Γνωρίστε την εξαιρετική ερμηνεύτρια και τραγουδοποιό Κατερίνα Μακαβού!

Οι «Άνθρωποι» είναι ο τελευταίος δίσκος της Κατερίνας Μακαβού και ένας από τους καλύτερους που βγήκαν μες στο 2020. Μ' αυτή την αφορμή η δημιουργός έδωσε στο koutipandoras.gr μια συνέντευξη όλο αυθορμητισμό και ειλικρίνεια.

1 64

Το όνομα της Κατερίνας Μακαβού το πρωτάκουσα το 2008 με το πρώτο προσωπικό της άλμπουμ, που είχα ξεχωρίσει.  Λεγόταν «Μικρά μυστικά» και μέσα εκεί υπήρχε ένα κομμάτι, το «Τίποτα», που σε μένα έκανε κανονική σύνδεση με τα πιο αγαπημένα μου διεθνή rock ακούσματα. Η επόμενη δουλειά της, το «Άλλη μια ώρα», ήταν σε ακόμη πιο πειραματικό ηχητικά και άρα τολμηρό ύφος – στοιχεία, όμως, που την οδήγησαν σε μία αξέχαστη συνεργασία της με τον Διονύση Σαββόπουλο. Πριν από μερικούς μήνες, η Μακαβού κυκλοφόρησε τον τρίτο δίσκο της δίχως να παρεκκλίνει στο ελάχιστο από την αισθητική και τις αναζητήσεις της στο πεδίο ενός τραγουδιού, σίγουρα όχι εύπεπτου, αλλά ανθρωποκεντρικού και με σαφείς κοινωνικούς προβληματισμούς. Ήταν μια καλή αφορμή για να γνωριστούμε επιτέλους από κοντά και να μου δώσει την ακόλουθη αυθόρμητη και χαλαρή συνέντευξη.

Καταρχάς θεωρώ σημαντικό το ότι έχουμε στα χέρια μας το νέο σου άλμπουμ – κυριολεκτικά στα χέρια μας, ως φυσικό προϊόν δηλαδή.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε πρώτα ψηφιακά πριν από τρεις μήνες σε όλες τις πλατφόρμες και μέσα από την προσωπική μου σελίδα στο bandcamp. Σήμερα έχουμε επιτέλους και το CD στα χέρια μας, το οποίο επίσης διατίθεται μέσω της πλατφόρμας του bandcamp. Όταν θα γίνει άρση των μέτρων και «κανονικοποιηθούμε» κάπως, το CD θα υπάρχει και στα δισκάδικα.

Τα τελευταία χρόνια ζεις στην Αθήνα, παρότι σε γνωρίσαμε ως εκπρόσωπο της «σχολής» της Θεσσαλονίκης. Πότε αποφάσισες να κατέβεις στην πρωτεύουσα;

Είχα κάνει απόπειρα να ζήσω στην Αθήνα λίγα χρόνια πριν κυκλοφορήσει ο πρώτος μου δίσκος. Ήρθα στην Αθήνα για ενάμισι χρόνο και το μόνο που κατάφερα ήταν να κλείσω ένα συμβόλαιο με την τότε «Legend». Γύρισα όμως στη Θεσσαλονίκη γιατί θέλησα να έφτιαχνα εκεί τον πρώτο μου δίσκο με τους ανθρώπους που ήξερα και συνεργαζόμουν. Με πήρε λίγο η μπάλα και έμεινα στην πόλη μου, δεν ξαναγύρισα στην Αθήνα.

Μήπως αυτό είχε να κάνει με το ότι εκείνη η πρώτη δουλειά σου δεν είχε καταφέρει να ξεχωρίσει; Θυμίζω πως την περίοδο, για την οποία μιλάμε, τα CD έβγαιναν σωρηδόν κάθε εβδομάδα από τη «Legend» του Κώστα Γιαννίκου.

Ακριβώς όπως τα λες είναι! Κατά πάσα πιθανότητα θα έπρεπε να είμαι εδώ, πράγμα που δεν είχα κάνει, ωστόσο το παράξενο είναι πως άνοιξαν πολλές πόρτες μετά απ’ το άλμπουμ αυτό. Πόρτες που οδήγησαν, βέβαια, σε άλλες κατευθύνσεις με την έννοια ότι ναι μεν δεν έπαιζα με τη μπάντα μου στην Αθήνα, έπαιζα όμως. Έκανα πολλά live και στην Αθήνα, αλλά και περιφερειακά στην επαρχία.

Και όχι μόνο, συνεργάστηκες νωρίς με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου λόγου χάριν.

Απ’ το δίσκο μου με ανακάλυψε ο Βασίλης, που τον είχε ακούσει. Έτσι ξεκίνησα μαζί του κι από κει στην «Ακτή Πειραιώς» με όλο το σχήμα, Ζουγανέλης, Μπουλάς, Λάκης Παπαδόπουλος – με τον Λάκη κάναμε αργότερα το «Χάρισε μου ένα δάκρυ» στη MINOS. Τέλος πάντων, τώρα είμαι σερί εφτά χρόνια στην Αθήνα.

Καλύτερα, λοιπόν, εδώ παρά στη Θεσσαλονίκη;

Σαφώς. Τα πράγματα εδώ έχουν μιαν άλλη ροή σε σχέση μ’ αυτό που θέλω να κάνω. Δεν ξέρω, αν είχα μια μπάντα και παίζαμε αγγλόφωνο rock πιθανώς να μπορούσα να μείνω και στη Θεσσαλονίκη. Θεωρώ ωστόσο πως στην παρούσα φάση είναι καλύτερο να βρίσκομαι στην πρωτεύουσα και να συναναστρέφομαι τον κόσμο που είναι εδώ.

Μίλησε μου για την καταγωγή σου.

Ο πατέρας μου είναι απ’ το Παλαιοχώρι Αρναίας, Χαλκιδική, κι η μαμά μου είναι απ’ το Μεταλλικό, ένα χωριό έξω απ’ το Κιλκίς. Ψάχνεις να βρεις από που είναι το επίθετο μου; (γέλιο)

Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό, αλλά OK μια και το λες…

Δεν έχω ιδέα. Μόνο το ότι ο πατέρας μου είναι από τη Χαλκιδική ξέρω.

Είσαι μοναχοπαίδι;

Όχι, έχω άλλες δύο αδελφές μεγαλύτερες. Θα τις έλεγα απλά φιλότεχνες, δεν ασχολούνται παραπάνω. Η μία μου αδελφή ζωγραφίζει πολύ ωραία, σαν τη μάνα μας, που κάποτε έκανε εκθέσεις ζωγραφικής δικές της. Η άλλη κάποια στιγμή έκανε κρουστά, αλλά δεν ασχολήθηκε περαιτέρω.

Η μαμά σας, η κυρία Νιόβη, η οποία συμμετέχει και στο δίσκο σου.

Ναι, μόνο που δεν το ήξερε! Όταν ανέβηκα Θεσσαλονίκη σε μια φάση, την ηχογράφησα με το κινητό μου και τ’ ανακάλυψε όταν βγήκε ο δίσκος. Πρέπει να σου πω ότι τραγουδούσε εξαιρετικά επίσης. Αυτή μου’χει μάθει τον Αττίκ, τον Γιαννίδη, τον Γούναρη, η γυναίκα γνωρίζει κάτι απίστευτα τραγούδια.

Τι ειν’ αυτό που κάνει τους νέους δημιουργούς να ηχογραφούν τα μέλη των οικογενειών τους; Θυμάμαι τον Στάθη Δρογώση που’χε βάλει τη γιαγιά του να λέει το «Ήρθες αργά» της Κάκιας Μένδρη.

Την είχα αυτή την ανάγκη και ακόμα την παρακαλάω τη μάνα μου να γράψουμε στο στούντιο που έχουμε στη Θεσσαλονίκη. Θα ήθελα δηλαδή να το’χω κάνει με καλύτερες συνθήκες. Δεν θέλει με τίποτα, όμως, εξ ου και την ηχογράφησα με το κινητό μου, κάτι που ενδεχομένως να δίνει μεγαλύτερη αξία στο ηχογράφημα.

Μίλησα πριν για τη «σχολή» της Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρω αν αισθάνεσαι μέλος της, δεν ξέρω καν αν χρησιμοποίησα τον σωστό όρο.

Κι εγώ δεν ξέρω αν μπορώ να το πω αυτό, γιατί η μουσική μου είναι εντελώς πιο δυτικότροπη.

Δεν εννοούσα αναγκαστικά τον Παπάζογλου ή την Καλημέρη. Η Θεσσαλονίκη έχει και στο rock μεγάλη παράδοση.

Σωστά, είναι και ο Αγγελάκας, ο Παυλίδης, όλοι αυτοί. Πιο παλιά ίσως αισθανόμουν έτσι όπως λες. Πήγαινα σ’ ένα live στην Αθήνα, άκουγα έναν μουσικό κι έλεγα πως αυτός είναι Θεσσαλονικιός!

Από που το «έπιανες»;

Είχε έναν ήχο…Δεν ξέρω, ρε συ Αντώνη, δε μπορώ να το περιγράψω.

Έπεφτες μέσα τουλάχιστον;

Ναι. Τον καταλάβαινα σαν να τρως τη φασολάδα που κάνει η μαμά σου σε σχέση με τη φασολάδα που κάνει μια άλλη κυρία. Καταλάβαινα τις μικρές διαφορές του, όπως ακόμη «πιάνω» μια μπάντα που είναι από πάνω. Αυτό, ξέρεις, με προβλημάτιζε στην αρχή, έλεγα «εμείς τώρα οι ”από πάνω”»…

Είχες ένα αίσθημα υπεροχής θες να πεις;

Διαφορετικότητας θα έλεγα. Το’χουν πολλοί οι Θεσσαλονικείς αυτό και σε μένα έγινε πιο ευδιάκριτο τώρα που’χω πολλά χρόνια στην Αθήνα. Το νιώθω πολύ έντονα τώρα πια, όταν τους ακούω δηλαδή να λένε διάφορα, με μένα πια ενταγμένη απόλυτα στον ήχο ή στην αισθητική – αν θες – της Αθήνας.

Ποια ήταν τα ακούσματα σου, οι επιρροές σου;

Πάρα πολλά πράγματα, ετερόκλητα. Οι γονείς μου κατ’ αρχάς ήταν οι κλασικοί αριστεροί που άκουγαν Θεοδωράκη, Μπιθικώτση και Μαρία Δημητριάδη, οπότε μεγάλωσα λίγο μ’ όλα αυτά. Απ’ τη μαμά μου, όπως σου είπα, έμαθα και το παλιό ρετρό τραγούδι. Με τις αδερφές μου, πάλι, έχουμε μεγάλη ηλικιακή διαφορά, με τη μία εντεκάμισι χρόνια και με την άλλη δέκα, άρα όταν εγώ ήμουν έξι, εφτά ή εννιά ετών, άκουγα τα δικά τους στο σπίτι: Smiths, Nick Cave και Joy Division. Έτσι εμπεριέχω πολύ κι αυτά τα ακούσματα, το punk και το new wave των eighties.

Ίσως γι’ αυτό ο δικός σου ήχος να σε πήγε πιο κοντά στις αδελφές σου παρά στους γονείς σου.

Παίζει ρόλο και το ότι εγώ πρωτάκουσα ελληνική μουσική σε μεγάλη ηλικία, να κάτσω και να την ψάξω δηλαδή. Άκουγα πάρα πολύ τον Nick Drake, τον Leonard Cohen που μου άρεσε και ακόμη μου αρέσει, τον Van Morrison. Εκτιμούσα τους τραγουδοποιούς που έβγαιναν κι έλεγαν μια ιστορία.

Επειδή κι εγώ λατρεύω τη λεγόμενη folk σκηνή των τραγουδοποιών, ίσως γι’ αυτό να σε ξεχώρισα ως καλλιτέχνιδα.

Πιθανότατα, ναι, έχω τέτοια στοιχεία και στη δικιά μου μουσική. Κάποια στιγμή είπα ότι πέρα απ’ αυτά που κάνω, πρέπει να δουλέψω. Άρχισα να δουλεύω σε διάφορες μουσικές σκηνές ως λαϊκή τραγουδίστρια.

Και; Την «πάλευες»;

Αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Κοίταξε, πάλευα πολύ μ’ αυτά τα θέματα κι επειδή ακριβώς δεν την «πάλευα», γι’ αυτό και σταμάτησα κάποια στιγμή. Δούλεψα για χρόνια βέβαια, όχι πολλά, αλλά αρκετά. Πήγα στη Μυτιλήνη μαζί με τον Θοδωρή Παπαδόπουλο, έζησα και ωραίες καταστάσεις. Πρώτα απ’ όλα ανακάλυψα το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και σήμερα κόβω τις φλέβες μου για δημιουργούς σαν τον Ζαμπέτα και τον Άκη Πάνου. Απ’ την άλλη, ανέκαθεν ήμουν αποστασιοποιημένη από το ρεμπέτικο, δεν το ένιωθα, δεν το πολυκαταλάβαινα.

Ισχύει και σήμερα αυτό;

Ναι, ισχύει. Γενικά νιώθω σαν να έχω μεγαλώσει…στην Αγγλία; Στην Ιρλανδία; Κάπου αλλού εν πάση περιπτώσει.

Και γιατί, ας πούμε, να σου αρέσουν τα παλιά λαϊκά της Ιρλανδίας ή του Περού και όχι της χώρας σου;

Έχει να κάνει με τον ήχο, πιστεύω. Δεν τα απαξιώνω τα ρεμπέτικα, καθόλου, εφόσον υπήρχε κι ένα έδαφος τέτοιο απ’ το σπίτι μου. Εγώ, ωστόσο, διάλεγα πάντα τα πιο δυτικά, τον Αττίκ και τον Σουγιούλ. Μ’ αυτά συντονιζόμουν.

Και σε ότι αφορά το τραγούδισμα των λαϊκών; Είχες κι εκεί δυσκολία;

Μεγάλη, αλλά είχε και πλάκα, αφού δεν ήξερα τίποτα όταν πήγα να τα τραγουδήσω. Με βάζει κάτω ο Θοδωρής Παπαδόπουλος, βγάζει ένα ντοσιέ και μου λέει: «Αυτά είναι τα τραγούδια! Το βράδυ τραγουδάς»! Λέω: «Πώς, κύριε Θοδωρή;»…«Τι πώς; Πάμε το πρώτο! Ποιο είναι;» κι αρχίζει να το τραγουδάει. Έτσι τα έμαθα τα τραγούδια, πάνω στο πάλκο και μου έκανε πάρα πολύ καλό αυτό.

Πες μου μερικά τέτοια τραγούδια που έλεγες.

Από το «Χαρικλάκι» του Τούντα και το «Θα σπάσω κούπες» μέχρι Πάνο Γαβαλά και Πόλυ Πάνου.

Μου περιγράφεις το πρόγραμμα ενός κλασικού ρεμπετάδικου παρά λαϊκού πίστας.

Δεν έχω υπάρξει ποτέ σε τέτοιο πρόγραμμα σε μαγαζί – πίστα. Θα ήταν πολύ αστείο. Τα πάντα είναι σχολείο, πάντως. Από νωρίς αντιλήφθηκα ότι δεν τη μπορώ καθόλου τη συνθήκη της εργασίας, αφού δε μπορώ να παίξω τραγούδι με τον ίδιο τρόπο το δεύτερο βράδυ. Δε μιλάω μόνο για τα δικά μου τραγούδια, αλλά και πιο γενικά. Θέλω να συμβαίνει κάτι καινούργιο.

Μα έτσι δεν σου δημιουργούν ένα ανικανοποίητο ακόμα κι οι δίσκοι; Ακούς ένα κομμάτι όπως γράφτηκε και λες «πάει και τελείωσε, αυτό είναι».

Πολύ σωστή παρατήρηση αυτή και τώρα μπαίνουμε σ’ άλλη κουβέντα. Πολλές φορές έχω κάνει τρεις και τέσσερις διαφορετικές εκδοχές ενός δισκογραφημένου κομματιού.

Ελπίζω να μην το πληρώνεις εσύ το στούντιο.

(γέλια) Δοκιμάζουμε, αλλά ευτυχώς που υπάρχουν οι καλοί μουσικοί φίλοι μας. Με τον Ντζίγκοβιτς που έχουμε κάνει πολλές τέτοιες απόπειρες, κάναμε την παραγωγή οι δυο μας, εκ των ενόντων. Πρέπει πάντως να δεχτούμε ότι το CD είναι η αποτύπωση μιας δεδομένης χρονικής στιγμής και μετά «γεια σας». Όταν βγεις μετά να παίξεις, είναι άλλο πράγμα.

Κάτι παρεμφερές μου’χε πει η Νατάσσα Μποφίλιου, ότι δεν αισθάνεται μία καλά ηχογραφημένη τραγουδίστρια.

Έτσι νιώθω κι εγώ. Η συνθήκη του στούντιο είναι περίεργη κάθε φορά και σ’ αυτό το δίσκο προσπάθησα να δημιουργήσω συνθήκες live, γι’ αυτό και τα περισσότερα τραγούδια είναι γραμμένα live. Στο στούντιο νιώθω ότι δεν έχω επαφή με τους ανθρώπους, κάτι που βρίσκω πολύ περίεργο.

Ψυχρό μήπως;

Ακριβώς, για δες όμως που κάποιοι το’χουν για πλάκα και το κάνουν πολύ καλά. Εγώ απλά πιστεύω πως η δική μου δύναμη επικεντρώνεται σε μια συναυλία, σ’ ένα live.

Εκτός από μουσική, γράφεις κι εσύ στίχους. Έτσι δεν είναι;

Γράφω κι εγώ. Στο δίσκο αυτό υπογράφω δύο κομμάτια, στίχους και μουσική, ενώ έχω άλλα δύο, ένα σε στίχους μου κι ένα σε μουσική μου. Από κει και πέρα έγραψαν ο Τζίνγκοβιτς πάλι, ο Νίκος Ξαρχάκος με τη «Βόλτα» και ο Γιάννης Ευθυμιάδης.

Από ποια ερεθίσματα εμπνέεσαι για να γράψεις κυρίως στίχους; Ή πρώτα γράφεις τη μουσική ή τον στίχο;

Επίσης μια καλή ερώτηση! Τη στιγμή που βάζεις λόγια πάνω σε μουσική, σημαίνει ότι από κάπου καταπιάνεσαι. Θυμάμαι κάποτε ένα κομμάτι μου, που έφτιαξα τη μουσική και κόλλησα στο στίχο, δεν ήξερα πως να το τελειώσω. Μιλήσαμε τότε με τον Οδυσσέα Ιωάννου, ο οποίος έκανε κάτι μαγικό: Πήρε το τραγούδι, το άκουσε με τους στίχους μέχρι εκεί που είχα γράψει και συνέχισε το κομμάτι. Όταν μου το έστειλε, του είπα: «Οδυσσέα, αυτό εννοούσα»!

Δεν με εκπλήσσει. Ο Ιωάννου είναι ένας πολύ έμπειρος στιχοπλόκος.

Μοιραία συνυπογράψαμε το τραγούδι. Μπορεί να’ναι ένας επαγγελματίας, αλλά εγώ το βρήκα εξαιρετικά ευφυές που μπόρεσε να το κάνει αυτό. Υπάρχουν στιχουργοί, π.χ., που σου λένε «Εγώ δεν μπορώ να γράψω πάνω σε μουσική».

Ο Νίκος Κυπουργός το κάνει αυτό, απ’ όσο ξέρω. Ποτέ δεν μελοποιεί. Δίνει μουσικές και γράφουν πάνω σ’ αυτές τους στίχους.

Είναι μία συνθήκη. Άλλοι διαβάζουν ένα ποίημα και αμέσως τους γεννιούνται μελωδίες.

Σου έχει τύχει ποτέ;

Σπάνια συμβαίνει αυτό με μένα. Αυτό που συνήθως κάνω είναι να πιάνω την κιθάρα μόλις εμπνευστώ μια μελωδία και στην πορεία έρχονται και οι στίχοι. Συνήθως, επίσης, θα ολοκληρώσω έτσι ένα τραγούδι ή αν μου λείπουν κάποιοι στίχοι, θα τους συμπληρώσω αμέσως μετά. Είναι μία ταυτόχρονη διαδικασία, αλλά μέσα μου αυτό που επικρατεί ως πιο ισχυρό είναι η μουσική.

Θα είχες ευχέρεια στη σύνθεση οργανικής μουσικής;

Αυτό πάλι απαιτεί άλλες ενορχηστρωτικές γνώσεις, αλλά είναι κάτι που πολύ θα το ήθελα! Έχω ένα τέτοιο κομμάτι μες στο δίσκο.

Γι’ αυτό σε ρώτησα…

Κάτι λέει αυτό. Η μουσική είναι δυνατά εγγεγραμμένη μέσα μου, αλλά δεν το συζητάω και για τον στίχο. Είναι δύσκολο πράγμα ο στίχος και με τα χρόνια αρχίζεις να φιλτράρεις αυτά που γράφεις. Μαθαίνεις, λες «αυτό δεν περνάει πια μέσα μου» και κάτι άλλο πρέπει να γίνει.

Πως βλέπεις τα σύγχρονα μουσικά τεκταινόμενα; Νιώθεις να γίνεται πραγματικά κάτι;

Υπάρχουν πράγματα που εμένα μου φαίνονται πάρα πολύ ενδιαφέροντα, απλά μπορεί να μην αφορούν τον πολύ κόσμο.

Όταν ελκύεσαι από κάτι λιγότερο mainstream, δεν φοβάσαι μην είναι και τα δικά σου τραγούδια αυτής της λογικής; Καμιά φορά οι μουσικοί – αν και δεν είμαι μουσικός – κινούμαστε βάσει του τι μας αρέσει.

Αυτοί που με ξέρουν και μ’ ακολουθούν στα social media, γνωρίζουν ήδη και την ύπαρξη του δίσκου μου. Από κει και πέρα, η επικοινωνία μίας δουλειάς, ε δεν είναι δική μου δουλειά. Ή μάλλον δεν είναι μόνο δική μου δουλειά. Αναλαμβάνουν κάποιοι άνθρωποι να την «τρέξουν», να οργανώσουν ένα live, να κλείσουν μία συνέντευξη καλή ώρα κλπ. Η βασική επικοινωνία ενός καλλιτέχνη με τον κόσμο είναι οι συναυλίες κι αυτή τη στιγμή ζούμε την κατάσταση όπου δεν ξέρουμε τι μέλλει γενέσθαι.

Στη δική σου περίπτωση, η μάνατζερ σου, η Κυριακή Αιλιανού, απλά με κάλεσε για να μ’ ενημερώσει ότι βγήκε ο δίσκος σου. Εγώ ζήτησα μία συνέντευξη μαζί σου, εκτιμώντας τις προηγούμενες δουλειές σου. Θέλω να πω ότι η προώθηση ίσως να μην είναι αποκλειστικά μέρος της δουλειάς ενός μάνατζερ, αλλά πρωτίστως των παραγωγών που οφείλουν να’χουν ανοιχτά τα αυτιά τους.

Δεν αντιλέγω καθόλου απ’ τη μια, δεν είναι κι όλοι έτσι απ’ την άλλη. Τα ξέρεις καλά! Οι πιο πολλοί παίρνουν ένα email με το κομμάτι και με το δελτίο Τύπου, ακούνε, λένε «ποιος είναι αυτός; μ’ αρέσει – δεν μ’ αρέσει, γεια σας». Αυτό δεν συμβαίνει; Μη γελιόμαστε, είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι που την ψάχνουν πραγματικά με μία νέα δουλειά. Πόσοι είναι οι πρωτοεμφανιζόμενοι που «φτάνουν» σε μας, πέραν απ’ τους γνωστούς; Εγώ ελάχιστους ξέρω.

Εσύ ωστόσο δεν είσαι «χθεσινή», μετράς σημαντικές συνεργασίες που λέγαμε πριν.

Ισχύει, ναι, εγώ έχω μία πορεία για την οποία ακόμα κοπιάζω και προσπαθώ.

Ας μιλήσουμε λίγο για το εξώφυλλο του δίσκου σου. Εμένα μου θύμισε πολύ Blondie, new wave, punk.

Αλήθεια, ε; Κοίταξε, αυτά τα τραγούδια παίζονταν στα live μου. Για όσους έρχονταν και μ’ άκουγαν, μόνο δυο – τρία θα τα ακούσουν για πρώτη φορά. Είναι ένας δίσκος πιο εξωστρεφής σε σχέση με τον προηγούμενο, το «Άλλη μια ώρα», που έχει την ησυχία του και τις εξάρσεις του.

Εμένα μου αρέσει ο ίδιος ήχος στα έργα ενός μουσικού. Άλλοι μπορεί να το θεωρούν στασιμότητα.

Το καταλαβαίνω. Εμείς ενώ είχαμε χρησιμοποιήσει στο «Άλλη μια ώρα» διάφορες λούπες και electronics, εδώ επιλέξαμε τα πιο φυσικά όργανα. Το ήθελα πιο ξύλινο το άλμπουμ αυτό, πιο χειροπιαστό χωρίς πολλές – πολλές ατμόσφαιρες.

Και είναι ώρα να μου αναφέρεις τους μουσικούς που σε συντρόφευσαν.

Είναι και μπόλικοι! Ο Ορέστης Μπενέκας, ο Θανάσης Τζίνγκοβιτς, ο Αλέκος Βουλγαράκης, ο Διονύσης Μακρής, ο Δημήτρης Οικονόμου, ο Μιχάλης Βρέτας, ο Φώτης Σιώτας, η Σοφία Ευκλείδου, ο Αναστάσιος Μισυρλής, ο Βαγγέλης Κατσαρέλης, ο Καλκάνης, η Μέση, ο Παναγιώτης Τσεβάς, ο Μανιάτης, ο Παπαγεωργίου, ο Βαγγέλης Καζαντζής, ο Κώστας Στεργίου – οι μισοί είναι Θεσσαλονικείς (γέλια). Όποιος έμπαινε στο στούντιο, του έλεγα «Τι παίζεις εσύ; Για έλα μέσα». Βασικοί συντελεστές είναι, όμως, ο Τζίνγκοβιτς, ο Μπενέκας που έχει κάνει τις ενορχηστρώσεις και οι Μακρής, Βρέτας, Οικονόμου, η μπάντα δηλαδή που παίζουμε για χρόνια.

Πως βγαίνεις αλήθεια στη σκηνή; Ως η Κατερίνα Μακαβού με τη μπάντα της ή ως ένα συγκρότημα που έχει τραγουδίστρια την Κατερίνα Μακαβού;

Βγαίνω σαν Κατερίνα Μακαβού με τους μουσικούς που παίζουμε. Απ’ ότι μου έχουν πει και οι ίδιοι οι μουσικοί, έχουμε καταφέρει αυτό, να αισθάνονται ότι είναι η μπάντα μου και να παίζουμε όλοι μαζί ως μπάντα. Έτσι αντιμετωπίζω τη φάση, όχι σε στυλ «εγώ είμαι και οι μουσικοί μου», θέλω να είμαστε ΟΚ σε όλα μεταξύ μας.

Πιστεύεις ότι «ανδροκρατείται» η ελληνική τραγουδοποιία;

Όχι, δεν το νιώθω, γιατί ξέρω πάρα πολλές γυναίκες που γράφουν τραγούδια εξίσου με τους άνδρες συναδέλφους τους. Ίσως, τώρα που το λες, να είναι λίγο παραπάνω οι άνδρες χωρίς να ξέρω γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό. Λες να’χει να κάνει με τη μητρότητα;

Εξήγησε μου το αυτό.

Θέλω να πω ότι η δημιουργία εμπεριέχει μια γέννηση. Δεν ξέρω αν είναι πολύ ψυχαναλυτική η σκέψη μου, αλλά τώρα μού ήρθε. Συνήθως ακόμη τις γυναίκες δεν τις πολυβλέπουμε σαν μουσικούς, αλλά σαν τραγουδίστριες. Τελικά είχε πολύ νόημα η ερώτηση σου αυτή, δεν το’χω σκεφτεί κι εγώ…

Μία γέννα προϋποθέτει μεγάλες ωδίνες. Ένα τραγούδι;

Επίσης, αλλά όχι όλα τα τραγούδια. Είναι κάποια, ας πούμε, που σου βγάζουν την Παναγία.

Έχεις νιώσει ποτέ ότι θα σκάσεις αν δε βγάλεις από μέσα σου ένα τραγούδι;

Πάρα πολλές φορές. Το ίδιο και όταν βγάζω ένα τραγούδι, σαν να έχω κάνει δέκα ώρες ψυχανάλυση. Ένιωσα κάτι, δηλαδή δεν ήμουν καλά και μετά έγινα καλά.

Υπάρχει κάποιος που έχει την πρωτιά της ακρόασης των τραγουδιών σου;

Βέβαια. Ο πρώτος είναι ο σύντροφος μου, που θα τα ακούσει απ’ την πρώτη στιγμή και θα μου κάνει τις παρατηρήσεις του.

Μουσικός κι αυτός;

Δεν είναι μουσικός. Ο Γιάννης αγαπάει πάρα πολύ τις τέχνες και τη μουσική. Ακούει πολύ συγκεκριμένα πράγματα κι έχει φτιάξει ένα δικό του φοβερό μουσικό site. Μετά τα ακούει όλα η μαμά μου και τρίτος ο κολλητός μου, ο Γιάννης Ευθυμιάδης.

Είναι ωραία τελικά η ασφάλεια των δικών μας ανθρώπων.

Τρώμε μπάτσες όμως κι απ’ αυτούς, για ποια ασφάλεια μου λες; Ασφάλεια είναι να πάρουμε κάποιον που θα μας πει «Αχ τι ωραίο»…Ο δικός σου άνθρωπος θα σε επιπλήξει και πρέπει, αν χρειάζεται. Όπως κι εγώ, πριν ασκήσω κριτική, θα κοιτάξω να βρω πρώτα σ’ έναν άνθρωπο τα ωραία του στοιχεία. Αυτά θα τόνιζα και τέλος. Σ’ έναν δικό μου άνθρωπο, όμως, αν δεν μ’ άρεσε κάτι, θα του έλεγα «τι ειν’ αυτό εδώ τώρα;» Και στον αντίποδα, αν κάτι μου άρεσε, θα’μουν πολύ χαρούμενη.

Πες ένα τραγούδι που σε καθόρισε.

(σκέφτεται) Το «Ποιος ειν’ τρελός από έρωτα». Το «Blue», πάλι του Χατζιδάκι, σε στίχους Άρη Δαβαράκη, που το τραγουδούσα πέρσι στο Άλσος στις παραστάσεις μας με τον Άρη. Συγκλονιζόμουν όταν το τραγουδούσα κι αυτό το’χω πάθει λίγες φορές με τραγούδι. Το μόνο που σώθηκε απ’ τις παραστάσεις αυτές ήταν ένα μικρό βιντεάκι που ανέβασα και στο instagram.

Είδες τι γίνεται με τα βιντεάκια πια; Χάνεται το μεράκι να πας στον ηχολήπτη και να του πεις «κράτα μου αυτό από την κονσόλα κατευθείαν».

(γέλια) Ακριβώς. Θα ήθελα βέβαια να το έφτιαχνα καλύτερα ηχητικά, αλλά ας υπάρχει το βιντεάκι, μια και δεν υπάρχει κάτι άλλο. Το’χω αγαπήσει πολύ αυτό το τραγούδι και θα ήθελα να το πω, όχι φυσικά για να το εκμεταλλευθώ εμπορικά.

Από την εμπειρία σου, τι το ιδιαίτερο έχει ο Χατζιδάκις στο να τραγουδιέται;

Σε κάνει καλύτερο άνθρωπο όταν τραγουδάς τον Χατζιδάκι. Έχει μια φόρμα και συγκεκριμένες «ανάσες» ο Χατζιδάκις αν θες να μιλήσουμε τεχνικά. Καταλαβαίνει δηλαδή τις ανάσες ενός τραγουδιστή όταν τραγουδάει υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Χατζιδάκι. Ωστόσο, εγώ δε θέλω να το κάνω αυτό. Θέλω στα τραγούδια που αγαπάω να βρίσκω τις δικές μου ανάσες σε όλα, όχι μόνο σ’ αυτά του Χατζιδάκι. Ίσως τα ακούω εγώ διαφορετικά κι έτσι να θέλω να τα αποτυπώσω.

Φαντάζομαι ότι θα σου έκανε χρήσιμες υποδείξεις και ο Δαβαράκης ως προς τη χατζιδακική ερμηνεία.

Ο Δαβαράκης ο καλός μου! Πόσο τον αγαπώ! Ήταν απλά πολύ χαρούμενος απ’ όλο αυτό που έβγαινε. Υποδείξεις έγιναν λίγες πάνω στις πρόβες σε σχέση με τους μουσικούς.

Κατερίνα, ο δίσκος σου, οι «Άνθρωποι», ανοίγει μ’ ένα τραγούδι του Μουζάκη. Οι στίχοι του είναι ανεπίκαιροι, θα λέγαμε. Πως σου’ρθε, αλήθεια, το κομμάτι αυτό για εναρκτήριο;

Μου το έμαθε κι αυτό η κυρία Νιόβη, η μαμά, πολλά χρόνια πίσω. Έχει μια περίεργη ιστορία, γιατί αφού μου το έμαθε, δεν το έβρισκα ποτέ και πουθενά όταν το αναζήτησα αργότερα στο ίντερνετ. Το ανακάλυψα από ένα βιντεάκι που με είχε τραβήξει κάποιος όταν έκλεινα τα live μου μ’ αυτό. Πέρασαν τα χρόνια και δεν μπορούσα να το βρω πουθενά για να τ’ ακούσω απ’ την πρωτότυπη ηχογράφηση. Κάποια στιγμή το βρήκα σε μια swing εκτέλεση από τον Γιάννη Βογιατζή, αν τα λέω καλά. Εδώ έγινε «μακαβίσια», μπαλάντα δηλαδή.

Χαίρομαι, γιατί παράγινε κι αυτό το πράγμα με τις «σουινγκάτες» διασκευές.

Εγώ το κάνω απ’ την ανάποδη, παίρνω τα «σουινγκάτα» και τα κάνω μπαλάντες (γέλια).

Αναρωτιέμαι που να σε βγάζει η «Βόλτα», το κομμάτι του Νίκου Ξαρχάκου.

Πριν από τρία χρόνια έλαβα ένα email από τον Νίκο. Μου είχε στείλει κιθάρα – φωνή ένα κομμάτι που λεγόταν έτσι. Το άκουσα, μου άρεσε πολύ, γνωριστήκαμε και με πήγε σ’ ένα δικό του στούντιο να το τραγουδήσω. Εκεί εγώ του είπα πως θέλω να το βάλω στο δίσκο μου, απλά θα πρέπει να το φτιάξω με τους δικούς μου μουσικούς. Συμφώνησε και μου έδωσε την απόλυτη ελευθερία.

Σταθερός συνεργάτης σου είναι και ο Θανάσης Τζίνγκοβιτς.

Εδώ συνθετικά κυρίως, όχι τόσο ενορχηστρωτικά. Ο Θανάσης για μένα είναι ένας απ’ τους καλύτερους παραγωγούς. Κάνει πολλές παραγωγές, αλλά δεν είναι πολύ γνωστό αυτό. Επίσης είναι ένας εξαιρετικός ηλεκτρικός κιθαρίστας. Ήταν για χρόνια με τους B-Movies του Παύλου Παυλίδη και τώρα τελευταία με τον Γιάννη Χαρούλη. Έχει αυτόν τον διεθνή ήχο ο Θανάσης, δεν καταλαβαίνεις ότι είναι ελληνικές παραγωγές οι δικές του. Είμαστε πολλά χρόνια φίλοι, οικογένεια σχεδόν.

Δεν έχεις άδικο, αυτό το «διεθνοποιημένο» στοιχείο το συναντήσαμε απ’ τον πρώτο σου δίσκο κιόλας.

Τώρα δεν υπάρχει πια αυτό το στοιχείο, πόσο μάλλον όταν είχε προηγηθεί ένας αρκετά πιο πειραματικός δίσκος. Κατ’ εμέ οι «Άνθρωποι» είναι ο πιο κλασικός μου δίσκος, δεν ξέρω πως αλλιώς να σ’ το πω.

Το διάστημα μεταξύ των δύο τελευταίων δίσκων σου ήταν μεγάλο. Μία οκταετία για την ακρίβεια, που μπορεί να φανερώνει ένα τέλμα για τον καλλιτέχνη μαζί με ότι του πήρε για να κάνει την επάνοδο του. 

Το θέμα είναι πως μεταξύ των δύο αυτών άλμπουμ βγήκαν και κάποια singles. Το 2015 κυκλοφόρησε το κομμάτι μου με τίτλο «Πατησίων 316» και το ’17 το «Χάρισε μου ένα δάκρυ» με τον Λάκη Παπαδόπουλο. Έχε υπόψιν, όμως, πως το κενό δεν οφείλεται πάντα σε μας. Όταν κάθε καλλιτέχνης επωμίζεται όλο το κόστος μιας παραγωγής του, δεν είναι εύκολο να παρουσιάζει κάτι ανά δύο χρόνια. Και δεν είναι μόνο το στούντιο, αφού ακολουθούν οι μουσικοί, οι μίξεις, το mastering, ο γραφίστας, το promo, η επικοινωνία. Ίσως γι’ αυτό εγώ ήμουν πολύ ενεργή στα live και το τόνισα σ’ αυτή τη συνομιλία μας.

Μία άλλη συνεργασία σου που δεν αναφέραμε ήταν κι αυτή με τον Διονύση Σαββόπουλο στο Ηρώδειο.

Ο Σαββόπουλος είχε ακούσει κι αυτός το δίσκο μου, «Άλλη μια ώρα», και με κάλεσε στο αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι στο Ηρώδειο. Εκεί δώσαμε δύο παραστάσεις, αν θυμάμαι καλά, άλλη μία στο Μέγαρο Μουσικής, ενώ παίξαμε και στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε πάρα πολλά χορωδιακά μέρη κι εγώ συμμετείχα με δύο τραγούδια πάντα του Χατζιδάκι. Καταπληκτική εμπειρία, εφόσον πρώτη φορά τραγούδησα υπό τη διεύθυνση μαέστρου.

Αυτό πάλι μπορεί να μην είναι και μια τόσο καταπληκτική εμπειρία για μία τραγουδοποιό που βγαίνει με την κιθάρα της.

Όχι, ίσα – ίσα, είναι ένα απ’ τα πιο μαγικά πράγματα που μου έχουν συμβεί. Μια σωστή απάντηση που θα σου έδινα επ’ αυτού είναι ότι με θεωρώ περισσότερο ερμηνεύτρια που γράφει και τραγούδια. Εννοείται πως αναζητώ την ελευθερία στην έκφραση κι ενδεχομένως να με ζορίζει σαν κάνω κάτι άλλο, πολύ συγκεκριμένο, αλλά ένα αφιέρωμα στον Χατζιδάκι, ακόμη κι αν ήταν έξω από μένα, μου φαινόταν απίστευτα μαγικό.

Υπάρχει κάποιο live που να έχει χαραχθεί ιδιαίτερα στη μνήμη σου;

Πολλά live…Απόλαυσα πάρα πολύ εκείνο στα Αισχύλεια, αλλά τη στιγμή της θέωσης – αν με ρωτάς αυτό – την είχα νιώσει σ’ ένα άλλο live στον Σταυρό του Νότου το ’16 – ’17. Δεν τα ζεις συχνά αυτά και είναι καλό να μην τα ζεις συχνά!

Ποιους ανθρώπους που θεωρούσες ινδάλματα σου, τα’φερε έτσι η ζωή και συναντηθήκατε;

Υπάρχει και η συνθήκη να έχεις κάποιον στο μυαλό σου, να τον γνωρίζεις και να σου «βγαίνει» αλλιώς. Παίζει μια απομυθοποίηση, αλλά δεν θα ήθελα να μείνω σ’ αυτό και να το σχολιάσω. Άνθρωποι, πάντως, που συνεργάστηκα κάποια στιγμή μαζί τους και τους εκτίμησα ακόμη περισσότερο, ήταν ο Φοίβος ο Δεληβοριάς. Δεν έχουμε συνεργαστεί ακριβώς, τον είχα καλέσει όμως σε live μου στον Σταυρό του Νότου και μ’ είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος που αντιμετώπισε όλη την κατάσταση. Ήρθε στην πρόβα τρομερά μελετημένος καταρχάς. Τον εκτιμάω πολύ τον Δεληβοριά! Τον Άρη Δαβαράκη εκτίμησα πολύ επίσης, που ξέρω ότι ακόμη μπορώ να του τηλεφωνήσω στις 11 το βράδυ και να μιλήσουμε για πολλή ώρα για τα πάντα.

Επομένως η εκτίμηση σου δεν πηγάζει μόνο απ’ το έργο του άλλου, μα απ’ την ανθρώπινη επαφή που χτίζεται ανάμεσα σας.

Σίγουρα, αλλά αν δεν υπάρχει το καλλιτεχνικό έργο, την εκτίμηση αυτή τη βρίσκεις και σ’ έναν οποιοδήποτε άλλο άνθρωπο.

Είσαι δοτική συναισθηματικά, ανοίγεσαι εύκολα στους άλλους;

Όχι πολύ εύκολα. Παρόλο που μοιάζω ν’ ανοίγομαι, δεν ισχύει τελικά. Τα βασικά μου δεν θα τα πω εύκολα και σε πολλούς, αλλά αν δω κάποιον να είναι μια φορά καλός μαζί μου, εγώ θα’μαι δέκα φορές μαζί του το ίδιο. Αυθόρμητα μου βγαίνει, όχι σαν ανταπόδοση, αλλά από αναγκαία αμοιβαιότητα.

Γιατί ονόμασες «Άνθρωποι» το δίσκο σου;

(χαμογελάει) Ο τίτλος προέκυψε λίγο πριν εκδοθεί ο δίσκος, σκεπτόμενη πως ανταποκρίνεται στις ανθρώπινες ιστορίες των τραγουδιών. Ιστορίες όχι απαραιτήτως για ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, αλλά μια ιστορία δική σου λόγου χάριν. Ακούγοντας τα τραγούδια συνειδητοποιείς πως αναφέρονται σε ανθρώπους, που κάπως παλεύουν με κάτι.

Για όσους θα μας διαβάζουν χωρίς να σε βλέπουν, πρέπει να πω ότι είσαι μια νέα γυναίκα με λαμπερό βλέμμα και χαρακτηριστικά κόκκινα σγουρά μαλλιά.

Τώρα εσύ με βλέπεις με το καινούργιο μου μαλλί. Τα είχα πολύ μακριά και τα έκοψα μες στην καραντίνα, που ούτως ή άλλως δεν θα μ’ έβλεπε κανείς (γέλια). Άσε που τώρα έχουν μακρύνει πάλι. Το καλοκαίρι τα είχα πολύ αγορέ. Μαλλιά είναι, γιατί όχι;

Η εμφάνιση πόσο μεγάλο ρόλο παίζει σ’ έναν καλλιτέχνη;

Θεωρώ πως η εμφάνιση ενός καλλιτέχνη που βγαίνει στη σκηνή πρέπει να’ναι απόλυτα συνδεδεμένη με ότι θα παρουσιάσει σαν project. Πρέπει να υπάρχει μια σκηνοθεσία από πίσω. Δεν μπαίνουμε στα βαθιά νερά της σκηνογραφίας, ακόμη και της ενδυματολογίας, γιατί δεν μπορούμε κιόλας.

Στην παρουσίαση του δίσκου αυτού, τι θα φορούσες;

Αν θέλουμε κοινή αισθητική της εμφάνισης μου με τα τραγούδια μου, θα φόραγα αυτό που φοράω και στο εξώφυλλο. Πιστεύω όμως πως ακόμη και μ’ ένα μακό και με αθλητικά να βγεις, θα πρέπει να έχει ένα νόημα, να σηματοδοτεί κάτι. Δεν είναι τυχαία η εικόνα που παρουσιάζουμε.

Κατερίνα Μακαβού, σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη δημόσια συζήτηση.

Εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ, γιατί ανέκαθεν μου άρεσαν οι ελεύθερες και καθόλου στημένες συνεντεύξεις.

* Ο δίσκος «Άνθρωποι» της Κατερίνας Μακαβού κυκλοφορεί από την Fishbawl Music Tank. Μπορείτε να τον προμηθευτείτε και από τον προσωπικό λογαριασμό της Μακαβού στο bandcamp.

** Οι φωτογραφίες της Κατερίνας Μακαβού είναι του Βασίλη Βασιλείου.

Μητσοτάκης: Σε πανικό στη Βουλή – Αντί για απαντήσεις, επίθεση και «δεν ντρέπεστε» στην αντιπολίτευση (video)

6167665

Μητσοτάκης: Σε πανικό στη Βουλή – Αντί για απαντήσεις, επίθεση και «δεν ντρέπεστε» στην αντιπολίτευση (video)

«Ουδέποτε, δόθηκε καμία εντολή για συγκάλυψη», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κοιτώντας τους συγγενείς των θυμάτων

Βουλή: Ο λόγος για τα άδεια έδρανα του ΚΚΕ και της Νέας Αριστεράς στην ομιλία της Κωνσταντοπούλου

6167422

Βουλή: Ο λόγος για τα άδεια έδρανα του ΚΚΕ και της Νέας Αριστεράς στην ομιλία της Κωνσταντοπούλου

Μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, οι βουλευτές των δύο κομμάτων επέστρεψαν στις…

Μητσοτάκης: Όλο το παρασκήνιο για τις εκκαθαρίσεις Μπρατάκου και Παπασταύρου

InCollage 20240328 205245331

Μητσοτάκης: Όλο το παρασκήνιο για τις εκκαθαρίσεις Μπρατάκου και Παπασταύρου

O Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται πως «παραίτησε» τους δύο στενούς του συνεργάτες προκειμένου να μην απολογηθεί…