Haig Yazdjian: «Όλοι μουσαφίρηδες είμαστε σ’ αυτό τον κόσμο, που δεν ανήκει σε κανέναν»

Ζει στην Ελλάδα 40 χρόνια, ερχόμενος από το Χαλέπι της Συρίας. Έχει συνεργαστεί με την πλειονότητα των πιο σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών, αλλά και με πολλούς του εξωτερικού. Είναι ο Αρμένιος Haig Yazdjian και αυτή είναι μια από τις πιο ειλικρινείς συνεντεύξεις του. 

IMG 6788

Μεγάλος καλλιτέχνης! Αυτοδίδακτος ουτίστας, συνθέτης, ερμηνευτής, αναγνωρισμένος όχι μόνο στην Ελλάδα που ζει από το 1980, αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Κάποτε, στο Μόναχο της Γερμανίας, προτίμησα να πάω σε δική του συναυλία παρά στη Νάνα Μούσχουρη, που τα εισιτήρια της είχαν ούτως ή άλλως εξαντληθεί από μήνες πριν.

Ο Haig Yazdjian μεταφέρει την προσφυγιά στις ραγισματιές της ζεστής φωνής του, παντοτινός πρεσβευτής ευγενών συναισθημάτων. Η καριέρα του εκτινάχτηκε όταν πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες θέλησαν να δώσουν ένα «ethnic» χρώμα στο δικό τους υλικό και ζήτησαν τη συνδρομή του. Οι παραστάσεις του με την Ελένη Βιτάλη στο «Κύτταρο» το 2007 άφησαν εποχή!

Η Loreena McKennitt που αγαπά την ελληνική παράδοση και τη βυζαντινή μουσική τον πήρε επίσης μαζί της σε περιοδεία και τότε, πολλοί άλλοι εκτός Ελλάδας, γνώρισαν το εύρος της τέχνης του. Αν υπήρχε κραταιά δισκογραφία, ο Yazdjian θα έπρεπε να βγάζει ένα δίσκο το χρόνο τουλάχιστον, τόσο εμπνευσμένος και παραγωγικός που είναι!

Αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη, που πάντα την ήθελα, ήταν η σύμπραξη του με τον ταλαντούχο συνάδελφό του, Θοδωρή Κοτονιά, για τα δύο ερχόμενα Σαββατόβραδα του Νοεμβρίου στη μουσική σκηνή «Αστερίσκος» στου Ψυρρή. 

Πριν λίγες ώρες, ξέρετε, ήμουν στην «τσίτα» για δικούς μου λόγους. Με αφορμή τη συνάντηση μας, έβαλα κι άκουσα ένα δίσκο σας που έχω, το «Yeraz», και η φωνή σας με γαλήνεψε. Πως το πετυχαίνετε αυτό, αλήθεια;

Πως να το εξηγήσω αυτό; Είναι κάτι που ούτε κι εγώ το ξέρω, αφού ξεκίνησα σαν μουσικός, οργανοπαίκτης. Η φωνή ήρθε μετά για να συμπληρώσει τις μουσικές που έπαιζα χωρίς να είμαι τραγουδιστής. Ήταν απλά ένας επιπλέον τρόπος έκφρασης κι εκεί μάλλον οι ανάγκες με οδήγησαν. Τα περισσότερα δικά μου τραγούδια είναι σε ελληνικούς στίχους, ενώ αυτά στις άλλες γλώσσες που λέω, στα αρμένικα και στα αραβικά, είναι συνήθως παραδοσιακά που τους έχω πειράξει την ενορχήστρωση ή τη ρυθμική αγωγή. 

Θυμίστε μου, σας έχει ζητηθεί να τραγουδήσετε κομμάτια άλλων;

Ναι, όχι σε πάρα πολλούς, γιατί δεν ξέρω αν θεωρούμαι τραγουδιστής. Είναι ένα πολύ προσωπικό πράγμα το τραγούδι, γι’ αυτό και δέχομαι να κάνω μια συμμετοχή όταν αυτό που θα κάνω κι αυτό που θ’ ακούσω μετά, θα μου αρέσει σίγουρα. 

Εγώ πάλι λέω πως κάλλιστα θα ήσασταν τραγουδιστής του Μάνου Χατζιδάκι. 

(γελάει)

Γιατί γελάτε;

Γελάω, γιατί δεν είστε ο μοναδικός που μου τό’χει πει. Όταν δούλεψα με την Έλλη Πασπαλά, πολλά χρόνια πίσω, μου έλεγε πως αν ζούσε ο Χατζιδάκις δεν υπήρχε περίπτωση να μη με έπαιρνε για τραγουδιστή του! Μεγάλη μου τιμή! Όταν λέμε Χατζιδάκις, όταν λέμε Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, είναι πολύ μεγάλοι όλοι αυτοί, τεράστιοι, έχουνε κάνει ανεκτίμητης αξίας δουλειά. Βέβαια, είναι τι ταιριάζει στον καθένα περισσότερο…Εντάξει, εμένα μου ταιριάζει ο Χατζιδάκις περισσότερο. Δεν μπορώ ν’ αφήσω κανέναν απ’ έξω: Αν θες να πας Ανατολή, σίγουρα είναι ο Ξαρχάκος από πίσω. Αν θες να πας στο πιο πολιτικό, θα βρεις τον Μίκη, έλα όμως που τα τραγούδια του έχουν μυστικά κόλπα, που τα κάνει να ακούγονται εύκολα, αλλά όταν πας να τα παίξεις, μόνο εύκολα δεν είναι! 

Ο Θεοδωράκης είναι ένας σπουδαγμένος μουσικός, λογικό. Εσείς θα δηλώνατε αυτοδίδακτος;

Εντελώς! Πάρα πολύ!

Είστε γεννημένος το 1959 στη Συρία από Αρμένιους γονείς. Πως αποφασίσατε να έρθετε στην Ελλάδα στα 21 σας, το 1980;

Η Συρία είχε και τότε προβλήματα. Το διάστημα 1979 – 80 είχε ξεκινήσει όλο αυτό το πράγμα με τον πατέρα Άσαντ. Τελικά δεν είχε καμία σχέση με τον Άσαντ και με κανένα ηγέτη. Αυτοί που κυβερνάνε τον κόσμο όλο είναι κάποιες οικογένειες με τα πολλά λεφτά. Όπως μου έλεγε ο συχωρεμένος ο πατέρας μου: «Όλοι αυτοί οι ηγέτες είναι μαριονέτες, τα γκαρσόνια τους»! Πολύ θα ήθελα να πιάσω μια μέρα έναν απ’ τους ηγέτες αυτούς και να τον ρωτήσω μέχρι που φτάνουν οι αρμοδιότητες που έχει. Τι καθήκον έχει, να μαζέψει μόνο τα σκουπίδια απ’ τη γειτονιά του; Θα μπορέσει να κάνει κάτι καλό για τον τόπο του ή θα κάνει ότι του επιβάλουν οι άλλοι; Έτσι, με όλα αυτά, επειδή ήμουν και είμαι ευαίσθητο παιδί, ο πατέρας μου δεν ήθελε να πάω φαντάρος. Ο στρατός τότε στη Συρία ήταν τρία χρόνια τουλάχιστον. Θέλησα να φύγω. Με την Ελλάδα είχα δεσμούς. Η γιαγιά μου το ’22 εκδιώχτηκε από τη Σμύρνη. Ήταν απ’ το Αφιόν Καραχισάρ και το ’15 βρέθηκε στη Σμύρνη πριν τον διωγμό. Ήταν ήδη παντρεμένη με Αρμένη και είχανε δύο παιδάκια. Στην καταστροφή, τους χώρισαν…Η γιαγιά μου βρέθηκε στη Χίο με την αδερφή της, η οποία εκεί βρήκε έναν Αρμένη και τον παντρεύτηκε. Η γιαγιά μου έχασε τα δυο της παιδιά, που δεν άντεξαν τις κακουχίες…Τα ίδια δε βλέπουμε να συμβαίνουν σήμερα, εκατό χρόνια μετά; Έψαξαν και βρήκαν τον άντρα της που ζούσε πια στη Συρία, στο Χαλέπι. Με τον γαμπρό της μαζί, η γιαγιά μου πήγε εκεί και ενώθηκαν ξανά, αλλά αυτός είχε αρρωστήσει ήδη με καρκίνο και μετά από έξι μήνες πέθανε. Τότε, βρήκε έναν άλλο άντρα, τον παππού μου τον Haig, απ’ τον οποίο πήρα και εγώ το όνομα μου. Αυτός ήταν επίσης χήρος πρόσφατα και είχε μείνει με τρία παιδιά. Παντρεύεται τη γιαγιά μου και κάνουν άλλα οχτώ παιδιά! Σύνολο: Η γιαγιά μου μεγάλωσε έντεκα παιδιά! Δεν πήγε ποτέ στην εκκλησία! Έχοντας χάσει τα δυο της παιδιά, σκλήρυνε πάρα πολύ. Είχε δει ανθρώπους κρυμμένους να αφοδεύουν πίσω από το Ιερό των εκκλησιών, σιχάθηκε την Εκκλησία και μονολογούσε: «Που ήταν ο Θεός όταν μας βρήκε όλη αυτή η καταστροφή;» Μεγαλώνοντας εγώ, λοιπόν, μ’ αυτές τις ιστορίες πάντα είχα κατά νου αυτό που μας έλεγαν οι γονείς μας: «Να φύγετε από δω και να πάτε στην άλλη μεριά του ωκεανού, την Αμερική»! Εκεί πέρα έχεις μια αγορά 250.000.000 ανθρώπων. Αν πετύχεις, πέτυχες! Η Ευρώπη πάντα ήταν δύσκολη, αλλά εγώ δεν ήθελα να πάω στην Αμερική, προτιμούσα τις αραβικές χώρες. Ένας θείος μου μού είπε: «Γιατί δεν πας στην Ελλάδα;» κι έτσι ήρθα εδώ. Από την πρώτη στιγμή γνώρισα τη γυναίκα μου, Ελληνοαρμένισσα, και είμαστε σχεδόν 40 χρόνια μαζί. Τα παιδιά μας γεννήθηκαν εδώ, είναι η τρίτη γενιά Αρμένηδων ας πούμε. 

Είπατε ότι χάσατε τον πατέρα σας και θυμάμαι πριν λίγα χρόνια που δηλώσατε πως θέλετε να τον φέρετε στην Ελλάδα μαζί με τον αδερφό σας. Δυστυχώς δεν έγινε ποτέ αυτό.

Τον Μάρτη του 2017 τον έχασα τον πατέρα μου στα 88 του. Είχε καταρρεύσει και ήταν επόμενο αφού το Σεπτέμβρη του ’16 έχασε τον γιο του, τον αδερφό μου, 47 ετών. Στη Συρία, στο Χαλέπι έγινε, μάλλον από έμφραγμα. Πήγε να πάρει καφέ, πέφτει κάτω, σηκώνεται, γυρνάει στο σπίτι, μπαίνει στο μπάνιο και δεν ξαναβγήκε. Στις 10 η ώρα πέθανε, στις 12 τον είχαν θάψει…Τον πήραν απ’ το σπίτι ένας παπάς, ένας φίλος και ο οδηγός του αυτοκινήτου…Δεν μπορούσε ο πατέρας μου να πάει στην άλλη μεριά, στα νεκροταφεία, γιατί τα είχαν καταλάβει οι αντάρτες. Έπρεπε να το πάνε κάπου να ταφεί το παιδί του…Του δώσανε ένα νούμερο και μόλις φέτος ο άλλος μου αδερφός, που ζει στην Αρμενία, πήγε και τον βρήκε και τοποθετήθηκε σε οικογενειακό μας τάφο. 

Ο θανών ήταν εκείνος ο αδερφός σας που θέλατε επίσης να φέρετε στην Ελλάδα;

Ναι, αλλά δεν ήθελαν με τίποτα να έρθουν. Έχασα τους δύο πιο δικούς μου ανθρώπους μέσα σε έξι μήνες. Μου κόστισε πάρα πολύ και δεν το’χα καταλάβει, αλλά τελικά τώρα, όσο περνάει ο καιρός, όλα μου «βγαίνουν»…  

Με ποιο τρόπο;

Ήδη από το 2011 ένιωθα μέσα σ’ ένα μαύρο κουτί μ’ αυτούς τους δύο. Μιλάγαμε απ’ το τηλέφωνο όσο μπορούσαμε και ενώ αυτοί γελούσαν, εγώ στενοχωριόμουν. Δεν ήθελαν να δείξουν ότι ζορίζονται. 

Για ποιο λόγο, όμως, δεν θέλανε να σας ακολουθήσουν στην Ελλάδα;

Δεν θέλανε να γίνουν βάρος σε κανέναν. Δεν θέλανε ν’ αφήσουν εκεί το σπίτι τους. Εδώ είχαμε σπίτι, ένα φαΐ θα τρώγαμε. Σας λέω ότι από το 2011 εγώ δεν μπορούσα να γελάσω, να τραγουδήσω, να εκφραστώ, σκεπτόμενος πως δεν μπορεί να είμαι καλά και να μην είναι οι άλλοι…Τους είχε πιάσει αυτό το «δεν θέλω ν’ αφήσω το σπίτι μου, δεν αντέχω άλλο ξεριζωμό»…

Αυτό λέγεται και περηφάνια.

Αυτό, ναι, ήταν πάρα πολύ περήφανοι! Αν δεν έστελνα εγώ λεφτά, δεν υπήρχε περίπτωση να ζητήσουν, ποτέ, μα ποτέ! Να σας πω κάτι να συγκινηθείτε ακόμη πιο πολύ; Το σπίτι που έμεναν ο πατέρας μου με τον αδερφό μου το είχαν αγοράσει. Ένα μήνα πριν πεθάνει ο αδερφός μου, πλήρωσε την τελευταία δόση του σπιτιού. Μας έμεινε σε μας το σπίτι μετά, σε μένα και στον αδερφό μου. Το πουλήσαμε, όμως, γιατί δεν ξέραμε ποιος θα το καταλάμβανε στη συνέχεια. Θα έμπαινε κανένας με «αστέρια» και άντε βγάλ’τον μετά. Δεν μπορούσαμε να το κρατήσουμε και το δώσαμε όσο – όσο. Δεν υπήρχε και γυρισμός, δεν μπορούσαμε να πάμε πάλι πίσω με τίποτα. 

Μα η ζωή σας είναι εδώ. Έχετε τη δουλειά σας και την οικογένεια σας.

Ήθελα, όμως, να πάω κάποια στιγμή να ζήσω έστω για πέντε χρόνια, να τους χαρώ, αφού είχα φύγει 20 χρονών. Δεν χάρηκα ούτε πατέρα, ούτε αδέρφια. Τη μάνα μας τη χάσαμε το 2002, 66 χρονών, από καρκίνο. Η καλύτερη καριέρα μου εδώ είναι η οικογένεια που έκανα και οι φίλοι που απέκτησα. Είδα στην πορεία πόσο καλό κάναμε με τη μουσική που φέραμε και τα όργανα που παίζαμε, τα σχολεία που άνοιξαν στη συνέχεια…

Ο εν ζωή αδερφός σας έχει σχέση με τα καλλιτεχνικά;

Κάποια στιγμή είχε, τώρα όχι. Μεγαλώσαμε με την αντίληψη των γονιών ότι ήταν ντροπή να είσαι καλλιτέχνης, μουσικός. Έλεγε ο πατέρας μου: «Στη Συρία είμαστε πρόσφυγες και πρέπει να κάνουμε μια δουλειά για να ζήσουμε. Εσύ θα πας να παίζεις σε καμπαρέ;» Και τώρα, βέβαια, που έχουν ανοίξει οι μουσικές σκηνές στη Συρία, η τέχνη έχει γίνει επάγγελμα και για μένα είναι λάθος αυτό. Δεν μπορεί να’ναι δουλειά η τέχνη. Δεν μπορεί εγώ να βγάζω όλο μου το συναίσθημα και μετά να συζητάω για λεφτά. Τώρα, βέβαια, είμαστε τυχεροί κάπως μ’ αυτό που ζούμε.

Ποια μουσική κατάσταση βρήκατε στην Ελλάδα με τον ερχομό σας; Υπήρχε ο Ross Daly, αν δεν κάνω λάθος, που ασχολιόταν με την αραβική μουσική.

Πιστεύω ότι ο Ross Daly δεν ασχολήθηκε ποτέ με την αραβική μουσική, αλλά με την Κρητική. Βοήθησε να γίνει αναγνωρίσιμη η Κρητική λύρα και η Κρητική μουσική σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Είχε την ευχέρεια ο Ross να ταξιδεύει και έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διάδοση του Κρητικού μέλους. 

Έχετε δίκιο. Πείτε μου κάτι άλλο τότε, είχατε σκοπό να κάνετε μουσική ερχόμενος στην Ελλάδα;

Όχι.

Και πως «πήγατε» προς τα κει τελικά;

Όταν ήρθα, έπρεπε να δουλέψω. Στην αρχή έφτιαχνα δερμάτινες τσάντες σε μια μικρή βιοτεχνία. Κάθισα περίπου δυο χρόνια, αλλά τη βραδιά της Πρωτοχρονιάς του ’82 προς ’83 βρέθηκα σ’ ένα λιβανέζικο εστιατόριο και ζήτησαν live μουσική. Ήταν ένας Αιγύπτιος που έπαιζε αρμόνιο, ένας Αρμένης που έπαιζε κρουστά και μπήκα κι εγώ στο σχήμα ως κιθαρίστας. Η μία αυτή βραδιά κράτησε οχτώ χρόνια! 

Ξέρατε να παίζετε κιθάρα; Μου κάνει εντύπωση.

Έπαιζα από τη Συρία, σε συλλόγους αρμένικων σχολείων, ψιλοκρυφά από τους γονείς. Έκανα και άλλες δουλειές εκεί, τορναδόρος, καλουπιέρης, τέτοια επαγγέλματα. Από εκείνο το εστιατόριο, λοιπόν, μου άνοιξε η πόρτα για να παίζω και να μαθαίνω τη μουσική της Ανατολίας και της Αραβίας. 

Είχατε επαφή με την ελληνική μουσική;

Επαφή όχι, καμία. Ούτε με την αραβική είχα, όμως! Το λιβανέζικο εστιατόριο έγινε το νηπιαγωγείο, το δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο και το πανεπιστήμιο στη μουσική μέσα μου. Τραγουδούσα παραδοσιακά λιβανέζικα, συριακά, αιγυπτιακά, τα πάντα όλα. Είχαμε πάρα πολύ πλούσιους πελάτες από το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία και όλη μας η έννοια ήταν πως θα βγάλουμε χαρτούρα. Ψαρεύαμε τον πελάτη ποιο ήταν το αγαπημένο του τραγούδι και βγάζαμε πάρα πολλά λεφτά. Βέβαια, αν με ρωτάτε αυτό, παρακολουθούσα τις μουσικές της Ελλάδας, ήξερα από Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, τους γνώριζα όλους σαν ακροατής. Το 1991 έγινε ο πόλεμος του Κόλπου, Ιράκ – Ιράν, και η δουλειά έσπασε πάρα πολύ. Ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός είχε απαγορεύσει να έρχονται και οι Άραβες, απ’ ότι θυμάμαι, οπότε ήταν δύσκολο να έπαιρνες βίζα για να ερχόσουν εδώ πέρα. Στο μεταξύ, εγώ τότε πήρα την ελληνική υπηκοότητα και πήγα φαντάρος. Η θητεία ήταν δωδεκάμηνη, εξαγόρασα το οχτάμηνο και έκανα εδώ τέσσερις μήνες στρατό, όντας 33 ετών και με δύο παιδιά. Τέσσερις μήνες έκανα «μαυροσκούφης» στα τεθωρακισμένα και αμέσως μετά τη λήξη της θητείας βρέθηκα στη «Στοά των Αθανάτων», στο ρεμπετάδικο. 

Ως κιθαρίστας πάλι;

Όχι, εκεί πήγα ως ουτίστας. Έπαιζα κιθάρα στο εστιατόριο και κάποια στιγμή ήρθε ένας Λιβανέζος τραγουδιστής. Μου λέει: «Κάνε μου ένα ταξίμι σε ένα ραστ δρόμο». Δεν είχα ιδέα! Εγώ ήμουν ροκάς, δεν είχα καμία σχέση! «Καλά» μου λέει, «κάνε μου ταξίμι σ’ ένα δρόμο ουσάκ». Και πάλι, ιδέα δεν είχα! Τηλεφώνησα του πατέρα μου: «Βρες μου βιβλιογραφία, στοιχεία κλπ.» Σημειωτέον, εδώ είχε έρθει μια φορά ο πατέρας μου, με είδε και μου είπε: «Έχασα εγώ, αλλά κέρδισες εσύ τουλάχιστον, έκανες αυτό που ήθελες». Πάντα ήταν προοδευτικός τύπος ο πατέρας μου, έκανε update και έλεγε «Όπου είναι το ψωμί σου, είναι και η δουλειά σου». Μου έστειλε βιβλία που βρήκε και σε κάποια φάση μου έβαλε την ιδέα να μάθω ούτι. Είχαμε έναν πελάτη Παλαιστίνιο, «Έλα να δεις στο σπίτι μου, έχω πέντε – έξι ούτια» μου είπε και, όντως, πήγα και μου δάνεισε ένα. Δεν ήξερα καν πως κουρδίζεται κι ούτε αυτός ήξερε να μου εξηγήσει, αφού ήταν απλά συλλέκτης. Ξαναμιλάω με τον πατέρα μου, μου στέλνει στοιχεία, μετά ένα ούτι άλλο κι έτσι μπήκα στο ούτι και στην Ανατολή, στη μουσική της Ανατολής. 

Φοβερό, πάντως, ένας Αρμένης της Συρίας να λέει «Έτσι μπήκα στην Ανατολή»!

Μα εγώ δεν ήμουν απλά ροκάς, δεν ήθελα ν’ ακούσω καν αραβική μουσική. Με τίποτα! Α πα πα! Μέχρι σήμερα ακούω Led Zeppelin, Dylan, Joplin! Τα αγαπημένα μου συγκροτήματα, που όποτε τα βάζω και τα ακούω γεμίζω μ’ άλλες εικόνες και μπαίνω σ’ άλλες περιοχές, είναι οι Jethro Tull και οι Genesis! Οι Genesis ειδικά, μέχρι το ’80, αλλά και λίγο πιο μετά με τον Phil Collins. 

Μα και στη δική σας μουσική βρίσκει κανείς progressive rock στοιχεία.

Ισχύει κι αυτό θέλω! Στο Haig Yazdjian Group έχω κι έναν ψυχεδελοκιθαρίστα μουσικό, τον Γιάννη Αναστασάκη. Φτιάχνει τα jam pedals αυτός! 

Ας πάμε στη «Στοά των Αθανάτων». 

Όταν πήγα εκεί, υπήρχαν δύο βάρδιες: 3.30 με 7.30 και μετά η βραδινή – εγώ πήρα τη μεσημεριανή. Παίζαμε μισή ώρα support σε κάποιους νεορεμπέτες. Ήταν ο Μπάμπης Τσέρτος, η Θεοδοσία Στίγκα κ.α. Αυτό που κάναμε εμείς δεν πολυπερνούσε στον κόσμο και το σταματήσαμε, ο ένας απ’ τους τρεις ιδιοκτήτες, όμως, ο Γιώργος Μιχελουδάκης, με έπιασε και μου’πε το εξής:

– Haig, το σχήμα δεν τραβάει, αλλά εγώ θέλω να παραμείνεις.

– Και τι να κάνω εγώ εδώ πέρα;

– Να παίξεις ούτι. 

Έπρεπε να δουλέψω κι έμεινα. Ο Τσέρτος έλεγε: «Ούτι τώρα, θα κολλήσει;» κι όμως κόλλησα! Έμεινα ένα χρόνο εκεί και μετά ο Μιχελουδάκης πήρε την «Παλιά μαρκίζα» στο Παγκράτι και πήγα κι εγώ μαζί του, όπου έπαιζα μέχρι το ’94. 

Εν τω μεταξύ, αν δεν κάνω λάθος, είχατε μπει στη δισκογραφία.

Ο Σπύρος Ηλιάδης που έπαιζε τσαμπούνα και κρουστά, ήξερε τη Μαρίζα Κωχ, γιατί έπαιζε μαζί της. Έτσι έπαιξα στο δίσκο της, «Διπλή βάρδια» το ’92. Την πορεία της Μαρίζας την ήξερα, αλλά δεν την άκουγα. Σας λέω, μέχρι σήμερα βάζω ένα δίσκο Pink Floyd και «καθαρίζω»! Να φανταστείτε ένα διάστημα είχα τρέλα με τους Crosby, Stills, Nash & Young και είχα κάνει τα μουστάκια μου σαν του David Crosby! Τώρα που τα λέμε όλα, νομίζω πως η πρώτη μου εμφάνιση στη δισκογραφία πρέπει νά’γινε με τον Βασίλη Τερλέγκα. Ήρθε και με βρήκε στην «Παλιά μαρκίζα», γιατί – υπ’ όψιν – στο λιβανέζικο εστιατόριο έρχονταν ο Σαλέας, ο Χριστοδουλόπουλος και ο Τερλέγκας. Έρχονταν ν’ ακούσουν έναν εξαιρετικό τραγουδιστή από τη Συρία, που εμένα ήταν ο μέντορας μου. Εγώ, ξέρετε, σαν Αρμένης έλεγα πως δεν υπάρχει τίποτα που να μη μπορώ να το κάνω. Ας ακούγεται εγωιστικό, αλλά έλεγα «χαλάει το ρεύμα; Χαλάει ένα έπιπλο; Πρέπει εγώ να το πειράξω πρώτα και να το φτιάξω»! Το ίδιο και στη μουσική! Τέλος πάντων, αν θυμάμαι καλά, με κάλεσε ο Τερλέγκας και πήγα στο στούντιο κι έπαιξα ούτι σ’ ένα τραγούδι του. Ήταν την ίδια περίοδο με τη Μαρίζα. Απ’ το ’94 και μετά γνώρισα τον Πέτρο Ταμπούρη. Δυνάμεις του Αιγαίου!

Μάλιστα. Οι Δυνάμεις του Αιγαίου και ο Νίκος Ξυδάκης, ως Αιγυπτιώτης, ήταν οι πρώτοι που έβαλαν παραδοσιακά αραβικά όργανα στην ελληνική δισκογραφία.

Οι Δυνάμεις του Αιγαίου ήταν αμιγώς παραδοσιακοί, ενώ ο Ξυδάκης ήταν πιο «intellectuel». Πολλά παιδιά μέχρι σήμερα έχουν επηρεαστεί από τον Τσιαμούλη, τον Γράψα και τον Ζευγώλη. Ο Ταμπούρης έφυγε και έγινε έμπορος, πουλούσε δηλαδή δίσκους, επιμελούταν σειρές στην FM Records. Αυτός μου πρότεινε να κάνουμε ένα σχήμα σαν μετεξέλιξη του σχήματος που είχαμε κάνει ήδη με τον Πάρι Περυσινάκι, τον Σπύρο Ηλιάδη και τον Αλέκο Βασιλάτο. Με τον ερχομό του Ταμπούρη το σχήμα άλλαξε. Ήρθε ο Χάρης Λαμπράκης στο νέι, 18 χρονών παιδί τότε, έμεινε ο Βασιλάτος, προστέθηκε ακόμη ο Μοχάμεντ Άραφα, Αιγύπτιος κρουστός, που τον έφερα εγώ από το λιβανέζικο, και ο Φώτης Μυλωνάς που έπαιζε πιάνο και μπορούσε να κρατήσει «πλάτες». 

Και κάπως έτσι εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα ο λεγόμενος «ethnic» ήχος.

Ναι, «ethic», ψυχεδελικός, καθόμασταν δηλαδή και βγάζαμε μια ολόκληρη βραδιά με τέσσερα κομμάτια! Ως και τους Gong θα έβρισκες μεσ’ στη μουσική μας! 

Τους Gong! Που τους θυμηθήκατε;

Υπήρχαν όλα αυτά που λέγαμε πριν. Ξεκινήσαμε στο «Καφέ Ασάντε» στο Παγκράτι με έναν παλαβό μαγαζάτορα, τον Χρυσόστομο Μιτζεράκη, που έλεγε στον κόσμο: «Παιδιά, δεν ξέρετε τι ακούτε! Είναι πριβέ και να φύγετε! Τώρα ακούμε Haig!» Έδιωχνε κόσμο και είχα γίνει κακός με πολλούς. Πήγαιναν μουσικοί να κλείσουν εμφανίσεις και τους έλεγε: «Ξέρετε ποιος παίζει εδώ; Ο Haig. Δεν κάνετε για εδώ. Θέλω να κρατήσω επίπεδο»! Ήταν η ίδια εποχή που εκεί έπαιζαν οι μεγαλύτεροι, σαν τους Human Touch, τους Mode Plagal και τους Iasis. Στο «Καφέ Ασάντε» έπαιζα 13 χρόνια, πάντα Τριτοτέταρτα, από το ’94 μέχρι το 2007! Κάποια στιγμή που το μαγαζί άλλαξε ιδιοκτήτη, έλεγε αυτός, ο καινούργιος: «Θα το πάρω το μαγαζί μόνο αν μείνει μέσα και παίζει ο Haig»! 

Παρατηρώ πως κάθε άλλο παρά ρατσισμό εισπράξατε απ’ τους Έλληνες συναδέλφους σας.

Ποτέ ρατσισμό εδώ, ποτέ! Τότε μάλιστα, το ΄94 που ξεκινήσαμε με τον Ταμπούρη, έκανα και την πρώτη μου συνεργασία με τον Ξυδάκη. Πήγαμε Αυστραλία μαζί! Ήμασταν ο Ταμπούρης, εγώ, η Λιζέτα Καλημέρη, ο Θόδωρος Κοτεπάνος, ο Πέτρος Κούρτης, ο Κώστας Θεοδώρου, πολύς κόσμος, δέκα άτομα. Εγώ ως outsider μπήκα τελευταία στιγμή στο σχήμα, του είπα του Ταμπούρη πως αν δεν με έπαιρνε μαζί του, δεν θα ξαναπαίζαμε. Ήξερα και πως με ήθελε ο Ξυδάκης.  

Είστε φίλοι με τον Ξυδάκη;

Βέβαια. Μείναμε αρκετά χρόνια μαζί και κάναμε αρκετά άλλα πράγματα. Προχθές αυτό λέγαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου, που παίξαμε στη Βουλγαρία. Θυμόμασταν πως μας έφερνε ο Ξυδάκης τα κομμάτια του κι εμείς τα παίρναμε και αυτοσχεδιάζαμε και του άρεσε αυτό, δεν μιλούσε καθόλου! 

Και η Ελευθερία Αρβανιτάκη σας χρωστάει πολλά, δεν είναι έτσι;

Όχι, η Ελευθερία δεν μου χρωστάει. Έτσι νομίζω. Είχε προηγηθεί η δική της ελληνική εκτέλεση στο «Bingeol», το γνωστό «Παράπονο/ Ξενιτιά». Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα με την Ελευθερία εκτός από ένα τραγούδι μου που’χει πει. Μήπως μπερδεύεστε με τον Ara Dinkjian;

Όχι, ξέρω καλά ποιος είναι ο Ara Dinkjian.

Εγώ, ας πούμε, το «Bingeol» που το’πα μετά, δεν ήθελα να έμπαινε στο δίσκο μου. Το’χε πει η Ελευθερία στα «Κορμιά και τα μαχαίρια», δεν ήθελα να’μαι δεύτερος. Με την Ελευθερία γνωρίστηκα όταν παίξαμε για ένα μήνα με τον Ξυδάκη στην Ιερά Οδό. Μόλις είχε ανοίξει το μαγαζί και την καλλιτεχνική επιμέλεια είχε ο Νταλάρας, ο οποίος όμως θα έφευγε για ένα μήνα στην Αυστραλία κι έτσι έφερε τον Ξυδάκη για τέσσερις εβδομάδες. Ο Ξυδάκης με τη σειρά του είχε τη μια βδομάδα την Τσαλιγοπούλου, την άλλη την Πασπαλά, την επόμενη την Αρβανιτάκη και την τέταρτη εβδομάδα ήρθε ο ίδιος ο Νταλάρας. Ήταν καλεσμένοι όλοι αυτοί του Ξυδάκη κι εγώ ήμουν μουσικός του, όπως ο David Lynch κ.α. Βέβαια, θυμάμαι τώρα ότι με την Ελευθερία πρωτοσυναντήθηκα στα 90s στο Παλλάς σε μια συναυλία των Night Ark. Εκεί με έπιασε και μου είπε «Πρέπει να συναντηθούμε, θέλω πολύ να συνεργαστούμε», αλλά αυτό περιμένει ακόμα από τότε. Κάθε φορά με βλέπει και μου το λέει, αλλά ακόμη δεν έχουμε κάνει τίποτα. Κάποια στιγμή μόνο έγραψα ένα κομμάτι, της τό’στειλα, της άρεσε και το είπε. Λεγόταν «Έρημος» σε στίχους Νίκου Μωραΐτη, μπήκε στο δίσκο μου κι έκτοτε τελείωσε, δεν το έχει ξαναπεί ποτέ. 

Το λέτε με παράπονο;

Όχι, όχι, αλίμονο. Δεν έχω ποτέ παράπονο σ’ αυτά τα πράγματα. Και τώρα μιλάμε για την Αρβανιτάκη, ένα τεράστιο μέγεθος, που έχει το δικαίωμα να κάνει ότι θέλει. Καταρχάς είναι σαν μια μηχανή που ζουν δεκάδες άλλες οικογένειες από πίσω. Σαν την Ελευθερία είναι και ο Mick Jagger, ας πούμε, καλλιτέχνες που πρέπει να πατάνε σε μια συγκεκριμένη γραμμή, γιατί από πίσω τους ζουν πάρα πολλοί άλλοι άνθρωποι. Εγώ έλεγα ωστόσο πως αν είχα όλα αυτά τα λεφτά δεν θα με ενδιέφερε να βγάλω σουξέ, αλλά μόνο να κάνω μουσική που θα την άφηνα πίσω μου και δεν θα ξεχνιόταν. Ξαναλέω όμως πως άνθρωποι σαν την Ελευθερία που γεμίζουν στάδια και συγκινούν χιλιάδες ανθρώπους, αποτελούν μία αλήθεια που δεν μπορείς να την παρακάμψεις. 

Υπάρχει και η Σαβίνα Γιαννάτου, βέβαια, που παίρνει διθυραμβικές κριτικές στο εξωτερικό χωρίς να γεμίζει στάδια. Την βλέπουν 70 – 80 άτομα, λέει, και δεν θέλει τίποτα άλλο.

Κι εγώ το ίδιο πράγμα κάνω. Τη Σαβίνα μπορείς να τη βάλεις να αυτοσχεδιάσει, κάτι που δεν θα το κάνει η Ελευθερία. Ερμηνευτής δεν σημαίνει ότι τραγουδώ κουπλέ – ρεφραίν – φινάλε και συγκινώ, αυτό είναι πανεύκολο. Όταν κάνεις όμως έναν αυτοσχεδιασμό, έναν αμανέ, εκεί είναι «Γεια σας»! 

Χαρακτηριστικές είναι οι μαρτυρίες μουσικών που έπαιζαν με τη Χαρούλα Αλεξίου και μου λέγανε πόσο σπουδαία ήταν σε φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς, κάτι που ποτέ δεν καλλιέργησε ελέω δισκογραφίας και τραγουδιών. 

Όχι, λογικό, δεν την άφηνε η εταιρεία. Κάποιοι δεν θα σ’ αφήσουν ποτέ να κάνεις αυτό που θες εσύ. Σας λέω ότι τώρα, πριν λίγες μέρες, ήμουν σε ένα φεστιβάλ στη Βουλγαρία. Έπαιξαν δύο παιδιά από την Κροατία, ένας στον δικό τους ταμπουρά με έναν άλλο κοντραμπασίστα, για μία ώρα και μόνο instrumental. Μετά ένα άλλο τσιγγάνικο γκρουπ έπαιξε από τη Ρουμανία, πάλι μόνο instrumental. Αυτό ήταν και το δικό μου όνειρο εξ αρχής: Γιατί να υπάρχει σ’ όλο τον άλλο κόσμο η οργανική μουσική και να μην υπάρχει κι εδώ;

Ίσως γιατί οι Έλληνες είχαν ανέκαθεν μεγάλη σχέση με το στίχο, με το λόγο.

Μα και στην Αμερική υπήρχε ο Chick Corea, υπήρχε όμως κι ο Frank Sinatra. Ας υπάρχει το ένα, ας υπάρχει και τ’ άλλο! Εμένα έννοια μου ήταν πως θα μεταδώσω στα παιδιά μου την αγάπη για τις παραδοσιακές μουσικές. Όταν μιλάω με ένα παιδάκι, εγώ πρέπει να «κατεβαίνω» στη γλώσσα του και να επικοινωνήσω.

Μήπως αναλαμβάνετε ρόλο δασκάλου ερήμην σας;

Όχι, είναι αυτό που εγώ έχασα και ανακάλυψα εκ των υστέρων. Η ευρωπαϊκή μουσική είναι 12 νότες και η αραβική έχει 24 νότες! Σίγουρα, όμως, δε χωράει αμφιβολία πως το πιο ωραίο όργανο είναι το λαρύγγι. Ίσως γι’ αυτό εμένα η φωνή ήρθε, όπως σας είπα, σαν το κερασάκι στην τούρτα. Η σύμπλευση δηλαδή με τους μουσικούς την ώρα που παίζουν. Ήθελα να χρησιμοποιήσω το ούτι και το σάζι σαν κιθάρα, το κανονάκι σαν πιάνο, όλα αυτά επηρέαζαν τον τρόπο ερμηνείας μου.

Σκέφτομαι τον αγώνα που θα καταβάλατε για να «σταθείτε» σε μια χώρα που οι τραγουδιστές έχουν την παντοδυναμία. 

Κι ακόμα!  Νιώθω ότι περνάω από εξετάσεις, αλλά ευτυχώς που υπάρχει κι η Ευρώπη και πάμε και παίζουμε και παίρνουμε λίγο οξυγόνο. Πάω και λέω: «Ρε συ, αυτοί με χειροκροτάνε! Μα ποιος είμαι;» Κάποια στιγμή ήμουν στη Βιέννη. Έπαιξα κι εκεί, ξέρετε, χειροκροτάνε ασταμάτητα για πέντε λεπτά, όχι «τσίκι – τσίκι» και σταματάνε, όπως εδώ. Εγώ ντράπηκα κι έφυγα, αλλά με έπιασε μια Αυστριακή από το κοινό, μια κοπέλα ηθοποιός και τραγουδοποιός, και μου είπε: «Haig, σ’ ευχαριστούμε, ήσουν καταπληκτικός, αλλά κάνεις ένα μεγάλο λάθος! Εσύ μας δίνεις όλο αυτό κι εμάς το ευχαριστώ μας είναι το χειροκρότημα. Γιατί μας την κάνεις και φεύγεις;» Αμέσως μετά είχα μια συναυλία στην Κοζάνη. Πρώτα έπαιξα εγώ και μετά η Σαβίνα Γιαννάτου. Ερχόμουν από ένα χειροκρότημα που είχα πει «Ω ρε μάνα μου, ποιοι είμαστε;»…Ούτε σε μένα χειροκρότησαν εκεί ιδιαίτερα, ούτε στη Σαβίνα. Και είναι θέμα ακουσμάτων, πιστεύω, να μην ακούς μουσική με τα πόδια σου, αλλά με τα αυτιά σου. Υπάρχει παιδεία έξω, ρε γαμώτο, κάθονται και ακούνε. Μπορεί να μην τους αγγίζει στην καρδιά, όπως έναν Έλληνα, αλλά σου δείχνουν πως είσαι κάτι σαν μουσικός, πως αξίζεις!

Μήπως οι ξένοι ακούνε πιο εγκεφαλικά τη μουσική, ενώ οι Έλληνες ή οι μεσογειακοί λαοί πιο συναισθηματικά;

Ναι, αυτό ισχύει, βέβαια! Η τέχνη, όμως, αποσκοπεί περισσότερο στο συναίσθημα παρά στην εγκεφαλική διεργασία. Συναίσθημα δεν είναι η τέχνη στο σύνολο της;

Άρα δεν είναι πιο σωστή ή, έστω, πιο «πολιτικά ορθή» η αντιμετώπιση της μουσικής από τους Έλληνες;

Εδώ υπάρχει κάτι από μένα κι από σένα: Είμαι κάπου, ακούω κάτι και μ’ αρέσει και σκέφτομαι να χειροκροτήσω. Λέω «Θα’μαι μόνος μου και όλοι θα κοιτάνε εμένα;» Κοιταζόμαστε εμείς, λοιπόν, και κανένας δεν ξεκινάει το χειροκρότημα. Δεν έχουμε την αντίστοιχη παιδεία. Γιατί, λόγου χάριν, τώρα που παίζουμε με τον Θοδωρή Κοτονιά, πρέπει να λέμε στο τέλος και δέκα γνωστά τραγούδια; Γιατί να μην έρχεσαι να βλέπεις ένα μόνο έργο; Το ίδιο μάθημα πήρα και όταν έπαιξα με τη Loreena McKennitt.

Βεβαίως, θα σας ρωτούσα για τη McKennitt. Πως έγινε αυτό το «πάντρεμα»;

Ο κιθαρίστας της, ο Brian Hughes, είχε μιξάρει το δίσκο της Ευανθίας Ρεμπούτσικα. Ένας παραγωγός του «Μελωδία» μας είχε πάει πολλούς μουσικούς από τη McKennitt, η οποία έψαχνε μουσικούς από την περιοχή της Μεσογείου.

Περάσατε από οντισιόν δηλαδή;

Ναι, αλλά πληρωμένη οντισιόν, όχι του στυλ «Ελάτε να σας δούμε». Από κει κατάλαβα πόσο επαγγελματική υπόθεση είναι η μουσική και πόσο επαγγελματίας πρέπει να είσαι. Ούτε θα πας και θα ρωτάς «Έπαιξα καλά; Μήπως δεν σας άρεσε;», όχι τέτοια πράγματα. Αφού με διάλεξε κάποιος και με πήγε εκεί, είναι σαν να διάλεξε τον Chick Corea, όχι κατώτερα πράγματα, αυτή είναι η σωστή ψυχολογία. Κάναμε οντισιόν και μας έκλεισε η McKennitt! Πήγαμε και γράψαμε στο «Real World», το στούντιο του Peter Gabriel στην Αγγλία!

Τον γνωρίσατε τον Peter Gabriel, έχοντας και κόλλημα με τους Genesis;

Ναι, τον γνώρισα, ήταν εκεί…Καταλαβαίνετε (γέλια). Δεν περιγράφονται αυτά τα συναισθήματα! Ξαφνικά, εκεί που έτρωγα, ήταν από πίσω μου. Γυρνάει ο Βαγγέλης Καρίπης ο κρουστός και μου λέει: «Ρε μαλάκα, ξέρεις ποιος είναι από πίσω σου;» Χέστηκα πάνω μου, συγγνώμη για τις εκφράσεις μου…

Νιώσατε ευλογημένος, τυχερός;

Πως να μην ένιωθα; Καταρχάς μπήκα σ’ αυτό το στούντιο και είπα: «Τελικά είμαι κι εγώ κάτι για να με έχουν μαζί τους όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν πουλήσει εκατομμύρια δίσκους». Μιλάμε για μια παραγωγή της McKennitt που τότε κόστιζε ένα εκατομμύριο δολάρια, αλλά γι’ αυτήν δεν ήταν τίποτα. Ένα παιχνίδι ήταν! Από δω πήγαμε εγώ, ο Σωκράτης Σινόπουλος, ο Πάνος Δημητρακόπουλος και τα Κρόταλα. Ε, τα τραγούδια της ήταν παιχνίδι για μας, την τρίτη φορά τα’χαμε μάθει και τα παίζαμε.

Πως ήταν η Loreena McKennitt σαν συνεργάτιδα;

Σούπερ! Πάρα πολύ ευγενική, αλλά και μια σκληρή γυναίκα κατά βάθος που ήταν εκεί επί 24ωρου βάσεως! Στα live της έπεφτε μια αόρατη κουρτίνα, σαν να μας έλεγε: «Ωπ, εσείς τώρα είστε οι μουσικοί κι εγώ είμαι η φίρμα»! Δικαιολογημένα ήταν φίρμα και μόνο νά’βγαινε με το πιάνο, την άρπα και τη φωνάρα της! Είναι όπως λένε οι δικοί μας τα καλύτερα για την Αρβανιτάκη, όσοι έχουν δουλέψει μαζί της. Εγώ μ’ αυτήν που δούλεψα πολύ ήταν η Ελένη Βιτάλη και πέρσι η Φωτεινή Βελεσιώτου. Εγώ, ξέρετε, δεν προτείνω συνεργασίες, δεν αντέχω το βάρος. Με θέλουν κάποιοι, με ζητάνε και πηγαίνω. 

Με τη Βιτάλη σας είχα δει στο «Κύτταρο» το 2007. Ακόμη συζητιέται η σύμπραξη σας, γράψατε ιστορία.

Ήμουν πάρα πολύ τυχερός! Κάναμε 40 συναυλίες την πρώτη χρονιά κι άλλες 40 την επόμενη. Δεν είχαμε κανένα απολύτως πρόβλημα. Ήταν η καλύτερη μου! Η Βιτάλη ποτέ δεν προσέβαλε κανέναν μουσικό ότι βλακείες και να έκανε από πίσω της. Ποτέ δεν γυρνούσε να πει κουβέντα, ήταν κυρία! Σκεφτείτε ότι μαλώναμε για το ποιος θα τραγουδήσει τα λιγότερα τραγούδια! «Τραγούδα» μου έλεγε, όχι από τεμπελιά, αλλά από θαυμασμό. «Ρε συ Ελένη, ο κόσμος για σένα έρχεται»…«Όχι, τραγούδα, για να μάθουν πως είναι το τραγούδι»…Είχαμε μια άψογη συνεργασία! Πρώτη φορά είχα την ευχέρεια να παρατηρώ τον στίχο μαζί της. Για μένα πρώτα έρχεται η μελωδία μαζί με τη φωνή, αλλά μετά ακούω τι λένε οι στίχοι. Αν άκουγα δηλαδή ποτέ τι λέγανε οι Beatles, μάλλον δεν θα μου άρεσαν, ενώ μουσικά ήταν πάρα πολύ μπροστά! Το ίδιο μου συνέβη και με τη Φωτεινή Βελεσιώτου, όπως και με τη Βιτάλη, ένιωθα τα λόγια που τραγουδούσαν.

Σαφώς. Δύο ερμηνεύτριες με διαφορετικό background.

Έτσι. Η Φωτεινή είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος και όποτε δεν έχει δουλειά, έρχεται στα live μου. Με τη Βελεσιώτου παίζαμε για τριάμισι ώρες σε ένα πατάρι, απ’ όπου δεν έφευγε ποτέ. Δεν έλεγε: «Τώρα παίζει ο Haig, εγώ πάω πίσω», ήταν πάντα εκεί, δίπλα μου. 

Σαν να τη βλέπω τη Βελεσιώτου, με το τσιγάρο στο χέρι, χάρμα για τους καπνιστές που μας ταλαιπωρεί το νέο αντικαπνιστικό μέτρο στις μουσικές σκηνές.

(γέλια) Όντως, αυτό δεν το’χα παρατηρήσει και δεν ξέρω τι θα κάνει η Φωτεινή, μάλλον συχνότερα διαλείμματα. 

Εμένα μ’ αρέσει ο καλλιτέχνης που εκθέτει τα πάθη του επί σκηνής.

Μ’ αρέσει που δεν άλλαξε η Φωτεινή και συνεχίζει να κάνει ακριβώς αυτό που θέλει! 

Πείτε μου κάτι άλλο: Πόσο σας επηρέασε η διαβόητη οικονομική κρίση;

Για μένα δεν άλλαξε τίποτα. Πάντα τελείωναν τα λεφτά και την επόμενη κάποιος χτυπούσε την πόρτα και μου’λεγε «Έλα παίξε εδώ».

Το λέτε και με το άγχος των παιδιών που έχετε.

Τα παιδιά μου εδώ και εφτά χρόνια δουλεύουν και ζουν ανεξάρτητα, στην Ελλάδα πάντα. Πιο πριν ευτυχώς δεν έμεινα ποτέ χωρίς δουλειά, χωρίς να έχω τα πολλά λεφτά ώστε να λέω τώρα ότι καταστράφηκα. Πάντα το ρεύμα μου έμενε απλήρωτο για δυο – τρεις μήνες, επομένως για μένα η κρίση είναι κάπως virtual, δεν ξέρω την αντίστοιχη ελληνική λέξη…

Εικονική.

Ναι, αυτό, ψευδής, εικονική. Δεν ήθελε ο Έλληνας να έχει το φόβο ότι θα πεινάσει κι αυτό είναι κάτι που από μόνο του τον κάνει να «κλειστεί», να γίνει πιο εσωστρεφής. Δυστυχώς το κοινό μας είναι η μεσαία τάξη, που υπήρχε κάποτε και που μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει, απλά δεν «ανοίγεται». Δεν ξέρει τι θα του συμβεί αύριο. Χάσαμε λοιπόν ένα εκπαιδευμένο κοινό. Πάμε και παίζουμε σ’ ένα χώρο που από κάτω μιλάνε και λαλάνε. Είναι όπως τώρα με το τσιγάρο που θέλουν να το σταματήσουν, αλλά αμφιβάλλω αν θα επιβιώσουν οι μικρές μουσικές σκηνές. Ο Έλληνας θέλει να καπνίσει κι ευτυχώς ακόμη είναι καλός ο καιρός και βγαίνει έξω.

Μιλήστε μου για την τωρινή σύμπραξη με τον Θοδωρή Κοτονιά. Γνωρίζω πως σας εκτιμούσε εδώ και πολλά χρόνια.

Ερχόταν στους χώρους που έπαιζα, ήταν φαν! Κάναμε μια συνεργασία πριν τέσσερα χρόνια στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο Upstage. Εξήγησα στον Άγγελο Σφακιανάκη πως προερχόμουν από μικρούς χώρους που δεν είχε σκοπό να βγάλει λεφτά ο επιχειρηματίας, άρα σε έναν τέτοιο μεγάλο χώρο ζήτησα ακόμη έναν μαζί μου. Ήθελα έναν φίλο, έναν συγγενή μου αισθητικά. Παίξαμε στο Γυάλινο με προοπτική τεσσάρων εβδομάδων, οι οποίες έγιναν δώδεκα! Πήγαμε πάρα πολύ καλά, μετά χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε φέτος με δική του προτροπή.

Ο Κοτονιάς είναι ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς του, δε χωράει αμφιβολία. Ιδιαίτερος, λίγο «τρελός καλλιτέχνης».

Αυτοκαταστροφικός λίγο είναι ο Θοδωρής. Έχει τον εγωισμό του «Αυτός είμαι κι αυτά θέλω να κάνω, πάει και τελείωσε»!

Δεν το βρίσκω ντε και καλά κακό αυτό.

Όχι, κακό δεν υπάρχει. Κάποια στιγμή, όμως, πρέπει να κάνουμε μια παραχώρηση για να πετύχει ένα άλλο, δεν είναι όλα στα χέρια μας. Δεν είναι το top μου να παίζω με τη μία ή με την άλλη μεγαλοτραγουδίστρια, αλλά έτσι με μαθαίνει πολύς άλλος κόσμος που δεν θα με ήξερε. Παιδιά μας παρακολουθούν και οφείλουμε ν’ αφήσουμε κάτι σ’ αυτά. Εμένα με ήξεραν, ας πούμε, 5.000 άνθρωποι. Μετά τη Βιτάλη, με ξέρουν 50.000! 

Εντάξει, ο Κοτονιάς ωστόσο τραγούδησε σε συναυλίες με τον Νταλάρα, το αντίστοιχο top στους άντρες τραγουδιστές.

Μα ναι, σας λέω ότι κάποιες φορές αξίζει να κάνουμε παραχωρήσεις σε κάποια πράγματα. Εγώ ήμουν τυχερός που με τη Βιτάλη ήμουν ο Haig με το χρώμα του, με τη μπάντα του, αλλά δίπλα σ’ έναν κράχτη σαν τη Βιτάλη. Είχα τόσο φόβο που έκανα τόσο μασίφ το πρόγραμμα μου, ώστε δε μπορούσε ο άλλος να καταλάβαινε ότι έλειπε η Βιτάλη από τη σκηνή για να μου πει: «Φύγε, ρε μεγάλε, κι άσε την άλλη να τραγουδήσει». Δεν υπήρχε αυτό, μέχρι σήμερα ακούω: «Πηγαίναμε στη Βιτάλη κι ακούγαμε τον Haig». Η Βιτάλη δεν χρειαζόταν να τραγουδήσει. Ανέβαινε στη σκηνή κι άνοιγε τα χέρια της κι επιβαλλόταν. Είναι και καρακούκλα, όμορφη γυναίκα, ο κόσμος εκστασιαζόταν και μόνο που την έβλεπε! Άσε όταν άνοιγε το στόμα της και «Γεια σας», φεύγαμε όλοι! Πολύ θα θέλαμε και τώρα με τον Κοτονιά, που έρχονται και μας ακούν νεότεροι άνθρωποι, να θυμηθούμε τα χρόνια του «Καφέ Ασάντε», να πιάσουμε ένα κομμάτι, να κλείσουμε τα μάτια και να ταξιδέψουμε, αλλά οι εποχές έχουν αλλάξει. Κάποτε ήθελα και είχα την υπομονή να σου λέω: «Εμείς ξεκινάμε και η απογείωση θα’ρθει στο τέλος, δεν θα’ναι από την αρχή». Τώρα, όμως, εγώ θέλω από το δεύτερο κομμάτι, να έχω πάρει μαζί μου τον κόσμο.

Ο πατέρας σας, είπατε, είχε έρθει εδώ. Εσείς έχετε χρόνια να πάτε στη Συρία;

Από το 2008 έχω να πάω, έντεκα χρόνια.

Σας λείπει η πατρική γη;

Δεν μου λείπει, ούτε θέλω να πάω. Όπως δεν πήγα και στην κηδεία του πατέρα μου…Δεν ήθελα να’χω άλλη εικόνα απ’ αυτόν…Δεν έκλαψα για τον πατέρα μου ποτέ και μου’χει μείνει απωθημένο αυτό…Στον αδερφό μου έκλαψα πάρα πολύ, στον πατέρα μου όχι και δεν ξέρω γιατί…(σ.σ. έχει βουρκώσει)

Μα και τώρα που μου μιλάτε, σχεδόν δακρυσμένος είστε.

(παύση) Ήμασταν πολύ αγαπημένα αδέρφια, όπως και τώρα με τον Άλεν, που είναι στη ζωή. Θαύμαζα τόσο τον πατέρα μου που έλεγα πως αν πεθάνει, θα τελειώσω κι εγώ στη ζωή…Ήταν ένας σοφός αγράμματος. Δεν πρόλαβα να ηχογραφήσω πολλά πράγματα που έλεγε και ήταν προφητικά…Το 1981 που ήρθε εδώ μέσω Κωνσταντινούπολης, γιατί δεν είχαμε λεφτά για αεροπλάνο, καθόμασταν κάπου και έπαιρνε ένα ποτήρι νερό. Το γέμιζε και έλεγε: «Μετά από χρόνια, θα συμβεί ότι και μ’ αυτό το ποτήρι που ξεχειλίζει και το νερό πέφτει γύρω – γύρω του. Αυτό το γύρω – γύρω είναι η Ελλάδα, όλοι εδώ θα πέσουν»…

Σαν να προφήτεψε δηλαδή το προσφυγικό.

Είχε αντίληψη και έβλεπε μακριά. Γι’ αυτό σας είπα, δεν τους χάρηκα. Κι από περηφάνια ο αδερφός μου δεν τον άφησε για να έρθει εδώ κοντά μας. Θα μπορούσε να μου πει: «Δεν είναι μόνο δικός μου πατέρας, είναι και δικός σου. Πάρτε τον»…Τέτοιοι άνθρωποι ήτανε…

Δεν ξέρω αν ενημερωθήκατε για τα Βρασνά προ ημερών που βγήκαν και καμάρωναν ως γνήσια φασισταριά επειδή δεν δέχτηκαν ποτέ πρόσφυγες από τη Μικρασία.

Όχι, δεν το έμαθα…Φαντάσου! Εγώ μία ερώτηση θα έκανα στις αρχές εκεί πέρα: Σε ποιον ανήκει ο ουρανός; Έχει κάναν ιδιοκτήτη αυτός ο κόσμος και δεν το ξέρουμε; Δεν νομίζω. Όλοι είμαστε πρόσφυγες, μουσαφιραίοι σ’ αυτό τον κόσμο, που δεν ανήκει σε κανέναν. Εγώ ακόμη και στο φασίστα θα έλεγα το εξής: «Έχουμε τα κότσια να κλείσουμε τελείως τα σύνορα και να μην έχουμε νταλαβέρι με κανέναν ξένο άνθρωπο; Θα μπορούσαμε να ζήσουμε;» Δεν γίνεται! Εγώ είμαι παντού πρόσφυγας! Στη Συρία ήμουν πρόσφυγας, όπως και στην Αρμενία. Στην Ελλάδα πάλι πρόσφυγας είμαι. Τελικά, οι Μικρασιάτες, όπως και οι Έλληνες της Αιγύπτου, είναι πρόσφυγες μεσ’ στην ίδια τους τη χώρα. Ο Ηπειρώτης, ο Γιαννιώτης, επίσης πρόσφυγας είναι στην Αθήνα. Με στενοχωρεί αυτή η στενομυαλιά. Καμιά φορά λέω πως αν υπάρχει Θεός, πρέπει να’ναι λίγο δικτάτορας, αφού κάποιοι έξυπνοι εκμεταλλεύονται την ελευθερία των ανθρώπων. Γιατί κρατάνε την αραβική πλευρά του κόσμου, κλειστή, αγράμματη; Κάτι άλλο μας οδηγεί και μας πάει όπου διάολο θέλει μεσ’ απ’ τα σπίτια μας – την τηλεόραση, εννοώ. Υπάρχει και το internet για να νομίζουμε ότι όλα τα ξέρουμε. Κάποτε, που ζούσαμε στη Συρία, το ξένο ήταν απαγορευτικό να μπει στη χώρα μας. Υπήρχε μια δισκογραφική, η RCA, εβραϊκή, που παίρναμε λαθραίους δίσκους από τον Λίβανο. Μαζευόμασταν πέντε – δέκα φίλοι και η ακρόαση αποτελούσε τελετή, που κρατούσε τέσσερις ώρες. Τώρα μπαίνεις στο internet, κατεβάζεις ότι θέλεις και δεν ακούς ουσιαστικά τίποτα και νομίζεις πως έχεις κατακτήσει τον κόσμο όλο. Έτσι μας χειραγωγούν και μας απομονώνουν! 

Κύριε Haig Yazdjian, φτάσατε αισίως 60 ετών, όχι πολύ μεγάλος, αλλά όχι και νέος πια.

Να σας πω την αλήθεια, θα ήθελα να τελειώσω τη ζωή μου στην Κρήτη ή στα βόρεια, Ξάνθη, Κομοτηνή, Καβάλα, που ακόμη θα βρεις ανθρώπους να κάτσεις να πιεις ένα καφέ και να συζητήσεις μαζί τους – κάτι που μου θυμίζει την πατρίδα μου, το Χαλέπι, με το οποίο είμαι ερωτευμένος. Αγαπώ πάρα πολύ την Ελλάδα και νιώθω τυχερός που βρέθηκα εδώ.

Κλαίτε εύκολα;

Βεβαίως, ουου, με το παραμικρό! Πάρα πολύ!

Τι θα σας έκανε να κλάψετε εύκολα;

Οτιδήποτε, ένα τραγούδι που μπορεί ν’ ακούσω, κάποιον που θα δω χαρούμενο και θα με συγκινήσει η χαρά του. Δεν είναι μόνο το κλάμα, είναι να σηκωθεί η τρίχα σου, όπως τις προάλλες που πρόβαρα το κομμάτι «Έλα να σε δω» του Κοτονιά. Το έλεγε η Μελίνα Κανά στο δίσκο και έκανε μια φράση που ήταν απίστευτη! Τη θυμήθηκα όταν την πρωτάκουσα στη συνεργασία μας με τον Ξυδάκη, τη θεωρούσα την ωραιότερη φωνή! Φωνές σαν της Πασπαλά, της Αλεξίου, της Βιτάλη, πολλών τραγουδιστριών, με συγκινούν σε απίστευτο βαθμό.

Απ’ το να σου αρέσει, πάντως, ένας τόπος μέχρι να θες να τελειώσεις εκεί τη ζωή σου, όπως είπατε, υπάρχει μια απόσταση, δε νομίζετε;

Μ’ απασχολεί ο θάνατος…Μ’ απασχολεί, γιατί ακόμα αισθάνομαι στην αρχή, ότι προχθές ήρθα από τη Συρία και δεν μεγάλωσα ποτέ. Ακόμα νομίζω ότι έχω πατήσει ένα κουμπί και ο κόσμος σταμάτησε. Θα στενοχωρηθώ πάρα πολύ όταν θα «φύγω»…

Μήπως θα το καταλάβετε;

Δεν ξέρει κανείς τι θα γίνει (γέλια). Βλέπω όλα τα πράγματα να οδεύουν προς τα κει, η ζωή από μόνη της σε βάζει στο trip που από’να σημείο και μετά δεν φοβάσαι το θάνατο, λες «Θα πεθάνω», έτσι απλά. Η γυναίκα μου, λόγου χάριν, δε θέλει να μιλάμε για θάνατο, ενώ εμείς αυτό το πράγμα το είχαμε στην Ανατολή και στη Συρία. Λέγαμε πως άμα είσαι 60 χρονών έχεις παραμεγαλώσει και πας για απόσυρση. Δεν είναι έτσι, όμως, οι συνθήκες διαβίωσης έχουν αλλάξει. 

Τα χαίρεστε τα παιδιά σας;

Ναι, όσο δε φαντάζεστε. Είμαι τυχερός που εδώ, εκτός από φίλους και καριέρα, βρήκα αμέσως αυτόν τον άνθρωπο, τη γυναίκα μου. Αυτή μου έκανε δύο κορίτσια, που βγήκαν καταπληκτικά παιδιά. 

Είναι η συνέχεια σας σ’ αυτόν τον κόσμο που δεν ανήκει σε κανέναν;

Είναι, ναι! Δυστυχώς ναι, αλλά θα τα ήθελα να είναι πιο σκληροί άνθρωποι, να μη μου έβγαιναν τόσο ευαίσθητοι κι αισθηματίες. Όπου έχουν πάει κι έχουν δουλέψει, όλοι λένε «Τι καταπληκτικά παιδιά, που τον έχουν τον μπαμπά τους σαν ήρωα»! Ίσως δεν τα εκπαίδευσα κι εγώ κατάλληλα στο ρινγκ που λέγεται ζωή. Δεν ξέρω…Είχαν όμως και έχουν μια πάρα πολύ καλή μαμά!

Σαν ερωτευμένος με τη γυναίκα σας ακούγεστε.

Πάντα! 

Πως γίνεται μετά από 40 χρόνια;

Πάντα έτσι νιώθω, σαν να τη γνώρισα χθες. 

Δεν είναι θέμα αρμένικης κουλτούρας, λέτε

Όχι, καμία σχέση…Πιστεύω…

Έρχεται σε κόντρα με το μοντέλο των ελληνικών ζευγαριών που πλέον χωρίζουν με την πρώτη στραβή.

Δεν θα μπορούσαμε εμείς οι δύο να ζήσουμε συμβατικά. Τη λατρεύω τη γυναίκα μου εγώ, την αγαπώ και δε θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτήν και τα παιδιά μας. Μπορεί να στενοχωριέμαι όταν σκέφτομαι πως μπορεί να πεθάνω και να τη χάσω, να μείνει μόνη της… 

Σας εύχομαι, λοιπόν, να μείνετε μαζί για τα επόμενα 30 χρόνια, να είστε καλά και να κάνετε ωραίες μουσικές.

Μακάρι, μακάρι! Σας ευχαριστώ πολύ, δεν έχω ξαναμιλήσει έτσι ανοιχτά σε συνέντευξη!

* Οι παραστάσεις των Haig Yazdjian – Θοδωρή Κοτονιά με τίτλο «Φωτεινά Τοπία» συνεχίζονται τα δύο Σάββατα, 2 & 9 Νοεμβρίου 2019, στη μουσική σκηνή «Αστερίσκος» (Αγ. Δημητρίου 16, Ψυρρή) 

Η Αλεξία Μπακογιάννη υπέβαλλε μήνυση στον Στέφανο Χίο– Καταγγέλλει φραστική επίθεση

Αλεξια

Η Αλεξία Μπακογιάννη υπέβαλλε μήνυση στον Στέφανο Χίο– Καταγγέλλει φραστική επίθεση

«Θερμό επεισόδιο» καταγράφηκε σε γνωστό καφέ της Αθήνας, το μεσημέρι της Τετάρτης, μεταξύ της Αλεξίας…