Γιάννης Οικονομίδης: «Ζούμε την απόλυτη λατινοαμερικανοποίηση της Ελλάδας»

Ο πιο εμβληματικός νεότερος Έλληνας σκηνοθέτης, λίγο πριν η «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του βγει στις αίθουσες, αφηγείται τη ζωή του όλη στο koutipandoras.gr 

87055265 197925731455399 7653364656110567424 n

«Ένας νέος φορέας μεσογειακού πολιτισμού που μας ήρθε από την Κύπρο». Μ’ αυτά τα λόγια μου είχε μιλήσει το μακρινό πια 2002 ο Αντρέας Παγουλάτος, ο αείμνηστος ποιητής, για τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη. Υπήρξε μέγας φαν του «Σπιρτόκουτου» και θυμάμαι πώς έκτοτε αδημονούσε πραγματικά για κάθε καινούργια πρεμιέρα του Οικονομίδη. Τον «γνώρισα» κι εγώ σ’ ένα από τα φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας εκείνου του καιρού, όταν ξαφνικά η οθόνη κατακλύστηκε από ιστορίες «ενδοοικογενειακής βίας» με τις ατάκες – βωμολοχίες των ηθοποιών να πέφτουν κατά ριπάς! Εκεί ακριβώς είπαμε όλοι πως ο Οικονομίδης κατάφερε να φτιάξει σχολή με την πρώτη του κιόλας μεγάλου μήκους ταινία! 

Ακόμη έχω την αίσθηση της προβολής του ασπρόμαυρου «Μαχαιροβγάλτη» σε μία κινηματογραφική αίθουσα, αυτή την απόλυτη αποκαθήλωση της μικροαστικής υποκρισίας και την επιβολή της βίας ως μοναδικό μέσο ανθρώπινης επιβεβαίωσης. Στο «Μικρό ψάρι» που ακολούθησε το 2014, ο Οικονομίδης καταπιάστηκε με το θέμα της προδοσίας και με την πιο συνηθισμένη συνθήκη των κοινωνιών από καταβολής κόσμου: Το μεγάλο ψάρι που τρώει το μικρό και, ομοίως, το μικρό που τρώει το μικρότερο. 

Αυτό ακριβώς συναντάμε και στη «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», μια από τις καλύτερες ταινίες – για να μην πω η καλύτερη – στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη. Πρόκειται για μια γκαγκστερική μαύρη κωμωδία όλο σεναριακές ανατροπές, καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες, γρήγορη δράση και, βασικά, με ατάκες που μας θυμίζουν ξανά τα οριακά του έργα «Σπιρτόκουτο» και «Ψυχή στο στόμα». Αυτή ήταν η αφορμή για τη συνάντηση μας και για μία συζήτηση, που δεν περιορίστηκε ευτυχώς στα κινηματογραφικά ή στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα.  

Τις προάλλες μία φίλη ηθοποιός με ρωτούσε αν ο Γιάννης Οικονομίδης είναι τόσο σκληροτράχηλος τύπος όσο και οι ταινίες του. Το αντίθετο συμβαίνει, της απάντησα.

Ισχύει πάρα πολύ αυτό, το όνομα, η φήμη που έχει βγει για μένα ότι είμαι άγριος κι ότι κυκλοφορώ και μοιράζω σφαλιάρες (γέλια). Είναι μία αγαθή και επιφανειακή προσέγγιση που έχουν οι Έλληνες να χρειάζονται να ταυτίσουν το έργο με τον δημιουργό. Παίζει ρόλο και η εμφάνιση μου, αλλά αυτή η εμφάνιση, τέλος πάντων, μου έδωσε κι ένα δεύτερο ρόλο στην ταινία του Φατίχ Ακίν. 

Την οποία ταινία του Ακίν έτυχε να δω στο Οτράντο της Ιταλίας και εξεπλάγην με τη συμμετοχή σου!

Άκου να δεις!

Είστε φίλοι με τον Φατίχ Ακίν;

Λέμε καμιά κουβέντα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είμαστε φίλοι. Ήταν ωραία η συνεργασία και ήρθαμε κοντά. Όταν έψαχνε ηθοποιούς στο internet, κάποιος του μίλησε για το «Μικρό ψάρι». Ούτε με ήξερε, ούτε είχε δει ταινία μου. Πέφτει πάνω σε μια φωτογραφία μου και λέει: «Ποιος ειν’ αυτός; Μου κάνει». Θυμάμαι ότι έπινα καφέ στα Εξάρχεια και μου τηλεφώνησε ο ίδιος. Νόμιζα ότι κάποιος μου έκανε πλάκα. Πήγα στη Γερμανία και τον έφτιαξα μια χαρά το ρόλο δίχως πρόβες, δίχως τίποτα. 

Γιάννη, είσαι παιδί κι εσύ της σχολής Χατζίκου, αν δεν κάνω λάθος. Τελειώσαμε την ίδια σχολή κινηματογράφου.

Ναι, βέβαια, είμαι της σειράς του ’87 – ’90. Έφτασα αισίως 52 ετών. 

Ποιος ήταν ο κινηματογράφος που σε ενδιέφερε τότε;

Στα φοιτητικά χρόνια, όπως ξέρεις, υπάρχει μια τάση, που αν την αποφύγεις, σώζεσαι υπό μία έννοια. Μιλάω για τότε που όλοι φαντασιωνόμασταν – κι εγώ μέσα – να μιμηθούμε τους μεγάλους σκηνοθέτες που αγαπούσαμε: Κόπολα, Σκορσέζε, Μπερτολούτσι…

Μου ανάφερες ήδη δύο Αμερικανούς σκηνοθέτες, ενώ εγώ πίστευα πως ο αμερικανικός κινηματογράφος στα δικά μας φοιτητικά χρόνια ήταν ολότελα απομυθοποιημένος.

Αυτοί δεν ήταν απομυθοποιημένοι ποτέ, παραμένουν εμβληματικοί. Η διάθεση της νιότης σε πάει πάντα στο γκράντε, στο μεγαλείο, στα μεγάλα πράγματα. Όλοι ονειρευόμασταν στην πρώτη μας ταινία να κάνουμε την κινηματογραφική Ακρόπολη, έτσι όπως το λέει και κάποιος μεσ’ στην τωρινή ταινία μου (γέλια).

Ας μην κάνουμε spoiler, πάντως η αίθουσα της δημοσιογραφικής προβολής σείστηκε απ’ τα γέλια με τις καινούργιες ατάκες των χαρακτήρων σου.

Έχει πολύ πράμα η ταινία αυτή! Στη σχολή, τέλος πάντων, κάναμε ένα σινεμά μίμησης, δεν ήταν για να βρεις τον εαυτό σου, το ποιος είσαι. Η πρώτη μου μικρού μήκους ταινία, ασπρόμαυρη, λεγόταν «Η σταδιακή βελτίωση του καιρού» κι είχε πάρει το α’ βραβείο στο φεστιβάλ Δράμας. Διαρκούσε 18 λεπτά και ήταν μια σπουδή πάνω στον Αντονιόνι. 

Θα’χες κι εσύ καθηγητή τον σκηνοθέτη Δήμο Θέο.

Βεβαίως. Σεβαστός και πολύ δυνατός σαν άνθρωπος και σαν διανοούμενος. 

Τα πήγαινες καλά με τους καθηγητές;

Με κάποιους ναι, με κάποιους όχι (γέλια). Το θέμα είναι αν αυτοί τα πήγαιναν καλά με μένα. Εν πάση περιπτώσει, από τότε σχεδίαζα την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία, που ήταν προς αυτή την κατεύθυνση: Δηλαδή ένα μεγάλο πράγμα με όλα μέσα, δύσκολο, ξέρεις, έλεγα θα κάνω ταινία και θα τους γαμήσω όλους! Η Ακρόπολη, σου λέω, Παρθενώνας! Για καλή μου τύχη, ενώ η παραγωγή είχε ξεκινήσει, το όλο project κατέρρευσε. Μιλάμε για το ’97, πριν από 23 χρόνια. Είχα κάνει κάστινγκ, είχα ξεκινήσει πρόβες, είχε βρεθεί παραγωγός, όλα ήταν έτοιμα. 

Θες να μου πεις εν συντομία ποιο ήταν το story αυτής της ταινίας που δεν γυρίστηκε ποτέ;

Η κεντρική ιδέα ήταν παρμένη από το αστυνομικό δελτίο των εφημερίδων, από το αστυνομικό ρεπορτάζ της εποχής. Μια κομπίνα που γίνεται ακόμη και σήμερα. Τότε που τηλεφωνούσαν μεσ’ στη νύχτα σε ηλικιωμένους και τους λέγανε «Είμαι φίλος του Αντώνη, το παιδί σου έχει τρακάρει κι είναι στην Εντατική, τρέξε φέρε μου τόσα λεφτά». Έντρομοι η γιαγιά κι ο παππούς για το παιδί τους ή το εγγόνι τους έπεφταν εύκολα θύματα. Ήταν μια ταινία μέσα στην καρδιά της πόλης, με πολυκοσμία, καφετέριες κλπ. Τώρα που το συζητάμε ανατριχιάζω, δηλαδή αν μου έλεγες «πάρε το σενάριο και κάν’το ταινία», θα το σκεφτόμουν. Θα σκεφτόμουν βασικά τι μπορείς και τι δεν μπορείς να κάνεις στο ελληνικό σινεμά. Δεν θα ήταν δυνατό, ας πούμε, να κλείσεις όλη την πλατεία Βικτωρίας για γύρισμα, όπως κάνουν οι Αμερικανοί, που κλείνουν ένα δρόμο στη Νέα Υόρκη για να γυρίσουν τη σκηνή τους. Στη Νέα Υόρκη, σου λέω, και νά’ναι πίσω οι κομπάρσοι, τα αμάξια, ο κόσμος, αλλά όλα ok. Δύσκολα πράγματα…

Θυμάμαι τώρα τον Θέο, που μνημονεύσαμε, να μας λέει πως στην Ελλάδα ταινία εποχής δε μπορείς να γυρίσεις με καμία δύναμη, αφού και στο πιο απομακρυσμένο βουνό να πας, θα δεις συνθήματα του τύπου «Ζήτω ο ΠΑΟΚ» ή «Ζήτω η ΑΕΚ» κλπ.

Μα δεν είναι τυχαίο και που εγώ αποφεύγω τις ταινίες εποχής, όπως και το παρελθόν γενικότερα. Είναι ένα πράγμα που θα σε βάλει σε περιπέτειες και θα σου τραυματίσει την ουσία. Θα αποβεί εις βάρος του βαθύτερου στόχου που πρέπει νά’χει κάθε ταινία. Να ασχολείσαι δηλαδή με μαλακίες και να σου «φύγει» στο τέλος η ταινία, γιατί αυτά τα πράγματα είναι δύσκολα, θέλουν λεφτά και μια οργανωμένη παραγωγή. Μία τεχνογνωσία ακόμη, που σε κάποια θέματα την έχουμε, σε άλλα θέματα δεν την έχουμε. Το σινεμά στην Ελλάδα άρχισε να δουλεύει απ’ το ’50 και μετά, δεν είμαστε μια χώρα που κάνει κινηματογράφο απ’ τον προπροηγούμενο αιώνα. 

Το ’60, πάντως, ήμασταν μαζί με την Ινδία οι χώρες με τη μεγαλύτερη κινηματογραφική παραγωγή προς εσωτερική κατανάλωση.

Ναι, αλλά ήταν ταινίες – πλατό, κινηματογραφημένη επιθεώρηση. Άντε να βγάλεις δέκα – είκοσι ελληνικές ταινίες, που να είναι σινεμά – σινεμά, μέσα σε τόσες δεκαετίες. 

Που να λες ότι αξίζουν.

Και που να είναι κινηματογράφος, να έχουν γλώσσα κινηματογραφική, ματιά, κατασκευή. Έτσι, λοιπόν, το δικό μου project κατέρρευσε και τη γλίτωσα. Στενοχωρήθηκα πολύ, η αλήθεια είναι, με είχε πάρει από κάτω, αλλά μέσα απ’ αυτή τη deca, την κατάθλιψη και την απογοήτευση γεννήθηκε το «Σπιρτόκουτο». 

Πέρασες στο άλλο άκρο.

Στο άλλο άκρο, ναι! Δεν μπορώ να κάνω τα πολλά, θα κάνω αυτά τα λίγα, αλλά θα τα κάνω αληθινά, τολμηρά, δυνατά, με ειλικρίνεια και ότι γίνει! 

Πόσα χρόνια μετά την κατάρρευση της πρώτης ταινίας, ακολούθησε το «Σπιρτόκουτο»;

Δύο χρόνια μετά. Το 2002 βγήκε το «Σπιρτόκουτο». Το 2000 ξεκίνησα τα γυρίσματα, που διήρκεσαν ένα καλοκαίρι, το 2001 έγινε το μοντάζ με πολλές αναποδιές και το 2002 κυκλοφόρησε. Έκανα πρόβες με τους ηθοποιούς για εφτά – οχτώ μήνες περίπου. 

Έχεις καταγωγή από τη Λεμεσό της Κύπρου. Δοθείσης ευκαιρίας να σου πω ότι πριν μερικά χρόνια Κύπριοι φίλοι με οδήγησαν έξω από ένα σπίτι και μου είπαν «Εδώ γεννήθηκε ο Γιάννης Οικονομίδης». 

Έλα, ρε, σοβαρά; (γέλια) Γεννήθηκα εκεί, στη Λεμεσό, κι ήρθα στην Αθήνα το ’87. Έχω άλλα δύο αδέρφια, έναν μικρότερο αδερφό και μία ακόμα μικρότερη αδερφούλα – όπως λέμε «Αννούλα γαμάει» (σ.σ. είναι ατάκα από ταινία του).  

Δεν θα της γλιτώσουμε τις ατάκες σου σ’ αυτή τη συνέντευξη. Ατάκες που της άκουγα στην προβολή της νέας ταινίας σου και αναρωτιόμουν αν παρακολουθώ μία καθαρόαιμη κωμωδία.

Ε, είναι κωμωδία. Μαύρη κωμωδία, με την οποία σε πιάνει μια μελαγχολία για όλη αυτή την ηλιθιότητα και τη βλακεία του κόσμου που ζούμε. Ας συνεχίσουμε την κουβέντα μας με τον πατέρα μου, που είναι ένας καλός ακουαρελίστας ζωγράφος. Μένει μόνιμα στην Κύπρο, έχει κάνει πολλές εκθέσεις ζωγραφικής και είναι, κατά τη γνώμη μου, σπουδαίος ζωγράφος. Το κανονικό του επάγγελμα είναι οδοντίατρος, συνταξιούχος πια βέβαια. Η μητέρα μου είναι η δύναμη, η έγνοια και η ισορροπία – ο πραγματικός σκηνοθέτης της οικογένειας. Ο αδερφός μου είναι κτηνίατρος, το σπούδασε, και υπήρξε ένας δυνατός κιθαρίστας! Η αδερφούλα μου είναι πιο πολύ στην επιστήμη, πανεπιστημιακός, αγγλική φιλολογία.

Μα, πόσων χρονών είναι και τη λες «αδερφούλα»;

Έτσι το λέω, για να σε προβοκάρω (γέλια). Δεν λέμε ποτέ ηλικία για γυναίκες, δεν λέγεται. Ο Κωνσταντίνος και η Μαρία είναι τα δύο μου αδέρφια. Σπουδαία παιδιά. 

Είχες τη σκέψη να σπουδάσεις κινηματογράφο στην Αθήνα;

Καμία. Ήρθα για να σπουδάσω Νομική. Ανήκα ίσαμε τότε στην κινηματογραφική λέσχη Λεμεσού, αλλά ήμουν όπως ήταν μια μειοψηφία ανήσυχων νέων στη Λεμεσό. Η Νομική, που την παράτησα πάνω στον ένα χρόνο, δεν μ’ άρεσε καθόλου και έψαχνα μια αφορμή να επεκτείνω το φλερτ που είχα με τα καλλιτεχνικά. Εγώ να μπω στην Καλών Τεχνών ήθελα, αλλά τότε όλα συνηγορούσαν σε πιο στιβαρές σπουδές. 

Έχεις ευχέρεια σήμερα στο σκίτσο, στη ζωγραφική;

Ναι, έχω. Έδωσα όμως στη Νομική και πέρασα. Τον ένα χρόνο που παρακολούθησα, μιζέριασα, φρίκαρα πολύ. Δεν ξέρω, ενδεχομένως αν πέρναγα φιλολογία ή καμιά ψυχολογία, μπορεί να την τέλειωνα. 

Θα σε άφηνε, λες, η φύση του καλλιτέχνη;

Δεν ξέρω, ένιωθα πραγματικά δυστυχισμένος. Μια μέρα είμαι στο τρόλεϊ στην Αλεξάνδρας και βλέπω απ’ έξω το κτίριο: «Σχολή κινηματογράφου και τηλεόρασης Ευγενίας Χατζίκου». Έπαθα πλάκα, λέω «Υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Αθήνα; Υπάρχει σχολή κινηματογράφου στην Ελλάδα;» Την άλλη μέρα πήγα και γράφτηκα! Παράτησα τη Νομική που μ’ έκανε δυστυχισμένο και μπήκα στη σχολή Χατζίκου.

Πως σου έβγαινε η δυστυχία αυτή, πως τη βίωνες;

Αγωνία, υπερένταση, είσαι νέος κι έχεις μια ολόκληρη ζωή μπροστά σου, αλλά είναι σοβαρές αποφάσεις αυτές. Ένα άγχος…Όταν πήγα και γράφτηκα, είπα μέσα μου ότι θα γίνω καλύτερος, επειδή δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια. Έχω φύγει απ’ το σπίτι μου, οι δικοί μου πληρώνουν, με στηρίζουν και περιμένουν κάτι από μένα. Αφήνω τη Νομική που μου πήρε πολύ χρόνο με τρομερά διαβάσματα και μαλακίες και πρέπει να βγει κάπου όλο αυτό! 

Η αλλαγή στην ψυχολογία σου ήταν άμεση;

Γούσταρα! Μ’ άρεσε πάρα πολύ και το κλίμα. Ήταν άλλο πράγμα, μια ομορφιά. Εσύ με καταλαβαίνεις. 

Πάντως, πρέπει να’σαι ο πιο αναγνωρισμένος νέος σκηνοθέτης που έβγαλε η Χατζίκου. Όλοι οι άλλοι ήταν της σχολής Σταυράκου.

Σωστά, απ’ τη σχολή Σταυράκου βγήκαν όλοι. Εκείνη την εποχή, όμως, η Χατζίκου ήταν εξίσου δυνατή, ήταν ισάξιες σχολές. 

Διάβαζες πολύ τότε;

Πολύ διάβασμα και πολλές ταινίες. Ειδικά στο τρίτο έτος ήμουν συνέχεια στην Ταινιοθήκη κι είχα εγκαταλείψει κάπως τη σχολή, είχα απομονωθεί. 

Θαύμαζες κάποιον Έλληνα σκηνοθέτη;

(σκέφτεται) Η αλήθεια είναι πως δεν θαυμάζαμε κανέναν Έλληνα σκηνοθέτη. Εγώ, προσωπικά, δεν θαύμαζα κανέναν. Μετά τους ανακάλυψα. Ήμασταν πολύ αλαζόνες για να ξεπέσουμε τόσο χαμηλά (γέλια). Σου λέω τώρα πως σκεφτόμασταν σαν πιτσιρικάδες.

Τον Θόδωρο Αγγελόπουλο πώς τον έβλεπες;

Δεν είχα «μασήσει». γιατί δεν είχα περάσει κι απ’ όλη αυτήν τη φάση της Αριστεράς, το αφήγημα κλπ. Μετά ανακάλυψα τις αρετές των Ελλήνων σκηνοθετών.

Τον γνώρισες ποτέ τον Αγγελόπουλο;

Τον γνώρισα όταν έκανα τον «Μαχαιροβγάλτη». Μου τηλεφώνησε να περάσω απ’ το γραφείο του να μιλήσουμε. Μου έδωσε συγχαρητήρια, αφού του άρεσε πολύ. Αυτό μόνο! Πάντως, όταν τέλειωσε εκείνο το πρώτο τηλεφώνημα μας, πλακώθηκα και μ’ έναν στο δρόμο (γέλια). Οδηγούσα το αυτοκίνητο και πήγα να σκοτωθώ. 

Ήπιες τουλάχιστον κι ένα καφεδάκι με τον Αγγελόπουλο.

Όχι, καφεδάκι δεν κέρασε, ούτε νερό έβγαλε (γέλια), πάντως μου τηλεφώνησε, πέρασα και τα είπαμε.

Δεν με εκπλήσσει βέβαια το τηλεφώνημα του. Ο «Μαχαιροβγάλτης» είναι η πιο ιδιαίτερη ταινία σου.

Μπορώ να πω ότι έως και πατάει πάνω στον Αγγελόπουλο, έχει κάτι από τις πρώτες του ταινίες, σαν την «Αναπαράσταση». Ειδικά η πρώτη σεκάνς, το άνοιγμα στην Πτολεμαΐδα, είναι μεσ’ στο πνεύμα της αγγελοπουλικής «Αναπαράστασης».

Το «Σπιρτόκουτο» είχε διαγράψει κατευθείαν τη μεγάλη πορεία του;

Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν είχε πάει ως διαγωνιζόμενη ταινία. Πήγε ένα χρόνο μετά, γιατί είχε βγει πρώτα στους κινηματογράφους, όπου κι εκεί δεν «πήγε» με τη μία. Προς έκπληξη μου, γιατί δεν με ήξερε και κανένας τότε, βγήκε εκείνο το χειμώνα με τον Πόλεμο στον Κόλπο που ο κόσμος ήταν σε μία κατάπτωση, αλλά έκοψε σχεδόν 5000 εισιτήρια. 

Θα λειτούργησε και το «από στόμα σε στόμα».

Ναι, ναι, όσοι την είδαν, την «ακούσανε». Στη συνέχεια παγιώθηκε μέσα στο χρόνο με το DVD και το internet. Βοήθησε και όλο αυτό που ακολούθησε με την «Ψυχή στο στόμα», η μία ταινία δηλαδή έσυρε την άλλη. Στήθηκε μία κατάσταση που «πάει» ακόμα. 

Εγώ που ζούσα στο Κερατσίνι τότε και το «Σπιρτόκουτο» διαδραματιζόταν στον Κορυδαλλό, εισέπραξα απίστευτα τον εγκλεισμό των μικροαστών μεσ’ στα διαμερίσματα τους, όπως το περιέγραψες.

Καταλαβαίνω πως το λες. Η ταινία αναφερόταν στον Κορυδαλλό, αλλά γυρίστηκε στο Νέο Κόσμο, κάτι που δεν είναι εμφανές σε κανέναν φυσικά. Η Αθήνα μοιάζει όλη ίδια ούτως ή άλλως. Πιο πολύ ξεκινάς από δεδομένα που σου βάζει η παραγωγή. Δεν είχα πολλά χρήματα, ήμουν low budget κι οι επιλογές μου κινηματογραφικά ήταν πολύ περιορισμένες. Άρα αυτό με οδήγησε στο συγκεκριμένο θέμα, στο να βρω μια ιστορία, που να μπορώ να τη διαχειριστώ παραγωγικά. Θυμάμαι που είχε βγει η «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» τον ίδιο καιρό κι εγώ έλεγα μέσα μου: «Αυτός έκανε μία πολεμική ταινία με τόσα εκατομμύρια, θα κάνω κι εγώ μία πολεμική μέσα σ’ ένα διαμέρισμα»! Πολλές φορές οι συνθήκες σε οδηγούν, απλά πρέπει νά’σαι έτοιμος να τις αφουγκραστείς και να πάρεις θέση, να μην κολλάει το κεφάλι σου και να νομίζεις ότι ήρθε το τέλος του κόσμου, γιατί είσαι ανήμπορος να κάνεις αυτό που φαντασιώνεσαι. Όχι! Το θέμα είναι πάντα η έκφραση.

Μάλιστα. Έχω απέναντι μου δηλαδή έναν σκηνοθέτη – χαμαιλέοντα.

Μα δεν γίνεται αλλιώς, το βλέπω σαν μέσο της δουλειάς μας, μέσα στα προσόντα ενός σκηνοθέτη. Δεν γίνεται να μην είσαι. 

Διατηρείς σταθερές σχέσεις με τους ηθοποιούς σου;

Ναι, γιατί κατά πρώτον είμαστε φίλοι και, κατά δεύτερον, επενδύω πάνω τους. Για να τους πάω όπου τους πάω και για να παίζουν έτσι, να φτάσουν σ’ αυτό το επίπεδο, έχω επενδύσει πολύ κόπο και χρόνο. Πέρα απ’ τη φιλία μας δηλαδή, είναι οι ηθοποιοί μου. Είμαι ικανοποιημένος και προχωράω μαζί τους. 

Όταν, λόγου χάριν, οι ηθοποιοί του «Σπιρτόκουτου» πήραν το σενάριο με τους διαλόγους στα χέρια τους, κατάλαβαν πως εδώ γίνεται κάτι περίεργο, ιδιαίτερο;

Ναι, ήμουν τυχερός σ’ αυτό. Δόθηκαν όλοι με ψυχή, μπήκαν με πολύ κέφι σ’ αυτή την ιστορία. Ήταν ο τρόπος που το προσεγγίσαμε, το καταλαβαίναμε απ’ τις πρόβες ότι πάμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. 

Στη σχέση με τους ηθοποιούς να οφείλεται και το ότι κάνεις καλό θέατρο; Δεν συμβαίνει με όλους τους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες. Ο Αγγελόπουλος μου’χε πει κάποτε πως το βαριόταν το θέατρο και σπάνια πήγαινε να δει παραστάσεις.

Η «Στέλλα» έγινε πριν μερικά χρόνια στο Εθνικό. Οφείλεται έτσι κι αλλιώς αυτό που λες στη σχέση μου με τους ηθοποιούς. Δεν ξέρω, ρε φίλε, αλλά πάνω απ’ όλα εγώ νιώθω καλλιτέχνης, δραματουργός, όχι απλά σκηνοθέτης. Εμένα στο θέατρο το κείμενο ήταν δικό μου, το πνευματικό μου έργο, ήμουν εγώ, όπως και στο σινεμά είμαι εγώ. 

Ακούγεται λίγο βαρύγδουπο «το πνευματικό μου έργο».

Εντάξει, αλλά αυτό είναι όμως! Πως να το κάνουμε…Πως αλλιώς να το θέσω; Είναι η ταυτότητα ενός καλλιτέχνη, δεν είναι μια διαδικασία διεκπεραιωτική, του στυλ «Τώρα έχω μια παραγγελιά», δεν είναι επίσης όπως αν έπαιρνα το σενάριο κάποιου άλλου. Πιθανώς έτσι να μη μπορούσα να λειτουργήσω. Θέλω πάντα να’χω κάτι δικό μου, κατάδικό μου, τέλος, που ξεκινάει από μιαν ανάγκη και καταλήγει σε μιαν ανάγκη. That’ s it! 

Να τολμήσω να ρωτήσω αν κάνεις κάτι άλλο για το βιοπορισμό σου;

Κάνω μαθήματα, δίνω σεμινάρια. Απ’ το θέατρο βγήκε κάτι για νά’μαι ειλικρινής, γιατί έκανε επιτυχία. Από κει και πέρα, ειδικά απ’ τον «Μαχαιροβγάλτη» και μετά, έπαιρνα την αμοιβή μου, όπως όλοι οι σκηνοθέτες.

Εννοείς απ’ τα εισιτήρια;

Όχι, που να πάρεις απ’ τα εισιτήρια με τόσους ενδιάμεσους; Άσε που οι δικές μας, οι art house ταινίες, με τα εισιτήρια που κόβουν, δεν έρχεται τίποτα στον σκηνοθέτη. Ούτε καν στον παραγωγό δεν έρχεται τίποτα.

Εκτός αν κάνεις την «Πολίτικη Κουζίνα».

Άλλο αυτό. Αν δεν ξεπεράσεις ένα συγκεκριμένο νούμερο, δεν βγαίνει καν η παραγωγή. Είναι πολλοί οι ενδιάμεσοι μέχρι να φτάσει ένα ευρώ στους ανθρώπους που φτιάχνουν μία ταινία. Πρέπει να κόψεις πάνω από 100.000 εισιτήρια για ν’ αρχίσει νά’ρχεται κάτι στο γραφείο παραγωγής, άρα κατά συνέπεια και σε σένα.

Τα 100.000 εισιτήρια, ωστόσο, συγκριτικά με την ταινία του Μάρκου Σεφερλή και με την αναγνωρισιμότητα του, δεν θα λέγαμε και ότι είναι κάνα τρελό νούμερο.

Όχι, αλλά αυτός έτσι όπως «πάει», θα «πάει», αυτό λένε τουλάχιστον. Μπορεί να φτάσει και τις 500.000, ξέρω γω, έτσι λένε, θα πάει η μισή Ελλάδα…

Και πως το κρίνεις αυτό;

Κοίταξε, σε όλες τις χώρες αυτού του είδους το θέαμα κόβει εισιτήρια. Παντού «πιάνει» το θέαμα χαμηλού επιπέδου, είτε είναι κωμωδία, είτε περιπέτεια, είτε τρόμου, ταινίες για τον πούτσο, blockbuster, που όμως τις βλέπει ο κόσμος. Τι είναι το blockbuster; Πάει ο κόσμος, είναι ένα φαινόμενο…

Που δεν είναι μεμπτό, θες να πεις.

Που το συναντάμε παντού. Υπάρχουν προϊόντα πού’ναι για τη μάζα και που θα πάει η μάζα να τα καταναλώσει. Αυτό που εμένα μ’ ενοχλεί είναι τα σοβαροφανή κατασκευάσματα. Αυτά που προσποιούνται ότι είναι τύπου εθνοπατριωτικά, ότι τάχα μου «εμείς κάνουμε τώρα σινεμά, τέχνη, ποιότητα»…Ο Σεφερλής κάνει ότι κάνει, τον ξέρεις, είναι τοποθετημένος. 

Τώρα που λες για «εθνοπατριωτικά», μου’χε κάνει εντύπωση που είδα πρόσφατα να γυρίζονται ταινίες για βίους Αγίων. Αυτά τα έκανε παλιά ο Ρετσίλας και τον κράζανε. Φτάσαμε, λοιπόν, στο 2020 για να βλέπουμε βίους Αγίων;

(γελάει) Και που’σαι ακόμα! Τώρα πλησιάζει και το 1821, μην το ξεχνάμε αυτό! Θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι.

Αν σου ζητούσε το επίσημο κράτος να έκανες κάτι κι εσύ για το 1821, τι θα απαντούσες;

Θα έλεγα όχι, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Ότι είναι να κάνω, θα το έκανα με τη δική μου ματιά πάνω στην Ιστορία και στο γενικότερο ζήτημα περί Ελλάδας, Επανάστασης και ’21. Πολλά μπορούν να ειπωθούν. Εγώ είμαι της άποψης του Κωστή Παπαγιώργη, που αν σκύψεις δηλαδή πάνω στην Ιστορία, σε πιάνουν τα κλάματα. Βγάζεις φλύκταινες μ’ αυτά που έγιναν τότε και με το πως στήθηκε η παράγκα. Δεν είναι για μας αυτά.

Γνωρίζεις πως οι συνθήκες παραγωγής και χρηματοδότησης μίας ταινίας έχουν αλλάξει δραματικά. Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου μπαίνει συμπαραγωγός πλέον, αφού έχεις εξασφαλίσει άλλα κεφάλαια. 

Το καταλαβαίνω. Την εποχή που ζούμε, δύο διαπιστώσεις έχω κάνει: Τα χρήματα είναι όλο και λιγότερα ειδικά από τον τόπο σου. Έπειτα, η μεγάλη γραφειοκρατία για να στηθεί και για να τελειώσει μια παραγωγή.

Είναι ελληνικό ίδιον αυτό;

Είναι και ευρωπαϊκό. 

Έχει να κάνει με την κρίση;

Όχι, έχει να κάνει με όλο αυτό το καφκικό σκηνικό που έχει στηθεί στη σύγχρονη Ευρώπη. Όλο αυτό το τέρας που έχουν φτιάξει, έχει και την όψη του στον πολιτισμό. Πολύ χαρτί, ρε παιδί μου…

Πιστεύεις ότι σήμερα δίνεται μεγαλύτερη σημασία στον παραγωγό και λιγότερη στον σκηνοθέτη δημιουργό;

Όχι, μωρέ, στην Ευρώπη είναι ακόμη ο δημιουργός, υπάρχει, απ’ την άλλη όσο πιο καλά και περιποιημένα φτιάξεις τον φάκελο σου, το αμπαλάζ, τόσο πιο πολύ θα το εκτιμήσουν διάφορες απρόσωπες επιτροπές και θα βάλουν τικ «σωστό αυτό, σωστό κι αυτό» κλπ., όπως στα ΕΣΠΑ. 

Μαλακίες δηλαδή. Επιφάνεια.

Επιφάνεια, ακριβώς. Ο παραγωγός, που λες, είναι ισχυρό πρόσωπο στην Αμερική. Στην Ευρώπη οι καημένοι οι παραγωγοί πάνε by the book, είναι δέσμιοι της γραφειοκρατίας. Δυστυχώς είμαστε όλοι έρμαια αυτού του συστήματος. Και οι σκηνοθέτες! Πρέπει να γράψουν καλά το κειμενάκι τους, το θέμα τους να είναι συμβατό με τα θέλω των Ευρωπαίων και του που έχουν τοποθετήσει την Ελλάδα, η ιστορία σου νά’χει μέσα προσφυγικό, κρίση, ξέρεις τώρα…

Ενδιαφέρον πολύ αυτό που λες.

Αν τους κατεβάσεις μια ταινία σαν τη δικιά μου, έχεις πρόβλημα. Σου λέει, τι μας δείχνει αυτός τώρα απ’ την Ελλάδα; Γκαγκστερικό, χιούμορ, πλάκα; Την Ελλάδα την έχουν βάλει αλλού αυτοί, σ’ άλλο κουτάκι.

Μέσα σ’ αυτό το κουτάκι μπαίνει και όλο το περιβόητο Greek Weird Cinema;

Μια εποχή του. Τώρα επικρατεί πιο πολύ το ανθρωπιστικό – κοινωνικό, αλλά χωρίς να σπάει αυγά. Κατάλαβες, ταινίες που χαϊδεύουν λίγο την ένοχη συνείδηση των Ευρωπαίων, «πιάσανε τόπο τα λεφτά μας, έγινε ακόμα μια ουμανιστική ταινία απ’ την Ελλάδα»! 

Παλιότερα είχες κατηγορήσει το Greek Weird Cinema για έλλειψη χιούμορ.

Μόνο χιούμορ δεν έχουν; (γέλια) Δεν θέλω να πω ότι δεν είναι σοβαρά τα θέματα που ζει η χώρα, απλά πρέπει να τα φτάνεις μέχρι το κόκαλο, να δείχνεις και τις αιτίες από κάτω, ποιοι πραγματικά ευθύνονται στρέφοντας τα βέλη σου προς τη Δύση. 

Αυτό επαφίεται στο ταλέντο κάθε δημιουργού, βέβαια.

Ε ναι, στο ταλέντο του και στα αρχίδια του. Πάμε παρακάτω!

Στο φεστιβάλ Δράμας το 2002, είχαμε δει πολλά ταινιάκια σαφώς επηρεασμένα από τον Οικονομίδη. Εκεί είπαμε για πρώτη φορά στα πηγαδάκια ότι ο Οικονομίδης έφτιαξε σχολή τελικά.

Ναι, το είδα κι εγώ αυτό, το παρατήρησα. Από κάπου ξεκινούν τα παιδιά πάντα…

Το περίμενες να φτιάξεις σχολή, όμως, όντας στο ξεκίνημα σου σχεδόν κι εσύ;

Όχι…Δεν είπα ότι είναι αμελητέο, κάπου κολακεύεσαι κιόλας. Δεν το συζητώ, απλά θέλει δουλειά ακόμη. Κατανοώ ποιος πραγματικά το κάνει με μιαν ειλικρίνεια, μιαν αγάπη για το σινεμά και πατάει πάνω μου για να «σκάψει» και ποιος απλά μιμείται γιατί ο Οικονομίδης είναι το hype τώρα. 

Εσύ δεν ανησύχησες απ’ τη hype διάσταση που πήρε η δουλειά σου;

Η δουλειά μου, που μεταλλάσσεται όμως. Όχι, εγώ αφέθηκα στη συνέχεια μου.

Λοιπόν, άκου τώρα κάτι άλλο: Μεσ’ στη νέα ταινία σου βάζεις τον λαϊκό τραγουδιστή να αφηγείται τη ζωή του στην ερωμένη του.

Μου αρέσει πολύ αυτός ο μονόλογος του.

Εγώ, πάντως, τον εξέλαβα ως αυτοβιογραφικό δικό σου. Όταν αυτός ο τύπος λέει για την κρεατομηχανή του συστήματος, δεν απέχει από εκείνη την πρεμιέρα της προηγούμενης ταινίας σου στα Village στο Μαρούσι, όπου είδαμε δίπλα σου τον Σάκη Ρουβά, την Πόπη Τσαπανίδου, η οποία ήταν και πρωταγωνίστρια σου, τα φλας των παπαράτσι. Έμοιαζε σαν να λούστηκες όσα στηλιτεύεις με την τέχνη σου.

Εντάξει, η Πόπη έπαιζε στην ταινία και είναι αντιστάρ ούτως ή άλλως. Ξέχασες ότι ήταν και οι Rotting Christ εκεί, έτσι; 

Δεν τους πήρε το μάτι μου μεσ’ στο χαμό. Τη Σόνια Θεοδωρίδου με βραδινή τουαλέτα, θυμάμαι, στην υποδοχή των καλεσμένων.

Ναι, μαλάκα μου, ήταν και οι Rotting Christ, ο ένας Σάκης και ο άλλος Σάκης, των Rotting Christ (γέλια)! Τέλος πάντων, ήταν ένα αμπαλάζ όλο αυτό, γιατί πιστέψαμε ότι έτσι θα δουλέψει η πρεμιέρα. Ήταν και το Φεστιβάλ Βερολίνου, είπαμε να την κάνουμε γκλαμουριά και χωρίς χιούμορ. Ευτυχώς δηλαδή που βάλαμε εμείς λίγο χιούμορ την τελευταία στιγμή. 

Αυτό λέω κι εγώ, υπήρχε μια δόση γκλαμουράτης σοβαροφάνειας.

Το προσπερνάω, εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε, εγώ, ο Μουρίκης, τα παιδιά…Πιστεύαμε ότι όλο αυτό θά’χει αντίκτυπο στα media κλπ.

Και η αλήθεια είναι πως το «Μικρό ψάρι» είχε τύχει μιας ιλιγγιώδους διανομής.

Πήραμε τα αρχίδια μας! Δεν ανταποκρίθηκε ο κόσμος…Ήταν πολύ σκοτεινή ταινία, δεν ξέρω, βγήκαμε Μάρτιο κι είχε αρχίσει να μπαίνει το καλοκαιράκι, τι να σου πω…

Σου κάνει εντύπωση που ο μονόλογος ενός νέου χαρακτήρα σου με «πήγε» σε σένα;

Όχι, δεν μου κάνει, μπορώ να σε καταλάβω. Πολύ συχνά όλοι οι σκηνοθέτες το νιώθουν αυτό που λες, αλλά εγώ δεν το ένιωσα για εκείνη την περίπτωση της πρεμιέρας. Εγώ θεωρώ πια πως όταν έγινε αυτό, ήμουν ήδη μεγάλος, ώριμος. Ήταν η τέταρτη ταινία μου. Έχω συμφιλιωθεί πια με όλο αυτό το παιχνίδι του publicity που ακολουθεί τη δουλειά μας. Και σ’ ένα φεστιβάλ να πας, θα βάλεις το κοστούμι, τη γραβάτα σου, θα είσαι κάπως. Το πρόβλημα ξέρεις ποιο είναι, ρε συ Αντώνη; Όλο αυτό έχει ένα νόημα αν είσαι σε μια χώρα με βιομηχανία του θεάματος, μια χώρα που όντως συμμετέχει. Βλέπεις δηλαδή το κόκκινο χαλί στους Αμερικανούς που μετά παίζει πολύ στην τηλεόραση και ο κόσμος αναπνέει, ζει μαζί του. Έχεις πάει ποτέ στο Λος Άντζελες που όλοι μιλάνε για σινεμά; Μετράνε πολύ αυτά. Τώρα σε μία χώρα που είναι του κώλου τα εννιάμερα απ’ όλα αυτά, που άντε να σε βγάλουν στα πρωινάδικα, κάτι που δεν σημαίνει τίποτα και δεν έχει πουθενά αντίκτυπο, μοιάζει λίγο οξύμωρο. Αυτό να το συζητήσουμε, αυτό είναι που «κλοτσάει». Τι του λείπει του ψωριάρη, φούντα με μαργαριτάρι (γέλια). Γι’ αυτό και στην πρεμιέρα της «Μπαλάντας», την πιάσανε τη φάση τα παιδιά της Στέγης – Ωνάσης. Καταλάβανε τη φάση, δηλαδή, του «Greek Trash» που πραγματεύονται οι ταινίες μου και οργάνωσαν μία πρεμιέρα – προέκταση του «Crocodilos Live Club». Μια πρεμιέρα με βιτριολικό χιούμορ, αυτοσαρκασμό και προβοκατόρικη διάθεση. 

Στις ταινίες σου, έχεις μια έφεση- να την πω- στις ωραίες γυναίκες. Θα έλεγες ότι είσαι σκηνοθέτης των γυναικών;

Είμαι, ναι, των δυναμικών γυναικών. Γυναικών με έντονη προσωπικότητα, με χαρακτήρα.

Ισχύει και στην προσωπική σου ζωή αυτό;

Ναι, ισχύει. Έχω και το νου μου! (σ.σ. ατάκα από το «Σπιρτόκουτο»/ σκάμε στα γέλια)

Δυναμικές είναι και οι δύο μανάδες στη «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», του εργοστασιάρχη και του τραγουδιάρη. Μα που πήγες και τις βρήκες;

Η μάνα του Τσορτέκη είναι η κυρία Καλλιμάνη, η μάνα της ηθοποιού Μαρίας Καλλιμάνη, που έχει την επιχείρηση με τα θαλασσινά. Δεν είναι ηθοποιός. Τη γνώρισα απ’ την οικογένεια της Μαρίας. Φοβερή! Και η άλλη, η Σοφία Κουνιά, ερασιτέχνιδα είναι. Έχω πολλούς ερασιτέχνες σ’ αυτή την ταινία. Δουλέψαμε πέντε μήνες. Οι κυρίες έπαιρναν το ταξί και έρχονταν στην πρόβα μια φορά τη βδομάδα. Είχαμε πρόγραμμα. 

Η δική σου γυναίκα πως βλέπει τις ταινίες σου;

Είναι πολύ κριτική και αυστηρή. Λαμβάνω υπόψιν την κριτική της στο στάδιο του μοντάζ, π.χ., μου λέει κάτι, το συζητάμε και στο τέλος καταλήγουμε τσακωμένοι (γέλια). Δραματοθεραπεύτρια είναι η γυναίκα μου. Εντάξει, χάρη στην Αιμιλία έκανα και το θεατρικό. Αυτή με τσίγκλαγε «Πρέπει να κάνεις θέατρο» κι εγώ να λέω «Άσε τώρα», αλλά τα χρόνια περνάνε και είμαστε πολλά χρόνια μαζί. Τη γνώρισα στο μοντάζ της «Ψυχής στο στόμα», είμαστε πια 15 χρόνια μαζί.

Και ερωτεύθηκες, που λένε;

Ερωτευθήκαμε, ναι. Σπουδαίος άνθρωπος!

Ερωτευόσουν γενικά στη ζωή σου;

Δυο – τρεις φορές μόνο, συνολικά, από πέντε χρονών και μετά. 

Σε θυμάμαι τότε που γεννιόταν το παιδί σου. Είχες την όψη του χαζομπαμπά.

Ε, εντάξει, είναι πρωτόγνωρα πράγματα αυτά. Έχω ένα αγοράκι, που μας άλλαξε τη ζωή.

Του αφιερώνεις χρόνο;

Ναι. Με έκανε να βλέπω τα πράγματα αλλιώς, έφυγε από μένα όλο αυτό, ξέρεις, ο εγωισμός που μετριάζεται, κατεβαίνεις και λίγο απ’ τ’ άλογο σου…Είναι μεγάλη ιστορία…Όλα είναι θέμα timing. Αν εμένα το παιδί ερχόταν στα 30 μου, που ακόμα δεν ήξερα που πατάω κι είχα τις αγωνίες μου, δεν θα ήμουν έτοιμος. Ήρθε όμως όταν είχα κάνει τις ταινίες μου και ένιωθα χορτασμένος ή, σωστότερα, πλήρης. Ικανοποιημένος με την αγάπη του κόσμου, με τον εαυτό μου ok και με την καταξίωση από το σινάφι. Ήμουν ήδη 47 ετών, ώριμος, αλλά να λάβουμε υπόψιν και ότι υπάρχουν άνθρωποι με υπερτροφικό εγώ, που όσο και να πάνε, δεν υπολογίζουν ούτε παιδιά, ούτε σχέσεις. Πάντα εξαρτάται και απ’ το τι άνθρωπος είσαι και απ’ τη σύντροφο που έχεις δίπλα σου. Η Αιμιλία είναι η οικογένεια μου, ο άνθρωπος μου.  

Έχεις εκλάβει ποτέ μια είδηση του αστυνομικού δελτίου ως ποίημα;

Το πρώτο πράγμα που διαβάζω είναι το αστυνομικό δελτίο, εγκλήματα, όλα αυτά. Δεν ξέρω αν είναι ποιήματα, αλλά είναι σίγουρα αφηγήματα, ανθρώπινες καταστάσεις με ενδιαφέρον.

Θα έμπαινες στην ψυχολογία ενός εγκληματία;

Φυσικά. Πάνω εκεί δουλεύουμε. Στους μικρούς και στους μεγάλους εγκληματίες. Όλοι μας είμαστε εν δυνάμει εγκληματίες. Έχουμε εγκληματίσει ούτως ή άλλως. 

Τίνι τρόπω;

Έστω και στη σκέψη. Υπάρχει κανένας άμεμπτος, που η ζωή του νά’ναι κρύσταλλο; Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι με όλα τα ακραία που μπορεί νά’χει, φτιάχνεις εικόνες που τις ζεις κιόλας. Αναπαράσταση κάνεις, γίνεσαι μέτοχος ενός σκηνικού.

Δε μου λες, στους διαλόγους των ταινιών σου παίζει και αυτοσχεδιασμός στο γύρισμα;

Παίζει, παίζει! Οι διάλογοι δουλεύονται στις πρόβες, μετά είναι το γύρισμα και μετά το μοντάζ. Στη σκηνή, ας πούμε, με τους δυο γουρουνάδες, «Εγώ θέλω – Εγώ δεν θέλω», τα παιδιά ξεφύγανε τόσο αυθεντικά, τόσο όμορφα, που πήρε μια αξία τρομερή το πλάνο εν είδει ντοκουμέντου γυρίσματος. Ήτανε πραγματικό όλο αυτό κι είπαμε ότι θα μπει αυτούσιο. Εμένα μ’ αρέσει πολύ και η ερωτική εξομολόγηση του τύπου στο μπόουλινγκ, τη βρίσκω μια απ’ τις πιο ωραίες ερωτικές εξομολογήσεις στο ελληνικό σινεμά! 

Πράγματι, έπεσε κι εκεί πολύ γέλιο. Σε βλέπω τώρα που γελάς κι εσύ και σκέφτομαι πόσο αγαπάς τη δουλειά σου.

Ένας λόγος που έκανα αυτή την ταινία ήταν για να ξαναζήσω αυτό που ζήσαμε με την «Ψυχή στο στόμα», που είχαμε γελάσει πάρα πολύ! Είχαμε περάσει τόσο ωραία, γιατί η «Ψυχή στο στόμα» είναι βαριά, ακραία ταινία, αλλά λίγο χιούμορ νά’χεις, πέφτεις κάτω! Μετά το ζόφο του «Μικρού ψαριού», ένιωσα την ανάγκη να θυμηθώ τα παλιά. Τώρα, αν περνάει καλά κι ο κόσμος, γι’ αυτό δουλεύουμε κι εμείς. Αυτό με τις ατάκες μ’ έχει εκπλήξει και μένα, γιατί δεν είναι κατευθυνόμενο ή κατασκευασμένο με την έννοια να «δουλέψει». Βλέπω τα παιδιά, τους ηθοποιούς, πόσο το παίρνουν πάνω τους, πόσο το χαίρονται και μου δίνει και μένα τη χαρά του μικρού παιδιού, μια έκπληξη. Τους ρουφάω με απόλαυση, βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω, τους βλέπω και τους ξαναβλέπω και λέω «Βρε, τους κερατάδες»! 

Θα διέβλεπες μια δραματουργική σου συγγένεια με τον συχωρεμένο Νικόλα Τριανταφυλλίδη;

Όχι, δεν θα τό’λεγα. Είχα δει τους «Αισθηματίες» του και μου άρεσαν, ο Νίκος πάντως θα μπορούσε να παίξει σε ταινία μου. Συμπαθιόμασταν…

Αναρωτιέμαι αν όταν έσκασες νέος στο χώρο, δυναμικά, αντιμετώπισες ένα είδος ανταγωνισμού απ’ τους πρεσβύτερους σκηνοθέτες, τον Βούλγαρη, τον Παπαστάθη κλπ. Για τον Αγγελόπουλο μιλήσαμε ήδη.

Ο Παπαστάθης ούτε να με δει ζωγραφιστό δε θέλει, ακούει τ’ όνομα μου και βγάζει φλύκταινες. Να σου πω την αλήθεια, διασκεδάζω που με θεωρεί κάφρο και προγλωσσικό. Τά’χει πει, τά’χει δηλώσει, όχι σε μένα προσωπικά. Ο Παντελής Βούλγαρης, αντιθέτως, μεγάλη εκτίμηση μου έχει και του έχω. Είναι πάντα παρών στις δουλειές μου, και ο Παντελής, και ο Αλέξανδρος, και η Καρυστιάνη.

Υπάρχει, επομένως, ένας ρατσισμός και μια έλλειψη γενναιοδωρίας;

Υπάρχει ένας κόσμος τέτοιος, όχι μόνο απ’ τους παλιούς, αλλά κι απ’ ανθρώπους της γενιάς μου κι απ’ τους πιο μικρούς, τα παρεάκια τα καινούργια. Κάπως τους ταράζω, τους προκαλώ, κάτι παθαίνουν όποτε βλέπουν ταινία μου. Από κάποιους το περιμένεις, που τους έβλεπες να το παίζουν σοφοί και τοτέμ του ελληνικού σινεμά, επιτροπάκηδες κλπ. 

Είσαι σαφής. Ας μιλήσουμε τώρα για τη μουσική των ταινιών σου. Έχεις συνεργαστεί στον τομέα αυτό με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο και τώρα με τον Γάλλο Jean – Michel Bernard. 

Λόγω συμπαραγωγής με τη Γαλλία, έπρεπε να δουλέψω με κάποιους Γάλλους συντελεστές. Επέλεξα έναν μουσικό, του οποίου ο ατζέντης έτυχε νά’ναι Έλληνας και γνωστός των παραγωγών μου. Ήρθαμε σ’ επαφή με τον Γιώργο Χριστόπουλο, που μας παρουσίασε κάποιους συνθέτες από τη Γαλλία. Η μουσική στην ταινία αυτή ήταν μια δική μου κατεύθυνση, που την πήρε κατευθείαν ο Bernard, καθώς είναι μεγάλος λάτρης της jazz, αν και κλασικός συνθέτης που ασχολείται με τα soundtracks. Ύστερα τον άφησα ελεύθερο. 

Η μουσική γράφτηκε αφότου ολοκληρώθηκε η ταινία ή δουλευόταν εκ των προτέρων;

Παράλληλα, όταν η ταινία έφτανε στα τελευταία cut. Από πριν του’χα εξηγήσει πως θέλω μια δημιουργική μουσική που να συνομιλεί με την ιστορία και να μην είναι ένα «χαλί» που τρέχει και στο τέλος δεν την ακούς καν. Κατόπιν του έδωσα και το στυλ μέσα από τις αναφορές σε κάποιες ταινίες, σαν μια μεσογειακή jazz του 21ου αι., λίγο Miles Davis, Quincy Jones, ξέρεις…Τό’κανε!

Ακούς εσύ σήμερα Miles Davis, την κλασική jazz;

Κάποιες φορές, ναι. Τώρα πια ακούω ραδιόφωνο, που να βάλεις CD ν’ ακούσεις…Έχει αλλάξει η ζωή μας, πας 10 η ώρα για ύπνο. Αναγκαστικά, γιατί πρέπει να υπάρχει μια σειρά, αλλά γενικά jazz και rock ακούω.

Σπιτόγατος έχεις γίνει δηλαδή.

Είμαι, είμαι. Κάνω κρα να βρω μια τρύπα μεσ’ στο χρόνο να πάω να δω μία ταινία. Να πεταχτώ σε μια πρώτη προβολή. Αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια λόγω του παιδιού, γιατί το μοιραζόμαστε με τη γυναίκα μου, μια χρονιά αυτή, την άλλη εγώ. Δουλεύει πάρα πολύ κι αυτή κι όταν δεν έχεις βοήθεια, φίλε, πρέπει να βάλει πλάτη ο καθένας.

Πόσο καταλυτική είναι η συνεργασία σου με τη Faliro House για τις ταινίες σου;

Δεν το συζητώ, έχω μεγάλη τύχη που η Faliro House και ο Χρήστος Κωνσταντακόπουλος είναι δίπλα μου. Είμαστε και φίλοι, εκτός από συνεργάτες. Καλλιτεχνικά συντρόφια, συνοδοιπόροι. Χρωστάω πολλά στον Χρήστο και στη Μαρίνα, τη γυναίκα του. 

Η «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» είναι μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Κύπρου, Γαλλίας και Γερμανίας. Να υποθέσω ότι αυτό το διεθνές ξάνοιγμα οφείλεται στη Faliro House;

Όχι, αυτό το κάνουν όλες οι ταινίες πια.

Πως το κάνουν όλες ή μάλλον πως το πετυχαίνουν;

Όπως σου είπα πριν, by the book, με το σωστό αμπαλάζ στο φάκελο που καταθέτεις. Έχει απομυθοποιηθεί πια αυτό που λέμε «διεθνής συμπαραγωγή». Τσούκου – τσούκου, εμείς χτίσαμε την κατάσταση με τον Πάνο τον Παπαχατζή και τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο. 

Πέρασε δηλαδή η εποχή που μαζεύονταν δέκα φίλοι και έκαναν ταινία;

Υπάρχει κι αυτό για τους νέους ή για όσους θέλουν να πάνε την ταινία τους εδώ και τώρα, low budget. Ακόμα και ταινίες πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών γίνονται πλέον σε ευρωπαϊκή συμπαραγωγή.

Για τον Γιώργο Λάνθιμο τι γνώμη έχεις;

Κοίτα, είναι μεγάλος σκηνοθέτης! Σπουδαίος! Και δεν κωλώνει πουθενά!

Πλέον.

Εννοώ πως έχει την ικανότητα να μην κωλώνει. Πραγματικά! Άλλο το να αποδέχεσαι ή όχι τις ταινίες του και άλλο να παραδέχεσαι τον ίδιο σαν κινηματογραφιστή. Είναι ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης, έφυγε έξω και πάει πολύ καλά, αλλά δεν σημαίνει πως μπορεί να σ’ αρέσει ότι κάνει. Σ’ άλλους αρέσει ο Τριφό, σ’ άλλους ο Γκοντάρ, η αξία τους όμως είναι αυτή που είναι! Δεν γίνεται να πεις ότι ο Γκοντάρ είναι για τα σκουπίδια, δεν μπορείς…

Θα μπορούσες να πάρεις την οικογένεια σου και να ζήσεις στο εξωτερικό με σκοπό να κάνεις μια καριέρα, με το δικό σου ύφος, σαν του Λάνθιμου;

Όχι. Αυτό το πράγμα, ειλικρινά, ποτέ δεν μπήκε σοβαρά στο κεφάλι μου. Ότι θα μπορούσα, εντάξει, όλα τα μπορεί ο άνθρωπος. Απλά, το θέμα είναι αν θα ήθελα και εγώ, όχι, δεν θα ήθελα. 

Πιστεύεις πως θα άλλαζε η θεματολογία σου αν ζούσες στο εξωτερικό; Λέω για τη θεματολογία, όχι την προσέγγιση σου.

Ενδεχομένως. Εδώ είναι ο τόπος μου κι εγώ κάνω ένα σινεμά βγαλμένο πολύ απ’ τη ζωή, απ’ τις εμπειρίες τις δικές μου και των φίλων μου, απ’ αυτό που εγώ ζω, την καθημερινότητα. Είναι πολύ «μέσα» η χώρα μου σ’ αυτό που κάνω. Τώρα που το συζητάμε, δεν μπορώ να φανταστώ καν τι σόι σινεμά θα έκανα έξω.

Τηλεόραση δεν έχεις κάνει ποτέ.

Παλιά έχω κάνει, ντοκιμαντέρ. Η τηλεόραση, έτσι όπως γίνεται, δεν μ’ ενδιαφέρει. Που να μπλέξεις τώρα…

Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες σε μερικές εβδομάδες. Τι προσδοκάς;

Προσδοκώ ότι προσδοκούσα απ’ την πρώτη στιγμή με το «Σπιρτόκουτο»: Την επικοινωνία με την κοινωνία, με τον τόπο μου, με τους συνανθρώπους μου, τους συμπατριώτες μου. Θέλω κι αυτή η ταινία να περάσει κάτω, όχι σαν ένα θέαμα αναλώσιμο, αλλά να μπει μέσα στη σύγχρονη κουλτούρα του Έλληνα. 

Κι ίσως και τη γνωριμία σου με ένα νεότερο κοινό. Οι γενιές αλλάζουν κι απ’ το «Σπιρτόκουτο» πέρασε μία εικοσαετία.

Και αυτό που λες, σαφώς! Σε κάθε περίπτωση θέλω κάθε ταινία μου να είναι κοινωνικό και πολιτιστικό γεγονός.

Πολιτικό;

Και πολιτικό, έτσι κι αλλιώς, αφού άμα συμβούν τ’ άλλα δύο, μοιραία γίνεται πολιτικό! 

Άμα λάβεις υπόψη και έναν γκαγκστερισμό στον πολιτικό βίο και στα ΜΜΕ της χώρας…

Ας πούμε, καλύτερα, λατινοαμερικανοποίηση της Ελλάδας, κανονικά πια, κανονικότατα! Όχι αυτό που φαινότανε όταν κάναμε το «Σπιρτόκουτο» και την «Ψυχή στο στόμα», που μας λέγανε «Γίνονται αυτά στην Ελλάδα; Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι;» κι εμείς στην ουσία απαντούσαμε «Έρχεται το Μεξικό, είναι κοντά»! Να που ήρθε το Μεξικό! Όχι μόνο σε μας, αλλά σ’ ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Και δεν είναι ότι παράγινε το πράγμα στην Ελλάδα, απλά είναι πρωτόγνωρο για μας. Έξω ενδεχομένως να είναι χειρότερη η κατάσταση, εμείς όμως δεν την είχαμε ζήσει. 

Βάλε, όμως, και τη φτωχοποίηση της χώρας.

Ου, καλά είσαι! Σταδιακά τα πράγματα γίνονται όλο και πιο ακραία. Έχουμε να δούμε ακόμα! Ο πάτος δεν έχει τέλος…

Έχεις δει ποτέ ένα όνειρο που να το εντάξεις σε κάποια ταινία σου;

Όχι, δεν είμαι τέτοιου τύπου…

Γιατί το λες; Μπορεί να’χεις δει μια σκηνή καταδίωξης.

Δε βλέπω και πολλά όνειρα. Τα βλέπεις, τα ξεχνάς. Τώρα που το λες, πάντως, γιατί ομολογώ πως δεν το’χα σκεφτεί, συχνά στον ύπνο μου δίνω λύσεις σε προβλήματα που αφορούν το σενάριο ή ένα γύρισμα. 

Να μια ενδιαφέρουσα απάντηση επ’ αυτού.

Στον ύπνο μου, εννοώ, πως όταν κοιμάμαι, μπορεί στην πραγματικότητα να μην κοιμάμαι και το μυαλό μου να προσπαθεί να δώσει λύσεις.

Και χορταίνεις ύπνο, έτσι;

Όχι, είναι κουραστικό (γέλια). Έχει να κάνει με το ότι είμαι εμμονικός, κολλάει το κεφάλι μου, δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο ακόμη και στο χέσιμο ή στο μπάνιο. Είναι μία κατάσταση στρες.

Που δεν ανησυχείς μην έχει ψυχοσωματικές συνέπειες απάνω σου;

Όχι, αφού είναι δημιουργικό. Τα θέματα που έχουν να κάνουν με το κομμάτι δημιουργία είναι μια χαρά. Δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ αυτό, είναι χαρακτηριολογικό μου γνώρισμα, είμαι εμμονικός και ψυχαναγκαστικός.

Προσέχεις την υγεία σου;

Και την προσέχω και δεν την προσέχω. Είμαι και των καταχρήσεων, του αλκοόλ βασικά. Μ’ αρέσει. 

Τις βραδινές ώρες.

Και μεσημεριανές! Και απογευματινές! (γέλια) 

Θα βάζεις να πίνεις ένα ουισκάκι, ένα κρασάκι…

Όχι ένα, γιατί ένα; Για να καταλάβεις, αν θα μπει κρασί στο ποτήρι, θα φύγει όλο το μπουκάλι. Ή δε θα μπει καθόλου. Είναι να μην αρχίσει η κατηφόρα, άμα αρχίσει όμως…(γέλια)

Παρόλα αυτά, δεν καπνίζεις.

Όχι, στα γυρίσματα μόνο. 

Και δηλαδή τελειώνει μια ταινία και κόβεις το τσιγάρο;

Την άλλη μέρα! Μόνο στα γυρίσματα μπορεί να καπνίζω δυο – τρία πακέτα τη μέρα, αλλά εκεί το κάπνισμα είναι καθαρά αγχολυτικό, δεν θα έλεγα ότι είμαι νικοτινομανής. Παλιά συνέβαινε και στο μοντάζ, αλλά κατάφερα και το έκοψα εκεί. Στο γύρισμα, όχι, δεν κατάφερα…Κοίτα, σου είπα, είμαι των καταχρήσεων, απλά έχω αναπτυγμένο το ένστικτο αυτοσυντήρησης. 

Η ζωή θα σε οδηγούσε, πιστεύεις, να γίνεις κι ο ίδιος ένας απ’ τους πιο ακραίους χαρακτήρες σου;

Μα είμαι ήδη! Ο εφιάλτης, π.χ., του να σε καταδιώκουν, είναι κάτι που τό’χουν πολλοί. Το να βρεθείς στο στόχαστρο, επίσης, ανθρώπων που θέλουν το κακό σου. Είναι ένα δεδομένο της πραγματικότητας πια με τόση ένταση και κακότητα που επικρατεί στον κόσμο. 

Γιάννη Οικονομίδη, τα είπαμε όλα. Εύχομαι να πάει πολύ καλά η ταινία σου στις αίθουσες και να τα ξαναπούμε σύντομα με αφορμή μια καινούργια σου δουλειά. 

Εγώ σ’ ευχαριστώ πραγματικά! Έχω πολύ καλά vibes γι’ αυτή τη συνέντευξη.

* Η «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», η καινούργια ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, κάνει την έξοδο της στις αίθουσες την Πέμπτη 5/3 αποκλειστικά στο ΑΣΤΥ (Κοραή 4, μετρό ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ) 

Αποκάλυψη Daily Mail: Παρ’ ολίγον αεροπορική τραγωδία σε πτήση της British Airways από την Αθήνα

ap briths

Αποκάλυψη Daily Mail: Παρ’ ολίγον αεροπορική τραγωδία σε πτήση της British Airways από την Αθήνα

Το αεροσκάφος βρέθηκε σε απόσταση μόλις 1,5 μέτρου από... αδέσποτο drone που πετούσε σε υπερβολικά…

Κολωνός: Σήμερα η απόφαση του δικαστηρίου για τον Μίχο, τον «Μιχάλη» και τη μητέρα της 12χρονης

michos ilias 1

Κολωνός: Σήμερα η απόφαση του δικαστηρίου για τον Μίχο, τον «Μιχάλη» και τη μητέρα της 12χρονης

Οι δικαστές καλούνται να αποφανθούν για την ενοχή ή μη 26 κατηγορουμένων - Συγκεντρώσεις υποστήριξης…