον Κώστα Χατζή, που μια ζωή ήταν βοηθητικός. Ακόμη κι εκείνα τα πρώτα χρόνια, πριν γίνει Ιεχωβάς μέσω της πρώτης γυναίκας του, είχε μιαν άλλη συμπεριφορά, ένα άγριο πλάσμα, αλλά δίκαιο και δοτικό. Με τον Χατζή κάναμε μια σειρά εκπομπών που ενορχήστρωσε και διηύθυνε ο Μαρκόπουλος.

Πολύ την εκτιμώ αυτή την αναδρομή στους καλλιτέχνες – σταθμούς στη ζωή σας. Με τον Κώστα Χατζή κάνατε και το ντεμπούτο σας μπροστά σε κοινό.

Βέβαια, παρουσιάσαμε τα τραγούδια του «Θησέα» του Μαρκόπουλου στην τότε μπουάτ του, τη «Μπουάτ των τσιγγάνων» που μετά έγινε τα «Χρυσά Κλειδιά». Μεγάλος χώρος για την εποχή, αλλά χωρίς πιάνο, κάτι που με είχε προβληματίσει. Κάνουμε πρόβα, με συνοδεύει ο Κώστας και στην πρεμιέρα έρχονται όσοι δεν φαντάζεστε: Ο Μιχάλης Κακογιάννης, ηθοποιοί, μουσικοκριτικοί, πολιτικοί. Εμείς ρίχναμε ματιές από’να κουρτινάκι στο καμαρίνι, όπου ακούω τον Κώστα να μου λέει: «Δεν θυμάμαι τίποτα»! Βγαίνουμε, σβήνουν τα φώτα, ανάβει ένα σποτάκι και ξαφνικά παίρνω την απόφαση να μαγνητίσω όλα αυτά τα πρόσωπα που ήρθαν για να μας ακούσουν. Λειτούργησε ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης. Άρχισα να λέω κανονικά τα κομμάτια και να μπαίνει ο Χατζής.

Ο Μαρκόπουλος δεν σας διηύθυνε;

Όχι, ο Μαρκόπουλος καθόταν από κάτω μαζί με το κοινό. Δικά του τραγούδια λέγαμε, αλλά δεν μας διηύθυνε, η βραδιά ήταν προς τιμήν του. Ωραία είχε πάει αυτή η πρώτη μου εμφάνιση μπροστά σε κοινό και μετά θυμάμαι ότι ο Κώστας με έστειλε σε ένα μαγαζάκι στην Ύδρα. Καλοκαιράκι ήταν, τραγουδούσα και ξένα κομμάτια. Ήταν η ίδια περίοδος που στην Ύδρα έμενε και ο Leonard Cohen και τον συναντούσαμε στο δρόμο. Όταν γύρισα, πάλι μέσω του Χατζή, γνώρισα τον Γιώργο Μπουκουβάλα που είχε φτιάξει το «Συμπόσιο». Ήταν καλοκαίρι πάλι, Σεπτέμβρης, και ο τρελάρας ο Μπουκουβάλας είχε κάτι ιδέες που τις πραγματοποιούσε: Γινόταν στο Δαφνί η Γιορτή του Κρασιού και νοίκιασε ένα κλειστό χώρο εκεί κοντά, στο δάσος Δαφνίου. Στη μέση υπήρχε μια λίμνη με δυο – τρεις πάπιες και έναν – δυο κύκνους. Εκεί συνάντησα τον Νότη Μαυρουδή, που τον είχα γνωρίσει στον ΣΦΕΜ, και συνόδευε τον Γιώργο Ζωγράφο και μένα. Οι νεαροί σερβιτόροι φόραγαν κοντές αρχαιοελληνικές χλαμύδες κι έρχονταν να μας δουν πάλι όλοι οι διανοούμενοι. Ένα βράδυ έγινε το εξής κι ας με συγχωρέσει ο Ζωγράφος από κει που τ’ ακούει: Ο Γιώργος είχε μια τάση να τα τσούζει τα κρασάκια του. Εμείς αρχίζαμε μόλις σταματούσαν τα νταβαντούρια από δίπλα, απ’ τη Γιορτή του Κρασιού. Εκείνος ήταν εκεί πριν, δοκίμασε διάφορα κρασιά και μας ήρθε με μαγουλάκια κόκκινα και μάτια που γυάλιζαν. Είχε ένα συνήθειο όταν τραγουδούσε, να βάζει τα χέρια πίσω στη μέση και να ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών του. Πήγαινε αργά – αργά πέρα δώθε με το ρυθμό. Όπως τό’κανε, λοιπόν, έρχεται ένας κύκνος και του τσιμπάει τη γάμπα. Μπερδεύεται στο καλώδιο, πάει να πέσει και ο Μαυρουδής ψυχραιμότατος τον αρπάζει με το’να χέρι, ενώ με τ’ άλλο έπαιζε κιθάρα, χωρίς να σηκώσει καν το κεφάλι του. Πέφτει το μικρόφωνο στη λίμνη, το πιάνει ένα γκαρσόνι, του το αρπάζει απ’ το χέρι ο Γιώργος και αρχίζει να τραγουδάει με μπουρμπουλήθρες (γέλια).

Ας μείνουμε λίγο παραπάνω στον Γιάννη Μαρκόπουλο. Αν λέμε σήμερα ότι η Φαραντούρη ήταν η Μούσα του Θεοδωράκη, εσείς ήσασταν η αντίστοιχη Μούσα του Μαρκόπουλου, κάτι που κι ο ίδιος σας είχε πει.

Είχαμε μεγάλη συνεργασία, αλλά έγιναν και πολλά δυσάρεστα: Είχαμε κάνει τα πρώτα 45άρια δισκάκια του και με είχε πάει από την εταιρεία ως δική του ανακάλυψη. Σε ένα στούντιο που βρισκόταν κοντά στο Κολυμβητήριο, εκεί που γνώρισα και τον Μίνωα Βολανάκη και μετά συνεργαστήκαμε πολύ, γράψαμε τα «Τραγούδια του Θησέα». Ο Γιάννης ήταν ασυνεπής και ένιωσα ότι με παράτησε. Ήμουν και πιτσιρίκα τότε, δεν ήξερα καν να διεκδικήσω τα χρήματα μου από τις κινηματογραφικές εταιρείες για τις ταινίες που τραγούδησα. Έκανε μάλιστα κάτι που με στενοχώρησε τρομερά: Όταν κάναμε εκείνες τις εκπομπές στο ραδιόφωνο, ο Μαρκόπουλος ήξερε ότι ο πατέρας μου μέσω της Στέγης είχε πολλές γνωριμίες, οπότε με έβαλε να ζητήσω τις μήτρες από τις μπομπίνες για να τις αντιγράψει. Εγώ δεν είχα εμπειρία, αλλά με πίεσε, βρίσκω έναν γνωστό και του ζητάω να μου δώσει τις μήτρες. «Είναι τρομερά δύσκολο αυτό που ζητάς» μου είπε, «αλλά βασίζομαι στην εμπιστοσύνη σου και θα το κάνω. Να μου τις φέρεις πίσω, όμως, σε μια βδομάδα αλλιώς μπορεί να βρω τον μπελά μου, να χάσω τη θέση μου». Να φανταστείτε ότι με ειδοποίησαν συνωμοτικά, του στυλ «Το δέμα σας είναι έτοιμο». Τα δίνω στον Γιάννη και τον παρακαλάω να κάνει και για μένα ένα αντίγραφο. «Εντάξει» μου λέει…Περνάνε οι μέρες, τον ειδοποιώ: «Πρέπει να μου παραδώσεις τις μήτρες»…«Α, δεν ξέρω που τις έχω βάλει τώρα»…«Τι θα πει αυτό;»…«Δεν θυμάμαι»…Πάω μια μέρα στο σπίτι του και βρίσκω εκεί τον συμπαθέστατο Ερρίκο Θαλασσινό, τον σκηνοθέτη και στιχουργό. «Τι κάνεις εκεί;» αρχίζει να του λέει, «Γιατί την ταλαιπωρείς την κοπέλα; Ψάξε και βρες τα πράματα για να μην την εκθέσεις»! Τελικά τα βρήκε! Ήθελε να τα κρατήσει! Τα πήρα και τα επέστρεψα, αλλά αντίγραφο φυσικά δεν μου’κανε και μάλιστα ένα απ’ αυτά τα τραγούδια, σε ποίηση Χριστοδούλου, δυστυχώς χάθηκε.

Σήμερα έχετε επαφές;

Όχι, δεν έχω. Του τηλεφώνησα μια φορά πριν αρκετά χρόνια και του ζήτησα να μου δώσει ένα αντίγραφο από εκείνες τις ηχογραφήσεις – το βιολί μου εγώ! Αυτός άρχισε τα δικά του: «Θα κάνω ένα δίσκο – αφιέρωμα στη Μαίρη Δαλάκου»! «Βρε δε θέλω αφιέρωμα, ένα αντίγραφο θέλω» του απαντάω, αφού ήξερα ότι όλα αυτά ήταν λόγια του αέρα. «Ναι, ναι» μου έλεγε και φυσικά ποτέ δεν επανήλθε. Ο Γιάννης είχε κάνει μια συμφωνία με την εταιρεία να λένε σε όποιον άλλο συνθέτη με ζητάει ότι είμαι η αποκλειστική του ερμηνεύτρια. Τότε είχε δεσμό με μια κοπέλα εξαιρετική, από τα μπαλέτα της Ραλλούς Μάνου, που τον είχε βοηθήσει απίστευτα. Χρυσό κορίτσι ήταν η Πιερέττα, την οποία συνάντησα και πρόσφατα. Εγώ αυτό για την εταιρεία το έμαθα αργότερα, που μου το σφύριξαν. Κάποια στιγμή που ήμασταν στο σπίτι του, μου πέταξε ένα: «Εμείς πότε θα κάνουμε έρωτα;» κι έτσι, που είχα ξετσουρμώσει, του απάντησα αυθόρμητα: «Δεν θα κάνουμε, γιατί είμαι καλόγουστη»…Πώς μου βγήκε αυτό, δεν ξέρω, έτσι που ντρεπόμουν…Τον θυμάμαι εκείνη την πρώτη μέρα στον ΣΦΕΜ που κάθισε στο πιάνο και του τραγούδησα ένα – δυο δικά του, που τα’χε πει ο Χατζής. Τελειώσαμε, φεύγω εγώ, κατεβαίνω την Ασκληπιού κι ακούω μια φωνή από πίσω μου: «Μαίρη, Μαίρη, περίμενε»! Τον βλέπω, έρχεται κοντά: «Θέλω να γίνεις η Μούσα μου»! «Α, εγώ θέλω να πάω να μ’ ακούσει ο Χατζιδάκις» του κάνω (γέλια). Να επιμένει: «Όχι, μην πας, ο Χατζιδάκις έχει τη Μούσχουρη, εγώ θά’χω εσένα! Θα κάνουμε πρόβες στο σπίτι μου στην Κυψέλη, μένω με τη μάνα μου και τ’ αδέρφια μου, δεν υπάρχει τίποτα πονηρό, δώσε μου το τηλέφωνο σου να πάρω εγώ τον πατέρα σου»…Έτσι ξεκινήσαμε να κάνουμε πρόβες!

Οι μπουάτ είναι ένα άλλο μεγάλο κομμάτι του βίου σας. Από τις μπουάτ γνωρίσατε τον σύζυγο σας και πατέρα του παιδιού σας.

Έτσι έγινε, ναι. Μετά τη Γιορτή του Κρασιού, που έλεγα πριν, δούλευα στο χειμερινό «Συμπόσιο», αλλά δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα. Ένα βράδυ πέφτω πάνω στον Νότη Μαυρουδή, που ήταν στρατό τότε. «Δεν έρχεσαι σε μια μπουάτ παρακάτω» μου λέει, «που παίζω μόνος μου κιθάρα;» Δέχτηκα και εκεί, στις «Νεφέλες», γνώρισα τα δύο παιδιά, ηθοποιοί, που είχαν τη μπουάτ, τον Αλέκο Κουρή και τον Σπύρο Καμπάνη. Εκεί επίσης ήταν και ο χώρος του Μίνωα Αργυράκη, που ήταν συμφοιτητής με τον μπαμπά μου, ένας πολύ ιδιαίτερος καλλιτέχνης. Μπαίνω μέσα και βλέπω τον πιο όμορφο χώρο: Είχαν φτιάξει μια ωραία κατασκευή με κινηματογραφική αισθητική. Φαινόταν σαν υπόγειο από το δρόμο. Βρίσκομαι, λοιπόν, με τον Νότη Μαυρουδή κιθάρα – φωνή και σε λίγο καιρό πήραν και ένα πιάνο όρθιο. Άρχισαν να έρχονται όλοι οι ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο, να παρουσιάζονται μονόλογοι, μονόπρακτα.

Ποια χρονιά γίνονται όλα αυτά;

Πρέπει να είμαστε στα 1965 με ’66. Θυμάμαι τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Βόκοβιτς, τον Νανέρη, τον Χρήστο Τσάγκα και τον Βαγγέλη Καζάν – οι τελευταίοι ήταν πολύ φίλοι με τον Σπύρο (σ.σ. τον Καμπάνη). Έκαναν φοβερό ντουέτο, ο Τσάγκας αυτοσχεδίαζε με το να μιμείται τη βροχή και τον αέρα που φυσάει. Τότε μας ανακαλύπτει η Μελίνα! Ερχόταν τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα και κάθε φορά έφερνε σπουδαίες προσωπικότητες. Αυτή μας έφερε ένα βράδυ τα μπαλέτα Μπαλσόι μετά την παράσταση στο Ηρώδειο! Την ώρα που τραγουδούσα εγώ στο πιάνο, βλέπω απέναντι στην πόρτα κάποιον να στέκεται με πιρουέτα. Ήταν ο Νουρέγιεφ! Μετά έρχονταν η Λαμπέτη με τον Κακογιάννη και τον Κώστα Καρρά, όπως και η Ελένη Ανουσάκη, που γίναμε φίλες. Η Καρέζη, ο Άλκης Γιαννακάς, ο Μπάρκουλης! Η Τατιάνα Μιλλιέξ η συγγραφέας, επίσης, που είχε εκδιωχθεί από τη δικτατορία! Ως και τη Γκρέτα Γκάρμπο μας είχε φέρει η Μελίνα!

Άρα έπεφτε χρήμα μεσ’ στο μαγαζί.

Ναι, αλλά μη φανταστείτε ότι οι τιμές των ποτών ήταν για να αφήνουν χρήματα. Απλά ήταν ένα φυτώριο τέχνης κι εκεί ένιωσα σαν να έμπαινα σε μια επιπλέον δοκιμασία για προσωπική μου βελτίωση.

Ούσα παντρεμένη με τον Καμπάνη κιόλας;

Ούσα ερωτευμένη. Είχαμε μια δαιδαλώδη ιστορία, αφού ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος. Μου είχε δώσει και ένα ντοσιέ με κάτι υπέροχα ποιήματα του. Το ίδιο ντοσιέ μου είχε ζητήσει και ο Μαρκόπουλος, του το έδωσα και μετά μου’λεγε πάλι ότι τό’χασε…

Δεν είναι να του δίνεις πράγματα του Γιάννη Μαρκόπουλου, απ’ όσα μου αφηγείστε.

Έλα ντε, ναι! Κάποια στιγμή ο Σπύρος ήρθε και μου είπε ότι προτίθεται να πάρει το πρώτο μαγαζί στη Θόλου, που τό’χε κάνει μπαράκι ο Αρτέμης Μάτσας, αλλά τό’χε κλείσει σύντομα. Μου ζήτησε να με πάρει τραγουδίστρια. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του, ήθελα και να τον στηρίξω. Τότε μελοποίησα το ποίημα του με τίτλο «Απανεμιά», που το’χαμε πάει στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης κι έτσι βαφτίσαμε και τη μπουάτ: «Απανεμιά», όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα. Στην «Απανεμιά», να ξέρετε, έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση τραγουδιστές, που θα γίνονταν μεγάλοι στη συνέχεια, σαν τη Ρένα Κουμιώτη και τον Μανώλη Μητσιά. Μέχρι, όμως, να φτιαχτεί η «Απανεμιά», εγώ πέρασα από τις «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη με τα Τζαβαράκια, τον Πουλόπουλο κ.α. Όλες οι μπουάτ τότε ήταν μικρά σπιτάκια, με ή χωρίς σκεπή. Στις «Εσπερίδες» κάθε άνοιξη βάζανε το πιάνο στο παράθυρο κοντά στην αυλή που ήταν πιο ψηλά. Ένα βράδυ παίζω το «Χάρτινο το φεγγαράκι», το πρώτο ελεύθερο μέρος, το «Θα φέρει η θάλασσα πουλιά»…Έχω κλειστά τα μάτια κι εκεί που πρέπει να πάρω την ανάσα για να βρω το τέμπο, τα ανοίγω και βλέπω τον Orson Welles μπροστά στο περβάζι! Ψύχραιμη εγώ…

Τον αναγνωρίσατε;

Βεεέβαια! Με παρακολουθούσε και έχοντας συναίσθηση του κοινού, «έπαιξε» μαζί μου με έναν τρόπο θεατρικό. Τελειώνοντας το τραγούδι, άρχισε να χειροκροτάει πρώτος. Ο κόσμος ακολούθησε, χειροκροτώντας εμένα και τον Orson Welles. Μπαίνει μέσα και τότε η γυναίκα του Γιάννη Αργύρη, που είχε μια απίστευτη μυωπία και ήταν ευτραφής, σηκώνεται, πάει κοντά και του φωνάζει: «Περάστε, κύριε Χατζιδάκι, καθίστε!» (γέλια) Εννοείται ότι μετά χρειάστηκε να εξηγήσουμε στον Welles για ποιο λόγο γέλασε όλο το μαγαζί.

Καθίσατε κοντά του, ανταλλάξατε κουβέντες;

Ναι, μιλήσαμε για αρκετή ώρα. Δυστυχώς δεν υπάρχει φωτογραφία, αλλά είναι γνωστή και επιβεβαιωμένη ιστορία. Γίνεται και η «Απανεμιά» λίγο μετά, αλλά δυσκολευτήκαμε να πάρουμε άδεια. Δεν είχε τάχα μου έξοδο κινδύνου. Την ανοίξαμε τέλη του ’66 – αρχές του ’67. Ένα βράδυ ανοίγουμε, ήταν Απρίλης του ’67, και συνειδητοποιούμε ότι δεν έχουμε καθόλου κόσμο. Ο Σπύρος είχε μια παλιά Μερσεντές, φεύγαμε, με άφηνε στη Φιλοθέη και συνέχιζε. Ανεβαίνοντας προς το σπίτι μου, δε βλέπουμε ψυχή στο δρόμο! Μπαίνουμε στη Βασιλίσσης Σοφίας, νέκρα! Και δεν ήταν πολύ αργά…Μου λέει ο Σπύρος: «Πάω στο θάλαμο να πάρω τηλέφωνο σε εφημερίδα να ρωτήσω τι συμβαίνει»…Έρχεται μετά από λίγο: «Δεν λειτουργεί κανένα τηλέφωνο»…Ξαναμπαίνει στο αμάξι και μόλις φτάνουμε στη Φειδιππίδου, μας τυφλώνουν τα φώτα κι ακούμε τον εκκωφαντικό θόρυβο απ’ τις ερπύστριες που κατέβαιναν! Καταλαβαίνετε το σοκ! Με άφησε στο σπίτι μου και τ’ άλλο πρωί που ήρθε να με ξυπνήσει η μάνα μου, της κάνω «Θέλω να κοιμηθώ, άσε με, τραγουδάω το βράδυ»…«Μην ανησυχείς, σήκω» μου λέει, «γιατί δεν πρόκειται να πας πουθενά απόψε». Μας είχαν όλους σε τριήμερο περιορισμό κατ’ οίκον! Η χούντα μας πολέμησε πολύ ως μπουάτ. Θεωρούσαν τις μπουάτ φυτώρια κομμουνιστών κι είχαν βαλθεί να μας κλείσουν. Παρόλα αυτά ο κόσμος μας τιμούσε, αν και οι αιφνιδιασμοί ήταν καθημερινοί. Ερχόταν ένα επιτελείο από εφτά – οχτώ άτομα με επικεφαλής έναν Οδυσσέα Σπανό, μετέπειτα βασανιστή στα ΕΑΤ – ΕΣΑ. Είχε μια ουλή αυτός στο πάνω χείλος, τον έβλεπες κι έλεγες πως είναι Γκεσταπίτης. Ψάχνανε μήπως ακούσουν Θεοδωράκη που ήταν υπό απαγόρευση ή βρίσκανε διάφορα επιχειρήματα. Θυμάμαι έναν μπάτσο που είπε μια φορά το φοβερό: «Ο φωτισμός είναι ελλιπές» (γέλια) Έβγαλαν ένα κανονισμό που έλεγε «Δεν υπάρχει μπουάτ, μόνο καφωδείο υπάρχει». Ως εκ τούτου, μας υποχρέωναν να δίνουμε δύο δραχμές το ποτό. Έριξαν πάρα πολύ τις τιμές…Εμείς πάλι είχαμε βάλει τον αδερφό του Γιάννη Αργύρη, τον Γιώργο, να φυλάει τσίλιες στα στενά της Πλάκας και δίναμε στον κόσμο διπλό τιμοκατάλογο: Στη μία όψη ήταν η κανονική τιμή και στην άλλη η τιμή που μας είχαν επιβάλλει. Ευτυχώς ο κόσμος μας ήταν συνειδητοποιημένος και αλληλέγγυος, οπότε κανείς δεν δυσαρεστήθηκε. Έτσι πέρασε εκείνη η περίοδος.

Στην οποία περίοδο, βέβαια, κάνατε τον πρώτο σας δίσκο και live μάλιστα!

Ήταν ίσως ο πρώτος live ελληνικός δίσκος.

Ναι, ένας απ’ τους πρώτους, αν σκεφτούμε ότι την ίδια χρονιά, το ’68, είχε βγει ο δίσκος του Γιώργου Ρωμανού «Στα Διονύσια και στο στούντιο σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και δικά του».

Σωστά! Θυμάμαι ότι είχαν φέρει ένα ηχογραφικό μηχάνημα από την εταιρεία, που ήταν θεϊκό, το οποίο το πήραν αργότερα στο στούντιο. Εκείνη την εποχή οι επεξεργασίες ήταν απλές, δε μπορούσε μετά στο στούντιο να βγει «καλλονός» ένας τραγουδιστής «τέρας». Ο Θοδωρής Κάτσαρης που είχε φέρει μια φανταστική κιθάρα από την Ισπανία, με είχε συνοδέψει στα ξένα τραγούδια. Δύο τα επεξεργαστήκαμε στο στούντιο με την προσθήκη του Γιώργου Λαβράνου στα κρουστά. Το ίδιο διάστημα έρχεται ο παραγωγός Σπύρος Ράλλης και μου δίνει μια κασέτα με ένα τετραδιάκι.

Ωχ, θα μου πείτε- υποθέτω- για τα κλεμμένα τραγούδια του Χατζιδάκι. Είμαι όλος αυτιά!

Μου λέει «Άκουσε τα αυτά», αλλά εμένα επειδή η μουσική και το παίξιμο του Χατζιδάκι στο πιάνο ήταν μεσ’ στην ψυχή μου, δεν υπήρχε περίπτωση να με κοροϊδέψει κανείς! Πάω και του λέω «Αυτός είναι Χατζιδάκις», ενώ απ’ έξω η ετικέτα έγραφε «Γιώργος Βλάσης»! Φωνή δεν υπήρχε, οι στίχοι ήταν στο τετράδιο και μάλλον ανήκαν στον ίδιο τον Μάνο. Έξι οργανικά ήταν όλα κι όλα. Μου κάνει ο Ράλλης: «Έλα, εντάξει, κάνε το κορόιδο, γιατί ο Χατζιδάκις είναι τσακωμένος με τον Λαμπρόπουλο αυτή την περίοδο και δεν θα του κάνει δίσκο»…

Που ο Χατζιδάκις, εν τω μεταξύ, βρισκόταν στην Αμερική από το ’66…

Ακριβώς! Αυτά γίνονται μεσ’ στη χούντα λίγο πριν αρχίσουν να στέλνουν κόσμο στη Γυάρο. «Μη μιλήσεις, μην πεις τίποτα στον Γιώργο Βλάση» συνέχισε ο Ράλλης…Τον γνώρισα τον Βλάση, ήταν ένας ωραίος άντρας αυτός, ψηλός, λίγο μπον βιβέρ κλπ. Τα λέω τα κομμάτια και τα βάζουν στο όνομα μου. Όλο αυτό το διάστημα θεωρούσα ότι θα τα ηχογραφήσω και κάποια στιγμή θ’ αποδοθούν στον Χατζιδάκι, τον δημιουργό τους. Κλείσανε στούντιο και ενορχηστρωτής θα ήταν ο Πάνος Τριανταφυλλίδης, με τον οποίο είχαμε φιλικές σχέσεις. Τραγουδάω τα τέσσερα κι εκεί μαθαίνω ότι δεν τα βρήκαν ο Βλάσης με τον Τριανταφυλλίδη. Τότε μαθαίνω ότι θα έκανε τα υπόλοιπα ο Δήμος Μούτσης. Πάω ένα πρωί στο στούντιο, έρχεται ο Μούτσης αγουροξυπνημένος, με παίρνει παραμέσα και μου λέει: «Τι ακόρντα βάζεις εδώ;»…«Εσύ δεν ξέρεις;» του κάνω…«Κοίτα, έχω ξενυχτήσει, ήπια και λίγο χθες»…Δεν θυμάμαι τι έγινε, αλλά το πράγμα έληξε άδοξα, δεν γράψαμε άλλα. Συμπληρώσαμε τη φωνή μου στα πρώτα με τις ενορχηστρώσεις του Τριανταφυλλίδη.

Τι ιστορία κι αυτή! Ο Ράλλης, όμως, τον πέτυχε το σκοπό του;

Υπάρχει και μια άλλη ιστορία: Ένα βράδυ, είπε να με πάει στο σπίτι μου από το στούντιο της Κολούμπια, στον Περισσό. Δεν γνωρίζω αν εκείνο το διάστημα ήταν ακόμα σύζυγος της Σέβης Τηλιακού, της στιχουργού, ή αν είχαν χωρίσει. Αντί να με πάει σπίτι, μου πρότεινε κάτι άλλο για ξεκούραση μου. Να σκεφτείτε ότι του μιλούσα στον πληθυντικό. Ήθελε τάχα να μου δείξει κάτι. Στρίβει κάποια στιγμή στην Πατησίων και άρχισαν λίγο να με ζώνουν τα φίδια…Κατάλαβα ότι με πήγαινε στη γκαρσονιέρα του. Μπήκαμε, έβαλε μουσική…«Να χορέψουμε;» με ρωτάει…«Δεν χορεύω» του απαντάω…Για καλή μου τύχη χτύπησε το κουδούνι, ήταν ένας γείτονας του. Παίρνω την τσάντα μου, λέω «Να φεύγω, είναι περασμένη η ώρα». Μούτρωσε αυτός! Δεν είχε λεχθεί κάτι, αλλά κατάλαβα που την πήγαινε τη δουλειά! Μέχρι ενός σημείου, λειτούργησε η παιδιάστικη συμπεριφορά μου, να μην καταλάβει δηλαδή ότι τον φοβάμαι. Με γύρισε στο σπίτι κι απ’ την επόμενη μέρα άρχισε να χαλάει η δουλειά με τα τραγούδια του Βλάση – Χατζιδάκι. Τον έψαχνα, πουθενά δεν τον έβρισκα! Μπαίνω στην εταιρεία, λέω στη γραμματέα: «Τον κύριο Ράλλη»…«Δεν είναι εδώ, έχει meeting» μου κάνει αυτή κι εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα του Αντύπα, του διευθυντή, και τον βλέπω μέσα. Γυρνάω και της λέω: «Σοβαρή εταιρεία θα είστε, αν ξέρετε να λέτε και ψέματα»! Έρχεται ο Ράλλης ξοπίσω μου: «Κυρία Δαλάκου, σας θέλω στο γραφείο μου». Πάω μέσα…«Μια κυρία δεν μιλάει ποτέ έτσι» μου κάνει…«Έχετε παρεξηγήσει, ένας κύριος δε μιλάει έτσι, αν έχει μάθει πως έχει απέναντι του μία κυρία» απαντάω…Εκεί έδρασα παιδιάστικα και πήγα κατευθείαν στο γραφείο του διευθυντή, αφού νόμιζα πως με είχαν ακόμη το «νταχτιρντί παιδί» τους. Δεν του είπα ευθέως τι έγινε, απλά ότι «κάποια εμπόδια βάζει ο κ. Ράλλης»! 

Εισακούστηκε το παράπονο σας;

Πως, αμέ…Δυο μέρες μετά μού’ρχεται ένα εξώδικο. Μου έσπαγαν το συμβόλαιο επειδή τάχα μου μια μέρα δεν παρουσιάστηκα στο στούντιο. Το έδωσα, θυμάμαι, σε ένα συγγενή μας δικηγόρο, ο οποίος ήταν αριστερός και δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα, αφού τον τσίμπησαν και τον έστειλαν στη Γυάρο! Ο Κώστας Χατζής, στο μεταξύ, ενώ είχε περάσει πολύς καιρός, ήθελε να με βοηθήσει. Κανόνιζε να έρθει μαζί τους σε συνεννόηση επειδή με ήθελε σαν guest σε μια δική του δουλειά. Έτσι ξανάπεσα μπροστά στον Ράλλη! Ήμουν πεισματάρα και τσαούσω, αυτός πάλι με ψάρευε, δεν έλεγε κάτι συγκεκριμένο. Ήξερα ότι ήθελε έναν πίνακα του πατέρα μου και του τον πήγα! «Κοιτάξτε, επειδή ξέρω ότι έχετε καημό έναν πίνακα από τον πατέρα μου, αυτός σας τον δωρίζει. Χαίρετε»…Έφυγα και δεν του είπα τίποτα άλλο. Από κει και πέρα κατάλαβα ότι σε συνδυασμό με τη λογοκρισία και την απουσία των μεγάλων συνθετών, που έλειπαν στο εξωτερικό, είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν διάφοροι τύποι που δεν ήταν ανάλογου διαμετρήματος.

Και φυσικά να παρακολουθείτε έναν διασυρμό σας.

Ισχύει απόλυτα αυτό που λέτε, γιατί άρχισαν τα σπασμένα τηλέφωνα από εταιρεία σε εταιρεία. Αργότερα στη ΜΙΝΟΣ, κάποιος μου είπε: «Μαίρη, εσύ ξέρουμε ότι δεν είσαι για τα πάρτι»…Καταλαβαίνετε τώρα γιατί δεν έκανα μεγάλη δισκογραφία, εκεί που τα πράγματα έδειχναν σοβαρά. Ταυτόχρονα με καλούσαν στην επιτροπή λογοκρισίας για τα «Τραγούδια του Θησέα» του Μαρκόπουλου. Με ρώταγε αυτός ο Σπανός, «Τι είναι αυτός ο νιος που μάχεται κλπ.», μου έκαναν ανάκριση, όπου εγώ τους εξηγούσα το μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου (γέλια). Παρόλα αυτά, μας είχαν συλλάβει μιαν άλλη φορά και με τον άντρα μου, όπου μας είχαν βάλει χωριστά και μας ρωτούσαν τον έναν για τον άλλον. Να πω ακόμη ότι μας είχε βοηθήσει πολύ μεσ’ στη χούντα ο δημοσιογράφος ο Παλαιολόγος, που έγραφε στο «ΒΗΜΑ».

Με ποιο τρόπο σας βοήθησε ένας δημοσιογράφος;

Αυτός μαζί με έναν φωτορεπόρτερ έπαιρνε σβάρνα όλες τις μπουάτ για ένα μήνα περίπου. Έκανε αφιερώματα, συνεντεύξεις, παρουσιάσεις για το τι ήταν ακριβώς οι μπουάτ. Τρομερά σημαντική η βοήθεια του, γιατί η χούντα απειλούσε ότι θα μας έκλειναν όλους.

Το 1972, ωστόσο, παρά τα τόσα προβλήματα, κάνατε και δεύτερο δίσκο με τον Βαγγέλη Πιτσιλαδή.

Κάπου τον είχα γνωρίσει, με είχε ακούσει να λέω ξενόγλωσσα κομμάτια και με ρώτησε «Τι κάνεις εσύ εδώ;» Ο Βαγγέλης είχε σχέσεις με την Ελβετία, μέσω της αδερφής του, όπως και επαφές με εταιρείες σαν τη Decca. Δικά μου λάθη κι αυτά, όταν απέρριψα τρεις πολύ σπουδαίες προτάσεις για το εξωτερικό, οι οποίες όμως είχαν πέσει πάνω σε πολύ κακές συγκυρίες. Στο δίσκο οι συνθέσεις ήταν δικές μου και δικές του, τον υπογράφαμε μαζί συνθετικά. Η εταιρεία όμως έκλεισε γρήγορα και δεν είχε διάρκεια η δουλειά…Αν θέλετε βέβαια τη γνώμη μου, οι ενορχηστρώσεις και τότε και τώρα δεν με εκφράζουν, υπήρχε μια δυστοκία απ’ την πλευρά των μουσικών.

Πόσο καιρό μείνατε παντρεμένη με τον Καμπάνη;

Ένα χρόνο μόνο, αλλά ήμασταν πολλά χρόνια μαζί, χωρίς να έχουμε συζήσει. Ο γιος μας γεννήθηκε το ’76. Με τον άντρα μου αρχίσαμε να μιλάμε για γάμο όταν έπαιζα στον «Ρήγα» με τους Θάνο και Ανδρέα Μικρούτσικο, τον Καλογιάννη και τη Δημητριάδη. Ξεκινήσαμε μεσ’ στη χούντα χωρίς να μπορούμε να τραγουδάμε αυτά που θέλαμε. Για να πω την αλήθεια, ο Θάνος Μικρούτσικος, που πολύ με συμπαθούσε, είχε δώσει έναν ροκ επαναστατικό τόνο στα «Τραγούδια του Θησέα» του Μαρκόπουλου, που δεν είχαν απαγορευθεί. Με έβαζε να λέω και τα «Νέγρικα» του Λοΐζου, τα οποία επίσης είχαμε κάνει δυνατά, ψιλορόκ! Στη μέση της σαιζόν, έγινε το τελευταίο Πολυτεχνείο. Κλείσαμε και βγήκαμε κι εμείς στους δρόμους. Μια βδομάδα μετά που είχε αλλάξει η κατάσταση, προβάραμε και ξαναβγήκαμε με τα απαγορευμένα του Μίκη, τα «Τραγούδια του Ανδρέα», όλα αυτά. Γινόταν χαμός! Δεν υπήρχε καν χώρος να σταθείς πάνω στη σκηνή του «Ρήγα»! Θυμάμαι οι μουσικοί να μου πετάνε κρεμαστά το μικρόφωνο, αφού στη σκηνή κάθονταν οκλαδόν οι φοιτητές. Πόσο μεγάλη αντίθεση με τις πρώτες μέρες που είχαμε ασφαλίτες στο κοινό! Παντρευτήκαμε τελικά με τον Καμπάνη μιαν άνοιξη εδώ, σε εκκλησιά δικιά μας στη Φιλοθέη.

Χωρίς να σταματήσετε τις εμφανίσεις σας.

Όχι, συνέχιζα. Τραγούδησα στη «Λήδρα» και κάπου εκεί γνώρισα τον Μιχάλη Βιολάρη και κάναμε μια μεγάλη περιοδεία στην Κύπρο για ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Έπαιξα και με τη Δέσποινα Γλέζου, που μας έβλεπες κι έλεγες ότι είμαστε τελείως διαφορετικές. Γίναμε πάρα πολύ φίλες με τη Δέσποινα. Πρόσφατα άνοιξε και facebook, της έστειλα μήνυμα «Που είσαι εσύ, βρε Δεσποινιώ;» και μου απάντησε «Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω» (γέλια) Η Γλέζου προερχόταν από το ροκ, αλλά ένα φεγγάρι με αντικατέστησε στην «Απανεμιά», όταν εγώ έφευγα και πήγαινα να τραγουδήσω στο «Ροντέο» με τον Σαββόπουλο.

Πότε αυτό;

Μόλις είχε φτιάξει τα Μπουρμπούλια. Είχε αρχίσει να το καβαλάει το καλάμι ο Σαββόπουλος! Από κει που με ήθελε παντού μαζί του, μόλις πήγαμε εκεί, είχε την απαίτηση να βγαίνω με ένα παλιοσύνθι για να του φτιάχνω ατμόσφαιρα. Να τραγουδάω εγώ δηλαδή την ώρα της βαβούρας κι αυτός μετά να κάνει το κομμάτι του με τα Μπουρμπούλια. Τον κάλεσα κάποια στιγμή να κουβεντιάσουμε στην «Απανεμιά»: «Να σου πω» του λέω, «εγώ εδώ μέσα που με βλέπεις, είμαι κυρά! Κάνω ότι θέλω και τραγουδάω το πρόγραμμα που γουστάρω. Νιώθω μια χαρά με τον κόσμο που έρχεται. Το κίνητρο μου, αν μείνω στο ”Ροντέο”, είναι να εξελίξω τα κομμάτια μου»…«Α, δεν γίνεται» μου κάνει…«Κι εγώ τότε δεν γίνεται να έρθω»! Τίμια πράγματα! Έφυγα και με αντικατέστησε η Μαρίζα Κωχ, η οποία, όταν τη συνάντησα αργότερα σε έναν δικό της χώρο, μου είπε: «Το τι έχω τραβήξει, δεν μπορώ να σου περιγράψω»!

Τρίτο δίσκο ξανακάνατε τη δεκαετία του 1980 πια. Λογικό με τις στραβές που σας είχαν τύχει…

Έδινα διάφορα demos, μου τα κράταγαν πολύ καιρό, μου έλεγαν να τραγουδήσει μέσα ο τάδε, που δεν είχε καμία σχέση με μένα…Δεν ήθελα να κάνω δισκογραφία μ’ αυτές τις συνθήκες, ούτε κι εκείνοι ήταν διατεθειμένοι ν’ ασχοληθούν σοβαρά μαζί μου. Τότε ξεκίνησε και η καριέρα μου στη μουσική διδασκαλία που με γέμιζε όσο τίποτα άλλο! Πέρασα κι εγώ καλά με τους μαθητές μου, αλλά κι αυτοί, πιστεύω. Άρχισα να μεταφέρω δημιουργικά πράγματα κι εκεί. Έφτιαξα ένα γκρουπ με μαθητές μου και κάναμε καλοκαιρινές συναυλίες. Αργότερα κάναμε και τη ΜΟΥΣΥΝΚΑ, τον Μουσικό Συνεταιρισμό Καλλιτεχνών, μια ανεξάρτητη ομάδα, με την οποία δισκογραφήσαμε δουλειές, πραγματοποιήσαμε περιοδείες και μια σειρά συναυλιών στο «Ροντέο». Με μαθητές μου επίσης φτιάξαμε μιαν άλλη δραματοθεραπευτική ομάδα που την ονομάσαμε Πειραματάνθρωποι. Μελοποίησα τον «Μικρό Πρίγκηπα» και δώσαμε μια εξαιρετική παράσταση στο «Θέατρο του Ήλιου» στη Φρυνίχου. Κι εκεί πάλι κατραπακιά έφαγα! Στο Ωδείο του Κώστα Κλάββα που δούλευα, επειδή αυτός ήταν πολύ ανταγωνιστικός με τους συναδέλφους του, μου κοινοποίησε μια ωραιότατη απόλυση ενόσω βρισκόμουν στην Ανάφη με τη σκηνή μου. Το λόγο δεν τον κατάλαβα ποτέ. Υποθέτω ότι δεν του άρεσε που είχα βοηθήσει κάποιους Ρώσους άνεργους μουσικούς να πάρουν τα ένσημα τους. Είχαν έρθει αυτοί να τους βοηθήσω, γιατί δεν ίσχυαν εδώ τα διπλώματα τους. Το έχω κάνει πολλές φορές αυτό, να μπαίνω μπροστάντζα για όλους! Αυτούς μετά ο Κλάββας τους «λάδωσε» και τους κράτησε, εμένα όμως μου έστειλε την απόλυση…Μόλις είχα στήσει σκηνή μαζί με τον μικρό μου γιο…

Με τον Μάνο Χατζιδάκι πότε επιτέλους γνωρίζεστε;

Του είχα στείλει πολύ παλιά μια κασετούλα με τη φωνή μου, που μάλλον θα παράπεσε. Γινόταν χαμός στο σπίτι του, ράφια ολόκληρα με κασέτες…Ένας από τους μαθητές μου, λοιπόν, μου έδωσε ένα δείγμα των τραγουδιών του για να του έλεγα τη γνώμη μου. Του είπα πως δεν είχαν δομή. Μου ζήτησε να του δώσω ένα παράδειγμα κι έκατσα και μελοποίησα το «Αμαρτωλό» της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Το έφτιαξα, αλλά βάλαμε το όνομα του, μια και μου ζήτησε μετά να το τραγουδήσω. Λεγόταν Νίκος Θωμάς.

Δηλαδή στην Κέρκυρα πήγατε, τραγουδώντας Νίκο Θωμά;

Περίπου…Υπήρχε κι ένα ολόδικό μου κομμάτι, το «Ένα Καρότσι», σε στίχους του Φώντα Λάδη. Το «Ένα Καρότσι» τό’χα γράψει ένα καλοκαίρι που δεν υπήρχε μεγάλη δημιουργικότητα. Είπα να το στείλω στους Αγώνες του Χατζιδάκι. Το μαθαίνει ο μαθητής μου και με παρακαλάει να τραγουδήσω και το «δικό του». Στέλνουμε, λοιπόν, δύο τραγούδια. Χτυπάει λίγες μέρες μετά το τηλέφωνο μου. Το σηκώνω κι ακούω μια φωνή: «Η κυρία Δαλάκου;»…«Ποιος είναι;»…«Η ίδια;»…«Ναι»…«Έχετε στείλει δύο τραγούδια στην Κέρκυρα;»…«Με ποιον μιλάω;»…Δεν μου έλεγε! Τον αναγνώρισα, λέω: «Κύριε Χατζιδάκι, εσείς;»…«Ναι, παιδί μου! Μα που ήσουν εσύ;»…«Εδώ είμαι, κάποτε σας είχα στείλει και μια κασετούλα μου»…«Ξέρεις, παιδί μου, ότι η ερμηνεία σου στο ”Αμαρτωλό”, θα απογειώσει το κομμάτι και θα κερδίσεις το βραβείο;»…«Δεν το ξέρω, αλλά σας ευχαριστώ τόσο πολύ»…«Πες μου, σε παρακαλώ» συνεχίζει ο Μάνος, «ποιος είναι αυτός ο Νίκος Θωμάς;»…Του απαντάω: «Ένας μαθητής μου»…Με ρωτάει αν έχει γράψει άλλα τραγούδια και μετά μου ζητάει να του στείλω εφτά κομμάτια με τη φωνή μου, όποια ήθελα, που να τα παίζω εγώ στο πιάνο…«Είσαι και μουσικός» μου κάνει, «κι εγώ γιατί δεν σε ξέρω;»…Τέλος πάντων, μου είπε στο τέλος να κάνουμε ένα ραντεβού στον «Μαγεμένο Αυλό» και νά’χα μαζί μου κι άλλα τραγούδια του μαθητή μου. Τα έστειλα τα κομμάτια και το ραντεβού μας έγινε αργότερα. Με το που πάω και με βλέπει, μου λέει κατευθείαν: «Αυτός, παιδί μου, δεν είναι συνθέτης. Γιατί τό’κανες αυτό;» και τα ψιλοέχασα. «Λειτούργησα λίγο σαν μαμά κλώσσα» απάντησα…«Και γιατί δεν έβαλες τ’ όνομα σου;»…Είχε πάθει έναν έρωτα μαζί μου ο Χατζιδάκις!

Μιλήστε μου για την εμπειρία στους Αγώνες Κέρκυρας. Από κει ξεπήδησαν και τις δύο χρονιές ονόματα τραγουδοποιών που μας απασχολούν μέχρι σήμερα.

Κάτι είχε γίνει με κάποιο μέλος της επιτροπής. Δεν μπορούσε να παραστεί και αντικαταστάθηκε από έναν άνθρωπο του δήμου, αν τα λέω σωστά. Για μία ψήφο βγήκε πρώτο το τραγούδι με τον Πάνο Τσαπάρα. Θυμάμαι τον Χατζιδάκι που ίδρωνε, όπως μας διηύθυνε, και άλλαζε συνέχεια πουκαμίσες. Εγώ καθόμουν σε μιαν άκρη και ακούμε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού. Έρχεται προς το μέρος μου: «Παιδί μου, δεν το ήξερα, θέλω να με πιστέψεις»…«Δεν πειράζει, κύριε Χατζιδάκι, αρκεί που ζω το τώρα, αυτή τη στιγμή»…Με ανεβάζει στη σκηνή και με βάζει να πω τρεις φορές το «Αμαρτωλό»! Ήθελε να δηλώσει την προσωπική του εκτίμηση. Είχα πάθει κι εγώ έρωτα μαζί του, τον έβλεπα πως παρακολουθούσε την ανάσα μου και πως ήθελε να με προσέξουν οι μουσικοί. Να φανταστείτε, σε μια στιγμή πήγα και τηλεφώνησα στη μητέρα μου, που ήξερα ότι μας βλέπει από την κρατική τηλεόραση: «Μαμά, είμαι ευτυχισμένη» της είπα και τό’κλεισα…Αυτή είναι μια συγκλονιστική στιγμή που θα τη θυμάμαι όσο ζω!

Η εκτίμηση του Χατζιδάκι προς το πρόσωπο σας ήταν δεδομένη, αν σκεφτούμε ότι σας κάλεσε τον ίδιο καιρό να τραγουδήσετε στην «Πορνογραφία» του.

Έβαλε τον μουσικό Κινδύνη, που δούλεψε στην Κέρκυρα, να με ειδοποιήσει ότι με θέλει για τις παραστάσεις της «Πορνογραφίας» που ετοίμαζε με τον Αργυράκη. Ήταν μια περίοδος εξαντλητική από πρόβες, αλλά υπέροχη. Εκεί γνώρισα και τα άλλα παιδιά, τον Λιούγκο, τον Λέκκα, την Κατσαγιώργη, τον Κωνσταντίνο Τζούμα, τη Μαρία Κανελλοπούλου…

Και την Έλλη Πασπαλά.

Όχι, η Πασπαλά δεν ήταν. Η Πασπαλά αντικατέστησε εμένα στο δίσκο. Εγώ είχα αρρωστήσει τότε κι αυτό είναι το μόνο παράπονο που είχα ποτέ από τον Μάνο. Είχα μια χρόνια αλλεργική ρινίτιδα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να στάζουν υγρά πάνω στις φωνητικές μου χορδές και να μη μπορώ να τραγουδήσω. Και τού’λεγα: «Αφήστε με να πάω στο γιατρό σήμερα»…«Όχι, μη φύγεις, σε θέλω εδώ»…Έβγαζα πολλή δουλειά, μάθαινα τα κομμάτια στον Λιούγκο, που δεν ήξερε νότες, κρατούσα το πιάνο, είχα αρμοδιότητες…Θυμάμαι ότι ο Μάνος δεν έδινε το ok στον Άρη Δαβαράκη να γράψει τους στίχους στο κεντρικό τραγούδι με τις «Τρεις Ρόζες» – εγώ έκανα τη Ρόζα Εσκενάζυ και μέχρι το τέλος ήμουν το κεντρικό πρόσωπο της σκηνής. Ελλείψει στίχων, λοιπόν, λέγαμε «λα – λα – λα»…Σαν πιο μεγάλο παιδί, μπορεί να λάτρευα και να λατρεύω τον Χατζιδάκι, όμως του τηλεφώνησα μια μέρα και του είπα: «Ο Τάσος Καρακατσάνης μου είπε να σας θυμίσω ότι εδώ και καιρό αναφέρεστε σε ένα τραγούδι που είναι της Μαρίας» – Μαρία με έλεγε…Δεν απαντάει…«Με ακούτε, κύριε Χατζιδάκι;»…Μου απαντάει: «Εγώ δεν έχω φτιάξει τραγούδι για γυναίκα απ’ τον καιρό της Μούσχουρη»…«Κι εγώ τι πρέπει να κάνω, να βάλω τα κλάματα; Εγώ τραγουδούσα πριν σας γνωρίσω και θα τραγουδάω και μετά»…«Καλά, εντάξει»…«Και κάτι άλλο: Δώστε μας στίχους για τις ”Τρεις Ρόζες”, γιατί πρέπει να τους ποστάρω και έχουμε πρεμιέρα σε λίγες μέρες»…«Εντάξει, θα γράψω δικούς μου στίχους»…Τον πίεσα και για τα μικρόφωνα που επίσης δεν τα ήθελε, αφού η ορχήστρα ήταν στην απέναντι μεριά και δεν ακούγαμε ο ένας τον άλλον! Μου έλεγε ο Κυριαζής, θυμάμαι: «Πες του τα, πες του τα, του τα λέμε κι εμείς και δεν ακούει». Τέλος πάντων, μας τα έκανε όλα αυτά. Ήμουν σε όλες τις παραστάσεις, ακόμη και στο στούντιο για το δίσκο. Μια μέρα έφυγα με το έτσι θέλω. Πήγε να μου πει «Σε θέλω», αλλά του εξήγησα πως έχω φτάσει στο αμήν και έκλεισα ραντεβού με τον γιατρό μου. Ο γιατρός μου’βαλε χέρι επειδή άργησα. Μου σύστησε αφωνία και μου έδωσε κάτι φοβερές ενέσεις. Έβγαλα την πρεμιέρα κι εκείνη την κρίσιμη μέρα, ο Δαβαράκης μας έφερε στα καμαρίνια τον στίχο που θα τραγουδάγαμε. Ευτυχώς το κομμάτι ήταν στη μέση της παράστασης και προλάβαμε να το μάθουμε. Για μένα είχε μετριαστεί όλη αυτή η δυσάρεστη κατάσταση, αλλά ένιωθα μια πατίνα, πως να το πω…Κάτι μεσολάβησε με τις ημέρες, κάναμε παύσεις, οπότε εγώ είχα κάνει τις αφωνίες μου και του τηλεφώνησα: «Κύριε Χατζιδάκι, εγώ είμαι εντάξει από δω και πέρα». Τον ακούω να μου λέει: «Παιδί μου, με πίεζαν από την εταιρεία και βρήκα μια νέα τραγουδίστρια να πει τα τραγούδια σου»! Έμεινα κόκαλο! Ήταν σαν να με απάτησε ο αγαπημένος μου…Δεν του είπα τίποτα, τι να τού’λεγα; Με πείραξε γιατί είχα πέσει με τα μούτρα…

Έμαθε ποτέ ο Χατζιδάκις για τα τραγούδια του Βλάση;

Θα σας πω…Ο Βλάσης πήρε τα τραγούδια και τα κυκλοφόρησε στον Καναδά με το όνομα μου, κανονικά, ως τραγουδίστρια. Εκείνος ως Γιώργος Βλάσης, φυσικά. Στις πρόβες της «Πορνογραφίας», έρχεται μια μέρα ο Μάνος, σηκώνομαι εγώ απ’ το πιάνο και μου κάνει «Όχι, μη σηκώνεσαι». Παίρνει ένα σκαμπό και κάθεται δίπλα μου. Αρχίζω να του παίζω τα κομμάτια αυτά. «Δικό σας δεν είναι αυτό;»…Και μετά: «Κι αυτό;»…Παθαίνει πλάκα! «Που τα ξέρεις εσύ αυτά τα τραγούδια;»…Του λέω όλη την ιστορία…«Που ειν’ αυτός τώρα, ξέρεις;» με ρωτάει…«Μου είπαν ότι πλέον δουλεύει στην Ολυμπιακή»…Ο Βλάσης, πράγματι, ήρθε απ’ τον Καναδά, δούλεψε στην Ολυμπιακή, απ’ όπου έφυγε με τον βαθμό του διευθυντή και, όπως αποδείχτηκε, ήταν για ένα διάστημα ο γραμματέας του Χατζιδάκι, που του τα’χε κλέψει! Με παρακάλεσε να τα τραγουδήσω και να του τα δώσω σε μια κασέτα να τά’χει για το αρχείο του. Το έκανα, αλλά δεν νομίζω να έγινε και τίποτα στη συνέχεια. Αργότερα, ένας φίλος παραγωγός ανακάλυψε ότι τα δύο που δεν τα είχα πει, τα ενορχήστρωσε τελικά ο Δήμος Μούτσης και τα τραγούδησε η Ζωζώ Κυριαζοπούλου. Του τηλεφώνησα πάλι του Μούτση, αλλά δεν θυμόταν τίποτα…

Φοβερή ιστορία είναι αυτή με τα κλεμμένα τραγούδια του Χατζιδάκι! Την Έλλη Πασπαλά τη συναντήσατε ποτέ;

Πέρασα μετά από τον Σείριο, στις παραστάσεις του Χατζιδάκι, γιατί αυτός που’χε την επιχείρηση ήταν ο Λάκης Τελκής, ο γαμπρός του Κώστα Χατζή. Αυτός μου τηλεφώνησε και μου είπε: «Έλα, θα χαρεί να σε δει ο Χατζιδάκις». Πήγα…Στο διάλειμμα, κατέβηκα στα καμαρίνια, συνάντησα την Πασπαλά, χαιρετηθήκαμε. Ο Μάνος σηκώθηκε, με αγκάλιασε, με φίλησε. Εγώ μόλις είχα κάνει, το ’86, τον τρίτο δίσκο μου, το «Μετά την παράσταση». Μου λέει ο Μάνος: «Άκουσα κάποια τραγούδια σου στο ραδιόφωνο. Δεν είναι του ύψους σου»! Απαντάω: «Δεν πειράζει. Όλοι έχουμε δικαίωμα να παίξουμε, ανάλογα με την ψυχική στιγμή που βρισκόμαστε και συν τοις άλλοις ήμουν πολύ ερωτευμένη όταν τα έγραφα»…Χαμογέλασε…«Καλά! Γράφεις;»…«Πως δε γράφω!»…«Θα μου φέρεις μια κασέτα σου;»…«Γιατί, κύριε Χατζιδάκι, έχετε άδεια ράφια;»…Αυτό ήτανε! Ο Λιούγκος με έπιασε και μου είπε πως ο Μάνος έλεγε τα καλύτερα για μένα, ότι «αυτή είναι αυτόφωτη, δεν έχει ανάγκη κανέναν» κλπ.

Το «Μετά την παράσταση» εμένα μού’χε αρέσει, ήταν ένα αμιγώς ροκ άλμπουμ.

Ναι, ροκ θα τον έλεγες, που έπαιξαν μέσα καλοί μουσικοί. Μου άρεσε εμένα η ροκ μουσική κι ήθελα κάτι άλλο, έχοντας φάει τα στραπάτσα μου από το έντεχνο. Ήθελα κάτι πιο ανατρεπτικό, πιο ζόρικο, πιο ελεύθερο. Λίγο μετά αρχίσαμε να στήνουμε το home studio μας με τον γιο μου, τον Κωνσταντή. Φτιάξαμε ένα γκρουπ ηλεκτροακουστικό, με το οποίο δώσαμε πάρα πολλά και ωραία live. Πήρα ένα σύνθι κι έπαιζα όρθια γιατί ήθελα ελευθερία στο σώμα. Ο γιος μου έπαιζε βιολοντσέλο, είχαμε δωδεκάχορδη κιθάρα, μπάσο, τύμπανα και μετά προσθέσαμε ένα φλάουτο και ένα όμποε. Από το σχήμα περνούσαν μαθητές μου, εννοείται.

Το ροκ, ας το πούμε, χαρακτήρισε τη δεύτερη ή την τρίτη καριέρα σας. Κάνατε πολλές ανάλογες συνεργασίες.

Βέβαια. Κάναμε ένα σχήμα με τον Ηρακλή Τριανταφυλλίδη που είχε τη Λερναία Ύδρα και παίζαμε στο «Ηλεκτρόνιο», ένα ροκ κλαμπ χαμηλά στη Χαίιδεν. Ήμασταν ο Ηρακλής, η Δέσποινα Γλέζου, ο Άγγελος Σκορδίλης κι εγώ. Ταιριάξαμε πάρα πολύ ωραία! Δεν ήμουν καθόλου έξω απ’ τα νερά μου, αφού ένα ροκ στοιχείο ανέκαθεν υπήρχε μέσα μου.

Και επίσης ουδέποτε περάσατε από τις λαϊκές πίστες όπως έκαναν άλλοι κι άλλοι συνάδελφοί σας.

Όχι, ποτέ. Κι όποια λαϊκά τραγούδια αγάπησα, δεν προσπάθησα να τα αποδώσω παίζοντας λαϊκά με τη φωνή μου. Θεωρούσα ότι θα’ναι κάτι ψεύτικο. Προσπάθησα να λέω τα τραγούδια με έναν συναισθηματικό τρόπο, που άγγιζε εμένα.

Και φτάνουμε στο 2002 με τις «Κόκκινες μπογιές», όπου εκεί περνάτε σε έναν αμιγώς ηλεκτρονικό ήχο.

Συνεργαστήκαμε εκεί με τον μαθητή μου, τον Αντώνη Καρατζίκο, που μου έφερε τα κείμενα του. Είχε μεγάλη ευχέρεια στο γράψιμο αυτός. Μου ζήτησε να του δώσω μελωδίες για να έγραφε στίχους πάνω τους. Έτσι έφτιαξε το πρώτο κομμάτι, τις «Κόκκινες μπογιές». Με το που τ’ άκουσα, εντυπωσιάστηκα με το πόσο ένας άνθρωπος κατάφερε να αποδώσει όλα όσα είχα μέσα μου. Από τότε, κάναμε κι άλλα κομμάτια, έγραψε και αγγλικούς στίχους σε μουσικές του γιου μου, ο οποίος είναι ηλεκτρονικός μουσικός και συνθέτης.

Ακολούθησε το δικό σας δρόμο ο γιος σας.

Έπαιζε μαζί μου για πάρα πολλά χρόνια, αλλά άρχισε να εκδηλώνει ενδιαφέρον για τη μουσική τεχνολογία. Τις «Κόκκινες μπογιές» εδώ μέσα τις φτιάξαμε και όχι με τον απόλυτα σύγχρονο ηλεκτρονικό τρόπο.

Λογικό, πάνε σχεδόν και 20 χρόνια απ’ αυτή τη δουλειά.

Έτσι, γι’ αυτό και τη μίξη την κάναμε έξω, σε άλλο στούντιο.

Σε τι φάση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό, κυρία Δαλάκου;

Έχω κάνει ένα δίσκο με τίτλο «Όλα αλλάζουν», που κυκλοφορεί ψηφιακά σε ηλεκτρονική πλατφόρμα, όπως και στο bandcamp. Επίσης, πήρα την άδεια από την Hitch Hyke που έκλεισε και έβαλα και τις «Κόκκινες μπογιές» στο bandcamp. Άσ’ τα να υπάρχουν…Τώρα ετοιμάζω τον «Βυθό», έναν υπέροχο κύκλο τραγουδιών του Φώντα Λάδη με κάποια κομμάτια γραμμένα από παλιά, που τα’χα πάει και του Χατζιδάκι σε κασέτα. Εννοείται πως σήμερα ο ήχος μεταλλάχτηκε. Θα τον έλεγα ambient. Εδώ θέλω να’μαι τώρα!

Σας βρίσκω, λοιπόν, δημιουργική να ασκείτε την τέχνη σας, αλλά και την κριτική σας στα κακώς κείμενα μέσω των social media.

Δεν μ’ αρέσει να μπαίνω σε κουτάκια. Προέρχομαι από το ΚΚΕ Εσωτερικού, αλλά θέλω να’μαι ελεύθερη να κριτικάρω, ακόμη κι αυτά, στα οποία πρόσκειμαι ιδεολογικά. Σαφώς ρέπω σε ένα συγκεκριμένο πρότυπο, αφού κάποια πράγματα δεν αλλάζουν κι εγώ ποτέ δεν βρέθηκα απ’ τό’να άκρο στο άλλο! Μουσικά, είναι πολύ λίγα τα πράγματα που θα με κάνουν να πω: «Α, για κάτσε ν’ ακούσω τι είναι αυτό»…Νομίζω πως κάποιοι καλλιτέχνες ακόμη είναι εγκλωβισμένοι στο ίματζ τους και δεν θέλουν να ρισκάρουν.

Υπάρχουν στεγανά στη μουσική κατά τη γνώμη σας;

Όχι, δεν έχω στεγανά, ανεξάρτητα αν τα πράγματα είναι πολύ συγκεκριμένα μέσα μου. Όσα ακούω και μου αρέσουν, μπορεί να’ναι κάποια απ’ αυτά που δεν θα επέλεγα να τραγουδήσω εγώ. Ξέρω, νιώθω τι είναι αυτό που μου πάει και δεν θα με «τραβήξει» κάτι ξένο.

Πότε με το καλό θα βγει ο νέος δίσκος σας;

Πολύ σύντομα, πιστεύω. Από την προηγούμενη εταιρεία, τη Hitch-Hyke, μου έδωσαν ιδέες μήπως βγει σε CD κανονικά, όχι ψηφιακά δηλαδή. Θα το ήθελα και για τον Φώντα τον Λάδη, να είμαι ειλικρινής, αφού η προηγούμενη δουλειά μου ήταν σε δικούς μου στίχους. Δουλεύουμε πολύ αρμονικά με τον γιο μου και σε απόλυτη συνεννόηση. Εγώ συνθέτω, ενορχηστρώνω, γράφω τις φωνές και μετά τα παίρνει αυτός και τα επεξεργάζεται ηλεκτρονικά. Ο Κωνσταντής μένει μόνιμα στη Φραγκφούρτη.

Άρα μια μοναξιά θα τη νιώθετε κι εσείς εδώ μέσα.

Όχι, γιατί πλέον έρχονται πάρα πολύ συχνά με την κοπέλα του, τέσσερις φορές το χρόνο. Μετέφερε με φορτωτική όλο το στούντιο του μέσα, εδώ, όταν τέλειωσε τις σπουδές του στην Αγγλία. Δεν είναι πια ο ερασιτέχνης που ήταν, τότε που φτιάχναμε τις «Κόκκινες μπογιές». Κάνει παραγωγές, ασχολείται και όποτε είναι εδώ δουλεύουμε.

Φίλοι σας ποιοι θα λέγατε ότι είναι σήμερα;

Φίλος μου είναι ο Δημήτρης Λέκκας, τον νιώθω πολύ δικό μου άνθρωπο. Υπάρχουν κι άλλοι που δεν βλεπόμαστε τόσο συχνά, όπως ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης, με τον οποίο ανέκαθεν συνεννοούμασταν με λίγα, όχι περιττά. Έχω καλούς φίλους πολλούς από τους μαθητές μου, είμαστε σαν οικογένεια. Μιλάω τακτικά στο facebook με τον Γιάννη Σιαμσιάρη, που τον λατρεύω. Με τον Μιχάλη Τρανουδάκη, επίσης, που τον ξέρω από τη συνεργασία του τα πρώτα χρόνια με τη Σοφία Μιχαηλίδη.

Μου εμπιστευθήκατε τη ζωή σας όλη και σας ευχαριστώ ειλικρινά. Πως θα θέλατε να κλείσουμε;

Μ’ αυτό που έλεγα τις προάλλες με μια φίλη μου: Νιώθω καλά όσο είμαι όρθια και ενδιαφέρομαι ακόμα να γράφω μουσική. Νιώθω πιο ελεύθερη τώρα. Παρόλο που πέρασα καλά με τους μαθητές μου, ήταν και πολλά τα χρόνια, 35 για την ακρίβεια. Εγκλωβίστηκα λίγο στα ωδεία, αν και καταλαβαίνω πως οι μαθητές μου έζησαν μοναδικές εμπειρίες. Κι εγώ πέρασα καλά, αλλά εν πάση περιπτώσει αυτή τη στιγμή κάνω ότι θέλω, με την άνεση που θέλω, και σταματημό δεν έχω. Ελπίζω να καταφέρω να ξεκινήσω κι αυτό το βιβλίο που πάντα ήθελα να γράψω, για το οποίο μου έλεγε ο φίλος μου, ο Χάρης Κατσιμίχας: «Γράψ’ το, μωρή Δαλάκου! Και φωτοτυπημένο να μας τό’δινες, εμείς και πάλι θα το πληρώναμε, θα το αγοράζαμε» (γέλια)

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

«Πάμε μπροστά. Αλέξη, έλα πάνω», ανέφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με αποδέκτη τον τέως αρχηγό του…