Λήδα Χαλκιαδάκη: «Η Αριστερά πρέπει να’ναι ελεύθερο πουλί με παραμέτρους rock μπαλάντας»

Κάποτε εξέφρασε την εγχώρια «Flower Power» με μπαλάντες κλασικές στο είδος τους, από κοινού με τον Σπύρο Βλασσόπουλο. Σήμερα η Λήδα Χαλκιαδάκη δηλώνει ότι παραμένει ανένταχτη αριστερή, σαν έτοιμη από καιρό να βγει από τα σκοτάδια της και να εισέλθει στο φως. 

DSC 0155 pp

Η Λήδα Χαλκιαδάκη ή, απλά, Λήδα είναι η κόρη της θρυλικής Δανάης Στρατηγοπούλου και μία κορυφαία εκπρόσωπος της pop – rock σκηνής των αρχών του 1970. Ερμηνεύτρια, τραγουδοποιός και στιχουργός, άφησαν ως Λήδα – Σπύρος, δηλαδή μαζί με τον πρώην σύζυγο της, τον Σπύρο Βλασσόπουλο, τραγούδια, τα οποία έμελλε να αναδειχθούν προφητικά μετά από μισό αιώνα: Δύο μόνο απ’ αυτά, ήταν το «Οι μηχανές μου» που μιλούσε για την τεχνολογική ευδαιμονία και το «Όταν θα γεννηθεί ο γιος σου», ένα από τα πρώτα οικολογικά τραγούδια στη χώρα μας. Πλέον, ξέχωρα από ρετρό νοσταλγίες, αυτό που έκαναν οι Λήδα – Σπύρος μόνο εφάμιλλο των Simon & Garfunkel και ανάλογων σχημάτων από το εξωτερικό, θα μπορούσε να θεωρηθεί. 

Η Λήδα σταμάτησε νωρίς τη δισκογραφία, μόλις το 1980, και αιτία – σύμφωνα με την ίδια – ήταν η καθολική αφοσίωση στην οικογένεια και στο μεγάλωμα των τριών παιδιών της. Θα ήθελα, ωστόσο, να πω ότι με τη Λήδα μας συνδέει κάτι σημαντικό και για τους δυο μας, πιστεύω: Το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε για τη δισκογραφία ήταν το 2006, στο soundtrack του ντοκιμαντέρ «Ζωντανοί στο Κύτταρο – Σκηνές Ροκ». Λεγόταν «Σαν παλιό βινύλιο». ήταν σε μουσική του Θοδωρή Κοτονιά με το τότε συγκρότημα του, τα Μακρινά Ξαδέρφια, ενώ τους στίχους είχαμε γράψει ο Θοδωρής κι εγώ ένα απόγευμα στη Δραπετσώνα, σκεπτόμενοι τη δική της φωνή! 

Τα επόμενα χρόνια τη Λήδα απασχόλησε η σύσταση της «Ερατούς», του οργανισμού που ακόμη εισπράττει και αποδίδει τα νόμιμα δικαιώματα στους Έλληνες τραγουδιστές. Άνθρωπος προσγειωμένος και δραστήριος, πάντα ευαισθητοποιημένη κοινωνικά, η Λήδα στην ακόλουθη συνέντευξη θυμάται την πολύτιμη μητέρα της και τα κοσμογονικά 60s, τη φειδωλή δισκογραφία της, τον αγώνα που έδωσε για να συνταξιοδοτηθεί κάποτε η συνάδελφός της, Φλέρυ Νταντωνάκη, χωρίς να διστάζει να εκφέρει γνώμη για την Αριστερά και να ασκήσει κριτική στην τωρινή κυβέρνηση. 

Λήδα, μεταξύ μας ο ενικός επιβάλλεται. Έχω να σε δω από κοντά πολλά-πολλά χρόνια κι αυτό γίνεται στη Ραφήνα, τον τόπο μόνιμης κατοικίας σου. Πόσα χρόνια ζεις εδώ;

Ζω στη Ραφήνα κοντά στα 35 χρόνια. Το ’86 μετακόμισα, όταν είχε γίνει ο Συνεταιρισμός των Καλλιτεχνών. Καταφέραμε να πάρουμε ένα οικοπεδάκι με τον δεύτερο σύζυγο μου, τον κιθαρίστα Μπάμπη Λασκαράκη, και να φτιάξουμε το σπίτι μας. Δουλέψαμε σκληρά, μεγαλώνοντας μωρά. Ξέρεις, το βράδυ να δουλεύεις και τη μέρα να φροντίζεις μωρά παιδιά.

Τη μητέρα σου, τη Δανάη, την είχες κι αυτή κοντά σου;

Η Δανάη πάντα με ένα τρόπο ήταν δίπλα μου, παρόλο που δεν ζούσαμε μαζί απ’ τα 18 μου, απ’ όταν δηλαδή εκείνη έφυγε για τη Χιλή. Εννοώ πως πάντα θα έμενε σε διπλανή πολυκατοικία ή λίγο παραδίπλα μου.

Πως ήταν για ένα κορίτσι να μεγαλώνει ως κόρη της Δανάης;

Κοίταξε, για μένα οικογένεια ήταν ο καλλιτεχνικός κόσμος, η μουσική και η ποίηση. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 8 ετών και τον κουβαλώ ακόμη μέσα μου. Ήμουν και θα είμαι η συνέχεια του. Συγκινούμαι, μη με βάζεις να λέω τέτοια… (παύση) Η ζωή η δική μου δεν είχε σχέση με τη ζωή παιδιών της εποχής μου, παρά με λίγων. Θυμάμαι πως όταν ήμουν 4 ετών, ο μπαμπάς μου άκουγε την 5η Συμφωνία του Beethoven στα Πετράλωνα. Είχαμε ψυγείο πάγου και μαγκάλι. Μιλάμε για τη δεκαετία του ’50, μία ατμόσφαιρα μέσα στην οικογένεια μεγάλης συγκίνησης, απέραντης αγάπης και τραγικότητας ταυτόχρονα, γιατί ήταν άρρωστος ο μπαμπάς μου. Πέθανε 35 ετών απ’ την καρδιά του. Η Δανάη δούλευε και τα πιο πολλά δισκάκια τα έκανε εκείνη την εποχή, όχι επειδή τρελαινόταν απ’ τη χαρά της, αλλά για να παρατείνει όσο γινόταν περισσότερο τη ζωή του άντρα της. Να πω ότι εγώ με τον πατέρα μου μεγάλωνα, μια και η Δανάη δούλευε. Ήταν δημοσιογράφος που γνωρίστηκε με τη μητέρα μου, όταν κι εκείνη ως δημοσιογράφος είχε ξεκινήσει. 

Φαντάζομαι πόσες εικόνες και μνήμες θα έχεις.

Α, ναι, μην το συζητάς…Θυμάμαι έντονα, ας πούμε, το σπίτι του Νίκου Γούναρη – ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι στην Κηφισίας – που μ’ έπαιρνε η Δανάη όταν κάνανε πρόβες, γιατί δούλεψαν πολύ μαζί οι δυο τους. Χάλαγαν κόσμο, στάδια γέμιζαν κυριολεκτικά. Θυμάμαι έντονα ακόμη τον Χαιρόπουλο και νομίζω πως στο YouTube υπάρχει μια ωραία εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού με μας και τον Χαιρόπουλο. Γύρω στα 10 μου γνώρισα το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, το περίφημο ΕΙΡ, με τους ευζώνους απ’ έξω. Από κει πέρναγαν όλοι οι τραγουδιστές και κάνανε εκπομπές, μαζί κι εγώ πίσω απ’ τη μαμά. Ευτύχησα να κάνω εκπομπή στα πρώτα μου βήματα με την ορχήστρα του ΕΙΡ. Αν τα λέω σωστά πρέπει να’κανα εκπομπή με τον Κανελλίδη τον μαέστρο, τον μπαμπά της Αλέκας Κανελλίδου. 

Θα πρέπει να’χε πολύ χιούμορ η Δανάη. Τη γνώρισα μέσω εσού και κάτι θυμάμαι. 

Η Δανάη ήταν αστικής κουλτούρας, λίγο καθωσπρέπει. Δηλαδή έτσι κι άκουγε λέξη λίγο «πιπεράτη», αμέσως έκανε παρατήρηση, δεν σήκωνε τέτοια. Χιούμορ είχε, αλλά δεν ήταν αυτό που τη χαρακτήριζε, σε αντίθεση με τη ζωντάνια, τη δοτικότητα και την τεράστια μόρφωση της. Ήταν αγαθός άνθρωπος η Δανάη, δηλαδή την περιτριγύρισαν και πολλοί άνθρωποι στη ζωή της ως βαμπίρ, που ήθελαν να πάρουν απ’ την ενέργεια της. Πάνω απ’ όλα, για μένα η Δανάη υπήρξε μία συγκλονιστική ερμηνεύτρια. 

Μα έχει ειπωθεί πως είναι η σημαντικότερη Ελληνίδα τραγουδίστρια, όπως το ίδιο είχε ειπωθεί και για τη σύγχρονη της, Σοφία Βέμπο.

Θέλεις να το πάρουμε απ’ την άποψη τεχνικής; Δανάη – Πάριος είναι για μένα και μένα μπαίνει τελεία. Η Βέμπο ήταν άλλο ταμπεραμέντο, θα έλεγα το αντίθετο της Δανάης. Απ’ την άποψη όμως της τεχνικής, της άρθρωσης και της εκφοράς της γλώσσας, η Δανάη ήταν μοναδική. Έχω κρατήσει κάποιους δίσκους της απ’ τις 78 στροφές, αν και μερικά δισκάκια καήκανε στην πυρκαγιά. 

Τι γνώμη θα’χε η Δανάη για τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι όταν ξεκινούσαν κι αυτοί;

Από το ’64 που η Δανάη έφυγε μέχρι μία δεκαετία μετά, που επανήλθε στη νεοελληνική κοινωνία, όλο αυτό το πράγμα με την έκρηξη του τραγουδιού, από το δικό μας έντεχνο – λαϊκό μέχρι το ξένο rock, δεν το έζησε. Τα ζήσαμε εμείς που ήμασταν εδώ. Η Δανάη, όμως, δεν τα έζησε σε καμία περίπτωση. Αδερφή της ήταν η Μίρκα, μια σπουδαία μουσικός, που είχε φύγει στη Χιλή και ήδη ζούσε εκεί για χρόνια με την οικογένεια της. Έχοντας συμβόλαιο με ένα μαγαζί στη Νέα Υόρκη, όπου θα τραγουδούσε, η Δανάη άλλαξε το εισιτήριο της επιστροφής της στην Ελλάδα μ’ ένα εισιτήριο για το Σαντιάγο, προκειμένου να ξανάβλεπε την αδερφή της. Πήγε εκεί, μπήκε μέσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα κι επειδή ήταν και γαλλόφωνη, έμαθε αμέσως τα ισπανικά. Επιδόθηκε στη μετάφραση του Καβάφη, του Καζαντζάκη και του Ρίτσου, που ήταν φίλος της, όλων των μεγάλων Ελλήνων ποιητών και λογοτεχνών. Και βέβαια εκεί έκανε τη γνωριμία της ζωής της, εκείνη με τον ποιητή Pablo Neruda.

Ισχύει ότι υπήρξαν ζευγάρι ο Neruda με τη Δανάη;

Κοίταξε, δεν ήταν απ’ τους ανθρώπους η Δανάη του στυλ «Τα ”έχουμε”, δεν τα ”έχουμε”» κλπ. Υπήρξε μία μεγάλη φιλία, που δεν την έζησα εγώ από κοντά, αλλά που θα μπορούσε νά’χει και μία ερωτική παράμετρο, όπως συμβαίνει με όλους τους καλλιτέχνες. Οι δυο τους ήταν άλλης «σφαίρας», δυο Ιερά Τέρατα θα λέγαμε σήμερα.

Μετέφρασε, πάντως, ολόκληρο το «Canto General» του, που μελοποίησε αργότερα ο Θεοδωράκης.

Εκτός από το «Canto General», μετέφρασε όλο το έργο του Neruda, τα άπαντα του. Στο δίσκο του Μίκη αναγράφεται η μετάφραση της Δανάης, παρόλο που η μελοποίηση έγινε στα ισπανικά. Δοθείσης ευκαιρίας, να σου πω ότι απ’ τον Μίκη άκουσα μια φράση, απ’ αυτές που με καθόρισαν στη ζωή μου: Ήμουν στο στούντιο «Sierra», που ο Λασκαράκης ηχογραφούσε με τον Μίκη. Έρχεται κατά πάνω μου ο Θεοδωράκης και λέει την εξής φράση: «Καλώς την κόρη του Χαλκιαδάκη»! Καταλαβαίνεις; Όλος ο κόσμος ακόμη με λέει «η κόρη της Δανάης», θέλοντας να με κατατάξει σ’ ένα κουτάκι, ο Θεοδωράκης, όμως, με προσφώνησε ως «κόρη του Χαλκιαδάκη», έχοντας κάνει στην Αντίσταση με τον πατέρα μου. Πολύ με καθόρισε, λοιπόν, η φράση αυτή συν όλο το πακέτο Μίκης Θεοδωράκης που είναι ένας ογκόλιθος, τι να λέμε τώρα…

Από νωρίς είπες θα κάνεις ότι έκανε και η μητέρα σου;

Η θεία μου η Μίρκα, όταν ήμουν 14 ετών, μου’χε φέρει ένα δίσκο της Ella Fitzgerald. Με θυμάμαι πάνω σ’ ένα τραπέζι να κρατάω κάτι για μικρόφωνο και πάντα κρυφά απ’ τη μάνα μου να αντιγράφω Ella Fitzgerald! Δύσκολο πράγμα…Τότε, στη χορευτική μουσική, ήμασταν πολύ λίγα τα κορίτσια που ξεκινούσαν να την υπηρετούν: Η Αλέκα Κανελλίδου, η Νέλλη Μάνου, εγώ και μία τραγουδίστρια που λεγόταν Κούκα – καμία σχέση με τη γνωστή, την Κατερίνα. Σιγά – σιγά στις αρχές του ’60 αρχίσαμε να δουλεύουμε επαγγελματικά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να παίζουμε στο γάμο της Καρέζη με τον Χατζηφωτίου το1962. Εκεί πήρα το πρώτο μου μεροκάματο με ένα φοβερό γκρουπ που θυμάμαι ολωνών τα ονόματα: Κώστας Καραγιαννόπουλος – βλέπε Κώστας Καράλης στη συνέχεια – κιθάρα, Χάρης Ανδρεάδης πιάνο και βιμπράφωνο, Ευγνώμων Διαλετής, δεύτερος ξάδερφος μου, τούμπα. Τι είχαμε παίξει εκεί! Όταν ακούω σήμερα να τραγουδάνε το «Fly me to the moon», που το τραγουδούσα εγώ ως έφηβη, συγκινούμαι απίστευτα. Τραγουδούσαμε ακόμη ιταλικά, Sergio Endrigo, τέτοια…

Και σ’ όλα αυτά η Δανάη ήταν απούσα.

Όχι, ακόμη δεν είχε φύγει για μόνιμα τουλάχιστον. Κι όχι μόνο δεν ήταν απούσα, αλλά εκείνη έδωσε και το όνομα στο συγκρότημα Idols – δεν ξέρω αν το λένε σήμερα οι Idols. Παίζαμε ως πρωτόλειο γκρουπ σ’ ένα καλοκαιρινό μαγαζί στην Κηφισιά κι από κάτω ήταν η Δανάη με παρέα μεγάλη. Αναρωτιόμασταν τι όνομα να έχουμε κι εκεί μεσολάβησε η Δανάη που πρότεινε το «Idols», είδωλα τάχα μου της νεολαίας. Κοίτα, εξ αρχής μου’χε πει ότι εμένα δεν μου ταίριαζε αυτός ο χώρος, αλλά δεν ήταν κι ο τύπος που θα μου απαγόρευε. 

Και γιατί πίστευε ότι δεν σου ταίριαζε η μουσική;

Να ξεκαθαρίσω εδώ ότι λατρεύω το χώρο των τραγουδιστών, διότι αυτοί είναι η οικογένεια μου και μεσ’ στις οικογένειες, ξέρεις, μαλώνουμε και βρίσκουμε ελαττώματα. Τους καταλαβαίνω τους τραγουδιστές, είτε είναι σπουδαγμένοι, μεγάλοι, με σπουδαίες φωνές, είτε είναι λαϊκοί, που καμιά φορά αυτοί έχουν καλύτερες ψυχές. Η Δανάη έφυγε όταν εγώ είχα πάει 18 ετών, έμενα μόνη μου κι έπρεπε κάπως να ζήσω. Ήμουν σε σχέση με τον Σπύρο Βλασσόπουλο και ζούσα μόνη μου στην οδό Μαυρομματαίων. Έτσι, έπιασα την πιο «σοβαρή» δουλειά μου, στον «Γαλαξία» απάνω στο Χίλτον με Μανώλη Μικέλη, έναν μεγάλο πιανίστα της jazz, Τίτο Καλλίρη στην κιθάρα κ.α. Ο Μικέλης είχε το πρώτο hammond organ κι ερχόταν κάθε βράδυ ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, καθόταν δίπλα στο δάσκαλο, παρατηρούσε και παίζανε μαζί. Μετά, το πρώτο hammond του Βαγγέλη ήταν αυτό που αγόρασε από τον Μικέλη. Για εννιά μήνες περίπου δούλεψα στο roof garden του Χίλτον, υπηρετώντας τη χορευτική μουσική, ένα δύσκολο είδος, που ούτε ακριβοπληρωμένο ήτανε, ούτε και πολλοί συνάδελφοι ασχολούνταν. Έπρεπε να’χεις ταλέντο, όμως, να ξέρεις ξένες γλώσσες. Σκέψου ότι κάπου εκεί έσκασε και η Beatle – mania μετά τα jazz standards που λέγαμε. 

Και επομένως ελάχιστα ακούσματα είχες από αμιγώς ελληνική μουσική.

Το πρώτο 45άρι που’χα αγοράσει ως μαθήτρια δημοτικού ήταν με τον Γιάννη Βογιατζή, ο οποίος ήταν όλο γοητεία τότε! 

Ναι, αλλά μου μιλάς για ένα αστικό τραγούδι που δεν απείχε πολύ απ’ αυτό που έκανε η μητέρα σου.

Σύμφωνοι, αλλά εδώ υπήρχε ένα «πάντρεμα»: Η Δανάη τραγουδούσε σ’ όλες τις γλώσσες, αλλά πάντα τελείωνε με δημοτικό τραγούδι. Με τόσες καταπληκτικές μουσικές που γράφτηκαν στα κοσμογονικά χρόνια του ’60, δε μπορούσες να κάθεσαι να μιζεριάζεις με λίγο από Ισλάμ και «γρου- γρου- γρου»…Δεν μπορούσα την ηττοπάθεια! Όσοι ζούσαμε στα αστικά κέντρα, τι μουσική ν’ ακούγαμε δηλαδή;

Ξέρω γω…Πόλυ Πάνου, Καζαντζίδη…

Α, δεν τους ήξερα, καμία σχέση. Και όχι από σνομπισμό, μην παρεξηγηθώ. Δεν έτυχε, δεν προλάβαινα ίσως. Μετά ήρθε η δικτατορία και βλέπαμε πολύ σινεμά, εκπληκτικές ιταλικές, γαλλικές και ρωσικές ταινίες. Αυτά βλέπαμε εμείς, δεν μεγαλώσαμε με εγχώρια μιούζικαλ. 

Η χούντα σας βρήκε μόνη στην Αθήνα;

Όχι, η χούντα με βρήκε μαζί με τη μάνα μου. Μέναμε δίπλα στον ΟΤΕ στην Πατησίων, όταν ακούσαμε για το πραξικόπημα και βλέπαμε τους στρατιώτες να γυμνάζονται στην ταράτσα του ΟΤΕ. Η Δανάη αποφασίζει ότι δεν θέλει να ζήσει εδώ, αυτοεξορίζεται και ξαναφεύγει για τη Χιλή. Έτσι εγώ, μη μπορώντας να μένω μόνη σ’ ένα μεγάλο διαμέρισμα, πήγα στη Μαυρομματαίων. Ο Σπύρος, στο μεταξύ, η σχέση μου, ήταν φαντάρος τότε. 

Επίσης ένας καλός κιθαρίστας, αλλά και συνθέτης ο Βλασσόπουλος.

Άλλη μία πονεμένη ιστορία είναι ο Σπύρος…Μιλάμε για μεγάλο μουσικό! Τα ακόρντα που έπαιζε και τα φωνητικά που κάναμε μαζί, φανέρωναν ότι υπηρετούσαμε τη μουσική, δεν κοροϊδεύαμε την κοινωνία. Δεν ήταν ότι παίρναμε ένα μεγάλο ποίημα, βάζαμε μια παιδαριώδη μουσική και κάναμε τους σπουδαίους! Ήταν η εποχή των μεγάλων καλλιτεχνών: Σπύρος Βλασσόπουλος, Δημήτρης Ψαριανός, Βαγγέλης Γερμανός, οι καλύτεροι στο είδος τους! Μέχρι και το «Κύτταρο», δεν παίξαμε μαζί με τον Σπύρο. Εγώ δούλεψα σε μπουάτ με τα Τζαβαράκια και τον Γιώργο Μούτσιο, αλλά και μ’ ένα άλλο πολύ μεγάλο κεφάλαιο! Πρέπει να τον αναφέρουμε και να μη λησμονάμε έναν τόσο τεράστιο καλλιτέχνη: Μιλάω για τον Γιάννη Αργύρη!

«Μην κουραστείς να μ’ αγαπάς», σε δικούς του στίχους ήταν αυτό.

Και όχι μόνο! Επί εννέα μήνες που δούλευα μαζί του, άκουγα τα ίδια αστεία και ξεραινόμουν πάντα στα γέλια. Ήμασταν φίλοι μέχρι πολύ πρόσφατα, που πέθανε. Έχω ακόμη μηνύματα του στο κινητό μου! Τ’ ανοίγω καμιά φορά και βλέπω μηνύματα με καλαμπούρια του Γιάννη Αργύρη…Για μένα ο Γιάννης Αργύρης και η Φλέρυ Νταντωνάκη ήταν οι δύο πιο πρωτογενείς καλλιτέχνες στην Ελλάδα! 

Πριν κάνετε ντουέτο με τον Βλασσόπουλο ως Λήδα – Σπύρος, έβγαλες τον πρώτο σου δίσκο στη Philips. Τι επαφές είχες με το χώρο της δισκογραφίας για να βγάλεις σόλο άλμπουμ σε τόσο νεαρή ηλικία;

Ας πούμε ότι ήμασταν πολύ λίγοι τότε, για το είδος μας, κι έτσι έκανα ένα δίσκο κι εγώ. Ο δίσκος βγήκε το 1967, λίγο πριν έρθει η χούντα, και θα μπορούσε να’χε βγει στη νεοκυματική ΛΥΡΑ, αλλά τελικά βγήκε στη Philips, ίσως γιατί εκεί ανήκε η μητέρα μου και με ήξεραν. Θυμάμαι πως όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, άκουγα πολύ μπόσα νόβες και τον Chick Corea, που χάλαγε κόσμο στη jazz – rock μουσική. Είχε πάει αλλού το πράγμα και τα παρακολουθούσαμε όλα. Ίσως ήμουν η πρώτη που ηχογράφησα Beatles στα ελληνικά μέσα στο δίσκο αυτό. Το «Αρκεί που θα’ρθείς», δικό μου κομμάτι, το τραγούδησε αργότερα και ο Κώστας Χατζής, για να θυμηθώ τώρα κι ένα ακόμη τραγούδι.

Γνωρίζεις ότι ο πρώτος σου δίσκος πωλείται σήμερα στα 400 ευρώ;

Ναι, ε; Εγώ λέω να μη βιαζόμαστε να γράψουμε ιστορία, όπως βιάζονται κάποιοι για να χώσουν τη μούρη τους μέσα. Εγώ θα σας μιλήσω για το ποιους θεωρώ πρωτοπόρους σ’ αυτό το χώρο: Ένας είναι ο Γιώργος Ρωμανός – respect – κι άλλος ένας είναι ο Ανδρέας Θωμόπουλος, ο σκηνοθέτης, ο οποίος ηχογράφησε πρώτη φορά δικές του μπαλάντες στο Λονδίνο. Πρέπει να τα λέμε αυτά, είναι μία ικανοποίηση, τη στιγμή που δε βγάλαμε ποτέ λεφτά. 

Γιατί δεν αναφέρεις μέσα σ’ αυτούς και τον Διονύση Σαββόπουλο;

Μετά γνώρισα τον Σαββόπουλο στο «Ροντέο». Αν εννοείς το «Φορτηγό», βέβαια, σπουδαιότατος δίσκος! Να μην αναφέρω και την Αρλέτα εκείνα τα χρόνια; Λίγοι ήμασταν που κάναμε αμιγώς μπαλάντα. Ίσως το πιο σωστό θα ήταν «rock» ή «pop» μπαλάντα, γιατί εγώ δεν υπήρξα ποτέ καθαρό Νέο Κύμα. Αργότερα με τον Σπύρο, κάναμε ένα πράγμα που το είπαν «folk rock», ένα χωνευτήρι πολλών ακουσμάτων: Ethnic, latin, pop, jazz rock, τραγούδι διαμαρτυρίας, έως και blues, αν ακούσει κάποιος σήμερα τη διασκευή μας στην «Καραγκούνα». Τον πρώτο μου δίσκο, θυμάμαι, δεν τον είχα στηρίξει όπως βγαίνουν τώρα και μιλάνε για καριέρα. Εμείς βγαίναμε να τραγουδήσουμε γιατί το γουστάραμε. 

Και πότε φτιάχτηκε το ντουέτο Λήδα – Σπύρος;

Τον Σπύρο δεν τον άφηναν οι δικοί του να τραγουδήσει. Στην αρχή τραγουδούσα μόνη μου στο «Ροντέο». Ήταν η εποχή που πέρασαν οι πάντες από κει: Ο Σαββόπουλος με τη Μαρίζα Κωχ και τα Μπουρμπούλια, η Μαίρη Δαλάκου, οι Δάμων & Φιντίας, δύο επίσης ιερά μου πρόσωπα: Ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Βασίλης Ντάλας – δύο άγγελοι επί της Γης, ακόμη και εξ όψεως! Με τον Σπύρο πρωτοπαίξαμε στην καλοκαιρινή «5η Εποχή», ήταν σαν μια πρώτη καθαρόαιμη rock σκηνή, με τον Θανάση Γκαϊφύλλια και τα Ανάκαρα. Οι Λήδα – Σπύρος ουσιαστικά φτιάχτηκαν το ’72, την ίδια χρονιά που βγήκε ο «Ηλεκτρικός Αποσπερίτης» κι αρχίσαμε να παίζουμε στο «Κύτταρο» της οδού Ηπείρου. 

Θέλω να μιλήσουμε λίγο για τον Πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, με τον οποίο συνεργαστήκατε κατά κόρον.

Ο Αγγελάκης ήταν μέλος της παρέας μας, έτσι γνωριστήκαμε. Ήταν ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο και ταιριάξαμε μέσα στην όλη ατμόσφαιρα της εποχής, διότι ο Αγγελάκης – όπως θα ξέρεις – έχει κάνει και πολλά άλλα πράγματα. Του έλεγα, θυμάμαι, «Θέλω ένα τραγούδι για τον Αλιέντε» και το έγραφε! Το «Όταν θα γεννηθεί ο γιος σου» τό’χαμε γράψει μαζί σχεδόν, έχει ακόμη τα χαρτιά η Μάρω, η δεύτερη γυναίκα του Βλασσόπουλου. Θέλω να πω ότι δουλεύαμε σαν μία ενότητα τότε, όλοι μαζί.

Ο Αγγελάκης ήταν ομοφυλόφιλος, ως γνωστόν. Εικάζεται ότι υπήρξε κι ένα απ’ τα πρώτα θύματα του AIDS στον καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδας.

Ανήκε στους ανθρώπους που βρέθηκαν τη λάθος χρονική στιγμή κι αυτό το πράγμα τους θέρισε…Μπορώ να σου πω ότι ο γιος του σήμερα. που δεν τον ξέρω καθόλου, έχει θέμα μ’ όλο αυτό και μας έκανε και μία ζημιά…Δεν μπορεί να στερεί τη φήμη και να υποβιβάζει τη δουλειά και του πατέρα του, και του Σπύρου, αλλά και τη δική μου. 

Σας «σταμάτησε» δηλαδή τραγούδι;

Μας «σταμάτησε» το «Όταν θα γεννηθεί ο γιος σου», που τό’χε κάνει διασκευή ο Γιώργος Δημητριάδης. Γιατί να κάνεις κακό στο «παιδί» του άλλου; Εγώ τα θεωρώ παιδιά μου τα τραγούδια αυτά! Και δεν είχαν καμία ομοφυλοφιλική νύξη τα συγκεκριμένα τραγούδια…Και νά’χαν, όμως, τι πράγματα είναι αυτά, που ζούμε; Μιλάμε για κολοσσιαίους καλλιτέχνες! Δεν θα καθόμαστε ν’ ασχολούμαστε πως περνάγαν τη νύχτα τους! Ο Αγγελάκης ήταν πολύ ιδιαίτερος και είχε πλάκα γιατί συχνά έβαζε πολλά ζωάκια στους στίχους του, ποιητική αδεία. Του έλεγα «Όχι άλλα ζωάκια, βρε Ανδρέα, βγάλ’ τα»! Γελούσαμε πολύ! 

Πολιτικοποιημένη ήσουν το ίδιο ακριβώς διάστημα;

Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον αστικό μεν, πολύ αριστερό δε. Η Δανάη προερχόταν από Στρατηγόπουλους, βυζαντινούς στρατηγούς, τέτοια πράγματα. Εγώ πάλι γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Ήμασταν, ας πούμε, στο σπίτι του συνθέτη Σπήλιου Μεντή: Εγώ με τη Νένα Μεντή, την κόρη του, και τον αδερφό της τον συχωρεμένο, έναν σπουδαίο πιανίστα. Παιδάκια ήμασταν. Δίπλα μας ήταν ο Μεντής, η Δανάη, ο Ρίτσος, ο Γουδέλης ο εκδότης και ο Βαλσαμάκης ο κεραμίστας. Μας έπαιρνε ο ύπνος και ξυπνάγαμε απ’ τις συζητήσεις τους! Αυτό το «αριστερός» ξέρω εγώ. Ξέρω ακόμη ότι η μάνα μου και ο πατέρας μου γνωρίστηκαν στην Αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς, έχοντας άλλα ονόματα, γιατί τους κυνηγούσαν. Είναι πράγματα αυτά που σφραγίζουν την ψυχή σου και τη ζωή σου. Τα σημερινά δεν μπορώ να τα καταλάβω…Μεγάλη κουβέντα. Σκεφτόμουν πρόσφατα ότι η Αριστερά είναι σαν ένα ελεύθερο πουλί που δεν πρέπει να κυβερνά. Να είναι υπεράνω κομμάτων! Εγώ είμαι παιδί του λεγόμενου «αριστερού rock», Μάης του ’68, Woodstock, μιας ελευθεριότητας που με χαρακτήριζε και με διαφοροποιούσε απ’ τη μάνα μου. Δηλώνω ανένταχτη αριστερή – εννοείται – και πιστεύω πως η Αριστερά πρέπει να’ ναι ελεύθερο πουλί με παραμέτρους rock μπαλάντας!  

Την ίδια εποχή, ωστόσο, ο Μαστοράκης και μερικοί άλλοι προωθούσαν τη glamour όψη του rock και γύρναγαν την πλάτη στις πιο επαναστατικές ιδέες του. 

Εμείς το rock το ζήσαμε απ’ τα γεννοφάσκια του. Ο καθένας μετά έκανε τη δική του μπίζνα κι εδώ θα θυμηθώ μια φράση του Δημήτρη Πουλικάκου από την ταινία σου, «Ζωντανοί στο Κύτταρο – Σκηνές Ροκ», που μού’κανες την τιμή να συμμετάσχω: «Το τελευταίο πράγμα που ενδιέφερε τους μουσικούς παραγωγούς τότε ήταν η μουσική»! Αυτό! Τελεία! Τα είπε όλα ο Πουλικάκος! Να είσαι στην ουσία των πραγμάτων, να υπηρετείς τη μουσική κι αυτό θεωρώ ότι κάνω εγώ. Δεν υπηρετώ ούτε την ιστορία, που πάνε να γράψουνε διάφοροι, ούτε συμφέροντα, ούτε κόμματα, ούτε παρέες και κέντρα αποφάσεων, που λένε ότι αυτό θα ισχύει τώρα και τ’ άλλο αργότερα. Δεν μ’ ενδιαφέρει, η ποίηση και η μουσική είναι οι θεότητες μου.

Απ’ την άλλη, όμως, ναι μεν κάνατε τον «Μαυραγορίτη» ως Λήδα – Σπύρος, αλλά όπως και πολλοί άλλοι…

(με διακόπτει) Τραγουδάγαμε στην τηλεόραση, θες να μου πεις. 

Ναι, όπως και στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης μεσ’ στη χούντα επίσης.

Αυτή ήταν η τηλεόραση τότε, δεν υπήρχε άλλη να την ξεχωρίσουμε. Η τηλεόραση γεννήθηκε στην ουσία μέσα στη χούντα και με θυμάμαι να τραγουδάω πάνω, στη Θεσσαλονίκη, στον πρώτο σταθμό, μέσα σ’ ένα δωματιάκι. Να σου πω και κάτι άλλο; Η χούντα σιγά – σιγά γινόταν πολύ λάιτ μέχρι που έφεραν τον Ιωαννίδη να καθαρίσει. Η αληθινή χούντα, που θύμιζε λίγο την πολύ σκληρή χούντα της Χιλής, ήταν επί Παπαδόπουλου. Το ότι βγαίναμε και τραγουδούσαμε, δεν σήμαινε ότι δεν είχαμε κομμένα τραγούδια απ’ την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Το «Σε λέγανε Αννέτα ή Μαλάμω» ήταν απαγορευμένο, γιατί έλεγε μέσα «Διώξε και το φίδι το φαρμακερό»! Το «Έλα να δεις τον τόπο μου» δεν τό’χαν ψηφίσει οι επιτροπές, γιατί είχε το στίχο «Έλα να κάνεις έρωτα κοντά στ’ ακροθαλάσσι». Πήγαινε σφαίρα για πρώτο αυτό το τραγούδι την πρώτη μέρα, αλλά την τρίτη ψήφισαν κάτι άλλο, άσ’τα να πάνε…Να τονίσω όμως ότι δεν είχαμε καμία σχέση με άλλους καλλιτέχνες που εμφανίζονταν στις γιορτές και στις Ολυμπιάδες της χούντας. 

Την περίοδο του Πολυτεχνείου κυκλοφόρησε και ο δεύτερος δίσκος των Λήδα – Σπύρος, το «Χαμένο τίποτα δεν πάει».

Ακριβώς τότε και είχε μέσα για πρώτη φορά στην Ελλάδα δύο τραγούδια του Pablo Neruda σε μουσική της Δανάης. Το ένα το τραγουδούσε ο Σπύρος υπέροχα και τ’ άλλο εγώ.

Ήταν ένα δώρο απ’ τη μητέρα σου τα δύο αυτά κομμάτια;

Ήτανε τραγούδια που τα ακούγαμε απ’ τη μάνα μου, τα αγαπούσαμε και τα βάλαμε μέσα. Η Δανάη λάτρευε, ως μάνα κιόλας, το «Όταν θα γεννηθεί ο γιος σου», αν και αγαπημένο της τραγούδι ήταν ένα απ’ τον «Ηλεκτρικό Αποσπερίτη»: Το «Χελιδονάκι άμε στο καλό», που τη συγκινούσε πολύ, γιατί ζούσε στο εξωτερικό τότε. 

Κατά μία έννοια, εσύ έφερες σε επαφή τη Δανάη με την ηλεκτρική pop – rock σκηνή.

Παίζαμε με τον Τουρνά, θυμάμαι, στο «Κύτταρο» κι ερχόταν η Δανάη. Είχε γράψει ένα μιούζικαλ ο Τουρνάς με Δημήτρη Ψαριανό, την Πωλίνα στο ξεκίνημα της, τον Μπουρνέλη τον ηθοποιό, τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς κ.α. «Η Πρόβα» λεγόταν. Η Δανάη δούλευε στο θέατρο, τραγουδούσε, κι ερχόντουσαν σε μας μετά μαζί με τον Φρέντυ Γερμανό. Πρέπει να ήταν 1975 – 75 αυτό. 

Αληθεύει ότι ο γάμος σας με τον Σπύρο Βλασσόπουλο έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή της Δανάης;

Απόλυτα! Ο γάμος μας έσωσε τη Δανάη απ’ το στάδιο που κατακρεούργησαν τον Victor Jara. Ο Jara ήταν πολύ φίλος της και θα μπορούσε κατά 90% να βρίσκεται κι εκείνη μέσα στο στάδιο. Η Δανάη ήταν στη Χιλή μέχρι δύο εβδομάδες πριν σκάσει η δικτατορία εκεί. Ήταν φίλη της γυναίκας του Αλιέντε, είχε ήδη κάνει ένα δίσκο με ποιήματα του Neruda και δίδασκε ήδη ελληνική λαογραφία στο Πανεπιστήμιο. Την είχαν στη μπούκα οι φασίστες…Έτυχε, λοιπόν, να ορίσουμε τον γάμο μας με τον Σπύρο κι εκείνη να βρίσκεται κοντά μας. Το έλεγε και το ξανάλεγε: «Μου σώσατε τη ζωή»! Ξέρεις τι είχε γίνει μέσα σ’ εκείνο το στάδιο στη Χιλή; Ο Jara εμψύχωνε με τα τραγούδια του τους αμέτρητους πολιτικούς αντιφρονούντες. Τον κατακρεούργησαν και έστελναν τα κομμάτια του λίγα – λίγα στις κόρες του και στη γυναίκα του! Φοβερή ιστορία…Στο τέλος τον στείλανε «πακέτο», ολόκληρο…Μιλάμε για έναν εθνικό ήρωα της Χιλής και μεγάλο τροβαδούρο. Αν τα λέω σωστά, ο Victor Jara είχε πάει τη Δανάη και τον Neruda στη δισκογραφική και έκαναν το δίσκο τους. 

Ο γάμος σας έγινε στην Αθήνα;

Όχι, παντρευτήκαμε στη Γενεύη! Δεν θυμάμαι πώς, αλήθεια…Rock πες το (γέλια). Φόρεσα σιγκούνι κοντογούνι και τέτοια τρελά…Εκεί, στο μεταξύ, θα έδινε πρώτη παγκόσμια πρεμιέρα ο Θεοδωράκης με τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» κι ήμασταν με Μπουμπού (σ.σ. Αφροδίτη Μάνου), Φαραντούρη, Τηλέμαχο Χυτήρη κ.α. Μετά από τη συναυλία έγινε ένα μεγάλο τραπέζι για τους Έλληνες με επικεφαλής τον Μίκη. Του είχαμε χαρίσει, θυμάμαι, τον «Ηλεκτρικό Αποσπερίτη» και του άρεσε το δημοτικοφανές rock στοιχείο μας. Αμέσως μετά, το τριήμερο γαμήλιο ταξίδι μας ήταν στη Φλωρεντία που μας κάλεσαν ο Χυτήρης με τη Φαραντούρη. Περάσαμε λίγες μέρες μαζί και ήταν υπέροχα. Είχαμε έναν τύπο στην παρέα που σχεδίαζε κάτι καπέλα στυλ Ντ’ Αρτανιάν κι έχω κρατήσει ακόμη ένα από τότε. 

Ήσουν ήδη έγκυος την εποχή που γραφόταν το «Όταν θα γεννηθεί ο γιος σου»;

Όχι, καμία σχέση. Ήμασταν με τη Μαρίζα Κωχ και τον Θανάση Γκαϊφύλλια το πρώτο γκρουπ που περιόδευσε στην πρώην Σοβιετική Ένωση το 1975. Ήταν ακόμη ο Δοϊτσίδης με τις κόρες του και ένα θρακιώτικο χορευτικό συγκρότημα, ενώ είχαμε μαζί μας τον Δημήτρη Κατοίκο και τα μπουζούκια του Θεοδωράκη. Υπεύθυνη της αποστολής ήταν, θυμάμαι, η Ειρήνη, η αδερφή της Μαρίζας. Στο Μπακού, στο Αζερμπαϊτζάν, μύριζε παντού πετρέλαιο. Μου’ρθε αναγούλα και για να μην πολυλογώ, εκεί κατάλαβα ότι ήμουν έγκυος κι έγραψα κατευθείαν γράμμα στον Σπύρο. Ο γιος μου, λοιπόν, είναι του ’76, αλλά το τραγούδι ήταν του ’74. 

Ήταν παραγγελία στον στιχουργό σας, τον Αγγελάκη;

Ειλικρινά δεν θυμάμαι πώς προέκυψε. Μαζί πάντως το «σουλουπώσαμε». Όταν βγήκαμε στο φεστιβάλ μ’ αυτό το τραγούδι, μας κοιτούσαν σαν αξιοθέατα. Ήταν μία λεπτή μπαλάντα με κάτι ακόρντα στυλ James Taylor! Θα το έλεγα κάργα προφητικό τραγούδι, όπως προφητικό ήταν και οι «Μηχανές μου». 

Η δεκαετία του ’70, όμως, προχωρούσε κι εσύ επιχείρησες συνεργασίες με τον Πλέσσα, τον Σουρμαΐδη και τον Κουνάδη, συνθέτες που δεν είχαν σχέση φαινομενικά με το ξεκίνημα σου.

Με τον Πλέσσα κάναμε τους «Νεκρικούς διαλόγους» του Λουκιανού με Καλογιάννη, Μαρίνο και τη Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου, που τότε υπήρξαμε στενές φίλες. Υπήρχε και μία φωνή απίστευτη μέσα, που δεν κόλλαγε μαζί μας φαινομενικά: Ο Μήτσος! 

Ποιος Μήτσος;

Ο Μητροπάνος, ντε, ο Δημήτρης! Ασύλληπτος τραγουδιστής ήταν αυτός! Κοίταξε, σε σχέση μ’ αυτό που με ρώτησες, έκανα ένα δίσκο το ’80 με πολύ ωραία τραγούδια του Βλασσόπουλου. Τότε υπήρχαν ραδιοφωνικές εκπομπές των εταιρειών που διαφήμιζαν τους δίσκους. Μία εβδομάδα μετά την κυκλοφορία του δίσκου, αρχές του ’81, γίνεται ο μεγάλος σεισμός. Τι να σου πω, εγώ το ’81 είχα ήδη δύο παιδιά και ήμουν έγκυος στον μικρό μου γιο, το τρίτο παιδί μου. 

Χωρίσατε δηλαδή νωρίς με τον Βλασσόπουλο.

Χωρίσαμε νωρίς με τον Σπύρο και ξαναπαντρεύτηκα ένα – δύο χρόνια μετά. Από ένα σημείο και μετά, όταν έχεις παιδιά και μάλιστα τρία, ήταν κάτι τρομερό – ούτε ένα δεν έκαναν κάποιοι καλλιτέχνες, φαντάσου. Μοιραία έκανα ότι προλάβαινα, μην έχοντας χρόνο για την καριέρα μου. Ο Λασκαράκης, ο δεύτερος άντρας μου, ήταν ο ΤΟΠ κιθαρίστας τότε, έτρεχε όλη μέρα στα στούντιο με τον Πάριο και μ’ όλους τους μεγάλους. Εγώ δούλευα και παράλληλα φρόντιζα τα παιδιά. Δεν μπορούσα να επιλέξω τις κινήσεις μου συμφώνως με ότι έκανα στο ξεκίνημα μου ή στην ακμή μου, όπως είπες. 

Κι έτσι νωρίς σχετικά σταμάτησε και η δισκογραφία σου.

Ναι, μάλλον…Τότε…Κι ήταν κρίμα γιατί ο δίσκος «Θα σε πάρω ταξίδι» είχε πολλά ωραία τραγούδια μέσα. 

Ίσως το ότι παραμένεις άνθρωπος συντροφικός και της οικογένειας, να σου στέρησε τη μεγάλη καριέρα.

Ο καθένας ζητάει αυτό που του λείπει. Εγώ επειδή γεννήθηκα μέσα στα φώτα, μέσα στην ιστορία να την πω, μέσα στην καλλιτεχνική οικογένεια, έχοντας χάσει τον πατέρα μου από μικρή και ως μοναχοπαίδι, ένα πράγμα ήθελα στη ζωή μου: Οικογένεια και σπίτι με την έννοια της Εστίας. Ότι ήθελα, ευτυχώς το έκανα. Καταλαβαίνω, απ’ την άλλη, ότι το σωστό είναι να κάνεις αυτό που λέμε καριέρα. 

Δεν είναι απαραίτητο αυτό.

Εντάξει…Εγώ δεν ήμουν αυτού του στυλ κι υπήρχαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες της εποχής, οι λεγόμενοι πρωτοπόροι, που ουδείς ασχολείται μαζί τους σήμερα. Ο κόσμος ακολούθησε ανθρώπους που δεν έπρεπε, αλλά εδώ φταίνε κι αυτοί που «φωτίζουν». Αναφέρομαι στους δημοσιογράφους και θα μου επιτρέψεις να αναφερθώ ξανά στο δικό σου ντοκιμαντέρ, έναν φόρο τιμής στους καλλιτέχνες της γενιάς μου με αλήθεια για τα γεγονότα της εποχής. Δεν είχαμε ανταγωνισμούς εμείς τότε, αγαπούσαμε και θαυμάζαμε τους συναδέλφους μας, αφού το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν να βρισκόμαστε και να κάνουμε πρόβες. Υπήρχαμε εμείς, αλλά υπήρχαν ο Νταλάρας, η Αλεξίου και η Βίσση. Μετά τη δουλειά, πηγαίναμε απ’ το «Θεμέλιο». Δούλευα εγώ με τον Ξυλούρη, αφού ο Σπύρος είχε αποφασίσει ν’ αποσυρθεί. Τη Βίσση, 17 χρονών τότε, τη γυρνάγαμε με τ’ αυτοκίνητο στην Κυψέλη, στο σπίτι της, και μετά πηγαίναμε στο «Βυζαντινό» για να συναντήσουμε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο…Παρέες ολόκληρες…Μόνο τον Χατζιδάκι δεν γνώρισα, δυστυχώς, αλλά όπως μου’χε πει ο Ανδρέας Αγγελάκης, είχε σχέδιο να γνωριστούμε και να κάναμε κάτι. 

Θα του «πήγαινες» του Χατζιδάκι, η αλήθεια είναι.

Σίγουρα, απλά δεν έτυχε. Έπαιζαν μεγάλο ρόλο και οι δισκογραφικές εταιρείες τότε. Θυμάμαι μία συζήτηση που’χαμε κάνει με τον λατρεμένο Μάνο Λοΐζο. Με ήθελε για να τραγουδήσω τα τραγούδια του Χικμέτ, ακόμη θυμάμαι τη συνομιλία μας σ’ ένα πατάρι κεντρικού καφέ της Αθήνας. Δεν μπορέσαμε, λόγω εταιρειών. Ήταν παρών και ο Αχιλλέας Θεοφίλου, ο παραγωγός, που’χε έρθει να με δει και στην κλινική όταν γέννησα. 

Παρόλα αυτά, το πόσο οργανωτική είσαι φάνηκε όταν μπλέχτηκες με τα σωματειακά των τραγουδιστών.

Είναι μία δεκαετία απ’ τη ζωή μου που ασχολήθηκα με το στήσιμο της «Ερατούς», ένα κολοσσιαίο έργο για τον κλάδο μας. Πέντε άνθρωποι το στήσαμε…Η άλλη μου ενασχόληση ήταν εδώ, στο Πνευματικό Κέντρο της Ραφήνας, με το «Αυγουστιάτικο Φεγγάρι» και τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που οργανώσαμε. Η «Ερατώ», που πήρε σάρκα και οστά όταν βρήκαμε κτίριο, αγοράσαμε έπιπλα, ανοίξαμε λογαριασμό στην τράπεζα κλπ. έγινε από τη Μαίρη Σταύρου, που ακόμα είναι στα γραφεία, τον Γιάννη Θωμόπουλο, εξαίρετο τραγουδιστή κάποτε του Μίκη, τη Δήμητρα Γαλάνη που διατέλεσε πρόεδρος, ενώ εγώ ήμουν γραμματέας και ταμίας μαζί. Ούτε ψύλλος στον κόρφο μου! Μέσα ήταν ακόμη ο Νταλάρας, η Τσανακλίδου, η Αρβανιτάκη – αναφέρομαι στο πρώτο ΔΣ. Τον Νταλάρα εγώ τον ενημέρωνα, γιατί δεν προλάβαινε ν’ ασχοληθεί. Σύντομα εγγράψαμε πάρα πολλά μέλη. Κοίτα, έδωσα την ψυχή μου στην «Ερατώ» γιατί μ’ αρέσουν οι πρωτογενείς καταστάσεις. Μετά έληξε η ιστορία, δεν είμαι άνθρωπος που φροντίζει ν’ αναλάβει εξουσίες και τέτοια πράγματα. 

Κράτησες φιλίες με τους συναδέλφους σου, που ανάφερες;

Φιλία, να κάνουμε στενή παρέα, όχι ιδιαίτερα, αλλά σίγουρα παραμείναμε αγαπημένοι. Λατρεύω Αρβανιτάκη, τη θεωρώ άγγελο μέσα στο σύμπαν μας! Έχω καλλιτέχνες που τους εκτιμώ και υποκλίνομαι, όπως τον Δημήτρη Ψαριανό και τον Κώστα Καράλη, που βέβαια είναι άνθρωποι της γενιάς μου. Όσο κι αν σου φανεί παράξενο, μία κοπέλα που κάναμε στενή παρέα και την αγαπώ, είναι η Πέννυ Ξενάκη, που συμμετείχαμε μαζί και σ’ ένα δίσκο του ’93. 

Θέλω να πάμε τώρα στη Φλέρυ Νταντωνάκη. Είχες δώσει αγώνα για να της έβγαινε μία τιμητική σύνταξη.

Πριν φτιαχτεί η «Ερατώ», απ’ την Ένωση Καλλιτεχνών ακόμη, θέλαμε να βγάζαμε στη Φλέρυ μία τιμητική σύνταξη. Της λέω: «Κάνουμε μία προσπάθεια να σου δοθεί μία σύνταξη» και μου απαντάει με το εξής συγκλονιστικό: «Εγώ παίρνω μια μικρή σύνταξη απ’ την Αμερική κι έχω κάποια έσοδα. Μήπως στερηθεί αυτή τη σύνταξη κάποιος συνάδελφος, που δεν έχει;»…Τη Φλέρυ τη θυμάμαι έντονα που ερχόταν σπίτι μας. Τα κορίτσια μας ήταν πολύ μικρά, η Ζωΐτσα η δική της και η Ευδοκία η δικιά μου. Παίζανε αυτά μαζί κι εμείς μιλάγαμε. 

Με τη σύνταξη της τι έγινε τελικά;

Θέλαμε να βγάλουμε ένα ποσό. Είχε ήδη αρρωστήσει με καρκίνο. Ήταν απάνω στη μετάβαση από την Ένωση Καλλιτεχνών στην «Ερατώ» κι έστελνα συνέχεια επιστολές στο Υπουργείο Πολιτισμού. Ο Βενιζέλος δεν με άκουσε τότε, πηγαίναμε τακτικά στο Υπουργείο και κάναμε συμβούλια μαζί του. Πεθαίνει η Φλέρυ το ’98, πιθανώς αυτός να έπαθε σοκ και ελάχιστους μήνες μετά, πέφτει κατάκοιτη για πολλοστή φορά η Καίτη Χωματά στο ΝΙΜΙΤΣ. Εκεί εγώ ξανάστειλα επιστολή του Βενιζέλου, όπου του υποδείκνυα να της βγάλει ένα ποσό, να της στείλει λουλούδια και να της τηλεφωνήσει κιόλας! Όλα τα έκανε! Θυμάμαι να παραδίδω στον άνδρα της Χωματά ένα φάκελλο με μετρητά, 2.000.000 δραχμές. Ο Βενιζέλος μπορεί να μην προλάβαινε ο ίδιος, έβαλε πάντως τη γραμματέα του και την πήρε τηλέφωνο για να της δείξει ότι ενδιαφέρεται. Όλα αυτά έγιναν, όμως, επειδή είχε «χάσει» τη Φλέρυ Νταντωνάκη. 

Ισχύει ότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος απαξίωνε τη Νταντωνάκη;

Όχι, δεν θα τό’λεγα. Όταν πέθανε, έγραψε ένα κείμενο που υπαινισσόταν κάτι ρομαντικό, γλυκερό – δεν το θυμάμαι ακριβώς τώρα. Εκεί ξαναβγήκα εγώ και απάντησα ότι δεν ήταν τέτοιο πράγμα η Φλέρυ Νταντωνάκη! Πρέπει να το βρω, δεν μ’ αρέσει να μιλάω χωρίς ντοκουμέντα. Λίγο μετά το χαμό της Φλέρυς, είχαμε την πυρκαγιά στη Ραφήνα, στην Καλλιτεχνούπολη, έγραψα ένα ποίημα και της το αφιέρωσα. Το ίδιο έκανα και στους θανάτους του Ελύτη και του Freddy Mercury – ειδικά του Mercury ήταν πολύ ωραίο ποίημα! Τι να κάνουμε, πέντε θρησκείες έχουμε στη ζωή μας (χαμογελάει)

Και η σχέση σου με τον χριστιανισμό ποια ήταν και είναι;

Δεν έχω σχέση καμία με το τυπικό ή με το τελετουργικό, δεν με μεγάλωσαν με κατηχητικά κλπ. Επί της ουσίας, όμως, επειδή μεγάλωσα μέσα σε μεγάλη αγάπη, παραδέχομαι τον Χριστό και όχι το όλο «περιτύλιγμα». Διάβασα την Καινή Διαθήκη στα 35 μου κι αυτό θεωρώ πρώτη ανάγνωση, όχι του σχολείου. Για μένα, μέσα στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε και τα πάντα ανατρέπονται, κρατώ δύο μότο: Το ένα είναι ελληνικό, το «Μέτρον Άριστον, και τ’ άλλο είναι το «Αγαπάτε αλλήλους». Μετά έρχονται όλα τ’ άλλα. Μια τέτοια σχέση είχα, είτε με τον Χριστό, είτε με τον Σωκράτη, είτε με τον Τσε Γκεβάρα, είτε με κάθε ενσυνείδητο άνθρωπο που πάτησε σ’ αυτή τη Γη με ανώτερη συνείδηση.

Πως περνάει ο καιρός σου σήμερα στη Ραφήνα;

Τι να σου πω, έλα κάνα απόγευμα να ακούσεις μελέτη ντραμς του μικρού μου γιου. Θα καταλάβεις (γέλια). Εξακολουθώ να ζω μεσ’ στη μουσική – αυτό δε μπορεί ν’αλλάξει – όπως και στην ποίηση πάρα πολύ! Διαβάζω, γράφω, έχω έρθει πιο κοντά στη γλώσσα. Δεν ήμουν και ποτέ της τεχνικής, εξ ου κι οι δύο μου σύζυγοι ήταν δύο πολύ καλοί κιθαρίστες που κούρδιζαν τη δική μου κιθάρα. 

Σ’ απασχολεί ο χρόνος που περνάει;

Ο χρόνος…(σκέφτεται) Άργησε να μ’ απασχολήσει σαν γυναίκα και δεν έχω κάνει καμία παρέμβαση πάνω μου. Όλους μας απασχολεί ο χρόνος, μα δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Πώς τό’λεγε η Δανάη; Σ’ ένα απ’ τα τελευταία της ποιήματα, είχε γράψει «Δεν έχω γνώμη για το θάνατο, θα σας πω όταν πεθάνω». 

Πως είναι ο χρόνος για σένα σαν έννοια;

Εμένα πιο πολύ ο χώρος με ιντριγκάρει, μ’ αυτόν ασχολούμαι. Ο συμβατικός χρόνος είναι OK, απλά μετράμε τη ζωή μας. Θα έλεγα ότι πιο πολύ ζω στον άλλο χρόνο, τον ελεύθερο. 

Πως μεταφράζεται αυτό;

Όχι καλημέρα ή καλησπέρα 1970 ή 2020! Συναντιέσαι μ’ έναν άνθρωπο που’χες να δεις 15 χρόνια και συνεχίζεις την κουβέντα ή την αγκαλιά σαν να μην πέρασε μια μέρα. Αυτή είναι η φύση του Καλλιτέχνη, αλλά πιστεύω και του Έλληνα.

Έχεις ταξιδέψει και πάρα πολύ.

Αρκετά…

Σου λείπουν τα ταξίδια;

Όχι, μόνο ένα ταξίδι ήθελα να κάνω και δεν θα το κάνω, γιατί δεν μπαίνω πια στο αεροπλάνο. Στο Μπουένος Άιρες ήθελα να πάω! Όσο μεγαλώνω και από τότε που έκανα παιδιά, δεν τα πάω καλά με τα ύψη γενικώς. Το μεγάλο μου απωθημένο ήταν το Μπουένος Άιρες, ονειρευόμουν να γνωρίσω τους ανθρώπους που έφτιαξαν το tango και το νέο λατινοαμερικανικό τραγούδι. Δεν έχω πάει ποτέ στην αμερικανική ήπειρο. Η Βόρεια Αμερική, ας πούμε, δεν με τραβάει και θα ήτανε δέκατη στην επιλογή μου. Στον Καναδά θα κρύωνα (γέλια). Παρίσι έχω πάει πολλές φορές, Ευρώπη, αφού ζούσε για χρόνια μετά εκεί η Μίρκα, η θεία μου. Προτιμώ να δω μια ταινία με ξένους τόπους, π.χ., παρά να δω κάτι άλλο απλά για να γεμίσω το χρόνο μου. 

Πως κρίνεις το σημερινό ελληνικό τραγούδι;

Πάντα υπάρχουν ενδιαφέροντες μουσικοί. Επειδή έχουμε πολλά προβλήματα οικονομικής φύσης, όλο αυτό με τον κορονοϊό τώρα είναι πιο συμπαθητικό μεσ’ στις ψυχές των ανθρώπων. Το άλλο, η πρώτη κρίση, μας είχε παγώσει, εξ ου και δεν γέννησε τέχνη! Η γενιά η δική μας δεν ήταν ηττοπαθής, δεν είχαμε μιζέρια, αλλά εσωτερική λεβεντιά. Αν πάρεις όλα τα τραγούδια, θα το καταλάβεις. Ήμασταν επηρεασμένοι απ’ το δημοτικό και όχι τόσο απ’ το ρεμπέτικο, το οποίο ρεμπέτικο σέβομαι βαθύτατα για το χώρο και την ώρα που του αναλογεί. Κι εμείς διασκευάσαμε χίπικα τα «Ματόκλαδα σου λάμπουν» με την ποίηση του Μάρκου, που το ακούς σαν να βλέπεις έναν πίνακα του Θεόφιλου. Μην ξεχνάς ότι εμείς εμφανιστήκαμε λίγα χρόνια μετά τον μεγάλο πόλεμο και υπήρχε διάθεση για ζωή και δημιουργία, σαν να γεννιόμασταν μέσα απ’ τις στάχτες μας: Δεκαετία ’50, μετά αυτή του ’60 που είχαμε πολιτιστική έκρηξη μέχρι κι αυτή του ’70, που τα γκρέμισαν όλα πριν έρθουν το life style και οι πιστωτικές κάρτες. Έσκασαν οι μπιζνάρες! Τώρα όποιος υψώνει κεφάλι κάνει τον μελλοθάνατο, έτσι πιστεύω! Βλέπε Τζούλιαν Ασάνζ απ’ τη μία, βλέπε Παύλο Φύσσα απ’ την άλλη. Δύσκολη η έκφραση και διακρίνω μία περιρρέουσα μελαγχολία και μια νοσταλγία για τα παλιά, αλλά τα ανώδυνα παλιά. Υποκλίνομαι στον Τσιτσάνη, αλλά δε μπορούμε να προχωράμε έτσι, παρόλο που ο Τσιτσάνης έχει μέγιστα τραγούδια. Εγώ μιλάω για τη γλεντζέδικη ατμόσφαιρα της εποχής του, που οι άνθρωποι ήρθαν από τη Μικρά Ασία…Δεν πρέπει να γυρνάμε εκεί. Πρέπει να κοιτάμε μπροστά. Την ηλεκτρονική μουσική, που δεν με ξετρελαίνει, εγώ τη γνώρισα δουλεύοντας πολύ με τον Κουνάδη. Τη θεωρώ ένα κατασκευασμένο είδος την ηλεκτρονική ή την πειραματική μουσική. Η jazz – rock και η μπόσα νόβα ήταν οι μουσικές που με εξέφρασαν όσα χρόνια ζω.

Πρόσφατα έγραψες κάτι στο facebook, ότι αρρώστησες και δεν χτύπησε το τηλέφωνο σου. Ποια ανάγκη σε ώθησε να το γράψεις δημόσια;

Τα τελευταία χρόνια της κρίσης ήτανε τραγικά, ποιον να βοηθούσες ακόμη και να τό’θελες; Ειδικά αυτό με την ΑΕΠΙ μας τσάκισε. Είχαμε να παίρνουμε ένα ποσό, σαν μια σύνταξη για να ζούμε, που εξαφανίστηκε. Με την ΕΔΕΜ άρχισε να μπαίνει το νερό στ’ αυλάκι και, το πιο βασικό, να είμαστε ενωμένοι. Μόνο έτσι θα προχωρήσουμε μπροστά, ενωμένοι στιχουργοί και συνθέτες! Σ’ αυτό που με ρώτησες, βέβαια, έβγαλα ένα παραπονάκι, γιατί θα μπορούσα να είμαι…(παύση) Έχω φλερτάρει, Αντώνη, με την πτώση απ’ το μπαλκόνι εκείνη την εποχή! 

Μου κάνει εντύπωση…Να σκέφτηκες να «φουντάρεις» σε ώριμη ηλικία…

Τι σημασία έχει η ηλικία; Η πρώτη θά’μουν ή η τελευταία; Δεν είναι δικό μου πράγμα…Για πρώτη φορά ένιωσα στη ζωή μου ένα εσωτερικό κενό, ποτέ άλλοτε! Ένιωσα ψυχολογικά ότι είμαι νεκρή! 

Όπως το τραγούδησε η μάνα σου, η Δανάη: «Από μέσα πεθαμένος».

Ναι, ακριβώς. Τό’χουν περιγράψει κι άλλοι καλλιτέχνες αυτό, κυρίως ηθοποιοί. Μου σύστησαν να πάω σε ψυχίατρο, αλλά δεν πήγα, γιατί δε θέλω χάπια. 

Και πως την «πάλεψες»;

Την «πάλεψα»…Κλείστηκα μέσα στο σπίτι μου. Παράτησα και τα social media, τα πάντα! Έπρεπε να επιζήσω. Να σταθώ στα πόδια μου. 

Και τι ήταν αυτό που σε ξανάβγαλε στο φως;

Δεν ξέρω…Έκανε ίσως τον κύκλο του αυτό το πράγμα. Μέσα σ’ όλο αυτό, με είχε φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση το ότι η Αριστερά έγινε εξουσία. Ένιωθα μια ντροπή, έλεγα πως θα πάω εγώ τώρα να ζητήσω μία δουλειά; Με είχε καταβάλλει αυτό, σκεφτόμουν ότι θα λέγανε «Αυτή παίρνει την τάδε δουλειά επειδή είναι αριστερή απ’ την οικογένεια της»…Με κόμματα να ξεκαθαρίσω ότι δεν είχα σχέση, παρότι τον είχα γνωρίσει προεκλογικά τον Αλέξη, πριν γίνει Πρωθυπουργός. Συμπαθέστατο πλάσμα με τη θερμή χειραψία του, με τα όλα του. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, όμως. 

Έκανε λάθη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που να της χρεώνεται η απογοήτευση για όλη την Αριστερά;

Πιστεύω ότι είναι στο χέρι μας να κρατάμε την ιδέα της Αριστεράς ζωντανή! Ο Αλέξης είχε τρεις – τέσσερις ευκαιρίες να γράψει ιστορία και να μείνει ως «μεγάλος», αλλά θα ξαναπώ ότι δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά. Μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μπόρεσε να γίνει κορυφαίος, ασχέτως αν μετά θα τον «τρώγανε». Δεν το συζητώ αυτό. Προχωρήσαμε κουτσά – στραβά, όπως προχωρήσαμε…

Και τώρα με σύσσωμο σχεδόν τον Πολιτισμό απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη;

…….

Δε θες να μιλήσεις;

Δεν ξέρω…Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου…Ευτυχώς οι αντιδράσεις του κόσμου τους έκαναν να μαζέψουν το θέμα με την Ακρόπολη. Τι ρεζιλίκια ήταν αυτά; Ανάπτυξη σε μια χώρα σαν την Ελλάδα δεν είναι να φτιάχνεις ουρανοξύστες, αλλά έργα ουσίας, έργα συμβατά με τον άνθρωπο και το περιβάλλον! Και Πολιτισμό σαν αυτόν που περιγράφουν ο Οδυσσέας Ελύτης και η Μελίνα Μερκούρη! Αυτό το λέω επώνυμα στον κ. Άδωνι Γεωργιάδη, έτσι να το γράψεις! 

Πες μου τη γνώμη σου για τα social media. Χειρίζεσαι τρεις διαφορετικές σελίδες – γκρουπ. 

Ακριβώς. Στην Ομάδα Ρίτσου ξεκινήσαμε μερικοί άνθρωποι να γράφουμε ποίηση και σήμερα έχουμε ξεπεράσει τα 20.000 μέλη! Δεν προλαβαίνω να εγγράφω νέα μέλη αυτή τη στιγμή! Το δικό μου γκρουπ το άνοιξε ένας εξαίρετος νέος συνάδελφος, ο Γιάννης Λεκκόπουλος, αν κι εγώ μπαίνω και κάνω διάφορες εργασίες. Έχω ακόμη ένα γκρουπ, αυτό της Δανάης βέβαια. Είναι σπουδαίο πράγμα τα social media, έχουμε βρεθεί με απίστευτους ανθρώπους μέσα στα χρόνια. Έγραφα τις προάλλες για τον Τζο Μισά, που ήταν τραγουδιστής κάποτε στους Idols, όταν ο Demis Roussos έπαιζε ακόμη μπάσο και τρομπέτα. Ε, λοιπόν, με τον Τζο Μισά, που τώρα ζει κάπου στη Νέα Ζηλανδία, ξαναβρεθήκαμε μέσω facebook κι είχαμε να επικοινωνήσουμε από τότε που ήμασταν παιδιά. Το ίδιο και με τον Νίκο Τσιλογιάννη, τον ντράμερ, που μένει μόνιμα στην Ολλανδία. Πιστεύω πως είναι ένας ωκεανός γνώσης το διαδίκτυο, αρκεί να χρησιμοποιείται σωστά και να μην πέφτουμε στις σαχλαμάρες και στις διάφορες κακίες, διότι είναι πασιφανές πως θέλουν να μας ρίξουν συνειδητά στη σαχλαμάρα μέσα απ’ την άγνοια χρήσης του μέσου. 

Λήδα, ας τελειώσει κάπου εδώ αυτή η κουβέντα. Τι περιμένεις να σου χαρίσει η ζωή στο εξής;

Περιμένω ένα εγγόνι! Να τελειώσω το βιβλίο που γράφω και κάποια τραγούδια που δουλεύω. Υγεία και αγάπη για τα παιδιά μου, για όλα τα παιδιά του κόσμου. Το Μπουένος Άιρες έτσι κι αλλιώς θα παραμείνει στα όνειρα και στην καρδιά μου.

Σ’ ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου.

Εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ και χάρηκα που βρεθήκαμε ξανά μετά από πολύ καιρό. 

Θρήνος στο Ρέθυμνο: Αυτοκτόνησαν σε μια μέρα, ένας 56χρονος επιχειρηματίας και ένας 84χρονος

5860197

Θρήνος στο Ρέθυμνο: Αυτοκτόνησαν σε μια μέρα, ένας 56χρονος επιχειρηματίας και ένας 84χρονος

Τον αυτόχειρα εντόπισαν οι οικείοι του. Λίγες ώρες αργότερα, ένας 84χρονος, έκοψε το νήμα της…

Μυστήριο με την αιτία θανάτου της Χρονοπούλου: «Κανείς δεν μας έχει απαντήσει πώς έπεσε και έσπασε το κεφάλι της» (Video)

χρονοπουλου10

Μυστήριο με την αιτία θανάτου της Χρονοπούλου: «Κανείς δεν μας έχει απαντήσει πώς έπεσε και έσπασε το κεφάλι της» (Video)

«Υπάρχουν πολλά ερωτήματα και σκοτεινά σημεία σε αυτή την υπόθεση - Η ιατροδικαστική έκθεση δεν…

Σκληρή απάντηση από τον Ιάσονα Αποστολόπουλο στον Πύρρο Δήμα: «Τι σημαίνει ξεφτίλα μαμά;»

252295075 10165879121585385 8369428181626529769 n

Σκληρή απάντηση από τον Ιάσονα Αποστολόπουλο στον Πύρρο Δήμα: «Τι σημαίνει ξεφτίλα μαμά;»

Επίθεση στον Πύρρο Δήμα έκανε ο Ιάσονας Αποστολόπουλος σχετικά με τα σχόλια του πρώην αρσιβαρίστα…

Χάρης Δούκας: Δέχεται επίθεση από τον Ζούκοφ, τον Πλεύρη και δεξιά τρολ επειδή είπε… «μπάτσος» – Τι πραγματικά έγινε (video)

Χάρης Δούκας

Χάρης Δούκας: Δέχεται επίθεση από τον Ζούκοφ, τον Πλεύρη και δεξιά τρολ επειδή είπε… «μπάτσος» – Τι πραγματικά έγινε (video)

Μάλιστα θέση στον χορό πήρε και ο Θάνο Πλεύρης - Τι πραγματικά ειπώθηκε από τον…

Πάτρα: «Βρήκε η παλάμη μου εκεί και μαύρισε το χέρι μου», λέει ο 17χρονος που υπέστη ηλεκτροπληξία (Video)

image 3

Πάτρα: «Βρήκε η παλάμη μου εκεί και μαύρισε το χέρι μου», λέει ο 17χρονος που υπέστη ηλεκτροπληξία (Video)

Ένα 24ωρο μετά τα όσα έγιναν στο Λύκειο της Πάτρας, ο 17χρονος φέρνει στο μυαλό του εικόνες, που θα θυμάται για καιρό.