«Δεν έχει καμία σημασία η ζωή μου, το έργο μου ας μείνει μόνο»

Σκηνοθέτης, ποιητής, συγγραφέας. Η ταινία του «Καλή πατρίδα σύντροφε» συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τις είκοσι σημαντικότερες ελληνικές ταινίες. 

61584329 2198953766891352 4006195036709453824 n

Για μένα ο Λευτέρης Ξανθόπουλος δεν είναι ένας απλός φίλος από εκείνη τη γενιά του περιβόητου ΝΕΚ. Είναι ο πιο άμεσος αρμός μου με εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί και που πάντα ασκούσαν μια ιδιαίτερη γοητεία πάνω μου. Στο «Καλή πατρίδα σύντροφε» ή στον «Δραπέτη», όπως και στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού», στον «Ελεάτη Ξένο» και στις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» (δεν έχει σημασία πότε ακριβώς γυρίστηκαν αυτές οι ταινίες), εγώ βρίσκω συγκεντρωμένα τα τεμάχια της πρώιμης νιότης μου, της πιο γόνιμης περιόδου μου, τουλάχιστον από αισθητικής άποψης: 

Την ομάδα «Η Διαθήκη του Ορφέα» πού ‘χε φτιάξει ο Δήμος Θέος, τις αφηγήσεις του Βασίλη Ραφαηλίδη για το ταξίδι του στη μαοϊκή Κίνα, τον καγχασμό στη θέα του Δράκουλα- Κλάους Κίνσκι που τρόμαζε βλέποντας τον Εσταυρωμένο πάνω απ’ το προσκεφάλι της Ιζαμπέλ Ατζανί, την ασπρόμαυρη «Μεγάλη Χίμαιρα», τον ταπεινό «Γιώργο από τα Σωτηριάνικα», το φελινικό ιπτάμενο άγαλμα του Ιησού, το ψυχογράφημα της Άννας που βαφτίστηκε προξενιό, τα καρούλια του φιλμ, τις αμόρσες και τη μουβιόλα που πλέον έγιναν μουσειακά εκθέματα, την τρομώδη άφιξη του τραίνου στον σταθμό της Λιόν, το πιο αφελές και συνάμα συναρπαστικό ταξίδι στη σελήνη, την Άννα Βηχ, τον Φαίδωνα Πατρικαλάκι, τους Γερμανούς Popol Vuh και τον Καρυωτάκη της Πλάτωνος, τα βιβλία που έβγαζε και βγάζει ο Σολδάτος, τον Πουλικάκο να πετάει χιουμοριστικές ατάκες, το θλιμμένο πρόσωπο της Ρόμι Σνάιντερ, τις καδραρισμένες αφίσες του Μπάστερ Κίτον, του Τσάρλι Τσάπλιν και του Χίτσκοκ, τον Σαββόπουλο, το «Μπολερό» του Ραβέλ, το σώμα του Λένιν που κατέρρευσε, την Κάτια που κάποιο απόγευμα σκηνοθέτησε τη Μπίλι Χολιντέι σ’ ένα μαύρο υπόγειο, τον Αντρέα Παγουλάτο πάντα μ’ έναν κίτρινο φάκελλο στα χέρια, τα αποτσίγαρα γύρω απ’ τους κορμούς των δέντρων κατά μήκος της λεωφόρου Αλεξάνδρας, τη μαγνητική επίστρωση στα δεκαεξαράκια και το δέος στα πρόσωπα των πρεσβύτερων καλλιτεχνών, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους σήμερα είναι φίλοι ή απλά γνωστοί μου.

Χαίρομαι που συνάντησα μετά από πολύ καιρό τον Λευτέρη Ξανθόπουλο και που αφορμή για μία εκ βαθέων συζήτηση ήταν η, δέκατη κατά σειρά, ποιητική συλλογή του και ένα βιβλίο τεκμηρίωσης για τον Βάγγο, τον θρυλικό καραγκιοζοπαίχτη της σχολής του Πειραιά. 

Λευτέρη, μεταξύ μας ο ενικός επιβάλλεται. Πες μου σε ποια φάση σε πετυχαίνω αυτή τη στιγμή.

Σε όποια φάση και να με συναντήσεις, θα με δεις σε μια τρέλα, να κάνω πολλά πράγματα μαζί. Όλη μου τη ζωή αυτό κάνω: Μπορεί να κάνω ένα ντοκιμαντέρ και ταυτόχρονα κείμενα για περιοδικά, ποιήματα, πεζά, όλα μαζί. Δεν μπορώ εκ φύσεως να κάνω μόνο ένα πράγμα. Κάθισα και το σκέφτηκα, έχει μία διαλεκτική σχέση αυτό, αφού το ένα σε πετάει στο άλλο, ξεκουράζεται το πρώτο, πας στο δεύτερο κ.ο.κ. Συνομιλώ πια με ότι κάνω, αν και το θεωρώ διαστροφή! Δεν μπορώ να κάθομαι, καθόλου όμως! Αισθάνομαι ότι είμαι άρρωστος, έχω τύψεις, ενοχές, πρέπει συνέχεια με κάτι να καταπιάνομαι. 

Βαδίζεις αισίως για τα 75 σου. 

Έτσι είναι, ναι (χαμογελάει)

Μήπως, λοιπόν, αυτό όλο σε κρατάει και σε μία βιολογική εγρήγορση;

Όλη μου τη ζωή ήμουν έτσι. Μάλιστα, για πολλά χρόνια επιδόθηκα στον βιοπορισμό – όπως ξέρεις, δεν ζω απ’ αυτά – και σε ότι χρόνο μου απέμενε, δούλευα τα δικά μου πράγματα. Πιθανώς να με βλέπεις καταπονημένο με το μπαστούνι τώρα, αλλά αισθάνομαι πολύ καλά σωματικά. Έχω κάνει μια εγχείρηση στο πόδι, η οποία περνάει και θα τ’ αφήσω σύντομα το μπαστουνάκι. 

Το μπαστουνάκι θα τ’ αφήσεις, παρατηρώ όμως πως η ενασχόληση σου με τη γραφή σε έχει κάνει ν’ αφήσεις και τον κινηματογράφο. Σωστά;

Όχι, δεν ισχύει. Πέρσι έκανα τη σειρά του Cosmote «History». Ήταν όλη δικιά μου, είχα την καλλιτεχνική διεύθυνση και κάναμε δύο κύκλους επεισοδίων. «Αυτοί που τόλμησαν» λεγόταν το concept και τώρα ετοιμάζουμε τον τρίτο κύκλο. Για μένα κρατάω τη σκηνοθεσία ενός ή δύο επεισοδίων, δεν μπορώ παραπάνω, εφόσον έχω τη γενική ευθύνη. Δεν προλαβαίνω και ούτως ή άλλως το στάνταρ μου ήταν ένα ντοκιμαντέρ ανά χρόνο ή ανά δύο χρόνια.  

Μίλησε μου για το team της παραγωγής και των σκηνοθετών που έχεις.

Δουλεύω πολύ καλά με μια εταιρεία που λέγεται Foss Productions, που ανήκει στην Ogilvy, η οποία έχει πολλές θυγατρικές εταιρείες στον μεγάλο χώρο των γραφείων της. Διαθέτει τα πιο σύγχρονα μηχανήματα, αυτό που πάντα ονειρευόμουν, και δουλεύω με σκηνοθέτες που ασχολούνται ως επαγγελματίες με το ντοκιμαντέρ! Έχοντας φάει τριάντα χρόνια απ’ τη ζωή μου στο «Παρασκήνιο», ξέρω όλα τα παιδιά: Τον Άγγελο Κοβότσο, τον Σπύρο Τσιφτσή, τον Γιώργο Κορδέλλα, τον Χρήστο Μπάρμπα, τον Γιάννη Γαϊτανίδη, τον Δημήτρη Κοσμόπουλο, τον Σταύρο Ψυλλάκη. Ξέρουν το ντοκιμαντέρ και πρέπει να το ξέρουν, γιατί η Cosmote TV δεν είναι ΕΡΤ να παίρνει ότι σαβούρα τους δίνεις! Πρέπει νά’σαι πολύ προσεκτικός με το προϊόν που τους παραδίδεις, γιατί το πληρώνουν καλά, πολύ καλά. Εγώ δεν έχω ξαναπάρει τόσα λεφτά ποτέ ως επαγγελματίας ντοκιμαντερίστας! 

Ούτε όταν ήσουν διευθυντής προγράμματος στο MEGA CHANNEL την εποχή της παντοδυναμίας του;

Άλλη δουλειά αυτή! Μεροκάματο για να ζήσω ήταν εκεί και, ναι, έπαιρνα πολλά λεφτά, αλλά πουλούσα κανονικά το τομάρι μου. Έμπαινα στο γραφείο μου και ήξερα πως θα κάτσω σε μία καρέκλα που από κάτω καίνε κάρβουνα, γι’ αυτό άλλωστε πληρωνόμουν καλά. Ήταν και γοητευτικά ως ένα σημείο, γιατί ο κίνδυνος πάντα έχει ενδιαφέρον. Η ησυχία δεν έχει ενδιαφέρον, όπως και η αταραξία.

Ωστόσο, διοικητικό πόστο είχατε και στην ΕΡΤ για ένα φεγγάρι.

Ήμουν διευθυντής την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Μας είχε καλέσει ο Σημίτης τους επαγγελματίες που είχαμε προϋπηρεσία στο MEGA ώστε να φτιαχνόταν μια ομάδα που θα έβγαζε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ανέβηκα με τον Τζώνη Καλημέρη και τον Γιώργο Μπράμο και πήραμε το πρόγραμμα. Έτσι έμεινα στην ΕΡΤ μία τετραετία. Άλλη Κόλαση αυτή, δεν συγκρίνεται η κρατική με την ιδιωτική τηλεόραση. 

Θα ήθελα ένα σχόλιο για τη σημερινή δημόσια τηλεόραση.

Στο ζάπινγκ καμιά φορά πέφτω στην ΕΡΤ. Μόνο θλίψη και μελαγχολία δημιουργεί η ΕΡΤ. 

Καλύτερα, πάντως, από το «μαύρο» και τη ΝΕΡΙΤ που ακολούθησε.

Εκείνη την εποχή επειδή τά’χα πάρει άσχημα με την ΕΡΤ, χάρηκα πάρα πολύ με το «μαύρο»! Εκ των υστέρων, βέβαια, αποδείχτηκε καταστροφικό! Έφερε ένα τσουνάμι από εξελίξεις τα επόμενα χρόνια, στα οποία προσπαθούμε ακόμη να αντεπεξέλθουμε όλοι, και εμείς οι επαγγελματίες εκτός τηλεόρασης, αλλά και η ίδια η τηλεόραση που προσπαθεί να μπει σε μια σειρά. Μία Κόλαση έφερε αυτή η ανόητη πράξη του Σαμαρά! 

Είπαμε πολλά για την τηλεόραση, αλλά εγώ πριν αναφερόμουν στον κινηματογράφο. Κι απ’ ότι διάβαζα πρόσφατα εσένα η ταινία σου «Καλή πατρίδα, σύντροφε» έχει μπει στη λίστα με τις είκοσι σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, δίπλα στον «Δράκο» του Κούνδουρου, την «Ευδοκία» του Δαμιανού και τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου.

Όταν είδα κι εγώ τη λίστα αυτή έπαθα σοκ, είπα «Για δες πού’μαι μέσα μαζί με ταινίες, τις οποίες λάτρεψα στη ζωή μου»! Μεγάλη μου τιμή! Τώρα, αυτή είναι μια κρίσιμη τοποθέτηση σου και θέλω να εξηγηθώ: Τελειώνοντας την ταινία μου «Ο Δραπέτης» το 1991 αποφάσισα να μην ξανακάνω μεγάλου μήκους ταινία! Είμαι ολότελα ανίκανος να διαχειριστώ το βάρος της παραγωγής μίας ταινίας! Έπεσα έξω, κινδύνευσα να πάω φυλακή, χρωστούσα σ’ όλο τον κόσμο, με κυνηγούσε το ΙΚΑ, παιδευόμουν χρόνια να ξοφλήσω και να συνέλθω. Δεν μπορώ να κλέψω! Όλοι κλέβουν, αλλά εγώ δεν μπορώ να κλέψω και είπα ότι η ψυχή μου ανήκει στο ντοκιμαντέρ και είμαι ντοκιμαντερίστας από τη φύση μου! Μόνο ντοκιμαντέρ θέλω να κάνω στο εξής και θέλω να σου πω μια λεπτομέρεια: Το 1975 στη σχολή μου στο Λονδίνο, όταν οι φοιτητές ετοίμαζαν μία μικρού μήκους ταινία στις διπλωματικές εξετάσεις, ήταν όλες fiction και η μόνη ταινία – ντοκιμαντέρ ήταν η δικιά μου. Ένα χρόνο μετά, το ’76, η ταινία αυτή οδήγησε στην «Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης» , άρα οι καταβολές μου είναι μέσα στο ντοκιμαντέρ. Νομίζω πως το ντοκιμαντέρ τροφοδοτεί την ποίηση μου και η ποίηση τα ντοκιμαντέρ μου, τέτοια αμοιβαία σχέση έχουν.

Όπως μου τα λες, δεν θα έχεις εικόνα των σημερινών συνθηκών παραγωγής στο σινεμά.

Τα ξέρω, αλλά είμαι μακριά απ’ όλα αυτά. Δεν έχω καμία σχέση με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου από το ’90. Δεν μπορώ να υποστώ όλα όσα ζητάνε τώρα. Αυτό που μας έλειπε ανέκαθεν εμάς ήταν ένας μάνατζερ, κάποιος να σταθεί δίπλα στον σκηνοθέτη, που είναι ο πιο αβοήθητος άνθρωπος εξαιρουμένου του έργου που ετοιμάζει κάθε φορά. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να κάνει…

Μήπως χρειαζόταν μία τεχνοκρατική πνοή στο ελληνικό σινεμά; Ζήσαμε τα χρόνια ενός ερασιτεχνισμού που δεν έβγαινε πάντα σε καλό από καλλιτεχνικής άποψης.

Κοίταξε, καμιά φορά ακούω για νέες ταινίες νέων σκηνοθετών και λέω πως είναι ήρωες αυτοί οι σκηνοθέτες που κατάφεραν να τις ολοκληρώσουν. Ταινίες που βλέπονται και βγαίνουν στο εξωτερικό, άντε νά’ναι μία τέτοια ταινία κάθε χρόνο, δύο το πολύ. Τους εκτιμώ πάρα πολύ αυτούς τους σκηνοθέτες μας. 

Για τον Γιώργο Λάνθιμο ποια είναι η γνώμη σου;

Δεν τον ξέρω. Μία ταινία του έχω δει μόνο, τον «Κυνόδοντα», που δεν μου άρεσε. Δεν μου πάει αν στο στυλ του «Κυνόδοντα» είναι και οι επόμενες ταινίες του. 

Μιλάμε όμως για έναν σκηνοθέτη που κατέκτησε τις Κάννες και πέρασε σε οσκαρικά επίπεδα.

Πολύ ωραία είναι όλα αυτά, αλλά δεν με αφορούν εμένα! Πολύ ωραία για τον ίδιο, αλλά και για τον ελληνικό κινηματογράφο, αφού πολλοί νέοι παίρνουν τα πάνω τους και υπάρχει ένας ενθουσιασμός. Πάντα χρειάζεται ένας ενθουσιασμός σε οτιδήποτε κάνεις, αλλά εμένα δεν μου λέει τίποτα. Κι αν έχω περάσει από φεστιβάλ! Πάνω από 15 βραβεία έχουν μαζέψει οι ταινίες μου σε διεθνή φεστιβάλ, άρα δεν ψαρώνω εύκολα μ’ αυτά. Δεν ξιπάζομαι, αλλά ούτε εντυπωσιάζομαι.

Λείπει η πολιτικοποίηση απ’ τους νέους σκηνοθέτες;

Πάρα πολύ, εξαφανίστηκε! Όχι μόνο απ’ τους σκηνοθέτες, αλλά κι απ’ την κοινωνία! Πολιτική σκέψη δεν υπάρχει πια και δεν φταίει ούτε η κοινωνία, ούτε οι σκηνοθέτες. Είμαστε μέσα σ’ ένα μίξερ που μας γυρνάει συνέχεια και δεν προλαβαίνουμε να αφομοιώσουμε τίποτα. Ήρθε κι αυτή η ιστορία των τελευταίων χρόνων με τα fake news και δεν ξέρεις πια τι είναι αληθινό και τι είναι ψέμα! Είναι χαμένος ο κόσμος, δυστυχώς είναι χαμένος. Δεν έχει τη δυνατότητα να επεξεργαστεί την καθημερινότητα. Ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται από πολιτικά πρόσωπα είναι σκουπίδια. Σκουπίδια, όμως, είναι κι αυτά που παίζει η τηλεόραση! Είναι δηλαδή ο κόσμος μέσα σ’ ένα μίξερ γεμάτο σκουπίδια που στροβιλίζεται. Τον λυπάμαι τον πολύ κόσμο, στενοχωριέμαι. Δεν ξέρω τι αντιστάσεις χρειάζεται πια για να κρατηθεί στην προσωπική του ισορροπία. Εγώ προσπαθώ να την κρατήσω με το να δουλεύω συνεχώς. 

Στις επιτροπές των φεστιβάλ συμμετέχεις πια; 

Έχει τελειώσει κι αυτή η ιστορία, έχω χρόνια να πάω. Δεν πηγαίνω πουθενά πια. Για ένα και μόνο λόγο, να ξέρεις: Είμαι χορτασμένος άνθρωπος! Στην ηλικία που είμαι, δεν υπάρχει κάτι που να μην τό’χω δει, να μην τό’χω κάνει, να μην τό’χω νιώσει, να μην τό’χω σκεφτεί. Δεν μου λείπει κάτι! Το μόνο που μου λείπει είναι να προλάβω ν’ αποτυπώσω στο χαρτί ή στο φιλμ τις εικόνες και τις ιδέες ή, σωστότερα, τις ιστορίες που με βασανίζουν και με κυνηγάνε.

Μιλάς για φιλμ, ενώ πριν δήλωσες φαν της τεχνολογίας στον κινηματογράφο. Σε ρωτάω λοιπόν αν ήταν εύκολη για σένα η μετάβαση από το χημικό στο ψηφιακό σινεμά.

Δεν ήταν εύκολο, αλλά έπρεπε να το μελετήσω κι αυτό. Εξάλλου θεωρώ τον εαυτό μου έναν μαθητή εν εξελίξει. Ποτέ δεν σταμάτησα να είμαι μαθητής, ποτέ! Να διαβάζω καινούργια βιβλία για το σινεμά, να βλέπω ταινίες! Βλέπω πολλές ταινίες. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι «πειρατές» για να «κατεβάζω» τις κλασικότερες των κλασικών ταινιών: Το noir film του ’30 και του ’40, το western, το musical. Παρακολουθώ είδη και τα μελετώ.

Ακόμη όμως βγαίνουν εξαιρετικές ταινίες απ’ τη διεθνή κινηματογραφία.

Παρακολουθώ και τις καινούργιες ταινίες που και που. Είδα, ας πούμε, το «Ρόμα» και μου άρεσε πολύ. Κάποιοι το κατηγόρησαν ότι ήταν αργό κλπ. αλλά είναι μια ωραία ταινία! Μπορεί να μην είναι η πολύ μεγάλη ταινία, αλλά βλέπεται τίμια. 

Έχεις καμία σχέση με το netflix που μεσουρανεί αυτή τη στιγμή;

Το netflix έχει κι αυτό σκουπιδάκια! Που και που βλέπεις κάνα καλό ντοκιμαντέρ. Αν ψάξεις βρίσκεις και μερικές καλές ταινίες, αλλά μέχρι εκεί.

Πιο βασανιστική είναι η τριβή με τις λέξεις ή με την πραγμάτωση μίας ταινίας;

Το ίδιο πράγμα είναι! Στη γραφή πολεμάς με τη γλώσσα, στο σινεμά πολεμάς με τις εικόνες, ανήκουν και τα δύο στις πολεμικές τέχνες. 

Δεν είναι ίδια η μοναχικότητα του συγγραφέα ή ποιητή μ’ αυτήν του σκηνοθέτη. 

Αυτή είναι πολύ ωραία παρατήρηση, γιατί εγώ όλη μου τη ζωή ζω έναν διχασμό! Είμαι τουλάχιστον δύο άτομα χωρισμένα στη μέση, το ένα θέλει να απομονώνεται και να κρύβεται και νά’χει τη μοναχική σχέση του με το χαρτί και τις λέξεις. Τ’ άλλο θέλει να κοινωνικοποιείται, να δουλεύει, να κάνει σινεμά, να είναι με πολλούς ανθρώπους. Ευχαριστιέμαι να δουλεύω με είκοσι, τριάντα, εκατό ανθρώπους στη διάρκεια μίας ταινίας – είναι κι αυτό για μένα μία διαλεκτική! Είπα πριν ότι θέλω να προλάβω να καταγράψω τις ιστορίες μου. Ο άνθρωπος ζει για να ακούει και να περιγράφει. Χωρίς ν’ ακούγαμε ιστορίες και παραμύθια, εμείς θά’μασταν σαν το σκύλο και τη γάτα, σαν τα ζώα. Και το ντοκιμαντέρ μια ιστορία είναι, όπως κι εσύ γνωρίζεις καλά. Μιλάς για τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου με όρους αφηγηματικούς, είναι κι αυτό μία αφήγηση. 

Δεν θα διαφωνήσω. Πες μου πότε ξεκίνησε να σ’ απασχολεί η γραφή.

Πολύ πριν σπουδάσω σινεμά. Άρχισα να γράφω από τα 18 – 19 και τύπωσα το πρώτο μου βιβλίο πριν φύγω από την Ελλάδα στα 26 μου. 

Από ποιους ποιητές ορμώμενος;

Ξεκίνησα απ’ τους κλασικούς. Κάποτε ήμουν πάρα πολύ κοντά στον Κώστα Κρυστάλλη. Μετά πέρασα στον Καρυωτάκη, ενώ στα φοιτητικά μου χρόνια εισέβαλαν κανονικά στη ζωή μου ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Σαχτούρης, ο Παπαδίτσας, ο Εγγονόπουλος. Με κατακυρίευσαν αυτοί οι ποιητές! Έχω διαβάσει ποίηση πάρα πολύ, γιατί δεν μπορείς να γράψεις ποίηση – κακά τα ψέματα – αν δεν μελετήσεις ελληνική και ξένη ποίηση. Απ’ τους Γερμανούς μ’ άρεσε πολύ ο Ρίλκε, απ’ τους Άγγλους ο Έζρα Πάουντ. Θα μπορούσα να μιλάω για πολλούς. Η γραφή ήταν η αρχή μου, αλλά το σινεμά έβραζε μέσα μου. Ήθελα να το σπουδάσω κι έφυγα αφού έβγαλα, όπως είπα, το πρώτο μου βιβλίο.

Από ποιον εκδοτικό οίκο;

Μόνος μου το έβγαλα, ιδίοις εξόδοις. Έφυγα για να σπουδάσω σινεμά και γύρισα στην Ελλάδα μετά από δέκα χρόνια. Έφυγα μεσ’ στη δικτατορία. Το 1971 απολύθηκα απ’ τον στρατό και τέλη της χρονιάς έφυγα. 

Πως τη θυμάσαι εκείνη την περίοδο;

Θυμάμαι σαν τώρα τη μέρα που ξυπνήσαμε και καταλάβαμε ότι έχουμε δικτατορία. Αισθάνθηκα ότι ήθελα να αυτοκτονήσω. Θυμάμαι ότι ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού με αυτοκτονικές τάσεις, τις οποίες κατάφερα μετά και κατεύνασα. Μια μαυρίλα…Μονόχρωμα χρόνια ζήσαμε…

Στον αντίποδα, πως ήταν το κλίμα στην Αγγλία;

Απελευθέρωση, έγινα ξαφνικά άνθρωπος! Εδώ δεν ήμουν άνθρωπος! Άρχισα να κάνω όλα όσα ήθελα. Καταρχάς για μερικά χρόνια ήμουν on the road, ζούσα στον δρόμο. Κοιμόμουν από δω κι από κει, δεν είχα να φάω! Θα σου φανεί περίεργο, αλλά ήμουν σαν οδοντογλυφίδα τότε. Πήγαινα στο Αμβούργο, που ζούσα για ένα φεγγάρι, κι έβλεπα jazz συναυλίες. Έχει υπέροχη jazz σκηνή το Αμβούργο! Πηγαίναμε σ’ έναν χώρο που λεγόταν «Fabrique», δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα, παίρναμε μια μπίρα και βλέπαμε live όλα τα συγκροτήματα. Είδα πολλές συναυλίες και πολύ θέατρο, αλλά κυρίως έζησα. Έζησα ζωή! Το ’80 γύρισα στην Ελλάδα, μα δεν άντεξα και ξανάφυγα. Γύρισα σε μια χώρα που δεν την ήξερα και που δεν είχε καμία σχέση με ότι άφησα πίσω μου. Στο μεταξύ είχα δει τόσες χώρες και τόσους πολιτισμούς που δεν κούμπωναν με τίποτα με το εδώ. Δεν μπορούσα να καταλάβω που ακριβώς είχα επιστρέψει! Μου πήρε πάνω από χρόνο μέχρι που ξανάφυγα και πηγαινοερχόμουν. Έμεινα εδώ όταν άρχισα το ’81 να παίρνω τις πρώτες μου τηλεοπτικές δουλειές, εφόσον άρχισα να εργάζομαι σαν επαγγελματίας.

Τότε έκανες και τον πρώτο σου γάμο;

Με τη Γερμανίδα θα λες! Όχι εδώ, στη Γερμανία. Δεν ήμασταν παντρεμένοι, αν κι εγώ τη λέω ακόμα «γυναίκα μου». Χθες πήρα μια νέα φωτογραφία της, επικοινωνούμε ακόμα. Παραλίγο θα κάναμε παιδί, αλλά αυτός ήταν κι ο λόγος που χωρίσαμε. Ήθελε εκείνη, αλλά εγώ δεν ήθελα κι έτσι η υπέροχη σχέση χάλασε. Καθηγήτρια της αγγλικής φιλολογίας ήταν αυτή, ένας εξαίρετος άνθρωπος.

Όμορφες ιστορίες είναι κι αυτές, οι προσωπικές των ανθρώπων.

Είναι, γι’ αυτό σου έλεγα πως τά’χω ζήσει όλα…

Να πούμε βέβαια ότι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είχες συμμετάσχει με την πρώτη ταινία σου.

Ναι, το ’76 είχα έρθει με την «Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης» και ξανάφυγα. Ξανάρθα και το ’78 με τον «Γιώργο από τα Σωτηριάνικα», ζώντας στη Γερμανία τότε. 

Περίγραψε μου λίγο το κλίμα της Μεταπολίτευσης στον ελληνικό κινηματογράφο.

Υπήρχε μία ένταση, αισθανόσουν αστραπές στον αέρα. Έναν ηλεκτρισμό που σε δυνάμωνε. Όλοι μας τότε, στην ηλικία μου, ήμασταν στην πρίζα και θέλαμε να κάνουμε πράγματα. Σου θυμίζω ότι τότε ήταν σε έξαρση το κίνημα του παράλληλου κυκλώματος, των κινηματογραφικών λεσχών και των πολιτιστικών συλλόγων που κάναμε προβολές. Εγώ είχα γυρίσει όλη την Ελλάδα με κοινό 200 και 300 άτομα, όχι σήμερα που παίζεται η ταινία σου κι είναι μέσα 10 – 15 άτομα! Το κοινό διψούσε στη Μεταπολίτευση, καταλάβαινες πόσο ο απληροφόρητος κόσμος ήθελε να μάθει και ν’ ακούσει, ένας κόσμος μέσα στο σκοτάδι της δικτατορίας που έδινε και σε μας δημιουργική ώθηση. Ε μετά άρχισαν όλα αυτά σιγά – σιγά να καταστέλλονται και φτάσαμε σήμερα που είμαστε στο μηδέν.

Κι έτσι γνώρισες από κοντά τους σκηνοθέτες κατά μια γενιά μεγαλύτερους σου, τον Αγγελόπουλο, τον Φέρρη. 

Τους γνώρισα μέσα από την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, της οποίας ήμουν απ’ τα πρώτα μέλη στις αρχές του ’80. Έχω γράψει για τον Αγγελόπουλο. Γνωρίστηκα και με τον Παντελή Βούλγαρη. Πιο πολύ μου πήγαιναν αυτοί, παρά οι άλλοι, Πανουσόπουλος, Τσεμπερόπουλος, που είχαν την έπαρση τάχα του περιθωρίου. Καθόλου περιθώριο δεν ήταν, βέβαια. Με τον Βακαλόπουλο ήμασταν φίλοι, ώσπου το γύρισε στα χριστιανικά κι εκεί σταματήσαμε να μιλάμε. Ούτε με τον Νικολαΐδη είχα σχέση. Ανήκε κι αυτός στους ανθρώπους που σνόμπαραν τους μικρότερους, τους καινούργιους. Ίδια ηλικία είχαμε με τον Νικολαΐδη, αλλά εγώ μπήκα στο σινεμά αρκετά αργότερα απ’ αυτούς. 

Με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο που ήταν συνοδοιπόρος του Αγγελόπουλου από το Παρίσι;

Σνομπ άνθρωπος. Είχε ένα φοβερό εγωισμό, που προσπαθούσε να τον καλύψει. 

Ο Τσιώλης, όμως, ήταν η πιο αγνή περίπτωση.

Ο Σταύρος είναι μια ψυχούλα βασανισμένη. Καλό παιδί, ιδιαίτερος σκηνοθέτης. Λέει και πλάκες πολλές. Εγώ συνέπλευσα πολύ με τους σκηνοθέτες της γενιάς μου απ’ το ’76 και μετά που έκανα την πρώτη μου ταινία. Κόλλησα με τον Καρυπίδη, τη Βουδούρη, τον Παπαστάθη με τον «Καιρό των Ελλήνων», τον Χατζόπουλο με το «Παρασκήνιο» που έδωσε δουλειά σ’ όλους τους σκηνοθέτες!

Όντας σκηνοθέτης και ποιητής, βρες μου τις διαφορές μεταξύ τους.

Αυτοί που είναι μόνο σκηνοθέτες, δεν έχουν καμία σχέση με τον γραπτό λόγο. Δεν μπορούν να γράψουν και δεν μπορούν να μιλήσουν, να βγουν μπροστά στο κοινό και να μιλήσουν. Τους έχω δει όλους. Ο μόνος που το κουμαντάριζε αυτό ήταν ο Αγγελόπουλος. Κανένας δεν μπορεί να συνομιλήσει με τον κόσμο, γιατί είναι μόνο εικόνες, δεν έχει γλώσσα. Κανένα γραπτό κανενός απ’ αυτούς δεν έχει μείνει αν έχουν επιχειρήσει να γράψουν. Είναι άνθρωποι αποκλειστικά της δράσης, μια και το σινεμά είναι δράση, και της εικόνας. Του ποιητή πάλι του αρέσει πολύ να απεικονίζει τον εσωτερικό του εαυτό, όλη του η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από μία πάρα πολύ μεγάλη σειρά φωτογραφιών του εαυτού του από εκατοντάδες διαφορετικές γωνιές. Αυτή είναι η διαφορά. 

Ας πάμε τώρα στον Μίλτο Σαχτούρη. Είχατε μια φιλία που οδήγησε στα μοναδικά ντοκιμαντέρ που έκανες γι’ αυτόν. 

Τον λάτρεψα σαν ποιητή τον Σαχτούρη χωρίς να τον ξέρω προσωπικά. Φοιτητής είχα βρει τις εκδόσεις του και κάποια στιγμή, το 1969 – 70, ήμουν με άδεια από το στρατό, τότε που δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε με πολιτικά ρούχα. Έπινα καφέ στη Φωκίωνος Νέγρη μ’ ένα φίλο, «Τον ξέρω τον Σαχτούρη» μου λέει, «συχνάζει σ’ αυτό το καφέ». Μου το δείχνει το καφέ, μια και δυο πάω και τον βρίσκω και του μίλησα. Ήταν πολύ απόμακρος και δύσπιστος. Δεν έκανε φίλους, ούτε μπορώ να πω ότι ήταν φίλος μου ο Σαχτούρης. Με τα χρόνια θα έλεγα ότι έγινε το παιδί μου κι εγώ έγινα ο πατέρας του, διότι δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα παιδί ο Μίλτος και να ψάχνει έναν πατέρα. Όταν ήθελε κάτι, μου τηλεφωνούσε και μού’λεγε «Έλα, πέρνα», είτε για να μου διαβάσει ένα ποίημα, είτε για να του δανείσω λεφτά. Μη νομίζεις ότι λέγαμε περισπούδαστα πράγματα. Μιλάγαμε για συγκεκριμένους ποιητές, αλλά δεν κάναμε κι αναλύσεις. Πολύ συχνά λέγαμε διάφορα μπινελίκια, γιατί του άρεσε πολύ το μπινελίκι. Κανείς δεν ήξερε πόσο χαριτωμένος ήταν, αλλά δεν το έδειχνε αυτό, ντρεπόταν. 

Προς τα που κατευθύνονταν τα μπινελίκια του Σαχτούρη;

Θα σου πω ένα περιστατικό: Καθόμαστε μια φορά στο «Οριεντάλ» στη Φωκίωνος. Είναι ο Μίλτος, η Γιάννα Περσάκη η σύντροφος του, ο Δεσποτόπουλος ο καθηγητής, που πέθανε σχετικά πρόσφατα πάνω από 100 ετών, κι εγώ. Του κάνει η Γιάννα: «Βρε Μίλτο, φοράς μια κόκκινη και μια κίτρινη κάλτσα, γιατί;» κι αυτός παίρνει ένα καταπληκτικό ειρωνικό ύφος και της λέει: «Γιατί είμαι ποιητής»! Κατάλαβες; Αυτό που έκανε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, τό’χε κάνει τριάντα χρόνια νωρίτερα ο Σαχτούρης! 

Πες μου για το πως δέχτηκε να τον κινηματογραφήσεις, ξέρω πως δεν ήταν καθόλου θετικός.

Αυτά τα ντοκιμαντέρ είναι ιστορικά πια, επειδή δεν ήθελε να εκτεθεί καθόλου. Τον έπεισα μετά από πάρα πολύ κόπο για μήνες. Μου τηλεφωνεί μια μέρα απρόβλεπτα: «Λευτέρη, είμαι έτοιμος». Του λέω «Τι έτοιμος;», «Να κάνουμε την ταινία» μου απαντάει. Φτιάχνω αμέσως συνεργείο, πάω και τα λέει όλα νεράκι στην κάμερα μέχρι τέλους! Φαίνεται κιόλας στην ταινία αυτό.

Για τις μελοποιήσεις που του είχαν γίνει, σου είχε μιλήσει; Για τον Χατζιδάκι, ας πούμε, τη δεκαετία του 1940. 

Όχι, απλά μου τον είχε αναφέρει τον Χατζιδάκι. Δεν ήταν πολύ θετικός στις μελοποιήσεις, αλλά θυμάμαι πως είχε έναν δίσκο στο σπίτι του, μάλλον αυτόν που είχε βγει από τη ΛΥΡΑ με απαγγελίες του ιδίου. Πάντως, όποιος δει τα δύο ντοκιμαντέρ μου για τον Σαχτούρη, θα επισημάνει το εξής: Στο πρώτο με τίτλο «Ποιος είναι ο τρελός λαγός» είναι ο Σαχτούρης στην ακμή του και στο δεύτερο, «Κληρονόμος πουλιών», είναι στην πτώση του, δυο – τρία χρόνια πριν πεθάνει. Δεν ήθελε να κάνει τίποτα, δεν ήθελε να πει τίποτα – τα λέει μεσ’ στην ταινία – «εγώ το έργο μου το έδωσα και πρέπει να φύγω»…Καταλάβαινε ότι η ποίηση του είχε μεγάλη κάμψη, δεν του άρεσε πια! Τελευταία φορά που τον είδα στο σπίτι του, γιατί μετά πήγαινα και τον έβλεπα στον Οίκο Ευγηρίας που με το ζόρι μιλούσε, του λέω: «Τι γίνεται, ρε συ Μίλτο; Έγραψες κάνα ποίημα;» Μου απαντάει: «Ναι, έχω έξι – εφτά. Κάπου εδώ μέσα τά’χω, ας τα βρουν όταν πεθάνω»…Είχε παραιτηθεί…Σε κάποια φάση μου λέει «Ένα ποίημα το αφιερώνω σε σένα. Πάρτο!» και τραβάει ένα χαρτί μέσα από μια στοίβα. Το έχω σήμερα σε κορνίζα ως σπάνιο ντοκουμέντο κι είναι κι ωραίο ποίημα! 

Πως ένιωσες με το θάνατο του Μίλτου Σαχτούρη;

Με συγκίνησε πολύ, πάρα πολύ. Ήταν μεγάλη απώλεια. Κυρίως το ότι δεν είχε τίποτα, είχε αποφασίσει να πεθάνει! Είναι συγκλονιστικό αυτό, πρακτική ανατολίτικης θρησκείας. Έμεινε στο κρεβάτι, έτρωγε ελάχιστα και ήθελε να πεθάνει. Κάποιες φορές όταν μιλούσαμε και καταλάβαινα ότι βυθιζόταν σ’ ένα όνειρο, σ’ ένα παρελθόν, μου έλεγε ιστορίες απ’ τη δεκαετία του ’50. Τις παρέες του με τον Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο, τον Εμπειρίκο. Μου έλεγε γελώντας: «Ξέρεις τι καλός άνθρωπος ήταν ο Εμπειρίκος; Ποτέ δεν έλεγε σε κάποιον ότι είναι κακά τα ποιήματα του, σε όλους έλεγε ότι γράφουν καλά». Σε αντίθεση, βέβαια, με τον ίδιο που γινόταν από αυστηρός μέχρι κακός για τα ποιήματα των άλλων. Για τον Γονατά, μου έλεγε ακόμη, που ήταν πολύ φίλοι. 

Παρατηρεί κάποιος στα ποιήματα σου πως η πατρική φιγούρα σε έχει επηρεάσει πάρα πολύ.

Ότι και να γράφω είναι ο πατέρας μου. Η αναζήτηση ενός πατέρα…Πάρα πολύ, γιατί είχα μοναδική σχέση με τον πατέρα μου. Ήταν ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος, που έφυγε νωρίς, βασανισμένος. Ήταν καπνεργάτης στο Μεσοπόλεμο στην Καβάλα, φυματικός λόγω του καπνού. Πήγε στρατιώτης στην Αλβανία, τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε. Με το ένα του χεράκι κυρτό, μα ήταν τόσο μεγάλος άνθρωπος! Πέθανε στα 67 του χρόνια από τις κακουχίες. Εγώ τότε ζούσα στη Γερμανία και τον πρόλαβα τελευταία στιγμή για μία ώρα. Γύριζα τον «Γιώργο απ’ τα Σωτηριάνικα». Όλα είναι μία απώλεια για μένα…Κάποιοι φίλοι που χάθηκαν, ακόμη τους θρηνώ. Ο Αντρέας ο Παγουλάτος, ο Τάσος Ζωγράφος, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, η Φρίντα Λιάππα, ο Χρήστος Παπουτσάκης, ο Σαχτούρης, ο Γονατάς, ο Κούνδουρος. Όλοι αυτοί υπάρχουν σε ένα ανέκδοτο ποίημα μου. Στο τέλος έβαλα και τη μάνα μου. Ξέρεις καλά εσύ πως άλλος ένας θάνατος που με είχε συγκλονίσει ήταν αυτός του Κούνδουρου. Κατάφερα προς το τέλος της ζωής του να εκδώσω και ένα βιβλίο μου γι’ αυτόν, που το είχε χαρεί πολύ. Πατρική φιγούρα ήταν για όλους μας ο Κούνδουρος και ένας άνθρωπος που δύσκολα θα βρεις όμοιο του…

Όλα για μία απώλεια γίνονται;

Φυσικά, για κάτι που χάσαμε και το ψάχνουμε, αλλιώς δεν έχει ενδιαφέρον. Και τα δικά σου ντοκιμαντέρ, ακόμη κι οι συνεντεύξεις που κάνεις, για μία απώλεια γίνονται. Αποθησαυρίζεις πράγματα για να μη χαθούν! Δύο είναι οι πυλώνες στη ζωή μας: Η απώλεια και η προδοσία. Η δεύτερη είναι καθημερινά στη ζωή μας. Όλοι μας προδίδουν και όλους τους προδίδουμε. Στο τέλος αισθανόμαστε άσχημα μέχρι που μας βουτάει ο χρόνος και μας στέλνει στην άλλη άκρη. Μην τα ξεχνάς αυτά τα δύο: Απώλεια και προδοσία!

Εσύ ποιους θα έλεγες ότι έχεις προδώσει;

(σκέφτεται) Γυναίκες που τις αγάπησα και με αγάπησαν. Φίλους. Τον εαυτό μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά συχνά λέω μέσα μου για κάτι ότι ήταν μία προδοσία. 

Πως προδίδει κανείς τον εαυτό του; Με παραχωρήσεις;

Ναι. Βάζει νερό στο κρασί του…

Πιο σκληρό είναι να προδίδεις τους άλλους ή τον εαυτό σου;

Ο εαυτός σου είναι δικός σου κι έτσι τον κάνεις ότι θες. Για κάποιους απ’ τους άλλους, είναι σκληρό. Έβαλα στην άκρη ανθρώπους χωρίς να τους εξηγήσω ποτέ το γιατί κι έχουνε μείνει αυτοί με την απορία γιατί τους άδειασα…

Σε πληγώνει όποτε το σκέφτεσαι;

Μου δίνει ένα τσίμπημα στην καρδιά, αλλά το ξεπερνάω. Είναι άνθρωποι που δεν με ενδιαφέρω ν’ ακούσω τη γνώμη τους, τι θα μου πουν, για διάφορους λόγους, μπορεί και για την τρέλα μου, δεν ξέρω…Μπορώ να γίνω πολύ σκληρός γιατί κάποιες φορές με βοηθάει, άλλες όμως με στενοχωρεί πολύ. Όσο καλός είσαι, μπορείς νά’σαι και κακός. Επιβάλλεται μια ισορροπία. Πρόδωσα τη γυναίκα αυτή στη Γερμανία. Μεγάλη προδοσία! Ποτέ δεν θα σβήσει από μέσα μου! Σκέψου μια γυναίκα να είναι φουλ ερωτευμένη, να θέλει σαν τρελή ένα παιδί μαζί μου κι εγώ να της λέω «Όχι, δεν ανήκω σ’ αυτή την κοινωνία, δεν ανήκω σ’ αυτή τη χώρα, δεν μπορώ ν’ αποφασίσω». Έτσι χάλασε μια σχέση! 

Γιατί δεν ήρθε κι εκείνη στην Ελλάδα μαζί σου;

Εγώ δεν ήθελα. Είχαμε έρθει δυο – τρεις φορές, αλλά δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ αυτόν τον πολιτισμό. Μετά παντρεύτηκα, έκανα τα παιδιά μου, όλα καλά…

Τι σε ώθησε τώρα στο νέο σου βιβλίο ν’ ασχοληθείς με τον Ευάγγελο Κορφιάτη;

Ο Βάγγος ήταν ο κορυφαίος Πειραιώτης καραγκιοζοπαίχτης και πέθανε τον Ιούνιο, τέτοιες μέρες, πριν από 11 χρόνια. 

Να πως τα έργα σου, βιβλία και ταινίες, λειτουργούν ως φορείς λαϊκού πολιτισμού.

Κατά βάση τα περισσότερα απ’ όσα κάνω, ασχολούνται με ανθρώπους παραμελημένους. Ανθρώπους του περιθωρίου που δεν τους έχει αποδοθεί η αξία που κουβαλούσαν. Κάνω ένα προϊόν απελπισίας για να τους βγάλω στο φως. Όποιους και να πιάσεις! Δεν έχω κάνει ποτέ μεγάλες προσωπικότητες, φαντεζίστικες. Ήταν όλοι ταπεινοί που από μόνοι τους δεν θέλανε να βγουν μπροστά. Ας πούμε, ένα απ’ τα καλύτερα ντοκιμαντέρ μου ήταν για τον γλύπτη Καπράλο. Ο Καπράλος ήταν ένας απ’ τους μεγαλύτερους γλύπτες του αιώνα που μας πέρασε. Ποιος τον ξέρει; Στα καλύτερα μουσεία όλης της Ευρώπης υπάρχει Καπράλος! Έκανα τον Κωνσταντίνο Μπρουμίδη απ’ τα Φιλιατρά Μεσσηνίας που ονομάστηκε «Μιχαήλ Άγγελος» του Καπιτωλίου. Εν μέσω αμερικανικού Εμφυλίου, ο Μπρουμίδης ζωγράφιζε τον τρούλο του Καπιτωλίου στην Ουάσινγκτον. Μιλάμε για το 1860. Επαναστάτης Καρμπονάρος είχε φύγει κυνηγημένος από τη Ρώμη, όπου άφησε την οικογένεια του, και πήγε στην Αμερική. Μπες στο διαδίκτυο και δες τι έχει ζωγραφίσει! Στις ΗΠΑ είναι ήρωας κι εδώ δεν τον ξέρει κανείς! Πήγα στο χωριό του στα Φιλιατρά, μετά πήγα στην Ουάσινγκτον κι ήταν η πρώτη φορά που ελληνική κάμερα μπήκε μέσα στο Καπιτώλιο! Ένα χρόνο προσπαθούσαμε να πάρουμε άδεια.

Τον Βάγγο πως τον γνώρισες;

Ο Βάγγος ήταν γεννημένος το ’22, ο τελευταίος μεγάλος της σχολής του Πειραιά. Άλλη ήταν η σχολή του Πειραιά, άλλη της Αθήνας, άλλη της Πάτρας. Είχανε διαφορές στον τρόπο παιξίματος. Ήταν ο δάσκαλος μου, ο άνθρωπος που πλησίασα όταν έκανα την ταινία μου «Ο δραπέτης» και χρειαζόμουν εγώ να μάθω τι γίνεται πίσω από τον μπερντέ. Με αγκάλιασε όλο αγάπη και ανιδιοτέλεια και πηγαίναμε στο ταρατσάκι του στη Νίκαια, που ήταν το εργαστήριο του και το πλυσταριό της γυναίκας του. Εκεί είχε στήσει ένα πανί και δίδασκε στους ηθοποιούς μου, τον Καζάκο, τον Τζώρτζογλου και τον Νινιό, πως να κρατάνε τις φιγούρες και κυρίως τους δίδασκε το ήθος, διότι υπάρχει ένα ήθος μοναδικό πίσω απ’ τον μπερντέ. Γίναμε στενοί φίλοι από το ’91 και στα τέλη του ’90 πήγαινα και τον έβλεπα που έπαιζε στα Βοτσαλάκια στην Καστέλλα. Ο Βάγγος ήταν πολύ ταπεινός επίσης, δεν ήθελε να «φαίνεται» και το λέει στο απόσπασμα που έβαλα στο βιβλίο. 

Μεσ’ στο βιβλίο, ωστόσο, παρατίθενται και άλλοι καραγκιοζοπαίχτες της πειραϊκής σχολής.

Είναι όσοι αναφέρονται στο βιβλίο. Έχει τεράστια έρευνα και τεκμηρίωση: Δρόμοι, διευθύνσεις, πλατείες, ο Βαμβακάρης, πως ήταν τα Λεμονάδικα τη δεκαετία του ’40…Ο βομβαρδισμός του Πειραιά επίσης παρουσιάζεται από τα στούκας μέσα από την εξιστόρηση του Βάγγου, που ήταν παρών. Άρχισαν να τρέχουν με παρέα, γιατί τα κύματα από το τσουνάμι έφτασαν ως απάνω στις γραμμές του τραίνου! Στο τσακ γλίτωσαν να μην τους πάρουν τα κύματα.

Ταυτόχρονα, έχουμε και μια νέα ποιητική συλλογή σου, την υπ’ αριθμόν;

Είναι η δέκατη ποιητική συλλογή μου.  

Γιατί ο τίτλος «Άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων»;

Εγώ είμαι. Δεν ξέρω αν θέλω νά’μαι έτσι. Κάποτε, που έβρεχε πάρα πολύ, έμπαινε στο σπίτι μας ο πατέρας μου στεγνός και τον ρωτάγαμε με τον αδερφό μου: «Μπαμπά, πως και δεν βράχηκες, ενώ έξω ρίχνει τουλούμια;» Κι έλεγε γελώντας: «Περνάω ανάμεσα απ’ τις σταγόνες». Αυτό θα ήθελα κι εγώ: Να περνάω μέσα απ’ τις σταγόνες κακίας, σταγόνες βρωμιάς και να μη λερώνομαι, να μη βρέχομαι, να μην έχω καθόλου αποχρώσεις σαν άνθρωπος. Να υπάρχω μόνο σαν δημιουργός, τίποτα άλλο. Δεν είναι πρωτότυπο αυτό. Ο ποιητής Κατσαρός μου τό’χε πει: «Δεν έχει καμία σημασία η ζωή μου. Το έργο μου ας έχει μόνο». Δεν ανήκω στους καλλιτέχνες που βγαίνουν μπροστά απ’ τα φώτα. Θα ήθελα να έχω μηδενικές αποχρώσεις…

Κι όταν δεν θα είσαι εδώ;

Θα ήθελα να γράψουν στην ταφόπλακα μου: «Δάσκαλος». Μόνο αυτό, τίποτα άλλο. Τα τελευταία χρόνια διδάσκω υποκριτική στον κινηματογράφο σε δραματικές σχολές κι έχω αναπτύξει μια μοναδική σχέση με τα πολύ νέα παιδιά. Πιο πολύ κερδίζω εγώ παρά αυτά. Δάσκαλος, λοιπόν! 

Σ’ ευχαριστώ, λοιπόν, δάσκαλε, γι’ αυτή τη συζήτηση.

Σώπα, ρε, εγώ ελπίζω να μη σε έπηξα με τόσα που είπαμε…

* Τα βιβλία «Άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων» και «Ευάγγελος Κορφιάτης – Ο Βάγγος στον Παράδεισο» του Λευτέρη Ξανθόπουλου κυκλοφορούν σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. 

** Ένα ανέκδοτο ποίημα του Λευτέρη Ξανθόπουλου, αποκλειστικά για τους αναγνώστες του koutipandoras.gr:

ΓΕΡΩΝ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΣ

ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ

ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ

Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα

καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ θὰ έρθουν

μετὰ ἀπὸ μένα

δὲν θὰ μπορέσουν

τίποτα

ποτὲ καὶ

σὲ κανέναν

Ἔτσι και ἔφυγαν ὅλοι ὁ Μίλτος ὁ Νώντας ὁ Θάνος ἡ Φρίντα ὁ Ἀνδρέας ὁ Χρῆστος ὁ μεγάλος καὶ ὁ ἄλλος ὁ Χρῆστος ὁ μικρὸς ἡ Λουκία ἡ Σούλη ὁ Μιχάλης ὁ Νίκος ο γιός του Σήφη ἡ Λιλίκα ἀπό την Κοκκινιά ὁ Γιῶργος ἀπὸ τὰ Σωτηριάνικα ὁ Στέφανος ὁ Βάγγος ὁ Τάσος ἀπὸ τὴν Μακρόνησο ἡ μάνα μου καὶ πόσοι ἀκόμα

Ἄλλοι στὴν ὥρα τους

ἄλλοι νωρίτερα

φύγανε ὅμως

Δὲν θὰ μπορέσω

νὰ σταματήσω

αὐτὸ τὸ κακό

εἶπα

τίποτα

ποτὲ καὶ

σὲ κανέναν

Δὲν θὰ μπορέσω οὔτε καν

καὶ σὲ μένα τὸν ἴδιον

ἔτσι τοὺς εἶπα

 

Λευτέρης Ξανθόπουλος

31.12.2018

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

«Πάμε μπροστά. Αλέξη, έλα πάνω», ανέφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με αποδέκτη τον τέως αρχηγό του…